Η δίκη τού Καραϊσκάκη
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, κατά τήν διάρκεια τού φθινοπώρου τού 1823, υπέφερε από τό χτικιό καί είχε αποσυρθεί
από τήν ενεργό δράση. Προκειμένου νά αποθεραπευθεί πλήρως, εγκατέλειψε τό μοναστήρι τού Προυσσού καί πήγε
στήν Κεφαλλονιά όπου διέμεινε μερικούς μήνες. Στά Επτάνησα εκείνη τήν περίοδο είχαν συρρεύσει χιλιάδες
πρόσφυγες από τήν Δυτική Στερεά, κυρίως γυναικόπαιδα, πού ζούσαν στά όρια τής ανέχειας. Ο
"Γιός τής Καλόγριας"
είχε αφήσει στή θέση του τόν Αντώνη Ζαραλή γιά νά συντηρεί τά στρατιωτικά του τμήματα μέχρι νά επανέλθει ο ίδιος
στήν ενεργό δράση. Ο Ζαραλής βρισκόταν σέ διαρκή σύγκρουση μέ τόν στρατιωτικό αντίπαλο καί άσπονδο εχθρό τού
Καραϊσκάκη, Γιαννάκη Ράγκο, ο οποίος διεκδικούσε καί τελικώς κατάφερε νά λάβει υπό τήν εξουσία του τό
αρματολίκι τού ανήμπορου νά αντιδράσει Καραϊσκάκη.
Ο Καραϊσκάκης αναχώρησε από τό Αργοστόλι γιά τήν Ιθάκη προκειμένου νά συναντήσει τήν οικογένειά του.
Στό πλοίο είχε συνταξιδιώτη του τόν Άγγλο γιατρό Julius Millingen (Μίλλινγκεν), ο οποίος ταξίδευε γιά τό
Μεσολόγγι καί στόν οποίο εκμυστηρεύτηκε τό μίσος
του γιά τόν Ράγκο καί όσους καπετάνιους
κατέτρεχαν τούς δικούς του ανθρώπους. Τού είπε ακόμα ότι οι εν λόγω αρματολοί, ενίοτε γίνονταν φίλοι μέ τούς
Τουρκαλβανούς, δηλαδή μέ τούς εχθρούς τής πατρίδος του, καί όταν οι τελευταίοι πραγματοποιούσαν εισβολή, οι
οπλαρχηγοί αυτοί άφηναν τά περάσματα αφύλακτα. Ο Καραϊσκάκης δέν έκρυψε καί τήν περιφρόνησή του πρός
τήν κυβέρνηση τού Μαυροκορδάτου πού στήριζε όλους αυτούς τούς καπετάνιους, στήν προσπάθειά του νά
επιβληθεί σάν πολιτικός αρχηγός στήν Ελλάδα.
«On the 8th of December 1824, I left Argostoli for Mesolonghi, accompanied by Caraiscachi
(Καραϊσκάκη), who, regardless of the state of his health, and the danger to which he exposed it by undertaking so long and so fatiguing
a journey, at the very worst period, too, of the rainy season, could no longer control his impatience of revenge;
having just heard of the numerous persecutions his rival Rangos had inflicted on his adherents in the province of
Agrapha.
He vented the bitterest rage against the greek government, by which his adversary had been authorised to dispossess him of
a province, he considered as his legitimate conquest; as he had driven out the Turks who occupied it, long before the above power
existed, with no other aid than the valour of his own followers. The chief complaint, which the government had to allege against
him, and in fact against every capitano of the provinces on the borders, was their treacherous conduct towards their own
countrymen, and the friendly footing on which they stood with the enemy, the Albanians.
So wonderful, sometimes, is the stimulus imparted by the passions to the body, that Caraiscachi, who, a moment before,
could with difficulty crawl about his room, now mounted his horse, and was himself again. His dark scintillating eye,
though deeply sunk in its socket, attested, by its fierce glances, that, reduced as he was outwardly, his mind remained the same.
On our arrival at St. Euphemia we were kindly entertained by Mr. T. Caraiscachi, who took a pleasure in relating to
us how he had acquired the various rich spoils, which he then happened to wear. His diamond ring was valued at upwards
of 1500 spanish dollars; his shawl and furred mantle had belonged to a turkish aga, whom he had killed while returning to
Larissa with the produce of the caratch (χαράτσι) and other taxes, that he had collected in the districts of Livadia, Agrapha, and
Carpenisi. Far from concealing his birth, he boasted of being a bastard as of a title, giving superior claims.
Possessing considerable wit and humour, he detailed, in the most ludicrous manner, the intrigues and adventures of
his mother and supposed father.
He had spent the earlier part of his youth at the court of Ali Pasha, where he became an adept
in all the vices of that corrupt school; and had for several years served among the Armatoles, till, tired of that, he preferred
depending on his own devices; and made himself chief of a band of Kleftes, that soon became the terror of
Epirus and all the mountainous districts of continental Greece. He united to courage and boldness a penetration and
cunning seldom surpassed; and possessed so perfectly the talent of profiting by circumstances, that while no Kleftis
was more enterprising than himself, none also was more fortunate.
