http://www.agiasofia.com



Ελληνική Επανάστασις 1821, Μέρος ΛΓ'









||Α'|-|Β'|-|Γ'|-|Δ'|-|Ε'|-|ΣΤ'|-|Ζ'|-|Η'|-|Θ'|-|Ι'|-|ΙΑ'|-|ΙΒ'|-| ΙΓ'|-|ΙΔ'|-|ΙΕ'|-|ΙΣΤ'|-|ΙΖ'|-|ΙΗ'|-|ΙΘ'|-|Κ'|-|ΚΑ'|-|ΚΒ'|-|ΚΓ'|-|ΚΔ'|-| ΚΕ'|-|ΚΣΤ'|-|ΚΖ'|-|ΚΗ'|-|ΚΘ'|-|Λ'|-|ΛΑ'|-|ΛΒ'|-|ΛΓ'|-|ΛΔ'|-|ΛΕ'|-|ΛΣΤ'||




Γ' Εθνοσυνέλευση Τροιζήνας (1827)



Στίς αρχές τού 1827 οι κομματικές έριδες καί οι διαιρέσεις μεταξύ τών Ελλήνων κυρίως τής Πελοποννήσου είχαν ενταθεί καί δέν επέτρεπαν στούς ηγέτες τους νά συναποφασίζουν γιά τή σωτηρία τής επανάστασης, τή στιγμή πού ο Ιμπραήμ αναδιοργάνωνε τίς δυνάμεις του καί συνέχιζε απτόητος τό καταστρεπτικό του έργο. Στό Ναύπλιο, τό οποίο είχε εγκαταλείψει η κυβέρνηση, η φρουρά τού Παλαμηδίου υπό τόν Θεοδωράκη Γρίβα καί η φρουρά τής Ακροναυπλίας υπό τόν Νάση Φωτομάρα βρίσκονταν σέ σύγκρουση καί είχαν φθάσει στό σημείο νά βομβαρδίζουν ο ένας τόν άλλον προκαλώντας τόν πανικό καί τήν αναρχία στήν πόλη. Ο Κολοκοτρώνης ήταν σέ ανοικτή πλέον ρήξη μέ τόν Ζαΐμη, ο οποίος τού στερούσε τά πολεμοφόδια καί τά τρόφιμα προφασιζόμενος αδυναμία. Ήταν τόσο τό χάσμα μεταξύ τών δύο ανδρών, ώστε ούτε κοινό τόπο διεξαγωγής τής τρίτης συνέλευσης δέν μπορούσαν νά επιλέξουν. Ο Ζαΐμης πρότεινε τήν Αίγινα καί ο Κολοκοτρώνης τό Καστρί (Ερμιόνη). Ο Διονύσιος Ρώμας, σέ μία μακροσκελή επιστολή πού έστειλε από τή Ζάκυνθο στούς δύο αρχηγούς τής διενέξεως, στιγμάτιζε τή στάση τους κατηγορώντας τους ότι έθεταν σέ κίνδυνο τή μοίρα τού έθνους γιά λόγους ατομικού συμφέροντος καί ιδιοτέλειας. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν νά δυσαρεστούνται οι φιλέλληνες καί νά κινδυνεύουν νά διακοπούν οι αποστολές τροφίμων καί άλλων αγαθών από τίς φιλελληνικές επιτροπές τής Ευρώπης.

Η βρετανική κυβέρνηση είχε προτείνει σέ δύο δικούς της ανώτερους αξιωματικούς νά ηγηθούν τών στρατιωτικών επιχειρήσεων τών ελληνικών δυνάμεων εναντίον τών Οθωμανών. Ο λόρδος Κόχραν (Thomas Cochrane) θά αναλάμβανε τήν αρχηγία τού στόλου καί ο Ριχάρδος Τσώρτς ή Τζούρτς (Sir Richard Church) τήν αρχηγία τών δυνάμεων ξηράς. Ο Κόχραν έλαβε αμέσως από τήν ελληνική κυβέρνηση προκαταβολή 37000 λιρών, ποσό υπέρογκο γιά τήν εποχή εκείνη καί ανέλαβε τήν ηγεσία τού ελληνικού στόλου στή θέση τού Μιαούλη. Ο υπερόπτης Βρετανός διατεινόταν ότι εντός ολίγων ημερών θά έπινε τόν καφέ του πάνω στήν Ακρόπολη. Πολλοί λίγοι ήταν εκείνοι πού γνώριζαν ότι ο Κόχραν στά νειάτα του είχε καταδικαστεί γιά απάτες από τά αγγλικά δικαστήρια. Ο ορισμός τών δύο αυτών ανδρών ισοδυναμούσε μέ τέλεια καταστροφή γιά τίς ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις, όπως θά αποδείκνυαν τά γεγονότα στή συνέχεια. Τό μόνο θετικό έργο τών δύο παραπάνω Βρετανών ήταν ότι έπεισαν τούς Έλληνες νά ορίσουν ένα κοινό τόπο γιά τήν έναρξη τής εθνοσυνέλευσης.

Η Γ' Εθνική Συνέλευση πραγματοποιήθηκε στό χωριό Δαμαλά (Τροιζήνα) καί ξεκίνησε τίς εργασίες της στίς 19 Μαρτίου 1827. Πρόεδρος τής συνελεύσεως ορίστηκε ο πρόκριτος τής Γαστούνης Γεώργιος Σισίνης καί γραμματέας ο Νικόλαος Σπηλιάδης, πού διέθετε εξαιρετική μόρφωση καί είχε βοηθούς του στό έργο τής γραμματείας τούς Μιχαήλ Οικονόμου καί Γεώργιο Χρηστίδη. Ένα από τά σημαντικότερα έργα τής συνελεύσεως ήταν ο ορισμός τού Ιωάννη Καποδίστρια ως κυβερνήτη τής Ελλάδος παρά τίς αντιρρήσεις τών Βρετανών, οι οποίοι τόν θεωρούσαν ρωσόφιλο καί άρα επιζήμιο γιά τά συμφέροντά τους στήν περιοχή. Ενάντιοι στήν εκλογή τού Καποδίστρια ήταν επίσης ο Γεώργιος Κουντουριώτης μέ τούς συμβούλους του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί Γεώργιο Σταύρου, ο επίσκοπος Ιγνάτιος καί αρκετοί κοτζαμπάσηδες.

Τό δεύτερο σέ σημασία έργο τής συνελεύσεως ήταν η ψήφιση τού νέου συντάγματος - Πολιτικόν Σύνταγμα τής Ελλάδος - τό οποίο καθόριζε τό κοινοβουλευτικό σύστημα καί τή διάκριση τών τριών εξουσιών (νομοθετική, νομοτελεστική, δικαστική). Οι κύριοι εισηγητές τού σχεδίου ήταν οι Χριστόδουλος Κλωνάρης, Νικόλαος Σκούφος, Γρηγόριος Σούτσος καί Μιχαήλ Σούτσος καί η βασική του διακήρυξη ήταν ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τό έθνος καί υπάρχουν γιά νά τό υπηρετούν. Η συνέλευση επιζητούσε νά χαράξει τά πλαίσια ενός οριστικού πολιτεύματος πού θά είχε η χώρα καί ήταν εμπνευσμένο από τίς δημοκρατικές καί φιλελεύθερες ιδέες εκείνης τής εποχής. Φυσικά είχε επηρεαστεί από τό Πολίτευμα τής Ελληνικής Δημοκρατίας τού Ρήγα Φεραίου αφού διακήρυττε μέ τόλμη τήν αρχή τής λαϊκής κυριαρχίας, κάτι τό οποίο ερχόταν σέ πλήρη αντίθεση μέ τά μοναρχικά καθεστώτα τής Ευρώπης. Τό Σύνταγμα τής Τροιζήνας, άν καί συντάχθηκε εν μέσω τής γενοκτονίας πού διέπραττε ο Ιμπραήμ πασάς στούς κατοίκους τής Πελοποννήσου, χαρακτηρίστηκε ως τό πληρέστερο καί πιό προοδευτικό σύνταγμα τής πολιτισμένης Ευρώπης καί επέδρασε στήν κατάρτιση τού βελγικού συντάγματος (1830), αλλά ακόμα καί τού γαλλικού.

Η Γ' Εθνοσυνέλευση αποκατέστησε τόν Δημήτριο Υψηλάντη στά πολιτικά του δικαιώματα, καταργώντας τό ψήφισμα τού προηγούμενου έτους. Επικύρωσε τόν διορισμό τού Κόχραν ως αρχηγού τών ναυτικών δυνάμεων καί τού Τσώρτς ως αρχιστράτηγου τών δυνάμεων τής ξηράς. Αποφάσισε τή σύναψη δανείου από τό εξωτερικό μέ υποθήκη τών εθνικών κτημάτων, αναθέτοντας τίς σχετικές διαπραγματεύσεις στόν Ιωάννη Καποδίστρια. Καθιέρωσε τό Ναύπλιο ως έδρα τής κυβερνήσεως, εξέλεξε απευθείας πρόεδρο τής Βουλής τόν γέροντα Νικόλαο Ρενιέρη από τήν Κρήτη, επέτρεψε τόν εποικισμό τής χώρας μέ αλλοεθνείς, υπό τόν όρο αυτοί νά είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί καί όρισε μία προσωρινή επιτροπή ως κυβέρνηση, ωσότου νά έλθη ο Καποδίστριας στήν Ελλάδα. Στήν επιτροπή αυτή συμμετείχε ο γιός τού Πετρόμπεη Γεώργιος Μαυρομιχάλης, ο Ψαριανός Ιωάννης Μηλαΐτης καί ο Λιβαδίτης Γιαννούλης Νάκος. Η εθνική συνέλευση έκανε έκκληση γιά βοήθεια στούς λαούς τής Ευρώπης, εξέφρασε τήν ευγνωμοσύνη τού έθνους πρός τόν βασιλιά τής Βαυαρίας, τόν Πρόεδρο τών Ηνωμένων Πολιτειών, τόν Βρετανό πολιτικό Κάνινγκ, τόν Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο καί έκλεισε τίς εργασίες της στίς 5 Μαΐου 1827.

«Τότες ήθελαν οι δύο αρχηγοί τής θαλάσσης (Κόχραν) καί ξηράς (Τσώρτς) νά μάς ενώσουν, καί νά εύρουν ένα τρίτον τόπον, διά νά τελειώσουν τήν συνέλευσιν, καί ο τρίτος τόπος ήτον η Τροιζήνα, λεγόμενη Δαμαλά. Όμως αποκριθήκαμεν τών αρχηγών:

"Ημείς πηγαίνομεν, όσα πρακτικά έχομε κάμει νά είναι επικυρωμένα από τήν συνέλευσιν, η φρουρά νά μείνει η ιδία (φρούραρχος στήν Τροιζήνα ήταν ο Νικηταράς) καί άν στερχθούν (δεχτούν) ερχόμεθα καί ημείς εις τήν Τροιζήναν".

Καί έτσι εστέρχθηκαν οι Αιγινήτες. Καί εσηκώθημεν καί τά δύο μέρη καί εσμίξαμεν εις τήν Τροιζήνα, καί ενωμένοι εις τήν Τροιζήνα αρχίσαμεν τά πρακτικά, όσα είχαμεν καμωμένα ημείς έμειναν ασάλευτα (οι αποφάσεις πού είχαν προηγουμένως παρθεί από τό κόμμα τού Κολοκοτρώνη στήν Ερμιόνη ίσχυαν), καί αρχίσαμεν εμπρός. Απεφασίσαμεν νά ψηφίσωμεν τρία άτομα επιτροπή κυβερνητική διά νά τηρά τά στρατεύματα, δεκαπέντε τόσα άτομα διά τό Βουλευτικό. Καί εψηφοφορήσαμεν, καί οι πλέον ψήφοι έπεσαν εις τό Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, Μακρή καί Νάκο, νά είναι επιτροπή προσωρινή, όσο νά εκλέξομε πρόεδρο. Η επιτροπή ασηκώθηκε καί επήγε εις τόν Πόρο, καί έμεινε η συνέλευσις νά τελειώση τά πρακτικά της.

Ημείς είχαμεν γνώμην νά προβάλωμεν τόν Καποδίστριαν. Όλοι εδοκιμάσθηκαν στές κυβέρνησες, καί όλο εις τό χειρότερο επηγαίναμε τό έθνος από τές διχόνοιές μας. Τότε εξεφώνησα καί είπα:

"Ημείς, τά άρματα, ερρίξαμεν τήν φιλοτιμίαν μας, καί έβαλαν τόν Τσούρτς Άγγλον, καί οι ανδρείοι θαλασσινοί μας τόν Κόχραν, τώρα, καί οι πολιτικοί πρέπει νά ρίξετε καί εσείς τήν φιλοτιμίαν σας, νά εκλέξωμεν έναν πρόεδρον νά μάς κυβερνήση, νά ιδούμεν οι Άγγλοι οπού υποσχέθηκαν διά τήν ανεξαρτησίαν μας".

Μία τών ημερών έβλεπαν ότι ήθελαν νά προσκαλέσουν τόν Καποδίστριαν εις τό έθνος, καί εκίνησαν οπλισμένοι νά έλθουν άν ημπορέσουν καί μάς φοβίσουν νά πάρουν τά πρακτικά, ήτον γραμματικός ο Σπηλιάδης, κι εγώ τούς εκατάλαβα μέ τί σκοπόν ήλθαν, καί έκαμαν συνέλευσιν εις τού Μαυρομιχάλη τό σπίτι, επροσκάλεσαν καί εμένα, καί επήγα μόνος μου, καί αρχίνησαν νά μέ ομιλήσουν περί τής συνελεύσεως, ότι δέν βλέπουν καλά πράγματα εις τήν συνέλευσιν. Εγώ αποκρίθηκα μέ πείσμα, ότι τό έθνος αυτό θέλει, καί όποιος δέν τού αρέσει, ας τό χαλάσει άν ημπορέσει, καί εβγήκα χωρίς άλλον λόγον έξω. Βλέποντας ότι δέν είχαν δύναμιν, καί άν είχαν δοκιμάσει ήθελε εντροπιασθούν, εδιαλύθηκαν. Σέ δύο ημέρες εκάμαμε συνέλευσιν καί απεφασίσαμεν τήν αυγήν, ότι τό απόγευμα νά υπογράψωμεν τόν Καποδίστριαν. Καί έτζι επήγα εις τό κονάκι μου, έφαγα ψωμί καί έπεσα νά κοιμηθώ.

Βλέπω καί ήλθε ο κύρ Γεώργης Κουντουριώτης καί Καρακατζάνης Σπετσιώτης, καί Μακρής Ψαριανός νά μού ομιλήσουν διά τήν υπόθεσιν τού Καποδίστρια, οπού θέλει υπογράψομεν απομεσήμερα. Μού λένε, ότι:

- "Τό απομεσήμερον θά υπογράψωμεν διά τόν Καποδίστριαν."

- "Τί μ' ερωτάτε εμένα, εγώ δέν είμαι πρόεδρος ουδέ έθνος, έτζι αποφασίσανε τήν αυγήν ο Πρόεδρος Σισίνης καί τό έθνος."

- "Είναι καλό νά στείλωμεν νά πάρωμεν γνώμη από τόν Άμιλτον, αραγμένον εις τόν Πόρον, ότι ήταν φερμένος από τήν Σμύρνη."

- "Τί, νά στείλωμεν κανένα τυχοδιώκτην νά τού λέγη άλλα καί άλλα νά μάς λέγη καί νά χαλάση τήν υπόθεσιν τού έθνους; Ποίον ευρίσκετε εύλογον νά στείλωμεν; Άν εμπιστεύεσθε εις εμένα νά πάγω εγώ ο ίδιος."

- "Σ' εμπιστευόμεθα σ' εμπιστευόμεθα."

Ο Κουντουριώτης ήτον μέ μίαν γνώμην, ότι είχα ειπεί τού Άμιλτον, ότι δέν θά εκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν, καί ενόμιζε ότι θά εύρω αντίστασιν από τόν Άμιλτον. Καί τότενες τούς είπα: "Σύρτε εις τό καλό". Καί εσηκώθηκα καί έκραξα τόν Ανδρέα Μεταξά (ως μεταφραστή), καί επήρα καί δέκα νομάτους, τό μεσημέρι, καί δέν ηύξευρε άλλος κανένας πού υπάγω, μόνο τόν Νικηταράν έκραξα καί τού είπα νά έχη τήν έγνοιαν, νά μή γίνη κανένα σκάνδαλον, έως οπού νά έλθω. Η συνέλευσις τής ήρχετο θαύμα, μήν ηξεύροντας πού υπάγω. Καί επήγα εις τό ποτάμι τού Πόρου, καί οι βάρκες τού Άμιλτον έκαναν νερό, καί εμπήκαμεν εις μίαν βάρκα, καί επήγαμεν επάνω στήν φεργάδα.

Μάς εδέχθηκε ο Άμιλτον καί εκάτζαμεν εις ομιλίαν. Τού λέγω:

- "Πώς σού φαίνεται τώρα, πού ενώθηκε η συνέλευσις καί κοντεύει νά τελειώση;"

- "Χαίρομαι τήν ένωσίν σας, εκάματε πολλά καλά."

- "Καπιτάν Άμιλτον, ήλθαμεν νά πάρωμεν τήν συμβουλήν σου, ως μάς συμβούλευες πάντοτε διά τήν ελευθερίαν μας. Σέ γνωρίζομεν ως έναν ευεργέτην από όλους τούς άλλους καλύτερον."

- "Πέστε τήν γνώμην σας, καί άν δύναμαι κι εγώ νά σάς αποκριθώ εις τήν γνώμην σας."

- "Στοχάζομαι, καπιτάν Άμιλτον, ότι τούς γνωρίζεις τούς Έλληνας από εδώ καί τόσους χρόνους. Τούς βάλαμεν όλους νά μάς κυβερνήσουν, καί ποτέ δέν μάς εκυβέρνησαν καθώς έπρεπε, καί βλέποντας ότι δέν έχομεν άνθρωπον πολιτικόν νά μάς κυβερνήση, ήλθαμεν νά σέ πάρωμεν εις γνώμην, διατί εκείνο οπού ήρχετο τής συνελεύσεως από τό χέρι της, τό διορθώσαμεν, έβαλε τόν Κόχραν αρχιθαλάσσιον, τόν Τζώρτζ αρχιστράτηγον, τώρα χρειαζόμεθα έναν πολιτικόν. Τάχα δέν μάς δίδει η Αγγλία ένα πρόεδρον, ένα βασιλέα;"

- "Όχι, ποτέ δέν γίνεται."

- "Δέν μάς δίδει η Φράντζα;"

- "Ομοίως όχι."

- "Η Ρουσία;"

- "Όχι".

- "Η Προυσία;"

- "Όχι."

- "Η Ανάπολη;" (Βασίλειον τής Νάπολης Ιταλίας)

- "Όχι."

- "Η Ισπανία;"

- "Όχι, δέν γίνεται."

- "Σάν δέν μάς δίδουν τούτες οι αυλές, τί θά γίνωμεν ημείς;"

- "Τηράτε νά ευρήτε κανέναν Έλληνα."

