Μάχη τού Πέτα (4 Ιουλίου 1822)

Στά μέσα Μαΐου 1822, ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ανέλαβε τήν αρχηγία σέ Περραιβός μία στρατιωτική επιχείρηση, η οποία είχε ως στόχο τήν απελευθέρωση τού Σουλίου καί τήν εκκαθάριση τής Δυτικής Ελλάδος από τά εχθρικά στρατεύματα. Πώς μπορούσε όμως ένας πολιτικός νά αναλάβει τήν αρχιστρατηγία σέ μία στρατιωτική επιχείρηση καί νά τή φέρει εις πέρας επιτυχώς, όταν μάλιστα ο ίδιος αμφισβητούσε τό δικαίωμα τών οπλαρχηγών νά ασχολούνται μέ τήν πολιτική; Αφού συγκέντρωσε ένα ετερόκλητο πλήθος από ξένους φιλέλληνες, ατάκτους αρματολούς, Μανιάτες, Μωραΐτες, Επτανήσιους, Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες ξεκίνησε τήν εκστρατεία του χωρίς ποτέ νά καταφέρει νά επιβάλλει τήν πειθαρχία στό στράτευμά του.

«Διά νά αποκρουσθώσιν οι απειλούντες ήδη τήν Δυτικήν Ελλάδα εχθροί, αποφασίζει νά εκστρατεύση ο πρόεδρος τού Νομοτελεστικού. Υπέρτατος άρχων τής Ελλάδος ο Μαυροκορδάτος διά τήν απειρίαν τών Ελλήνων ως πρός τήν νέαν τάξιν τών πραγμάτων καί διά τήν περί τό διαιρείν επιτηδειότητά του, αφ' ού δέν ημπόρεσε νά κατορθώση ώστε νά ήναι διά τού νόμου πενταετής πρόεδρος καί εις αυτό τό διάστημα τού χρόνου ν' ασφαλίση εις τόν εαυτό του τήν εξουσίαν, ήδη καταγίνεται νά τήν ασφαλίση διά τής δυνάμεως τών όπλων καί διά ταύτα θέλει νά εκστρατεύση κατά τών Τούρκων, άν καί απόλεμος.

Είναι λοιπόν δυνατόν νά νικήση τούς Τούρκους; Καί όμως εκστρατεύει. Καί διά ν' αποκτήση εις τήν Ευρώπην μεγαλοπράγμονος ανθρώπου υπόληψιν, ελπίζων τέλος πάντων, άν τά πράγματα τών Ελλήνων καταντήσωσιν υπόθεσις τής Ευρώπης καί η Ελλάς κατασταθή ηγεμονεία, νά διορισθή αυτός ηγεμών. Καί επειδή τόν Υψηλάντη θεωρεί ως άνθρωπον τής Ρωσσίας, εκείνος θ' ακολουθήσει τήν Αγγλίαν εις τήν πολιτικήν του.

Καί δή παραλαβών τόν Μάρκον Μπότσαρην, τίθεται επι κεφαλής ατάκτων τινών Πελοποννησίων καί Επτανησίων, τών τε γυμνασθέντων από τόν Μπαλέστ καί αποτελούντων τό πρώτον πεζικόν σύνταγμα τακτικών, ως καί τών εξ Ευρώπης συρρευσάντων φιλελλήνων, οι οποίοι διωργανίσθησαν εις έν τάγμα.

Συνήλθον υπό τάς σημαίας του τό πρώτον σύνταγμα υπό τόν Ταρέλλαν καί τό τάγμα τών φιλελλήνων υπό τόν Δανίαν, εκ πεντακοσίων αμφότερα συγκείμενα, τό σώμα εκ πενήντα Επτανησίων υπό τόν Σπύρον Πανάν, ο Μάρκος Μπότσαρης μέ διακόσιους, ο Κανέλλος Δελιγιάννης μ' εκατόν πενήντα, ο Παναγιώτης Γιατράκος μ' ενενήντα, καί ο Θεόδωρος Γρίβας ως σωματοφύλαξ.

Ο Καρατάσιος καί ο Γάτσος μετά τήν εκπόρθησιν τής Ναούσης μέ τριακόσιους Μακεδόνας, καθώς καί ο Βαρνακιώτης, ο Ανδρέας Ίσκου, ο Αλέξης Βλαχόπουλος, ο Δημοτσέλιος καί άλλοι Δυτικοελλαδίται.

Ο Μαυροκορδάτος τήν 2αν Ιουνίου 1822 κινείται εις τήν Λάσπην, όπου προσκαλεί τούς οπλαρχηγούς καί τούς προκρίτους τής Δυτικής Ελλάδος, διά νά συσκεφθώσι περί τής εκστρατείας. Ο σκοπός του αφώρα νά συναχθώσιν εκεί στρατεύματα καί ήλπιζε ν' ανεβή ο αριθμός των είς δέκα χιλιάδας. Αλλ' αποτυγχάνει καί εκστρατεύει εις Κομπότι μέ τέσσαρας χιλιάδας Έλληνας, μεθ' ών συναριθμούνται καί οι φιλέλληνες.»

Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου


Ο Μαυροκορδάτος από τήν αρχή παραγκώνισε τόν γηραιό καί αναγνωρισμένο από τούς πάντες έμπειρο αρματολό Γεώργιο Βαρνακιώτη, μέ σκοπό νά παραδώσει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος στόν νεότατο Μάρκο. "Διαίρει καί βασίλευε" ήταν τό δόγμα τού πολιτικού, ο οποίος μέ αυτήν τήν εμμονή του θά κατόρθωνε νά εξαναγκάσει τόν γέρο Βαρνακιώτη νά αποσυρθεί από τήν επανάσταση.

Σούλι


Στίς 10 Ιουνίου 1822, στή μάχη πού έγινε στό Κομπότι, λίγο νοτιότερα από τήν Άρτα, τά χριστιανικά στρατεύματα τών Ευρωπαίων καί τών Ελλήνων νίκησαν τούς Τουρκαλβανούς. Στή μάχη αρίστευσε ο νεώτατος Γενναίος Κολοκοτρώνης, ο οποίος σκότωσε ένα σημαντικό αξιωματικό τού Κιουταχή πασά. Ο Γερμανός στρατιωτικός Κάρολος Αλβέρτος Νόρμαν διακρίθηκε στήν μάχη, όπως καί πολλοί φιλέλληνες. Αυτή η νίκη γέμισε ελπίδες τούς Έλληνες πού αντιμετώπιζαν τόν εχθρό τόσο κοντά στή βάση του. Εν τώ μεταξύ ο Γενναίος επέστρεψε στήν Πελοπόννησο, έπειτα από εντολή τού πατέρα του καί τό γεγονός αυτό τό κατέκριναν οι πολέμιοι τού Κολοκοτρώνη.

Τό ελληνικό στρατόπεδο αποδυναμώθηκε όταν έφυγαν 1200 μαχητές πρός βοήθεια τών Σουλιωτών. Μαζί τους ήταν οι Μάρκος Μπότσαρης, Καρατάσος, Αγγελής Γάτσος, Γεώργιος Βαρνακιώτης, Αλεξάκης Βλαχόπουλος καί Αντρέας Ίσκος. Δυστυχώς όμως, οι 1200 αυτοί μαχητές δέν μπόρεσαν νά φτάσουν στό Σούλι αφού τουρκικές δυνάμεις τούς συνέτριψαν στό χωριό Πλάκα στίς 29 Ιουνίου 1822. Στό πεδίο τής μάχης έπεσαν 100 Έλληνες, μεταξύ τών οποίων ο οπλαρχηγός Δουράκης καί ο αδελφός τού Γάτσου. Οι υπόλοιποι γύρισαν στό χωριό Πέτα, λίγο βορειότερα από τήν Άρτα, όπου είχαν οχυρωθεί καί οι υπόλοιποι Έλληνες.

Οι Τούρκοι τής Άρτας είχαν τρομάξει βλέποντας τόσες ρωμέϊκες δυνάμεις σιμά τους. Είχαν όμως τήν τύχη νά συλλάβουν αιχμάλωτο τόν Ιταλό Μονάλντι, ο οποίος αβίαστα τούς πληροφόρησε γιά όλες τίς ελληνικές θέσεις. Οι Τούρκοι τόν αντάμειψαν κόβοντας τό κεφάλι του καί στήνοντάς το στό παζάρι τής πόλης. Αμέσως μετά ξεχύθηκαν έξω από τήν Άρτα μέ προορισμό τό χωριό Πέτα. Επτά χιλιάδες ήταν τό τούρκικο ασκέρι μέ κεφαλή τόν τρομερό Ρεσίτ πασά, γνωστό καί ως Κιουταχή.

Οι Τούρκοι υπερτερούσαν αριθμητικά καί τελικά μέ τό ισχυρό τους ιππικό διέλυσαν τό ελληνικό στρατόπεδο, τρέποντας τούς αμυνομένους σέ φυγή καί σκοτώνοντας εκατοντάδες από αυτούς. Η μάχη τού Πέτα δέν ήταν απλά μία ήττα. Ήταν μία καταστροφή. Ο Γώγος Μπακόλας, κατηγορήθηκε ότι άφησε αφρούρητο τό μέρος γιά τό οποίο ήταν υπεύθυνος, μέ αποτέλεσμα νά διεισδύσει από εκεί ο εχθρός καί νά βρεθεί στά νώτα τών αμυνομένων. Αυτή η μάχη θά ήταν η τελευταία πού έδωσε ο Γώγος Μπακόλας. Λίγο αργότερα θά εγκατέλειπε τήν επανάσταση καί θά αυτομολούσε στούς Τούρκους.

«A mass of Turks came rushing from the village in their rear, bearing the bloody spoils of the soldiers of Tarella, and the heads of the sick and wounded whom they had surprised in Peta. Surrounded, and desparing of life, the Philhellenes thought only of selling it dearly. They made toward Komboti, but found it occupied by the enemy's cavalry; the position they bad abandoned was covered with thousands of the infidels, whose fire galled them; and the instant an European fell, an hundred rushed forth to dispute for his head.

An Ethiopian threw himself before Colonel Dania, seized his horse's bridle with one hand, and kneeling upon one knee, parried with his sabre, and the animal's head, the blows which the Colonel aimed at him; the frightened horse reared, and twenty Turks rushing forward, seized the Colonel, and severed his head from his body before the eyes of his companions.

Merziewski, followed by eleven Polanders, attempted to cut a passage through the village; they entered, and there found their deaths. Many Philhellenes separated from their comrades, and surrounded by assailants, fought, and bravely fell. One of them, Captain Mignac, wounded in the leg, supported himself against an olive tree; the splendour of his uniform made it supposed that he was the commander of the strangers, and the Turks attempted to take him alive. They succeeded, but it was only when he had just broken his sword upon the fourteenth enemy, who lay dead at his feet; and he attempted to cut his own throat with the remnant of his sabre.

The Turks could not use their fire arms without wounding one another; the sabre, the bayonet, and the dagger, were the only weapons. In this terrible affray Europeans were seen, in falling, to cling to an enemy, and tear his face with their teeth in dying. Chauvassaigne killed a Turkish standard - bearer, and took bis flag; lost it a gain, retook it, and was cut in pieces, rather than leave it.

Arrived at the foot of a hill, the larger part of them were forced to halt, from the nature of the ground, and the increasing number of the enemy. Exhausted by wounds, by fatigue, and their exertions, they now sunk down around their standard upon a heap of carcasses. Lt. Teichman bore the glorious banner: he did not see it taken, for he was hacked in pieces, the charge committed to his valour was wrested from his grasp.

Few only were made prisoners, but these were made to envy the lot of those who fell. Stripped and maimed, they were forced to carry to Arta, the heads of their slain companions. The heat was insupportable, and they arrived, bending under their load, and covered with the blood which dripped from their horrible burdens, and mixed itself with that from their own wounds. Received by a furious populace whom a success so dear bought had maddened, these miserable victims found rest, only after having suffered all the excesses of cruelty, and endured all kinds of outrage.»

An historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe


Οι Επτανήσιοι καί οι φιλέλληνες Ευρωπαίοι έπαθαν μεγάλη συντριβή. Οι φιλέλληνες δέν είχαν φροντίσει νά φτιάξουν προμαχώνες, παρά τίς συμβουλές τών Ελλήνων. Ο Δάνια (Ντάνια) είχε δηλώσει στόν Μπακόλα ότι τά στήθη τους θά αποτελούσαν τούς προμαχώνες. Πράγματι οι ξένοι πολέμησαν παλικαρίσια, έχοντας δημιουργήσει μέ τά σώματά τους ένα τετράγωνο, τό οποίο όμως ήταν εύκολος στόχος γιά τούς Τούρκους σπαχήδες. Ο Γερμανός στρατηγός Νόρμαν τραυματίστηκε καί όταν συνάντησε τόν Μαυροκορδάτο τού είπε:

- "Τό πάν απωλέσαμεν πλήν τής τιμής!"

Ο Νόρμαν θά πέθαινε λίγο αργότερα στό Μεσολόγγι. Η μοίρα τών φιλελλήνων αιχμαλώτων ήταν πιό σκληρή από αυτούς πού σκοτώθηκαν καθώς αναγκάστηκαν νά κουβαλήσουν μέχρι τήν Άρτα τά κεφάλια τών συντρόφων τους καί εκεί νά υποκύψουν έπειτα από σκληρά βασανιστήρια. Αξίζει νά αναφέρουμε ότι καθόλη τή διάρκεια τής μάχης, ο Μαυροκορδάτος βρισκόταν ασφαλής στό χωριό Λαγκάδα, όπου υποτίθεται ότι είχε στήσει τό στρατηγείο του. Οι Ευρωπαίοι πού σκοτώθηκαν ήταν: 34 Γερμανοί, 12 Ιταλοί, 9 Πολωνοί, 7 Γάλλοι, 3 Ελβετοί, 1 Ολλανδός, 1 Ούγγρος.

Σούλι


Τήν ίδια μέρα χάθηκε καί στήν Σπλάντζα, (παραλία τού σημερινού Δήμου Φαναρίου Πρεβέζης) στίς εκβολές τού Αχέροντα, καί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο οποίος είχε σταλεί γιά νά κτυπήσει τόν εχθρό από τά νώτα του. Οι περισσότεροι όμως Μανιάτες τόν είχαν εγκαταλείψει, διότι δέν είχε μισθούς νά τούς πληρώσει καί είχε μείνει μέ μερικούς πιστούς μαχητές. Μαζί του πολέμησαν καί μερικοί Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Λάμπρο Ζάρμπα, Ζώη Πάνου, Βασίλειο Ζέρβα καί αυτή ήταν η πρώτη φορά πού πολέμησαν μαζί οι πιό εμπειροπόλεμοι Έλληνες τής επανάστασης, οι Μανιάτες καί οι Σουλιώτες.

Δυστυχώς η νίκη τών Ελλήνων συνοδεύτηκε μέ τόν θάνατο τού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Οι απογοητευμένοι Μανιάτες αποφάσισαν νά επιστρέψουν στήν πατρίδα τους, παίρνοντας μαζί καί τήν αιματοβαμμένη ζώνη τού αρχηγού τους γιά νά τήν παραδώσουν στήν οικογένειά του στή Μάνη. Η ειρωνεία είναι ότι στήν ίδια μάχη σκοτώθηκε καί ο αντίπαλος Τούρκος αρχηγός, εναντίον τού οποίου ο Κυριακούλης είχε πολεμήσει ένα χρόνο πρίν, στή μάχη τού Βαλτετσίου.

«Τά τέσσερα πλοία τών Ελλήνων μετά τού Κυριακούλη έφθασαν εις τήν Σπλάντζαν (Αμμουδιά Πρεβέζης) καί εξήλθαν έξω ο Κυριακούλης καί οι μετ' αυτού. Οι Σουλιώτες μαθόντες τούτο έστειλαν δύναμιν αρκούσαν πρός επικουρίαν των, διότι οι Τούρκοι λαβόντες τήν είδησιν τής ελεύσεως Κυριακούλης Μαυρομιχάλης τών πλοίων καί τού στρατού εξαπέστειλαν τρείς χιλιάδας στρατόν υπό τόν κεχαγιάμπεϊ διά νά τούς αποκρούση, οίτινες τήν 4ην Ιουλίου 1822 έφθασαν ενταύθα καί επετέθησαν κατά τών Σπαρτιατών καί τών Σουλιωτών, αλλ' ούτοι αντιστάντες γενναίως τούς ενίκησαν καί τούς έτρεψαν εις φυγήν, φονευθέντος καί τού αρχηγού των κεχαγιάμπεϊ τού Χουρσίτη. Ατυχώς όμως εις τήν μάχην ταύτην εφονεύθη καί ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης.

Κατ' αυτήν τήν ημέραν τής 4ης Ιουλίου 1822 όπου εγένετο η μάχη εις τήν Σπλάντζαν, τήν αυτήν ημέραν εξήλθον οι Τούρκοι εξ Άρτης, συγκείμενοι εξ επτά χιλιάδων υπό τούς αυτούς πασσάδες τούς προσβαλόντας τούς εν Πλάκα Έλληνας, έχοντας έμπροσθεν τό πεζικόν καί όπισθεν τό ιππικόν, οι δέ εν Πέτα Έλληνες είχον τοποθετήσει τά μέν δύο ελληνικά τακτικά τάγματα πρός τό κέντρον έχοντα δύο πυροβόλα καί δέκα πυροβολιστάς, ο δέ λόχος τών φιλελλήνων αριστερά, τό σώμα τών Επτανησίων δεξιά, οι δέ μή τακτικοί πρός τό όπισθεν μέρος τού χωρίου, οι μέν πρός τό κέντρον υπό τόν Βαρνακιώτην καί Βλαχόπουλον, οι δέ πρός αριστερά υπό τόν Μαρκοβότσαρη, οι δέ πρός δεξιά υπό τόν Γώγον, ο Ίσκος καί ο Γάτσος παρεφέδρευαν»

Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα


Μετά τήν καταστροφή τού Πέτα, οι Σουλιώτες θά εγκατέλειπαν οριστικά τήν πατρίδα τους. Ο Άγγλος αρμοστής πρόθυμα τούς έδωσε άδεια νά εγκαταλείψουν τίς εστίες τους καί αφού τούς αφόπλισε τούς περιόρισε στό χωριό Άσσος τής Κεφαλονιάς, ώστε νά απαλλαγούν οι Τούρκοι από αυτούς τούς τρομερούς πολεμιστές. Πολλοί από τούς Σουλιώτες χάθηκαν από τίς αρρώστειες καί τίς κακές συνθήκες διαβίωσης. Ο Μάρκος Μπότσαρης μέ αφορμή τίς άσχημες συνθήκες διαβίωσης τών συμπατριωτών του θά δήλωνε ότι όπου κυματίζει η εγγλέζικη σημαία οι άνθρωποι είναι δούλοι. Όμως οι Σουλιώτες δέν θά πέθαιναν ποτέ δούλοι. Σύντομα θά επέστρεφαν στό Μεσολόγγι γιά νά συνεχίσουν τόν αγώνα τους κατά τού προαιώνιου εχθρού τής πατρίδος τους. Πατρίδα τους δέν ήταν πλέον τό βουνό τους, αλλά η Ρωμιοσύνη ολάκερη.