He had not the most distant idea of the meaning of liberty; confounding it with anarchy. He ridiculed the idea of Greeks
aiming at the establishment of a regular government; and invariably spoke of it in the most scurrilous terms.»
Ο Καραϊσκάκης, μόλις συνήλθε από τήν αρρώστεια του, εγκατέλειψε τήν Ιθάκη καί πήγε στό Μεσολόγγι
όπου ζήτησε από τόν Μαυροκορδάτο νά διορισθεί αρχηγός τών ελληνικών όπλων τής επαρχίας τών Αγράφων, ενώ
τού κατήγγειλε καί τή δολοφονία στρατιωτών του από τούς αντίπαλους οπλαρχηγούς πού είχαν καταπατήσει τό
βιλαέτι του. Ο Μαυροκορδάτος, πού ευνοούσε τόν Ράγκο, όχι μόνο δέν δέχθηκε, αλλά κρυφά καί υποχθόνια
οργάνωσε σχέδιο γιά νά μπορέσει
νά απαλλαγεί από τόν ενοχλητικό καί απρόβλεπτο Ρουμελιώτη οπλαρχηγό, όπως είχε απαλλαγεί καί από τόν
Βαρνακιώτη.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετωπίστηκε από τόν Μαυροκορδάτο υποτιμητικά καί έτσι πικραμένος αναχώρησε
γιά τό Αιτωλικό,
όπου συνάντησε τόν Κίτσο Τζαβέλα, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος μέ τόν Φαναριώτη πολιτικό. Ενώ ο
Κωνσταντίνος Μεταξάς είχε προσπαθήσει νά συμφιλιώσει τούς οπλαρχηγούς μεταξύ τους, ο Μαυροκορδάτος πού τόν
αντικατέστησε, έκανε τό πάν γιά νά τούς διασπείρει τό φθόνο καί τή διχόνοια.
Οι ραδιουργίες του είχαν προκαλέσει τό μίσος ανάμεσα στούς σημαντικότερους
οπλαρχηγούς τής Δυτικής Στερεάς.
Σέ μία περίπτωση, ο οξύθυμος Καραϊσκάκης, σύμφωνα
μέ τόν Κασομούλη, εξύβρισε άσχημα τόν Νότη Μπότσαρη καί τόν Νικολό Στουρνάρη,
όταν τόν συνάντησαν στό Αιτωλικό, επειδή δέχονταν εντολές από "τό τσογλάνι τού Ρεΐζ εφέντη,
τόν τεσσαρομάτη Μαυροκορδάτο".
Εκείνη τήν περίοδο έγιναν ταυτόχρονα στή Ρούμελη
δύο πολεμικά γεγονότα. Ο Ομέρ Βρυώνης κατευθύνθηκε
από τά Ιωάννινα στήν Άρτα μέ 3000 άνδρες, ενώ 300 Τούρκοι ιππείς επιχείρησαν νά επιτεθούν από τή Ναύπακτο στό Μεσολόγγι.
Οι Έλληνες όμως πού φύλαγαν τήν Κακιά Σκάλα στήν Κλόκοβα (Παληοβούνα), τούς ανάγκασαν νά υποχωρήσουν.
Η αφορμή δόθηκε στόν Μαυροκορδάτο γιά νά στήσει τό κατηγορητήριο κατά τού Καραϊσκάκη, ο οποίος γινόταν
όλο καί περισσότερο ενοχλητικός, αφού πρίν από μερικές ημέρες, ο ορεσίβιος αρματολός είχε περάσει στό
Μεσολόγγι μέ μερικούς άνδρες του, είχε καταλάβει τή νησίδα Βασιλάδι καί είχε συλλάβει τρείς Μεσολογγίτες προκρίτους.
Αιτία τής συμπεριφοράς του αυτής ήταν ο
άγριος ξυλοδαρμός τού ανηψιού του Ψαρογιαννόπουλου από Μεσολογγίτες κατοίκους.
Ο Μαυροκορδάτος αντέδρασε ταχύτατα. Κάλεσε τούς οπλαρχηγούς Κώστα Μπότσαρη, Νικόλαο Στουρνάρη, Γεώργιο
Τσόγκα καί Δημήτριο Μακρή, οι οποίοι μέ 1500 άνδρες έδιωξαν τούς ανθρώπους τού Καραϊσκάκη από τό Μεσολόγγι.
Μέ αυτή τήν πολυάριθμη δύναμη παρά τώ πλευρώ του, ο Μαυροκορδάτος συνέλαβε τόν Καραϊσκάκη κατηγορώντας τόν
γιά εσχάτη προδοσία. Ο "εκλαμπρότατος πρίγκηψ" στήριξε τό κατηγορητήριο στήν κατάθεση τού Κωνσταντίνου
Βουλπιώτη, ο οποίος υποστήριξε ότι ο Καραϊσκάκης τόν έστειλε στά Ιωάννινα γιά νά ειδοποιήσει τόν Ομέρ Βρυώνη
νά σπεύσει νά καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό. Σημειώνουμε ότι ο Βουλπιώτης ήταν άνθρωπος τού Ράγκου.
