H νικηφόρος
μάχη τού Βαλτετσίου, θεωρείται από τούς ιστορικούς ως η
πρώτη σημαντική νίκη τού Αγώνα. Η μάχη κράτησε εικοσιτρείς ώρες καί τό αποτέλεσμά της
εμψύχωσε κατά πολύ τούς
Έλληνες μαχητές, οι οποίοι κατατρόπωσαν τό άνθος τού
τουρκικού στρατού. Ο Χουρσίτ πασάς είχε στείλει τόν αγαπημένο του Κεχαγιάμπεη
γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση στό Μοριά. Άν νικούσε ο Κεχαγιάμπεης, τότε θά είχε
πληγεί η επανάσταση στήν καρδιά της καί καμμία άλλη σκλαβωμένη περιοχή δέν
θά τολμούσε νά σηκώσει κεφάλι. Ο Κεχαγιάς είχε εντολή, αμέσως μετά
τήν συντριβή τών γκιαούρηδων, νά εποικίσει τόν Μοριά μέ μεγάλο αριθμό μουσουλμάνων από τήν Ασία, ώστε
νά χάσει τήν ελληνικότητά της η Πελοπόννησος μιά γιά πάντα.
Τά σχέδια όμως τών Τούρκων πασάδων τά χάλασαν οι ήρωες τού Βαλτετσίου.
Οι Τούρκοι πού βρίσκονταν στήν Τριπολιτσά ήταν βέβαιοι γιά τή νίκη. Όταν είδαν τά συντρίμμια τού στρατού
νά επιστρέφουν στήν πόλη έμειναν εμβρόντητοι.
Δέν μπορούσαν ποτέ νά φανταστούν ότι οι ραγιάδες θά τολμούσαν
νά τά βάλουν μέ τόν ανίκητο οθωμανικό στρατό.
Η πόλη έπεσε σέ πένθος, ενώ ο Κεχαγιάμπεης έχασε τό κύρος μέ τό οποίο είχε πρωτομπεί στήν Τριπολιτσά.
Οι όμηροι πού ζούσαν σέ άθλιες συνθήκες στίς φυλακές τού διοικητηρίου, πληροφορήθηκαν τήν ευχάριστη είδηση από έναν Τούρκο στρατιώτη
πού είχε φυλακισθή διότι είχε αφαιρέσει από έναν νεκρό αξιωματικό τίς ασημένιες πιστόλες του.
Ο επίσκοπος Χριστιανουπόλεως έψαλλε τότε μέ σιγανή
φωνή δοξολογία γιά τήν ελληνική νίκη στό Βαλτέτσι.
Μετά τό Βαλτέτσι, ο Κολοκοτρώνης έστησε τό στρατηγείο του στό Χρυσοβίτσι.
Εκεί σώζεται η εκκλησία τής Παναγίας πού πήγαινε ο Γέρος τού Μοριά γιά νά προσευχηθεί γιά
τή νίκη τής Ελλάδος.
Στό Χρυσοβίτσι συγκεντρώθηκαν οι οπλαρχηγοί γιά νά συζητήσουν τήν περαιτέρω πορεία τών
στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στίς 17 Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης
έλαβε επιστολή από τήν Μπουμπουλίνα, τόν Τσόκρη καί τόν Σταϊκόπουλο.
Μέ τήν επιστολή τους αυτή ζητούσαν ενισχύσεις γιά τήν πολιορκία τού Ναυπλίου
πού βρισκόταν σέ εξέλιξη. Ο Κολοκοτρώνης αποφάσισε νά στείλει στό Ναύπλιο τόν ανηψιό του Νικηταρά.
Ο Νικηταράς, εκτός τών άλλων είχε εντολή νά μαζέψει κριθάρι γιά
τά στρατεύματα καί μολύβι από τά άφθονα τζαμιά τής επαρχίας.
Πράγματι ο Νικήτας Σταματελόπουλος παρέλαβε 150 Καρυτινούς μαζί μέ τόν αδελφό
του Νικόλαο, καί αφού ενώθηκε μέ τόν Κωνσταντίνο Αλεξανδρόπουλο καί τούς
58 Στεμνιτσιώτες του αναχώρησε γιά τό Ναύπλιο.
Στό μεταξύ ο Κεχαγιάμπεης στήν Τριπολιτσά, μετά από σύσκεψη μέ τούς αγάδες, αποφάσισε
νά προβεί σέ νέα επιθετική ενέργεια, αυτή τή φορά όχι πρός τήν δυτική πλευρά,
η οποία ήταν ενισχυμένη από τούς γκιαούρηδες, αλλά πρός τήν ανατολική πλευρά, όπου
οι επαναστάτες ήταν πολύ λιγότεροι. Τό τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε
τά χαράματα τής 18ης Μαΐου 1821 μέ 6000 άνδρες καί δύο κανόνια, χωρισμένο σέ τρία τμήματα.
Τό πρώτο θά πήγαινε πρός τό Μαρμαροβούνι καί από εκεί στά
Δολιανά, τό δεύτερο θά πήγαινε βορειότερα από τά Δολιανά καί τό τρίτο
θά κατευθυνόταν πρός τό Δραγούνι, όπου υπήρχε μικρή ελληνική δύναμη υπό τόν Γεώργιο Διγενή
από τόν Άγιο Πέτρο.
Οι Τούρκοι κατά τήν έξοδό τους δέν έγιναν αντιληπτοί από τόν σηματογράφο τής Επάνω Χρέπας.
Τό σκοτάδι τής νύκτας καί η πρωϊνή ομίχλη τούς βοήθησε νά προχωρήσουν
απαρατήρητοι εναντίον ενός ανύποπτου εχθρού.
«Εντοσούτω η εν τώ Βαλτετζίω συμβάσα αυτή μάχη τών 12 καί 13 Μαΐου 1821,
αφ' ης επροξενήθη τοσαύτη καταστροφή εις τούς Οθωμανούς, επεσφράγισε τάς ελπίδας
τών Ελλήνων ότι η χείρ τού Υψίστου είναι μετ' αυτών,
ότι θέλει προοδεύσει ο σκοπός τής ελευθερίας. Αλλ' εάν απετύγχανον οι Έλληνες εις τήν μάχην αυτήν,
οι Οθωμανοί έχοντες τήν βάσιν των εις τήν πληθύν τού αριθμού των,
εσχεδίαζον ώστε αφ' ου διασκορπίσουν πρώτον τούς Έλληνας, νά καταδιώξωσιν έπειτα όπισθεν
καθ' όσον αφώρα τήν βλάβην τών Ελλήνων καί ακολούθως νά τοποθετηθώσιν
αυτοί εις τήν Μεγαλούπολιν εις τήν Κώμην τού Σινάνου ονομαζομένην,
εκείσε δέ νά προσκαλέσωσι τούς απλούς καί χωρικούς Έλληνας,
τούς οποίους μέ προσπεποιημένας υποσχέσεις διά τήν διατήρησιν τής υπάρξεώς των νά
εφοδιάσωσι μέ προσκυνοχάρτια, κολακεύοντες αυτούς προσωρινώς καί επιθέτοντες
τό έγκλημα τής αποστασίας επί τών προεστώτων καί τών αρχιερέων.
Αυτούς δέ νά σφάξωσι, τούς δέ άλλους κατοίκους τής Πελοποννήσου, πρίν ή παρέλθη έν έτος,
νά μετοικήσωσιν εις τήν Αίγυπτον, εις τήν Ασίαν, εις τήν Κωνσταντινούπολιν
καί εις οποίον άλλο μέρος ήθελον εγκρίνει, νά φέρωσι δέ εις τήν Πελοπόννησον αποίκους εκ τών μερών εκείνων Οθωμανούς τε καί Χριστιανούς, διά νά κατοικηθή
η Πελοπόννησος παρά τοιούτων νέων κατοίκων πάσης τάξεως. Αλλά άλλαι μέν βουλαί ανθρώπων, άλλα δέ Θεός κελεύει.
Μετά δέ τήν εν Βαλτετζίω γενομένην μάχην οι Οθωμανοί ηθέλησαν νά δοκιμάσωσι καί άλλην μίαν φοράν τήν τύχην των, όθεν τήν 18ην Μαΐου εξεστράτευσαν διά νυκτός
περίπου τών 6000 Οθωμανοί πεζοί τε καί ιππείς, φέροντες μεθ' αυτών καί δύο κανόνια. Εν δέ μέρος ιππικού διέβη διά νυκτός από τήν οδόν τού Κούβλι καί κατέλαβεν
τά όπισθεν τών εν Δολιανοίς στρατοπεδευμένων Ελλήνων, οι δέ λοιποί ώδευσαν κατ' ευθείαν εις τά Δολιανά.»
Ο Νικηταράς φεύγοντας από τό Βαλτέτσι πέρασε από τά Δολιανά γιά νά
ανεφοδιασθεί μέ τρόφιμα. Οι Δολιανίτες τού επεφύλαξαν ψυχρή υποδοχή καί μάλιστα αρνήθηκαν
νά δώσουν στόν αδελφό του Νικόλα ένα φόρτωμα κρασί πού τούς ζήτησε. O Νικήτας πήρε τόν δρόμο γιά τό
Άργος, αλλά ύστερα από λίγο είδε μερικούς Δολιανίτες νά τρέχουν καί νά τόν
καλούν νά γυρίσει πίσω διότι φάνηκαν Τούρκοι μέ κατεύθυνση τό χωριό τους.
Ο Νικόλας εκνευρισμένος από τή στάση τών ομοθρήσκων
του πρότεινε στόν αδελφό του νά μήν τούς βοηθήσουν.
"- Πάμε εις τόν δρόμον μας καί ας μήν αφήσουν απ' αυτούς οι Τούρκοι ούτε ρουθούνι."
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πού δέν κράταγε κακία σέ κανέναν, απάντησε.
Ο αγνός Ρωμιός αποκάλεσε τούς βαρβάρους μέ τό όνομα "Περσιάνους",
όπως ακριβώς τούς αποκαλούσαν καί οι βυζαντινοί προγόνοι του. Χωρίς νά χάσει καιρό ο
Νικήτας γύρισε καί ταμπουρώθηκε
στά σπίτια τού χωριού μέ τούς στρατιώτες
του καί μερικούς ντόπιους από τόν Άγιο Πέτρο.
Κεφαλές στό μικρό στρατό τών τριακοσίων ανδρών ήταν ο Μητρομάρας Αθανασίου,
ο Ηλίας Κωνσταντόπουλος ή Λιάπης, ο Θεόδωρος Αντωνάκης, o Θεόδωρος Πολίτης, o Αναγνώστης Προεστάκης καί άλλοι. Οι κλεισμένοι έπιασαν δεκατρία σπίτια καί ο Νικήτας
έπιασε τό σπίτι τού Χριστοφίλη. Όμως τόν σημαιοφόρο του Θανάση Μανιάτη μέ τή σημαία του τόν έστειλε στό σπίτι τού Καραμήτρου, γιά νά ξεγελάσει τόν Κεχαγιάμπεη.
Πράγματι ο Τούρκος στρατηγός έστησε τά κανόνια του απέναντι από τό σπίτι πού κυμάτιζε η σημαία του Σταυρού. Όλες οι μπάλλες όμως πήγαν χαμένες, αφού τό σπίτι ήταν πετρόχτιστο
καί δέν πάθαινε καμμία ζημιά. Μάλιστα ένας Κλέφτης Μπαρμπιτσιώτης
σημάδεψε τόν τοπτσίμπαση (αρχιπυροβολητή) καί τόν άφησε στόν τόπο.
Τότε ο Κεχαγιάς πρόσταξε νά σταματήσει τό
κανονίδι καί νά ξεκινήσει τό λιανοντούφεκο.
Στό μεταξύ οι άλλες δύο εχθρικές κολώνες (στρατιές) περικύκλωσαν τά Βέρβαινα, όπου πάτησαν τήν ψηλότερη κορυφή τού χωριού. Ο Γιατράκος μέ 500 άντρες έκανε
μία έφοδο γιά νά τούς απωθήσει αλλά δέν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι
έστησαν τά μπαϊράκια τους πάνω στόν λόφο γιά νά τά βλέπουν οι ομόθρησκοί τους
καί συνέχισαν νά σφυροκοπούν τά σπίτια πού ήταν
κλεισμένοι οι Έλληνες. Τότε παρουσιάστηκαν δύο Μανιάτες στόν δεσπότη τών Βερβένων καί
τού ζήτησαν τήν ευχή του γιά νά πάνε νά γκρεμίσουν τά τούρκικα μπαϊράκια.
Πράγματι ύστερα από λίγο οι τούρκικες σημαίες έπαψαν νά κυματίζουν καί οι μπαϊρακτάρηδες κείτονταν σφαγμένοι στό χώμα.
Μόλις είδαν οι Έλληνες πού πολεμούσαν στά Βέρβαινα τό περιστατικό άρχισαν νά φωνάζουν
"γιουρούσι! γιουρούσι!" καί μέ γυμνά σπαθιά έπεσαν κατά τών αντιπάλων τους. Τσάκισαν οι
Τούρκοι ενώ οι ντελήδες πάνω στόν πανικό τους έπεφταν μέ τά άλογά τους κάτω από τά βράχια.
Μόλις είδαν οι άντρες τού Νικηταρά τήν φυγή τών Τούρκων, ακολούθησαν τόν αρχηγό τους, ο οποίος
ήδη μέ τό γιαταγάνι στό χέρι είχε πάρει στό κυνήγι τούς εχθρούς καί τούς κατεδίωκε έξω από τά Δολιανά.
«Οι πολεμιστές του βλέπουν τό Νικηταρά μέ τήν πάλα νά πέφτη μέσα
στούς Τούρκους καί ν' ανεβοκατεβάζη πάνω τους τό σπαθί του. Φόβος καί τρόμος πιάνει
τούς εχθρούς. Δέ ρίχνουν ντουφεκιά, μόνο πασχίζουν φεύγοντας νά γλυτώσουν απ' τά ελληνικά σπαθιά.
Κι οι Έλληνες, μέ πρώτο πάντα τό Νικηταρά όλο τούς κυνηγάνε.
Άρχισε κιόλας νά νυχτώνη. Δέ φτάνει τό σκοτάδι μά πιάνει καί βροχή. Άλλο πού δέ θέλανε οι Έλληνες.
Τ' ασκέρια τού Κεχαγιάμπεη χάνουν τό δρόμο. Απ΄τό σκοτάδι καί τήν τρομάρα τους
δέν ξέρουν κατά πού νά πάνε. Οι Έλληνες τούς προκάνουν καί τούς ξεκάνουν. Όλη τή νύχτα βαστάει αυτό τό ανθρωποκυνήγι. Τά ξημερώματα μετράνε διακόσια κουφάρια πού είχε
αφήσει απ' τούς δικούς του φεύγοντας ο Κεχαγιάμπεης. Χώρια όσους πρόκαναν καί πήραν. Από λαβωμένους τρείς φορές περισσότεροι!
Τά παλληκάρια χωράτευαν ο ένας τόν άλλον καί λέγαν:
"- Πού είναι οι Τούρκοι ορέ; Πού είναι οι Τούρκοι;"
Τά ρούχα τού Νικήτα ήταν καταματωμένα απ' τούς μουσουλμάνους. Τό χέρι του ήταν αγκυλωμένο στό σπαθί. Κάποιος γεροκλέφτης τού φώναξε.
"- Νά μάς ζήσει ο Νικηταράς ο Τουρκοφάγος!"
Τού Λεωνίδα τό σπαθί
Νικηταράς θά τό φορή,
Τούρκος νά τό δή λαβώνει
θ' αποθάνη δέ γλυτώνει!»