Μάχες στήν Πάτρα (1822)

Τόν Φεβρουάριο τού 1822, ο τουρκικός στόλος ενίσχυσε τήν φρουρά τού κάστρου τών Παλαιών Πατρών μέ 8000 Τούρκους Ανατολίτες πού τούς είχε μπαρκάρει από τήν Μικρά Ασία. Εν τώ μεταξύ είχε πέσει ο Αλή πασάς καί ο Χουρσίτ σκόπευε νά κατέβει στήν Πελοπόννησο γιά νά συντρίψει τήν επανάσταση. Όταν οι γερουσιαστές είπαν στόν Γέρο τού Μοριά, ότι "έρχονται ογδόντα χιλιάδες κάτω στό Μοριά καί αλοίμονό μας", ο γέρο κλέφτης τούς απάντησε ατάραχος 'Έχει ο Θεός". Η κυβέρνηση είδε τόν άμεσο κίνδυνο καί ο Υπουργός Εσωτερικών Ιωάννης Κωλέττης ανέθεσε μέ έγγραφό του τήν πολιορκία τού στρατηγικού κάστρου τών Πατρών στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος τάχιστα συγκέντρωσε στρατιωτικά σώματα από όλη τήν Πελοπόννησο πού έσπευσαν νά περικυκλώσουν τήν πόλη από όλες τίς πλευρές.

«Αφ' ού δέ τά διάφορα σώματα εξεστράτευσαν εκ τών διαφόρων επαρχιών πρός τάς Πάτρας, 1500 Καρυτινοί υπό τόν Πλαπούταν, Γενναίος Κολοκοτρώνης 800 Γαστουναίοι υπό τόν Κωνσταντίνον Πετμεζάν καί άλλοι τόσοι Τριπολιτσιώται, Φαναρίται (από τήν Ολυμπία) καί Πύργιοι υπό τόν Γενναίον καί άλλους οπλαρχηγούς, ετοποθετήθησαν κατ' αρχάς εν τώ χωρίω του Αλή - Τσελεπή (Βουπράσιο Αχαΐας) οκτώ ώρας μακράν τών Πατρών μετ' ολίγας δέ ημέρας μετετόπισαν εις τό πλησιέστερον χωρίον Αχαϊάν (Αχαγιά) τέσσερας ώρας μακράν τών Πατρών. Οι δέ Καλαβρυτινοί ως 1000 υπό τόν Ζαΐμην καί άλλους, καί οι Πατρείς ως 500 υπό τούς Κουμανιώτας, ετοποθετήθησαν εν πρώτοις κατά τά Νεζερά (Κάλανος Αχαΐας), καί μετ' ολίγον κατέλαβαν καί τήν Χαλανδρίτσαν. Συνηνώθησαν καί οι μετά ταύτα φθάσαντες Καρυτινοί ως 800 υπό τόν Κανέλλον Δεληγιάννην, καί ως 600 Τριπολιτσιώται υπό τόν Σέκερην, τόν Λεβιδιώτην, καί άλλους. Κατείχαν δε καί τά Σελά ως 300 υπό τόν Λόντον. Ο δέ Κολοκοτρώνης εστρατοπέδευσεν εν τώ χωρίω τού Αλή - Τσελεπή· όλοι δε οι εκστρατεύσαντες συνηριθμούντο αρχομένου τού Μαρτίου εις 6300.

Οι δέ εν Πάτραις Τούρκοι, ενισχυθέντες υπό τών εσχάτως εκεί αποβάντων, ήσαν ικανοί όχι μόνον εις άμυναν αλλά καί εις επίθεσιν. Τήν 25ην Φεβρουαρίου 1822 εξεστράτευσαν πανστρατιά υπό τήν οδηγίαν τού νεοελθόντος Μεχμέτπασα, καί διενυκτέρευσαν εν τώ χωρίω τού Τσουκαλά (Τσουκαλαίϊκα). Τήν ακόλουθον ημέραν δισχίλιοι εκίνησαν κατά τήν Αχαϊάν, καί ολιγαριθμότεροι κατά τήν Χαλανδρίτσαν. Απέχουν δέ τά δύο ταύτα χωρία απ' αλλήλων τέσσαρας ήμισυ ώρας· καί οι μέν κατέχοντες τήν Χαλανδρίτσαν Πατρείς ολίγοι όντες έφυγαν, καί οι εχθροί έκαυσαν τό χωρίον· οι δέ υπό τόν Πλαπούταν, τόν Γενναίον καί τόν Πετμεζάν, ιδόντες τήν Χαλανδρίτσαν καιομένην καί μαθόντες παρά τής προφυλακής τών ότι επήρχοντο οι Τούρκοι, εκίνησαν άφοβοι εις απάντησίν των.

Ήτον αύτη η πρώτη φορά καθ' ην οι Πελοποννήσιοι ήρχοντο εις μάχην μετά τών Ανατολιτών, ούς εμπαίζοντες διά τήν ενδυμασίαν καί τόν τρόπον τού πολεμείν ωνόμαζαν Κακλαμάνους, καί τόν Μεχμέτπασαν Κακλαμάμπασαν· αλλ' οι Κακλαμάνοι, άν καί δέν ήσαν επιδέξιοι εις τουφεκοπόλεμον, δέν ήσαν άνανδροι, ήσαν δέ καί επιτήδειοι διαξιφισταί. Εν τή συμπλοκή, δέ ταύτη τούς έτρεψαν οι Έλληνες, τούς κατεδίωξαν καί τούς περιώρισαν επί τού λοφίσκου τού Τσουκαλά. Η μάχη αύτη διήρκεσε σχεδόν μέχρι τής εσπέρας· τήν δε νύκτα επανήλθαν οι μέν Τούρκοι εις Πάτρας, οι δέ Έλληνες εις Αχαϊάν. Εφονεύθησαν δέ εν τή μάχη τέσσερεις Έλληνες καί τριάντα Τούρκοι, εν οις καί είς χιλίαρχος, όστις κυκλωθείς υπό τού Αποστόλη Κολοκοτρώνη καί τριών άλλων Ελλήνων καί δίς πληγωθείς, έκοψε πρώτον τήν κεφαλήν ενός τών κυκλούντων αυτόν καί έπειτα έπεσε νεκρός υπό τά τραύματα τών άλλων.»

Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάστασις 1821


Στίς πρώτες μάχες πού έγιναν στή Χαλανδρίτσα καί τά Τσουκαλαίϊκα οι Έλληνες μέ αρχηγούς τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη, τόν Αποστόλη Κολοκοτρώνη καί τόν Δημήτριο Πλαπούτα, γιό τού περίφημου Κόλια, νίκησαν τούς Ανατολίτες Τούρκους τούς οποίους ονόμαζαν περιφρονητικά καί "Κακλαμάνους". Τήν 1η Μαρτίου 1822, οι Ρωμηοί πλησίασαν πιό πολύ τήν πόλη καί οχύρωσαν τόν Παλαιόπυργο (Πετρωτό), τήν Οβρυά, τό Σαραβάλι καί τό μοναστήρι στή θέση Γηροκομειό.

Δυστυχώς από τούς Έλληνες έλειπε ο πρωταγωνιστής τής εξέγερσης τών Πατρών Παναγιώτης Καρατζάς, ο οποίος είχε δολοφονηθεί πισώπλατα, στίς 4 Σεπτεμβρίου 1821 έξω από τήν πόρτα τής Μονής Ομπλού από τούς Κουμανιώτες. Σύμφωνα μέ σύγχρονους ιστορικούς, ήταν οι πρόκριτοι τών Πατρών αυτοί πού είχαν οπλίσει τό χέρι τών δολοφόνων, φοβούμενοι τήν άνοδο τού λαΐκού καί φτωχού αγωνιστή.

Παρά τίς προσπάθειες τόσων οπλαρχηγών, οι Τούρκοι πολέμησαν γενναία καί οι Έλληνες δέν μπόρεσαν νά τούς περιορίσουν εντός τών τειχών τού κάστρου τής πόλης. Ένα τέχνασμα τού Κολοκοτρώνη ήταν αυτό πού μετέτρεψε τήν επικείμενη ήττα τών Ελλήνων σέ νίκη, η οποία όμως δέν είχε αντίκρυσμα αφού τό κάστρο παρέμεινε σέ οθωμανικά χέρια.

«Καί βλέποντας οι Τούρκοι ότι επιάσθηκε τό μοναστήρι (Γηροκομειού), εβγήκαν εις πόλεμο, νομίζοντες ότι είναι καθώς πρώτα. Καί τά στρατεύματα κινήθηκαν τά εδικά μας καί έγεινε ο πόλεμος σφοδρός καί επήραμε κεφάλια καμιά ογδοηνταριά. Εμβήκαν οι Έλληνες εις τήν μισή χώρα (1 Μαρτίου 1822). Μού επαράγγειλαν νά μείνουν εις τήν χώρα, τούς είπα νά τραβηχθούν εις τά πόστα τους. Τό μέν καλαβρυτινό στράτευμα, οι εκατό έμειναν εις τό Γεροκομιό, στού Σαΐταγα τόν λινό (πύργος κοντά στό Γηροκομειό), οι Τροπολιτσιώταις τετρακόσιοι. Ο Κανέλος Δελιγιάννης μέ εξακόσιους έπιασε τό Πουρναρόκαστρο αποκάτω.

Τόν Γενναίον μέ τούς Φαναρίτας τριακόσιους στόν Παλιόπυργο (Πετρωτό), τούς Γαστουναίους τούς είχα στήν Οβριά, τό μέν δυνατώτερο λοιπό στράτευμα τό είχα εις τό Σαραβάλι νά δίδη μεντάτι (εφεδρεία). Τό Σαραβάλι, μακράν από τά ταμπούρια μισή ώρα, από τήν Πάτρα τρία κάρτα. Είδαν οι Τούρκοι τά ορδιά (στρατόπεδα), καί ακούοντας, ότι ήλθε καί ο Κολοκοτρώνης, έστειλαν τού Γιουσούφ πασά, οπού ήτον εις τό Καστέλι, (ειδοποίησαν τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν στό κάστρο τού Ρίου) ότι ήλθαν πολλά στρατεύματα καί ο Κολοκοτρώνης. Πρίν κάμωμεν τόν πόλεμον, είχε έλθη ο Μιαούλης καί έκαμε μεγάλη χαλάστρα εις τά καράβια, καί έφυγαν καί επήγαν κατά τήν Κωνσταντινούπολι καί τά εδικά μας έμειναν εκεί έως οπού επήγαμεν καί ημείς κ' εκάμαμε τόν πόλεμο.

Αναχώρησαν τά καράβια, ο Γιουσούφ πασάς έστειλε εις τόν Έπακτο (Ναύπακτο) καί εις τό Καστέλι τής Πάτρας (εννοεί τό Ρίο) καί τούς εσήκωσε όλους τούς Τούρκους καί εκίνησε καί ήρθε εις τήν Πάτρα. Οι Τούρκοι εσυνάχθηκαν έως δώδεκα χιλιάδες. Εννέα χιλιάδες Ανατολίταις καί τρείς χιλιάδες. Καί εις τάς 9 Μαρτίου 1822 όλοι εκινήθησαν εις πόλεμον, καί εγώ βλέποντας από τό Σαραβάλι, ότι εκινήθηκε ασκέρι πολύ, ετεμπίχιασα όλα τά στρατεύματα νά κινηθούν. Οι Καλαβρυτινοί οπού ήταν εις τό Γεροκομιό, καί οι Τριπολιτσιώταις εις τό Σαΐταγα (Τούρκος τσιφλικάς από τήν Αχαγιά πού είχε έναν πύργο κοντά στό Γηροκομείο).

Απάνω από τόν Παλιόπυργο (τοποθεσία Πετρωτό, κοντά στήν είσοδο τής Αχάϊα Κλάους) βλέπω ένα μπαϊράκι μικρό. Ήτον ο Ευαγγέλης ο Κουμανιώτης μέ δεκαπέντε καί εκάθοντο καί έκανε σεΐρι. Τούς ωμίλησα καί τούς είπα:

- "Τι άνθρωποι είσασθε εσείς;".

Καί μού αποκρίθηκαν:

- "Έλληνες."

Εγώ τούς είπα:

- "Μέ γνωρίζετε; Είμαι ο Κολοκοτρώνης, ελάτε εδώ."

Καί τότενες εφορούσα φορέματα κόκκινα καί φουστανέλα κόκκινη καί εκατέβηκαν καί τούς έβαλα ομπροστά, καί επήγαινα ίσια εις τό κέντρο τών Τούρκων καί ξετρουπώνοντας Έλληνας, πού μέ άκουαν πού επήγαινα, καί τούς έκαμα καμιά πενηνταριά, καί τούς έβαλα εις ένα πόστο εις τό κέντρον τών Τούρκων εμπρός. Τούς είπα:

-"Μπήχτε τό μπαϊράκι (σημαία) εδώ."

- "Χανόμεθα."

- "Σάς στέλνω μεντάτι εγώ."

Καί εγώ εγύρισα καβαλλάρης κατά τήν σταφίδα τού Κόλ, καί τούς είπα νά πάρουν τό μπαϊράκι τους καί νά πάνε εις τό άλλο τό μπαϊράκι.

Τότε επήρα τόν Καραχάλιο καί τόν Φωτάκο καί επήγα από τό άλλο μέρος, οπού οι Τούρκοι εκρατούσαν έως εις τήν μάνα τού νερού (πηγές Κεφαλοβρύσου;). Έμπηξα τήν φωνήν:

- "Πού είσθε, μωρέ Έλληνες; Κάτω κάτω!!"

Ακούοντας τή φωνή μου οι φευγάτοι κατέβαιναν αφού εκατέβηκαν κάτω, βάνω τό κιάλι, δέν είδα καί εφώναζα:

- "Ετσάκισαν οι Τούρκοι!" (Ο Κολοκοτρώνης προσποιήθηκε ότι υποχώρησαν οι Τούρκοι καί ξεσήκωσε τούς δικούς του, οι οποίοι έκαναν επίθεση καί αιφνιδίασαν τόν εχθρό).

Χουμούν οι Έλληνες, ετσάκισε τό πρώτο τζογκάρι, οπού ήτον οι Τούρκοι, πού είχαν αποκλεισμένο τόν Γενναίον εις τούς λινούς. Καβαλλάρης ήμουν, η τύχη ήτον καλή, όχι τό άλογο, ζωντανούς νά τούς πιάσωμε. Ετσάκισε η πτέρυγα τών Τούρκων πού ήτον εις τήν μάνα τού νερού, τούς πήραμε μπλαστούς. Εις τούς Τριπολιτσώτες ο Σέκερης ήτο κουμάντο (αρχηγός). Τό κέντρο τό δικό μου εκτύπησε τό κέντρο τών Τούρκων, εσκότωσε ένα μπίμπαση. Οι Κουμανιώτες τούς κτυπούν, επήραμε κεφάλια διακόσια πενήντα.»

Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη


Patras Achaia engraving by William Miller


«Καί ούτως εμείναμε τοποθετημένοι εις τού Μπούμπα (Ελληνικό) καί Μπαμπιώτη (Πλατανόβρυση) καί κατά τάς 26, τήν επαύριον, ήλθε καί ο Κολοκοτρώνης καί λοιποί οπλαρχηγοί, μέ τούς οποίους ανταμώσαντες καί ομιλήσαντες περί τής τοποθετήσεως τών Γυναίκα στήν Επανάσταση στρατιωτικών σωμάτων τών διαφόρων επαρχιών, απεφασίσαμεν ομοφώνως ως ακολούθως.

Ο Κολοκοτρώνης μέ τόν υιόν του, ο Δημήτριος Πλαπούτας, ο Τζανέτος Χριστόπουλος, ο Πέτρος Μήτσιος μέ τά στρατιωτικά σώματα των νά τοποθετηθώσι εις τό χωρίον αυτό από τάς Πάτρας τρείς ως έγγιστα ώρας. Ο Κωνσταντής Πετιμεζάς, οπλαρχηγός τού Σισίνη μέ τόν υιόν του Χρύσανθον (Σισίνην) εις τόν Παλαιόπυργον, ο Ζαΐμης καί Λόντος εις τό Γηροκομείον, Ψηλά Αλώνια καί εις τά πέριξ οχυρώματα μέχρι τής Εγλυκάδας, οι αδελφοί Δεληγιανναίοι είς τήν Ελεκίστραν καί εις τινα οχυρώματα πρός τό Εσχατοβούνι (λόφος στό Δασύλλιο).

Ο Σιέκερης εις τόν Ληνόν τού Σαΐταγα (πύργος κοντά στό Γηροκομειό), ο Νενέκος, Σαγιάς, Κουμανιωταίοι καί άλλοι καπεταναίοι Πατραίοι είς τού Κυνηγού (Λυκόχωρο). Άμα λοιπόν αποφασίσθησαν αύται αι θέσεις, διά νά έχωμεν ασφαλές τό προπύργιον τού στρατοπέδου, τό Γηροκομείον, απεφασίσαμεν καί εστείλαμεν, αυτός μέν, ο Ζαΐμης, τόν Φραγκάκην καί Αθανάσιον Καραντζιάν μέ 300, μέ έξ σημαίας καί αρχηγούς καί στρατιώτας εκλεκτούς καί δοκιμασμένους αμφότεροι καί δι' όλην τήν νύκταν εκείνην. Τήν πρωΐαν βλέποντες οι Τούρκοι αναπεπταμένας τάς σημαίας μας καί τό απροσδόκητον εις αυτούς τόλμημα νά πλησιάσωμεν βολήν κανονίου εις τό φρούριον, μετά τήν έλευσιν μάλιστα δέκα χιλιάδων επικουρικού στρατού, εξήλθον τήν 1ην Μαρτίου 1822 υπέρ τάς δώδεκα χιλιάδας καί προσέβαλον μέ ορμήν καί απελπισίαν τό οχύρωμα εκείνο νά δυνηθούν νά τό καταλάβουν, ως τό μόνον δι' αυτούς αναγκαίον.

Αλλ' οι ατρόμητοι αυτού φρουροί επολέμησαν καί αντέκρουσαν θαρραλέως όλας αυτών τάς προσβολάς. Συγχρόνως εφθάσαμεν καί ημείς μετά τού Ζαΐμη καί μετ' όλίγην ώραν συνέρρευσαν όλα τά στρατιωτικά σώματα, καί η μάχη απεκατέστη γενική, επικρατήσασα μέ έπιμονήν εξ αμφοτέρων τών μαχόμενων μερών έξ περίπου ώρας καί η νίκη αμφιρρεπής, ότε αίφνης εξήλθον τού Γηροκομείου ο Φραγκάκης καί ο Καραλής μέ τούς ήμισυν στρατιώτας τής φρουράς καί προσέβαλον τήν δεξιάν πλευράν τών πολιορκούντων αυτούς Τούρκων φωνάζοντες ζωηρώς: "Επάνω τους, μωρέ Έλληνες! Τούς ενικήσαμεν! Τούς επήραμεν τούς μουρτάτες" καί ετράπησαν εις φυγήν.