«Μ' όλον ότι οι ιατροί, αφ' ού εδοκίμασαν τό πάθος του, δέν τόν έδωκαν
ελπίδας ζωής, αυτός μήν υποφέρων τήν εις τάς νήσους διατριβήν, καί ών φύσεως ανησύχου, εξήλθε πάλιν εις Μεσολόγγιον
καί εζήτει νά διορισθή αρχηγός τών όπλων τής επαρχίας Αγράφων. Αλλ' εκεί, ωφεληθείς από τήν απουσίαν αυτού,
είχεν ήδη στερεωθή ο Γιαννάκης Ράγκος, ο οποίος ενώ είχε βοηθήσει τόν Καραϊσκάκην εις τό νά κατασταθή εις
Άγραφα καί είχε
συμμεθέξει τής εξουσίας, ύστερον είχεν αποβληθή. Ο Καραϊσκάκης επαρουσιάσθη εις τόν Μαυροκορδάτον,
Διευθυντήν τότε τής Δυτικής Ελλάδος, καί εζήτει επιμόνως νά διορισθή εις τήν επαρχίαν τών Αγράφων, αλλά τό
πρόβλημά του δέν εισηκούσθη.
Δυσαρεστηθείς διά τούτο από τόν Μαυροκορδάτον, καί φανερώς εναντίον αυτού έλεγε καί κρυφίως
ωργάνιζε τούς διαφόρους αρχηγούς νά τούς ελκύση εις βοήθειάν του, καί δέν άργησε νά σύρη πρός τό μέρος του
ικανούς, καθώς τούς Τζαβέλας καί άλλους, καί νά γένη τρόπον τινά κέντρον όλων τών δυσαρεστημένων από τήν
διοίκησιν τού Μαυροκορδάτου. Αλλά μ' όλον ότι πολλοί παρέστησαν εις τόν Μαυροκορδάτον, ότι ήτον ανάγκη νά
θεραπευθή τό ζήτημα τού Καραϊσκάκη, αυτός επέμεινε βιαζόμενος από τό άλλο κόμμα τό
υπερασπιζόμενον τόν Ράγκον.
Ο Καραϊσκάκης καί οι Τζαβελαίοι έχοντες ικανήν δύναμιν στρατιωτικήν εις Μεσολόγγιον καί Ανατολικόν
καί δυσαρεστημένοι, ως είπομεν, ούτε αυτοί εφέροντο μέ τήν ανήκουσαν ευταξίαν, αντεκδικούμενοι τρόπον τινά δι' όσα
ενόμιζον ότι ηδικήθησαν, ούτε τούς στρατιώτας των ατακτούντας συνέστελλον. Ενώ λοιπόν ο Καραϊσκάκης διέτριβεν εις
Ανατολικόν (Αιτωλικόν), είς εκ τών πρώτων αξιωματικών του ατακτήσας εις Μεσολόγγιον επιάσθη καί
ερραβδίσθη παρά τών εντοπίων. Τούτο μαθών ο Καραϊσκάκης στέλλει καί συλλαμβάνει δύο τών προκρίτων Μεσολογγίου
καί τούς μεταφέρει εις Ανατολικόν διά νά κάνη τήν αντεκδίκησιν. Εταράχθησαν καθ' υπερβολήν διά τό κίνημα τούτο
τού Καραϊσκάκη όλοι οι κάτοικοι τού Μεσολογγίου καί καθώς συμβαίνει εις εξαγριούμενον λαόν, ελέγοντο
πολλά περί εξώσεως τού Καραϊσκάκη καί τών μετ' αυτού Σουλιωτών από τό Μεσολόγγιον καί άλλα όμοια, διά τά οποία
μερικοί απεσταλμένοι από τόν Καραϊσκάκην επήγαν αιφνηδίως καί εκυρίευσαν τό Βασιλάδι. Τούτο έτι μάλλον ετάραξε
τούς Μεσολογγίτας· διότι υπώπτευσαν ότι δέν ήτο αποτέλεσμα τών τρεχουσών ταραχών, αλλ' εκ προμελέτης σχέδιον.