- "Ημείς άλλον Έλληνα αξιώτερον δέν έχομεν, μόνον νά εκλέξωμεν τόν Καποδίστριαν."

Εγύρισε καί μ' εκοίταξε, ακούοντας τό όνομα Καποδίστριας, καί μού είπε:

- "Δέν ήσουν εσύ πού μού είπες δέν τόν δεχόμεθα τόν Καποδίστρια, διατί είναι τής Ρουσίας μινίστρος;"

- "Ναί, εγώ, τού είπα. Άλλος καιρός ήτον τότε, καί άλλος τώρα. Διατί τήν Αγγλίαν πού έχομεν υπεράσπισιν, τό δεξί χέρι τής Ελλάδος είναι η θάλασσα, καί εβάλαμεν Άγγλον επί κεφαλής, καί τό ζερβί χέρι Άγγλον, οπού είναι η δύναμις τής ξηράς. Καί άν μάς έδιδε η Αγγλία καί έναν πολιτικόν, καί εκείνον τόν εβάναμεν καί δέν ετζακίζαμεν τό κεφάλι μας στόν έναν καί στόν άλλον, καί δι' αυτό, ως μού λές, δέν γίνεται. Πρέπει νά καλέσωμεν τόν Καποδίστριαν."

- "Πάρτε τόν Καποδίστρια ή όποιον διάβολον θέλετε, διατί εχαθήκατε."

Αυτό ήθελα νά ακούσω από τό στόμα του, τό άκουσα, καί απέκει ετελείωσε η ομιλία μας, καί τής ευθύς ανεχώρησα.

Εχασομέρησα πολύ εις τήν φρεγάδα, καί τό ταμπούρλο τής συνελεύσεως αρχίναε νά κτυπά. Ακούοντας τό ταμπούρλο οι πληρεξούσιοι τών τριών νησιών ανεχώρησαν, καί ετράβηξαν καί επήγαν κοντά εις τήν Παναγίαν, διά νά πάνε εις τόν Άμιλτον. Καί ο Άμιλτον τούς είδε μέ τό κιάλι, καί εμπήκε εις τήν φελούκα, καί ήλθε εις τήν Παναγιά. Καί επήγαν οι πληρεξούσιοι τών νήσων (Κουντουριώτης από τήν Ύδρα, Καρακατζάνης από τίς Σπέτσες, Μακρής από τά Ψαρά), διά νά τόν ερωτήσουν καί ο Άμιλτον τούς ηρώτησε:

- "Πώς εφύγατε από τήν συνέλευσιν;"

- "Ήλθαμεν νά σέ πάρωμεν διά μίαν γνώμην."

- "Εγώ τήν γνώμην τήν έδωσα τού Κολοκοτρώνη καί κάμετε ό,τι σάς ειπεί."

Καί ανεχώρησε κατά τήν φρεγάδα. Μισή ώρα ήτον μακράν η Παναγιά από τήν συνέλευσιν, οι Υδραίοι γυρίζουν. Έστειλαν καί μ' έκραξαν, καί τούς διηγήθηκα ό,τι είπα. Τήν αυγήν εσυναχθήκαμεν καί υπογράψαμεν διά τόν Καποδίστρια. Άρχισαν καί έκαμαν τά γράμματα τής προσκλήσεως, τά έστειλαν από τρία μέρη, καί έτζι ετελείωσε εκείνη η υπόθεσις.

Εσυνάχθημεν τήν άλλην ημέραν ν' αποφασίσωμεν πρόεδρον τού Βουλευτικού, νά ψηφοφορηθούν τά άτομα διά τήν προεδρίαν. Επετάονταν στήν συνέλευσιν τήν άλλην ημέραν, τόν Ζαΐμη, άλλος τόν Μπαρλά, άλλος τόν Κουντουριώτη, άλλος τόν Πρασά από τήν Ανδρούσα, καί έγινε χασμωδία. Τήν άλλην ημέρα πάλιν τό ίδιο, είκοσι νά ψηφοφορήσουν, τήν άλλην δεκαέξι. Είδα τήν χασμωδίαν καί τό παράξενο τού κόσμου. Εσηκώθηκα ολόρθος:

"Σεβαστή Συνέλευσις, ημείς καθήμεσθε καί φιλονικούμεν διά Πρόεδρον τού Βουλευτικού, καί η πατρίς μας κινδυνεύει νά χαθή καί έχομεν συνέλευσιν επτά μήνες καί πρόεδρος εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα είναι ο Κιουταχής, καί πρόεδρος τής Πελοποννήσου ο Ιμπραΐμης, καί ημείς καθήμεθα καί φιλονικούμεν, καί τώρα ήλθε ο Μάης, καί η Αθήνα κινδυνεύει καί η Πελοπόννησος κινδυνεύει. Εχάθηκεν ένας από τόσους Έλληνας πληρεξούσιους νά κάμωμεν Πρόεδρον; Όμως καθήμεθα καί φιλονικούμεν!"

Εκοίταξα τριγύρω μου, καί είδα ένα γεροντάκι, καί εκάθητο μέ τούς Κρητικούς, αλλ' ούτε τό όνομά του εγνώριζα (Νικόλαος Ρενιέρης), ούτε τόν είδα, καί πηδάω μέσα από τήν συνέλευση καί τόν αρπάχνω, καί τόν πηγαίνω εις τό κάθισμα τού προέδρου Σισίνη, καί τόν κάθισα στό σκαμνί. Είπα: "Τούτος δέν είναι άξιος;". Καί όλη η Συνέλευσις έβαλε τήν φωνήν: "Άξιος, άξιος" καί εχειροκρότησε, καί ετελείωσε.

Η επανάστασις η εδική μας δέν ομοιάζει μέ καμμιάν απ' όσες γίνονται τήν σήμερον εις τήν Ευρώπην. Τής Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον τών διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο εδικός μας πόλεμος ήτον ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος μέ άλλο έθνος, ήτον μέ ένα λαόν, οπού ποτέ δέν ηθέλησε νά αναγνωρισθή ως τοιούτος, ούτε νά ορκισθή, παρά μόνο ό,τι έκαμνε η βία. Ούτε ο σουλτάνος ηθέλησε ποτέ νά θεωρήσει τόν ελληνικόν λαόν ως λαόν, αλλ' ως σκλάβους.

Μίαν φοράν, όταν επήραμεν τό Ναύπλιον, ήλθε ο Άμιλτον νά μέ ιδεί, μού είπε ότι:

- "Πρέπει οι Έλληνες νά ζητήσουν συμβιβασμόν, καί η Αγγλία νά μεσιτεύση."

- "Αυτό δέν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, Καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δέν εκάμαμεν μέ τούς Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε μέ τό σπαθί καί άλλοι, καθώς ημείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον μέ τούς Τούρκους καί δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα."

- "Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τά φρούρια;"

- "Η φρουρά τού βασιλέως μας (Μαρμαρωμένου Βασιλιά) είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τά φρούρια η Μάνη καί τό Σούλι καί τά βουνά."

Έτζι δέν μέ ομίλησε πλέον. Ο κόσμος μάς έλεγε τρελλούς. Ημείς, άν δέν είμεθα τρελλοί, δέν εκάναμεν τήν επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον διά πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυροτοθήκες μας, τά μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τήν δύναμιν τήν εδικήν μας, τήν τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν μέ καλό τόν πόλεμόν μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Άν δέν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζαμεν σάν νά είναι εις ένα λιμένα πενήντα καράβια φορτωμένα, ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις τήν δουλειά του καί μέ μιά μεγάλη φουρτούνα, μέ μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τά επίλοιπα καράβια καί λέγουν: "Ιδού άνθρωπος, ιδού παλληκάρια, ιδού φρόνιμος, καί όχι σάν εμείς οπού καθόμεθα έτζι δειλοί, χαϊμένοι", καί κατηγορούνται οι καπεταναίοι ως ανάξιοι. Άν δέν ευδοκιμούσε τό καράβι, ήθελε ειπούν: "Μά τί τρελλός νά σηκωθεί μέ τέτοια φουρτούνα, μέ τέτοιο άνεμο, νά χαθή ο παλιάνθρωπος, επήρε τόν κόσμον εις τόν λαιμόν του."

Η αρχηγία ενός στρατεύματος ελληνικού ήτον μία τυραννία, διατί έκαμνε καί τόν αρχηγό, καί τόν κριτή, καί τόν φροντιστή, καί νά τού φεύγουν κάθε ημέρα καί πάλιν νά έρχονται, νά βαστάη ένα στρατόπεδον μέ ψέμματα, μέ κολακείες, μέ παραμύθια, νά τού λείπουν καί ζωοτροφίες καί πολεμοφόδια, καί νά μήν ακούν καί νά φωνάζη ο αρχηγός, ενώ εις τήν Ευρώπην ο αρχιστράτηγος διατάττει τούς στρατηγούς, οι στρατηγοί τούς συνταγματάρχας, οι συνταγματάρχαι τούς ταγματάρχας καί ούτω καθεξής. Έκανε τό σχέδιόν του καί εξεμπέρδευε. Νά μού δώση ο Βελιγκτών (Wellington) 40000 στράτευμα τό εδιοικούσα, αλλ' αυτουνού νά τού δώσουν 500 Έλληνας δέν ημπορούσε ούτε μιά ώρα νά τούς διοικήση. Κάθε Έλληνας είχε τά καπρίτσια του, τό θεό του, καί έπρεπε νά κάμη κανείς δουλειά μέ αυτούς, άλλον νά φοβερίζη, άλλον νά κολακεύη, κατά τούς ανθρώπους.»


Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη - Τερτσέτης Γεώργιος






Έλληνες αγωνιστές 1821


Ακολουθεί τμήμα τού συντάγματος τής Τροιζήνος καί τών άρθρων του, τά οποία κατανέμονταν σέ κεφάλαια γιά τή θρησκεία, τήν ελληνική επικράτεια, τό δημόσιο δίκαιο, τήν πολιτογράφηση, τή Βουλή, τόν κυβερνήτη καί τά δικαστήρια.

Σύνταγμα Τροιζήνος, 1 Μαΐου 1827

Πολιτικόν Σύνταγμα τής Ελλάδος


Έλληνες! τά πράγματα μάς απέδειξαν ότι, όταν θελήσωμεν, δυνάμεθα νά νικήσωμεν. Μυριάδες Οθωμανών ηφανίσθησαν από τό πρόσωπον τής πατρώας γής, χιλιάδας εξ αυτών είμεθα ικανοί νά εξολοθρεύσωμεν, όταν αγαπώμεν αλλήλους, καί όταν ομονοούντες έχωμεν μίαν καί τήν αυτήν θέλησιν. Συμπολίται! τό κοινόν πάντων όφελος είναι νά ανακτήσωμεν τήν πατρίδα μας, καί διά νά τήν ανακτήσωμεν, πρέπει νά πολεμήσωμεν όλοι, καί άνδρες καί γυναίκες, καί νέοι, καί γέροντες, όλοι πρέπει νά δράξωμεν τά όπλα διά νά συντελέσωμεν εις τόν κοινόν αγώνα.

Θά νικήσωμεν Έλληνες! διά τών όπλων απεσείσαμεν τόν άτιμον ζυγόν, καί διά τών όπλων θά φυλάξωμεν τήν ζωήν καί τήν ελευθερίαν μας. Όλοι πρέπει νά οπλοφορήσωμεν, όλοι πρέπει νά θυσιάσωμεν τήν ζωήν μας υπέρ τής πίστεως καί υπέρ τής πατρίδος. Ο δέ σφαγεύς ημών Οθωμανός δέν θά βάλει τήν αιμοσταγή μάχαιράν του εις τήν θήκην, άν δέν μάς κατασφάξη άπαντας ωσάν πρόβατα. Πού τάχα θά καταφύγωμεν; αλλού δέν ευρίσκομεν ασφάλειαν παρά εις τά όπλα μας καί εις τό σύνθημά μας, Ελευθερία ή Θάνατος!

Ως πλάσματα τού Θεού, ως άνθρωποι έχοντες τ' αυτά δικαιώματα όσα ο Θεός εχάρισεν εις τόν άνθρωπον, πολεμούμεν πρός τούς αρπακτήρας διά τήν γήν μας, διά τήν πατρικήν κληρονομίαν μας, διά τήν φιλτάτην πατρίδα μας. Πολεμούμεν πρός τούς φονείς, πρός τούς δημίους, διά τήν φυσικήν μας ύπαρξιν, διά τά τιμιώτατα, τ' ακριβά τών καρδιών μας αντικείμενα: γονείς, γυναίκας, παρθένους, φίλτατα τέκνα. Πολεμούμεν πρός τούς ληστάς Οθωμανούς διά τάς ιδιοκτησίας μας, διά τούς καρπούς τών κόπων καί τών ιδρώτων μας.

Ως Χριστιανοί, ούτε ήταν, ούτε είναι δυνατόν νά πειθαρχήσωμεν δεσποζόμενοι από τούς θρησκομανείς Οθωμανούς, οι οποίοι κατέσχιζον καί κατεπάτουν τάς αγίας εικόνας, κατεδάφιζον τούς ιερούς ναούς, κατεφρόνουν τό ιερατείον, εβλασφήμουν, υβρίζοντες τό θείον όνομα τού Ιησού, τού Τιμίου Σταυρού, καί μάς εβίαζον ή νά γίνωμεν θύματα τής μαχαίρας των, αποθνήσκοντες Χριστιανοί, ή νά ζήσωμεν Τούρκοι, αρνηταί τού Χριστού καί οπαδοί τού Μωάμεθ, πολεμούμεν πρός τούς εχθρούς τού Κυρίου μας, καί δέν θέλομεν συγκοινωνίαν μετ' αυτών.

Ως Έλληνες, αποτελούντες έθνος εις τόν κόσμον, καί έθνος, τού οποίου οι Πατέρες ετίμησαν τό ανθρώπινον είδος, ούτε ήτον ούτε είναι ποτέ δυνατόν νά λησμονήσωμεν τ' όνομά μας, τούς μεγάλους άνδρας εκ τών οποίων καταγόμεθα, τό είναι μας. Τ' αριστουργήματα τής μεγαλοφυΐας των, τά μεγαλουργήματά των, τά ερείπια τής Ελλάδος, οι τάφοι τών Πατέρων μας, μάς υπενθύμιζον τήν ευγένειαν αυτών καί τήν αθλίαν ημών κατάστασιν. Οι απόγονοι τού Λεωνίδου καί τού Θεμιστοκλέους παρεσπονδημένοι καί υποδεδουλωμένοι διά τής βίας καί διά τής ρομφαίας, μή απατηθέντες ποτέ από τόν Τούρκον τά πιστά, μή γνωρίσαντες τόν βασιλέα μας, μή ορκισθέντες τόν όρκον τής πρό αυτόν πίστεως, μή συγκαταλεχθέντες μέ τούς υπηκόους του καθό Χριστιανοί καί μή έχοντες διά τούτο μήτε φυσικά μήτε πολιτικά δικαιώματα, νομιζόμενοι ανδράποδα καί αλόγων ζώων αγέλαι, ζώντες χάριν ελέους, τού ύψους του, ή χάριν τού ετησίου κεφαλικού φόρου, τού αποδιδομένου πρός απολύτρωσιν τών υπό τόν πέλεκυν κεφαλών μας, καί μ' όλον τούτο ουδεμίαν έχοντες περί τής ζωής μας εγγύησιν, αλλ' απειλούμενοι καθ' ώραν σφαγήν καί θάνατον άτιμον, ποτίζοντες αεννάως τήν γήν μέ τά δάκρυά μας, καί μέ τ' αθώα αίματά μας διά τάς φαντασίας ως καί αυτού τού εσχάτου τών Τούρκων, καταδικασμένοι νά ζώμεν εις τό χάος τής αδικίας, εις τό σκότος τής αμάθειας καί τής πονηρίας, κυλιόμενοι εις τόν βόρβορον τών ελαττωμάτων, πολεμούμεν πρός τόν άρπαγα, τόν κατακτητήν, τόν άνομον, τόν αιμοβόρον δεσπότην, καί πολεμούμεν αμυνόμενοι αφ' ότου προσεβλήθημεν απ' αυτόν, ορμήσαντα νά μάς κατακόψη όλους είς όλα τά μέρη, διά νά εξοντώση τό έθνος μας, νά καθαρπάση τάς περιουσίας μας, νά σύρη εις τάς αισχρηδονίας καί νά πωλήση ως σώματα εις τάς αγοράς τ' αγαπητά κοράσια καί παιδία μας, ότε εβιάσθημεν καί ημείς από τόν νόμον τής φύσεως νά υπερασπισθώμεν ενόπλως τήν ύπαρξίν μας, καί αντιπαρετάξαμεν τήν βίαν κατά τής βίας, ορκισθέντες ενώπιον τού ουρανού καί τής γής νά ζήσωμεν ή ν' αποθάνωμεν ελεύθεροι.

Τόν αυτόν όρκον ομνύοντες καί σήμερον συνηγμένοι εις Τρίτην Εθνικήν Συνέλευσιν, επικαλούμεθα τήν Θείαν Αντίληψιν καί τών Χριστιανών Βασιλέων τήν ευσπλαχνίαν καί βοήθειαν. Τό δέ ηνεωγμένον εις τήν Ελλάδα θέατρον τού πολέμου δέν θά κλεισθή, ειμή όταν αποθάνωμεν όλοι. Ο πόλεμός μας δέν είναι επιθετικός, είναι αμυντικός, είναι πόλεμος τής δικαιοσύνης κατά τής αδικίας, τής χριστιανικής θρησκείας κατά τού κορανίου, τού λογικού όντος κατά τού αλόγου καί θηριώδους τυράννου. Δέν πηγάζει από αποστασίαν γενομένην κατά νομίμου βασιλέως, αλλ' από δικαίαν επανάστασιν γενομένην υπέρ τών απαραγράπτων δικαίων τού ανθρώπου εναντίον τού βαρβάρου τυράννου. Δέν αποβλέπει εις τό νά κατακτήσωμεν ξένην γήν, αλλ' εις τό ν' ανακτήσωμεν τήν ιδικήν μας, νά καταταχθώμεν μεταξύ τών εθνών, νά ζήσωμεν αυτόνομοι, νά εγείρωμεν τόν ναόν τής δικαιοσύνης εις τήν πολιτικήν κοινωνίαν μας, νά παρεισάξωμεν τά φώτα, τάς τέχνας, τάς επιστήμας, καί όλα τά εκ τού πολιτισμού αγαθά, νά λατρεύωμεν ακωλύτως τόν Θεόν, ν' αγαπώμεν ελευθέρως τούς αδελφούς μας Χριστιανούς τής Ευρώπης, νά συγκοινωνώμεν, νά συναλλάσωμεν, νά συγκατοικώμεν μετ' αυτών αφόβως, καί νά τούς δείχνωμεν αδεώς φιλοφροσύνης καί φιλοξενίας αισθήματα.