Τότε ορμήσαντα όλα τά στρατεύματα μέ μεγάλην άμιλλαν, τούς κατεδιώξαμεν καί εισήλθομεν εις τήν πόλιν κατελάβομεν οικίας τινάς καί ερείπια καί τούς επολεμήσαμεν μέχρις ότου κατέλαβεν η νύξ καί τότε υπεστρέψαμεν έκαστος εις τήν θέσιν του. Εφονεύθηκαν από τούς εχθρούς υπέρ τούς διακόσιους καί περισσότεροι επληγώθησαν, από δέ τούς Έλληνας εξ όλων τών σωμάτων είκοσι δύο εφονεύθηκαν καί δέκα τέσσαρες επληγώθησαν.»

Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη


Δυστυχώς η κυβέρνηση καί ιδιαιτέρως ο Ιωάννης Κωλέττης, δέν ενίσχυσαν οικονομικά τόν Κολοκοτρώνη προκειμένου νά στερεωθεί η πολιορκία στήν Πάτρα καί σέ κάθε αφορμή τού αφαιρούσαν στρατιώτες. Όταν τόν διέταξαν νά μεταβεί στήν Στερεά Ελλάδα γιά νά ενισχύσει τόν Μαυροκορδάτο στήν εκστρατεία του, ο γέρο κλέφτης αρνήθηκε λέγοντας ότι: "Πρέπει πρώτα νά σβήσουμε τήν φωτιά πού είναι μέσα στό σπίτι μας καί μετά νά πάμε σέ βοήθεια τών γειτόνων."

Τελικά μόνο 600 άνδρες απέμειναν στόν Κολοκοτρώνη, αφού δέχονταν απανωτές εντολές νά μεταβούν σέ άλλες περιοχές καί έτσι τόν Ιούνιο τού 1822 διαλύθηκε τό στρατόπεδο στό Σαραβάλι καί ο Κολοκοτρώνης αναχώρησε γιά τήν Γαστούνη. Οι πολιτικοί καί οι πρόκριτοι μέ προεξάρχοντες τούς Δεληγιανναίους, γιά δεύτερη φορά θά τόν εμπόδιζαν νά απελευθερώσει τήν Πάτρα καί θά τό κατάφερναν.

«Αφού επήγεν αντίκρυ εκεί ο αρχηγός, εστάθη ολίγον, εφώναξε τούς Έλληνας νά έλθουν κοντά του όσοι ήσαν σκορπισμένοι εδώ καί εκεί, επάνω έως εις τήν μάνα τού νερού (πηγές), εκύτταξε δεξιά, αριστερά, έσυρε τό κιάλι του, έκαμε πώς κυττάζει χωρίς νά βγάλη τό καπάκι του απ' εμπρός καί αμέσως βγάζει κάτι φωναίς άγριαις:

- "Επάνω τους Έλληνες. Έφυγαν οι Τούρκοι!"

Τότε οι Έλληνες εσηκώθησαν νά ίδουν άν οι Τούρκοι ετσάκισαν καί οι Τούρκοι πάλιν νά ίδουν πού είναι οι εδικοί τους άν ετσάκισαν καί χωρίς νά ίδουν τίποτε, από ταίς φωναίς τού Κολοκοτρώνη εδόθησαν οι Τούρκοι εις φυγήν, χωρίς νά γνωρίζουν πού θά πάν. Τότε εβγήκαν από τόν ληνόν οι κλεισμένοι Γενναίος καί λοιποί καί τούς εκυνήγησαν.

Η θέσις Γηροκομειό είναι κομμάτι χαμήλωμα καί από τό μέρος τό δυτικονότιον δέν φαίνεται καλά καί διά τούτο δέν είδαν οι κλεισμένοι ολίγον πρωτήτερα νά εννοήσουν τό τσάκισμα τών Τούρκων καί νά έβγουν πρωτήτερα καί τότε βέβαια θά έπιαναν τούς δύο πασιάδες ζωντανούς καί όλους τούς καβελαραίους καί θά έπαιρναν καί τά κανόνια τους, διότι η θέσις ήτον περιφραγμένη μέ μεγάλαις γράναις (χαντάκια), ταίς οποίαις είχαν διά ταίς σταφίδαις των οι Έλληνες καί ως εκ τούτου εβιάσθησαν νά περάσουν εις ένα ξυλογέφυρο παλαιόν, όπου επέρναγαν νερό οι Πατραίοι καί επότιζαν ταίς σταφίδαις των. Αυτό ήτον σάπιο καί έπεσαν εις τό χανδάκι καί εβγήκαν εις τόν αιγιαλόν κοντά εις τόν Άγιον Ανδρέαν. Επειδή τούς ετράβαγαν τά βάτα, διότι δέν ήτον ανοικτόν τό μέρος, από τό φόβον τους ετάχτησαν νά γίνουν δερβισάδες άμα γλυτώσουν.

Οι Τούρκοι δέν επήγαν όλοι εις τάς Πάτρας, αλλ' έκαμαν όπως τού ήλθε τού καθενός. Επήραν τά βουνά κατά τά Συχαινά μέσα ταίς σταφίδαις διά νά υπάγουν εις τό Καστέλι (κάστρο τού Ρίου). Καθώς δέν ταίς είχαν δουλεύσει δύο χρόνια, έγιναν οι φράκταις καί τά βάτα όπου εκρατούσαν καί αρκούδα. Πολλούς Τούρκους ηύρα εκεί πεθαμένους, πιασμένους από τό βρακί, επειδή εμποδίζοντο από ταίς φράκταις καί τά βάτα. Τούς έψαξα από περιέργειαν καί δέν ημπόρεσαν νά εύρω καμμίαν πληγήν επάνω τους καί εσυμπέρανα ότι από τόν φόβον τους απέθαναν, οι δέ ζωντανοί έφευγαν καί δέν εκύτταζαν πίσω τους καί εφώναζαν "έϊ βαλά Κολοκοτρώνη!"

Εις τόν πόλεμον αυτόν άφησαν υπέρ τούς τετρακόσιους σκοτωμένους καί πόσα άλλα κακά έπαθαν αυτοί τό γνωρίζουν. Από τότε οι Έλληνες έμαθαν καί τήν πόλιν τών Πατρών, διότι εμβήκαν μαζί μέ τούς Τούρκους μέσα εις τά χαλάσματα, επειδή επέρασαν από τά Ταμπάχανα καί τόν Άϊ Γιώργη (σημερινή οδός Γερμανού) καί λοιπά μέρη. Οι Τούρκοι από τότε δέν ξαναβγήκαν πανστρατιά.

Εν ώ τοιτουτρόπως εξηκολούθει ο αρχηγός τήν πολιορκίαν τών Πατρών καί ελπίζαμεν γλήγορα νά ίδωμεν τήν πτώσιν της, εφάνη εις τήν Κόρινθον καί εις τήν Τριπολιτσάν συνωμοσία κατά τού Κολοκοτρώνη. Τό Εκτελεστικόν, η Βουλή καί πολλοί από τήν Γερουσίαν τής Πελοποννήσου καί οι λεγόμενοι άρχοντες εφθόνησαν τόν Κολοκοτρώνην καί συνώμοσαν διότι τόν είδαν παραδόξως εις υψηλήν θέσιν χωρίς νά τό περιμένουν.

Ο δέ Κολοκοτρώνης μετά τήν επιστροφήν του αφού είδεν τήν κυβέρνησιν εις Κόρινθον ήτον πολύ συλλογισμένος καί μάλιστα εις τήν διάβασίν του από Τριπολιτσάν εβλασφήμησε από τόν πολύν του αγανακτισμόν λέγων εις τούς εδικούς του:

-"Τί κακόν επάθαμεν. Όσους Τούρκους εσκοτώσαμεν άλλοι τόσοι έγιναν!". (εννοούσε τούς πολιτικούς)

Αφού έφθασεν εις τό Σαραβάλι εις τό γενικόν στρατόπεδον ήλθαν όλοι οι καπεταναίοι νά τόν δεχθούν καί νά τόν ερωτήσουν, τί είδε καί τί καλά τούς έφερε από τήν Κόρινθο όπου είδε τούς πολιτικούς. Τούς είπε τήν κοινήν παροιμίαν:

-"Πού ήσουν; πούπετα. Τί έκαμες; τίποτα!"»

Απομνημονεύματα Φωτάκου



Θάνατος τού Βαλέστ στήν Κρήτη (14 Απριλίου 1822)

Μετά τήν νίκη τών Τούρκων στά Σφακιά τόν Αύγουστο τού 1821, η επανάσταση στήν Κρήτη φαινόταν χαμένη. Μόλις όμως οι τρείς πασάδες επέστρεψαν στίς εστίες τους (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο), οι επαναστάτες επανήλθαν στίς θέσεις τους καί άρχισαν πάλι νά ελέγχουν τίς περιοχές πού ήταν μακριά από τά κάστρα τών μεγάλων πόλεων. Τά Σφακιά ξανάγιναν ορμητήριο τών κυριοτέρων οπλαρχηγών, ενώ έφθασαν στό λιμάνι τού Λουτρού καί δύο πλοία από τήν Ύδρα μέ ενισχύσεις.

Κρήτη 1821


Δυστυχώς οι αποτυχίες τών Κρητικών οπλαρχηγών έφεραν καί έριδες μεταξύ τους καί έφθασαν σέ σημείο νά στείλουν έγγραφο καί μία αντιπροσωπεία στόν Δημήτριο Υψηλάντη, ζητώντας του νά ορίσει έναν αρχηγό γιά νά αναλάβει τό βάρος τής κρητικής επανάστασης. Ο Υψηλάντης όρισε ως αρχηγό τόν Μιχαήλ Κομνηνό Αφεντούλιεφ ή Αφεντούλη, ο οποίος ανήκε σέ οικογένεια ευπόρων Γραικών τής Ρωσίας, αλλά αποδείχθηκε τελείως ακατάλληλος γιά μία τόσο δύσκολη αποστολή.

Ο Αφεντούλης έφθασε τέλος Οκτωβρίου τού 1821 στό λιμάνι τού Λουτρού, τό οποίο θά τό χρησιμοποιούσε ως έδρα τών επιχειρήσεών του. Η πρώτη του φροντίδα ήταν νά ορίσει τό επιτελείο του δίνοντας βαθμούς αξιωματικών στούς Γεώργιο Δασκαλάκη (Τσελεπή), Ρούσο Βουρδουμπά, Αναγνώστη Παναγιώτου, Αναγνώστη Πρωτοπαπαδάκη, Αναγνώστη Μανουσογιαννάκη, Γεώργιο Δεληγιαννάκη, Πέτρο Μανουσέλη, Τσουδερό, Σήφακα, Κουρμούλη, Ζερβονικόλα, Μαυροθαλασσίτη, Μεληδόνη κ.ά.

Παρά τήν άφιξη τού αρμοστή, οι διαφωνίες μεταξύ τών Κρητών αρχηγών συνεχίστηκαν καί ο Υψηλάντης ενήμερος γιά όλα αυτά έστειλε επιστολή μέ τήν οποία τούς εκλιπαρούσε γιά ομόνοια. Εν τώ μεταξύ άρχισαν εκ νέου οι αψιμαχίες μέ τούς Τούρκους τών Χανίων καί τού Ρεθύμνου στά περίχωρα τών δύο πόλεων. Ο αρμοστής Αφεντούλης έδωσε εντολή στόν Γεώργιο Δασκαλάκη (εγγονό τού Δασκαλογιάννη) καί τόν Παναγιώτου νά εκστρατεύσουν κατά τού Σελίνου πού κατεχόταν από τούς Τούρκους. Οι δύο οπλαρχηγοί μέ 1500 ενόπλους κινήθηκαν στό Σέλινο από τό φαράγγι τής Αγίας Ρούμελης, ενώ ταυτόχρονα οι Χάλης καί Παπανδρέας κατέλαβαν τό χωριό Ρουμάτα. Οι μουσουλμάνοι τής Κρήτης αιφνιδιάστηκαν καί υποχώρησαν στήν Κάνδανο, γιά νά βρούν καταφύγιο στούς πύργους της.

«Ορμήσας τότε ο Γεώργιος Δασκαλάκης μέ πολλούς, περιέκλεισε στενώτατα τούς εις τόν Σταυρόν (συνοικία τής πόλης) καταφυγόντας Τούρκους, τούς οποίους καί ηδύνατο ευκόλως νά αναγκάση νά παραδοθούν, άν είχε τήν υπομονήν νά τούς πολιορκή τέσσαρας ή καί πέντε ημέρας τό πολύ διότι ούτε τροφάς είχον, ούτε άλλοι ηδύναντο νά έλθωσι πρός βοήθειάν των.

Πρώτος λοιπόν ο αρχηγός εισεπήδησεν εν τώ άμα επί ενός τών οικίσκων, προθυμοποιηθέντων όλων νά καταπνίξωσι τούς Τούρκους, επιχύσαντες δι' οπής ένδον έλαια καί ύλας δυσώδεις καυστικάς. Οι Τούρκοι όμως προλάβοντες ήνοιξαν έσωθεν οπήν τινα, δι' ής σφαίρα εξελθούσα έρριψε νεκρόν τόν Δασκαλάκην, κτυπήσασα κατά μέτωπον, τόν δέ νεκρόν αυτού ενησχολήθησαν παρευθύς νά πάρωσιν οι συναγωνισταί, ίνα μή περιπέση εις τούς εχθρούς.

Ο θάνατος τού Δασκαλάκη επροξένησε ζημίαν επαισθητήν εις τήν πατρίδαν, άγοντος τότε τό 36ο έτος τής ηλικίας καί οι Κρήτες άπαντες εθρήνησαν διά τήν στέρησίν του.»

Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου - Ιστορία τών επαναστάσεων τής Κρήτης, 1893


Μετά τήν απώλεια τού τρομερού Σφακιανού καπετάνιου, οι Χριστιανοί αιφνιδιάστηκαν καί οι μουσουλμάνοι πέτυχαν νά καταλάβουν στίς αρχές Ιανουαρίου τού 1822 τή Μονή Αρκαδίου. Η ανακατάληψη τής μονής κρίθηκε αναγκαία καί έτσι στίς 17 Ιανουαρίου 1822 οι Δεληγιαννάκης, Μεληδόνης, Μαυροθαλασσίτης, Πωλογεωργάκης καί Μανουσέλης επιτέθηκαν κατά τών Τούρκων πού είχαν οχυρωθεί στό μοναστήρι, σκότωσαν τόν αρχηγό τους Γεντίμ Αλή καί τό κατέλαβαν. Ακολούθησαν απανωτές ελληνικές νίκες στή θέση Ακόνια, στόν Μυλοπόταμο, στά Ανώγια καί στήν επαρχία Αμαρίου.

«Προχωρήσαντες λοιπόν εκείθεν τετρακισχίλιοι Τούρκοι οδηγούμενοι υπό τού Τσιλιβοτάμπαση, κατέλαβον περί τά τέλη Ιανουαρίου 1822, χωριά τής επαρχίας Αμαρίου, Ταυτοχρόνως δέ καί οι περί τόν Βουρδουμπάν, Τσουδερόν, Πωλογεωργάκην, Πρωτοπαπαδάκην, Κουρμούλην, Δεληγιαννάκην, Μελιδόνην καί Ζερβουδάκην, δισχίλιοι Έλληνες Σφακιανοί, Ρεθύμνιοι, Λαμαίοι, Αμαριώται κατέλαβον τά εν τή αυτή επαρχία χωρία Μέρωνα, Μοναστηράκι καί Αμάρι, απέναντι τών πολεμίων ιστάμενοι καί ανταπειλούντες.

Πρώτοι οι Τούρκοι εφόνευσαν τήν 9ην Φεβρουαρίου 1822 δύο Έλληνας, τήν δ' επιούσαν επροκάλεσαν καί τήν εξής ολέθριαν εις εαυτούς μάχην. Διαβάντες οι Τούρκοι λίαν πρωΐ τήν μεταξύ ρέοντα ποταμόν, ήρχισαν νά προσβάλλωσι τούς Έλληνας, οίτινες μή δειλιάσαντες τήν υπερβάλλουσαν δύναμιν εκείνων, αντιπροσέβαλον κατ' αλλήλων συνεχώς. Η δέ μάχη προυχώρει ούτω πεισματωδέστατα εφ' όλην τήν ημέραν.

Εις τήν μάχην δέ ταύτην έπεσαν επέκεινα τών τριακοσίων Τούρκων καί ετραυματίσθησαν πολλοί. Ομοίως εφονεύθησαν καί εκ τών Ελλήνων έως πεντήκοντα καί ετραυματίσθησαν εικοσιτρείς, μεταξύ τών οποίων καί ο αριστεύσας πρότερον εν Σάμω Χ. Γεώργιος Μουριώτης.»

Ζαμπελίου καί Κριτοβουλίδου - Ιστορία τών επαναστάσεων τής Κρήτης, 1893


Οι επιτυχίες όμως τών Ελλήνων στήν Κρήτη έμειναν ανεκμετάλλευτες λόγω τής ανικανότητας τού Αφεντούλιεφ, ο οποίος μέ τίς ενέργειές του είχε Βάλεστ οξύνει τά πνεύματα μεταξύ τών Κρητών οπλαρχηγών, μέ αποτέλεσμα ο Βουρδουμπάς νά δολοφονήσει τόν Μεληδόνη. Αλλά καί ο ίδιος ο αρμοστής είχε δολοφονήσει τόν έμπορο Σεμερτζάκη ύστερα από ανεξακρίβωτες σέ βάρος του καταγγελίες. Αυτά τά γεγονότα είχαν σάν αποτέλεσμα νά ατονήσει γιά λίγο η επανάσταση στήν Κρήτη.

Στήν κρίσιμη αυτή περίοδο αφίχθη στό Λουτρό ο Κορσικανός αξιωματικός φιλέλλην Βάλεστ (Joseph Balestra), ο οποίος είχε γεννηθεί στήν Κρήτη καί γνώριζε άπταιστα ελληνικά. O Βαλέστ είχε πάρει τό βαθμό τού συνταγματάρχη από τόν Υψηλάντη καί τού είχε ανατεθεί καί η δημιουργία τακτικού στρατού. Οι εθελοντές αυτού τού σώματος θύμιζαν ευρωπαϊκό στρατό, είχαν άψογη πειθαρχία καί μόνο μέ τήν εμφάνισή τους είχαν αποτρέψει απόβαση τών Τούρκων ναυτικών τού Καρά Αλή στά παράλια τής Καλαμάτας.