Ενώ διά ταύτα είχεν αυξήσει αρκετά ο βρασμός μεταξύ τών δύο αντιφερομένων μερών, προσετέθη καί νέον υποψίας
αίτιον κατά τού Καραϊσκάκη. Εκοινοποιήθη ότι κάποιος
Κωνσταντής Βουλπιώτης εστάλη παρά τού Καραϊσκάκη
εις τόν Ομέρ πασά Βρυώνην διά νά τού υποσχεθή από μέρους του, ότι θέλει τού παραδώσει τό
Μεσολόγγιον καί Ανατολικόν. Η επιστολή αύτη από μέρους τού Καραϊσκάκη πρός τόν Ομέρ Βρυώνην είχε γένει τώ όντι
καί επειδή ο Βουλπιώτης εξωμολογείτο τρόπον τινά τό σφάλμα του, έδωκεν αιτίαν εις τό νά φανή τό πράγμα πιστευτόν εις
πολλούς· ωφελούμενοι λοιπόν από τήν περίστασιν ταύτην οι εχθροί τού Καραϊσκάκη, επέκειντο τολμηρότερον
κατ' αυτού· οι δέ φίλοι του διά τήν οποίαν καί αυτοί οι ίδιοι έλαβον υποψίαν περί αυτού τού πράγματος, απέβησαν
ατολμότεροι εις τήν υπεράσπισιν αυτού, ώστε καί οι μετ' αυτού Σουλιώται μετεκάλεσαν τούς κυριεύσαντας τό
Βασιλάδι, όντας εκ τών στρατιωτών των, καί τό άφησαν πάλιν εις τήν εξουσίαν τών Μεσολογγιτών.
Επειδή λοιπόν από τήν εξομολόγησιν τού Βουλπιώτου ανεκαλύπτετο προδοσία, διωρίσθη από τόν Μαυροκορδάτον
επιτροπή διά νά εξετάση τήν κατηγορίαν ταύτην. Μετεφέρθησαν καί πολλά διοικητικά στρατεύματα διά νά διώξωσι διά
τής βίας τόν Καραϊσκάκην, άν εκουσίως δέν ήθελεν αναχωρήσει μέ τούς υπ' αυτόν από Ανατολικόν.
Ο Καραϊσκάκης όμως είχε προηγουμένως μεταφέρει εις Ανατολικόν καί τούς εν Μεσολογγίω στρατιώτας του καί τούς
τών συμβοηθών του καί είχεν οχυρωθή, εις τάς οικίας, ώστε οι εναντίοι του δέν ετόλμων νά επιφέρωσι βίαν εις αυτόν,
διότι εφοβούντο τά αποτελέσματα ενός πολέμου, όστις ήθελε γένει εν τώ μέσω γυναικών καί παιδίων καί
πολλών αόπλων πολιτών, καί διότι έβλεπον τόν αποφασιστικόν τρόπον τού Καραϊσκάκη. Επροσπάθησαν λοιπόν μέ
διαφόρους τρόπους, ώστε τρόπον τινά τόν επειθανάγκασαν νά εξέλθη από τό Ανατολικόν μέ όλους τούς μετ' αυτού.
Ο Μαυροκορδάτος καί η παρ' αυτού διορισθείσα επιτροπή ομού μέ άλλους τινάς τών αξιωματικών τού
στρατιωτικού διεκήρυξαν προδότην τόν Καραϊσκάκην, τού αφήρεσαν τόν βαθμόν καί τόν διέταξαν νά αναχωρήση
από τήν Δυτικήν Ελλάδα. Αφ' ού κατ' αυτόν τόν τρόπον διετέθησαν τά πράγματα, ολίγοι ήσαν πλέον οι αμφιβάλλοντες
διά τήν προδοσίαν ταύτην. Επειδή όμως ο
Βουλπιώτης, όστις υπετίθετο ως όργανον αυτής, έλαβεν υποδοχήν από
τόν Μαυροκορδάτον αντί τής ανηκούσης εις τοιούτον αμάρτημα ποινής, έδωκεν αιτίαν νά πιθανολογήσωσιν ότι
απέδωκεν εις τόν Καραϊσκάκην κατά ζήτησιν τών εχθρών αυτού σκοπούς, τούς οποίους εκείνος δέν είχε διόλου
κατά νούν.»
Η δίκη παρωδία τού Καραϊσκάκη έγινε στήν εκκλησία τής Παναγίας στό Αιτωλικό, τήν 1η Απριλίου 1824 καί κύριο
στοιχείο τής κατηγορίας ήταν ότι
ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σέ συνεννόηση μέ τόν Ομέρ Βρυώνη, προκειμένου νά τόν διευκολύνει νά
καταλάβει τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό! Σέ αντάλλαγμα ο Έλληνας οπλαρχηγός θά ελάμβανε τό αρματολίκι τών Αγράφων.
Η αλληλογραφία μεταξύ τού Ομέρ Βρυώνη
καί τών Ελλήνων καπεταναίων ήταν ένα συχνό γιά τήν εποχή φαινόμενο, καθώς οι Έλληνες ήλπιζαν σέ πιθανή συνεργασία
μέ τόν Αλβανό πασά, ο οποίος είχε ελληνικές ρίζες καί βρισκόταν σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο. Ένα ελληνοαλβανικό
κράτος πού θά προέκυπτε μέ τήν αποτίναξη τής οθωμανικής τυραννίας ήταν ένα σχέδιο πού τό συζητούσαν οι Έλληνες
από τήν εποχή τού Αλή πασά.