Τάκη Λάππα - Νικηταράς ο Τουρκοφάγος
Συνέλευση τών Καλτεζών
Η επικράτηση τών επαναστατών σέ όλη σχεδόν τήν Πελοπόννησο γέννησε νέες ανάγκες καί νέα προβλήματα πού είχαν νά κάνουν μέ τήν δημιουργία νέων διοικητικών οργάνων
καί νέων κοινοτικών αρχών. Φανερή ήταν η αγωνία τού Καποδίστρια,
ο οποίος από τό εξωτερικό πού βρισκόταν προέτρεπε νά βρεθεί ένας άξιος αρχηγός, ο οποίος νά συγκεντρώσει
στά χέρια του όλη τήν εξουσία καί κυρίως νά είναι υπεύθυνος γιά τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ομοίως αγωνιούσε καί ο Κοραής ο οποίος διερωτάτο:
"Τί θά υψώσουν οι Έλληνες στή θέση τού ελεεινού οικοδομήματος πού γκρέμισαν, εφόσον δέν έχουν ακόμη τά απαραίτητα πνευματικά καί πολιτικά
στελέχη; Η μεγάλη καί τρομερά δυσκολία είναι εις τήν ανοικοδομήν, ήτις χρειάζεται αρχιτέκτονας Αριστείδας καί τοιούτους άλλους οποίος ήτον ο Αριστείδης, καί οποίον δέν βλέπω
ακόμη κανένα εις τό Γένος."
Η ανάγκη λοιπόν νά οργανωθεί η επαναστατημένη Ρωμιοσύνη, αλλά καί η επιθυμία τών προκρίτων (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κανέλλου Δεληγιάννη) νά προβληθούν καί νά μήν
παραμεριστούν από τούς παλιούς Κλέφτες, τούς ώθησε μετά από τίς δύο μεγάλες νίκες στό Βαλτέτσι
(13 Μαΐου 1821) καί στά Δολιανά (18 Μαΐου 1821) νά συγκεντρωθούν τέλη Μαΐου στό
μοναστήρι τών Καλτεζών καί νά θέσουν τίς βάσεις τού πρώτου ελληνικού πολιτεύματος.
Στή συνέλευση αυτή έλαβαν μέρος οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
Ρήγας Παλαμήδης, Κορδάτος, Κρεββατάς, Κανέλλος Δεληγιάννης, επίσκοπος Έλους Άνθιμος, επίσκοπος
Βρεσθένης Θεοδώρητος, Αμβρόσιος Φραντζής, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Αναγνώστης
Παπαγιαννόπουλος, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Ν. Παλλαδάς, Ν. Σπηλιωτόπουλος,
Νικόλαος Ταμπακόπουλος, Εμμανουήλ Μελετόπουλος καί άλλοι.
Η Γερουσία πού συστήθηκε είχε τήν εξής σύνθεση: Πρόεδρος ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
Γραμματέας ο Ρήγας Παλαμήδης. Μέλη οι Βρεσθένης Θεοδώρητος,
Αθανάσιος Κανακάρης, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος (Δεληγιάννης),
Θεοχαράκης Ρέντης καί Νικόλαος Πονηρόπουλος.
Από τή σύνθεση τού πρώτου κυβερνητικού σχήματος τής επανάστασης διαφάνηκε η επιθυμία
τών παλαιών κοτζαμπασήδων νά μεταβληθούν σέ πολιτικούς αρχηγούς
καί νά παραμερίσουν τούς οπλαρχηγούς. Μάταια ο Κολοκοτρώνης επέμενε, σέ εκείνες τίς δύσκολες γιά τό Έθνος
στιγμές, νά σχηματισθεί στρατιωτική κυβέρνηση.
Η πρώτη εγκύκλιος τής Γερουσίας εκδόθηκε στή Στεμνίτσα στίς 30 Μαΐου 1821 καί μεταξύ άλλων
αναφερόταν καί στήν περίθαλψη τών ορφανών τού πολέμου. Κατόπιν η Γερουσία προκήρυξε
εκλογές γιά τήν ανάδειξη εφόρων. Ήταν οι πρώτες ελεύθερες εκλογές τού ελληνικού λαού μετά τόν
ξεσηκωμό του, οι οποίες θά χαρακτηρίζονταν, όπως ακριβώς καί σήμερα από τό κομματικό πάθος.
Τό τελευταίο πού ενδιέφερε καί τότε τούς πολιτικούς αρχηγούς ήταν η πραγματική αξία τών αντιπροσώπων τού Έθνους.
«Προκήρυξις Πελοποννησιακής Γερουσίας - 26 Μαΐου 1821
"Πατρίς.
Η γενική ευταξία τών υποθέσεων τής πατρίδος μας Πελοποννήσου,
καί η αίσια έκβασις τού προκειμένου ιερού αγώνος περί της σεβαστής ελευθερίας
τού γένους μας, επειδή καί αναγκαίως απήτουν τήν γενικήν συνέλευσιν
καί σκέψιν, συναθροίσθημεν επί τούτου οι υπογεγραμμένοι από μέρος τών
επαρχιών μας, έχοντες καί τήν γνώμην καί όλων τών λοιπών απόντων
μελών κατά τήν σεβαστήν μονήν τών Καλτεζών, κατ' εύλογον κοινήν ημών
γνώμην καί απόφασιν καί όλων τών απόντων,
εκλέξαντες τούς φιλογενεστάτους κυρίους τόν τε Άγιον Βρεσθένης Θεοδώρητον, Σωτήριον
Χαραλάμπην, Αθανάσιον Κανακάρην, Αναγνώστην Παπαγιαννόπουλον,
Θεοχαράκην Ρέντην καί Νικόλαον Πονηρόπουλον, καθ' υπακοήν καί
συγκατένευσιν καί αυτών εις τήν κοινήν ημών ταύτην πρότασιν,
τούς διορίζομεν διά νά παρευρίσκωνται μετά τού ενδοξοτάτου κοινού
αρχιστρατήγου μας Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, καί πάντες
οι άνωθεν επέχοντες τήν γερουσίαν όλου τού δήμου τών επαρχιών τής Πελοποννήσου,
προηγουμένου τής ενδοξότητός του, νά συσκέπτωνται, προβλέπωσι
καί διοικώσι καί κατά τό μερικόν καί κατά τό γενικόν απάσας τάς υποθέσεις,
διαφοράς, καί πάν ό,τι συντείνει εις τήν κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν,
εξοικονομίαν τέ καί ευκολίαν τού ιερού αγώνος μας καθ' όποιον τρόπον η
Θεία Πρόνοια τούς φωτίσει καί γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες
κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς νά ειμπορή τινας
νά αντιτείνη ή νά παρακούση εις τά νεύματα καί διαταγάς των."
Αφ' ού δέ υπεγράφη η ανωτέρω συστατική τής Πελοποννησιακής Γερουσίας
πράξις, εψάλη πάνδημος δοξολογία επ' εκκλησίας· καί, απολύσεως
γενομένης, ο ενάρετος, ο ταπεινόφρων, ο φιλόπατρις επίσκοπος Έλους Ανθιμος, επήρεν εκ τής ζώνης
τού Χαραλάμπη τάς δύο πιστόλας του, έκαμε
δι' αυτών τό σημείον τού Σταυρού επί τής εικόνος τού Χριστού, καί προτείνας
αυτάς προς τούς παρεστώτας είπεν ένθους καί μεγαλοφώνως.
"Έλληνες, ο Κύριος ευλόγησε καί αγίασε τά όπλα σας".
Οι φιλοπόλεμοι λόγοι τού αγίου ανδρός ηλέκτρισαν όλον τό ακροατήριον.
Μετά ταύτα η συνέλευσις διελύθη, η δέ Γερουσία μετετόπισεν
εις Στεμνίτσαν, όπου συνεδρίασε καί εξέδωκε τήν 30ην
εις όλας τας επαρχίας τής Πελοποννήσου εγκύκλιον, δι' ης διέταττε τήν σύστασιν γενικών
εφοριών εν τή πρωτευούση πάσης επαρχίας καί υπεφοριών εν τοίς χωρίοις,
προσδιώριζε τά διοικητικά καθήκοντα τών δημοτικών τούτων αρχών, καί
είλκυε κυρίως τήν προσοχήν των εις τήν προμήθειαν τών αναγκαίων τού
στρατεύματος εκάστης επαρχίας. Η τουρκική αρχή πρό τής επαναστάσεως
απεδεκάτονεν όλα τά προϊόντα τής γης,
οι δέ Τούρκοι, οι μισθούντες τά κτήματά των απελάμβαναν τό πέμπτον τών προϊόντων.
Τά κανονικά δέ ταύτα δέκατα καί γαιόμορα καί τά παντός είδους ζώα
τών Τούρκων διέταξεν η Γερουσία νά λαμβάνωνται εις χρήσιν τού κοινού καθώς καί οι
καρποί όλων τών τουρκικών χωραφίων είτε ως παρασπορίων, είτε παρ' αυτών τών
Τούρκων εσπαρμένων, αφ' ού εξεπίπτοντο τά έξοδα τής συγκομιδής.
Όλα δε τά τρόφιμα ταύτα
εχρησίμευαν πρός διατήρησιν τού στρατεύματος τής επαρχίας,
διότι πάσα επαρχία έτρεφε εκ τών ιδίων προσόδων τό στράτευμά της,
αλλά δεν τό εμισθοδότει. Μόνοι οι Μανιάται
ετρέφοντο υπό τών άλλων επαρχιών καί εμισθοφόρουν. Η Γερουσία
απηγόρευσε καί τήν εξαγωγήν όλων τών τροφίμων καί λοιπών προϊόντων
τής Ελλάδος, καί διέταξε νά τρέφωνται παρά τού κοινού αι
γυναίκες καί τά τέκνα τών αποθνησκόντων εν πολέμω, καί νά καταγράφωνται τά
ονόματα αυτών εν τώ κώδηκι τής επαρχίας· παρήγγειλε καί επαγρύπνησιν αστυνομικήν,
καί τήν μή επέμβασιν τής Αρχής μίας επαρχίας εις τά τής
άλλης, καί έδωκεν εξουσίαν ταίς εφορίαις νά τιμωρώσι τούς πταίστας κατά τά
πταίσματά των, απαγορεύσασα μόνον τόν φόνον καί τήν δήμευσιν.»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως - Σπυρίδων Τρικούπης
«Μετά τάς μάχας Βαλτετσίου, Βερβαίνων καί Δολιανών, συνελθόντες
εν Καλτετσαίς οι πρόκριτοι συνέστησαν Γερουσίαν τήν 26η Μαΐου 1821 εκ τών Βρεσθένης
Θεοδωρήτου, Σωτηρίου Χαραλάμπους, Αθανασίου Κανακάρη, Αναγνώστου Παπαγιαννοπούλου, Θεοχάρη Ρέντη, Νικολάου Πονηροπούλου, Ασημάκη Ζαΐμη καί Γερμανού εκ Παλαιών
Πατρών.
Εκ τού αποτελέσματος τών μαχών τούτων, οι Έλληνες πλήρεις θάρρους καί τόλμης απεφάσισαν νά πλησιάσωσιν εις τήν Τρίπολιν, αλλ' οι φρόνιμοι αρχηγοί των εδίσταζον εισέτι νά εκθέσωσιν
εαυτούς εις πεδινάς θέσεις. Συσκεφθέντες λοιπόν απεφάσισαν νά καταλάβωσι τάς θέσεις τών Τρικόρφων καί τήν επάνω Χρέπαν καί πρός τούτο μάλλον εγνωμοδότει ο Κολοκοτρώνης.
Κατά τήν εποχήν ταύτην έφθασεν ο Δημήτριος Υψηλάντης εις τήν νήσον Ύδραν καί ειδοποίησε περί τής αφίξεώς του τούς προκρίτους Πελοποννησίους, γράψας αυτοίς, ότι επεθύμει
νά τούς ίδη. Έσπευσαν λοιπόν πρός αντάμωσίν του εις τό Άστρος ο Πετρόμπεης,
Κολοκοτρώνης, Ζαΐμης, Κανέλος Δεληγιάννης, Παναγιώτης Γιατράκος, Κεφάλας, Φλέσσας, Αναγνωσταράς,
Παλαιών Πατρών, Βρεσθένης, Έλους, Σωτήριος Χαραλάμπης καί λοιποί.
Συναντήσαντες λοιπόν αυτόν τόν εδέχθησαν μετά πολλής
αγαλλιάσεως διά τήν φήμην τού ονόματός
του καί διά τάς ελπίδας, τάς οποίας τό Ελληνικόν Έθνος περιέμενεν από τήν
οικογένειάν του. Ο Υψηλάντης έφερε μεθ' αυτού
τόν Παναγιώτην Αναγνωστόπουλον, τόν υπασπιστήν του Σάλαν,
Ανδρόνικον Πάϊκον, Εμμανουήλ Βασιλειάδην, Φραγκίσκον
Μαύρον, Ιωάννην Λιβέριον, Β. Κανδιώτην, Στέφανον Βαλλιάνον, Δ. Ορφανόν, Ν. Φλογαΐτην καί άλλους.
Φθάσαντες δέ εις Βέρβαιναν έψαλον πρώτον δοξολογίαν
καί ακολούθως ανέγνωσεν τά έγγραφά του, εν οις διελαμβάνετο,
ότι αποκαθίστατο παρά τού αυταδέλφου του Αλεξάνδρου
Υψηλάντου αντιπρόσωπος αυτού. Εζήτησεν ούτος τήν διάλυσιν τής εν
Καλτετσαίς σχηματισθείσης Γερουσίας, προσέτι νά τώ δοθή έγγραφος πληρεξουσιότης, όπως διοικήση απολύτως
τήν Ελλάδα, αλλ' η εν Καλτετσαίς τήν 26ην Μαΐου
σχηματισθείσα Γερουσία αντέστη καί ούτω διαιρεθέντες κατέστησαν ασθενεστέραν καί τήν μίαν καί τήν άλλην εξουσίαν.»
Γενική ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα
Άφιξη τού Κωνσταντινουπολίτη Δημητρίου Υψηλάντου
O κλοιός γύρω από τήν Τριπολιτσά άρχισε νά σφίγγει επικίνδυνα γιά τούς Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τή Ζαράκοβα καί τήν κατέστησε κέντρο ανεφοδιασμού τής επαρχίας,
ενώ ο Πλαπούτας μέ τά σώματα τού Χρυσοβιτσίου καί τής Πιάνας
προωθήθηκε στά Τρίκορφα κοντά στή Σίλιμνα. Οι Ρωμηοί άρχισαν νά αποκτούν αυτοπεποίθηση. Στίς 24 Μαΐου 1821
στή θέση Άγιος Βλάσης, λίγο έξω από τήν Τρίπολη, συγκρούστηκαν μέ τούς Τούρκους πού άφησαν
σαράντα νεκρούς στό πεδίο τής μάχης. Η ζωή μέσα στήν πολιορκημένη πρωτεύουσα
τού Μοριά καθημερινά γινόταν καί πιό δύσκολη. Οι ασθένειες καί ο λιμός θέριζαν τούς Τούρκους, αλλά καί τούς λίγους
Χριστιανούς πού είχαν απομείνει εκεί.
Στό μεταξύ ο Δημήτριος Υψηλάντης γόνος Κωνσταντινουπολιτών καί αδελφός τού αρχηγού τής Φιλικής Εταιρείας Αλεξάνδρου,
μαζί μέ τόν Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο ξεκίνησαν από τό Κισνόβιο (Κισνάου) τής Μολδαβίας
μέ ρωσικά διαβατήρια γιά νά κατέβουν στόν επαναστατημένο Μοριά. Μετά από πολλές ημέρες καί μέ χίλιες προφυλάξεις γιά νά μήν συλληφθούν από τήν αυστριακή αστυνομία έφθασαν
στήν Τεργέστη. Εκεί οι Έλληνες ομογενείς βρίσκονταν σέ εθνικιστικό αναβρασμό καί αφού βοήθησαν τόν Υψηλάντη νά μπαρκάρει, τόν ενίσχυσαν καί οικονομικά ενώ οι γυναίκες τού
χάρισαν μία σημαία μέ τόν μυθικό φοίνικα καί τίς λέξεις "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο Δημήτριος
είχε ήδη εκποιήσει μέρος τής οικογενειακής του περιουσίας καί
είχε συγκεντρώσει 300000 γρόσια γιά τίς ανάγκες τού Αγώνα.