Ο Βαλέστ πρότεινε στόν Αφεντούλη νά πολιορκήσουν καί νά καταλάβουν τό κάστρο τού Ρεθύμνου, γιατί θεωρούσε ότι οι Έλληνες, χωρίς ένα κάστρο στήν κατοχή τους δέν θά είχαν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας στήν Κρήτη. Πράγματι πολλοί Κρήτες οπλαρχηγοί ενστερνίστηκαν τό σχέδιο τού Βαλέστ καί έσπευσαν πρόθυμα στήν πρόσκλησή του, συγκεντρώνοντας στά περίχωρα τού Ρεθύμνου τρείς χιλιάδες ενόπλους. Οι Τούρκοι όμως πού ξεχύθηκαν έξω από τά τείχη ήταν πολλαπλάσιοι καί παρέσυραν τούς 'Ελληνες σέ άτακτη υποχώρηση. Ο Βαλέστ πού πολεμούσε στήν πρώτη γραμμή στό Καστέλο, αποκόπηκε από τούς υπόλοιπους καί προσπάθησε νά κρυφτεί σέ ένα θάμνο. Έγινε όμως αντιληπτός από τούς Τούρκους, οι οποίοι τόν συνέλαβαν καί τόν αποκεφάλισαν. Τό κεφάλι του στάλθηκε δώρο στόν καπουδάν πασά Καρά Αλή, καί θά βρισκόταν πάνω στά κατάρτια τής ναυαρχίδος του μαζί μέ εκατοντάδες άλλα κεφάλια, όταν ο Κανάρης θά τήν ανατίναζε λίγους μήνες αργότερα.




Ολοκαύτωμα τής Νάουσας (13 Απριλίου 1822)

Ο Μακεδόνας Νικόλαος Κασομούλης ήταν από τούς πρώτους πού σήκωσαν τή σημαία τής Ελευθερίας στήν κεντρική Μακεδονία. Οι ορεινές περιοχές τού Ολύμπου, τών Πιερίων καί τού Βερμίου είχαν ισχυρούς αρματολούς οπλαρχηγούς, οι οποίοι όμως δίσταζαν νά κτυπήσουν πρώτοι τόν Τούρκο κατακτητή καί περίμεναν ενισχύσεις από τόν νότο. Ο Κασομούλης, από τό Σεπτέμβριο τού 1821 είχε ξεκινήσει μία προσπάθεια ανεύρεσης πόρων, γιά νά πειστούν οι αρματωλοί τού Ολύμπου νά επιτεθούν στίς τουρκικές φρουρές. Πάντως στή Μακεδονία, οι μουσουλμάνοι υπερτερούσαν αριθμητικά έναντι τών Χριστιανών, ενώ η απόσταση από τήν Κωνσταντινούπολη καί τή Θράκη επέτρεπε τήν αποστολή πολλών οθωμανικών στρατευμάτων σέ μικρό σχετικά χρόνο.

Ο Κασομούλης ταξίδεψε στά Ψαρά, τήν Ύδρα, τίς Σπέτσες καί τήν Πελοπόννησο, αλλά τό ταξείδι του δέν απέφερε σημαντική υλική υποστήριξη. Επέστρεψε στόν Όλυμπο τόν Φεβρουάριο τού 1822 καί έκανε τήν πρώτη στρατιωτική επιχείρηση εναντίον τής τουρκικής φρουράς τού Κολινδρού στίς 8 Μαρτίου 1822, η οποία ήταν τό έναυσμα τής επανάστασης πού ξέσπασε στόν Όλυμπο καί στίς γύρω μεγάλες πόλεις, όπως ήταν η Νάουσα, η Βέροια, η Κοζάνη, η Έδεσσα, η Σιάτιστα κ.ά.

«Τό στάδιον τών αγώνων επαρουσιάσθην εις τήν Δημογεροντίαν τών Ψαρρών καί εγχείρησα τά διάφορα συστατικά καί αμέσως εδιορίσθη άλλη γολέτα καί εμβαρκαρισθέντες τήν ιδίαν ημέραν μή έχοντας ούριον αέραν εις τάς 22 Σεπτεμβρίου 1821 έφθασα εις τήν νήσον Ύδραν. Επροσκλήθημεν κατά πρώτο εις τό υγειονομείον, εις τήν αστυνομίαν καί εις τούς προκρίτους οδηγημένοι από τόν κλήτωρα επαρουσιάσθην εις τούτο τό συμβούλιον καί ευχαριστήθην από τήν σοβαράν καί εμβριθήν σκέψιν των.

Ο κος Λάζαρος Κουντουριώτης αφού ανεγνώσθησαν τά γράμματα προεδρεύων πρόλαβεν καί μέ ολίγας λέξεις μάς είπεν ότι οι περίφημοι Ολύμπιοι αργοπόρησαν νά κινηθούν εις τόν ιερόν τούτον αγώνα, όλοι οι Έλληνες τήν περισσοτέραν ελπίδαν τήν είχαμε εις αυτούς. Μ' όλον τούτο ας κινηθούν καί από ότι έχομε δέν τούς αφίνωμε πηγαίνετε εις τάς Σπέτζαις εις τόν Δημήτριον Υψηλάντην καί εις τούς προκρίτους τής Πελοποννήσου, λάβετε ότι σάς δώσουν καί εις τήν επιστροφήν σας διαβάτε απ' εδώ νά σάς δώσωμε καί ημείς εκ τού υστερήματός μας. Δέν σάς λανθάνοι δέ κύριοι ότι έχομε καί ημείς στόλον νά προμηθεύσωμεν προσφέροντες τάς ευχαριστήσεις, αφ' ου τούς πληροφορήσαμε τά διατρέχοντα τής Κασσάνδρας καί προφορικώς αμέσως αναχωρήσαμε διά Σπέτζαις.

Παρομοίως επαρουσιάσθημεν κ' εκεί. Πλήν έλλειπεν από τό συνέδριόν τους η χάρις τών Υδραίων - υποσχεθέντες καί αυτοί τά ίδια μέ τούς Υδραίους καί μέ τούς ιδίους λόγους, αναχωρήσαμε καί εφθάσαμε τήν νύκτα εις τάς 26 Σεπτεμβρίου 1821 εις Μύλους Ναυπλίου. Εξελθώντες εμάθαμε τήν άλωσιν τής Τριπολιτζάς εξ' εφόδου από τούς Έλληνας.»

Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά


Στίς 13 Μαρτίου 1822 έφθασε στό Ελευθεροχώρι ο Γρηγόριος Σάλας, επικεφαλής 300 ανδρών μεταξύ τών οποίων ήταν πολλοί Γερμανοί καί Πολωνοί φιλέλληνες καί Έλληνες από τά νησιά. Μαζί τους ήταν καί ο Θεόφιλος Καΐρης. Ο Σάλας ήταν μία ατυχής επιλογή τού Υψηλάντη. Αντί νά σπεύσει αμέσως νά βοηθήσει τή Μακεδονία σύμφωνα μέ τίς εντολές τού αρχηγού του, αυτός είχε καθυστερήσει αρκετούς μήνες γιά ερωτοδουλειές στή Μύκονο. Οι μάχες στόν Κολινδρό Πιερίας συνεχίστηκαν μέ τούς Έλληνες νά έχουν στή διάθεσή τους τέσσερα κανόνια τά οποία τά χειρίζονταν οι Γερμανοί πολυβολητές πού είχαν συνοδεύσει τόν Σάλα.

Η κακοκαιρία όμως ανάγκασε τούς Μακεδόνες επαναστάτες νά υποχωρήσουν στά χωριά Καστανιά καί Μηλιά. Στίς 28 Μαρτίου 1822, δύναμη 2000 Οθωμανών επιτέθηκε στήν Καστανιά, τήν οποία είχε οχυρώσει ο αρματολός Νικόλαος Διαμαντής μέ 200 παλληκάρια. Τελικά τήν επομένη ο Διαμαντής υποχώρησε στή Ράντιανη (Ρυάκια) καί από εκεί κατευθύνθηκε νοτιότερα στή Μηλιά.

Ανήμερα τό Πάσχα (2 Απριλίου 1822), οι Τούρκοι επιτέθηκαν στή Μηλιά, δυτικά τής Κατερίνης. Οι Μακεδόνες πού είχαν αρχηγούς τούς Τόλιο Λάζο, Νικόλαο Διαμαντή καί Νικόλαο Κασομούλη, υποχώρησαν, ενώ μία ομάδα από αυτούς κλείστηκε στόν πύργο τών Λαζαίων.

Οι Λαζαίοι ήταν μία ξακουστή οικογένεια κλεφταρματολών, τής οποίας ο γενάρχης Τόλιος Λάζος είχε γεννηθεί στήν Ελασσόνα, στίς αρχές τού 18ου αιώνα. Η έδρα τής οικογένειας ήταν στή Μηλιά Πιερίας καί ο Τόλιος στήν περίοδο τών Ορλωφικών είχε πολεμήσει μέ τούς Τουρκαλβανούς, οι οποίοι τόν κατεδίωξαν άγρια. Απέκτησε τέσσερις γιούς, οι οποίοι είχαν φρικτή τύχη. Ο Γιάννης Λάζος σφάχτηκε στόν Τύρναβο από τό Βελή Πασά, (γιό τού Αλή) μαζί με 36 άλλα μέλη τής οικογένειας τών Λαζαίων, ο Λιόλιος απαγχονίστηκε τό 1815 στήν Πόλη μαζί μέ τούς δύο γιούς του, ο Δήμος σουβλίστηκε από τόν Βελή καί ο Κώστας Λάζος ανασκολοπίστηκε από τόν Αλή Πασά στά Γιάννενα.

«Κατά τό 1813, τόν Απρίλιον μήνα, συγχρόνως καί εν μία μέρα διαταχθέντες νά κινηθούν οι δερβέναγες πανταχόθεν, καί ο Βελήπασας προσωπικώς, αφού ούτως ο βεζύρης, μέ μίαν μοίραν διευθυνόμενος εις τήν Μηλιάν χωρίον, κατοικίαν των, επιπεσών έξαφνα διά νυκτός είς τόν ύπνον συνέλαβεν όλους άνδρας καί γυναίκας, εθανάτωσεν τόν Δήμον Λάζου μέ μερικούς άλλους οίτινες αντιστάθησαν μέ τά όπλα. Κορεσθείς από τό αίμα, αιχμαλώτισεν όλας τάς οικογενείας τού χωρίου, συγγενείς καί φίλους, καί έφερεν αυτάς εις τό μακελλείον τό οποίον έστησεν εις Λάρισσαν δι' αυτούς.

Massacres by Turks


Ωργισμένοι όλοι, Αλής καί τέκνα (Μουχτάρ καί Βελής) κατά τής οικογένειας ταύτης τών Λαζαίων, αφού έκοψεν ο Βελήπασιας όλους τούς άνδρας, γέροντας καί μικρά παιδιά εις Λάρισσαν, ήφεραν εις τό μακελλείον νά σφάξουν καί ένα ανήλικον έως 12 ή 13 χρονών, αθώον τέκνον, Τόλιον υιόν τού Ιωάννη Λάζου. Συμπαθεία κινούμενοι όλοι, Τούρκοι καί Ρωμαίοι από τούς περί τόν Βελήπασια, ζητήσαντες νά τοίς χαρίση τούτον καί καμφθείς εις τήν αίτησίν των τόν απέλυσεν. Ιδών ο Βλαχοθόδωρος, ο μακελλάρης των, ότι άφησεν ένα, προτείνων έμπροσθεν όλων ότι:

- "Δέν ήτον καλόν, ούτε σποράν, εφέντη βεζύρη μου, νά αφήσεις από μία τοιαύτην οικογένειαν."

Ο Βελήπασας, καίτοι αιμοβόρος, συγχυσθείς διά τήν πρότασίν του ταύτην καί ότι δέν εκορέσθει εισέτι από τόσον αθώον αίμα τό οποίον εχύθη, αποκρίθη μέ οργήν πρός αυτόν.

- "Κερατά Βλαχοθόδωρε, αυτό τό παιδί θά τό αφήσω νά σκοτώσει εσένα, όπου έγινες αιτία τού θανάτου τών πατέρων του καί συγγενών, καί άϊντε απ' εδώ νά μή σέ βλέπω."»

Νικολάου Κασομούλη, Ενθυμήματα Στρατιωτικά


Τελικώς οι κλεισμένοι στόν πύργο τών Λαζαίων κατάφεραν νά διαφύγουν κατά τή διάρκεια τής νύκτας καί όλοι οι επαναστάτες σκόρπισαν σέ άλλα μέρη γιά νά συνεχίσουν νά πολεμούν τόν προαιώνιο εχθρό τής πατρίδος μας. Οι συνέπειες τής εξέγερσης γιά τούς κατοίκους τών χωριών τής Πιερίας ήταν βαρύτατες. Τά περισσότερα χωριά λεηλατήθηκαν καί πυρπολήθηκαν από τίς ορδές τού Αβδούλ Αμπούτ πασά, ενώ όσα γυναικόπαιδα συλλαμβάνονταν, στέλνονταν στά σκλαβοπάζαρα τής Ανατολής.

Τόν Φεβρουάριο τού 1822, η πόλη τής Νάουσας αριθμούσε περίπου 1000 χριστιανικές οικογένειες καί ήταν η πρώτη πόλη, η οποία μέ ενθουσιασμό ξεσηκώθηκε κατά τών Τούρκων κατακτητών. Στίς 22 Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή τής Ορθοδοξίας, μετά από τήν πανηγυρική Θεία Λειτουργία στό ναό τού Αγίου Δημητρίου, ο πρόκριτος Ζαφειράκης Λογοθέτης ύψωσε τήν επαναστατική σημαία τού Υψηλάντη καί κήρυξε τήν επανάσταση.

«Τούτων γενομένων τήν πρωΐαν τής 22ας Φεβρουαρίου τού 1822, οι αρχηγοί μεθ' απάντων τών στρατιωτών καί τού πλήθους διηυθύνθησαν εις τόν πρός τό δυτικόν μέρος τής πόλεως κείμενον μητροπολιτικόν ναόν τού Αγίου Δημητρίου, ένθα πάντες μετά ψυχικής κατανύξεως καί ευλαβείας ηκροάσθησαν τής Θείας Λειτουργίας καί εκοινώνησαν τών αχράντων μυστηρίων. Μετά δέ ταύτα εγένετο καί μεγάλη υπέρ τού αρξάμενου έργου καί τής επιτυχίας τών όπλων δοξολογία.

Οι τρείς αρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου, Αναστάσιος Καρατάσος καί Αγγελής Γάτσος συνελθόντες πρός σύσκεψιν εν Ναούση περί τού πρακτέου ενέκριναν ν' αποδυθώσιν εις τόν περί τόν όλων αγώνα πρίν ή τά πράγματα προλάβωσιν αυτούς. Αναλογισάμενοι δέ ότι η επανάστασις περιοριζομένη εις μόνην τήν Νάουσαν μικρόν δύναται νά πράξη έχουσα πρό τών πυλών της εν Βερροία πολυάριθμον εχθρόν, ενόμισαν εκ τών ών ουκ άνευ τήν εξ απροόπτου κατά τής Βερροίας επίθεσιν αυτών.

Απέστειλαν δέ τόν αδελφόν τού Γάτσου καπετάν Πέτρο εις τάς πέριξ επαρχίας εφοδιάσαντες αυτόν μετά τών αναγκαίων συστατικών πρός τούς προκρίτους καί τών λαόν παροτρυνομένους ίνα άρωσι τά όπλα υπέρ τής ελευθερίας.

"Άραντες τόν σταυρόν μέ τήν σημαίαν τής ελευθερίας αποφασίσατε τόν κοινόν αφανισμόν τού τυράννου καί δυνάμει τού σταυρού όλοι ομού θά κατεξουσιάσωμεν τήν Βέρροιαν."

Εν Βερροία ήν εξάπαντος βεβαίως ήθελον κυριεύσει, εάν κατά τό προταχθέν σχέδιον καί εξ Ολύμπου επήρχετο κατ' αυτής η συμφωνηθείσα δύναμις, θά καταφέρετο βεβαίως τό πρώτον κατά τών τυράννων κτύπημα. Ιδού τί οι ατρόμητοι τής Ναούσης αρχηγοί έγραφον τή 8η Μαρτίου 1822 πρός τούς οπλαρχηγούς τού Ολύμπου Διαμαντήν Νικολάου καί Γούλαν Δράσκου.

"Μετ' ολίγας ημέρας δέ ελπίζομεν νά ανταμωθώμεν εις Βέρροιαν καί όλοι ομού προτάξαντες τόν τίμιον Σταυρόν νά εκστρατεύσομεν κατά τού Αβδούλ Αμπούδ καί τής Θεσσαλονίκης, τήν οποίαν μήν αμφιβάλλητε ήρωες Μακεδόνες απόγονοι τού Αλεξάνδρου, ότι θέλομεν εξουσιάσει ταχέως."

Εν τώ μεταξύ ο εν Βερροία οθωμανικός στρατός μετά τών εντοπίων Οθωμανών αρξάμενοι μετά σπουδής τε καί πολλής δραστηριότητος υπό τήν αρχηγίαν τού εκ Θεσσαλονίκης κατά τάς ημέρας εκείνας αφικομένου Κεχαγιά μπέη νά παρασκευασθώσι κατά πάσης ενδεχομένης επιθέσεως τών γκιαούρων, είχον κατορθώσει ου μόνον εντός τής πόλεως δεόντως νά οχυρωθώσιν, αλλά καί εκτός αυτής προμαχώνας καί οχυρώματα ικανά νά εγείρωσιν εντός ολιγίστου χρόνου.»

Η Επανάστασις καί καταστροφή τής Ναούσης, υπό Φιλιππίδου 1881

Αμέσως μετά τήν δοξολογία, οι κάτοικοι τής Νάουσας ξεχύθηκαν στούς δρόμους καί σκότωσαν τόν βοεβόδα τής πόλης μέ τούς ανθρώπους του. Τήν επομένη τό πρωΐ, επιχείρησαν νά καταλάβουν τή Βέροια, αλλά ήδη στήν πόλη είχε συγκεντρωθεί πολυάριθμος τουρκικός στρατός, ο οποίος απώθησε τούς επαναστάτες μέ ευκολία. Μετά τήν ήττα αυτή οι Ζαφειράκης, Τάσος Καρατάσος (Γεροκαρατάσος) καί Αγγελής Γάτσος αποφάσισαν νά οργανώσουν τήν άμυνα τής Νάουσας καί οχυρώθηκαν μεταξύ άλλων καί στό μοναστήρι τού Δοβρά.