Ο Μαυροκορδάτος όμως ήθελε από ότι φαίνεται νεκρό τόν Καραϊσκάκη καί μάλιστα πηγές τής εποχής
τόν φέρνουν νά έχει πεί: "Μαθαίνω ότι είναι κακά άρρωστος. Η φθίσις του έφθασεν ως τόν τρίτον βαθμόν.
Ίσως ο Θεός μάς απαλλάξει από αυτόν."
Ο Δημήτρης Φωτιάδης θά έγραφε γι' αυτόν ότι ήταν ο πιό διαβολεμένος απ' όλους τούς Φαναριώτες,
πού ήρθανε στήν Ελλάδα. Τό κακό πού έκανε αυτός ο άνθρωπος δέν λέγεται καί όχι μόνο τό πλήρωσε
η γενιά τού Εικοσιένα, αλλά "τό δικό του πνεύμα μέσω τών σύγχρονων πολιτικών κυβερνάει
καί δέν μάς αφήνει νά προκόψουμε".
Στίς 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε τό στρατοδικείο.
Ο Μαυροκορδάτος όρισε σάν δημόσιο κατήγορο τόν επίσκοπο
Άρτης Πορφύριο, ενώ ανάμεσα στούς δικαστές ήταν οι στρατηγοί
Νότης Μπότσαρης, Νικόλαος Στουρνάρης,
Γεώργιος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλέξιος Βλαχόπουλος, Δημήτριος Μακρής, Γιαννάκης Γιολδάσης,
Γρηγόριος Λιακατάς, Αναγνώστης Καραγιάννης, Γιαννάκης Σουλτάνης, Τάτσης Μαγγίνας, Πάνος Γαλάνης
καί Στάθης Κατσαρός. Το κατηγορητήριο δημοσιεύθηκε στήν εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", η οποία ήταν
όργανο τού Μαυροκορδάτου.
Ο Καραϊσκάκης αντιμετώπισε ειρωνικά καί μέ αστειολογία τίς κατηγορίες τού δικαστηρίου.
- "Βρέ ηξεύρομεν Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια, μά διατί τά λέγης έτσι;"
- "Τό έχω χούι (συνήθεια) κύριε Πάνο."
- "Μά γιατί νά τό έχης αυτό τό χούι, ενώ είσαι πενήντα χρόνων;"
-"Άμ δέν ημπορώ νά τό κόψω τώρα, κύρ Πάνο. Καί σύ, κύρ Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μά τό χούι δέν τ' αφήνεις
νά γαμής."
Η συμπεριφορά τού υπόδικου χαλάρωσε τήν ένταση καί έφερε πολλούς δικαστές μέ τό μέρος του.
Οι περισσότεροι κατάλαβαν ότι ο Βουλπιώτης ενεργούσε ως ψευδομάρτυρας.
Ο Κίτσος Τζαβέλας, σηκώθηκε οργισμένος καί φώναξε:
- "Στρατηγοί, βλέπω ότι αδίκως θέλετε νά βάψωμεν τά χέρια μας εις τό αίμα τού αθώου Καραϊσκάκη μέ τίς ψευδείς
εξομολογήσεις τού ψευτοβουλπιώτη. Εγώ δέν είμαι σύμφωνος, καί άν εσείς αποφασίσετε τόν θάνατόν του, τό αθώον
αίμα του νά πέση εις τά κεφαλάς τών πρωταιτίων καί εις τά τέκνα των."
Τελικώς η απόφαση ήταν καταδικαστική γιά τόν Καραϊσκάκη, κηρύσσοντάς τον επίβουλο κατά τής πατρίδος
καί ένοχο προδοσίας, αλλά λόγω τής παρουσίας πολλών αρματωμένων οπαδών του έξω
από τό δικαστήριο, η ποινή δέν ήταν η θανατική όπως ήλπιζε ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος Μαυροκορδάτος, αλλά
εξορία από τίς πόλεις τής
Αιτωλοακαρνανίας, αφαίρεση όλων τών στρατιωτικών του αξιωμάτων καί υποχρεωτική παραμονή του στά
βουνά τών Αγράφων.
«Τωόντι, άμα επανελθόντων εις Μεσολόγγιον τών δύω προκρίτων, τούς οποίους είχον
συλλάβει οι στρατιώται τού Καραϊσκάκη, εφυλακίσθη εν τή πόλει ταύτη, τήν εσπέραν τής 24ης Μαρτίου 1824,
ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης καί διεθρυλλήθη ότι ο άνθρωπος αυτός είχε μεταβή εις Ιωάννινα πρός τόν πασάν Ομέρ
Βρυώνην, φέρων αυτώ τήν τού Καραϊσκάκη υπόσχεσιν, ότι θέλει τώ παραδώσει τό Μεσολόγγιον καί τό Ανατολικόν,
ώστε ότε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μετέβη τή 27η Μαρτίου εις Ανατολικόν, καί συνεννοηθείς μετά τών αυτόθι
μετ' ολίγον επελθόντων αρχηγών τού στρατού, απεφάσισε τήν σύστασιν επιτροπής, τόπον επεχούσης στρατιωτικού
δικαστηρίου, ίνα δικάση τόν Γεώργιον Καραϊσκάκην, η κατά τούτου κινηθείσα κατηγορία έλαβε τόν δεινόν
χαρακτήρα τής εσχάτης προδοσίας.