Στίς 8 Ιουνίου 1821, έφθασε μέ τή συνοδεία του στήν Ύδρα όπου ο λαός τόν υποδέχτηκε μέ ζητωκραυγές. Mαζί του έφθασαν πολλά ελληνόπουλα τά οποία εγκατέλειψαν τίς σπουδές
τους στά πανεπιστήμια τής Ιταλίας καί τής Γαλλίας γιά νά τεθούν υπό τίς διαταγές του. Στή συνοδεία τού πρίγκιπα μεταξύ άλλων βρίσκονταν ο Γρηγόριος Σάλας, ο Γεώργιος Κοζάκης
Τυπάλδος καί ο Νεόφυτος Βάμβας.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης ήταν μόλις 28 ετών, άσχημος στήν όψη, ισχνός καί αδύναμος
στό σώμα καί δέν ενέπνεε τό κύρος πού χρειαζόταν ένας στρατιωτικός αρχηγός.
Είχε αριστοκρατικούς τρόπους, ήταν ευγενικός καί άδολος καί συμβούλευε "λόγον καί πειθώ"
καί όχι βία γιά τούς κατωτέρους του. Ζητούσε από τούς στρατιώτες του νά μήν μισούν τούς μουσουλμάνους αλλά τήν σουλτανική τυραννία καί νά μεταχειρίζονται τούς αιχμαλώτους
μέ επιείκια. Ο Κορσικανός ταγματάρχης Βαλέστ τόν παρομοίαζε μέ άγγελο
ενώ ο Γάλλος Ρεμπώ τόν χαρακτήριζε ως αγαθό, στοιχεία όμως πού δέν ήταν ικανά νά εμπνεύσουν
τήν πειθαρχία καί τό στρατιωτικό κύρος στά άτακτα μπουλούκια τών επαναστατών.
Τήν 7η Ιουνίου 1821, ο Δημήτριος Υψηλάντης πληρεξούσιος τού αυταδέλφου του Αλεξάνδρου, έφθασεν εις Ύδραν εκ Τεργέστης.
Χαράς καί ελπίδων επλήρωσε τας καρδίας όλων τών
Ελλήνων, τό άκουσμα προσδοκώντων καί τά της αγνώστου Αρχής παρ' αυτού νά μάθωσι, καί τά περί συμπράξεως της Ρωσσίας νά βεβαιωθώσι, καί βοηθήματα νά λάβωσιν.
Επειδή δε διαβάς διά Σπετσών θ' απεβιβάζετο εις Άστρος, κατέβασαν εκεί όλοι οι γερουσιασταί καί οι περί τήν Τριπολιτσάν ευρεθέντες
σημαντικώτεροι, εκκλησιαστικοί, πολιτικοί καί πολεμικοί, τόν υπεδέχθησαν ως άλλον Μεσσίαν τήν 9ην Ιουνίου, τόν απεβίβασαν εις τόν άγιον Ιωάννην, τόν
συνώδευσαν εις τό εν Βερβένοις στρατόπεδον την 10ην Ιουνίου,
καί τώ έδωκαν τήν επαύριον επί τή αιτήσει του 200 φρουρούς· τήν δέ 12ην Ιουνίου συνήλθαν όλοι εις τά
αλώνια τών Βερβένων, όπου εδοξολόγησαν τόν Θεόν, ως αποστείλαντα τόν λυτρωτήν των.
Μετά δέ τήν δοξολογίαν ανεγνώσθησαν εις επήκοον όλων
γράμματα, τά μέν τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου, τά δέ ως στελλόμενα παρά τής
υπερτάτης Αρχής, δι' ων εδίδετο τώ Δημητρίω Υψηλάντη πάσα εξουσία.
Εν μέσω δέ τών εις τιμήν του πυροβολισμών
καί τών υπέρ πατρίδος καί ελευθερίας ζητωκραυγών ηκούσθησαν καί φωναί λέγουσαι
"νά μάς ζήση ο αφέντης του τόπου". Αλλ' ευθύς ήρχισαν αι λογοτριβαί καί αι διαιρέσεις.
Ο Υψηλάντης ήξευρεν ότι έως τότε ηγνόουν οι Πελοποννήσιοι, δηλαδή, ότι η πολυθρύλλητος
Αρχή ήτον απάτη· καί όμως εν ονόματι τής απάτης
απήτησεν ευθύς τήν κατάργησιν τής Γερουσίας καί τήν εις χείρας
του συγκέντρωσιν όλης τής πολιτικής καί στρατιωτικής εξουσίας. Ουδεμία
αμφιβολία, ότι όσον ωφέλιμος καί άν ήτο κατ' εκείνας τάς περιστάσεις η Γερουσία,
η συγκέντρωσις όλης τής εξουσίας εις χείρας ενός καί μόνου ήτον
ωφελιμωτέρα, διότι όπου απαιτείται δραστηριότης, η πολυαρχία είναι πρόσκομμα.
Αλλ' οι άρχοντες τής Πελοποννήσου απέκρουσαν τήν απαίτησιν ταύτην ως υποδουλούσαν
καί εξευτελίζουσαν αυτούς· επροθυμήθησαν όμως καί συμπράκτορά των εν τή Γερουσία νά τόν
παραλάβωσι, καί πρόεδρον αυτής νά τόν αναγορεύσωσι, καί μηδέν έργον νά
τή επιτρέψωσι άνευ τής γνώμης αυτού, καί αυτός ο Μαυρομιχάλης, όστις
επρώτευεν, έσπευσε νά τόν τιμήση ως ανώτερόν του, αλλ' ουδεμία τοιούτου είδους παραχώρησις
ευχαρίστει τόν Υψηλάντην. Ήθελε νά ήναι μόνος αυτός
η υπερτάτη εξουσία, καί όλοι οι άλλοι υπό τάς διαταγάς του,
ήθελε νά ήναι εν τή Ελλάδι ότι ήτον ο αδελφός του εν Βλαχομολδαυία. Αφ' ού δέ είδεν ότι
ο σκοπός ούτος δέν ευωδούτο, καί ότι οι γερουσιασταί ελογομάχουν μετ' αυτού πικρώς,
τόσον ηπόρησε καί δυσηρεστήθη ώστε ανεχώρησεν εις Καλαμάταν.
Μεγάλη ήτον η προδιάθεσις τού κοινού υπέρ τής Αρχής τής Φιλικής Εταιρίας, καί μεγάλαι αι εκείθεν προσδοκίαι.
Τό κοινόν εθεώρησε τόν
Υψηλάντην ελθόντα ως πλήρωμα τών προσδοκιών του, οι δέ στρατιώται ως δοτήρα μισθών,
τιμών καί βαθμών, διά τούτο η αναχώρησίς του εξηγρίωσε
τό εν Βερβένοις στρατόπεδον, καί τόσω μάλλον καθ' όσον διεδόθη λόγος, ότι διά τήν
δυστροπίαν τών προκρίτων τής Πελοποννήσου διενοείτο νά
εγκαταλείψη ολοτελώς τήν Ελλάδα. Ηρέθιζαν τό στρατιωτικόν έτι μάλλον καί τινες των περί τόν
Υψηλάντην, ώστε καθ' ην ώραν ήσαν οι πλείστοι τών
γερουσιαστών καί άλλοι πρόκριτοι συνηγμένοι παρά τω Μαυρομιχάλη, καί εσκέπτοντο περί
τής ρήξεως, καί κατεγίνοντο νά ειδοποιήσωσι περί τούτου
τούς γείτονάς τών προκρίτους Ύδρας καί Σπετσών, ήλθαν έξωθεν πάμπολλοι στρατιώται
βοώντες τά μύρια κατά τών προκρίτων, καί
απειλούντες νά τούς σφάξωσιν ως αποδιώξαντας τόν σωτήρα της Ελλάδος.
Ευρέθησαν καλή τύχη έξω της οικίας διάφόροι Μανιάται καί άλλοι στρατιώται ακόλουθοι
τών προκρίτων καί εμπόδισαν τήν πρώτην ορμήν τών
φιλοταράχων. Εξήλθε μετά ταύτα καί ο παρευρεθείς Κολοκοτρώνης,
τούς καθησύχασε, καί τούς απέστειλεν εις τά ίδια, υποσχόμενος τήν ταχείαν
επιστροφήν τού Υψηλάντου εις τό στρατόπεδον. Τώ όντι εστάλησαν πρός αυτόν
ανυπερθέτως οι οπαδοί του, Αναγνωσταράς καί Δικαίος, οι καί
υποκινήσαντες τήν στρατιωτικήν ταραχήν, τόν επρόφθασαν εις Λεοντάρι,
τόν μετέπεισαν καί τόν συνώδευσαν εις τό στρατόπεδον τών Τρικόρφων.
Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις
Ο Δημήτριος Υψηλάντης από τήν πρώτη στιγμή τής αφίξεώς του στήν επαναστατημένη γή τού Μοριά, αγκάλιασε τόν απλό λαό καί εξεδήλωσε ανοιχτά τή συμπάθειά του πρός τούς
στρατιωτικούς. Τούς κοτζαμπάσηδες καί τούς προεστούς τούς παραμέρισε. Όσο θερμές ήταν οι σχέσεις του
μέ τόν Κολοκοτρώνη, τόν Αναγνωσταρά, τόν Νικηταρά καί τόν Παπαφλέσσα
τόσο ψυχρές ήταν μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη, τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τόν Ασημάκη Ζαΐμη, τόν Ανδρέα Λόντο, τόν Σωτήρη Χαράλαμπη καί τόν Δεσπότη Γερμανό.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τόν Φωτιάδη σχετικό μέ τήν άφιξη τού πρίγκηπα στόν Μωριά,
όπου φαίνεται η διαφορά τής άποψής του μέ τόν φίλο τών κοτζαμπασήδων Τρικούπη.
«Ακολούθησε τσιμπούσι πού τό είχε οργανώσει ο Κολοκοτρώνης μέ τόν κλέφτικο τρόπο. Κάθησαν σταυροπόδι πάνω σέ σκίνα (θάμνοι).
Τά φαγητά ήταν αρνί στή σούβλα καί τυρί εν ασκώ δεινώς αλμυρόν. Ο Κολοκοτρώνης σέ μία τσότρα από νεροκολοκύθα δίνει στόν πρίγκηπα νά πιεί ρετσίνα λέγοντάς του:
Μέ χαρά τό δέχτηκε ο Υψηλάντης. Καί οι προύχοντες, βλέποντας τούτη τή χτυπητή προτίμηση του
στούς καπεταναίους, πάγωσε ακόμα πιότερο η καρδιά τους.
Εθνικοαπελευθερωτικός ήταν, όπως τονίσαμε, ο Αγώνας τού Εικοσιένα. Γι' αυτό είτε πρόθυμα είτε διστακτικά, είτε έπειτα από πίεση, πήραν μέρος όλες οι τάξεις. Αυτό όμως δέν θά πεί
πώς λείψανε οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Οι κοτζαμπάσηδες τό πρώτο πού κοίταξαν στάθηκε τό πώς θά εξασφαλίσουν τόν έλεγχο τού αγώνα καί τό πώς θά τόν μονοπωλήσουν.
Στή συνέλευση στό Καλτέτζι νομιμοποίησαν προσωρινά τουλάχιστον τούτη τήν επιδίωξή τους μέ τήν ίδρυση τής Πελοποννησιακής Γερουσίας. Από τόν καιρό τής τουρκοκρατίας, οι
πιό επίφοβοι αντίπαλοί τους ήταν οι Κλέφτες καί οι Αρματολοί. Τούτος ο κίνδυνος απ΄αυτούς, όπως οι χωριάτες αποχτούσαν άρματα, γινόταν μεγαλύτερος από ποτέ.
Οι στρατιωτικοί γύρευαν νά λυτρωθούν από τά περασμένα σχήματα εξουσίας, τά συνυφασμένα μέ τήν τουρκική τυραννία. Οι στρατιωτικοί, μέ πρώτο τόν Κολοκοτρώνη, υποστήριζαν
πώς μιά καί τόν αγώνα θά τόν έκριναν τά όπλα, θά έπρεπε νά σχηματισθεί στρατιωτική κυβέρνηση, "γκόβερνο μιλιτάρε", καθώς τό έλεγαν.
Ο ερχομός τού Υψηλάντη καί η ολοφάνερη προτίμησή του στούς οπλαρχηγούς τούς κατετάραξε. Τόν περίμεναν, ωσάν πρίγκηπας πού ήταν, συμπαραστάτη στό πεδούκλωμα τού λαού
καί τόν βρήκαν αντίπαλό τους.
Σέ ποιές ακρότητες οδηγούσε τούς κοτζαμπάσηδες η αντιλαϊκή τους μισαλλοδοξία γίνεται φανερό από τά ίδια τά γραφτά τους. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης, πού δέν ήταν από τούς
χειρότερους, ονομάζει τυχοδιώκτες τόν Υψηλάντη καί όλους όσους τόν ακολουθούσαν. Λέει πώς
ο Υψηλάντης έφθασε στήν Πελοπόννησο γυμνός "άνευ χρημάτων, άνευ στρατευμάτων,
άνευ στόλου, άνευ τροφών καί πολεφοδίων, άνευ όπλων παρά μέ ολίγους τινας απάτριδας,
φερεοίκους τυχοδιώκτας."»
Πολιτική Κατάστασις κατά τό πρώτο έτος τής Επαναστάσεως
Η πολιτική ιστορία στά χρόνια τής επανάστασης λίγο διέφερε από τήν πολιτική ιστορία τών χρόνων τής βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όπως καί τότε, έτσι καί τώρα, δύο κόμματα
βρέθηκαν νά μάχονται γιά τήν εξουσία. Τό ένα ήταν τό στρατιωτικό,
καί τό άλλο ήταν τό αριστοκρατικό. Στά χρόνια πού η Βασιλεύουσα ήταν ελληνική,
τό στρατιωτικό κόμμα επεδίωκε τή δύναμη τών ενόπλων χωρικών, μοιράζοντάς τους τή γή πού
θά έπρεπε νά υπερασπιστούν, ώστε νά υπάρχει καλύτερο αποτέλεσμα στήν αντιμετώπιση τών βαρβάρων εισβολέων.
Κύριος εκπρόσωπος αυτής τής τάσης ήταν ο
Βασίλειος Β΄ο επανομαζόμενος Βουλγαροκτόνος, ο οποίος υποστήριξε τόν απλό λαό καί παραγκώνισε τούς μεγάλους
γαιοκτήμονες καί τούς παρασιτικούς αριστοκράτες τού παλατιού. Αποτέλεσμα τής πολιτικής τού Βασιλείου Β', ήταν η ελληνική αυτοκρατορία νά καταστεί πανίσχυρη,
έχοντας εξασφαλίσει τήν ασφάλεια όλων τών συνόρων της καί τόν σεβασμό τών γειτόνων της. Οι Άραβες χρονικογράφοι τής εποχής όταν ανέφεραν γιά τόν "Μεγάλο βασιλιά",
εννοούσαν τόν βασιλιά τών Ελλήνων Βασίλειο.