Τοιούτον ιερόν πόλεμον πολεμούντες επτά ήδη χρόνους, ηλπίσαμεν πάντοτε συνδρομήν από όλους τούς Χριστιανούς ή από όλους τούς δυνατούς τού πεφωτισμένου κόσμου ως όμοιοί των άνθρωποι καί ως αδελφοί των Χριστιανοί. Θά επιτρέψωμεν εις τούς Τούρκους νά μάς εξολοθρεύσωσιν από τό πρόσωπον τής γής; Ζητούμεν νά μήν συζώμεν πλέον μέ Τούρκους εις τό αυτό έδαφος, νά μή διεσποζώμεθα από αυτούς, καί νά ζώμεν υπό νόμους δικαίους ως έθνος ελεύθερον καί αυτόνομον. Τούτο είναι τό δίκαιον, όσο δικαία είναι η επανάστασις τού Έλληνος κατά τού κτηνώδους Τούρκου, όσω φρικώδης είναι η τυραννία τού δημίου σουλτάνου. Εάν μάς εγκαταλείπη καί ο Θεός, θ' αποθάνωμεν μάρτυρες τής ελευθερίας, ως αδελφοί τού Λεωνίδα, τουλάχιστον ένδοξοι υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος.

Εν ονόματι τής Αγίας καί Αδιαιρέτου Τριάδος

Περί Θρησκείας

Άρθρο 1. Καθείς εις τήν Ελλάδα επαγγέλλεται τήν θρησκείαν του ελευθέρως, καί διά τήν λατρείαν αυτής έχει ίσην υπεράσπισιν. Η δέ τής Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας τού Χριστού είναι θρησκεία τής επικρατείας.

Περί τής Ελληνικής Επικράτειας

Άρθρο 2. Η ελληνική επικράτεια είναι μία καί αδιαίρετος.

Άρθρο 3. Σύγκειται από επαρχίας.

Άρθρο 4. Επαρχίαι τής Ελλάδος είναι όσαι έλαβον καί θά λάβωσι τά όπλα κατά τής οθωμανικής δυναστείας.

Δημόσιο Δίκαιον τών Ελλήνων

Άρθρο 5. Η κυριαρχία ενυπάρχει εις τό έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, καί υπάρχει υπέρ αυτού.

Άρθρο 6. Έλληνες είναι όσοι αυτόχθονες τής ελληνικής επικρατείας πιστεύουσιν εις Χριστόν, όσοι από τούς υπό τόν οθωμανικόν ζυγόν, πιστεύοντες εις Χριστόν, ήλθαν καί θά έλθωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν, διά νά συναγωνισθώσιν ή νά κατοικήσωσιν εις αυτήν, όσοι εις ξένας επικρατείας είναι γεννημένοι από πατέρα Έλληνα, όσοι αυτόχθονες καί μή καί οι τούτων απόγονοι, πολιτογραφηθέντες εις ξένας επικρατείας πρό τής δημοσιεύσεως τού παρόντος συντάγματος, έλθωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν καί ορκισθώσι τόν ελληνικόν όρκον καί όσοι ξένοι έλθωσι καί πολιτογραφήθώσιν.

Άρθρο 7. Όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον τών νόμων.

Άρθρο 8. Όλοι οι Έλληνες είναι δεκτοί, έκαστος κατά τό μέτρον τής προσωπικής του αξίας, εις όλα τά δημόσια επαγγέλματα πολιτικά καί στρατιωτικά.

Άρθρο 9. Όσοι ξένοι έλθωσι νά κατοικήσωσιν ή νά παροικήσωσιν εις τήν ελληνικήν επικράτειαν, είναι ίσοι ενώπιον τών πολιτικών νόμων.

Άρθρο 10. Αι εισπράξεις διανέμονται εις όλους τούς κατοίκους τής επικρατείας δικαίως, καί αναλόγως τής περιουσίας εκάστου. Καμμία δέ είσπραξις δέν γίνεται χωρίς προεκδεδομένου νόμου, καί κανείς νόμος περί εισπράξεως δέν εκδίδεται ειμή δι' έν καί μόνον έτος.

Άρθρο 11. Ο νόμος ασφαλίζει τήν προσωπικήν εκάστου ελευθερίαν. Κανείς δέν ημπορεί νά εναχθή ή φυλακωθή ειμή κατά τούς νομικούς τύπους.

Άρθρο 12. Η ζωή, η τιμή καί τά κτήματα εκάστου, εντός τής επικρατείας ευρισκομένου είναι υπό τήν προστασίαν τών νόμων.

Άρθρο 13. Καμμία διαταγή περί εξετάσεως καί συλλήψεως οποιωνδήποτε προσώπων καί πραγμάτων δέν ημπορεί νά εκδοθή, χωρίς νά στηρίζεται εις ικανά δείγματα, καί νά περιγράφη τόν τόπον τής εξετάσεως, καί τά πρόσωπα καί πράγματα, τά οποία πρέπει νά συλληφθώσιν.

Άρθρο 14. Εις όλας τάς εγκληματικάς διαδικασίας έκαστος έχει τό δικαίωμα νά ζητή τήν αιτίαν καί φύσιν τής εις αυτόν προσαφθείσης κατηγορίας, νά αντεξετάζεται πρός τούς κατηγόρους καί τούς μάρτυρας, νά παρουσιάζη μαρτυρίας υπέρ εαυτού, νά λαμβάνη εις βοήθειάν του συμβούλους, καί νά ζητή ταχείαν απόφασιν από τό δικαστήριον.

Άρθρο 15. Έκαστος πρό τής καταδίκης του δέν λογίζεται ένοχος.

Άρθρο 16. Κανείς δέν κρίνεται δίς δι' έν καί τό αυτό αμάρτημα, καί δέν καταδικάζεται ουδέ προσωρινώς στερείται τά κτήματά του χωρίς προηγουμένην διαδικασίαν. Πάσα δέ υπόθεσις άπαξ οριστικώς δικασθείσα δέν αναθεωρείται.

Άρθρο 17. Η κυβέρνησις ημπορεί ν' απαιτήση τήν θυσίαν τών κτημάτων τινός, διά δημόσιον όφελος, αποχρώντων, αποδεδειγμένον, αλλά διά προηγουμένης αποζημιώσεως.

Άρθρο 18. Αι βάσανοι καί αι δημεύσεις απαγορεύονται.

Άρθρο 19. Ο νόμος δέν ημπορεί νά έχη οπισθενεργόν δύναμιν.

Άρθρο 20. Οι Έλληνες έχουσι τό δικαίωμα νά συσταίνωσι φιλανθρωπίας, βιομηχανίας, καί τεχνών, καί νά εκλέγωσι διδασκάλους διά τήν εκπαίδευσίν των.

Άρθρο 21. Εις τήν ελληνικήν επικράτειαν ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται άνθρωπος. Αργυρώνητος δέ ή δούλος παντός γένους καί πάσης θρησκείας, καθώς πατήση τό ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος, καί από τόν δεσπότην αυτού ακαταζήτητος.

Άρθρο 22. Κανείς δέν δύναται ν' αποφύγη τό ανήκον δικαστήριον, ουδέ νά εμποδισθή από τό νά καταφύγη εις αυτό.

Άρθρο 23. Κανείς δέν δύναται νά μένη εις φυλακήν πλέον τών εικοσιτεσσάρων ωρών, χωρίς νά πληροφορηθή επισήμως τάς αιτίας τή φυλακώσεώς του, καί πλειότερον τών τριών ημερών, χωρίς ν' αρχίση η εξέτασις.

Άρθρο 24. Ο κλήρος, κατά τούς κανόνας τής Αγίας καί Ιεράς ημών Εκκλησίας, δέν εμπεριπλέκεται εις κανέν δημόσιον υπούργημα. Μόνοι δέ οι πρεσβύτεροι έχουσι τό δικαίωμα τού εκλογέως.

Άρθρο 25. Καθείς δύναται νά αναφέρη πρός τήν Βουλήν εγγράφως, προβάλλων τήν γνώμην του περί παντός δημοσίου πράγματος.

Άρθρο 26. Οι Έλληνες έχουσι τό δικαίωμα χωρίς πρό εξέτασιν νά γράφωσι, καί νά δημοσιεύωσιν ελευθέρως διά τού τύπου ή αλλέως τούς στοχασμούς καί τάς γνώμας των, φυλάττοντες τούς ακολούθους όρους: α' Νά μήν αντιβαίνωσιν εις τάς αρχάς τής χριστιανικής θρησκείας. β' Νά μήν αντιβαίνωσιν εις τήν σεμνότητα. γ' Νά αποφεύγωσι πάσαν προσωπικήν ύβριν καί συκοφαντίαν.



Κολοκοτρώνης Θεόδωρος



Γενοκτονία στήν Πελοπόννησο



Τό έτος 1827 βρήκε τούς κατοίκους τού Μοριά σέ άθλια κατάσταση. Ολόκληρη η δυτική πλευρά από τήν Μεσσήνη μέχρι τήν Πάτρα είχε ερημωθεί. Ο Ιμπραήμ είχε κόψει χιλιάδες δένδρα, είχε κάψει εκατοντάδες χωριά καί τό μεγαλύτερο μέρος τού άμαχου πληθυσμού τό είχε μεταφέρει στά σκλαβοπάζαρα τής Αιγύπτου. Οι εντολές πού έδινε στούς αξιωματικούς του ήταν νά μήν εμπλέκονται σέ πόλεμο, αλλά μόνο νά καίνε τά χωριά καί νά κόβουν τά δένδρα. "Δέν θέλω νά φέρνετε νεκρούς, διότι δέν σάς στέλνω νά πολεμήσετε, παρά μόνο νά ερημώσετε τή γή τών γκιαούρηδων." Σύμφωνα μέ τόν Αμβρόσιο Φραντζή σέ δύο ημέρες μόνο οι Αιγύπτιοι έκοψαν στή Μεσσήνη 60000 συκιές, 25000 ελιές καί εκατοντάδες μουριές.

Οι εναπομείναντες κάτοικοι πού μαστίζονταν από τήν πείνα καί τό κρύο, έμοιαζαν περισσότερο μέ όρθιους σκελετούς παρά μέ ανθρώπινα πλάσματα. Αναγκάζονταν νά καταφεύγουν σάν τά θηρία σέ απόκρημνες σπηλιές καί νά τρέφονται μέ άγρια χόρτα καί σαλιγκάρια. Τά παιδιά τους πέθαιναν από τίς κακουχίες καί οι γέροι μελαγχολούσαν όταν έβλεπαν τίς άλλοτε καταπράσινες πεδιάδες νά έχουν μαυρίσει από τά αποκαΐδια καί τά σπίτια τους νά έχουν μεταβληθεί σέ σωρούς ερειπίων. Στά ερημωμένα χωριά κυκλοφορούσαν μονάχα σκυλιά πού τρέφονταν μέ άταφα πτώματα. Τή γενοκτονία τής Πελοποννήσου από τίς μουσουλμανικές ορδές τήν έζησαν ο Αμερικανός γιατρός Samuel Gridley Howe καί ο επίσης Αμερικανός Jonathan Miller καί τήν μετέφεραν στίς σελίδες τών ημερολογίων τους.

«The Morea had been devastated by the troops of Ibrahim Pasha (Ο Μοριάς ερημώθηκε από τόν Ιμπραήμ πασά) in almost every direction. All Messenia, part of Arcadia, Elis (Ηλεία), and Achaia, presented a scene of utter devastation; it would sεem as if the Siroc (καυτός άνεμος πού έρχεται από τήν Αφρική) had blown over it for years, destroying every vestige of vegetation, and had been followed by pestilence (λοιμός) in its train, which swept away every living thing that had once inhabited it. Those delightful plains, which poets in all ages have sung, but whose beauties have not been overrated; which, two years ago, were chequered with pleasent little villages, surrounded by groves of lemon and olive, and filled with a busy and contented peasantry, were now barren wastes; where the roofless and blackened walls of the houses, the scathedand leafless trunks (πληγωμένοι χωρίς φύλλα κορμοί) of the olive trees, and here and there, the whitening bones of human beings, remained to tell that the fire and sword (φωτιά καί σπαθί) had passed over and blasted them.

This was the situation of at least one half of the Peloponessus; of its inhabitants many had been slaughtered, others, carried off into slavery in Egypt; (οι περισσότεροι κάτοικοι σφαγιάστηκαν, άλλοι έγιναν σκλάβοι στήν Αίγυπτο) and the rest, where were they? Oh, God! it is an awful question to answer, but it is a question which must one day be answered to Thee, by this generation, who left thousands, and tens of thousands of their fellow beings, to be hunted like wild beasts to the mountains; (χιλιάδες κυνηγήθηκαν σάν τά θηρία στά βουνά) to dwell in the caverns of the rocks; to wander about, year after year, seeking for the roots of the earth; giving to their ragged and emaciated children (ισχνά παιδιά), sorrel (χόρτα λάπαθα) and snails (σαλιγκάρια) for food; unable to get enough even of this, and pining and dying - ay! absolutely perishing from want (ένδεια), while the rest of the earth was foil of fatness.

There were about a hundred thousand persons in the Morea, in this destitute situation; (εκατό χιλιάδες ζούσαν σέ εξαθλιωμένη κατάσταση) some suffering more, others less; all had fled from their burning houses and devastated fields (καμμένα σπίτια καί έρημα χωράφια); but some had saved their effects, while others were utterly destitute. They took refuge in the recesses of the mountains, in caverns, in the centre of swamps; in every situation which afforded them security from the enemy's cavalry, were seen collected crowds of old men, women, and children, suffering all that misery which the want of houses, or sufficient covering, or regular food, must bring: they lived in little wigwams (καλύβες) or temporary huts, made by driving poles in the ground, and thatching them with reeds (καλάμια). In these hovels dwelt a once prosperous family, without chair, or table, or bed; they had no blankets, they had no clothes to change, and their own had become dirty and tattered; they were obliged to wander about in quest of food, and their naked feet were lacerated by the rocks; their faces, necks, and half exposed limbs, were sunburnt, and their hollow eyes, and emaciated countenances, gave evidence that their suffering had been long endured.

Yet, amid all this misery, strange as it may appear, the light and volatile Greek was not always depressed; the boy sang as he gathered snails on the mountains, and the girls danced around the pot, where their homely mess of sorrel and roots was boiling; the voice of mirth was often heard in those miserable habitations. But there were others, from whose bosoms misery had banished mirth; there was the orphan who ran about bareheaded and barefooted, with only a ragged shirt to cover him; there was the houseless widow, to whose breasts clung the half famished orphan, whose ragged children hung around her, begging for more food, after she had given them her last morsel, regardless of the hunger that was gnawing her own entrails; there was the wretch whom sickness had overtaken, and who had sunk down by the roadside, and lay parched with fever, without a blanket beneath, him, or other covering than the shadow of an olive tree.

Such were the scenes of woe and misery (σκηνές θλίψης καί δυστυχίας), which presented themselves to the foreigner at every turn, and reminded him of the dreadful price Greece was paying for her liberty (θύμιζαν σέ κάθε ξένο τήν τρομακτική τιμή πού πλήρωνε η Ελλάδα γιά τήν ελευθερία της). And among them, too, were seen many who had escaped from captivity, and who bore about them marks of Turkish barbarity; (σημάδια τής τουρκικής βαρβαρότητας) their ears had been shaved off close to their heads; their noses had been cut off, or their eyes had been put out, (αυτιά κομμένα σύριζα, μύτες κομμένες, μάτια βγαλμένα) or their bodies mutilated, in some way or other. Such were the scenes which attested the long struggle and great exhaustion of Greece. The number of these sufferers had been increasing every year, till it had now arrived to a frightful magnitude, and bore a large proportion to those who still had the means of livelihood.»


An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe



Ο Αμερικάνος φιλάνθρωπος Μύλλερ (Miller) φρόντιζε γιά τήν διανομή ρούχων καί τροφίμων στούς εξαθλιωμένους κατοίκους. Στίς Κεχριές διένειμε αλεύρι σέ 4000 ψυχές, στό Αγκίστρι σέ 1760, στή Σαλαμίνα σέ 8830, στήν Επίδαυρο καί στό Σοφικό σέ 4000. Μόλις οι χωρικοί μάθαιναν γιά τήν άφιξή του κατέβαιναν από τά βουνά καί τίς σπηλιές, όπου ζούσαν παρακαλώντας νά τούς δώσει λίγο καλαμπόκι ή ένα κομμάτι κρέας. Είχαν μήνες νά βάλουν στό στόμα τους ψωμί καί οι σκελετωμένες γυναίκες μέ τά μωρά τους αγκαλιά μαζεύονταν γύρω του. Τό δέρμα τους ήταν γεμάτο φουσκάλες καί τά γυμνά τους πόδια σχισμένα από τίς πέτρες. Τά κουρέλια μέ τά οποία ήταν ντυμένες ήταν γεμάτα ψείρες. Ένα πρωϊνό είδε ένα πανέμορφο κορίτσι 18 ετών νά ψήνεται από τόν πυρετό, έχοντας βρεί προστασία από τή βροχή κάτω από μία ελιά. Τό απόγευμα πού ξαναπέρασε από τό ίδιο μέρος ξαναείδε τό ορφανό κορίτσι ακίνητο στήν ίδια θέση.

Ο Αμερικάνος Henry Post έγραψε καί αυτός στό ημερολόγιό του γιά τά χιλιάδες εξαθλιωμένα πλάσματα, μέ κουρελιασμένα ρούχα πού ζούσαν σέ καλύβες κατασκευασμένες από καλάμια καί τόν εκλιπαρούσαν μέ απλωμένα χέρια καί ικετευτικά βλέμματα γιά λίγο παστό κρέας. Ο Post συνοδευόμενος από τόν Jarvis έφθασε στό Λουτράκι, ένα άθλιο χωριό στούς πρόποδες τού Γερανίου όρους, αποτελούμενο από καλύβες, στίς οποίες έμεναν εξαθλιωμένα πλάσματα καί μοίρασε είδη ρουχισμού καί παπούτσια. Στό ημερολόγιό του θά έγραφε αργότερα γιά τίς σκηνές τής αθλιότητας πού αντίκρυσε καί τίς οποίες δέν μπορούσε ούτε κάν νά φανταστεί, καθώς ζούσε σέ μία ευνοημένη από τή μοίρα χώρα στήν οποία βασίλευε η ειρήνη καί η αφθονία.

«An exposition of the poverty, distress, and misery to which the inhabitants have been reduced by the destruction of their towns and villages, and the ravages of their country, by a merciless turkish foe. (Μία έκθεση φτώχειας, στενοχώριας καί αθλιότητας τήν οποία ζούν οι κάτοικοι, τών οποίων τά σπίτια καί οι πόλεις έχουν καταστραφεί από έναν αδίστακτο Τούρκο εχθρό).

Misery at Ankistri

As soon as the catalogues were finished, we had those whose names were written set down in tribes, and then commenced delivering out the meal, giving to each person four okas, equal to ten pounds. As there were many soldiers in the place, we had rather a troublesome time of it, as they would often come and demand flour. The sight of misery around us was one that might well wring the hardest heart. (Η αθλιότητα γύρω μας μπορούσε νά συντρίψει καί τήν πιό σκληρή καρδιά.)