Ο κεχαγιάς (τοποτηρητής) τού Αβδούλ Αμπούτ πασά δέν άργησε νά φανεί μέ πλήθος πεζικού καί ιππικού. Η πρώτη μάχη στό μοναστήρι τού Δοβρά κατέληξε σέ συντριβή τών Τούρκων, οι οποίοι άφησαν στό πεδίο τής μάχης 300 νεκρούς. Όταν όμως εμφανίσθηκε ο ίδιος ο φοβερός Αβδούλ Αμπούτ μέ άλλους 20000 στρατιώτες, στούς οποίους συμπεριλαμβάνονταν καί εκατοντάδες Εβραίοι, οι Μακεδόνες οπλαρχηγοί περιορίστηκαν στήν πόλη τής Νάουσας. Είχε ήδη αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση τής καταστροφής, καθότι ο πασάς είχε πληροφορίες γιά τήν άμυνα τής πόλης από τούς προδότες Μάμαντη καί Αντωνάκη, πολιτικούς αντιπάλους τού Ζαφειράκη.

«Πρός τούς περινούστατόν μοι Βεζύρην Χουρσίτ Χουσεΐν πασιάν ανεξάρτητον Στρατάρχην καί γενικόν επόπτην τών δερβενίων ολοκλήρου τής Ρούμελης, τόν δοξασμένον στρατηγόν Αβδούλ Αμπούτ πασιάν καί πανιερωτάτους ιεροδικαστάς Βεροίας καί Ναούσης.

Διά τού παρόντος υψηλού μου Αυτοκρατορικού Φιρμανίου φέρω εις γνώσιν υμών ότι από τής εκρήξεως τής επαναστάσεως τών βρωμερών ερπετών τών καλουμένων "ρούμ", οι άπιστοι κάτοικοι τής πόλεως Ναούσης καί τινών χωρίων τών πέριξ ποικιλοτρόπως υπονομεύοντες καί υποσκάπτοντες τήν ύπαρξιν τού ιερού Χαλιφάτου τών Ισλάμ καί τής μεγάλης Αυτοκρατορικής Επικρατείας εξακολουθούσι νά ενισχύωσι τά επαναστατικά σώματα, χορηγούντες εις αυτά άνδρας, όπλα, τρόφιμα καί λοιπά μέσα. Περί τούτου δέ εβεβαιώθημεν απολύτως τόσον εκ τών κατ' επανάληψιν υποβληθεισών εκθέσεων παρά τού Εξοχωτάτου Διοικητού Θεσσαλονίκης, όσον καί εκ τών κατά διαφόρους καιρούς λαμβανόντων χώραν επαναστατικών κινημάτων εις τήν περιφέρειαν εκείνην.

Τούτου ένεκεν αποφασίσαντες όπως διά παντός απαλείψωμεν από προσώπου τής γής τήν κατηραμένην ταύτην εστίαν τών κακοβούλων καί βλεδυρών απίστων, διατάσσομεν όπως υμείς, ο Δοξασμένος Στρατάρχης Αβδούλ πασιάς εκστρατεύσητε όσον τάχιστα εκ Θεσσαλονίκης μετά τού υφ' υμάς στρατού κατά τών απαισίων τούτων απίστων καί τιμωρήσητε αυτούς, εφαρμόζοντες απαρεγκλίτως τόν γνωστόν ιερόν Φετφάν τού πανσόφου καί περικλεούς Σεϊχουλισλιαμάτου, ήτοι αυτούς μέν τούς ιδίους νά διαπεράσητε εν στόματι ρομφαίας, τάς γυναίκας καί τά τέκνα των εξανδραποδίσητε, τά υπάρχοντά των διανείμητε εις τούς πιστούς νικητάς, τάς δέ εστίας των παραδώσητε εις τό πύρ καί τήν τέφραν. Ούτως είη βοηθός μεθ' ημών ο προφήτης καί τό ιερόν αυτού Κοράνιον.»

Σουλτανικό φιρμάνι γιά τήν τιμωρία τής Νάουσας

Στή Νάουσα είχαν καταφύγει χιλιάδες πρόσφυγες από τίς γύρω περιοχές καί ο αγώνας τών κλεφταρματολών ήταν "Νύν υπέρ πάντων αγών", διότι πολεμούσαν γιά νά σώσουν καί τίς οικογένειές τους. Τελικά δέν άντεξαν τίς απανωτές επιθέσεις τών Οθωμανών, οι οποίοι στίς 13 Απριλίου 1822 κατάφεραν νά μπούν στήν πόλη από τήν πύλη τού Αγίου Γεωργίου. Ακολούθησε τό σύνηθες έργο τών Οθωμανών, όταν καταλαμβάνουν μία χριστιανική πόλη εξ εφόδου. Έχοντας τήν παρότρυνση τών ηγετών τους καί τής θρησκείας τους επιδόθηκαν σέ ένα ανελέητο όργιο σφαγών, βιασμών καί βασανιστηρίων, τό οποίο κόστισε τή ζωή σέ 10000 Ρωμηούς. Όσες γυναίκες καί παιδιά αιχμαλωτίσθηκαν πουλήθηκαν σέ σκλαβοπάζαρα, ενώ οι ομορφότερες νέες Χριστιανές είτε κλείσθηκαν στά χαρέμια τών αγάδων είτε πουλήθηκαν στούς Εβραίους, οι οποίοι έλαβαν μέρος στή σφαγή τής Νάουσας. Τήν τύχη τής Νάουσας ακολούθησαν περίπου 120 γειτονικά χωριά.

«Μετά δέ τήν εισβολήν τών εχθρών εις τήν πόλιν, ο μέν Καρατάσος κατέλαβε τό Παλαιοεκκλήσιον τού Θεολόγου, ο δέ Γάτσος τό μοναστήριον τού Προδρόμου, αμφότερα παρά τήν Νάουσαν, ο δέ Ζαφειράκης τόν Παλαιόπυργον (Κούλιαν) πρός τήν άκραν τής πόλεως. Έξωθεν δέ τού Παλαιοπύργου συνέρρευσε μέγα πλήθος ως εις ασφαλέστερον μέρος. Οι Τούρκοι σύροντες καί κανόνια εκτύπησαν εν πρώτοις τόν Παλαιόπυργον, καί τόν μέν Ζαφειράκην ηνάγκασαν νά φύγη, τούς δέ εκεί καταφυγόντας όλους σχεδόν συνέλαβαν.

Ο Γάτσος καί ο Καρατάσος, βλέποντες ότι δέν εδύναντο ν' αντισταθώσιν, ανέβησαν εις τό πλησίον τής πόλεως χωρίον, Σέλι, αλλ' απελπισθέντες μετ' ολίγον έφυγαν ολοτελώς εκ Μακεδονίας, διέβησαν εις Ασπροπόταμον καί κατήντησαν εις τήν ελευθέραν Ελλάδα συμβιβασθέντες κατά τήν διάβασίν των μετά τών κατά τόπους Τούρκων μήτε νά βλάπτωσι μήτε νά βλάπτωνται. Ο δέ Ζαφειράκης εισέδυσεν εις τόν πλησίον τής Βερροίας βάλτον έχων δέκα μόνον οπαδούς καί ένα τών υιών τού Καρατάσου. Τούτο μαθόντες οι εν Βερροία Τούρκοι εκινήθησαν κατ' αυτών καί τούς εφόνευσαν όλους ανδρείως πολεμήσαντες καί μή θελήσαντας επί ασφαλεία ζωής νά παραδοθώσι.

Μεγάλα τά παθήματα τών κατοίκων καί μεγάλη η καταστροφή τών μερών εκείνων. Πεντακισχίλιοι εφονεύθησαν καί ηχμαλωτίσθησαν εν τή Ναούση, και άλλοι τόσοι έπεσαν εις χείρας τών εχθρών περί τόν Παλαιόπυργον· πολλοί τών συλληφθέντων ανηλεώς εβασανίσθησαν, πολλαί γυναίκες εις τάς φλόγας ερρίφθησαν, έγκυοι εξεκοιλιάσθησαν, τέκνα έμπροσθεν τών γονέων εσφάγησαν, βρέφη από τών τραχήλων τών μητέρων εκρεμάσθησαν, παρθένοι καί μητέρες αγκαλοφορούσαι τά τέκνα των έπεσαν αυθόρμητοι εις την πλησίον του Παλαιοπύργου λίμνην, τό "Μαύρον Νερόν" (Αράπιτσα), και επνίγησαν εις αποφυγήν ατιμίας καί βασάνων· τόσον θηριώδεις εφάνησαν οι νικηταί.

Πάμπολλοι δέ Εβραίοι, ένοπλοι καί πολύδιψοι χριστιανικού αίματος, παρηκολούθουν τόν τουρκικόν στρατόν ως εκούσιοι δήμιοι. Ούτοι έλκοντες έξω τής πόλεως τούς Χριστιανούς τούς ερροπάλιζαν κατακέφαλα, καί πίπτοντας κατά γής τούς έσφαζαν ως βόας. Αι δέ εν Ναούση συλληφθείσαι γυναίκες τού Καρατάσου, τού Γάτσου καί τού Ζαφειράκη μετεκομίσθησαν εις Θεσσαλονίκην, όπου η μέν τού Γάτσου ετούρκευσεν αποδειλιάσασα ενώπιον τών βασάνων, αι δέ δύο άλλαι μή αλλαξοπιστήσασαι προσηλώθησαν απέναντι αλλήλων όρθιαι επί τού τοίχου μιάς τών αιθουσών τού παλατιού τού θηριώδους βεζίρη, καί απέθαναν πολυειδώς βασανιζόμεναι· οι δέ διασωθέντες τρισάθλιοι Χριστιανοί δέν είχαν πού τήν κεφαλήν κλίναι, διότι εκατόν είκοσι κωμοπόλεις, χωρία, καί ζευγαλατεία τών μερών εκείνων απετεφρώθησαν.»

Σπυρίδωνος Τρικούπη - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως


Ο καταρράκτης τής Αράπιτσας "έζησε" ένα νέο Ζάλογγο. Πολλές γυναίκες πιάστηκαν χέρι χέρι καί έπεσαν μέ τά παιδιά τους μέσα στά παγωμένα νερά τού ποταμού, αφού προτίμησαν τόν έντιμο θάνατο παρά τήν ατίμωση από τά τουρκικά κτήνη πού τίς κυνηγούσαν.

Σφαγές Χριστιανών από μουσουλμάνους


Ο Πύργος του Ζαφειράκη έγινε τό καταφύγιο γιά 800 αρματωμένους καί πολλά γυναικόπαιδα, καθώς ήταν ισχυρά οχυρωμένος καί περιείχε άφθονα τρόφιμα καί πυρομαχικά. Οι αμυνόμενοι κράτησαν τόν εχθρό έξω από τόν πύργο καί γέμισαν τήν εξωτερική τάφρο μέ εκατοντάδες πτώματα Τούρκων στρατιωτών. Τή νύκτα επιχείρησαν έξοδο, έχοντας ανάμεσά τους τίς γυναίκες καί τά παιδιά καί βγήκαν πυροβολώντας, ανάμεσα από τόν κλοιό τών εχθρών. Πολλοί άντρες κατάφεραν νά διαφύγουν, αλλά οι περισσότερες γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτες, μαζί μέ τίς γυναίκες τών οπλαρχηγών Ζαφειράκη, Τάσου Καρατάσου, Αγγελή Γάτσου, καί Λάζου Ραμαντάνη, οι οποίες βρήκαν φρικτό θάνατο.

«Οδηγηθέντες πρό τού βεζύρου οι αιχμάλωτοι συλλήβδην κριθέντες καί καταδικασθέντες, πάραυτα παρεδόθησαν εις τόν εβραϊκόν όχλον, όπως αποκεφαλισθώσιν. Οι άθλιοι ούτοι απόβλητοι τής κοινωνίας ενούντες τήν μανίαν των εις τήν ανόσιον λύσσαν τού Αβουλουβούδ πασσά, εκουσίως προσεφέρθησαν ως δήμιοι αυτού. Πλήθος ανδρών καί γυναικοπαίδων κατέσφαζον καθ' εκάστην πρό τής σκηνής του, τηλικούτος δ' ήν ο αριθμός τών θυμάτων, κατά τήν αναμφισβήτητον μαρτυρίαν αυτόπτου μάρτυρος, παρ' ού έλαβον τάς πληροφορίας ταύτας, ο οποίος είπε:

"Ήκουσα χρόνον τινά μετά τάς σφαγάς ταύτας, Ιουδαίον τινά καυχόμενον ότι απεκεφάλισε εν μία μόνην ημέρα 64 Χριστιανούς!"

Αι γυναίκαι υπέστησαν μαρτύρια, άτινα φρικιώ αναγράφων. Πλείστοι εξ αυτών γυμναί εκλείσθησαν μέχρι τού τραχήλου εν σάκκοις πληρωθείσι τοίς μέν γαλών (γατιών) ετέροις δέ μυών (ποντικών), ούς εξερέθιζον, όπως δαγκάσωσι τάς δυστυχείς γυναίκας, ότε δέ μετ' ολίγον νήστεις καταλειφθέντες επί ημέρας εξηγριώθησαν, κατέτρωγον βραδέως τάς σφριγώσας εκείνας σάρκας.

Μή επιτευχθέντος διά τών μέσων τούτων τού ποθουμένου (εξισλαμισμού) ενέκλεισαν εν σάκκων πλήρει όφεων τήν σύζυγον τού Τάσου Καρατάσου, ήν ο οπλαρχηγός τών γενναίων Μακεδόνων δέν είχε κατορθώσει ν' αποσπάσει τών χειρών τών Τούρκων. Τοιούτον μαρτυρικόν θάνατον υφίσταντο αι Χριστιαναί παρά τών μουσουλμάνων

Φρανσουά Πουκεβίλ - Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως


Τό Κιόσκι τής Νάουσας είναι μία περιοχή η οποία αποτέλεσε τόπο μαρτυρίου όλων τών ανδρών τής Νάουσας. Γύφτοι καί Εβραίοι ανέλαβαν τό έργο τής σφαγής Καρατάσος καί υπολογίζονται περίπου 1200 οι Ρωμηοί πού έχασαν τό κεφάλι τους στό Κιόσκι. Εννοείται ότι όποιος γινόταν μουσουλμάνος γλύτωνε τό κεφάλι του. Ο Τούρκος πασάς καθ' όλη τήν διάρκεια παρακολουθούσε τό "θέαμα".

Οι νεκροί θά ήταν περισσότεροι άν ένας Ναουσαίος ράφτης, ο Νικόλαος Κοκοβίτης, άν καί αποκεφαλισμένος περπάτησε πρός τή σκηνή τού πασά. Αυτό τό γεγονός ήταν καί η αφορμή γιά νά σταματήσουν οι αποκεφαλισμοί. Τα κορμιά τών θυμάτων οι Τούρκοι τά άφησαν βορά στά όρνεα, αλλά τά κεφάλια τά ταρίχευσαν καί τά έστειλαν δώρο στόν σουλτάνο Μαχμούτ γιά νά ...ευχαριστηθεί καί αυτός τή μεγάλη νίκη τού δοξασμένου στρατού του.

«Tout fut pille, brule, detruit. Dix mille Grecs furent massacres, les femmes et les enfants emmenes en esclavage. Comme dans la Cassandrie, le premier massacre appartint aux Turcs, dans l' ardeur de la victoire; mais apres eux vinrent les Juifs, qui les surpasserent en cruautes; ils abattaient comme des boeufs les captifs sans armes et sans defense.»

Les Turcs et la Turquie contemporaine: itineraire et compte - rendu de voyages dans les provinces ottomanes avec cartes detaillees, Basil Nikolaides, 1859


Ο επίλογος τού ολοκαυτώματος τής Νάουσας είναι η επιστολή τού Οθωμανού πασά πρός τόν σουλτάνο του, μέ τήν οποία εξήγγειλε τή νίκη τών στρατιωτών τού Μωάμεθ.

«Όταν εισήλθομεν θριαμβευτικώς εντός τής ειρημένης πόλεως, γενόμενοι κύριοι αυτής, οι καπεταναίοι αυτών, επωφελούμενοι τού σκότους τής νυκτός κατώρθωσαν νά αποδράσουν εις τά γειτονικά όρη. Όσοι όμως εκ τών ειρημένων επαναστατών δέν κατώρθωσαν νά διαφύγουν, κρυβέντες εντός τής πόλεως, συνελήφθησαν, εφαρμοσθεισών κατ' αυτών αυστηρότατα καί άνευ οίκτου τών διατάξεων τού εκδοθέντους ιερού φετβά.

Ούτοι υπερβαίνοντες τάς δύο χιλιάδας, εθανατώθησαν πάντες, είτε διελθόντες διά στόματος μαχαίρας, είτε σταλέντες εις τήν κόλασιν δι' απαγχονισμού, τά τέκνα καί αι σύζυγοι αυτών εξηνδραποδίσθησαν, αι περιουσίαι των εδημεύθησαν καί παρεδόθησαν εις τό πύρ, συμπληρωθείσης ούτω τής νίκης καί εκτελεσθείσης πλήρως τής αυτοκρατορικής επιθυμίας.»

Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους - Εκδοτική Αθηνών


Παρατηρούμε τήν πληθώρα τών σφαγών πού υπέστη τό Γένος μας καί άν τίς συνδυάσουμε μέ τήν πληθώρα τών εξισλαμισμών, θά κατανοήσουμε τούς λόγους γιά τούς οποίους ο πληθυσμός μας έμεινε τόσο μικρός. Από τά 15 εκατομμύρια πού αριθμούσε η ελληνική αυτοκρατορία τής Κωνσταντινουπόλεως, μόλις ένα ή δύο εκατομμύρια επιβίωσαν 400 χρόνια μετά τήν άλωση τής Πόλης. Καί ενώ όλοι οι ευρωπαϊκοί λαοί αυξάνονταν σέ πληθυσμό καί ανέπτυσσαν τόν πολιτισμό τους, εμείς μικραίναμε τόσο σέ πληθυσμό όσο καί σέ πρόοδο. Αυτή η μείωση τού πληθυσμού είναι άλλο ένα δώρο τής πολυπολιτισμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας πρός τό λαό μας! Ένα δώρο πού ξέχασαν νά συμπεριλάβουν στά σχολικά βιβλία οι ειδήμονες τού Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ένα δώρο πού ξέχασαν νά αναφέρουν τά τουρκοκάναλα Μέγα, Σκάϊ καί Αντέννα, στίς τουρκικές σειρές, ένα δώρο πού ξέχασαν νά καταγγείλουν οι αριστεροί οπαδοί τής διαφορετικότητας, οι οποίοι δέν παραλείπουν νά καταγγέλουν όλες τίς αδικίες, εκτός από αυτές πού διαπράττει η Τουρκία τους. Άραγε πόσα γρόσια νά πήρε ο κοτζάμπασης τού τσιφλικιού Αντέννα γιά νά υπακούσει στό σουλτανικό φιρμάνι καί νά μάς προβάλει τή σειρά τού πανσόφου καί περικλεούς σουλτάνου Σουλεϊμάν, τού μεγαλοπρεπούς σφαγέα τού ελληνισμού;




Οδυσσέας καί Άρειος Πάγος


Τό κύριο μέλημα τού Αρείου Πάγου πού αποτελούσε υποτίθεται τήν τοπική κυβέρνηση τής Ανατολικής Στερεάς δέν ήταν η απόκρουση τών τουρκικών επιθέσεων, αλλά η εξουδετέρωση τού Οδυσσέα Ανδρούτσου. Τού κλεφταρματολού, πού μέ εκατό παλληκάρια είχε σταματήσει στή Γραβιά τούς χιλιάδες Τουρκαλβανούς τού Ομέρ Βρυώνη.