Τό αντίπαλο αριστοκρατικό κόμμα, μέ χαρακτηριστικό του εκπρόσωπο τόν φιλόσοφο Ψελλό,
επεδίωκε τή δύναμη τών γαιοκτημόνων προσδοκώντας σέ προσωπικά οφέλη. Οι απλοί χωρικοί
μετατρέπονταν σέ δούλους μέ άμεσο αποτέλεσμα αφενός τόν πλουτισμό τών ολίγων καί αφετέρου τή στρατιωτική αποδυνάμωση τής αυτοκρατορίας. Καί ήταν αυτό τό κόμμα
πού πρόδωσε τόν Ρωμανό τόν Διογένη, οδηγώντας τον στήν καταστροφή τού Μάντζικερτ καί τό άνοιγμα τής πρώτης
Κερκόπορτας στούς Σελτζούκους Τούρκους, πού έκτοτε ξεχύθηκαν ανενόχλητοι στή Μικρά Ασία.
Λίγους μόνο μήνες μετά τήν έκρηξη τής επανάστασης τού Εικοσιένα, επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία. Οι ολίγοι δυσαρεστήθηκαν μέ τίς επιτυχίες τού γεροκλέφτη Κολοκοτρώνη στόν
Μοριά καί τού αρματολού Ανδρούτσου στήν Ρούμελη. Καί ενώ οι Τούρκοι κρατούσαν τά μεγάλα κάστρα τής Τριπολιτσάς, τού Ναυπλίου, τών Πατρών καί τού Έπαχτου, τό μόνο πού
απασχολούσε τούς προύχοντες ήταν πώς θά διατηρήσουν τήν εξουσία τήν οποία ένιωθαν νά ξεγλυστρά
μέσα από τά χέρια τους. Τόν Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος πρός μεγάλη
τους έκπληξη τούς αγνόησε, τόν πολέμησαν, μέ αποτέλεσαμα ο Φαναριώτης πρίγκηπας νά εγκαταλείψει
τά Βέρβαινα καί νά αναχωρήσει γιά τήν Καλαμάτα, συνοδευόμενος
από τόν Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα).
Οι αρματωμένοι χωρικοί, πού θεωρούσαν τόν Υψηλάντη αστείρευτη πηγή χρημάτων, όταν έμαθαν τήν σύγκρουσή του μέ τούς προεστούς καί τήν αποχώρησή του από τά
Βέρβαινα, ξεσηκώθηκαν καί απείλησαν νά σκοτώσουν τούς "τουρκοκοτζαμπάσηδες",
όπως τούς αποκάλεσαν, όταν τούς περικύκλωσαν στό αρχοντικό πού είχαν κλειστεί. Αυτούς πού
κάποτε τόν είχαν κυνηγήσει, τούς έσωσε ο Γέρος τού Μοριά, ο οποίος βγήκε στήν εξώθυρα τού αρχοντικού καί ηρέμησε τούς αρματωμένους μέ τήν υπόσχεση ότι θά έφερνε πίσω
τόν πρίγκηπα. Σύμφωνα μέ τόν Nικόλαο Σπηλιάδη: "οι πλειότεροι
τών ολιγαρχικών ετυράννουν τούς Χριστιανούς πολύ απανθρωπότερον ή οι
Τούρκοι, ότι δέν θ' απομάθωσι ότι εξ απαλών ονύχων έμαθον εν ώ
μάλιστα εγήρασαν εις τάς έξεις των (δέν ξέχασαν τίς συνήθειες πού είχαν από μικροί), καί επομένως δέν
αγαπώσι τήν ισονομίαν καί ελευθερίαν."
Πράγματι ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας έφεραν πίσω τόν Υψηλάντη πρός απογοήτευση τών προεστών καί αργότερα τόν μετέφεραν στό στρατόπεδο πού είχαν στήσει στά Τρίκορφα.
Οι άλλοι όμως Φαναριώτες πού θά ακολουθούσαν (Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Θεόδωρος Νέγρης, Κωνσταντίνος Καρατζάς) θά συμμαχούσαν μέ τούς προκρίτους καί μαζί μέ τόν
Ιωάννη Κωλέττη από τό Συρράκο θά προσπαθούσαν νά βάλουν ταφόπλακα στό όνειρο πού λεγόταν
"Ανεξαρτησία τής Ελλάδος".
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έφθασε στήν επαναστατημένη Ρούμελη από τήν Μασσαλία πού βρισκόταν, περί τά τέλη Ιουλίου 1821 καί εγκαταστάθηκε στό Μεσολόγγι.
Ήταν τότε 30 ετών, γνώριζε αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά καί τουρκικά καί ήταν έμπειρος σέ οργανωτικά καί διοικητικά ζητήματα.
Ήταν ντυμένος ευρωπαϊκά, φορούσε γυαλιά καί η πίπα δέν έλειπε ποτέ από τό στόμα του. Λόγω τής μορφώσεώς του καί τής πολυγλωσσίας του είχε κερδίσει τήν εμπιστοσύνη
τών ξένων φιλελλήνων πού είχαν καταφθάσει στήν επαναστατημένη Ελλάδα, όπως ήταν ο Γάλλος Ρεμπώ (Maxime Raybaud).
Τόν Μαυροκορδάτο τόν συνόδεψαν καί πολλοί Έλληνες σπουδαστές όπως ο Γεώργιος Σέκερης, ο Νικόλαος Λουριώτης, ο Γεώργιος Ψύλλας καί ο
Αναστάσιος Πολυζωΐδης.
Ο στόχος του Μαυροκορδάτου ήταν νά υπονομεύσει τόν Υψηλάντη, πού ανήκε
σέ αντίπαλη φαναριώτικη οικογένεια καί νά προετοιμάσει τό έδαφος γιά τήν κάθοδο στόν Μοριά τού
θείου του Ιωάννη Καρατζά καί τού
μητροπολίτη Ιγνάτιου. Είχε ήδη μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία από τόν Τσακάλωφ καί είχε σκεφθεί νά χρησιμοποιήσει σάν βάση γιά
τήν πολιτική του εξόρμηση τή Δυτική Ελλάδα. Κατόρθωσε νά προσεταιρισθή τούς Ρουμελιώτες καπετάνιους
τής περιοχής Ίσκο, Ράγκο καί Μακρή, αλλά όχι τόν ισχυρό
Βαρνακιώτη, εναντίον τού οποίου άρχισε μία εκστρατεία υπονόμευσης.
Από τό Μεσολόγγι πέρασε απέναντι στόν Μοριά καί συνάντησε τούς πρόκριτους τής Πελοποννήσου
στή Μονή Ομπλού, έξω από τήν Πάτρα. Στή συνέχεια
συνάντησε τούς Φαναριώτες Κωστάκη Καρατζά καί Θεόδωρο Νέγρη καί παρέμεινε μαζί τους
επί πέντε ημέρες στά Καλάβρυτα.
Προφανώς εκεί κατέστρωσαν τά σχέδιά τους τά οποία περισσότερο είχαν νά κάνουν μέ τίς πολιτικές τους φιλοδοξίες παρά μέ τήν επιτυχία τού Αγώνα.
Ο Νέγρης ήδη ήταν ανεπιθύμητος από τούς αρχηγούς τής Φιλικής Εταιρείας γιατί τούς είχε εκθέσει σέ κίνδυνο
καί είχαν βάλει σέ στόχο ακόμα καί νά τόν εκτελέσουν, όπως είχαν
εκτελέσει τόν Γαλάτη.
Ο δραστήριος καί ραδιούργος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δέν άργησε νά καταλάβει
τό αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τών οπλαρχηγών καί τών
προκρίτων. Δέν θά φανέρωνε όμως στόν Υψηλάντη τίς κομματικές του προτιμήσεις,
όταν θά τόν συναντούσε αργότερα στά Τρίκορφα. Αντιθέτως, θά τού παρίστανε τόν φίλο καί θά τού
ζητούσε νά τόν εξουσιοδοτήσει γιά νά οργανώσει τήν πολιτική διοίκηση τής Δυτικής Στερεάς Ελλάδος.
Όταν έλαβε τόν διορισμό του ο Μαυροκορδάτος στράφηκε πρός τούς προκρίτους τής Πελοποννήσου,
τών Σπετσών καί τής Ύδρας καί κατάφερε νά κερδίσει τήν υποστήριξή τους, ώστε νά
συντάξει τόν πολιτειακό οργανισμό μέ τόν οποίο θά θεσμοθετούσε τήν εξουσία του. Τό όφελος βεβαίως θά ήταν αμοιβαίο.
Ο Μαυροκορδάτος, έχων εις τήν διάθεσή του τόν Νέγρην, βαθύν γνώστην πράγματι τών πολιτικών επιστημών, θά συνέτασσε μέ επιδεξιότητα εις
τήν διατύπωσιν τόν ζητούμενον οργανισμόν, διά τού οποίου όχι μόνον θά περιωρίζετο η εξουσία τού Υψηλάντη, αλλά καί θ' απέβαιναν οι πρόκριτοι εντελώς καί διά παντός κύριοι τής
καταστάσεως.
Διότι δέν επρόκειτο πλέον περί τού ανταγωνισμού τών πολιτικών πρός τόν αρχιστράτηγον, αλλά περί τής προσπαθείας των νά μήν χάσουν καί μέ τήν νέαν κατάστασιν τά προνόμια
πού είχαν από τούς Τούρκους, καθιερωμένα διά τάς οικογενείας των διά κληρονομικού δικαίου. Ο εναντίον τών Τούρκων αγών είχεν ως φυσικήν συνέπειαν τήν ανάπτυξιν
εσωτερικού αγώνος τάξεων. Οι κοτζαμπάσηδες είχαν διαμορφωθή ευθύς μέ τήν έκρηξιν τής επαναστάσεως εις πολιτικούς αντιπροσωπεύοντας τάς επαρχίας των όχι εκ τής
υποδείξεως τού λαού, αλλά διά τών παλαιών των προνομίων καί διά τής δυνάμεως πού τούς έδιδεν η οικονομική υπεροχή.
Αλλά μέ τήν επανάστασιν καί τήν αρχηγίαν τών σωμάτων εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις μοιραίως οι στρατιωτικοί θά αποκτούσαν ιδίαν δύναμιν, αυθυπαρξίαν καί ιδίαν προσωπικότητα.
Διά τούτο οι πολιτικοί όπως ο Λόντος καί ο Χαραλάμπης μετεβλήθησαν ευθύς εξ αρχής εις στρατιωτικούς, ώστε καί εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις νά έχουν τήν αρχηγίαν αυτοί
καί εις τούτο ωφείλετο καί η αποδοκιμασία τού Αναγνώστου Δεληγιάννη πρός τόν αδελφό του Κανέλλο, ο οποίος είχε αναθέσει τήν αρχιστρατηγία τών όπλων τής Καρύταινης εις τόν
Θεόδωρον Κολοκοτρώνην.
Ο Μαυροκορδάτος καί ο Νέγρης κατήρτισαν τόν Οργανισμό,
ο οποίος διατηρούσε τήν εξουσία τών προκρίτων καί απέκλειε όσους δέν είχαν κληρονομικά δικαιώματα τήν περίοδο
τής τουρκοκρατίας. Φρόντισαν καί στά στρατιωτικά θέματα νά εξουδετερωθεί πλήρως ο Υψηλάντης, αφού οι ίδιοι οι πρόκριτοι θά διόριζαν τό στρατιωτικό συμβούλιο πού θά
ήταν υπεύθυνο γιά τίς στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τό σχέδιο υποβλήθηκε πρός ψήφιση στό χωριό Ζαράκοβα
στούς πρόποδες τού Μαίναλου καί αδικούσε κατάφορα τούς απλούς χωρικούς. Ο Γεώργιος Σέκερης,
πού μόλις είχε καταφθάσει από τό εξωτερικό, θά δήλωνε αργότερα στούς φίλους του ότι
άν καταλάβαιναν οι Έλληνες ότι αποκλείονται από όλα τά αξιώματα τής πατρίδος τους,
θά φόνευαν τόσο τούς
νομοθέτες όσο καί τούς προύχοντες. Η Συνέλευση της Ζαράκοβας όξυνε ακόμα
παραπάνω τίς σχέσεις τών καπεταναίων καί τών κοτζαμπάσηδων.
Πρόκριτοι καί κληρικοί συνεκεντρώθησαν εις τήν απόμερον επί τού
Μαινάλου κώμην Ζαράκοβαν, μέ τόν οχυρόν πύργον. Εκλήθησαν όλοι οι
πολιτικοί τής Πελοποννήσου εις Συνέλευσιν. Ο Δημήτριος Υψηλάντης πρόθυμος νά λησμονήση
τά επεισόδια τών Βερβένων, δέν απέστεργε τήν συμμετοχήν του εις τάς εργασίας
τής Συνελεύσεως, αρκεί νά προέκυπτεν αγαθόν αποτέλεσμα χάριν τού εθνικού συμφέροντος -
έτοιμος ήτο διά πάσαν υποχώρησιν, εφ' όσον θά ενεφανίζετο πρότασις μέ
σύμφωνον γνώμην όλων. Οι πολιτικοί συνέταξαν προτάσεις. Ο Υψηλάντης αντιπροτάσεις.
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός διεδραμάτισε τόν ρόλον μεσολαβητού, πρός συμβιβασμόν
τών αντιτιθεμένων. Αλλ' οι προεστοί εδείχθησαν αδιάλλακτοι.
Οι διεξάγοντες τόν πόλεμον στρατιωτικοί καί ο αγωνιζόμενος λαός αντετίθεντο πρός τούς προεστούς.
Αλλά καί οι στρατιωτικοί δεν ήσαν ηνωμένοι μεταξύ των, ο δέ Κολοκοτρώνης
μέ όλην του τήν δημοτικότητα έχει σφοδρούς αντιπάλους, εκπροσωπεί βεβαίως τό κυριώτερον μέρος
τών στρατιωτικών, δέν τάσσεται όμως ανεπιφυλάκτως μέ τό μέρος τού Υψηλάντου, διότι αντιπαθεί τό περιβάλλον του.
Οι εις Πελοπόννησον ευρισκόμενοι Φαναριώται - Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος,
Θεόδωρος Νέγρης, Κωστάκης Καρατζάς, Αλέξανδρος Καντακουζηνός κ.α. - αποβαίνουν οι
βασικοί καθοδηγηταί τών προεστών εις τήν αδιάλλακτον στάσιν των,
εις τήν διεκδίκησιν τής εξουσίας, εις τήν παραμέρισιν τού Υψηλάντου καί εις μείωσιν τών στρατιωτικών.
Κοντά εις τό επιτελείον τού Μαυροκορδάτου ήτο ο Γεώργιος Σέκερης,
αδελφός τού μεγάλου Τριπολιτσιώτου Φιλικού Παναγιώτη,
φοιτητής εις Παρισίους καί ήδη στρατευμένος χάριν
τού Αγώνος. Αλλά τού νεαρού Σέκερη ο θαυμασμός πρός τήν πολιτικήν ευφυΐαν
τού Μαυροκορδάτου μετετράπη εις περιφρόνησιν,
μόλις ούτος αντελήφθη τά πανούργα σχέδια τών
Φαναριωτών. Παρωδία Συνελεύσεως κατέστη η πολυπληθής συγκέντρωσις τής Ζαράκοβας, χάριν τής
οποίας συνέτασσε σχέδια η παρασυναγωγή τών Φαναριωτών εις Βυτίναν.
Τό σχέδιον Οργανισμού δέν ήτο παρά διαιώνισις τής διαμάχης μεταξύ προεστών καί Υψηλάντου - στρατιωτικών.
Επί τετραήμερον ή πενθήμερον λήγοντος τού Αυγούστου ομοφωνούντες
οι συνελθόντες άνευ συμμετοχής τού Υψηλάντου καί τών στρατιωτικών πρόκριτοι διεξήγαν συνεννοήσεις
διά διαγγελέων, μεταξύ τών οποίων ο κυριώτερος ήτο ο Γερμανός, ενεργών
μέ τήν πεποίθησιν ότι ο άχαρις ρόλος του ήτο δυνατόν νά καταλήξη εις συμφιλίωσιν καί συμφωνίαν.