To see two thousand people assembled, in rags, with haggard countenances, eagerly watching the little we had to give them, and on receiving it, raising their hands to Heaven in thankfulness for this unexpected assistance; while the poor creatures who had not yet received, were raising their hands in supplication to us, and begging for God's sake not to forget them.

Mr. Stuyversant was often overcome with grief, and, shed tears abundantly at such sights of human woe and wretchedness. We distributed ninety six barrels of Indian meal, and four tierces of rice, to rising sixteen hundred souls; and divided three boxes of clothing among those who were nearly naked. We spent two very fatiguing days in the midst of as much misery as human nature is capable of supporting.»


The condition of Greece in 1827 and 1828, Jonathan Miller



Η εξαθλίωση καί η πείνα εξώθησαν πολλούς νησιώτες πρόσφυγες νά καταφύγουν στήν πειρατεία, δημιουργώντας αναστάτωση στό Αιγαίο καί τρόμο στούς κατοίκους τών νησιών τών Κυκλάδων καί τών Βορείων Σποράδων. Τό εμπόριο παρέλυσε καί οι Ευρωπαίοι πλοίαρχοι διαβίβαζαν τά παράπονά τους στίς κυβερνήσεις τους, οι οποίες μέ τή σειρά τους πίεζαν τήν ελληνική κυβέρνηση νά καταπολεμήσει τή μάστιγα τής πειρατείας. Αυτό τό νέο φαινόμενο εξανάγκασε τά ελληνικά πολεμικά πλοία νά περιπολούν στό Αιγαίο γιά νά διώξουν τούς επίδοξους ληστές τών θαλασσών στερώντας από τό στόλο τού Κόχραν τά πλοία πού χρειαζόταν γιά νά κυνηγήσει τόν τουρκικό στόλο.


Γενοκτονία στήν Πελοπόννησο από τόν Ιμπραήμ πασά



Οι προσκυνημένοι



Δέν ήταν λίγοι εκείνοι πού δέν άντεξαν τή σωματική καταπόνηση καί αποφάσισαν νά προσκυνήσουν τόν Αιγύπτιο κατακτητή, ο οποίος γιά αντάλλαγμα τούς έδινε νά υπογράψουν τά λεγόμενα ράι μπουγιουρντιά (προσκυνοχάρτια). Τό προσκύνημα ή τό μόλυσμα, όπως τό αποκαλούσαν τότε οι Έλληνες, εξαπλώθηκε μέ γρήγορο ρυθμό στούς εξαθλιωμένους χωρικούς. Αρχηγός τών προσκυνημένων ήταν ο Δημήτριος Νενέκος από τή Ζουμπάτα (Μοίρα Αχαΐας). Αρχικά ο Νενέκος ήταν οπλαρχηγός τής περιοχής καί είχε διακριθεί στίς μάχες κατά τών Τούρκων. Μετά τήν πτώση τού Μεσολογγίου προσκύνησε τόν Αιγύπτιο σερασκέρη, ο οποίος τού παραχώρησε πολλά προνόμια καί τόν όρισε αρχηγό ενός στρατιωτικού σώματος 2000 Χριστιανών προσκυνημένων. Ήταν τόσο μεγάλος ο ζήλος τού Νενέκου, ώστε έγινε ο φόβος καί ο τρόμος όλων τών Χριστιανών. Μέ τούς ομοϊδεάτες του πολεμούσε είτε στό πλευρό τού Ντελή Αχμέτ διοικητή τού κάστρου τών Πατρών είτε στό πλευρό τού Ιμπραήμ πασά. Ο Γέρος τού Μοριά επικήρυξε τόν προδότη καί έδωσε αυστηρές εντολές στούς άνδρες του νά τιμωρούν αυστηρά όσους είχαν προσκυνήσει τούς Τούρκους. Ο Κολοκοτρώνης θά δήλωνε στά απομνημονεύματά του ότι ποτέ του δέν φοβήθηκε τόσο πολύ γιά τήν επανάσταση όσο φοβήθηκε μέ τό προσκύνημα.

Όταν ο Ιμπραήμ σέ μία νυκτερινή του περιπλάνηση, χάθηκε στό δρόμο, συνάντησε τόν Νενέκο καί τούς στρατιώτες του στό Χάνι τού Βερβένικου. Κουρασμένος όπως ήταν αποκοιμήθηκε βαριά μέ μόνους φύλακες τόν Νενέκο καί τούς άνδρες του. Ήταν η καλύτερη ευκαιρία γιά νά γλυτώσει η Πελοπόννησος από τόν δήμιό της, αλλά ο Νενέκος τόν φύλαξε όλη νύκτα καί ο Ιμπραήμ υποχρεώθηκε τόσο πολύ ώστε τόν έκανε μπέη καί από τότε δέν σταματούσε νά τόν επαινεί μπροστά σέ όλους τούς αξιωματικούς του. Όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε ότι ο Νενέκος είχε στά χέρια του τόν Ιμπραήμ καί δέν τόν σκότωσε, αποφάσισε νά εκδώσει γραπτή διαταγή γιά τήν εκτέλεση τού προδότη. Μάλιστα πρίν υπογράψει τήν διαταγή, μπήκε σέ μία εκκλησία καί ζήτησε συγχώρεση από τήν Παναγιά λέγοντας "δέν σκοτώνω Χριστιανό αλλά Τούρκο!". Τελικά η εκτέλεση τού Νενέκου θά γινόταν τό 1828, από τόν Αθανάσιο Σαγιά.

Στήν επανάσταση χρησιμοποιήθηκε ο όρος τουρκοπροσκυνημένος καί αποτελούσε τήν χειρότερη ύβρι τής εποχής. Δυστυχώς γιά τόν Νενέκο καί τούς οπαδούς του, τότε δέν είχαν επινοηθεί οι όροι "ελληνοτουρκική φιλία", "αντιρατσισμός", "πολυπολιτισμός", "Αριστερά τής προόδου", "συνύπαρξη στό Αιγαίο", "ευάλωτες ομάδες μεταναστών", ούτε μόλυναν τούς τοίχους μέ τά αριστερά συνθήματα "Κανένας Έλληνας φαντάρος", "τό Αιγαίο ανήκει στά ψάρια του", "τζαμί στήν Αθήνα", "Είμαστε όλοι μετανάστες", "οι Τούρκοι είναι αδέλφια μας", "Νομιμοποιήστε όλους τούς μετανάστες". Δυστυχώς τότε δέν υπήρχαν τά κανάλια Mega, Antenna, Skai νά υποστηρίζουν τήν τουρκική γλώσσα καί τήν οθωμανική ιστορία, δέν υπήρχαν μεγαλοδημοσιογράφοι νά θησαυρίζουν εις βάρος τής ενημέρωσης τού ελληνικού λαού, δέν υπήρχαν οι ΜΚΟ τού Σόρος καί οι αναρχικές τρομοκρατικές οργανώσεις τών ΗΠΑ, δέν υπήρχαν τά εθελόδουλα κόμματα τής ΝΔ, τού ΣΥΡΙΖΑ καί τού ΠΑΣΟΚ νά επηρεάζουν τόν ελληνικό λαό πρός όφελος τών μουσουλμάνων κατακτητών. Δυστυχώς γιά τούς οπαδούς τής ελληνοτουρκικής φιλίας εκείνης τής εποχής, υπήρχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, πού έγραφε επιστολές μέ τήν εντολή "Φωτιά καί τσεκούρι στούς προσκυνημένους".

«Πρός τούς γενναιοτάτους στρατηγούς Βασίλειον Πετμεζάν, Δημήτριον Μελετόπουλον καί Θάνον Χρυσανθακόπουλον.

H γενναιότης σας δέν αμφιβάλλω, ότι οδηγούμενοι από τά χρέη τού πατριωτισμού σας θέλει βάλετε τήν δυνατήν προσπάθειάν σας διά νά συστήσετε όσον τάχος στρατόπεδον εις τά Νεζερά (Κάλανος Αχαΐας), απαντώντες φρονίμως καί κάθε αντενέργειαν. Δέν αμφιβάλλω περιπλέον, ότι διά τής φρονήσεώς σας θέλει παιδευθούν αναλόγως τού στυγερού κινήματός των ο Νενέκος καί λοιποί ομόφρονές του όλοι αλλ' εν τοσούτω έκρινα αναγκαίον νά σάς είπω, άμα συστήσετε στρατόπεδον, ή νά είπω κάλλιον, άμα συναχθήτε, νά πάρετε όσους περισσοτέρους στρατιώτας δυνηθήτε καί νά υπάγητε νά πιάσητε τόν Νενέκον, άν δέ σάς αντισταθή, ή έχη συντρόφους πραγματικούς καί τούς λοιπούς κατοίκους τών Αρβανιτοχωρίων, νά τούς βάλητε αυτόν καί όλους εις τό ντουφέκι άνδρας καί γυναίκας των, νά λαφυραγωγήσετε όλον τό πράγμά των, μέ ένα λόγον νά φερθήτε ως πρός Τούρκους, διά νά παιδεύσητε αυτούς, νά κάμετε διά τούτου καί κάθε άλλον, ο οποίος άν έχη τι εις τόν νούν του νά τό αποδιώξη.

Η φρόνησις οδηγουμένη διά τής δραστηριότητός σας, ας κάμη εις αυτούς ό,τι στοχασθή ανάλογον. Εγώ προσμένω ν' ακούσω, ότι επαιδεύσατε αυτούς πρεπόντως, καί ότι εσυστήσατε στρατόπεδον. Αύριον μεθαύριον αναχωρούμεν καί ημείς μετά τού Νικήτα, Γενναίου, Τζόκρη καί λοιπών διά τά ενδότερα, καί εκεί προσμένω νά λαμβάνω συχνά γράμματά σας. Οι φροντισταί ανεχώρησαν από προχθές, τόν αρχηγόν τού στρατοπέδου σας θέλει διορίσω, άμα ανέβω επάνω, ο Λαρπύλας καί Σαγιάς ευρίσκονται εις τό μέρος τού Μεγάλου Σπηλαίου. Αυτοί ως πληροφορούμαι δέν ηθέλησαν νά συνεννοηθούν μέ τόν Νενέκον, γράψετέ τους, παρακινήσατέ τους νά κινηθούν εις τά άρματα, καί ενωθούν μέ τήν Γενναιότητά σας, καί νά μεταχειρισθούν τήν δυνατήν επιρροήν τους εις τά Αρβανιτοχώρια, διά νά τά αποσπάσουν από τά δουλικά φρονήματα τού Νενέκου καί λοιπών, καί νά τά κινήσουν εις τόν πόλεμον.»


Τόν Απρίλιο τού 1827 ο Ιμπραήμ ξεκίνησε τίς επιχειρήσεις του λεηλατώντας τήν Ηλεία. Στίς 6 Απριλίου αιφνιδίασε τούς Πυργιώτες καί κατέλαβε τόν Πύργο σφάζοντας καί αιχμαλωτίζοντας. Όσοι πρόλαβαν έτρεξαν στήν παραλία τού Κατάκολου καί κατόρθωσαν νά επιβιβαστούν σέ πλοιάρια μέ προορισμό τή Ζάκυνθο. Άλλοι πάλι πήραν τίς οικογένειές τους καί κατέφυγαν στήν Καρύταινα. Τό κάστρο τής Καρύταινας, τό οποίο είχε οχυρωθεί μέ τή φροντίδα τού Γενναίου Κολοκοτρώνη καί τού πατέρα του, είχε γίνει ένα ασφαλές καταφύγιο γιά τούς κατοίκους τής περιοχής καί αποτελούσε τόπο συγκέντρωσης τροφίμων καί πολεμοφοδίων γιά τίς ανάγκες τού αγώνα. Σέ άλλες περιπτώσεις δέν υπήρχε η ανάλογη φροντίδα, όπως γιά παράδειγμα στήν περίπτωση τού κάστρου στό Χλεμούτσι τής Κυλλήνης, τό οποίο ο Ιμπραήμ τό πολιόρκησε καί τό κατέλαβε εύκολα από τόν Μιχάλη Σισίνη, λόγω έλλειψης τροφίμων καί νερού.

Η συμπεριφορά τού Ιμπραήμ πρός τούς αιχμαλώτους άλλαξε, όπως τόν είχε άλλωστε συμβουλέψει ο Νενέκος. Μοίρασε στούς σημαντικούς αιχμαλώτους χρήματα καί προσκυνοχάρτια καί τούς έστειλε στά χωριά γιά νά πείσουν τούς κατοίκους τους νά προσκυνήσουν. Τό μέτρο αυτό λειτούργησε σέ αρκετές περιπτώσεις καί ιδιαίτερα στά Αρβανιτοχώρια τής επαρχίας τών Πατρών, τά οποία επηρέαζε σέ σημαντικό βαθμό ο Νενέκος. Ταυτόχρονα ο διοικητής τής πόλης τών Πατρών Ντελή Αχμέτ επιχειρούσε επιδρομές πρός τά Καλαβρυτοχώρια καί πρός τίς παραλιακές πόλεις τού Κορινθιακού Κόλπου Ακράτα καί Διακοπτό, τρομοκρατώντας μέ τή σειρά του τούς απροσκύνητους χωρικούς.

Ο Κολοκοτρώνης πού είχε βρεθεί στό χωριό Πετσάκοι Αχαΐας δέν ήξερε ποιούς νά εμπιστευτεί, γιά νά κτυπήσει τόν Ντελή Αχμέτ πού εκινείτο ανενόχλητος. Δέν γνώριζε μέ ακρίβεια ποιά χωριά είχαν προσκυνήσει καί ποιά όχι. Έδωσε εντολή στόν Δημήτριο Πλαπούτα καί στόν Γενναίο νά κινηθούν πρός όλα τά ορεινά χωριά τής Αχαΐας, νά μαζέψουν τά προσκυνοχάρτια καί νά μοιράσουν αντίστοιχα χαρτιά μέ τά οποία δήλωναν πίστη στό έθνος. Όποια χωριά έφερναν αντίσταση, οι εντολές ήταν νά τά μεταχειριστούν όπως θά μεταχειρίζονταν τά τουρκοχώρια. Ο αρχηγός διέταξε επίσης τόν Νικηταρά νά προχωρήσει σέ στρατολογία στίς επαρχίες τού Μυστρά, τής Μεσσηνίας, τής Τριφυλίας καί τού Λεονταρίου. Στή συνέχεια παρήγγειλε στούς Πετμεζαίους καί τόν Δημήτριο Μελετόπουλο νά συστήσουν στρατόπεδο στά Νεζερά, στούς πρόποδες τού Ερύμανθου. Έστειλε τόν Τζανέτο Χριστόπουλο στό Φανάρι (Ολυμπία) γιά στρατολογία καί τόν Αναγνώστη Παπασταθόπουλο στή Γαστούνη γιά νά πολεμήσει μαζί μέ τόν Χρύσανθο Σισίνη τό "μίασμα τής υποταγής".

«Πρό ενός ήμισυ έτους ανεφάνη κατά τά Τριπόταμα τής επαρχίας Γαστούνης ασκητής καταγόμενος εξ Ιθάκης καί κοινώς λεγόμενος διά μέν τό μικρόν ανάστημά του Παπουλάκης, διά δέ τήν πολλήν αρετήν του Αγιοπατέρας. Τόν ασκητήν τούτον συνώδευεν ασκήτρια θαυμάζουσα καί εξυμνούσα τήν οσιότητα τού βίου του. Διαδοθείσης τής φήμης τής αγιότητος τού Παπουλάκη, προσήρχοντο καθ' ημέραν Χριστιανοί αιτούμενοι τάς ευχάς του καί προσφέροντες αυτώ χάριν ευλαβείας δώρα. Ο Παπουλάκης, επί λόγω ότι ήθελε νά οικοδομήση επί τής θέσεως εκείνης μονήν, δέν απεποιείτο τά προσφερόμενα, καί έκτισε τήν μονήν του, καί οι μέν χωρικοί ευλαβεία κινούμενοι δέν έπαυαν φέροντες αναθήματα, αυτός δέ απεταμίευεν, ως απαρνηθείς δέ τά εγκόσμια καί αφωσιωμένος εις τά θεία σπανίως εφαίνετο, καί εδέχετο τούς προσερχομένους η γυνή διηγουμένη τήν ισάγγελον πολιτείαν καί τάς θείας οράσεις αυτού. Δέν έπαυε δέ εξ ονόματός του καί νά παρηγορή τούς φοβουμένους τούς Τούρκους λέγουσα, ότι ο Ύψιστος απεφάσισε τήν καταστροφήν τών ασεβών, καί ότι απεκάλυψε τώ πιστώ του θεράποντι, Παπουλάκη, τήν ημέραν, καθ' ήν θά ωδήγει αυτός τούς Έλληνας εις εκτέλεσιν τής Θείας Βουλής βαστών μόνον ρόπαλον.

Επίστευαν οι απλοί τούς λόγους τής γυναικός, καί ο Παπουλάκης, φωτιζόμενος υπό τών ανακαλύψεων αυτής, εθεωρήθη μετ' ολίγον, εξ ών έλεγεν, ως λαβών θεόθεν καί τό διορατικόν χάρισμα. Τόσον δέ ηύξησεν η πρός αυτόν ευλάβεια τού κοινού, ώστε ουδείς ετόλμα νά δείξη ότι εδυσπίστει εις τήν αγιότητά του. Όλοι δέ, όσους έκρινεν αξίους τής παρουσίας του, ίσταντο ενώπιόν του ασκεπείς, καί εσταυρωμένας κρατούντες τάς χείρας ηκροάζοντο όσα έλεγεν ως θεόπνευστα. Εν τοσούτω, ακούσας ο Ιβραήμης επί τής πορείας του τά φημιζόμενα περί τού ανδρός, καί κυρίως περί τών θησαυρισμάτων αυτού, έστειλεν έν σώμα εις Τριπόταμα, όπερ επιπεσόν αίφνης ήρπασεν όλα τά εκεί αναθήματα, έκαυσε τήν μονήν, συνέλαβε τόν ασκητήν καί τήν ασκήτριαν, καί τόν μέν έσφαξε, τήν δέ εδημοπράτησε.