Χάνι τής Γραβιάς


Ενοχλητικοί ήταν καί όσοι συμπαθούσαν τόν Ανδρούτσο, όπως ο Υψηλάντης, ο Νικηταράς καί άλλοι στρατιωτικοί ηγέτες. Όταν λοιπόν τόν Φεβρουάριο τού 1822 ξεκίνησαν οι παραπάνω αρχηγοί στρατιωτικές επιχειρήσεις στήν Ανατολική Ρούμελη, ο Άρειος Πάγος τού Νέγρη καί τό Εκτελεστικό τού Κωλέττη καί τού Μαυροκορδάτου έκαναν τό πάν γιά νά τούς δυσχεράνουν τήν αποστολή είτε απογυμνώνοντάς τους από στρατιώτες είτε στερώντας τους τροφές καί πολεμοφόδια είτε εκδίδοντας αλλόκοτες διαταγές. Ομοίως αντέδρασαν οι πολιτικοί μαζί μέ τόν επίσκοπο Καρύστου Νεόφυτο στήν άφιξη τού Ανδρούτσου στήν Εύβοια καί τήν απόδοση σέ αυτόν τής αρχηγίας τών επιχειρήσεων γιά τήν άλωση τού κάστρου τής Καρύστου.

Ο Ανδρούτσος παρά τίς αντιδράσεις τού Νεοφύτου έφθασε στήν Καρυστία τόν Ιανουάριο τού 1822 καί ξεκίνησε επιθετικές ενέργειες κατά τού Ομέρ μπέη τής Γοβγίνας Καρύστου, ο οποίος ήταν κλεισμένος στό κάστρο του. Όσοι κάτοικοι έτρεμαν τόν Ομέρ μπέη, αναθάρρησαν όταν είδαν τό "Λιοντάρι τής Ρούμελης" καί πήραν τά όπλα γιά νά πολεμήσουν.

Μέ τόν Ανδρούτσο ενώθηκαν οι άντρες τών Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, Νικολάου Κριεζώτη, Βάσου Μαυροβουνιώτη, Τομαρά καί Λεπενιώτη. Μοιράζοντας τίς δυνάμεις του στά χωριά Λάλα καί Πλακωτά παγίδευσε τούς Τούρκους πού επιχείρησαν έξοδο καί τούς ανάγκασε νά υποχωρήσουν. Πάλι όμως ένα γράμμα από τόν Άρειο Πάγο ανακαλούσε τόν Ανδρούτσο γιά επείγουσες τάχα υποθέσεις στήν Αττική. Μέ τέτοιες μεθόδους καί τακτικές όλες οι επιχειρήσεις στήν Ανατολική Στερεά κατέληξαν σέ αποτυχία. Η διχόνοια γεννήθηκε μέ τήν επανάσταση καί ήταν αυτή πού απείλησε τήν επιτυχία της περισσότερο από όλους τούς πασάδες τής γής μέ τίς θηριωδίες τους.

Ηγέτης τής Εύβοιας μετά τήν αποχώρηση τού Ανδρούτσου έμεινε ο Αγγελής Γοβγίνας, ο οποίος έπρεπε νά αντιμετωπίσει τά δύο πανίσχυρα κάστρα τής Χαλκίδας καί τής Καρύστου. Ο Γοβγιός κάλεσε σέ ενίσχυση τούς αρματολούς τού Ολύμπου καί στίς 28 Μαρτίου 1822 συγκέντρωσε τά ελληνικά στρατεύματα στά Βρυσάκια. Οι Τούρκοι τής Χαλκίδας οχύρωσαν τήν τοποθεσία Δύο Βουνά. Ο Γοβγίνας κατά τή διάρκεια τής νύκτας επιτέθηκε στό τουρκικό στρατόπεδο, αλλά οι Τούρκοι δέν αιφνιδιάστηκαν. Στήν μάχη πού ακολούθησε σκοτώθηκε ο Αγγελής μαζί μέ τόν αδελφό του Αναγνώστη Γοβγίνα καί τόν πιστό του φίλο Κώτσο.

Ο επόμενος πασάς πού θά κατέβαινε στό Μοριά ήταν ο πασάς τής Λάρισας Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, ο οποίος μετέβη στήν Λαμία γιά νά συγκέντρωσει τά ασκέρια του. Ο Ανδρούτσος πανταχού παρών συγκέντρωσε όσους οπλαρχηγούς μπόρεσε στόν Μπράλο γιά νά συσκεφθούν περί τού τρόπου αντιμετωπίσεως τού εχθρικού στρατού. Αποφάσισαν νά πάνε στή Στυλίδα ο Ανδρούτσος, ο Νικηταράς, ο Υψηλάντης καί ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης καί στό Πατρατζίκι (Υπάτη) ο Πανουργιάς, ο γέρο Γιάννης Δυοβουνιώτης, ο Δήμος Κοντογιάννης καί ο Σκαλτσοδήμος.

Οι μάχες ξεκίνησαν στίς 31 Μαρτίου 1822 (Μεγάλη Παρασκευή). Τό σώμα τής Υπάτης σκόρπισε αμέσως καί πλέον ολόκληρος ο εχθρικός στρατός στράφηκε πρός τόν Ανδρούτσο, ο οποίος κατέλαβε τό γειτονικό λιμάνι τής Αγίας Μαρίνας. Εκεί σκότωσε τόν αρχηγό τών Τούρκων Μουσταφάμπεη.

Ο Ανδρούτσος μέ τρείς χιλιάδες άνδρες οργάνωσε τήν άμυνά του στήν Αγία Μαρίνα. Άν καί περικυκλωμένος από 18000 Οθωμανούς κατάφερε νά αντέξει τίς λυσσώδεις επιθέσεις γιά είκοσι ολόκληρες ημέρες. Ο Άρειος Πάγος όμως τού Νέγρη καί τού Κωλέττη είχε φροντίσει νά μήν έρθουν οι ενισχύσεις πού ματαίως περίμενε ο Ανδρούτσος από στεριά καί θάλασσα, αλλά ούτε οι τροφές καί τά πολεμοφόδια. Η αγωνία του φαίνεται στό παρακάτω γράμμα:

«Σεβαστέ Άρειε Πάγε

Τήν ίδιαν ώραν νά προφθάσετε ψωμία ή αλεύρι πολύ καί σφαχτά δύο τρείς χιλιάδες καί τζιπχανέν. Καί πέρα είναι φωτιές. Νά στείλετε, άν είν' ασκέρι. Νά τό στείλετε. Τί κάθεστε; Ή κάμετε κουμάντο ή τό ασκέρι έχει απόφασιν νά ριχτή εις εσάς. Έχω τόσες ημέρες οπού σάς γράφω τόσα γράμματα καί τίποτε δέν κάμετε.

Μήν κάθεστε καί μάς δίνετε ευχές, ότι πέρνομεν τόν κόσμον εις τόν λαιμόν μας. Αυτού στέλνω καί τόν Λάππαν καί σάς λέγει στοματικώς. Γράψετε καί τών πέρα καπεταναίων τί κάμνουν. Οι Τούρκοι επλάκωσαν όλοι εδώ καί εκείθεν είναι άδειος ο τόπος. Κονταχτσίδες καί γιατρούς όθεν είναι νά τούς μάσετε. Ότι τό στράτευμα είναι χωρίς κονταχτσίδες καί εχάλασαν τά τουφέκια τους. Τόν Κουρτάλη (γιατρός) νά φέρετε. Δέν ημπορώ πλέον άλλα νά σάς γράψω.

Τά καράβια τά τρικκεριώτικα καί λιμνιώτικα όλο πορδές είναι. Επροχθές ευθύς οπού ακούσαν τά κανόνια ευθύς ετράβηξαν έξω. Διά τούτο αμέσως νά στείλετε νά μάς έλθη τό καράβι τού καπετάν Αλέξανδρου Κριεζή.

1822 Απριλίου 4, Αγιαμαρίνα

Οδυσσέος Ανδρούτζου, Νικήτας Σταματελόπουλος»

Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821


Ο "Σεβαστός" Άρειος Πάγος (επίσκοπος Ταλαντίου Νεόφυτος, Άνθιμος Γαζής, Ιωάννης Ειρηναίος, Παναγιώτης Κουσλής, Γρηγόριος Κωνσταντάς) βρισκόταν στήν ασφάλεια τού πλοίου τού Βισβίζη στά ανοιχτά τής Αγίας Μαρίνας καί όπως μάς διασώζει ο γραμματικός τού Ανδρούτσου Αντώνιος Γεωργαντάς, ο Άρειος Πάγος σχεδίαζε όχι νά βοηθήσει τόν Ανδρούτσο στίς πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά νά τόν δολοφονήσει. Είχαν σκεφθεί νά καλέσουν τόν Οδυσσέα στό πλοίο καί είχαν προτείνει στούς Γεώργιο Ζορμπά καί πλοίαρχο Βισβίζη, νά τόν δολοφονήσουν ενώ θά ανέβαινε στήν σκάλα τού πλοίου. Ευτυχώς οι δύο άνδρες αρνήθηκαν.

Ο Νικόλαος Σπηλιάδης στό βιβλίο του, αναφέρει καί αυτός τά δολοφονικά σχέδια τού Αρείου Πάγου πού είχαν στόχο τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο:

«Ο Άρειος Πάγος έστειλε άνθρωπον πρός τόν Νικηταράν καί τόν επρόβαλε νά φονεύση τόν Οδυσσέα επί υποσχέσει νά τόν καταστήση αρχηγόν τής Ανατολικής Ελλάδος. Δέν εγνώριζον οι αρεοπαγίται τήν αρετήν τού Νικηταρά! Τοιαύτα μαθήματα εδιδάχθησαν οι ολιγαρχικοί εις τό σχολείον τού δεσποτισμού, έχοντες ήδη συμβούλους καί τούς μαθητάς τού Μακιαβέλη καί τούς αυλικούς τού Αλήπασιά. Οποία εγκλήματα δέν θά επιχειρήσωσιν υπέρ τών σχεδίων των;»



Ο Σπηλιάδης αναφέρει επίσης, ότι όταν ο Ανδρούτσος πλησίαζε μέ τή βάρκα του τό καράβι τού Βισβίζη, κάποιος από τούς γερουσιαστές φώναξε: "Πνίξτε τον, πνίξτε τον!".

«Εβήκαν εις τήν Στυλίδα κι' Αγιαμαρίνα τήν διορισμένη 'μέρα τά 'βραν πιασμένα από τούς Τούρκους καί τά δυο μέρη τούς πολέμησαν γενναίως, άλλους κάψαν εις τά σπίτια, άλλους κυργέψαν, άλλους σκοτώσαν καί πήραν καί τίς δύο θέσες οι Έλληνες. Οι άλλοι οπού πήγαν εις Πατρατζίκι (Υπάτη) δέν βάρεσαν ντουφέκι τό Μεγάλο Σαββάτο, οπού βάρεσαν οι άλλοι εις Αγιαμαρίνα κι' αλλού. Τότε η Τουρκιά έπεσε, όλη η δύναμη, απάνου τους μέ καβαλλαρία, μέ πεζούρα, μέ κανόνια μέ πρώτη ορμή τών Τούρκων, καί τούς πήγαν μέσα εις τά ταμπούρια τους τούς Έλληνες κ' έφκειασαν χαρακώματα οι Τούρκοι, ότ' ήταν πολλή δύναμη καί μέ τ' αναγκαία τους, καί οι δικοί μας δέν είχαν ούτε ψωμί.

Αφού είδε ο Δυσσέας όλη αυτείνη τήν δύναμη απάνου τους, τούς έστειλε άνθρωπο εις τό Πατρατζίκι καί τούς περικάλεσε νά βαρέσουνε κατά τήν συνφωνίαν τους κ' έτζι νά μεραστή η δύναμη τών Τούρκων. Τρόμαξαν λοιπόν νά βαρέσουνε, χωρίς όρεξη, τήν Τρίτη τής Λαμπρής. Αφού όμως είδαν οι Τούρκοι αυτείνη τήν αδιαφορία εκείνων στό Πατρατζίκι καί τήν διχόνοιαν, λίγη προσοχή είχαν εκεί κι' ο πόλεμος πεισματώδης, νύχτα καί ημέρα πολεμούσαν εις Αγιαμαρίνα κι' αφανίστηκαν οι άνθρωποι από τόν σκοτωμόν τού ντουφεκιού καί γρανάτων καί καταπληγώθηκαν καί γιατρόν δέν είχαν καί ταίνιασαν από τήν πείνα. Μισή χούφτα αραποσίτι παίρναν κ' έτρωγαν δεκαφτά μερόνυχτα.

Είχαν τόν Άργειον Πάγον νά τούς προμηθεύη τ' αναγκαία τού πολέμου κι' αυτείνοι, οι αφεντάδες, κάθονταν εις τά καράβια κ' έτρωγαν κ' έπιναν, κ' εκείνους οπού κιντύνευαν διά τήν πατρίδα τούς προμήθευαν διχόνοιαν καί διαίρεσιν αναμεταξύ τους. Αφού τ' ασκέρια είδανε οπού λαβώνονταν οι άνθρωποι καί πέθαιναν αδίκως, καί νηστικοί καί διψασμένοι, αγανάχτησαν αναντίον τών αρχηγών τους, οπού τούς πήγαν εις τό μακελλειό χωρίς καμμίαν ετοιμασίαν, καί τούς βιάσανε είτε νά τούς πάνε φελούκες νά μπαρκαριστούν, είτε νά φύγουν μέ γερούσι τής στεργιάς. Παραγγέλνει αυτό ο Δυσσέος τ' Αργειοπάγου, δέν τού αποκρίνονται τίποτας, αλλά φώναξε τούς καραβοκυραίους ο Άργειος Πάγος καί τούς λέγει νά μήν πλησιάση κανένας μέ φελούκα εις τ' ορδί καί ας χαθούνε όλοι.

Τότε οι Αργειοπαγίτες έστειλαν τούς καραβοκυραίους καί τόν αρχηγό τής φρουράς τους καί τού είπαν τού Δυσσέου νά τόν πάνε εις τό καράβι, πώς έχουν νά μιλήσουνε, καί μ' απιστιά νά τόν σκοτώσουνε. Κι' αυτείνοι ως πατριώτες (Βιζβίζης, Ζορμπάς) δέν θέλησαν νά γένη αυτό, ότι κιντύνευε η πατρίς τότε είχε ανάγκη από καν τιποτένιους ανθρώπους κι' όχι από τόν Δυσσέα οπού 'τρεμε η Τουρκιά οπού 'λεγαν πώς είχε εξήντα χιλιάδες στράτεμα καί είχε φτερά εις τά ποδάρια.»

Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη


Τελικώς ο Ανδρούτσος επιβίβασε τά παλληκάρια του σέ πλοία καί αποχώρησε από τήν Αγία Μαρίνα καί φυσικά ο Άρειος Πάγος τόν κατηγόρησε Οδυσσέας Ανδρούτσος αργότερα γιά ανυπακοή, αφαιρώντας τήν αρχιστρατηγία, τήν οποία έψαχνε νά τήν δώσει σέ οποιονδήποτε άλλον εκτός από τόν Ανδρούτσο. Ο Βισβίζης πού αρνήθηκε νά εκτελέσει τήν δολοφονική διαταγή τού "Σεβαστού" Αρείου Πάγου, βρέθηκε λίγο αργότερα δολοφονημένος καί τό πλοίο του κατασχέθηκε γιά νά χρησιμοποιηθεί σάν πυρπολικό. Στήν οικογένειά του, η πολιτική ηγεσία τής εποχής δέν έδωσε ούτε ένα γρόσι αποζημίωση. Εν τώ μεταξύ ο Δράμαλης ετοίμαζε τόν τεράστιο στρατό του.

Ο Νέγρης καί ο Κωλέττης επίτηδες κυκλοφορούσαν φήμες ότι ο Υψηλάντης διεκδικούσε τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Στερεάς καί ότι επίδοξοι δολοφόνοι σκόπευαν νά σκοτώσουν τόν Ανδρούτσο, ο οποίος άρχισε νά αισθάνεται έχθρα καί καχυποψία πρός οιονδήποτε. Ακόμη καί ο Μάρκος Μπότσαρης, πρός τόν οποίον διάκειτο ευνοϊκά ο πρόεδρος τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος, είχε προειδοποιήσει τόν Ανδρούτσο νά φυλάσσεται γιά τυχόν απόπειρες δολοφονίας του.

Τελικά ο Ιωάννης Κωλέττης καί ο Θεόδωρος Νέγρης βρήκαν τήν λύση καί ανέθεσαν τήν αρχιστρατηγία τής Ανατολικής Ρούμελης σέ δύο ασήμαντους Έλληνες: στόν Χρήστο Παλάσκα (ο οποίος μέχρι πρότεινος υπηρετούσε τόν Ομέρ Βρυώνη) καί στόν Αλέξιο Νούτσο (ο οποίος είχε επί μακρόν υπηρετήσει στήν Αυλή τού Αλή τών Ιωαννίνων). Αφού τούς έδωσαν καί οδηγίες νά δολοφονήσουν τόν Ανδρούτσο στήν πρώτη ευκαιρία, τούς έστειλαν στήν Ρούμελη. Ο Κωλέττης είχε ερωμένη τή γυναίκα τού Παλάσκα καί σέ περίπτωση πού αυτός χανόταν, αυτή θά γινόταν δικιά του, όπως καί έγινε τελικά. Ο Ανδρούτσος βρήκε γράμματα πού επιβεβαίωναν τίς υποψίες του στά ρούχα τού Γιάννη Λάππα. Τόν Λάππα δέν τόν πείραξε καί αυτός τού έμεινε πιστός μέχρι τό τέλος.

«Συστηθέντος τού Εκτελεστικού καί μεταβάντος εις Κόρινθον, παρηκολούθησαν τούτο ο τε Νούτσος καί ο Παλάσκας. Εκεί φαίνεται οι μή υποφέροντες τόν Οδυσσέα, έκαμαν τόν Νούτσον καί Παλάσκαν, νά μεταβληθούν από φίλοι εχθροί του καί ούτοι ξεχάσαντες τάς υποσχέσεις των, ο μέν Νούτσος διωρίσθη παρά τής Κυβερνήσεως πολιτικός αρχηγός κατά τήν Ανατολικήν Ελλάδα, ο δέ Παλάσκας αρχηγός τών όπλων τής επαρχίας Λεβαδείας.