Ο Υψηλάντης ηρνήθη νά υπογράψει τόν προσκομισθέντα Οργανισμόν.
Η ρήξις ήτο φανερά. Οι εις Ζαράκοβαν συνηγμένοι διεβουλεύοντο, πώς θά οργανωθούν. Ο Υψηλάντης εις τά
Τρίκορφα μετά τών συμβούλων
του καί τών στρατιωτικών συνεσκέπτοντο, πώς θ' αντιδράσουν.
Η διαφωνία ελάμβανε ανοικτάς διαστάσεις. Ο Γερμανός ως μεσολαβητής παρ'
ολίγον νά κάμψη τον πρίγκηπα, αλλ' ηστόχησεν. Ο αγωνιζόμενος λαός δέν έμεινεν αμέτοχος.
Είτε ηγανακτησμένος είτε ερεθιζόμενος εκινήθη πρός Ζαράκοβαν, διά νά εκτελέση τώρα
ότι δεν κατώρθωσεν εις Βέρβενα. Τά σχετικά τής στάσεως υπό διάφορον εντελώς πρίσμα
παρουσιάζουν οι απομνημονευταί. Μία ομάς ομιλεί περί συνωμοσίας τών στρατιωτικών κατά
τών προεστών. Ομιλούν μάλιστα περί συμμετοχής καί τού Υψηλάντου. Ωργίασαν
αι φήμαι, ιδίως μετά τά επεισόδια, ότι ωργανώθη δολοφονία τών συνηγμένων εις Ζαράκοβαν προεστών.
Αρχηγός τής συνωμοσίας εφέρετο ο Κολοκοτρώνης.
Ο Κολοκοτρώνης μετέβη εις Ζαράκοβαν μετά τήν αποτυχίαν τής συνεννοήσεως.
Αλλά μετέβη, διότι εκινήθη πρός τά εκεί ο στρατός μέ πρόθεσιν νά φονεύση τούς προεστούς.
Αυθεντικός αφηγητής αποβαίνει ο γραμματεύς τού Κολοκοτρώνη πρός τόν εξαγριωμένον λαόν, τόν οποίον
μέ τήν γλαφυρότητα τής ομιλίας, τό ανέκδοτον πού αφηγήθη, τήν
δημοτικότητα τού ιδίου συνεκράτησεν από τό ασφαλές μαχαίρωμα τών προεστών. Ο
στρατός διελύθη, ο Κολοκοτρώνης επέστρεψεν εις τό καθήκον του, οι προεστοί έμειναν
οι ίδιοι αμετανόητοι, όπως καί προηγούμένως.
Τάσος Γριτσόπουλος - Ιστορία της Τριπολιτσάς
Μάχη τού Λάλα (13 Ιουνίου 1821)
Η Ηλεία, στίς αρχές τού 19ου αιώνα αποτελούσε τό βιλαέτι (επαρχία) τής Γαστούνης.
Στή συνέχεια αποσχίστηκε ο Πύργος μέ εννέα χωριά καί δημιουργήθηκε έτσι καί τό
βιλαέτι τού Πύργου. Πρίν τήν επανάσταση τού 1821, ο
συνολικός πληθυσμός τού βιλαετιού τής Γαστούνης, τό οποίο ήταν από τά μεγαλύτερα σέ όλον
τόν Μοριά, ανερχόταν σέ 25000
Χριστιανούς καί 4000 Οθωμανούς. Τό βιλαέτι τής Γαστούνης ήταν χωρισμένο σέ 168 χωριά - τσιφλίκια, τά οποία έπαιρναν τά ονόματά τους από τό όνομα του εκάστοτε Τούρκου αγά.
Τό βιλαέτι τού Πύργου, λόγω τών ειδικών προνομίων πού τού είχαν παραχωρηθεί από τόν
σουλτάνο, αναπτύχθηκε ραγδαία τά τελευταία προεπαναστατικά χρόνια, ενώ ο πληθυσμός
του ήταν αμιγώς ελληνικός καί σέ καλύτερη οικονομική καί κοινωνική κατάσταση από τόν πληθυσμό τής Γαστούνης.
Στήν περιοχή Λάλα στούς πρόποδες τού όρους τής Φολόης
είχαν εγκατασταθεί οι Αλβανοί μουσουλμάνοι, πού είχαν πάρει τό όνομα τού αρχηγού τους
Λέλες καί ονομάστηκαν Λαλαίοι, ο δέ τόπος Λάλα. Αυτοί οι Λαλαίοι προέρχονταν από Αλβανούς πού εξισλαμίστηκαν
τό 1715, όταν συμπληρώθηκε
η κατάκτηση τής χώρας από τούς Τούρκους. Οι Τούρκοι αγάδες τής Γαστούνης,
τούς χρησιμοποίησαν γιά νά επιβάλλουν τήν εξουσία τους στήν περιοχή τής Ηλείας.
Έτσι οι Λαλαίοι απόκτησαν δύναμη μέ αποτέλεσμα
νά τυραννούν καί νά καταδυναστεύουν τούς Χριστιανούς σέ ολόκληρη τήν Ηλεία.
Δώδεκα, δεκατρείς Μαΐου ήτον. Εικοσιτρείς ώρες εβάσταξε ο πόλεμος (Βαλτέτζι). Εκείνην τήν
ημέρα ήτον Παρασκευή καί έβαλα λόγον, ότι: "Πρέπει νά νηστεύσομεν όλοι, διά δοξολογίαν
εκείνης τής ημέρας καί νά δοξάζεται αιώνας αιώνων έως ού στέκει τό έθνος, διατί ήτον η ελευθερία τής Πατρίδος".
Ο Κεφάλας καί ο Παπατζώνης ήσαν εις τή μάχη τού Βαλτετζιού. Μετά τήν νίκην τού Βαλτετζιού οι Καρυτινοί επέστρεψαν εις τάς θέσεις των,
Χρυσοβίτζι καί Πιάνα, καί οι επίλοιποι εστάθηκαν εις τό Βαλτέτζι. Περάσοντας 10 ημέραις η Μπουμπολίνα, ο Τζόκρης καί ο Στάϊκος μ' έγραψαν νά τούς στείλω βοήθεια καί έναν αρχηγό, καί
τούς έστειλα τόν Νικήτα μέ 50 από τό ορδί (στρατόπεδο) τού Χρυσοβιτζιού, 50 από τό ορδί τού Βαλτετζιού καί 50 από τό ορδί τών Βερβένων, καί έτσι επήγε εις τά Δολιανά,
διά νά πάρει καί τούς 50 από τά Βέρβενα. Eκοιμήθηκε τό βράδυ εκεί. Ο
Κωνσταντής Αλεξανδρόπουλος ήτον αρχηγός τών 50, Στεμνιτζιώτης.
Οι Τούρκοι έκαμαν συνέλευση εις τήν Τριπολιτζά. Οι Μυστριώτες καί Μπαρδουνιώτες (μουσουλμάνοι) επρόβαλαν: ωσάν δέν έκαμαν τίποτε εις τό Βαλτέτζι νά πάνε νά χαλάσουν τό ορδί
οπού είναι εις τά Βέρβενα, καί απεκεί νά τραβήξουν διά τόν Μυστρά. Έτζι εδέχθηκαν οι Τούρκοι τήν γνώμην αυτήν, καί εκίνησαν καί επήγαν εις τά Δολιανά, διά νά
περάσουν νά βαρέσουν τό ορδί τό εδικόν μας εις τά Βέρβενα. Ο Νικήτας μόλις είχε έβγει άνα κάρτο
μακρυά από τά Δολιανά καί τού είπαν: "Τούρκοι έρχονται!".
Καί αυτός γυρίζει οπίσω καί πιάνει τό χωριό, καί τόν έκλεισαν μέσα οι Τούρκοι. Αλλοι έκλεισαν τόν Νικήτα καί άλλοι εστράτευσαν διά τά Βέρβενα. Τών Βερβένων
τό ορδί τούς εκαρτέρεψε, καί μέ πρώτη φωτιά εσκότωσαν ένα μπαϊρακτάρη (σημαιοφόρο)
καί οι Τούρκοι εφοβήθηκαν καί ετράπησαν εις φυγήν. Τό ορδί τών Βερβένων τούς
επήρε από κοντά (τούς κυνήγησε). Αφού εζύγωσαν κοντά εις τά Δολιανά ετζάκισαν καί οι Τούρκοι οπού
πολιορκούσαν τόν Νικήτα, καί έτσι εβγήκε κι ο Νικήτας μέ τούς ανθρώπους
του, καί τούς εκατέβασαν έως εις τόν κάμπον κυνηγώντας. Επήραν δύο κανόνια, 70 σκοτωμένοι, έτζι εμούδιασαν οι Τούρκοι καί δέν εβγήκαν άλλη φορά διά εκστρατείαν.
Τόσον ενθουσιασμόν άρχισαν νά έχουν οι Έλληνες,
(κατά τήν διάρκεια τής πολιορκίας τής Τριπολιτσάς)
οπού μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψεναν τό ψωμί, καί τά έφερναν
μέ τά ζώα των εις τό στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικό εις τήν Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημιτζάνα, Στεμνίτζα. Πρόβατα μάς έφερναν, πότε από τά 20,
πότε από τά 30, από τά 40, από τά 50 τό ένα, καί τά έδιδαν μέ ευχαρίστησή τους. Ο Κυριάκος Τζώλης
εχάρισεν 120 τραγιά εις τό στρατόπεδο από τήν Ζαράχωβα.
Είχαμε κιόλα στελμένα καί τά εμάζωναν. Από ημάς επήραν παράδειγμα καί τά άλλα στρατόπεδα καί έκαμναν τό ίδιο.
Μετά 10 ημέρες έκαμα μία διαταγή καί
επαρακινούσα τού Βαλτετζιού τά στρατεύματα νά έλθουν εις τά Τρίκορφα, καθώς καί τό έκαμαν. Ήλθαν καί έφκιασαν ταμπούρια αποπάνω από τόν απάνου μύλο
τής Τριπολιτζάς. Ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας (γιός τού Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη),
οι Μεσσήνιοι όλοι, οι Λεονταρίτες, οι Σαμπαζιώταις, έως 1500. Τότε επαρακινήσαμε τούς Τζάκονας
καί Αγιοπετρίταις, οπού ήταν εις τά Βέρβενα καί έπιασαν τήν θέσιν τό Στενό. Εκεί έφκιασαν γράνες (χαντάκια) καί ταμπούρια, επί κεφαλής ο Ζαφειρόπουλος.
Έβγαιναν οι Τούρκοι καί έκαμναν ακροβολισμούς. O Γιατράκος ήλθε μέ τούς Μυστριώτας. Οι Καλαβρυτινοί ήτον έως 1200 εις τό Λεβίδι, καί τούς έγραψα καί ήλθαν εις
τήν Πάνω Χρέπα. Ήτον εκεί ο Σωτήρ Χαραλάμπης, Ανδρέας Ζαΐμης, Πετιμεζαίοι, Σολιώτης, Λεχουρίτης καί λοιποί καπεταναίοι τών Καλαβρυτινών. Εις τήν Πάτραν διέλυσαν
τήν πολιορκίαν διατί τούς εχάλασαν κάνα δύο φορές οι Τούρκοι.
Εις τόν καιρόν οπού εκάμναμεν ημείς αυτά, έγραψαν οι Λαλαίοι τού Γιουσούχπασια (κάλεσαν τόν Γιουσούφ πασσά από τήν Πάτρα) διά νά τούς υπάγει μεντάτι (βοήθεια).
Επήγε λοιπόν εκεί. Επολέμησαν πολλοί εις τού Λάλα, καί εις αυτούς τούς πολέμους εχάθη ο αδελφός τού Κολιόπουλου (Γιωργάκης Πλαπούτας), ελαβώθη ο
Μεταξάς ο Ανδρέας. Οι Λαλαίοι εσηκώθηκαν μέ τές φαμελιές των
καί επήγαν ανέγγιαγοι εις τήν Πάτρα. Αδειασε τό μεσόγειο τής Πελοποννήσου.
Τότε η Πάτρα εδυνάμωσε, καί τά καλαβρυτινά στρατεύματα έφυγαν από εκεί καί
ήλθαν εις βοήθειαν μας στήν Πάνω Χρέπα.
Οι Τούρκοι είχαν στενοχωρηθεί από τούς Έλληνας. Εις τές Καλτεζιές, επαρχία Μυστρά, έγινε συνέλευσις από μέρος προυχόντων τής Πελοποννήσου καί τό
εύρηκαν εύλογο νά φέρωμεν τόν Μαυρομιχάλην, οπού ήτον εις τήν Καλαμάταν. Επήγε ο Κανέλλος ο Δεληγιάννης καί ο Πονηρός (Πονηρόπουλος), τόν επήραν από τήν Καλαμάταν,
τόν επήγαν εις τήν Στεμνίτζα καί τόν έκαμαν πρόεδρον τής Γερουσίας (Πελοποννησιακής), καί έγραψαν εις τήν Ύδραν, εις τές Σπέτζες, εις τήν Επτάνησον. Εις τήν Ρούμελη η Δυτική
Ελλάς είχε αποστατήσει τόν Μάϊο, καί ημείς εκοιτάζαμεν τήν δουλειά μας. Κάθε ημέρα είχαμε ακροβολισμούς. Μέσα εις τήν Τριπολιτζά ήσαν 14000 άρματα καί 8000 καβαλλαραίοι.
Τόν Ιούνιο μήνα ήλθε ο Υψηλάντης εις τό Άστρος καί εσυνάχθηκαν όλοι οι άρχοντες τής Πελοποννήσου, Ανδρέας Ζαΐμης, Σωτήρ Χαραλάμπης, Πετρόμπεης,
Αναγνώστης, Δεληγιανναίοι καί λοιποί, καί εγώ, καί επήγαμε νά προϋπαντήσωμεν τόν Υψηλάντη. Εις τό ορδί άφησα τόν Πάνο, υιόν μου, Γιαννάκη Κολοκοτρώνη,
Αναγνωσταρά, Γιατράκο, Μητροπέτροβα καί λοιπούς. Τόν εκαρτερέσαμεν μέ παράταξη καί έτυχαν καί οι Σπετζιώτες προύχοντες εκεί καί επήγαμεν όλοι, καί τόν
επήγαμεν εις τά Βέρβενα. Εκεί ο Υψηλάντης εγύρευε νά κάμει πράγματα, οπού δέν άρεζαν τών αρχόντων καί έτζι εφιλονίκησαν (σύγκρουσις Υψηλάντη καί προκρίτων).
Ο Υψηλάντης είχε μαζί του τόν Βάμβα, Αναγνωστόπουλο, Αντωνόπουλο, καί μιά πενηνταριά μαθητάς τής Ευρώπης Έλληνας (φοιτητές). Εκεί ήθελε νά κάμει ως επίτροπος τού γενικού
επιτρόπου, οι άρχοντες δέν ηθέλησαν καί έτζι εδυσαρεστήθη ο Υψηλάντης καί ανεχώρησε διά τήν Καλαμάτα. Ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός είχε σταλθεί εις τήν πολιορκίαν τής Μονοβασίας.