Υπήρχεν άραγε αφορμή εύλογος πρός τοιαύτην κατηγορίαν; Ο Κωνσταντίνος Βουλπιώτης είχε τωόντι μεταβή πρό
ολίγων ημερών εις Ιωάννινα πρός τόν αυτόθι Ομέρ πασάν καί φαίνεται ότι εμελέτα νά επιχειρήση μετ' ολίγον νέαν μετά
τούτου συνέντευξιν. Φαίνεται ομοίως, ότι υπήρχε μεταξύ τού Καραϊσκάκη καί τού Βουλπιώτη συνεννόησις ή τουλάχιστον
σχέσις τις, διότι, άν πιστεύσωμεν τήν εφημερίδα τής διοικήσεως, εις χείρας τού φυλακισθέντος Βουλπιώτου ευρέθησαν
γράμματα πρός τόν Καραϊσκάκην, τού τε γενικού διευθυντού καί τινων πολεμικών αρχηγών.
Αλλ' ότι ο Βουλπιώτης έφερεν επιστολήν τού Καραϊσκάκη πρός τόν Ομέρ Βρυώνην, υποσχομένην αυτώ τήν παράδοσιν
τού Μεσολογγίου καί τού Ανατολικού, ως λέγει ο παλαιός τού πολεμάρχου ημών βιογράφος (Αινιάν),
είναι νομίζομεν ανυπόστατον, διότι ούτε η εφημερίς τής διοικήσεως, ήτις βεβαίως δέν εφείδετο τού ανδρός, ούτε η κατ' αυτού
σφενδονισθείσα αποκήρυξις, αναφέρουσί τι ρητώς περί τοιαύτης επιστολής.
Η αποκήρυξις αύτη βεβαιοί απλώς καί αορίστως, ότι η τόπον επέχουσα στρατιωτικού δικαστηρίου επιτροπή εύρεν,
ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν μέ τούς εχθρούς τής πίστεως καί τής πατρίδος, ότι εζήτησεν από τόν
Ομέρ πασάν νά αναγνωρισθή καπιτάνος τών Αγράφων, ότι υπέσχετο εις τόν εχθρόν νά καταλάβη τήν Τατάραιναν μετά
χιλίων στρατιωτικών καί συνεβούλευε νά εξέλθη ο αποστάτης Βαρνακιώτης μετά χιλίων εις τό Ξηρόμερον, ότι
υπέσχετο εις τόν εχθρόν νά παρασύρη μεθ' εαυτού στρατηγούς καί χιλιάρχους Έλληνας εναντίον τής πατρίδος
καί επί πάσιν αξιοί, ουδέν ήττον αορίστως, ότι η επιτροπή έλαβε πολλά διδόμενα διά νά γνωρίση αυτόν επίβουλον
τής πατρίδος καί προδότην.
Ο Γενικός Διευθυντής (Μαυροκορδάτος) έφθασεν εις Ανατολικόν, ως προείπομεν, τήν 27ην Μαρτίου 1824, οι δέ
από Ξηρομέρου μετακληθέντες αρχηγοί, τήν 29ην καί τήν επιούσαν, ήτοι 30ην Μαρτίου, εξεδόθη διάταγμα δι΄ού
οι στρατηγοί Γεώργιος Τσόγκας, Δήμος Σκαλτσάς, Αλεξάκης Βλαχόπουλος καί οι
χιλίαρχοι Γρηγόριος Λιακατάς
καί Αναγνώστης Καραγιάννης διωρίσθησαν εις επιτροπήν, τόπον επέχουσαν πολεμικού δικαστηρίου,
ίνα εξετάσωσι τάς κατά τού Γεωργίου Καραϊσκάκη κατηγορίας καί αποφασίσωσι. Τή αυτή δέ ημέρα εξεδόθη καί έτερον
διάταγμα, δι' ού ο πανιερώτατος Άγιος Άρτης Πορφύριος, ο στρατηγός Νικόλαος Στουρνάρης καί οι Πάνος Γαλάνης,
Τάτζης Μαγγίνας καί Σωτήριος Γιώτης διωρίσθησαν συνήγοροι εκ μέρους τής διοικήσεως, ό εστι δημόσιοι κατήγοροι,
ίνα παρουσιάσωσι ενώπιον τής ειρημένης επιτροπής τά δικαιώματα τού Έθνους εναντίον τού καπιτάν Γεωργίου
Καραϊσκάκη καί όσων άλλων ήθελον φανή ένοχοι επιβουλής κατά τής πατρίδος.»
Ο ήρωας διατάχθηκε νά αποχωρήσει αμέσως από τό Αιτωλικό, αφού ήδη πλησίαζε καί ο στρατηγός Ανδρέας Ίσκος από τό
Βάλτο, ο οποίος υποστήριζε ανοικτά τόν Καραϊσκάκη.