Οι δύο ούτοι ομού φθάσαντες διά θαλάσσης εις Αντίκυρα (Δίστομον) όπου έδρευεν η κεντρική επαρχιακή Αρχή, έχουσα καί εκτελεστική δύναμιν παρά τού Οδυσσέως πρός εκπλήρωσιν τού καθήκοντός της, απέβαλλον τήν φρουράν ταύτην τού Οδυσσέως καί διώρισαν εδικήν των.

Τούτο ειδοποιηθείς ο Οδυσσεύς, όστις ήτο στρατοπεδευμένος εις τήν θέσιν Δρακοσπηλιά, αφήσας εκεί τό στράτευμά του, παρέλαβε μόνον 60 στρατιώτας καί μετέβη εις Δαδί, εκείθεν δέ μετέβη εις Δίστομον διά νά πληροφορηθή τούς σκοπούς αυτών, διότι άλλοι τόν είχον πληροφορήσει πολλά κατ' αυτών.

Ο Παλάσκας καί Νούτσος μαθόντες τήν έλευσιν τού Οδυσσέως, εξαπέστειλον τόν Γιάννην Λάπα καί προσεκάλεσαν δι' αυτού τόν Οδυσσέα νά υπάγη εις αυτούς, αλλ' ο Οδυσσεύς, ερωτήσας τούς αξιωματικούς τούς οποίους είχε μαζί του, απετράπη. Τότε αυτοί τού εμήνυσαν διά τού ιδίου Λάπα, ότι διά νά μήν δυσαρεστηθή, αυτοί έχουν νά τραβήσουν διά τό Μεσολόγγιον.

Ο Οδυσσεύς εξυπνήσας τό λυκαυγές, επαρατήρησε μέ τό κανοκιάλι του καί είδεν αναπεπταμένας σημαίας πρός τήν οδόν τής Δρακοσπηλιάς. Ανεγνώρισε λοιπόν ότι τόν ηπάτησαν καί επίστευσεν όσα κατ' αυτών ελέγοντο (ότι είχαν σταλεί από τόν Κωλέττη γιά νά τόν δολοφονήσουν). Ήτο έξω φρενών. Αμέσως δέ εκίνησε κατόπιν αυτών, στείλας έναν ταχύπουν στρατιώτην εις τό στράτευμα τής Δρακοσπηλιάς νά εξέλθη εις μίαν θέσιν, εις τήν είσοδον αυτής καί νά περιμένη. Άμα δέ όπισθεν αυτών τούς πυροβολήσει ο Οδυσσεύς τότε νά τούς κτυπήση έμπροσθεν καί ο στρατός του.

Συλληφθέντες δέ άπαντες μηδενός εξαιρουμένου, αφού εις ένα εκκλησίδιον κατέφυγον ο Νούτσος, ο Παλάσκας καί ο Λάπας μετ' ολίγων οπλοφόρων ως μή δυναθέντες νά αντισταθούν, παρεδόθησαν. Οργισμένος δέ ο στρατός τότε, τούς εφόνευσεν.»

Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821


Η δολοφονία τού Αλεξίου Νούτσου καί τού Χρήστου Παλάσκα στή Δρακοσπηλιά αποτελούν μελανές σελίδες τής ιστορίας τής ελληνικής επανάστασης. Ο Ανδρούτσος, από κοινού μέ τούς άλλους οπλαρχηγούς, θά έπρεπε νά αποδείξει τά σχέδια τών πολιτικών γιά τή δολοφονία του καί νά συλλάβει όλους τούς πρωταίτιους καί κυρίως τόν Κωλέττη καί τόν Νέγρη. Δέν έπρεπε νά σκοτώσει τά όργανα τών ηθικών αυτουργών. Έπρεπε νά συλλάβει εκείνους πού έδιναν τίς διαταγές καί έβαζαν τίς σφραγίδες.

Ο Ανδρούτσος επικηρύχθηκε μέ τό ποσό τών 5000 γροσίων καί ο επίσκοπος Ανδρούσης, ως υπουργός τής Θρησκείας, τόν αφόρισε. Ο Άρειος Πάγος θεώρησε συνωμότη καί τόν Δημήτριο Υψηλάντη καί τού ζήτησε νά απομακρυνθεί από τήν Ανατολική Ελλάδα μαζί μέ τόν Νικηταρά. Αυτές ήταν οι ενέργειες τών πολιτικών εκείνης τής εποχής, τή στιγμή πού τά φουσάτα τού Δράμαλη κατέβαιναν στό νότο.




Παράδοση τής Ακροπόλεως στούς Έλληνες (10 Ιουνίου 1822)

Η πολιορκία τής Ακρόπολης τών Αθηνών είχε ξεκινήσει τήν άνοιξη τού 1822 καί συνεχιζόταν ασταμάτητα καί στίς αρχές τού καλοκαιριού. Οι πολιορκημένοι όμως παρά τήν έλλειψη νερού καί τροφών δέν παρέδιδαν τό κάστρο ελπίζοντας σέ ενισχύσεις. Ο Γάλλος Βουτιέ είχε οργανώσει τό πυροβολικό τών επαναστατών καί καθημερινώς έβλεπε «τούς Τούρκους νά θραύωσι τά μάρμαρα τού Παρθενώνος ίνα αφαιρώσι τόν μόλυβδον, όστις συνέδεε ταύτα, καί κατασκευάζωσιν εξ αυτών σφαίρας».

Ο λαγουμιτζής Κώστας Χόρμοβας τόν Απρίλιο ολοκλήρωσε τόν υπόνομο πού είχε κατασκευάσει κάτω από τήν τρίτη πύλη τού φρουρίου. Κατόπιν οι Έλληνες ειδοποίησαν τούς Τούρκους γιά τήν ύπαρξη τού υπονόμου μέ τήν ελπίδα αυτοί νά παραδοθούν χωρίς νά χρειαστεί νά προκληθούν καταστροφές. Οι Τούρκοι αρνήθηκαν νά παραδώσουν τό φρούριο καί ο Χόρμοβας έβαλε φωτιά στό λαγούμι, γκρεμίζοντας ένα κομμάτι από τά τείχη.

Αθήνα - πίνακας Ζωγράφου


«Οι Αθηναίοι ανυπόμονοι καί διά νά μή χάσωσι τόν καιρόν, περιφρονούντες παντάπασι τήν ζωήν, φιλοτιμούνται τίς πρώτος ν' αναβή εις τήν υψηλήν εκείνην καί όρθιον θέσιν. Οι εχθροί, ως τρέχοντες τόν έσχατον κίνδυνον, όλαις δυνάμει μετέρχονται τό πύρ καί τήν μάχαιραν. Αγών μέγας εγείρεται εκατέρωθεν. Οι μέν προβαίνουσιν, οι δέ αντικρούοσι καί ενώ πίπτουσιν οι εμπροσθινοί, οι ακόλουθοι λαμβάνουσι τόν τόπον αυτών, καταφρονεμένου δέ παντελώς τού θανάτου, κατακρατούσιν οι Αθηναίοι τήν οχυράν ταύτην θέσιν τή 18η Απριλίου 1822.

Έπεσον δέ νεκροί εκ τών Αθηναίων μέν δεκαεπτά, Γερμανοί δέ έπεσον έξ. Εδώ χρεωστούμεν νά επαινέσωμεν τήν απεριόριστον ανδρείαν τών Γερμανών, οίτινες εις τήν απόφασιν ταύτην τών Αθηναίων, εφώνησαν τά εξής αξιοσημείωτα:

"Μήτε τόπον αγιώτερον, μήτε εποχήν αρμοδιωτέραν δυνάμεθα νά εύρωμεν διά νά δώσωμεν εις θυσίας τά σώματά μας υπέρ τής φίλης Ελλάδος."

Αχρήστου δέ κατασταθείσης τής τρίτης πύλης καί τών περί αυτήν προμαχώνων, οι αποκλεισμένοι περιορισθέντες μόνον εις τό ακροφρούριον, ήλθον εις δεινοτάτην στενοχώριαν καί κακοπάθειαν, δι' ήν περιπίπτουσιν εις ασθένειαν. Τό νερόν τών δεξαμενών ημέρα τή ημέρα ηλαττούτο καί εξέλειπε, κατά δυστυχία τών ταλαιπώρων επικρατεί ανομβρία, τά δέ πηγάδια, εξ ών έπινον, πρό πολλού τά εστερήθησαν, αφ' ότου έχασαν τόν Σερπεντζέ (πύργος πάνω από τό θέατρο τού Ηρώδου τού Αττικού).»

Διονύσιος Σούρμελης - Ιστορία τών Αθηνών


Οι καταστροφές πού προκάλεσαν οι βάρβαροι στό ναό τής Αθηνάς είναι ανυπολόγιστες. Αφού γκρέμιζαν τούς κίονες, τούς κυλούσαν πάνω στά ελληνικά οχυρώματα, ενώ έσπαγαν τά μάρμαρα γιά νά κατασκευάσουν μολύβι. Γιά νά αποτραπεί αυτή η καταστροφή, οι Έλληνες τούς έδιναν οι ίδιοι βόλια γιά τά τουφέκια τους.

Στίς 2 Ιουνίου 1822, οι Τούρκοι πρότειναν τήν έναρξη διαπραγματεύσεων γιά τήν παράδοση τής Ακροπόλεως υπό τήν εγγύηση τών ξένων προξένων γιά τή ζωή τους. Στίς 9 Ιουνίου 1822 υπογράφηκε στό αυστριακό προξενείο η συνθήκη παράδοσης καί τήν επομένη οι Έλληνες μπήκαν στήν πόλη τής Αθήνας μέ επικεφαλής τόν μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο. Η Αθήνα γινόταν ελληνική ύστερα από 600 χρόνια, φραγκικής, καταλανικής, βενετικής καί οθωμανικής κατοχής.

Κανείς όμως από τούς προγόνους μας δέν σκέφθηκε νά χαρίσει τήν Αθήνα όπως κάνουν σήμερα οι πολυπολιτισμικοί, αντιρατσιστές, προοδευτικοί, δημοκράτες, συριζαίοι, κουκουέδες γιά τά εδάφη τού Πόντου καί τής Μικράς Ασίας μέ τό επιχείρημα ό,τι αφού τά έχουν τόσα χρόνια οι τουρκαλάδες, ας τούς τά χαρίσουμε. Ευτυχώς πού δέν είχε ανακαλυφθεί τότε η Αριστερά, τό Πασόκ, οι ΜΚΟ, η ελληνοτουρκική φιλία, τό Σκάϊ, τό Μέγα, τό Αντέννα, τά φεστιβάλ ελληνοτουρκικής προσέγγισης καί πολυπολιτισμού καί όλα τά τουρκικά παραμάγαζα, μέ τά οποία προσπαθούν νά μάς ξανακάνουν ραγιάδες καί γενίτσαρους.

«Εν τοσούτω τό φρούριον Αθηνών μετά καταναγκασμόν τινα απ' αρχής Ιουνίου, έπεσε κατά τά μέσα τού αυτού διά συνθήκης. Απεσταλμένοι δέ αντιπρόσωποι, τής μέν Διοικήσεως ο Ανδρέας Καλαμογδάρτης, τού δ' Αρείου Πάγου ο Αλέξανδρος Αξιώτης, συνυπέγραψαν αυτήν τήν 9ην Ιουνίου 1822. Αλλά τής αναρχίας επικρατούσης καί υπερισχυούσης, ουδέν υπήρχε βέβαιον διό καί παρασπόνδησις συνέβη εκεί κατά τά τέλη Ιουνίου, διότι παρά τήν συνθήκην καί τήν υποσχεθείσαν ασφάλειαν τής ζωής καί τών εξαιρεθέντων πραγμάτων τών συνθηκολογησάντων Τούρκων, ουκ ολίγοι εφονεύθησαν καί τά πράγματά των διηρπάγησαν.

Εν τούτοις, ο μέν Δράμαλης ετοιμασθείς ήρχισε τήν πορείαν του ευθύς πρός τήν Πελοπόννησον, οι δέ Αθηναίοι καί λοιποί είχον εξασφαλίσει τάς οικογενείας τών εις τάς νήσους, ωχυρώθησαν δέ καί εν τώ φρουρίω αυτώ τών Αθηνών. Ο δέ Νικήτας μετά τού Οδυσσέως έμενον τότε εστρατοπεδευμένοι εις τό Δαδί, φρονούντες ότι άπασαν μέν τήν δύναμιν τού Δράμαλη αυτοί μόνοι δέν ήθελον δυνηθή νά τήν εμποδίσουν.

Θά εμποδίσουν όμως τάς επακολουθούσας αυτοίς δυνάμεις καί τροφάς καί θά τούς προξενούν βλάβας καθ' όσον δυνηθούν.

Αλλ' εν τώ μεταξύ τούτω ο έως τότε φρουραρχών προσωρινώς Σαρής, εκ τής ανάγκης κινούμενος, προσκαλέσας τόν Οδυσσέα τήν 21ην Αυγούστου 1822, παρέδωκεν αυτώ τό φρούριον καί ούτος κατέστησεν επ' αυτώ φρουραρχούντα μέ 200 ιδικούς του τόν Ιωάννην Γκούραν. Επομένως κατά Σεπτέμβριον διά τοπικής μέν αλλά γενικής τής Ανατολικής Ελλάδος Συνελεύσεως καί κοινή γνώμη, κατηργήθη μέν καί απεκηρύχθη ο Άρειος Πάγος καί οι αρεοπαγίται απεδιώχθησαν, ο δέ Οδυσσεύς απεδείχθη αρχιστράτηγος τής Ανατολικής Ελλάδος, συμπράττοντος εις τούτο καί τού Ιωάννου Λογοθέτου μέλους τού Εκτελεστικού.»

Μιχαήλ Οικονόμου - Ιστορικά τής ελληνικής παλιγγενεσίας, 1873




Παράδοση τής Ακρόπολης 1822


«Οι Έλληνες καταπάτησαν τή συνθήκη καί έπεσαν πάνω στούς εξερχόμενους εχθρούς καί έσφαξαν όσους δέν πρόλαβαν νά κρυφτούν στά προξενεία τής Γαλλίας καί τής Αυστρίας. Οι δέ Έλληνες μετά τήν αισχρή αυτή πράξη κατέφυγαν μέ τίς οικογένειές τους στήν Σαλαμίνα, ενώ ο Δράμαλης προχώρησε ανεμπόδιστα πρός τόν Ισθμό τής Κορίνθου.»

Georg Gottfried Gervinus Geschichte der griechischen Revolution vom Jahre 1821 bis zur Thronbesteigung des Konigs Otto I.


Οι Έλληνες δέν σεβάστηκαν τή συνθήκη καί έσφαξαν πολλούς από τούς αιχμαλώτους Τούρκους. Στή συνέχεια κατέφυγαν στήν Σαλαμίνα γιά νά αποφύγουν τίς ορδές τού Δράμαλη. Ο Σαρής, πού είχε αναλάβει προσωρινός φρούραρχος, συμφώνησε από κοινού μέ τόν Λέκκα καί τόν Μελέτη Βασιλείου, νά καλέσουν τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί νά τού παραδώσουν τό φρούριο τής Ακρόπολης. Ο Ανδρούτσος συνοδευόμενος από τόν Γκούρα καί 150 στρατιώτες μπήκε στήν Αθήνα τήν 1η Αυγούστου 1822 εν μέσω κανονιοβολισμών καί ανέλαβε τήν αρχηγία. Ο Μητροπολίτης Αθηνών τού έκανε δώρο ένα σπαθί πού ανήκε στόν Ομέρ Βρυώνη. Πρώτη φροντίδα τού αρματολού ήταν νά γεμίσει τό φρούριο μέ τροφές καί πολεμοφόδια, ενώ ανακάλυψε καί μία πηγή μέ πόσιμο νερό, τήν οποία δέν είχαν εντοπίσει οι Τούρκοι.


Πολιτική τών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων

Διατείνονται αρκετοί ειδήμονες καί μή, ότι η ελληνική επανάσταση πέτυχε χάρη στή βοήθεια τών ξένων. Καί όμως μέχρι τό τέλος τού 1822, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καί κυρίως αυτές τής Μεγάλης Βρετανίας, τής Αυστρίας, τής Γαλλίας καί τής Πρωσίας, ήταν αντίθετες στή δημιουργία ανεξαρτήτου ελληνικού κράτους μέσα στά σύνορα τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο πλέον προκλητικός πολέμιος τών Ελλήνων ήταν ο υπουργός εξωτερικών τής Αυστρίας Μέττερνιχ (Lothar von Metternich), ο οποίος μέ τήν έναρξη τής ελληνικής επαναστάσεως είχε πεί ότι "σέ μία εβδομάδα δέν θά ξανακούσουμε κανέναν νά ομιλεί γιά αυτούς τούς 'Ελληνες".

Είναι απορίας άξιον πώς η Τουρκία, παρά τήν πληθώρα τών ολοκαυτωμάτων καί εγκλημάτων πού έχει κάνει, τυγχάνει τρομερής επιείκιας ακόμα καί φιλίας από τίς "πολιτισμένες" χώρες τής Ευρώπης. Μία επιείκια, η οποία κρατάει ακόμα από τά βυζαντινά χρόνια, όταν οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι εκλιπαρούσαν γιά βοήθεια από τή χριστιανική Δύση. Αυτή η επιείκια συνεχίστηκε διαχρονικά μέ τό πέρασμα τών αιώνων παρά τίς θηριωδίες κατά τών Χριστιανών υπηκόων τής Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Οι φιλικές σχέσεις δυτικής Ευρώπης καί Τουρκίας δέν διαταράχτηκαν ούτε μετά από τίς σφαγές πού διέπραξε ο σουλτάνος Μαχμούτ στή Μακεδονία, τή Μικρά Ασία, τή Χίο αλλά καί οπουδήποτε εισέβαλλε ο τακτικός τουρκικός στρατός. Συνεχίστηκαν καί τόν 20ο αιώνα όταν η Δύση συναίνεσε στήν ολοκληρωτική εξόντωση τών Χριστιανών τής Μικράς Ασίας καί συνεχίζονται καί στίς μέρες μας μέ τήν δημιουργία μίας ισχυρής συμμαχίας (ΝΑΤΟ) καί μίας ισχυρής διασύνδεσης μέ τήν Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά τή συνεχιζόμενη εγκληματική πολιτική τής Τουρκίας στήν Κωνσταντινούπολη, στήν Κύπρο, στό Κουρδιστάν, στή Συρία, στό Αιγαίο καί στό θέμα τής διακίνησης εκατομμυρίων μουσουλμάνων στίς ευρωπαϊκές χώρες.