Εις τά Βέρβενα ήσαν συναγμένοι έως 5000 στρατιώτες. Αυτοί επήραν όλοι τά άρματα διά νά σκοτώσουν όλους τούς άρχοντας (εστασίασαν οι στρατιώτες μόλις έφυγε ο
πρίγκηπας από τά Βέρβενα). Ήλθαν καί μάς πολιόρκησαν εις τό
κονάκι τού Πετρόμπεη, όπου είμεθα όλοι συναγμένοι. Ήκουσα τόν θόρυβο καί ηθέλησα νά έβγω έξω, ο Κανέλλος Δεληγιάννης μέ εμπόδιζε, τούς είπα: "Αφήσετε νά
έβγω, μήπως γένει αρχή καί πέσει κανένα τουφέκι καί τότε μάς σκοτώσουν όλους". Εγώ στρατιώτας δέν είχα τότες, εβγήκα έξω καί ομίλησα: "Έλληνες, τί θέλετε;
ελάτε εδώ", καί ευθύς έτρεξαν καί μέ σήκωσαν εις τόν αέρα. Μού λέγουν ότι: "Θέλομε νά σκοτώσομε τούς άρχοντας, διότι μάς έδιωξαν τόν Υψηλάντη". Εγώ τούς
είπα: "Ελάτε νά σάς ειπώ πρώτον καί εγώ, έπειτα είμαι συμβοηθός σας νά τούς σκοτώσετε".
Τούς ετράβηξα τίρο τουφέκι εις μία βρύση όλους, καί ανέβηκα επάνω εις μία πέτρα γιά νά ακούν, όλοι, καί τούς είπα: "Διατί θέλομε τόν χαϊμό μας μονάχοι μας; Ημείς εσηκώσαμε τά
άρματα διά τούς Τούρκους καί έτζι ακουσθήκαμεν εις τήν Ευρώπη, ότι σηκωθήκαμεν οι Έλληνες διά τούς
τυράννους, καί στέκεται όλη η Ευρώπη νά ιδεί τί πράγμα είναι τούτο.
Οι Τούρκοι όλοι είναι ακόμη απείραγοι εις τά κάστρα καί εις τές χώρες, καί ημείς
εις τά βουνά, καί άν σκοτώσωμεν τούς προεστούς, θά ειπούν οι βασιλείς, ότι τούτοι δέν εσηκώθησαν
διά τήν ελευθερίαν, αλλά διά νά σκοτωθούν συνατοί τους, καί είναι κακοί ανθρώποι, Καρβονάροι (Ιταλοί επαναστάτες), καί τότε ειμπορούν οι
βασιλείς νά βοηθήσουν τόν Τούρκο
καί νά λάβομε ζυγόν βαρύτερον από εκείνον οπού είχαμε. (Πράγματι η Ιερά Συμμαχία είχε καταστείλει τά επαναστατικά κινήματα πού είχαν γίνει στήν Ιταλία).
Γράφομε καί έρχεται οπίσω ο Υψηλάντης καί μήν επήρε ο νούς σας αέρα". Τότε τούς ησύχασα.
Οι άρχοντες καί ο Μαυρομιχάλης έστειλαν τόν Αναγνωσταρά καί εγύρισαν οπίσω τόν Υψηλάντη, καί επήγε πάσα ένας εις τήν θέση του. Τότε επροσκύνησε η
Μονοβασιά εις τόν Κατακουζηνό.
Διήγησις Συμβάντων τής Ελληνικής Φυλής - Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στίς 3 Απριλίου τού 1821 οι Τουρκαλβανοί Λάλαιοι λεηλάτησαν τόν Πύργο.
Τήν ίδια τύχη είχε καί η Αγουλινίτσα, ενώ
λίγο αργότερα σέ φονική μάχη στό Σμίλα σκοτώθηκε ο υπερασπιστής τού Πύργου, Χαράλαμπος Βιλαέτης.
Η εξουδετέρωσή τών Λαλαίων θά αποτελούσε
σημαντικό πλήγμα στήν τουρκική ισχύ, γιά τόν επιπλέον λόγο ότι θεωρούνταν τό στήριγμα τού άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Τόν Μάϊο κινήθηκαν εναντίον τους οι Ρωμηοί τού Μοριά, ενώ ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κάλεσε καί τόν
Ανδρέα Μεταξά από τήν Κεφαλλονιά νά σπεύσει σέ βοήθεια
με ένοπλους άνδρες καί πολεμοφόδια, "αφού υπάρχει κατεπείγουσα η ανάγκη οπλοφόρου δυνάμεως τών μεγαθύμων Κεφαλλήνων".
Τούς Κεφαλλονίτες δέν τούς επέτρεψε ο Άγγλος αρμοστής νά προστρέξουν σέ βοήθεια τών
συμπατριωτών τους καί όσοι τό έκαναν κινδύνευσαν
μέ φυλάκιση ή καί μέ δήμευση τής περιουσίας τους. Η εμφάνισή τους πού θύμιζε τακτικό
στρατό εμψύχωσε τούς υπόλοιπους Χριστιανούς οι οποίοι ένιωθαν μειονεκτικά μπροστά στούς
εμπειροπόλεμους μουσουλμάνους κατοίκους τού Λάλα.
Οι Λαλιώται μή όντες εισέτι πολιωρκημένοι, εξήρχοντο συνεχώς εις επιδρομάς εις τήν Ήλιδα καί ελεηλάτουν τόν τόπον. Απήλθον δέ εις τόν Πύργον καί
επειδή δέν υπήρχεν αυτόθι κανείς, παρέδωκαν τήν πόλιν εις τάς φλόγας. Εστράτευσαν επομένως τήν 10ην Μαΐου εις Λανζόϊ κατά τών Καμπασέων,
εις βοήθειαν τών οποίων έδραμεν ο Χαράλαμπος Βιλαέτης μ' επτά Πυργίους. Τούς περιεκύκλωσαν δέ οι Λαλιώται όντας είς θέσιν πεδινήν εις τήν Σμίλαν
καί ανώτεροι τόν αριθμόν καί οι πλειότεροι έφιπποι, τούς εφόνευσαν.
Ούτως απώλετο ο Βιλαέτης, όστις ήτον άξιος καλητέρας τύχης διά τά πολεμικά του προτερήματα. Οι Λαλιώται δέν ετόλμων νά εισβάλωσιν εις τήν
επαρχίαν τών Παλαιών Πατρών, διότι οι κάτοικοι κατείχον θέσεις οχυράς καί τούς απέκρουον. Οι Πατρείς είχον συστήσει πάλιν τήν πολιορκίαν τής
μητροπόλεώς των, έχοντες επί κεφαλής τόν Δ. Κουμανιώτην, Παναγιώτην Καραντζάν,
Νενέκον Ζουμπατιώτην καί άλλους οπλαρχηγούς καί
αντέκρουον τούς Τούρκους καί τούς έβλαπτον οσάκις εξώρμων εναντίον των. Μετά τών Πατρέων ήδη συναγωνίζονται μετά τού Καραντζά
καί 150 Επτανήσιοι φθάσαντες από Ζάκυνθον.
Περί τά τέλη Μαΐου, ο μέν Σισίνης μέ χίλιους διακόσιους Ηλείους καί Πυργίους, ο δέ Φωτήλας μέ πεντακόσιους Καλαβρυτινούς, ο δέ
Γεωργάκης Πλαπούτας καί Δημήτρης Δελιγιάννης μέ πεντακόσιους Καρυτινούς, ο δέ Τζανέτος Χριστόπουλος μέ διακόσιους Φαναρίτας,
εκινήθησαν εις τήν θέσιν Πούσι καί τήν κατέλαβον μαχόμενοι πρός τούς Λαλιώτας. Έφθασαν δ' εκεί καί εξακόσιοι περίπου Επτανήσιοι, από μέν τήν Ζάκυνθον ο Διονύσιος Σεμπρίκος
μέ διακόσιους εβδομήντα, από δέ τήν Κεφαλληνίαν ο Ανδρέας Μεταξάς καί ο εξάδελφός του Κωνσταντίνος, ο Ευάγγελος Πανάς (Τσιμπούκης),
ο Γ. Φωκάς καί ο Αθανάσιος Χέλμης μέ τριακόσιους καί μέ τέσσαρα πυροβόλα.
Τήν 4ην Ιουνίου 1821 εμαχήσαντο εις τό πεδίον τού Λάλα. Ο δέ Γεωργάκης Πλαπούτας έκρινεν αναγκαίον νά καταλάβη μέ τούς Καρυτινούς τήν θέσιν
Μπασαράν πλησίον τής πόλεως, διά νά στενοχωρήση πλειότερον τούς εχθρούς. Ώρμησε λοιπόν πρός τήν θέσιν εκείνην, τρέχων ο πρώτος μέ
ολίγους εκ τών οικείων του, καί νομίζει ότι τόν ακολουθούσιν οι άλλοι όλοι. Αλλ' αίφνης τόν περικυκλόνουσιν οι Λαλιώται καί τότε είδεν ότι
δέν τόν ηκολούθησαν καί περιέπεσεν εις τάς χείρας τών Τούρκων μέ μόνους είκοσι δύω ανδρείους.
Αποχωρεί δ' απομαχόμενος, αλλ' είτε από τήν αδημονίαν του είτ' από τόν καύσωνα τού ηλίου έπεσεν άπνους. Επήρε δ' επό τών ώμων ο Πανοριάς
αδελφός του καί μαχομένων τών άλλων, απήγαγεν εις τό στρατόπεδον τόν νεκρόν του, τόν οποίον ενεταφίασαν εις Νεμούταν.
Στίς 13 Ιουνίου 1821 επιτέθηκαν οι μουσουλμάνοι τού Λάλα σέ συνδυασμό μέ τίς δυνάμεις τού Γιουσούφ πασά εναντίον τών Ελλήνων μέ σκοπό
νά διαλύσουν τό στρατόπεδό τους. Η μάχη δόθηκε στήν θέση Πούσι.
Ήταν πολύ σκληρή καί διεξάχθηκε σώμα μέ σώμα.
Οι αγνωνιστές από τό Φανάρι (Ολυμπία) μέ τόν Τζανέτο Χριστόπουλο
πολέμησαν μέ ηρωϊσμό τό τουρκικό ιππικό καί τριάντα από αυτούς βρήκαν τόν
θάνατο. Ο Γιουσούφ προσπάθησε νά κυριεύσει τά πυροβόλα τών Επτανησίων αλλά δέν τά κατάφερε. Τήν επομένη οι Τούρκοι τής Πάτρας καί οι Αλβανοί
τού Λάλα αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν γιά τήν Πάτρα, ενώ οι Έλληνες χαρούμενοι γιά τήν απαλλαγή τους από έναν επικίνδυνο εχθρό, μπήκαν στό έρημο αλβανικό
χωριό καί τό έκαψαν.
Καταστροφή τού Γαλαξειδίου (23 Σεπτεμβρίου 1821)
Στά μέσα Αυγούστου τού 1821, ο ναύαρχος Καρά Αλή έβγαλε τόν στόλο του από τά
Στενά κι έπλευσε στή Ρόδο, όπου βρισκόταν ο Αιγύπτιος Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Στή συνέχεια ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος κατευθύνθηκε πρός τήν Πελοπόννησο μέ σκοπό νά ανεφοδιάσει τά πολιορκούμενα τουρκικά φρούρια καί νά βοηθήσει στις
επιχειρήσεις ξηράς τούς Τούρκους. Όλες τίς πληροφορίες γιά τίς κινήσεις τών επαναστατών οι Τούρκοι τίς
έπαιρναν από τόν αρμοστή τών Ιονίων νήσων Τόμας Μέτλαντ,
μέσω αγγλικών πολεμικών πού έστελνε στό Αιγαίο πέλαγος.
Οι μουσουλμάνοι εφοδίασαν τά κάστρα τής Κορώνης καί τής Μεθώνης, απέτυχαν όμως σέ μια απόπειρα αποβάσεως στήν Καλαμάτα όταν τούς αντιμετώπισε μέ επιτυχία ο
τακτικός στρατός πού είχε δημιουργήσει ο Δημήτριος Υψηλάντης. Μόλις είδαν τούς στρατιώτες μέ τίς ομοιόμορφες στολές νά υπακούουν πειθαρχημένα στά παραγγέλματα τού
Κορσικανού αξιωματικού Βαλέστ, οι γενίτσαροι έτρεξαν πίσω στίς βάρκες από τίς οποίες μόλις είχαν αποβιβασθεί.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης επρομηθεύθη ιδία δαπάνη διά τών ομογενών τής Τεργέστης
τά περί μικρού τακτικού σώματος αναγκαιούντα, οίον όπλα, λογχοφόρα,
αποσκευήν, πολεμοφόδια καί διά 300 άνδρας ενδύματα, υπόδυσιν καί τροφάς.
Κατά προηγούμενην συνεννόησιν συνήντησας εκεί τόν εν τώ στρατώ τού Ναπολέοντος χρηματίσαντα
ταγματάρχην Παλέσσαν (Joseph Balestra) μετά τινων άλλων ομογενών καί φιλελλήνων,
επιθυμούντων ν' αγωνισθώσιν εν τή επαναστατημένη Ελλάδι.
Ο δέ Παλέσσας (Βάλεστ), άμα τή αφίξει, περί τά τέλη Ιουνίου 1821 εις
Καλάμας, ήρχισεν ως παρηγγέλθη υπό τού Υψηλάντου, νά διοργανίζη τακτικόν σώμα, κατατάττων εθελοντάς,
ενδύων αυτούς μέ ιματίδιον τζόχινον, πανταλόνιον πάνινον καί πίλον,
εν είδει σκούφιας, μετά εθνοσήμου τριχρώου καί οπλίζων μέ λογχοφόρον τουφέκιον καί τήν αναγκαίαν
αποσκευήν, απάντων εκ μελανού χρώματος, επομένως διά τών μετ' αυτού
ελθόντων φιλελλήνων εξήσκει αυτούς εις τά γαλλικά πεζικά γυμνάσια.
Ότε δέ κατά τήν 23η τού προσεχούς Αυγούστου παρέπλεε
τά παράλια τής Μεσσηνίας ο οθωμανικός στόλος, απειλών ν' αποβιβάση στρατόν εις Καλάμας πρός βοήθειαν τών
εν Τριπόλει αποκλεισθέντων Τούρκων, οι δέ εκεί πολίται ολίγοι όντες κατετρόμαξαν,
τό αρτίως οργανωθέν τακτικόν σώμα, συγκείμενον εκ 300 ανδρών, ετάχθη παρά τού
συνταγματάρχου Παλέσσα εις τήν παραλίαν εφ' ενός ζυγού, έτοιμον ν' αντικρούση
πάσαν απόπειραν αποβιβάσεως τού τουρκικού στόλου.
Οι εν τοίς πλοίοις γενίτσαροι, ίδοντες παρατεταγμένον τακτικό στράτευμα, ηχούντων
τών σαλπίγκων καί τυμπάνων αυτού καί αγνοούντες τά διατρέχοντα, ήτοι οποίος στρατός ήτο ούτος,
κατελήφθησαν υπό φόβου, μή θέλοντες νά αποβώσιν, ως
εκ τούτο ο εχθρικός στόλος διήλθεν εκείθεν εν απραξία.
Η μικρά αύτη πράξις τού τακτικού σώματος επροξένησε χαράν
καί προθυμίαν εις τούς άνδρας αυτού, συνέτεινε δέ πολύ καί εις τήν
υπόληψιν αυτών παρά τοίς πολίταις, κατατασσόμενοις εις αυτό, όπερ καί εκάλουν σώμα τών Μαυροφόρων,
ένεκα τής μελανής ενδυμασίας του.
Χρίστος Βυζάντιος - Τακτικός Στρατός, 1874
Στόν Μεσσηνιακό Κόλπο καί ειδικότερα στόν όρμο τών Κιτριών, τά
τουρκικά πολεμικά συνάντησαν δύο σπετσιώτικα καράβια, τού Γκίκα Μπόταση και τού
Αναστάσιου Ανδρούτσου. Τά δύο αυτά πλοία είχαν
παραμείνει στά νερά εκείνα γιά νά ενισχύσουν τήν πολιορκία τού Νεοκάστρου.