Ο δέ Ιβραήμης, αφ' ού ανεπαύθη ικανόν καιρόν εν τοίς μεσσηνιακοίς φρουρίοις, εξεστράτευσεν, αρχομένου τού έαρος, εις Ηλείαν καί Αχαΐαν, καί διέταξε νά παραπλέωσι καί τινα πλοία. Χωρών δέ ο εχθρός πρός τήν Ηλείαν διέβη ανεμπόδιστος καί ατουφέκιστος τό Κλειδί, επέρασε τόν Αλφειόν καί συνέλαβέ τινας τών καταφυγόντων εις τά νησίδια καί πολλούς τών κατά τό Κατάκολον συσσωρευθέντων καί χάριν ασφαλείας εις Ζάκυνθον διαπορθμευμένων, τούς μέν επί τής ξηράς τούς δ' επί τής θαλάσσης, ηχμαλώτευσε καί πολλάς οικογενείας εις τά παρακείμενα πυκνά δάση καταφυγούσας καί διά τού πυρός καί τού γαυγίσματος τών ρινηλατούντων σκύλων ανευρισκομένας. Πολλαί γυναίκες επί τής καταδιώξεως ταύτης αυτολοκαυτώθησαν εις αποφυγήν τών δεινών τής αιχμαλωσίας. Δήμος δέ τις Κόλιας εφόνευσεν αυτοχειρί τήν σύμβιόν του καί τό τέκνον του, καί διασωθείς ως ταχύπους εδικαιολογείτο, ότι εισήγαγεν αμίαντα εις τόν παράδεισον τά θύματα τής χειρός του. Πατήσας ο Ιβραήμης καί κακοποιήσας τήν επαρχίαν τής Γαστούνης απέστειλε διά τών Πατρών μέρος τού στρατεύματός του εις τήν Στερεάν Ελλάδα, ίνα συνοδεύση τρισχιλίους ίππους μακρόθεν μετακομιζομένους πρός αναπλήρωσιν τού καθ' ημέραν φθειρομένου ιππικού του καί τών υποζυγίων του. Αυτός δέ εξεστράτευσεν εις άλωσιν τού Χλουμουτσίου καί έφθασεν έξωθεν αυτού τήν 15ην Απριλίου 1827.

Τό φρούριον τούτο ήτο, ως είρηται, πάντη ημελημένον καί εγκαταλελειμμένον επί τής επαναστάσεως. Αρχομένου δέ τού Μαρτίου τού έτους τούτου, εναυάγησε παρά τώ παρακειμένω λιμένι τής Γλαρέντσας (Κυλλήνης) πολεμικόν τουρκικόν πλοίον δεκατεσσάρων κανονίων. Εξ αυτών ετέθησαν οκτώ επί τού φρουρίου τούτου, αλλ' αι δεξαμεναί του ρανίδα νερού δέν είχαν, διότι ουδέποτε εκαθαρίσθησαν ουδ' επεσκευάσθησαν. Επί δέ τής επιδρομής ταύτης κατέφυγαν εις αυτό, καθώς κατέφευγαν καί άλλοτε, χάριν ασφαλείας 1500 ψυχαί καί εισήλθαν εις υπεράσπισιν αυτού τριακόσιοι μαχηταί υπό τόν Μιχάλην Σισίνην.

Ο Ιβραήμης, προσκαλέσας τούς εγκλείστους νά παραδοθώσι καί μή εισακουσθείς, τούς επολιόρκησε, καί στήσας τρία ελαφρά κανόνια καί αποβιβάσας εκ τών πλοίων δύο βομβοβόλους τούς επολέμει. Αντείχαν οι έγκλειστοι κατ' αρχάς γενναίως, καί τρίς εξώρμησαν διά νυκτός επί τόν εχθρόν, αλλά δέν ήσαν προητοιμασμένοι εις μακράν πολιορκίαν, ουδέ τήν επροσδόκων, διότι καί άλλοτε οι εχθροί διέβησαν απέμπροσθεν τού φρουρίου καί δέν τό επολιόρκησαν. Εψεύσθησαν όμως αι προσδοκίαι των, καί οι εχθροί διέμειναν ταύτην τήν φοράν πολιορκούντες αυτό τρείς εβδομάδας, έως ου η δίψα ηνάγκασε τούς εγκλείστους νά παραδοθώσι τήν 5ην Μαΐου 1827 εις τήν διάκρισιν τού εχθρού απορρίψαντος πάντα συμβιβασμόν. Τόσον δέ σφοδρά ήτον η καταβασανίζουσα αυτούς δίψα, ώστε πάμπολλοι απέθαναν άμα εξελθόντες καί πιόντες διά μιάς κατά κόρον. Εκτός τού Σισίνη καί τινων άλλων, οι λοιποί κατεδικάσθησαν εις δουλείαν, δεκαπέντε δέ Έλληνες εφονεύθησαν επί τής πολιορκίας.

Εν ώ δέ ο Ιβραήμης κατεγίνετο εις τά τής Ηλείας, εξέπλευσε τού Ελλησπόντου εις υποστήριξιν τών επιχειρημάτων αυτού ο οθωμανικός στόλος συγκείμενος εξ ενός δικρότου, εννέα φρεγατών καί δεκαοκτώ βρικίων καί γολεττών υπό τόν Ταχήρπασαν καί τόν Πατρονάμπεην, καί μηδέν απαντήσας κατά τόν πλούν εμπόδιον κατευοδώθη εις Νεόκαστρον.

Ο δέ αποπλεύσας τού Πειραιώς Κοχράνης επεσκέφθη τήν Ύδραν καί τάς Σπέτσας. Συνήλθαν συγχρόνως κατά διαταγήν του εις Χέλι αντικρύ τών Σπετσών αι μοίραι τών τριών ναυτικών νήσων. Η ψαριανή δέν είχε τήν φοράν ταύτην τόν αρχηγόν της Νικολήν Αποστόλη, υφ' όν πολλάκις εδοξάσθη. Ο αξιότιμος ούτος καί αρχαϊκός ανήρ επλήρωσε τό κοινόν χρέος τήν 6 Απριλίου εν Αιγίνη, όπου μετώκησε καταστραφείσης τής πατρίδος του. Έτοιμοι ήσαν αι ελληνικαί μοίραι νά εκπλεύσωσιν, αλλ' ο Κοχράνης, μαθών ότι ο Ιβραήμης διέμενεν εντός τινος εν τώ λιμένι τής Γλαρέντσας βρικίου, διαρκούσης τής πολιορκίας τού Χλουμουτσίου, έβαλε κατά νούν νά τόν αφαρπάση, καί αφήσας όλον τόν στόλον απέπλευσεν επί τής φρεγάτας επαγόμενος καί τήν Καρτερίαν.

Τήν 10ην Μαΐου 1827 πρός τό εσπέρας επλησίασεν η φρεγάτα Ελλάς τήν Γλαρέντσαν υπ' αυστριακήν σημαίαν, αλλ' ο Ιβραήμης, είτε εξ υποψίας είτε εκ περιστάσεως, προλαβών απέβη εις τήν ξηράν. Ο δέ Κοχράνης, μή ευρών τό θήραμά του προσέβαλε δύο αιγυπτίας κορβέττας, έβλαψε τήν μίαν καί εσκότωσε πολλούς τού πληρώματος, αλλ' ουδεμίαν συνέλαβε. Καθ' ήν δέ ημέραν έπλευσεν η Ελλάς πρός τήν Γλαρέντσαν, έπλευσε καί η φρεγάτα Καρτερία πρός τάς Πάτρας, αλλά παθούσης τής μηχανής της, επόδισε, καί εν ώ παρήλλαττε τόν Μαλέαν, σφοδρός ανεμοστρόβιλος έρριψε τά δύο της κατάρτια. Δέκα δέ ημέρας περιπλεύσας ο Κοχράνης τό Ιόνιον Πέλαγος συνέλαβε πλοίον φέρον πολεμεφόδια καί αιχμαλώτους Έλληνας μετακομιζομένους εις Νεόκαστρον πρός μεταβίβασιν εις Αίγυπτον και τό απέστειλεν εις Πόρον αποβιβάσας αβλαβείς εις τό λοιμοκαθαρτήριον τής Ζακύνθου δέκα Τούρκους ευρεθέντας εν αυτώ.

Τήν δέ 25 Μαΐου 1827 απήντησεν εκτός τών Κυθήρων τόν ελληνικόν στολίσκον αναμένοντα αυτόν εκεί κατά δευτέραν διαταγήν του καί συγκείμενον εξ ενός τρικατάρτου, δεκατεσσάρων βρικίων καί οκτώ πυρπολικών, καί συναπέπλευσεν εις Αλεξάνδρειαν επί σκοπώ νά πέση αίφνης εις τόν λιμένα καί καύση διά τών πυρπολικών τόν εν αυτώ στόλον τού Μεχμέτ Αλή ανέτοιμον εις αντίστασιν καί εις έκπλουν.

Τήν 4ην Ιουνίου 1827, μετά μεσημβρίαν, εφάνησαν τά ελληνικά πλοία έμπροσθεν τής Αλεξανδρείας υπό αυστριακήν σημαίαν, καί εν πρώτοις μέν υπελήφθησαν ως αυστριακά εμπορικά υπό συνοδίαν φρεγάτας, αλλά πλησιάσαντα εγνωρίσθησαν, καί αι προφυλακίδες τού στόλου του Μεχμέτ Αλή φοβηθείσαι έδραμαν εις τόν λιμένα, καί μία αυτών εκάθησεν επί τού στόματος. Η Ελλάς ηγκυροβόλησε δύο μίλια μακράν τής ξηράς, καί ο Κοχράνης διέταξε τά οκτώ πυρπολικά νά εισπλεύσωσιν.

Εισέπλευσαν δύο καί έκαυσαν τήν επί τού στόματος προφυλακίδα 22 κανονίων. Κατεταράχθησαν οι Αιγύπτιοι ιδόντες τόν εχθρόν πρό τών θυρών, ηγωνίσθησαν δι' όλης τής νυκτός νά ετοιμάσωσι τά πλοία των, καί πρωίας γενομένης, ο Μεχμέτ Αλής έπλευσεν ως παρατηρητής πρός τό στόμα τού λιμένος επί τινος πολεμικού βρικίου νεωστί κατασκευασθέντος εν Μασσαλία, εξέπλευσαν μετ' ολίγον καί τινες κανονοφόροι επί σκοπώ νά κυριεύσωσι πυρπολικόν ελληνικόν κείμενον υπό τήν ξηράν εν άκρα νηνεμία, αλλ' ουδέν κατώρθωσαν.

Τά ελληνικά πλοία διέμειναν όλην τήν ημέραν έμπροσθεν τού λιμένος καί πρός τό εσπέρας εστράφησαν αρκτοδυτικώς. Τήν δέ επαύριον εξέπλευσαν έξ φρεγάται, έξ κορβέτται καί δέκα βρίκια εις καταδίωξιν αυτών υπό τήν οδηγίαν τού Μεχμέτ Αλή. Ο στόλος ούτος ηκολούθησε τά ελληνικά μέχρι τής Ρόδου μακρόθεν, έως ου έγειναν άφαντα. Τήν δέ 20 επανήλθαν εις τά ίδια, καί η Ελλάς ηγκυροβόλησεν εν Πόρω.

Μετά δέ τήν πτώσιν τού Χλουμουτσίου μετέβη ο Ιβραήμης εις Πάτρας, δουλαγωγήσας καθ' οδόν επτακοσίας ψυχάς καταφυγούσας εις τήν λίμνην τής Καλογραίας κατά τόν Πάπαν (ακρωτήριο Αράξου) καί μετέβη τήν 25η Μαΐου 1827 εις Ρίον, όπου παρέλαβε τούς τρισχιλίους ίππους του. Τήν δέ 2α Ιουνίου 1827 εξαπέστειλεν εις χρήσιν τής εν Τριπολιτσά φρουράς δισχίλια τροφοφόρα ζώα υπό τήν συνοδίαν τού Δελή Αχμέτη.

Δύο ήμισυ έτη παρήλθαν αφ' ού επάτησε τήν Πελοπόννησον ο Ιβραήμης καί μεγάλα τά εντεύθεν παθήματα τών Πελοποννησίων. Τά ζοφερά σπήλαια, αι δυσανάβατοι ακρώρειαι, τά δυσπρόσιτα έλη, οι κρημνοί καί οι απότομοι βράχοι ήσαν τά μόνα ασφαλή κατοικητήριά των, τό χώμα δέ πολλάκις στρωμνή καί τροφή τά άγρια χόρτα. Εφονεύοντο, ηχμαλωτίζοντο, ελαφυραγωγούντο, κατεστρέφετο η πατρίς των, αλλά δέν επροσκύνουν.

Επί τών ημερών όμως τούτων οι κάτοικοί τινων επαρχιών απηρνήθησαν τόν εθνικόν αγώνα. Πρό τινος καιρού είχε μυστικάς σχέσεις πρός τόν Ιβραήμην είς τών υποπλαρχηγών τής επαρχίας τών Πατρών, ο εκ Ζουμπάτης Δημήτριος Νενέκος. Ούτος απέρριψεν επί τής εκστρατείας ταύτης τό προσωπείον, εστράτευσε μετά τού Ιβραήμη κατά τών συμπολιτών του, καί συμβουλεύσας αυτόν νά ανεξικακή καί νά πολιτεύεται τούς Έλληνας επιεικώς, εδείχθη θερμός απόστολός του. Τό παράδειγμα καί η φωνή τού αρνησιπάτριδος Νενέκου, η πλαστή εξημέρωσις τού αγρίου Ιβραήμη, αι ευτυχείς εκστρατείαι του, η απελπισία τών λαών από πάσης αντιλήψεως καί η γενική παράλυσις τών ελληνικών πραγμάτων τόσον επηρέασαν τά πνεύματα τών ανθρώπων, ώστε τά πλείστα χωρία τών επαρχιών Πύργου, Γαστούνης, Πατρών, Βοστίτσης καί Καλαβρύτων επροσκύνησαν, καί τό μόλυσμα φόβος μέγας ήτο μή διεδίδετο καί αλλού.

Θεραπείαν τό κακόν δέν είχεν ειμή τήν εμψύχωσιν τών λαών διά τής εν Πελοποννήσω συστάσεως στρατοπέδων. Ακάματος εδείχθη ο Κολοκοτρώνης εν τη δεινή ταύτη ώρα. Έγραψε παντού απειλών καί συμβουλεύων, εκίνησε στρατιωτικά σώματα εις διάφορα μέρη τής Πελοποννήσου, προητοίμασε τό εν τώ ομφαλώ αυτής φρούριον τής Καρυταίνης εις αντίστασιν καί καταφύγιον τών περιοικούντων, καί έστειλεν ικανούς εις υπεράσπισιν τού Μεγάλου Σπηλαίου, καταφυγίου τών γειτονικών επαρχιών, διότι εμελέτα ο Ιβραήμης νά τό πατήση είτε ως εχθρός είτε ως φίλος. Τήν δέ 13 επανήλθεν ο Δελή Αχμέτης εκ Τριπολιτσάς εις Πάτρας, αφ' ού εξετέλεσεν ευτυχώς τό έργον του, καί τήν 17η Ιουνίου 1827 εστράτευσεν ο Ιβραήμης εις τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων.»


Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Δ'




Πλαπούτας Δημήτριος ή Κολιόπουλος




«Τήν ίδιαν ώραν έβγαινε ο Ιμπραΐμης από τήν Πάτρα καί έκραξε τόν Νενέκο, καί ο Νενέκος επροσκύνησε, καί τόν έβαλε ομπροστά νά κάμη νά προσκυνήσουν, καί επροσκύνησαν τά δύο μέρη τών Καλαβρύτων, καί η Πάτρα όλη, καί μέρη Βοστίτσας (Αίγιο), καί ήλθε τό προσκύνημα εως τά Καλάβρυτα, δύο ώρες απ' έξω από τά Καλάβρυτα, τήν μητρόπολιν. Ο Ιμπραΐμης τότε έλκυσε πολύ λαόν. Τούρκος δέν εκόταε ούτε στάχυ νά κόψη, καί όλα μέ τόν παρά, (Οι Τούρκοι δέν λεηλατούσαν, αλλά ότι ήθελαν τό αγόραζαν από τούς χωρικούς) καί τούς έδιδε προσκυνοχάρτια καί μέρος. Καί επροσκύνησαν οι καπεταναίοι τών αρχόντων. (Ο Νενέκος ήταν οπλαρχηγός τού προκρίτου τών Πατρών Βενιζέλου Ρούφου). Οι Πετιμεζαίοι καί οι άλλοι επήγαν καί εσωματώθηκαν καί ο λαός ο απροσκύνητος επήγαν εις τό Μέγα Σπήλαιον, καί άλλοι στά βουνά, καί εκλείσθηκαν μέσα.

Τότενες, σάν ήταν αδύνατοι, επήγαν μίαν νύκτα καί επρόδωσαν τόν Βασίλη Πετιμεζά, καί μόλις εγλύτωσε. Τότε έστειλε τόν Νικολάκη τόν αδελφό του καί ήλθε καί μέ ευρήκε εις τής Κόρθος τά χωριά καί μού είπε: "Τρέξε νά πάμε εις τό Σπήλαιο, γιατί τότε παραδίδεται τό Σπήλαιον καί χάνεται όλη η επαρχία". Τότενες αποφάσισα τόν Φώτο, αγιουτάντε μου, (υπασπιστή Φωτάκο) καί τόν μπαϊρακτάρη (σημαιοφόρο) μου Καραχάλιο, καί τούς έδωσα τόν Νικολάκη Πετιμεζά νά πάνε εις τό Μέγα Σπήλαιον. Εγώ εμάζωνα τά κορινθιακά στρατεύματα. Εκείνοι εμπήκαν εις τό μοναστήρι.

Διά τρείς ημέρας έμασα 1500 καί τούς έστειλα τόν Παναγιώτη καί Γεωργάκη Χελιώτη, μέ τούς καπεταναίους τους, νά πάνε στής Βοστίτσας τά χωριά, καί εγώ επήγα εις τόν Άγιον Γεώργιον, στού Φονιά, (μοναστήρι στή λίμνη τού Φενεού) καί ακόμα δέν είμεθα ζυγωμένοι κοντά, καί τά στρατεύματα τά προσκυνημένα επήραν τούς Τούρκους καί επήγαν καί εχάλασαν τό Διακοφτό (Άνω Διακοπτό) καί επήραν σκλάβους καί πράγματα αρκετά. Καί εις τό γύρισμα εβγήκαν από τό μοναστήρι, τούς κτύπησαν καί εσκότωσαν καμμιά σαρανταριά Τούρκους καί επήγαν πίσω στό ορδί (στρατόπεδο), στά Καλάβρυτα καί ο Μπραΐμης επήρε καμμιά πενηνταριά καβαλλαραίους καί αγνάντευε τό μοναστήρι. Τό θεώρησε μέ τό κιάλι, είδε πώς δέν μπορεί νά τό πολιορκήση, διατί ήτον τόπος κακός, καί εγύρισε πίσω. Από τούς σκλάβους (προσκυνημένους) κακοπαθήσαμεν στήν Πελοπόννησον. Εις τόν Χελμό Τούρκοι επρόδωσαν τούς Πετιμεζαίους.

Εγώ όντας εβγήκα εις τόν Άγιον Γεώργιον (Φενεού), έγραψα γράμματα εις τόν Γενναίον καί εις τόν Κολλιόπουλον, οπού ήταν συναγμένοι, καί επετάχθηκαν εις τό Λιβάρτζι, τήν επαρχία τήν προσκυνημένη, καί τούς διέταξα: "Τσεκούρι καί φωτιά εις τούς προσκυνημένους!" Και έτσι επέρασαν εις τό Λιβάρτζι. Τότε έστειλεν ο Μπραΐμης καταπατητάδες, νά ιδή πού είμαι καί τί ασκέρι έχω, καί έδωσε ενός Ρωμιού τριακόσια μπαρμπούτια (φλουριά), διά νά μάθη πού είμαι καί νά μού ριχθή επάνω, καί εγώ τόν έπιασα καί έστειλα εις τήν δημοσιά καί τόν εκρέμασα, εις τά Καλάβρυτα, δύο ώραις απ' έξω. Τόν εκρέμασα μέ ένα χαρτί πού έλεγε τό φταίξιμό του "Προδότης τού Έθνους", καί τούς άλλους δύο τούς έστειλα εις τό μοναστήρι, εις τό Μέγα Σπήλαιον, διότι δέν ήτον βεβαιωμένοι προδότες, καί επήγα καί εγώ εις τό Σπήλαιον. (Ο προδότης λεγόταν Γιάννης, καταγόταν από τό χωριό Μπούμπουκα καί ήταν τζασίτης δηλαδή κατάσκοπος τού Ιμπραήμ.)