Τό 1822, η Αγγλία τού πρωθυπουργού Κάσλρη (Lord Castlereagh), υπογείως όπως πάντα, υποστήριζε τήν Υψηλή Πύλη καί τής παρείχε πληροφορίες γιά όλες τίς ενέργειες τών επαναστατών μέσω τών προξένων της καί τού αρμοστή τών Ιονίων Νήσων. Νωρίτερα είχε παραχωρήσει τήν Πάργα στόν Αλή πασά τών Ιωαννίνων, αδιαφορώντας γιά τήν τραγική μοίρα τών κατοίκων της. Ο Άγγλος αρμοστής Sir Thomas Maitland ήταν τελείως εχθρικός απέναντι στούς επαναστάτες. Δεχόταν τόν ελλιμενισμό τών οθωμανικών πλοίων στά Επτάνησα, ενώ ταυτοχρόνως τόν αρνείτο στά ελληνικά πλοία. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή τού αρμοστή πρός τήν σχηματισμένη ελληνική κυβέρνηση, η οποία τόν είχε παρακαλέσει νά ελευθερώσει τό πλοίο "Τερψιχόρη" πού είχε κατασχέσει, επειδή ελλιμενίστηκε στό λιμάνι τής Κέρκυρας.

«The following account of the affair of the Terpsichore will serve as a specimen of the british policy at that time.

"His Excellency has just received letters, from persons who give to themselves the name of the Government of Greece, by a messenger now in this port. His Excellency is absolutely ignorant of the existence of a provisionary government of Greece, and therefore cannot recognise such agent. The necessity only to maintain, as his Excellency has always done, the most strict neutrality, makes him consent to answer some passages of those letters.

He will not enter into a correspondence with any nominal power, which he does not know; and his determination is this: no vessel calling herself Greek, and under a flag not known and not authorized, can be received in British ports. His Excellency is not obliged to enter into a discussion with an unknown power on the propriety of his own measures, but he will say, that he considers the whole channel of Corfu, - from Mourtoux (Μύρτος) to Cassapo (Κασσιόπη), as the port of Corfu!"

This letter speaks for itself. It first absolutely denies the existence of Greek power: then talks about neutrality between the belligerents. Neutrality! why admit Turkish vessels? But the last cutting and discouraging sentence was meant to produce a peculiar effect; to chill the hopes of a people, who were eagerly stretching out their arms to the governments of Europe, for assistance, by a cold-blooded, contemptuous condemnation of their struggle, as a piece of folly and presumption.»

An historical sketch of the Greek Revolution. By Samuel G. Howe


Τό γράμμα τού Άγγλου αρμοστή, πού παραθέτει ο Αμερικάνος γιατρός Χάου, επιβεβαιώνει τά λεγόμενα τού Μακρυγιάννη, ότι δηλαδή μάς είχαν σβησμένους από τόν κατάλογο τών εθνών. Ο Άγγλος αρνείτο τόν όρο "Greek" ή "Greece" καί αναγνώριζε μόνο τούς υπηκόους τού σουλτάνου. Τρείς χιλιάδες χρόνια είχαν καταφέρει οι Οθωμανοί μέ τή βοήθεια τών Άγγλων νά τά διαγράψουν από τήν ιστορική μνήμη.

Η Μεγάλη Βρετανία, εδώ καί τρείς αιώνες στηρίζει τήν Τουρκία, ως ανάχωμα γιά τήν Ρωσία, τήν οποία επ' ουδενί επιθυμεί νά τήν δεί νά διαπλέει μέ τό στόλο της τή Μεσόγειο Θάλασσα. Η Ρωσία τών τσάρων θά μπορούσε εύκολα νά είχε διαλύσει τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία δημιουργώντας έτσι μία πανίσχυρη χριστιανική βαλκανική συμμαχία, η οποία θά τήν είχε κάνει υπερδύναμη στήν Εγγύς καί Μέση Ανατολή. Καί όμως η Αγγλία προτιμούσε ισχυρό μουσουλμανικό κράτος σέ αυτή τήν περιοχή. Η ίδια πολιτική στηρίξεως τής Τουρκίας υπάρχει από τούς Αμερικάνους ακόμα καί σήμερα (2012). Η Αμερική προτιμά ένα μουσουλμανικό βαλκανικό τόξο, μέ ηγέτιδα δύναμη τήν Τουρκία, παρά ένα χριστιανικό τόξο μέ προστάτιδα τή Ρωσία.

Μέ αυτό τό σκεπτικό οι Αμερικάνοι δημιούργησαν τά μουσουλμανικά κράτη τής Βοσνίας καί τού Κοσσόβου. Ξεκίνησαν στηρίζοντας τίς μουσουλμανικές μειονότητες, οι οποίες αποτελούν τό πρώτο βήμα γιά τήν δημιουργία ανεξάρτητου μουσουλμανικού κρατιδίου. Τό ίδιο σενάριο επιφυλάσσουν καί γιά τή Δυτική Θράκη, η οποία μέ τήν άνοδο τού μουσουλμανικού πληθυσμού, λόγω τής έλευσης λαθρομεταναστών θά ζητήσει ανεξαρτησία τήν οποία καί θά πάρει αναίμακτα φυσικά, διότι η απαραίτητη ιδεολογική προετοιμασία τού ελληνικού λαού έχει γίνει μέσω τών αριστερών κινημάτων, τής τουρκικής οικονομικής καί πολιτιστικής διείσδυσης καί τών διεθνών οργανισμών, τούς οποίους φυσικά ελέγχει πλήρως η αμερικανική κυβέρνηση.

Επανερχόμαστε στό 1822 μέ μόνη δύναμη τή Ρωσία νά πρόσκειται φιλικά πρός τούς εξεγερμένους ομόδοξους Έλληνες. Η αναχώρηση τού έντιμου Ρώσου πρεσβευτή Στρογγάνωφ από τήν Κωνσταντινούπολη μετά από τίς τουρκικές θηριωδίες αποτέλεσε προμήνυμα πολεμικής ρήξεως μεταξύ τών δύο αυτοκρατοριών. Ο υπουργός εξωτερικών τής Ρωσίας Ιωάννης Καποδίστριας υποστήριζε μέ θέρμη μία ρωσοτουρκική σύγκρουση, αλλά ο τσάρος Αλέξανδρος δίσταζε νά έρθει σέ ρήξη μέ τήν Ιερά Συμμαχία, η οποία είχε ως πρώτο μέλημα της τή διατήρηση τών συνόρων στήν ευρωπαϊκή επικράτεια.

Οι Έλληνες ήλπιζαν τουλάχιστον στήν υλική στήριξη τής Ρωσίας σέ χρυσό καί σέ όπλα. Όμως η ατολμία τού τσάρου Αλέξανδρου από τή μία πλευρά καί η δυναμικότητα τού υπουργού εξωτερικών τής Αυστρίας Μέττερνιχ από τήν άλλη, είχε ως αποτέλεσμα νά μήν υπάρξει καμμία βοήθεια πρός τούς επαναστάτες. Μάταια ο ισχυρός πολιτικός καί διπλωμάτης Ιωάννης Καποδίστριας προσπαθούσε νά πείσει τόν τσάρο ότι ήταν πρός τό συμφέρον τής Ρωσίας νά βοηθήσει άν όχι στήν ανεξαρτησία, τουλάχιστον στήν αυτονομία τού χριστιανικού αυτού κράτους.

Συνέδριο της Βιέννης (1814)


Η Ιερά Συμμαχία είχε διαμορφωθεί μετά από τό Συνέδριο τής Βιέννης (1814) καί επιζητούσε πάσει θυσία μία σταθερότητα καί μία μακρόχρονη περίοδο ειρήνης ώστε νά παραμείνουν ακλόνητοι οι βασιλικοί θεσμοί τής Ευρώπης. Η Αυστρία, η Ρωσία, η Πρωσία καί η Αγγλία ήταν οι δυνάμεις τής συμμαχίας, ενώ τό 1818 εντάχθηκε καί η Γαλλία. Ακολούθησε τό Συνέδριο τού Λάιμπαχ (Λιουμπλιάνα) τό 1821, όπου καταδικάζονταν όλα τά επαναστατικά κινήματα καί τότε από καθαρή σύμπτωση ήρθε στό Λάιμπαχ η είδηση γιά τήν εξέγερση τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στή Μολδοβλαχία. Η αντίδραση τού τσάρου Αλέξανδρου τού Α' ήταν η επίσημη καταδίκη τής εξέγερσης, η απόταξη τού Υψηλάντη από τόν ρωσικό στρατό καί η άδεια εισόδου τού τουρκικού στρατού στίς Ηγεμονίες. Χάρη στήν επέμβαση τού Καποδίστρια αποσωβήθηκε η επέμβαση τής Ιεράς Συμμαχίας κατά τών Ελλήνων επαναστατών, όπως είχε γίνει μέ τήν επανάσταση τής Νάπολης καί τήν αιματηρή καταστολή της από τά αυστριακά στρατεύματα.

Στά δύο αυτά συνέδρια ο τσάρος Αλέξανδρος, πιεζόμενος από τό Μέττερνιχ, ακολούθησε τήν πολιτική τής Αυστρίας καί τής Αγγλίας. Ο ορκισμένος εχθρός τού Καποδίστρια Μέττερνιχ είχε τόση επιρροή στόν τσάρο ώστε κατάφερε νά τόν πείσει νά απομακρύνει τόν Καποδίστρια από τή θέση τού Υπουργού Εξωτερικών. Ακολούθησε τό Συνέδριο τής Βερόνας (Δεκέμβριος 1822) τό οποίο είχε ως θέμα τήν καταστολή τών επαναστατικών κινημάτων στήν Ισπανία καί τήν Λατινική Αμερική. Ο Καποδίστριας θέλησε νά υπενθυμίσει τό ελληνικό ζήτημα στίς Μεγάλες Δυνάμεις καί συνέταξε, γιά λογαριασμό τής ελληνικής κυβερνήσεως (Εκτελεστικού), τό κάτωθι υπόμνημα:

«Δεκαοκτώ μήνες παρήλθον αφ' ού η Ελλάς μάχεται κατά τών εχθρών τού χριστιανικού ονόματος. Όλαι αι δυνάμεις τών μωαμεθανών κατηυθύνθησαν εναντίον της και η ευρωπαϊκή Τουρκία, η Ασία καί η Αφρική εξοπλίζονται αμιλλώμενοι πρός αλλήλας διά νά υποστηρίξωσι τήν σιδηράν χείραν τήν καταπιέσασαν τοσούτον χρόνον τό ελληνικόν έθνος καί τείνουσαν όλως εις τό νά τό εξολοθρεύση.

Αφ' ής ήρχισεν ο πόλεμος, ύψωσεν τήν φωνήν η Ελλάς διά τών νομίμων αντιπροσώπων της εξαιτουμένη τήν βοήθειαν, ή τουλάχιστον τήν ουδετερότητα τών χριστιανικών δυνάμεων. Τήν σήμερον δέ ότε συνέρχονται εις τήν ιταλικήν χερσόνησον οι δυνατοί διά νά βάλωσιν εις τάξιν τά τής Ευρώπης καί συμβουλευθώσι πασιφανώς διά τά μεγάλα συμφέροντα τής ανθρωπότητος καί ότε όλα τά έθνη προσμένουσι απ' αυτούς τήν διατήρησιν τής ειρήνης, τήν εγγύησιν τού δικαίου τών εθνών καί τήν διανομήν τής δικαιοσύνης, η ελληνική κυβέρνησις ήθελε παραβή τό χρέος της, άν δέν εξέθετε καί αύθις εις τούς αυγούστους συμμάχους μονάρχας τήν κατάστασιν τής Ελλάδος, τά δίκαιά της καί τάς νομίμους επιθυμίας της, καθώς καί τήν σταθεράν απόφασιν όλων τών πολιτών της τού νά τύχωσι δικαιοσύνης από τάς ανθρωπίνους δυνάμεις, καθώς εύρον χάριν ενώπιον τού Ουρανίου Βασιλέως τού διέποντος τά βασίλεια τού κόσμου ή νά αποθάνωσιν όλοι χριστιανοί καί ελεύθεροι ήδη εχύθησαν ποταμοί αιμάτων.

Αλλ' η σημαία τού Σταυρού νικήτρια πανταχού κυματίζει εις τήν Πελοπόννησον, εις τήν Αττικήν, εις τήν Εύβοιαν, εις τήν Βοιωτίαν, εις τήν Ακαρνανίαν, εις τήν Αιτωλίαν, εις τό μεγαλύτερον μέρος τής Θεσσαλίας καί τής Ηπείρου, εις τήν Κρήτην καί εις τάς νήσους τού Αιγαίου Πελάγους. Τοιαύτας προόδους έκαμε τό Ελληνικόν Έθνος καί αύτη είναι η κατάστασίς του, ώστε είναι πασίδηλον εις όλους τούς έχοντας γνώσιν τής Τουρκίας ότι οι Ελληνες δέν ημπορούσι ν' αφήσωσι τά όπλα πρίν κατακτήσωσι ή πρίν απολαύσωσι τάς εγγυήσεις υπάρξεως χωριστής, ανεξαρτήτου καί εθνικής, εις τήν οποίαν καί μόνην θά εύρωσιν τήν ασφαλείαν τής λατρείας, τής ζωής, τής ιδιοκτησίας καί τής τιμής των.

Καί άν η Ευρώπη διά νά φυλάξη τήν ειρήνην συγκατατεθή νά διαπραγματευθή μέ τήν Οθωμανικήν Πόρταν επί σκοπώ τού νά συμπεριλάβη καί τό Ελληνικόν Έθνος εις τό αυτό σύστημα τής γενικής ειρηνοποιήσεως, η ελληνική κυβέρνησις σπεύδει νά δηλοποιήση επισήμως διά τής παρούσης ότι δέν θέλει στέρξει καμμίαν συνθήκην, όσον καί εάν ήθελεν είναι ωφέλιμος κατ' επιφάνειαν, ειμή αφού γίνωσι δεκτοί αντιπρόσωποι, παρ' αυτού απεσταλμένοι διά νά υπερασπισθώσι τήν υπόθεσίν του, νά εκθέσωσι τά δικαιολογήματά του, καί νά καταδηλώσωσι τά δίκαιά του, τάς ανάγκας του καί τά προσφιλέστερα συμφέροντά του.

Άν δέ παρά πάσαν ελπίδα ήθελεν απορριφθή η αίτησίς του, η παρούσα δηλοποίησις θέλει επέχει τόπον τακτικής διαμαρτυρήσεως, τήν οποίαν η Ελλάς ικετεύουσα υποβάλλει σήμερον εις τούς πόδας τής αιωνίου δικαιοσύνης καί τήν οποίαν χριστιανικός λαός διευθύνει θαρρούντως εις τήν Ευρώπιν καί εις τήν μεγάλην οικογένειαν τής χριστιανοσύνης. Άν δέ εγκαταλειφθώσι οι Έλληνες, όντες μέν αδύνατοι, θά ελπίσωσιν εις τόν Θεόν τών δυνάμεων, αλλά καταρτιζόμενοι μέ τήν παντοδύναμον χείραν του δέν θέλουσι κλίνει τόν αυχένα ενωπίον τής τυραννίας, όντες χριστιανοί καί καταδιωκόμενοι, διότι εμείναμεν πιστοί εις τόν Σωτήρα μας τόν Βασιλέα καί Κύριόν μας.

Θέλωμεν δέ υπερασπίσει έως ενός τήν Εκκλησίαν Του, τάς εστίας μας καί τούς τάφους μας. Είναι δέ ευτυχία μας ή νά καταβώμεν εις αυτούς ελεύθεροι καί χριστιανοί ή νά νικήσωμεν καθώς άχρι τούδε ενικήσαμεν διά μόνης τής Θείας δυνάμεως τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού καί διά τής Θείας Του βοηθείας.»



Τό υπόμνημα ανέλαβε νά τό υποβάλλει μία επιτροπή, τήν οποία αποτελούσαν οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Ανδρέας Μεταξάς καί ο φιλέλληνας Γάλλος πλοίαρχος Ζουρντέν. Οι εκπρόσωποι τής Συμμαχίας αρνήθηκαν όμως νά δεχτούν τήν ελληνική αντιπροσωπεία καί οι Έλληνες στράφηκαν πρός τόν πάπα, ο οποίος αδιαφόρησε επίσης. Τό συνέδριο κατέληξε στήν καταδίκη τής Ελληνικής Επανάστασης καί μεταξύ άλλων εξέδωσε τήν ακόλουθη ανακοίνωση:

«Μέγα πολιτικόν γεγονός εξερράγη περί τά τέλη τής τελευταίας συνελεύσεως (Λάιμπαχ). Ό,τι τό ανατρεπτικόν τών κοινωνιών πνεύμα ήρχισεν εν τή δυτική (ιβηρική) χερσονήσω, ό,τι εδοκίμασε νά πράξη εν τή Ιταλία, τό κατώρθωσεν εις τάς ανατολικάς εσχατιάς τής Ευρώπης (εννoούν τήν Ελλάδα). Καθ' όν καιρόν κατευνάσθησαν αι εν τοίς βασιλείοις τής Νεαπόλεως καί τής Σαρδηνίας στρατιωτικαί επαναστάσεις διά τής δυνάμεως, ερρίφθη ο επαναστατικός δαυλός εν μέσω τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Οι άνακτες, έχοντες σταθεράν απόφασιν ν' απωθήσωσι τήν αρχήν τής επαναστάσεως καθ' οποίον μέρος καί εν οποία μορφή καί άν εφαίνετο, έσπευσαν νά τήν καταδικάσωσιν εκ συμφώνου, ασχολούμενοι δέ αμεταθέτως εις τό έργον τής κοινής φροντίδος των, αντέκρουσαν πάν ό,τι εδύνατο νά τούς παρεκτρέψη τής οδού των.

Αλλ' ακούοντες καί τήν φωνήν τής συνειδήσεως καί τού ιερού χρέους συνηγόρησαν υπέρ τών θυμάτων ασυνέτου καί εγκληματικού επιχειρήματος. Αι πολλαί καί φιλικαί τών πέντε αυλών πρός αλλήλας διακοινώσεις διαρκούσης τής εποχής ταύτης, μίας τών σημαντικωτέρων τής συμμαχίας των, έφεραν εις σύμπνοιαν όλας ως πρός τό ζήτημα τής Ανατολής, απέκειτο δέ εις τήν εν Βερώνη συνέλευσιν νά καθιερώση καί επιβεβαιώση τά ορισθέντα. Αι δέ σύμμαχοι τής Ρωσίας αυλαί ελπίζουν ότι διά τών κοινών προσπαθειών θά εξομαλυνθούν τά μέχρι τούδε εμπόδια διά τήν ευόδωσιν τών ευχών αυτών».

Έτσι η Ελλάδα θά έμενε τελείως μόνη της στόν αγώνα της, όπως είχε προβλέψει ο Κολοκοτρώνης, ότι "μόνοι μας θά πρέπει νά πολεμήσουμε καί νά μήν ελπίζουμε σέ βοήθεια από καμμία ξένη δύναμη." Αλλά δέν χρειαζόταν ξένη δύναμη γιά τή νίκη. Εκείνο πού έλειπε ήταν η ομόνοια μεταξύ τών Ελλήνων. Τά πάθη, η διχόνοια καί ο εμφύλιος πόλεμος ήταν αυτά πού θά απειλούσαν τήν επιτυχία τού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.