Επιχείρησαν οι Τούρκοι νά τά καταλάβουν, αλλά οι Σπετσιώτες αμύνθηκαν σκληρά, μεταφέροντας τά
πυροβόλα τους στήν ακτή. Τούτο ανάγκασε τόν Τούρκο στόλαρχο νά αποσυρθεί καί νά πλεύσει
στή Ζάκυνθο, όπου μετά από λίγο ενώθηκε μέ μία ναυτική μοίρα από τό Αλγέρι.
Η αδράνεια τού ελληνικού στόλου καί οι πληροφορίες από τίς αγγλικές φρεγάτες επέτρεψαν
στόν Καρά Αλή νά διαπλεύσει ανενόχλητος τά ελληνικά νερά.
Στίς 7 Σεπτεμβρίου 1821,
ο καπετάν μπέης Καρά Αλής μέ τόν ενωμένο μουσουλμανικό στόλο αγκυροβόλησε στήν
Πάτρα μέ τρία ντελίνια (de ligne), επτά φρεγάτες, καί
δεκάδες κορβέτες καί μπρίκια. Τήν επομένη αποβίβασε 2000 Αλβανούς οι οποίοι από κοινού μέ τούς
Τούρκους τής Πάτρας επιτέθηκαν στό Σαραβάλι καί στή Μονή Ομπλού
όπου βρίσκονταν τά στρατόπεδα τών Ελλήνων. Οι Πετμεζαίοι καί οι Κουμανιώτες
άφησαν τίς θέσεις τους καί οι Έλληνες έπαθαν πανωλεθρία, ενώ λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος ο Σισίνης.
Στίς 17 Σεπτεμβρίου,
οι μουσουλμάνοι ανεφοδίασαν τά φρούρια Ρίου καί Αντιρρίου καί έκαψαν τίς αφύλακτες πόλεις τής
Βοστίτσας (Αίγιο) καί τής Βιτρινίτσας (Τολοφώνας).
Μπροστά τους πλέον είχαν τό αφύλακτο Γαλαξείδι,
τό οποίο οι Έλληνες δέν είχαν φροντίσει νά ενισχύσουν δεόντως, δεδομένου ότι ήταν η ισχυρότερη ναυτική βάση μετά
από τά τρία νησιά τών Σπετσών, τής Ύδρας καί τών Ψαρών.
Οι Γαλαξειδιώτες πολέμησαν μέ γενναιότητα αλλά δέν είχαν καμμία ελπίδα χωρίς ενισχύσεις.
Ούτε τά πλοία τους πρόλαβαν νά αρματώσουν ούτε οι 200 κλεφταρματωλοί
τού Πανουργιά στάθηκαν νά πολεμήσουν. Οι κάτοικοι
αναγκάστηκαν νά εγκαταλείψουν τά σπίτια τους, ενώ τά πλοία τους έπεσαν στά χέρια τών Αλγερινών, τών Αιγυπτίων
καί τών Τούρκων.
Στίς 23 Σεπτεμβρίου 1821, τό Γαλαξείδι παραδόθηκε στίς φλόγες μαζί μέ τούς λίγους γέροντες
πού δέν είχαν προλάβει νά τό εγκαταλείψουν.
Όταν θά γύριζε ο Καρά Αλή στήν Κωνσταντινούπολη, θά κρεμούσε από τά κατάρτια τής ναυαρχίδας
του τριάντα Γαλαξειδιώτες γιά νά γιορτάσει τήν
καταστροφή αυτής τής πόλης μαζί μέ τόν σουλτάνο. Πρίν από τήν καταστροφή τού
Γαλαξειδίου είχε γίνει αναγνώριση από τήν αγγλική
φρεγάτα "Κάμπριαν" καί ήταν οι Άγγλοι ναυτικοί τής φρεγάτας εκείνοι πού οδήγησαν τούς Τούρκους στό Γαλαξείδι.
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ο Τουρκοφάγος γεννήθηκε τό 1783 στό χωριό Αναστασίτσα (Αναστάσοβα) Μεσσηνίας καί μεγάλωσε στό χωριό Τουρκολέκα τής
Μεγαλουπόλεως. Ήταν ο πιό αγνός, άδολος καί μεγαλόκαρδος αγωνιστής τής επανάστασης. Ουδέποτε ενδιαφέρθηκε γιά πλούτη καί αγαθά καί ούτε έτρεχε νά αρπάξει τά λάφυρα από τόν
εχθρό. Ότι τύχαινε στά χέρια του, τό χάριζε στά παλληκάρια του. Αυτή του η καλωσύνη καί η ανιοδιοτέλεια είχε σάν αποτέλεσμα νά πεθάνει πάμφτωχος καί ζητιάνος στον
Πειραιά, στις 25 Σεπτεμβρίου 1849.
«Ποιος είν' αυτός όπου 'ρχεται στης Μαρμαριάς τόν κάμπο;
Αυτός είν' ο Νικηταράς από τό Τουρκολέκα.
Γειά σου ορέ Νικηταρά
που 'χουν τά πόδια σου φτερά,
μες στους κάμπους πας κοιμάσαι
και κανέναν δε φοβάσαι.
Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς καί πίσω ο Κολοκοτρώνης.»
Ο μικρός Νικήτας μεγάλωσε κοντά στή μάνα του Σοφία Καρούτσου στό Τουρκολέκα. Η μητέρα του ήταν αδελφή τής γυναίκας τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Τόν πατέρα του δέν τόν έβλεπε, παρά αραιά καί πού, διότι ο καπετάνιος Σταματέλος Τουρκολέκας ζούσε μέ τά παλληκάρια του στόν Πεντεσκούφη (Ταΰγετο) τήν κλέφτικη
καί ελεύθερη ζωή. Είχε μαζί του τούς δύο μεγάλους του γιούς τό Γιάννη καί τό Νικόλα. Γιά τόν μικρότερο Νικήτα, ο Σταματέλος είχε αποφασίσει νά τόν μάθη μία τέχνη
ώστε νά μήν ακολουθήσει κι αυτός τήν κλέφτικη ζωή. Έτσι τόν έβαλε κοντά σέ ένα σιδερά. Ο Νικήτας δέν ήθελε αυτή τή δουλειά τήν οποία τήν έκαναν συνήθως οι γύφτοι.
Κλέφτης ήθελε νά γίνει σάν τόν πατέρα του. Έμεινε στό σιδεράδικο δύο χρόνια.
Η συνάντηση τού Νικήτα μέ τόν Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη έκανε τό μικρό σιδερά νά τό σκάση από τό σιδεράδικο καί νά ανέβη στό βουνό νά βρεί τά αδέλφια του καί τόν
πατέρα του. Σέ ηλικία δεκαέξι ετών σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο στό χωριό Τουρκολέκα. Ήταν τότε πού είχε φύγει κρυφά από τό νταϊφά τού πατέρα του γιά νά πάει στό
χωριό του νά δεί τή μάνα του. Εκεί τόν κυνήγησαν κάτι αρματωμένοι Τούρκοι, αλλά δέν μπόρεσαν νά προλάβουν τόν ταχύτατο νεαρό καί καθώς τόν κυνηγούσαν, άδειασε
τήν μία πιστόλα του στόν Τούρκο πού τόν είχε πλησιάσει πιό πολύ.
Ο Σταματέλος τότε, γιά νά τιμωρήσει τόν απείθαρχο γιό του, τόν έστειλε στόν πρωτοκλέφτη Ζαχαριά. Ο Νικήτας ξεχώρισε γρήγορα από τά υπόλοιπα παλικάρια αφού διακρίθηκε
τόσο γιά τήν ταχύτητά του όσο καί γιά τή δύναμη μέ τήν οποία χειριζόταν τό γιαταγάνι του. Ο Ζαχαριάς τόν έκανε μπουλουκτζή, δηλαδή νά έχει υπό τήν εξουσία του δέκα Κλέφτες.
Καί όχι μόνο αυτό. Τού έδωσε γιά νύφη καί τήν κόρη του Αγγελίνα. Ο
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης
όμως δέν θά προλάβαινε νά δεί τήν κόρη του παντρεμένη, αφού θά έχανε τή ζωή του μέ δόλο στά 1805.
Tό 1805 ήταν η χρονιά στήν οποία οι Τούρκοι πασάδες είχαν τό πάνω χέρι καί σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προεστούς, είχαν καταφέρει νά εκμηδενίσουν εκείνη τή γενιά τών
Κλεφτών. Οι τελευταίοι είχαν βρεί καταφύγιο στή ρωσοκρατούμενη Ζάκυνθο. Στά Επτάνησα ο Νικήτας νυμφεύθηκε τήν Αγγελίνα Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη καί στή συνέχεια,
ακολουθώντας τούς υπόλοιπους Κλέφτες έγινε μισθοφόρος διαδοχικά στούς Ρώσσους, τούς Γάλλους καί τέλος στούς Άγγλους. Τό 1808, είχε ακολουθήσει
τόν θείο του Κολοκοτρώνη στό Μοριά όταν τούς είχε καλέσει ο Τουρκαλβανός Αλή Φαρμάκης γιά νά πολεμήσουν τόν γιό τού Αλή πασά Βελή πού πολιορκούσε
τόν Τουρκαλβανό στό κάστρο του.
Γιά νά τόν δειλιάσει τού έριξε στά πόδια τό κομμένο κεφάλι τού πατέρα του. Ο Γιάννης δέν αποκρίνεται. Γιά απάντηση κάνει τό σταυρό του.
Ο βοεβόδας τής Μονεμβασιάς έστειλε μέ συνοδεία τά τρία κεφάλια στόν πασά τής Τριπολιτσάς. Σάν έφτασε τό κακό μαντάτο στή Ζάκυνθο ο Νικήτας τούς έκλαψε. Δέν ήταν ένας,
ήταν τρείς! Όταν σέ λίγο καιρό απόχτησε τό μοναχογιό του, τού έδωσε τ' όνομα τού χαμένου αδερφού του Γιάννη. Τό βαφτιστικό όνομα τού πατέρα του, τό κράτησε γιά επίθετο
καί τό έκανε Σταματελόπουλος. Μά κι αυτό γιά λίγο. Κάποιο άλλο θά τό σκιάση...
Τήν ημερομηνία 18 Οκτωβρίου 1818, ο Νικήτας Σταματελόπουλος δέν τήν ξέχασε σ' όλη του τή ζωή. Γιατί τή μέρα αυτή ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, τόν κατήχησε στό μυστικό τής
Φιλικής Εταιρείας. Από εκείνη τή στιγμή δέν είχε κατά νού, παρά τό πώς ν' απλώση τό μυστικό. Τούς πρώτους πού βρήκε ήταν μερικοί καλόγεροι στό μοναστήρι τής Καλτεζά.
Μαζί μέ τό θείο του Κολοκοτρώνη, τόν παλιό καπετάνιο Αναγνωσταρά καί τόν Πλαπούτα, κρυφά οργώνουν τό Μοριά καί σκορπάνε τό μυστικό τής Φιλικής.
Καλοκαίρι τού 1819. Ο πασάς τού Μοριά έχει καλέσει τόν κοτζαμπάση Δεληγιάννη στήν Τριπολιτσά. Ο Νικήτας κι ο Πλαπούτας πήραν τόν δρόμο τής Αλωνίσταινας. Στό χωριό θέλησε
νά τούς περιποιηθή ο Δημητρακόπουλος, γιατί έτυχε κείνη τή μέρα νά είναι τής Αγιά Παρασκευής (26 Ιουλίου) κι είχαν πανηγύρι. Έτυχε κείνο τόν καιρό νά είναι αγάς ο
φοβερός χριστιανομάχος Σαλής, πού τού είχαν κολλήσει τό παρατσούκλι ο Αράπης.
Στό χοροστάσι τού χωριού, ο Αράπης μέ μερικούς δικούς του είχαν στήσει χορό. Ο Αράπης, μόλις είδε τόν Πλαπούτα, απλώνει τό χέρι καί τόν τραβάει κοντά στό χορό. Είχε τό σκοπό του...
Μά ο Πλαπούτας από κάτι μισόλογα κατάλαβε ότι θά τούς ρίχνονταν οι Τούρκοι νά τούς χτυπήσουν.
Σέ δυό τρείς γύρους σέ κάποια στιγμή ο Αράπης βάζει τό πόδι του νά πεδικλώση τόν Πλαπούτα.
Αυτό ήταν τό σύνθημά του. Μά δέν τά καταφέρνει νά πέση ο χορευτής.
Στέκει ολόρθος καί μέ μιάς τραβάει τήν κουμπούρα του. Τό ίδιο καί ο Νικηταράς μέ τά παλληκάρια του. Σκορπάει τό πανηγύρι κι ανάβει τό ντουφεκίδι. Τούρκοι κι Έλληνες έρχονται
στά χέρια. Πέφτουν δυό σκοτωμένοι απ' τά ελληνικά βόλια κι άλλοι τόσοι λαβωμένοι.
Ο Αράπης τρομαγμένος τρέχει νά γλυτώση. Ξωπίσω τόν κυνηγάει μέ τήν πάλα στό χέρι ο Σταματελόπουλος. Ο Τούρκος βρίσκει ένα υπόγειο καί τρέχει νά χωθή. Ο Νικηταράς τόν προκάνει.
Κατεβάζει μ' ορμή τήν πάλα καταπάνω του. Αστόχησε όμως. Τό λεπίδι βρίσκει καί χτυπάει τό πρεβάζι τής πόρτας καί μπήχνεται στό ξύλο.
Νικητές οι Έλληνες φεύγουν από τήν Αλωνίσταινα.
Απόγονος οικογενείας αρχαίας εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγομένης, ο Ανδρέας Μεταξάς, εγεννήθη εν Κεφαλληνία τώ 1790, υπό τού Πέτρου Μεταξά, πολλά υποστάντος μαρτύρια
επί Ενετοκρατίας ένεκα τού πατριωτισμού του, καί τής Βιολέτας Λοβέρδου, εκ διακεκριμμένης τής νήσου οικογενείας.
Μόλις ερρίφθη τό πρώτον κατά τών Τούρκων πυροβόλον, εγκαταλείψας άνετον καί λαμπρόν βίον, σύζυγον νεαράν καί τρυφερά τέκνα καί μετά τών συμμεριζομένων τούς υπέρ
πατρίδος ευγενείς πόθους του, ερρίφθη επί πλοίου, δι' ουδέν άλλο μεριμνών, ή πώς ταχύτερον νά φθάση εν μέσω τών διαμαχομένων.
Αποβιβασθείς τήν 8ην Μαΐου τού 1821 μετά τού οποίου εξ ιδίων κατήρτησε σώματος εκ 350 καλώς οπλισμένων καί δύο ορειχαλκίνων τηλεβόλων εις Κυλήνην, ώδευσε ευθύς εκείθεν
εις Μανωλάδα πρός συνάντησιν τού Σισίνη καί τού πρό αυτού μεταβάντος εκεί μετά τού σώματος Ευαγγέλου Πανά, Κεφαλλήνος καί τούτου.
Η άφιξίς του τοσούτον θάρρος ενέπνευσεν εις τούς Έλληνας, ώστε απεφάσισαν ν' αποκλείσωσι πανταχόθεν τούς Λαλαίους, όπως βιάσωσι αυτούς νά παραδοθώσιν. Μετά απεφασίσθη
νά πολιορκηθή εκ τού πλησίον τό Λάλα καί η απόφασις αύτη δυσκατόρθωτος ήθελεν είσθαι, ειμή συνέδραμεν η αδελφή Επτάνησος δι' ενόπλων ανδρών καί τηλεβόλων.