Καί μαθαίνοντας ο Μπραΐμης, ότι ήλθαν στρατεύματα εις τό Λιβάρτζι, ως πέντε χιλιάδες, καί εγώ από τό άλλο μέρος μέ δύο χιλιάδες, καί τό Σπήλαιο μακρά από τά Καλάβρυτα οπού ήταν δύο ώραις, καί τέσσερες ώραις ήτον ο Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Γενναίον, τό άλλο στράτευμα, μανθάνοντας ο Μπραΐμης ότι ήλθαν τά στρατεύματα τά καρυτινά (από τήν επαρχία τής Καρύταινας), ετράβηξε διά Τριπολιτζά καί Καρύταινα τά στρατεύματά του, καί έστειλε τόν Ντελή Αχμέτ πασάν καί ετραβήχθηκε στήν Πάτρα μέ τούς προσκυνημένους, καί εις τόν δρόμον οπού απέρναε ευρήκε τόν κρεμασμένον, καί έβαλε καί εδιάβασε τό χαρτί πού τού είχαμε σταίς πλάταις καί εις τό στήθος, καί έπιασε τά γένεια του καί εφοβέρισε τήν Καρύταινα, καί εχώρισε οκτώ χιλιάδες καβαλλαραίους καί πεζούς, διαλεκτό στράτευμα, διά νά περάση στές Άκοβες καί Λαγκάδια, νά κάψη ταίς χώραις Δημητσάνα, Ζυγοβίστι καί Στεμνίτσα.

Τότενες είμεθα εις τό Σπήλαιον, εγώ, ο Λόντος, οι Πετιμεζαίοι όλοι, Λεχουρίτης, Σωτήρ Θεοχαρόπουλος, καί Μπενιζέλος Ρούφος. Ήτον καί τό χηρευάμενον στράτευμα τού Γιάννη Νοταρά μέ τόν Λόντο. Τούς είπα: "Άϊντέστε νά πάμε εις τά προσκυνημένα χωριά, καί νά τραβήξωμεν κατά τήν Πάτρα". Αυτοί μού είπαν, ότι: "Τράβα εμπρός, καί αύριο ερχόμεθα" καί έμειναν εως τετρακόσιοι εις τό μοναστήρι. Εγώ επήρα τούς εδικούς μου καί ο Γκολφίνος Πετμεζάς τετρακόσιους καί επήγαμε εις ένα χωριό λεγόμενο Πετζάκους. Έστειλα εις τά προσκυνημένα χωριά νά μού στείλουν τά προσκυνοχάρτια τών Τούρκων καί νά τούς δώσω τού Έθνους. Πρίν νά κινήσω διά τά προσκυνημένα χωριά, οπού ήμουν εις τόν Άγιον Γεώργιον, έγραψα ένα γράμμα εις τήν κυβέρνηση καί τής έλεγα:

"Νά μέ στείλουν στρατεύματα, πολεμοφόδια, διατί η πατρίς κινδυνεύει από τό προσκύνημα, καί άν ηξεύρετε καμμιά μηχανή νά τρέφονται μέ τόν αέρα τά στρατεύματα, σάς παρακαλώ νά μού τήν στείλετε. Άν ηξεύρετε ότι είναι καμμιά μηχανή νά κάνη τό χώμα μπαρούτι καί ταίς πέτραις μολύβι, στείλετέ μου τόν μηχανικόν διά νά τό κάμωμε, επειδή καί ακόμη τέτοια εφεύρεσι δέν τήν έκαμαν οι άνθρωποι, σάς λέγω στείλετέ μου όλα αυτά".

Τό γράμμα τό έδωσα ενός καλογήρου καί τόν επιφόρτισα νά ομιλήση εις τήν κυβέρνηση διά τόν κίνδυνον τής πατρίδος. Ο καλόγηρος επήγε εις τό Ανάπλι (Ναύπλιο), καί τούς είπε νά συναχθούν εις τό Βουλευτικό νά τούς διαβάση όσα ήτον επιφορτισμένος νά τούς ειπή από μέρους μου. Έτζι εσυνάχθηκαν, εδιάβασαν τό γράμμα, τούς είπε όσα τού είχα παραγγείλη νά ειπεί στοματικώς. Ένας βουλευτής είπε: "Τί τά θέλει τά πολεμοφόδια; Αυτός έχει πενήντα ανθρώπους". Ο καλόγηρος τούς εβεβαίωσε, ότι έχω 4000 πλήν δέν τόν επίστευσαν.

Όταν εβγήκα εις Πετζάκους, επήγαν εις τήν Πάτρα οι προσκυνημένοι καί είπαν τού πασά, ότι ο Κολοκοτρώνης έχει ολίγους στρατιώταις καί ο Βασίλης Πετιμεζάς καί νά έλθουν νά μάς χαλάσουν. Ο Ντελή Αχμέτ πασάς εδέχθηκε τήν γνώμην τους, εκίνησε μέ 6000 Τούρκους, ο Νενέκος μέ 2000 προσκυνημένους Έλληνας. Ήλθαν εις ταίς Λάπατες (Λαπάθεια) τρείς ώραις μακρά από εκεί όπου ήτο ο Πετιμεζάς καί μία ώρα από εμένα. Ένας καπετάνιος προσκυνημένος λεγόμενος Σταμάτης Μποτιώτης είπε: "Δέν πάμε εις τούς Πετζάκους, εμείς ένα βασιλέα έχομε (Κολοκοτρώνη), δέν πάμε νά τόν χαλάσωμε καί αυτόν". Τού τό είπαν τού πασά καί ο πασάς εγέλασε καί τούς είπε: "Πού θέλετε νά πάμε λοιπόν νά βαρέσωμε;" Ο ίδιος καπετάνιος αποκρίθηκε, ότι "Νά πάμε νά κτυπήσωμεν τόν Πετιμεζάν οπού ευρίσκεται μέ 2000 εις τόν Άγιο Βλάση (Βλασία)."

Άπλωσα τά στρατεύματα εις τά προσκυνημένα χωριά, καί έκαμα διαταγές, ότι όποιο χωριό δέν γυρίσει πίσω είναι τά σπίτια του καϊμένα, τά αμπέλια τους καϊμένα, θά τούς αφανίσω από τό πρόσωπο τής γής καί ότι άν επιστρέψη, τό έθνος θά τούς συγχωρήση", καί άλλα περισσά, φοβέραις. "Εάν στοχασθήτε, ότι ο Ιμπραΐμης θά σάς δώση από 500 νά φυλάτε τά χωριά σας, είσθε γελασμένοι, διατί δέν έχει τόσο στράτευμα, αλλά από τό ένα μέρος θά φεύγουν εκείνοι καί από τό άλλο θά ερχόμεθα εμείς νά καίμε, καί νά σκοτώνουμε".

Λαμβάνοντας ταίς προσταγαίς ταίς έδειξαν τού Ιμπραΐμη, καί είπε ότι: "Εγώ θά δείξω πόλεμο τού Κολοκοτρώνη". Καί έτζι εγύρισαν οπίσω τά χωριά, οπού ήταν προσκυνημένα, καί επαίρναμε οπίσω τά προσκυνοχάρτια, καί τούς δίδαμε τού έθνους. Καί έτζι εγύρισαν οπίσω εις τά χωριά τους, διά νά μή τούς κάψουν τά σπίτια τους.

Καί ετράβηξα μέ 8000, καί ετραβήξαμε κατά τή Βοστίτσα (Αίγιο), καί βγαίνοντας στήν Βοστίτσα αγνάντια στά ψηλώματα, εβγάλαμε ανθρώπους νά τούς πλανέσομε διά νά εβγούν εις πόλεμον. Οι Τούρκοι δέν είχον σκοπόν νά πολεμήσουν, αλλά νά τρυγήσουν, καί εις τήν άκρη τού κάμπου είχαν τήν καβαλλαρία τους, διά νά μήν κατεβαίνουμε. Καί εκαθήσαμεν δύο ημέρας καί επροκάλεσα, καί αυτοί δέν είχαν τόν νούν τους διά πόλεμον. Βλέποντας ότι είμεθα άχρηστοι καί δέν έχομε καί προβιζιόνες (προμήθειες) νά σταθούμε εκεί, επήρα τόν Γενναίον μέ τό μισό στράτευμα, καί ετράβηξα εις τόν Άγιον Βλάσην καί τόν Κολιόπουλον, Μελετόπουλον, Πετιμεζάδες, τούς άφηκα Πάτρας καί Βοστίτζας χωριά.

Πηγαινάμενος εις τόν Άγιον Βλάση, λαβαίνω ένα γράμμα από τό φρούριο τής Καρύταινας, καί λέγει ότι: "Η Μεσσηνία πραγματεύεται νά προσκυνήση - τόν Νικήτα είχα αφήσει στήν Μεσσηνία μέ στράτευμα καί οι στρατιώταις του έφυγαν από τήν πείναν - μόνον νά φθάσετε τό γληγορότερο νά μήν πάθουμε ζημιά." Άφηκα τόν Γενναίον, καί επαράγγειλα καί τού Κολιόπουλου (Δημήτριος Πλαπούτας, γιός τού Κόλια) νά σταθούν νά παρατηρούν τά κινήματα τού Ντελή Αχμέτ πασά, καί τό προσκύνημα, πού αρχίνησαν εις τήν Γαστούνη καί Πύργον, καί εγώ ανεχώρησα μέ διακόσιους σωματοφύλακας.

Ο πασάς από τήν Πάτρα (Ντελή Αχμέτ) συνάζει τά στρατεύματα καί τούς προσκυνημένους, καί πάει κατά τόν Κολιόπουλο εις τήν Καυκαριά (Λαπαναγοί), δυνατός τόπος, μόνον ένα (λάθος) έκαμε ο Κολιόπουλος, οπού δέν έδωσε είδησιν τού Γενναίου, πούτον έξη ώραις μακρά, πλήν ο Κολιόπουλος δέν ενόμισε ότι πάνε επάνω του οι Τούρκοι - καί ως επήγαιναν απάνου του, έκαμε εναν πόλεμον δυνατόν. Εσκοτώθηκαν εως 150 Τούρκοι, καί από τούς δικούς μας δέν έπαθε κανείς τίποτε (μάχη τής Καυκαριάς). Ήτον μέ τό Κολιόπουλον ο Χρήστος Φωτομάρας, ο Μελετόπουλος, ο Νικόλας Πετμεζάς, καί άλλοι, ήτον 2000 καί οι Τούρκοι 8000, καί έτσι ετράβηξε πάλιν ο πασάς Ντελή Αχμέτης καί εκατέβη εις τήν Πάτραν καί εις τήν Γαστούνην, έκαμε κατά τήν Δίβρην, αμέσως καί η Δίβρη καί τάλλα χωριά επροσκύνησαν.

Ο Ιμπραΐμης επήρε ένα μέτρο καί έστειλε τόν κεχαγιά του μέ χιλίους μέ τσεκούρια καί μέ άρματα καί έστειλε στή Μεσσηνία νά βάλουν φωτιά καί τσεκούρι. Όσα δέν εκαίονταν, νά βάνη τσεκούρι, ελαιώνας, συκαίς, μουριαίς. Έστειλε καί πέντε χιλιάδες καβαλλαραίους γιά νά στέκουν εις τήν άκρη, στούς κάμπους, νά μήν κατεβαίνουν οι Έλληνες καί τούς πολεμούν. "Καί η ζωή σου, έλεγε στόν κεχαγιά, θά μέ πληρώση τήν ζωήν οποιουδήποτε φονευθή, διότι δέν σέ στέλνω νά πολεμήσης, αλλά νά καύσης".

Καί εκείνος λοιπόν εσύναξε τό στράτευμα καί επήγεν εις τήν Ζαχάρω, τό λοιπό πού τού έμεινε, καί επρόσταξε νά συναχθούν οι προσκυνημέναις επαρχίαις νά πάν νά χαλάσουν τήν Καρύταινα. Τού κεχαγιά, τού έδωσαν μιαν προσταγήν νά στείλη νά προσκυνήσουν εις τούς Μεσσηνίους, ειμή καί δέν προσκυνήσουν, νά αρχίση τό έργον του, καί τήν προσταγήν τήν έδωσε εις δύο σκλαβωμένους Γαστουναίους σκλάβους (προσκυνημένους) καί τήν ήφεραν εκεί οπού έντεσα καί εγώ.

Διαβάζοντας τήν διαταγήν πού ήταν τόσον σφοδρά, τού αποκρίθηκα όχι από μέρους μου, από μέρος τού λαού τής Μεσσηνίας ότι: "Αυτό οπού μάς φοβερίζεις, νά μάς κόψης καί κάψης τά καρποφόρα δέντρα μας, δέν είναι τής πολεμικής έργον, διατί τά άψυχα δένδρα δέν εναντιώνονται εις κανένα, μόνον οι άνθρωποι οπού εναντιώνονται έχουνε στρατεύματα καί σκλαβώνεις, καί έτσι είναι τό δίκαιον τού πολέμου. Όχι τά κλαδιά νά μάς κόψης, όχι τά δένδρα, όχι τά σπίτια πού μάς έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στήν πέτρα νά μήν μείνη, ημείς δέν προσκυνούμεν. Τί τά δένδρα μας άν μάς τά κόψης, καί κάψης τήν γήν δέν θέλει τήν σηκώσης καί η ίδια η γής πού τά έθρεψε, αυτή η ίδια γή μένει δική μας καί τά ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας νά μείνη, πάντα θά πολεμούμε καί μήν ελπίζης πως τήν γήν μας θά τήν κάμης δική σου, βγάλτο από τό νου σου!"

Λαβαίνοντας τήν απόκρισιν ο κεχαγιάς, ευθύς έβαλε τό έργον του, φωτιά καί τσεκούρι. Καί ημείς τό κεντήσαμε τό στράτευμά του εις πόλεμο, καί αυτοί δέν εκινιόταν εις πόλεμον, μόνο τό έργον τους. Καί πάνε τή νύκτα μερικοί Έλληνες καί έπιασαν τέσσερους Βουλγάρους ζωντανούς καί τούς εξέτασα καί μού είπαν τήν προσταγή νά μήν κάμουν πόλεμον, μόνο νά κοιτάξουν τή δουλειά. Εγώ τότενες επέρασα εις τό Αρμυρό (Αλμυρός Μάνης) καί εκεί εσυνομίλησα μέ τούς καπεταναίους καί άλλους Μανιάτες, νά βρούμε ένα καΐκι νά στείλομε εις τούς ναυάρχους τό γράμμα τού Ιμπραΐμη καί τήν απόκριση τού λαού, οπού ήτον ανοικτά απ' έξω από τή Μεσσηνία, ή όπου τούς βρούν.

Καί είχε ο Παναγιώτης Καπετανιάνος Γιαννέας μία σκαμπαβία (βάρκα μέ πανί) καί τής δώκαμε δέκα πέντε τάλλαρα καί τά γράμματα καί ένα γράμμα μου, καί έλεγα: "Ιδού τί κάνει ο εχθρός τών Ελλήνων". Καί επήγε γυρεύοντας όθεν τούς εύρη. Καί εγώ ετράβηξα καί επήγα μέ τόν Μούρτζινο καί είπα: "Τί κάνετε, αδέλφια; Νά πιάσωμεν τόν Αρμυρό πού έχω καί χίλιους στρατιώτας Πελοποννησίους". Καί έτσι εσυνάχθησαν καί εκίνησαν καί ο Αναστάσης Μαυρομιχάλης καί άλλοι καπεταναίοι τής Μάνης καί επήγαν εις τόν Αρμυρό. Τήν ίδια ημέρα έλαβα ένα γράμμα από Καρύταινα από τόν Βασίλη Αλωνιστιώτη, ότι: "Τό Φανάρι (Ολυμπία) αρχίζει νά προσκυνή, μόνο πάρε μέτρα". Τής ευθύς έκραξα τόν Μούρτζινο καί τούς καπεταναίους καί τόν Νικήτα, καί εγώ παίρνω διακοσίους νά περάσω από τήν Καρύταινα, Λιοντάρι νά μάσω στρατεύματα, νά πάω κατά τό Φανάρι, νά έχω καί έγνοια, ότι ο Ιμπραΐμης ήτον εις τήν Ζαχάρω καί εσύναζε στρατεύματα. Καί έτσι σέ εικοσιτέσσερες ώρες ευρέθηκα στήν Καρύταινα, καί έστειλα στρατεύματα κατά τό Φανάρι.

Η μέν σκαμπαβία έντεσε νά εύρει τήν γαλλικήν αρμάδα καί δίνοντας τά γράμματα τού ναυάρχου τού Γάλλου (Δεριγνύ), έκαμε σινιάλο καί μαζώχθηκαν καί οι τρείς ναύαρχοι καί εδιάβασαν τά γράμματα καί δέν επίστευσαν, ότι είναι αληθινό εκείνο οπού κάνει ο Μπραΐμης, γιατί αυτοί τού είχαν στείλει πρώτα νά παύση τόν πόλεμο, πλήν εκείνο τό σκυλί δέν άκουε καί ετήραε τήν έχθρα, τό πάθος οπού είχε εις τούς Έλληνας. Τότε έκραξαν τόν αείμνηστον καί μακαρίτην Άμιλτον καί μία φραντσέζικη καί ρούσικη φρεγάδα, καί ήλθαν εις τό Αρμυρό νά ιδούν άν τά γραφόμενα ήτον αληθινά. Καί ήλθαν εις τό Αρμυρό καί εβγήκαν καί ευρήκαν τούς καπεταναίους πού ήτον μεινεμένοι εκεί. Από τό Αρμυρό εως τήν Καλαμάτα είναι μιάμιση ώρα ο τόπος πού έκοβαν καί έκαιαν, καί οι καπεταναίοι τούς έδειχναν τό τί κάνει ο Ιμπραΐμης. Εμβήκαν σέ τρείς φελούκες οι τρείς κομαντάντηδες καί εβγήκαν εις τής Καλαμάτας τό ποτάμι, πού είναι από τό Αρμυρό ώρα μιάμιση, καί έκραξαν τόν Κεχαγιά καί τού είπαν νά παύση τήν φωτιά καί τό τσεκούρι. Καί αυτός τούς απεκρίθηκε: "Η προσταγή μου είναι νά καίω καί νά κόβω".»