Στίς 3 Απριλίου 1824, ο Καραϊσκάκης μέ 80 στρατιώτες του αναχώρησε από τό Αιτωλικό πάνω σέ φορείο πού τό
μετέφεραν τέσσερα παλληκάρια του, διότι υπέφερε από τήν φυματίωση καί δέν μπορούσε νά βαδίσει.
Περνώντας από τό διευθυντήριο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι στρατηγοί μέ τόν "τεσσαρομάτη" τούς είπε:
- "Αδελφοί καπεταναίοι. Άν μέ καταδικάσατε δικαίως, ο Θεός νά μού τό στείλει τό βόλι εις τό κεφάλι ευθύς, αυτού οπού
εβγαίνω. Kαί άν αδίκως, νά σάς τό πέμψη εις τό ιδικό σας κεφάλι.
Εσύ, ορέ Μαυροκορδάτε, τήν προδοσία μου μέ τήν έγραψες εις τό χαρτί καί εγώ γλήγορα ελπίζω νά σού τήν γράψω
εις τό μέτωπο σου, διά νά φαvή ποιός είσαι."
Θάνατος τού λόρδου Βύρωνα, 19 Απριλίου 1824
Ο Βύρων είχε επιλέξει τό Μεσολόγγι ως τόπο διαμονής του. Απέφυγε τήν Πελοπόννησο, όπου γνώριζε ότι υπήρχαν
έντονες πολιτικές διενέξεις καί στίς οποίες δέν επιθυμούσε μέ κανένα τρόπο νά συμμετάσχει.
Τήν περίοδο τής διαμονής του στό Μεσολόγγι, είχαν συγκεντρωθεί στά περίχωρα τής πόλης περίπου
5000 άτακτοι στρατιώτες, οι οποίοι
προκαλούσαν αρκετά προβλήματα στούς κατοίκους. Κάθε βράδυ ο Μαυροκορδάτος επισκεπτόταν τόν Βύρωνα
στό σπίτι του καί συζητούσαν διάφορα θέματα, ενώ φρόντιζε νά δανείζεται καί χρήματα από τόν Άγγλο ποιητή
απαραίτητα υποτίθεται γιά τίς ανάγκες τού αγώνα. Ένας από τούς στρατιωτικούς στόχους τού Βύρωνα ήταν η
κατάληψη τής Ναυπάκτου, τήν οποία σκόπευε
νά πολιορκήσει μέ τό σώμα τών Σουλιωτών πού είχε υπό τήν ευθύνη του. Ένας δέυτερος στόχος ήταν
η δημιουργία σώματος πυροβολικού υπό τήν αρχηγία τού William Parry.
Τό σώμα αυτό θά στελεχωνόταν από όσους φιλέλληνες είχαν κατά καιρούς έλθει στήν Ελλάδα.
τής τιμής εδώ είναι ο τάφος! Τρέξε αυτού νά σκοτωθείς."
Στό Μεσολόγγι ο Byron έλαβε γράμμα από τόν θερμό φιλέλληνα Hastings (Άστιγκς), ο οποίος
τού ανακοίνωνε ότι στήν Αγγλία θά
φρόντιζε νά επανδρώσει ένα ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο μέ πλήρωμα εξήντα ανδρών καί μέ αυτό φιλοδοξούσε
νά πολεμήσει τόν
τουρκικό στόλο. Είχε πολλά όνειρα ο μελαγχολικός ποιητής αλλά δυστυχώς κανένα δέν θά έβγαινε αληθινό.
Οι Σουλιώτες δημιουργούσαν διαρκώς προβλήματα στήν πόλη τού Μεσολογγίου.
Έφθασαν καί στό σημείο νά δολοφονήσουν τόν
Γερμανό σωματοφύλακα τού
Βύρωνα καί έκτοτε ο Άγγλος φιλέλλην έψαχνε τρόπο νά απαλλαγεί από τούς ανυπότακτους πολεμιστές.
Είχε αναθέσει στόν Αμερικάνο Jarvis νά τούς εκπαιδεύσει καί νά τούς μετατρέψει σέ ένα τακτικό καί πειθαρχημένο
στρατιωτικό σώμα. Ο Jarvis είχε τόσο
πολύ αγαπήσει τήν Ελλάδα, ώστε είχε γίνει ένας τέλειος Έλληνας τόσο στή φορεσιά όσο καί στούς
τρόπους. Δυστυχώς θά πέθαινε καί αυτός νεώτατος στό Ναύπλιο τό 1828, μέσα στούς
φρικτούς πόνους πού θά τού προκαλούσε ο τέτανος.
«Byron took a particular interest in two of the youngest refugees. One was a Turkish girl in Mesolongi
aged about nine called Haro. Her mother, wife of one of Mesolongi's former leading citizens, was now a domestic servant
to the English Dr Millingen, the rest of her family having fled or been killed when the Greeks took over the town.