Ο περιορισμός τών Λαλαίων δύο τινά απήτει: θάρρος καί ιππικόν. Καί ιδού η μέν περί τής γενναιότητος τών Ιονίων κοινή πεποίθησις εμπνέει θάρρος πολύ, τά δέ τηλεβόλα αυτού
αναπληρούσι τού ιππικού τήν έλλειψιν. Συσκευθείς λοιπόν ο Μεταξάς μετά τού Σισίνη Νικολάου, Βιλαέτου καί Πλαπούτα καί πείσας ευκόλως αυτούς περί
τής ανάγκης τού ν' αποκλείσωσι στενώτερον τούς Λαλαίους εξεκίνησε μετ' αυτών τή 30ην Μαΐου 1821
κατά τού Λάλα. Ιδόντες δέ τότε οι φιλότιμοι Λαλαίοι ότι οι Έλληνες εβάδιζον
κατ' αυτών, έδραμον πρώτοι εις απάντησίν των, τό δέ πύρ ήρξατο τότε αμέσως. Μόλις δέ αντηλλάγησαν εκατέρωθεν ολίγοι πυροβολισμοί, οι Έλληνες, ηγουμένων
τών Κεφαλλήνων, ώρμησαν κατά τών εχθρών, οίτινες τραπέντες εις φυγήν επανήλθον εις τό Λάλα διά τού Πριναρίου.
Οι αγέρωχοι Λαλαίοι αισθανθέντες ότι ο εχθρός καθ' ού μέλλουσι ν' αντιπαραταχθώσιν, είνε εφοδιασμένος ουχί διά τηλεβόλων μόνον, αλλά καί μέ απόφασιν νά διαμφισβητήση
αυτοίς τήν νίκην, ήρξαντο σκεπτόμενοι, άν μή ήτο εις αυτούς συμφερώτερον ν' απέλθωσιν εις τάς Πάτρας. Ο θάνατος όμως τού Γεωργίου Πλαπούτα, συμβάς ότε εκ δευτέρου τή 9η Ιουνίου
εκινήθησαν οι Έλληνες κατά τών Λαλαίων καί η ως εκ τούτου διάλυσις τού υπ' αυτόν σώματος τήν οποίαν επηκολούθησεν αμέσως γενικωτέρα λιποταξία τού στρατού, ήθελεν επιφέρει
τήν παντελή διάλυσιν τού ελληνικού στρατοπέδου, άν οι λόγοι καί τό παράδειγμα τού Ανδρέα Μεταξά δέν ενέπνεον θάρρος εις τούς αθυμήσανας πολιορκητάς.
Αλλ' ότε μετά τινας ημέρας έλαβον μικράς τινας επικουρίας υπό τόν αδελφόν τού φονευθέντος. Δημήτριον Πλαπούταν, τοσούτον εθάρρησαν ώστε πολιορκήσαντες στενότερον τούς Λαλαίους
τούς ηνάγκασαν νά κλεισθώσιν εντός τής κωμοπόλεως αυτών.
Μετ' ολίγας ημέρας εν τούτοις ενισχυθέντες οι Λαλαίοι διά τής αφίξεως τού Ιουσούφ πασσά, άγοντος χιλιάδα εκλεκτών ιππέων, ώρμησαν κατά τού ελληνικού στρατοπέδου ακράτητοι.
Ήθελεν δέ διασκορπίσει τούς εν αυτώ Έλληνας, άν ο λεοντόκαρδος Μεταξάς μετά τών υπ' αυτόν Κεφαλλήνων καί άλλων τινών, δέν ανθίστατο ως γίγας, τρίς αποκρούσας τούς τρίς
εισπηδήσαντας εντός τών ελληνικών χαρακωμάτων εχθρούς.
Ο Δημήτριος Υψηλάντης γόνος αρχαιοτάτης καί επιφανούς οικογενείας, υιός δέ τού Κωνσταντίνου Υψηλάντου καί αδελφός τού Αλεξάνδρου τού μεγαλεπηβόλου τούτου τής Φιλικής
Εταιρίας αρχηγού, εγεννήθη εν Κωνσταντινουπόλει τώ 1794. Σπουδάσας εν τώ εαυτού οίκω, εκτός τής ελληνικής καί άλλας ευρωπαϊκάς γλώσσας, μετέβη μετά ταύτα εις Παρισίους
όπως εκπαιδευθή περί τά στρατιωτικά. Μετά οκταετή δέ διατριβήν εν Γαλλία, αναχωρήσας εκείθεν, μετέβη εις Ρωσσίαν, ένθα κατετάχθη εν τώ ρωσσικώ στρατώ, παρά τώ οποίω
υπηρέτει μέχρι τής εκρήξεως τής ελληνικής επαναστάσεως, προαχθείς μέχρι τού βαθμού τού λοχαγού.
Αμα τή εκρήξει τής εν Δακία επαναστάσεως, διετάχθη παρά τού Γενικού Επιτρόπου καί αδελφού του Αλεξάνδρου Υψηλάντου, νά μεταβή εις τήν Ελλάδα, ως πληρεξούσιος αυτού.
Διελθών δέ υπό ξένον όνομα τήν Αυστρίαν καί επιβάς εν Τεργέστη επί πλοίου υδραϊκού, πληρωθέντος τροφών καί πολεμοφοδίων, αγορασθέντων τών πλείστων εκ τού ιδίου βαλαντίου, αφίχθη
περά τάς αρχάς Ιουνίου εις τήν Ελλάδα, συνοδευμένος από τόν Παναγιώτην Αναγνωστόπουλον, τόν Αλέξανδρον Κατακουζηνόν,
τόν Γεώργιον Τυπάλδον Κοζάκην καί τινας άλλους.
Απέβη δέ εις Ύδραν, όπου υπεδέχθησαν αυτόν οι ιερείς ενδεδυμένοι τήν ιεράν στολήν αυτών καί ο σκιρτών καί αγαλλόμενος επί τή αφίξει τού αυθέντου λαός, κατά τήν αυτήν εκείνην
ακριβώς ημέραν, καθ' ήν τραύμα ανίατον μετά τής εν ταίς Ηγεμονίαις ελληνικής επαναστάσεως, ελάμβανε καί ο αδελφός αυτού εν Δραγατσανίω.
Αναχωρήσας εξ Ύδρας ο Υψηλάντης τή 18η Ιουνίου καί αγκυροβολήσας τή επιούση εν Αστρει, όπου λαμπρά τώ ητοιμάζετο υποδοχή, απήλθεν εκείθεν εις τό εν Βερβαίνοις στρατόπεδον.
Ενταύθα μετά τήν εν τώ υπαίθρω ψαλείσαν δοξολογίαν, ανεγνώσθη υπό τού Βάμβα εις επήκοον δεκακισχιλίων περίπου μεθυόντων εκ χαράς Ελλήνων, συστατικόν
έγγραφον τού Αλεξάνδρου Υψηλάντου, δι' ού απεκαθίστα πληρεξούσιον αυτού τόν αδελφόν του Δημήτριον, όστις ολίγας μετά τούτο ημέρας απήτησε τήν κατάργησιν
τής Πελοποννησιακής Γερουσίας καί τήν εις αυτόν ανάθεσιν τής υπέρτατης αρχής.
Αλλ' αι μέν απαιτήσεις αυτού απερρίφθησαν, ούτος δέ χωλοθείς ανεχώρησεν εις Καλάμας, σκοπεύων, ως έλεγε, ν' αποπλεύση εις τήν Στερεάν Ελλάδα. Αι παρακλήσεις όμως τών
οπλαρχηγών καί τών γερουσιαστών, επανέφερον εν αυτώ αισθήματα μετριότερα. Επανακάμψας δέ εις Τρίκορφα καί συνδιαλεχθείς μετά τού Παλαιών Πατρών Γερμανού, απήλθεν
εκείθεν εις τόν Ισθμόν όπως αποκρούση τούς εχθρούς.
Σήμερα έχει μεγάλη εορτή τό Έθνος μας. Μιά τού Ευαγγελισμού, γιατί σάν σήμερα ο άγγελος ειδοποίησε τήν Παναγία, ότι θά γεννήση τό
Χριστό μας. Καί άλλη, γιατί σάν σήμερα τό 1821 εσηκώθηκαν οι σκλαβωμένοι πρόγονοί μας καί εκτυπησαν τούς τυράννους. Δέκα χρόνια επολέμησαν
σκληρά, έχυσαν τό αίμά των, εθυσιάσθηκαν, γιά νά μπορέσουν νά δώσουν στό έθνος μας τήν ελευθερία του καί νά φυλάξουν τήν πίστι του. Δέν πρέπει νά
ξεχάσωμε ποτέ τή θυσία των καί δέν πρέπει νά παύσωμε ποτέ νά λατρευωμε καί μείς τήν ελευθερία καί γι' αυτήν νά θυσιαζώμεθα. Γιατί μόνον έτσι η
Πατρίδα μας θά ζη καί θά υπερηφανευεται γιά τά παιδιά της. Τώρα λοιπόν άς εορτάσωμε τή μεγάλη αυτή ημέρα, όπως αξίζει καί άς φωνάξωμε μέ όλη
μας τήν καρδιά:
- Ζήτω η Πατρίδα μας!
Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1955
Ο Διγενής ψυχομαχεί κ' η γή τόνε τρομάσσει.
Βροντά κι' αστράφτει ο ουρανός καί σειέτ' ο απάνω κόσμος,
κι' ο κάτω κόσμος άνοιξε καί τρίζουν τά θεμέλια,
κ' η πλάκα τόν ανατριχιά πως θά τόνε σκεπάση,
πως θά σκεπάση τόν αϊτό τση γης τόν αντρειωμένο.
Ζηλεύγει ο Χάρος μέ χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει,
κ' ελάβωσέ του τήν καρδιά καί τή ψυχή του πήρε.
Αναγνωστικό Ε΄Δημοτικού 1957
Τη υπερμάχω στρατηγώ τά νικητήρια,
Ως λυτρωθείσα τών δεινών ευχαριστήρια.
Αναγράφω Σοι η πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ' ως έχουσα τό κράτος απροσμάχητον,
Εκ παντοίων μέ κινδύνων ελευθέρωσον ίνα κράζω Σοι
Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.
Πολλές φορές η Κωνσταντινούπολις,
η θαυμαστή πρωτεύουσα τής ένδοξης Ελληνικής
αυτοκρατορίας, αντιμετώπισε μεγάλους καί φοβερούς
κινδύνους καί πολλές φορές εχρειάσθηκε ν' αγωνισθή
σκληρά καί νά χύση άφθονο τό αίμα τών παλληκαριών της,
γιά νά τούς νικήση.
Νεοελληνικά Αναγνώσματα Α' Λυκείου 1947
Παράπλευρα στά αθάνατα ονόματα τού Διάκου, τού Καραϊσκάκη,
τού Κολοκοτρώνη, τού Παπαφλέσσα, τού Κανάρη κι άλλων ακόμα
μεγάλων ηρώων τής εθνικής μας 'Αναγεννήσεως, χαράσσονται μέ
χρυσά γράμματα στό διάδημα τής ελευθερωμένης Πατρίδος, μας τά
ονόματα μενάλων ηρωΐδων, πού ορμούν απ' όλα τά μέρη τής Ελλάδος
νά χύσουν τό αίμα τους, γιά τό αγώνα τόν Ιερό.
Στά Εικοσιένα η Δημητσάνα στάθηκε η πυριτιδαποθήκη τών Ελλήνων. Δυο αδέρφια ο Νικόλας καί Σπύρος Σπηλιωτόπουλοι έχοντας
πλουτίσει στήν 'Υδρα, σά γραφτήκανε Φιλικοί, κλείσανε τό μαγαζί τους καί πήγανε στή Δημητσάνα, γιά νά μπορέσουν νά βοηθήσουν τήν
Επανάσταση μέ τά λεφτά τους. Εκεί λοιπόν πιάσανε καί φτιάξανε πρώτα πρώτα δυό μπαρουτόμυλους καί βάζανε μπαρούτι νύχτα μέρα.
Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β' Λυκείου 1967
Έπεσε τό Σούλι
Ο ιερομόναχος Σαμουήλ, μείνας μετά πέντε μόνον Σουλιωτών, παρέδιδε κατά τήν συμφωνίαν όσα πολεμοφόδια υπήρχον εις τό
φρούριον, μετά δέ τήν παράδοσιν έμελλε νά υπάγη καί αυτός εις τήν Πάργαν. Καθ' ήν όμως στιγμήν εγίνετο η παράδοσις, εις εκ τών
τριών απεσταλμένων Τούρκων διά τήν παραλαβήν τών πολεμοφοδίων είπε πρός τόν Σαμουήλ:
- Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι, καλόγερε, ότι θά σού κάμη ο Βεζίρης, όταν σέ βάλη στό χέρι, από τόν οποίον καί δέν γλυτώνεις;
- Δέν είναι άξιος ο Βεζίρης, απεκρίθη ο Σαμουήλ, νά πιάση άνθρωπον, ο οποίος, εκτός οπού δέν τόν φοβείται, γνωρίζει καί άλλον
δρόμον τού θανάτου.
Εξελθόντων τούτων τών λόγων από τό στόμα του, μόλις παρήλθον δέκα λεπτά τής ώρας καί άναψεν η πυρίτις, η οποία καί
τούς απεσταλμένους καί δύο Σουλιώτας καί τόν ίδιον τόν Σαμουήλ κατέκαυσεν. Ο τελευταίος μάλιστα αφανής εγένετο, ιστάμενος
όρθιος επί τι κιβώτιον πλήρες πυρίτιδος.
Κοσμάς Αιτωλός
Νά σπουδάζετε τά παιδιά σας νά μαθαίνουν ελληνικά, διότι καί η Εκκλησία μας είναι εις τήν ελληνικήν καί τό γένος μας
είναι ελληνικόν. Καί άν δέν σπουδάσης ελληνικά, αδελφέ μου, δέν ημπορείς νά καταλάβης εκείνα οπού ομολογεί η Εκκλησία μας.
Καλύτερα, αδελφέ μου, νά έχης ελληνικόν σχολείον εις τήν χώραν σου, παρά νά έχης βρύσες καί ποτάμια.
'Οποιος Χριστιανός, άντρας καί γυναίκα, υπόσχεται μέσα στό σπίτι του νά μήν κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή επάνω νά μού τό πή
καί εγώ νά πάρω όλα του τά αμαρτήματα εις τόν λαιμόν μου από τόν καιρό πού εγεννήθη έως τώρα, καί νά βάλω όλους τούς Χριστίανούς νά τόν
συγχωρήσουν καί νά λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού άν έδινε χιλιάδες πουγγιά δέν τήν εματάβρισκε.
Maxime Raybaud - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως
Aφιξις Maxime Raybaud καί Μαυροκορδάτου στό Μεσολόγγι (Ιούλιος 1821)
Nous touchames la terre presque tous en meme temps, au bruit des salves de la mousqueterie du pays et de quelques pieces de canon. Les cris mille fois
repetes de "Ζήτω η Ελευθερία" nous accueillirent; ces mots signifient vive la liberte! Je demande pardon au lecteur de lui donner cette traduction; je suis sur qu'il l'aurait devinee.
On peut se figurer l'empressement, la joie, l'heureux tumulte de ces braves gens entourant Mavrocordato.
La presence d'un personnage si recommandable etait pour eux une attestation rivante de la bonte de leur cause, de la saintete de leurs droits; car ces hommes libres d'un jour, esclaves de la veille,
s'etonnaient presque de ne plus sentir le poids de leurs chaines, et, dans l'instinct encore confus de leur nouvelle existence politique, ils reclamaient des guides, des appuis.
Πατήσαμε γή καί μάς υποδέχτηκαν ομοβροντίες από πυροβολισμούς, μαζί μέ τήν ιαχή "Ζήτω η Ελευθερία". Η χαρά αυτών τών ανθρώπων πού χθές ήταν σκλάβοι καί σήμερα ελεύθεροι
ήταν φανερή. Δέν αισθάνονταν τό βάρος από τίς αλυσίδες τής σκλαβιάς αλλά αποζητούσαν τώρα οδηγούς γιά τήν νέα τους πολιτική ύπαρξη.