Άπαντα Κολοκοτρώνη Β'




Μάχη στό Μέγα Σπήλαιο 24 Ιουνίου 1827



Τό Μέγα Σπήλαιο είναι ένα μοναστήρι πού ιδρύθηκε τόν 4ο αιώνα καί ατενίζει τήν κοιλάδα τού Βουραϊκού ποταμού εδώ καί 1600 χρόνια. Είναι κτισμένο στή ρίζα ενός τεράστιου βράχου καί η θέση του είναι τόσο δυσπρόσιτη, ώστε κανένας Τούρκος κατακτητής δέν είχε καταφέρει νά τό καταλάβει καί νά τό συλλήσει. Αμέτρητες οικογένειες από τόν ερημωμένο Μοριά είχαν βρεί καταφύγιο στά κελλιά τής μονής, γιά νά δεχτούν περίθαλψη καί τροφή από τούς μοναχούς καί τόν ηγούμενο τού Μεγάλου Σπηλαίου. Ακόμα καί ξακουστοί πρόκριτοι όπως ο Λόντος καί ο Δεληγιάννης είχαν στείλει τίς οικογένειές τους στό μοναστήρι γιά νά τίς γλυτώσουν από τή μαύρη λαίλαπα.


Μέγα Σπήλαιο Καλάβρυτα


Περί τά μέσα Ιουνίου 1827 ο αιμοβόρος Αιγύπτιος έστησε τό στρατόπεδό του στή θέση Σάλμαινα τού χωριού Βυσωκά (Σκεπαστό) καί άρχισε νά στέλνει ιππείς γιά νά παρατηρούν τό μοναστήρι καί νά τόν πληροφορούν γιά τίς κινήσεις τών Ελλήνων. Στό μοναστήρι υπήρχε φρουρά μέ αρχηγό τόν Νικόλαο Πετμεζά, αλλά οι άνδρες του δέν επαρκούσαν γιά νά αντιμετωπίσουν τούς χιλιάδες μουσουλμάνους πού είχαν κατακλύσει τόν κάμπο τών Καλαβρύτων. Ο ηγούμενος ζήτησε αμέσως βοήθεια από τόν Κολοκοτρώνη, ο οποίος έστειλε ένα στρατιωτικό σώμα μέ επικεφαλής τούς Φώτιο Χρυσανθόπουλο (Φωτάκο), Νικόλαο Καραχάλιο, Κωνσταντίνο Μέλιο καί Θεοδόσιο Παπαγιαννακόπουλο.

Ο Νικόλαος Πετμεζάς είχε οχυρώσει όσο καλύτερα μπορούσε τό Μέγα Σπήλαιο. Στή βορεινή πλευρά είχε κατασκευάσει πύργο καί τόν είχε εφοδιάσει μέ δεξαμενές νερού καί πολεμοφόδια. Στήν κορυφή τού βράχου κατασκεύασε ένα δεύτερο πύργο μέσα στόν οποίο φρόντισε νά κτίσει τό παρεκκλήσι τής Αναλήψεως. Τελικά στό μοναστήρι συγκεντρώθηκαν 600 αγωνιστές καί μαζί τους συντάχθηκαν καί οι περισσότεροι μοναχοί μέ επικεφαλής τόν Γεράσιμο Τορολό, ο οποίος πέταξε τά ράσα καί φόρεσε τή φουστανέλλα.

Ο Ιμπραήμ πρίν επιτεθεί εναντίον τής μονής, επιχείρησε νά πείσει τούς μοναχούς νά προσκυνήσουν γιά νά σώσουν τή ζωή τους. Οι μοναχοί αρνήθηκαν καί ο πασάς έδωσε εντολή στούς αραπάδες του νά καταλάβουν τό μοναστήρι καί νά τό ξεθεμελιώσουν όπως είχαν κάνει ένα χρόνο πρίν στή μονή τής Αγίας Λαύρας.

Ο στρατός τού Ιμπραήμ μαζί μέ τούς προσκυνημένους τού Νενέκου αριθμούσε περίπου 15000 άνδρες. Μόλις χάραξε η 24η Ιουνίου 1827, οι Τουρκοαιγύπτιοι κατέλαβαν τό Πετρούχι καί τή θέση "Υψηλός Σταυρός", καί εξαπέλυσαν επιθέσεις στά γειτονικά χωριά γιά νά αποκλείσουν τό ενδεχόμενο ενισχύσεων από τούς Έλληνες. Ο αρχηγός τών Ελλήνων Νικόλαος Πετμεζάς, μέ τόν Φραγκάκη καί τόν Φωτάκο είχαν οχυρωθεί στούς πύργους τής μονής καί πυροβολούσαν αδιάκοπα τούς επιτιθέμενους. Οι καλόγεροι τής μονής πολέμησαν μέ τήν ίδια ανδρεία πού πολέμησαν καί οι εμπειροπόλεμοι άνδρες τού Πετμεζά. Γράφει ο Φωτάκος στά απομνημονεύματά του:

«Έξαφνα βλέπω νά εξέρχωνται από τό μοναστήριον, ο είς κατόπιν του άλλου μοναχοί ήσαν δέ όλοι όταν εξήλθον έως εκατόν, καί καπετάνιον είχον τόν γνωστόν μοναχόν Γεράσιμον. Ούτοι όλοι έβγαλαν τά καλογερικά καί ενδύθησαν στρατιωτικά ελληνικά, έβαλαν φουστανέλες καί εφόρεσαν φέσια, εξάπλωσαν κάτω τά πλούσια μαλλιά τής κεφαλής των, καί είχον οπλισθή κατά τόν τρόπον τών ατάκτων στρατιωτών. Οι καλόγεροι εσκότωσαν περισσότερους Τούρκους από ημάς. Εκείνην τήν ημέραν οι Τούρκοι ησθάνθησαν καλογερικόν πόλεμον.»

Άλλοι Έλληνες είχαν κρυφθεί στό πυκνό δάσος καί πλαγιοκοπούσαν από εκεί τούς αραπάδες τού Ιμπραήμ εμποδίζοντάς τους νά προσεγγίσουν τούς δύο πύργους. Σέ μία ανύποπτη στιγμή ο Νικόλαος Πετμεζάς διενήργησε αντεπίθεση κατά τού εχθρού μαζί μέ τόν Ανδρέα Σαρδελιανό. Οι εχθροί αιφνιδιάστηκαν καί υποχώρησαν αλλά ο Σαρδελιανός πληγώθηκε θανάσιμα καί σέ λίγο ξεψύχησε από τά τραύματά του. Ο Ιμπραήμ απέτυχε καί στό άλλο μέτωπο πού είχε ανοίξει νοτιοδυτικά τής μονής, χάνοντας δεκάδες άνδρες. Τό ιππικό του ήταν ανίκανο νά κινηθεί μέσα στό πυκνό δάσος καί τά δύσβατα μονοπάτια καί κατά τό απόγευμα αναγκάστηκε νά παραδεχτεί τήν αποτυχία του καί νά διατάξει υποχώρηση. Γνώριζε ότι μία ενδεχόμενη άφιξη ενισχύσεων από τόν Κολοκοτρώνη θά σήμαινε πανωλεθρία για τό ήδη ταπεινωμένο στράτευμά του καί έτσι γύρισε στά Καλάβρυτα, πρίν τόν βρεί τό σκοτάδι.

«Ο δέ Ιμπραήμ πασσάς διατρίβων εις τάς Παλαιάς Πάτρας εξεστράτευσε κατ' ευθείαν διά τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων, όστις καί λεηλατών, πυρπολών, λαφυραγωγών κ.τ.λ. έφθασεν εις τήν πρωτεύουσαν τών Καλαβρύτων, έχων εκ προμελέτης νά καταστρέψη καί τήν Μονήν τού Μεγάλου Σπηλαίου. Αλλ' ο Γενικός Αρχηγός προϊδών τόν διά τήν πολιορκίαν τού Μεγάλου Σπηλαίου αμετάθετον σκοπόν τού Ιμπραήμ, διέταξε τόν υπασπιστήν του Φώτιον Χρυσανθόπουλον καί τόν Κωνσταντίνον Μέλιον εξ Αρκαδίας (Τριφυλίας) μέ Καρυτινούς καί Ντρέδας διακοσίους πενήντα, καί μέ διακόσιους άλλους Έλληνας, καί τούς απέστειλεν εις βοήθειαν τής περί ής ο λόγος Ιεράς Μονής.

Τήν 19ην Ιουνίου 1827 διαταγείς παρά τού Ιμπραήμ ο Σαμή εφέντης υιός τού Σέχ Νετζίπη Τριπολιτζιώτου διατελών παρά τού Ιμπραήμ, έγραψε πρός τούς σεβάσμιους Πατέρας τής ρηθείσης μονής τά εφεξής:

"Διά τού Υψηλοτάτου ευσπλαχνικωτάτου Βελιέλγιουννάμ Ιμπραχήμ πασσά αυθέντου μας βεζύρη τής Αιγύπτου καί τού Μωρέως, πρός σάς τούς ρουχπάνιδες (καλόγερους) τού Μεγάλου Σπηλαίου.

Ο υψηλότατος αυθέντης μας, ως ένθερμος υπερασπιστής τών παλαιών καί αρχαίων βακουφίων (ιερών ναών), επιθυμών πάντοτε νά μή χύνωνται καί αίματα, μηδέ νά καταστρέφωνται πόλεις καί χωριά, καί τοιαύτα μάλιστα βακούφια καθώς τό εδικόν σας, κατά προσταγήν τού ύψους του (υψηλότητός του) σάς γράφω διά νά γνωρίσετε τό μερχαμέτι του (ευσπλαχνία) καί τήν απόφασίν του πραγματικώς, νά έλθετε εδώ εις Καλάβρυτα δύω εκ τών προκριτωτέρων ρουχπάνιδων, νά δώσετε τήν υποταγήν καί τό ραγιαλίκι εις τήν υψηλότητά του, καί σάς υπόσχεται μεγάλα χαρίσματα εις τό βακούφιόν σας καί πολλάς τιμάς.

Θέλει διπλασιάσει καί τά χαρίσματά του από όσα σάς είχεν ο κραταιός Βασιλεύς ο Σουλτάνος. Καί όλα ταύτα σάς τά υπόσχομαι από μέρους τής υψηλότητός του, καί άν ήθελε νά σάς απατήσω νά ήμαι αρνητής τού Μωάμεθ καί τού Αλκουρανίου, νά ήμαι άτιμος, καί η κατάρα τού αγιωτάτου πατρός μου Σέχ Νετζίπ εφέντη νά καταδικάζη διά παντός καί εμένα καί όλην τήν οικογένειά μου. Ειδέ καί σταθήτε εις τήν ανοησίαν καί απάτην τών κοτζαμπάσηδων καί τών κλεπτών, καί σείς καί τό βακούφι θέλει αφανισθούν ως ριπή οφθαλμού, επειδή από κανόνια καί βόμβας καί λαγουμιτζήδες θά μεταχειρισθή διά νά κάμη όσον τάχιστα τήν καταστροφήν σας καί τότε η Υψηλότης του είναι αμέτοχος από τήν αμαρτίαν, καί σείς δώσετε λόγον εις τόν Θεόν τόν Μεγαλοδύναμον, καί περιμένω τόν σκοπόν σας.

19 Ιουνίου 1827 Καλάβρυτα

Ο φίλος σας Σαμί εφέντης υιός τού αγιωτάτου Σέχ Νετζίπ εφέντη."

Τό γράμμα αυτό εστάλη πρός τούς Πατέρας μ' ένα Έλληνα από τήν Γουμένιτσαν. Αφ' ού επέστρεψεν ο αποσταλείς, ο Ιμπραήμ ανέβη μέ πεντακόσιους ιππείς εις τό όρος Σταυρί, απέναντι τού Σπηλαίου κείμενον από τό μέρος τής κώμης Ρογούς (Ρογοί Αχαΐας), όθεν θεωρήσας διά τού τηλεσκοπίου τήν Ιεράν Μονήν, καί όλας τάς πέριξ αυτής θέσεις, μετά δύω ώρας επέστρεψεν εις τά Καλάβρυτα, καί ήρξατο τάς ετοιμασίας διά τήν κατά τού Σπηλαίου εκστρατείαν.

Όθεν τήν 23ην Ιουνίου 1827 περί τήν δύσιν τού ηλίου εκίνησεν έν σώμα συγκείμενον από 3000 καί κατά διαταγήν τού Ιμπραήμ ετοποθετήθη εις τό όρος Πετρούχι, άνωθεν τού χωρίου Ποταμιάς, όπισθεν τής Ιεράς Μονής κείμενον, διά νά προσέχη τήν επί κεφαλής τής μονής πολιορκίαν, ο δέ υπόλοιπος στρατός συμποσούμενος περί τάς 12000, σχεδόν απήλθε κατ' ευθείαν εις τήν θέσιν τήν καλουμένην Υψηλόν Σταυρόν, εις τό κατ' ανατολάς μέρος τού Σπηλαίου κειμένην, φθάσας εκείσε περί τήν ογδόην ώραν μετά μεσημβρίαν.

Τήν δέ επιούσαν (επομένη) απέστειλε ο Ιμπραήμ 3000 εις τό χωρίον Διακοπτόν (Άνω Διακοφτό), οίτινες ηχμαλώτισαν όσους εύρον εις τήν εκκλησίαν τού Μαχαλέ Βρώστενας εν τή εορτή τού Τιμίου Προδρόμου, αριθμούμενους περίπου τών τριακοσίων ψυχών. Εν τοσούτω οι Πατέρες τής Μονής τού Μεγάλου Σπηλαίου είχον εφωδιασμένους καθ' όλα τούς άνωθεν τής μονής πύργους, από 100 επιλέκτους πατέρας τής μονής, μεθ' ών ήσαν καί ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος μέ 160, ο Κωνσταντίνος Μέλιος εκ Τριφυλλίας μέ 90 Ντρέδες καί Καρυτινούς, ο Νικόλαος Φραγκούλης μέ 62, οι Σαρδελιάνοι εκ Κερπινής καί οι Νικολάκης καί Γκολφίνος Πετμεζαίοι μέ 35.

Πρό δέ τής ανατολής τού ηλίου ο Φωτάκος άμα ότε είδε τό πλήθος τών εχθρών τοποθετημένον εις τήν θέσιν Υψηλόν Σταυρόν, ειδοποίησε καί τούς λοιπούς οίτινες ομοθυμαδόν ετοιμασθέντες πάραυτα, εξήλθον τών προμαχώνων, εγκαταλείποντες εν αυτοίς τούς αναγκαιούντας στρατιώτας μόνον. Οδεύσαντες δέ από έλατον εις έλατον, επλησίαζον πρός τούς εχθρούς καί μέ πρώτον κανονοβολισμόν τών κανονίων εις τό όρος τής Αναλήψεως από σφαιρίδια εθανάτωσαν περίπου τών 30 εχθρών καί ούτως οι μέν εχθροί προοδεύσαντες έμειναν εις τήν θέσιν τού Υψηλού Σταυρού αντιμαχόμενοι μετά τών ολίγων εκείνων Ελλήνων. Η δέ μάχη εξακολούθει μέ πείσμα, απαριθμουμένου όλου τού αριθμού τών Ελλήνων μετά καί τών Πατέρων τής Μονής εις 600.»


Επιτομή τής Ιστορίας τής Αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αμβρόσιος Φραντζής 1835, Τόμος Β'






Πετμεζάς Νικόλαος τού Αθανασίου




«Ο Κολοκοτρώνης τή 18η Ιουνίου 1827 εις Ζάχολη ών έλαβε επιστολάς από τόν Βασίλειον Πετμεζά καί τούς πατέρας τής μονής τού Μεγάλου Σπηλαίου, εγκλειούσας καί αντίγραφον επιστολής τού Νικολάου Φραγκάκη, δι' ής ούτος ειδοποίει αυτούς, ότι ο Ιμπραήμ εκστρατεύσας εκ Πατρών έφθασεν εις τά πεδινά τής Γουμένιτσας καί τών Λαπατών (Λαπάθεια), μέ 13000 φέρων μεθ' εαυτού καί τόν μπέην Νενέκο παρακολουθούμενον από 2000 προσκυνημένους ενόπλους καί απειλεί τό Μέγα Σπήλαιον.

Ο Ιμπραήμ έμεινεν εις τά ειρημένα πεδινά μέχρι τής 24 Ιουνίου 1827. Εν τούτοις ο Κολοκοτρώνης μεταβάς εις Φενεόν μετά τών περί αυτόν κατά τάς 20 Ιουνίου, καί λαβών εκεί είδησιν ότι οι Δημήτριος Πλαπούτας καί Γενναίος μέ έως 3000 επλησίασαν εις τό λεγόμενον Γεφύρι τής Κυράς, έγραψεν αυτοίς νά σπεύσουν, οδηγών πρός τούτοις αυτούς πώς καί πόθεν διά Λειβαρτζίου καί Σωποτού νά εισβάλουν καί πώς νά ενωθούν όπου έδει μέ τούς τού Σισίνη καί Παπασταθόπουλου. Πρός δ' ασφάλειαν τού Μεγάλου Σπηλαίου, πέμψας ευθύς επί τούτω τόν υπασπιστήν του Φωτάκο Χρυσανθόπουλον μέ 100 εκ τών παρ' αυτώ, διέταξε καί τόν Νικόλαον Πετμεζάν μέ 600 νά εισέλθουν επί τούτω εν τή μονή καί εισήλθον. Φθάσαντα δέ καί τόν Παναγιώτην Νοταράν μέ τούς Κορινθίους, διέταξεν αυτόν νά ενωθή εις Χαλκιάνικα μέ τούς υπό τόν Βασίλειον Πετμεζάν, καί ομού νά προβώσι εις Καλάβρυτα.

"Προς τόν Πανοσιώτατον άγιον καθηγούμενον καί λοιπούς πατέρας τού Μεγάλου Σπηλαίου.

Σπεύδω νά σας αναγγείλω ευχαρίστως ότι ο στρατηγός Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) καί Γενναίος μέ γράφουν από τής Κυράς τό Γεφύρι, ότι χθες τό εσπέρας απέρνουν εις Λιβάρτζι καί Σοπωτόν μέ επέκεινα τών τριών χιλιάδων Καρυτινών, καί εσκόπουν συσσωματωθέντες μέ τόν Σισίνην καί Παπασταθόπουλον, τούς οποίους επερίμενον εκεί καί μέ όλα τά άρματα τού Λιβαρτζίου, τά οποία είναι διωρισμένοι νά εκκινήσουν διά τού πυρός καί τού σιδήρου, νά προχωρήσουν εις όποιον μέρος τού εχθρού ήθελε τούς οδηγήσωσι μέ ειδοποιούν προσέτι, ότι όλα εκείνα τά μέρη εμψυχωθέντα έλαβον εκ νέου τά άρματα, όθεν δέν μένει αμφιβολία, ότι ο εχθρός θά δώση πρός εκείνο τό μέρος εν μέγα μέρος τής προσοχής του, καί ότι αν έχη σκοπόν νά πολεμήση τό Σπήλαιον θέλει τόν μεταβάλλει άφευκτα. Εξωτερικάς ειδήσεις έχομεν καλάς, τάς οποίας από τόν στρατηγόν Νικολάκη Πετιμεζάν καί υπασπιστήν μου Φώτιον πληροφορείσθε γενναιότης Πατέρες καί μην ολιγοκαρδίζετε, τά πράγματά μας θά λάβουν τήν επί τά κρείττω μορφήν γλήγορα, μένω.

Από τό μοναστήρι Αγίου Γεωργίου Φενεού ο Γενικός Αρχηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης"

Ο Ιμπραήμ λαβών απάντησιν αρνητικήν, τήν 23ην Ιουνίου 1827 εκινήθη κατ' αυτής πανστρατιά, καί κατά διαταγήν του τήν 24ην, πλείστοι μέν κατέλαβον τό λεγόμενον Πετρούχι καί τόν Υψηλόν Σταυρόν. Ιππείς δ' ως 500 ώρμησαν εις τήν Πανηγυρίστραν καί τό Μετόχι, αλλ' ήσαν τότε καί οι τής μονής φρουροί ητοιμασμένοι εις άμυναν, τό δ' ήμισυ τού στρατού του έπεμψε πρός τό Διακοπτόν κατά τά όπισθεν τού Σπηλαίου μέρη, ίνα καί τάς εκείθεν δοκιμάση θέσεις, καί τούς εκείσε καταφυγόντες αιχμαλωτίση, ως καί ηχμαλώτισεν έως 300 γυναικόπαιδα. Εκ τών μοναχών τής μονής υπέρ τού 100 υπό τόν γενναίον προηγούμενον καί φρούραρχον τής μονής Τορολόν, ομού μέ άλλους εκ τής φρουράς, προσβάλλοντες τούς Τούρκους, φονεύσαντες υπέρ τούς 120 καί πολλούς πληγώσαντες, έτρεψαν αυτούς εις φυγήν.

"Υψηλότατε αρχηγέ τών Οθωμανικών αρμάτων, χαίρε.

Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί είδομεν τά όσα γράφεις, ηξεύρομεν πώς είσαι εις τόν κάμπον τών Καλαβρύτων πολλάς ημέρας καί ότι έχεις όλα τά μέσα τού πολέμου. Ημείς διά νά προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις τήν πίστιν μας, ή νά ελευθερωθώμεν ή νά αποθάνωμεν πολεμούντες καί κατά τό αΐνι μας δέν γίνεται νά χαλάση ο ιερός όρκος τής πατρίδος μας. Σέ συμβουλεύουμε όμως νά υπάγης νά πολεμήσης σέ άλλα μέρη, διότι, άν έλθης εδώ νά μάς πολεμήσης καί μάς νικήσης, δέν είναι μεγάλον κακόν, διότι θά νικήσης παπάδες, άν όμως νικηθής, τό οποίον ελπίζομεν άφευκτα, μέ τήν δύναμιν τού Θεού, διότι έχομεν καί θέσιν δυνατήν καί θά είναι εντροπή σας καί τότε οι Έλληνες θά εγκαρδιωθούν καί θά σέ κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σέ συμβουλεύομεν καί ημείς, κάμε ως γνωστικός τό συμφέρον σου, έχομεν καί γράμματα από τήν βουλήν καί από τόν αρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίπτωσιν πολλήν βοήθειαν θά μάς στείλη, παλληκάρια καί τροφάς καί ότι ή θά ελευθερωθώμεν τάχιστα ή θά αποθάνωμεν κατά τόν ιερόν όρκον τής Πατρίδος μας.

Ηγούμενος Δαμασκηνός καί σύν εμοί παπάδες καί καλόγεροι τή 22α Ιουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον.»


Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας υπό Μιχαήλ Οικονόμου



Οι απώλειες τού Ιμπραήμ ήταν περίπου 300 νεκροί. Οι στρατιώτες τού Χριστού, μόλις επέστρεψαν στή μονή, έγιναν δεκτοί από τόν άμαχο πληθυσμό μέ κραυγές χαράς καί κωδωνοκρουσίες καί όλοι μαζί γιόρτασαν μέ δοξολογία τή μεγάλη νίκη. Ο στρατηγός Νικόλαος Πετμεζάς μόλις τελείωσε η λειτουργία γονάτισε μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας, καί ανεφώνησε:

«Παναγιά μου, εφ' όσον έχουμε εσένα, δέν χρειάζονται τ' άρματα».

Μερικές ημέρες αργότερα αρρώστησε ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μέλιος καί πέθανε. Η κηδεία του τελέστηκε στό μοναστήρι, όπου έγινε καί η ταφή του.

«Εστρατολόγησε μία κολόνα τού Ιμπραήμ πασιά μέ αρκετούς ζαερέδες 2500 φορτία από καμήλια καί μουλάρια μέ καβαλαρέους καί πεζούς έως τέσσαρες χιλιάδες καί εις τάς δέκα τού τρέχοντος εξεκίνησε άλλην κολόνα μέ όμοιαν δύναμιν, ομού καί ζαερέδες (εφόδια) καί εις τάς δεκαεπτά τού αυτού μηνός ευγήκε καί ο ίδιος Ιμπραήμης καί έστησε τά τζαντήρια (σκηνές) του εις τά Καλάβρυτα εις τάς δέκα οκτώ εβγήκε μέ όλην του τήν καβαλαριά εις τό Ροήτικο βουνό καί επαρατήρησε τάς θέσεις τού μοναστηριού Μεγάλου Σπηλαίου τήν δέ εικοστή πρώτη επυρπόλησε τήν Κερπινή ώστε όπου δέν άφησε ούτε χαμοκέλα (αποθήκη) καί μερικά οσπήτια ροήτικα ομού καί τήν εκκλησίαν, τήν δέ εικοστή τετάρτη εστρατολόγησε μέ όλην του τήν δύναμιν διά νυκτός καί ήλθε καί έπιασε τάς κορυφάς τών βουνών τού Πετρούχι εις τό Τζηβλιώτικον, τό Ξυλόκαστρον εις τό Σουβαρδίτικον, τό Τρύπιο Λιθάρι, τόν Καλαρήτη, όλας τάς θέσεις αυταίς, έπειτα στέλνει δύο κολόναις από δυό μέρη εις Διακοπτόν καί τό ελεηλάτησεν, εφόνευσε καί ηχμαλώτισε τεσσαράκοντα δύο συγχρόνως καί άλλους τεσσαράκοντα Ροήτας οπού παροικούσαν εις τά εκεί.

Ζωντανά επήραν αρκετά βοδιωγέλαδα, άλογα, πρόβατα καί άλλο πράγμα πολύ. Εις τίς τέσσερες η ώρα επέστρεψαν οπίσω μέ τούς αιχμαλώτους καί λάφυρα καί εις τήν επιστροφήν τους εβγήκαν τά άρματα τού μοναστηρίου ο σεγιαντάντης τού αρχηγού Κολοκοτρώνη, ομού καί καλόγεροι, καί εκτύπησαν τούς εχθρούς πεισματικά καί εφονεύθησαν καί επληγώθησαν υπέρ τούς εκατόν εξήκοντα καί έφυγε μέ μεγάλην καταισχύνην. Εφονεύθη καί ένας Κερπινιώτης ονόματι Ανδρέας Σαρδελιανός καί τήν εικοστή πέμπτη ετραβήχθη ο εχθρός από Καλάβρυτα εις Κατζανά.»

(Ανώνυμο χρονικό)


Μετά τή νίκη στό Μέγα Σπήλαιο, ακολούθησαν καί άλλες μάχες μεταξύ Ελλήνων καί Τουρκαραπάδων στήν επαρχία Καλαβρύτων. Στίς 4 Ιουλίου 1827 έλαβε χώρα η μάχη τής Βλασίας. Ο Βασίλης Πετμεζάς είχε οχυρωθεί στό μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου Βλασίας μέ τούς στρατιώτες του καί έλαβε ενισχύσεις από τούς Γιαννάκη Δαγρέ, Αναστάσιο Νέζο καί Μιχαλάκη Αναγνώστου Ιατρού. Ο πασάς τής Πάτρας πού είχε στίς τάξεις του τόν Νενέκο καί άλλους προσκυνημένους ήθελε νά κατευθυνθεί πρός τούς Πετσακούς γιά νά επιτεθεί στόν Κολοκοτρώνη. Ο Σταμάτης Μποτιώτης όμως τού είπε ότι ένα βασιλιά έχουν οι Έλληνες καί νά μήν τούς τόν χαλάσει καί αντιπρότεινε νά επιτεθούν στόν Πετμεζά. Ο πασάς συμφώνησε καί οι Τούρκοι στράφηκαν πρός τή Βλασία. Ο στρατός τού Δελή Αχμέτ ήταν πολυάριθμος καθώς αριθμούσε 6000 άνδρες καί οι Έλληνες μετά από μία σύντομη μάχη δείλιασαν καί υποχώρησαν μέσα από τό πυκνό ελατόδασος πρός τό Λιβάρτζι.

Λίγες ημέρες αργότερα στίς 17 Ιουλίου 1827, σέ μάχη πού έγινε στή μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στό χωριό Τσετσεβά (Δήμος Ερινεού) οι Έλληνες μέ αρχηγούς τούς Φεϊζόπουλο, Δημήτριο Μελετόπουλο, Παναγιώτη Νοταρά, Γεώργιο Λύκο, Ροδόπουλο καί Γιωργάκη Χελιώτη, μετά από πεισματώδη μάχη, νίκησαν τούς Τούρκους προκαλώντας τους απώλειες άνω τών 200 νεκρών.

Εν τώ μεταξύ, ο αεικίνητος Κολοκοτρώνης από τά Καλάβρυτα πήγαινε στήν Καρύταινα, από τήν Καρύταινα έτρεχε πρός τή Μάνη, από τή Μάνη έτρεχε πρός τήν Κόρινθο, από τήν Κόρινθο επέστρεφε στά Καλαβρυτοχώρια. Από τό μοναστήρι τού Αγίου Γεωργίου στό Φενεό, ο γραμματικός του Παναγιώτης Κόκκαλης έστειλε δεκάδες επιστολές στούς κατοίκους τών προσκυνημένων περιοχών, οι οποίες τίς περισσότερες φορές ήταν απειλητικές. Όταν τό μελάνι τελείωσε, ο Κόκκαλης έγραφε τίς επιστολές του μέ ένα κόκκινο υγρό από συκάμινα (βατόμουρα). Τό κόκκινο υγρό, οι προσκυνημένοι τό θεωρούσαν ότι ήταν αίμα καί ο τρόμος τους μεγάλωνε όταν λάμβαναν τίς επιστολές μέ τήν υπογραφή τού Κολοκοτρώνη.

Μία άλλη σημαντική μάχη έγινε στήν ορεινή Αχαΐα, δυτικά από τό χωριό Λεόντιο καί έμεινε γνωστή μέ τό όνομα Μάχη τής Καυκαριάς. Ο πασάς τής Πάτρας Δελή Αχμέτ μέ δύναμη περίπου 6000 αντρών κατευθύνθηκε πρός τά Καλάβρυτα. Στό χωριό Λαπαναγοί συνάντησε τόν Δημήτριο Πλαπούτα, ο οποίος δέν περίμενε νά σταθούν νά τόν πολεμήσουν οι Οθωμανοί καί γι' αυτό δέν ειδοποίησε τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη νά έρθει σέ βοήθεια. Ευτυχώς η θέση στήν Καυκαριά πού διάλεξε νά οχυρωθεί βρισκόταν ψηλά σέ ένα λόφο καί ήταν δασώδης.

Η μάχη άρχισε τό πρωί τής 26ης Αυγούστου 1827 καί κράτησε δύο ημέρες μέ μεγάλο πείσμα καί από τίς δύο πλευρές. Μαζί μέ τόν Δημήτριο Πλαπούτα ή Κολιόπουλο πολέμησαν καί οι Πετμεζαίοι, ο Δημήτριος Μελετόπουλος, ο Χρήστος Φωτομάρας μέ 100 Σουλιώτες, ο Ιωάννης Φεϊζόπουλος, ο Ροδόπουλος, ο Παπανίκας, ο Γιουρούκος καί ο Γεώργιος Λύκος. Την πρώτη ημέρα οι Οθωμανοί έκαναν εφόδους εναντίον τών Ελλήνων αλλά δέν κατάφεραν νά καταλάβουν τόν λόφο. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν καί τήν δεύτερη ημέρα μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Οι Έλληνες κυλούσαν βράχια από τό λόφο δημιουργώντας σύγχυση στούς επιτιθέμενους καί τελικά ο πασάς τών Πατρών αναγκάστηκε νά αποχωρήσει αφήνοντας στή ρίζα τού λόφου τής Καυκαριάς 400 νεκρούς.

«Ο Γέρων προυχώρησε εις Κόρινθον μεθ' απασών τών ευχρήστων καί διαθεσίμων δυνάμεων, καί εστράφη τότε αριστερόθεν πρός τήν λίμνην τού Φονιά (Φενεού) ίνα υποδεχθή εκεί τούς υπό τόν Νοταράν Κορινθίους, καί επιτηρή τάς κινήσεις τού εχθρού. Ενώ δέ ήδη ευρίσκετο καθ' οδόν εν Ζάχολη (Ευρωστίνη) αντήχησε πρός αυτόν ή τών μοναχών τού Μεγάλου Σπηλαίου αίτησις βοήθειας. Ο δέ Ιμβραήμ, αφού αφήκεν οπίσω εις Πάτρας ισχυρόν σώμα υπό τόν Δελή Αχμέτην, εστράφη μετά 6000 ανδρών καί τού σώματος τών εθελοντών τού Νενέκου κατά τού μοναστηρίου.

Ο Κολοκοτρώνης έπεμψεν αμέσως πρός βοήθειαν τών απειλουμένων τό σώμα τού Πετμεζά καί εκατό άνδρας εκ τής σωματοφυλακής του υπό τόν Φωτάκο Χρυσανθόπουλον καί έγραψε πρός αυτούς τήν 20ην Ιουνίου 1827 λέξεις πλήρεις ελπίδων περί τής εκβάσεως τού αγώνος. Ο Ιμβραήμ εύρε πρό τού ασύλου τοποθετημένα τηλεβόλα καί λαϊκούς, ως καί καλογήρους, τόσον ευσταθώς έχοντας απόφασιν πρός άμυναν, ώστε παρητήθη από τής κατά πρόσωπον επιθέσεως. Έπεμψε δ' έν απόσπασμα τού στρατού του μετά τού προδότου Νενέκου πρός Διακοπτόν (Άνω Διακοπτό) εις τήν ράχην τού μοναστηρίου. Αλλά καί εκείθεν τό βραχώδες σπήλαιον ήτο απρόσιτον, οι δέ μοναχοί ωφελήθησαν εκ τού εν τώ μεταξύ χρόνου όπως επιπέσωσι μετ' επιτυχίας. Ο Ιμβραήμ απεσύρθη χωρίς νά κατορθώση τίποτε εις Καλάβρυτα καί προητοιμάζετο όπως αντί τούτου, υποτάξη τό τμήμα τής Καρυταίνης.

Ο Κολοκοτρώνης ανέπτυξεν ακάματον δραστηριότητα καί ενέργειαν όπως αντιπράξη εις τό μίασμα τής υποταγής εις τούς Τούρκους καί κατόρθωσε ν' αποδιώξη εις τάς Πάτρας τούς τουρκόφιλους καί τουλάχιστον έν μέρος τών υποταχθέντων νά επαναγάγη υπό τήν ελληνικήν σημαίαν.

Στά ναυτικά, ο Κόχραν απεφάσισε νά εκτελέση τήν ιδέαν τού Κανάρη, νά πλεύση εις Αλεξάνδρειαν καί ματαιώση τήν μεγάλην εκστρατείαν πρός ήν ο Μεχμέτ Αλής προητοιμάζετο ήδη από τής ανοίξεως, πρός τούτοις δέ νά καταστρέψη τόν αιγυπτιακόν ναύσταθμον. Τήν δ' εσπέραν τής 15ης Ιουνίου 1827 έφθασεν απέναντι τού λιμένος τής Αλεξανδρείας καί ανύψωσε τήν αυστριακήν σημαίαν ίνα κατορθώση ούτω νά εκλάβωσι τήν φρεγάταν "Ελλάς" αντί "Μπελλόνας" ήτις τότε συνήθως συνώδευε εμπορικά πλοία εις Αλεξάνδρειαν. Η επιχείρησις τού Κανάρη εφαίνετο λησμονηθείσα. Εξέλαβον δέ πράγματι κατ' αρχάς τήν "Ελλάς" ως αυτοκρατορικόν πλοίον.

Αλλ' ότε επλησίασε περισσότερον κατεταράχθησαν τά εκτός ευρισκόμενα καί περιπολούντα πλοία καί ανεγνώρισαν τήν πρωΐαν τής 17ης τόν εχθρόν. Ο αιγυπτιακός ακταιωρός ήτον παρών τις, έχων εικοσιδύο κανόνια, έσπευσεν ίνα στραφή οπίσω διά τής στενής εισόδου, ένθα εβυθίσθη. Ότε δέ ο Κόχραν είδεν ότι ανεγνωρίσθη, έπεμψεν έν πυρπολικόν κατά τού πάρωνος καί αφού εκείνο ανωφελώς καί μάτην κατεστράφη, έπεμψεν δεύτερον όπερ τό εγκαταλελειμένον καί απομεμονωμένον πλοίον ανετίναξεν εις τόν αέραν. Η "Ελλάς" ηγκυροβόλησεν εκτός τής εισόδου. Τότε έπρεπε καί τά λοιπά ελληνικά πλοία νά εισέλθωσιν εις τόν λιμένα καί νά προσβάλωσι τόν πρός ναυμαχίαν απροετοίμαστον στόλον τού Μεχμέτ Αλή.

Αλλά κατά τήν κρίσιμον καί αποφασιστικήν στιγμήν εξέλιπε τό θάρρος, προσεπήλθε δέ καί άκρα νηνεμία, ώστε τά ελληνικά πλοία έμενον ακίνητα μέχρι τής πρωΐας τής 18ης Ιουνίου. Εν τώ μεταξύ ο βασιλεύς προσήλθεν εσπευσμένως έκ τινος εξοχικής οικίας, μετ' ακαμάτου δέ δραστηριότητος διέταξε νά μετακομισθώσιν εις τά πλοία του πολεμοφόδια καί νά εκπλεύσωσι εις τήν ανοικτήν θάλασσαν. Οδηγών τόν στόλον του εξήλθε τού λιμένος απ' ευθείας κατά τών Ελλήνων τυχοδιωκτών, καί άν καί τά αιγυπτιακά πλοία, καταλειφθέντα εν μέρει εξαίφνης κατά τήν στιγμήν τής επιδιορθώσεώς των, ουδαμώς ηδύναντο νά θεωρηθώσιν ως επίφοβοι αντίπαλοι, ο Κόχραν δέν ηδύναντο ν' αντιστή, αλλ' επανάκαμψε συνοδευόμενος εν ευσεβεστάτω καί εμφόβω αποστάσει από τού στόλου τού Μεχμέτ εις Ρόδον καί Πόρον οπίσω.»


Απομνημονεύματα Πουκεβίλ Β' τόμος






------------------ Youtube channel -------------- Books and movies -------------- www.agiasofia.com -----------------