Byron spent nearly 20 pounds on elaborate dresses for Haro, and seriously considered adopting her; for the future he
considered sending her to Teresa Guiccioli, or to his daughter Ada. Ultimately, to avoid separating mother and daughter,
Byron sent both to Kephalonia to be cared for temporarily by his devour friend Dr James Kennedy, and they were
reunited with their surviving family soon after Byron's death.
Once Byron had recovered from the illness, and its treatment, which had finally ended the plan to attack Navpaktos,
he resumed his daily rides with Gamba whenever he could. But the weather continued atrociously wet, and Byron and
Gamba had to take an open boat across the lagoon to find ground firm enough for the horses. Mesolongi was a
mud - basket, Byron wrote, while Gamba reckoned that the town's main gate was so choked with mud that it would hardly
need defending against an enemy attack. But apart from the constant presence of the faithful Gamba, Byron's circle
was in continual flux. Volunteers, Greeks and foreigners, were drawn to Mesolongi by the prospect of pay from
Byron's generous pocket and of service in a force which bore at least some resemblance to a western european army.
By the end of March they formed the so-called Byron brigade of about thirty philhellene officers and between 100 men.
Finlay returned to Mesolongi after a journey to Athens. Stanhope departed, having established with remarkable speed two
newspapers in Mesolongi: "Ellinika Chronika" in greek and, for consumption abroad, the multilingual "Telegrafo Greco".
Stanhope left Mesolongi on 21 February 1824 bound for Athens, taking with him the young English philhellene William
Humphreys, who had arrived on the same boat as Parry. In Athens Stanhope and Humphreys both fell under the spell
of Odysseus Androutsos, as Trelawny had done before them. Stanhope wrote: "I have been constatly with Odysseus,
he is a doing man; he governs with a strong arm, and is the only man in Greece that can preserve order."
Humphreys praised his looks: "Very tall, sunburnt face and breast, rude attire, immense bushy moustache, mind and his
military sagacity. Stanhope, Humphreys and Trelawny now pushed forward a plan that Odysseus had been nurturing
for some time, to hold a congress of Greek leaders at Salona.»
Τά εμπόδια πού συνάντησε ο Byron δέν
μείωσαν επ' ουδενί τόν ζήλο του καί τήν προσήλωσή του στόν αγώνα γιά
τήν ελευθερία τών Ελλήνων. Γνώρισε φιλέλληνες από όλα τά κράτη, τούς οποίους γοήτεψε μέ τόν ενθουσιασμό του
καί τήν αγάπη του πρός τόν αγώνα τών αδυνάτων κατά τών δυνατών,
ενώ μοίραζε αφειδώς τά λιγοστά
χρήματα πού είχε φέρει μαζί του. Ιδιαίτερη φροντίδα έδειξε γιά τήν καλύτερη μεταχείριση
τών Τούρκων αιχμαλώτων, πολλούς από τούς οποίους απελευθέρωσε χωρίς φυσικά νά ζητήσει λύτρα από τούς
συγγενείς τους.
O Γάλλος ακαδημαϊκός Villemain τού 19ου αιώνα, ήταν ένας από τούς πολλούς Ευρωπαίους θαυμαστές
τού Βύρωνα καί ενήργησε μέ όλες του τίς δυνάμεις ώστε νά πείσει τούς Γάλλους πολιτικούς νά απαλλάξουν τήν
Ελλάδα από τήν παρουσία τού βάρβαρου μωαμεθανού κατακτητή. Γιά τούς διανοούμενους εκείνης τής εποχής,
οι Τούρκοι είχαν τήν θέση πού θά είχαν οι Γερμανοί Ναζί τόν 20ο αιώνα. Τώρα πώς κατάφερε η Τουρκία μέ τήν επιμονή
της καί τά χρήματά της νά αλλάξει αυτή τήν εικόνα, είναι απορίας άξιον καί είναι κάτι πού θά μπορούσαν νά μάς
εξηγήσουν εκτός τών υπολοίπων Ευρωπαίων "αντιρατσιστών" καί οι Έλληνες "διανοούμενοι" τής
Αριστεράς καί τών λοιπών "προοδευτικών" καί προδοτικών δυνάμεων.
«Ne craint-on pas, si la Grece acheve de perir, si plusieurs millions d'hommes sont
massacres par le Musulman, car telle est la condition de sa victoire,
(μήν φοβάστε ότι η Ελλάς θά χαθεί εξ αιτίας τών πολλών σφαγών από τούς μουσουλμάνους, διότι αυτό αποτελεί
τό τίμημα τής νίκης τους)
ne craint-on pas de preparer a l'avenir un terrible sujet de blame
et d'etonnement? Ne craint-on pas de fournir a l'esprit novateur un argument contre les plus justes pouvoirs?
Comment l'avenir, qui nous touche et qui nous presse, expliquera-t-il cette epouvantable calamite? Les peuples
chretiens de l'Europe, dira-t-on, etaient-ils denues de force et d'experience pour lutter contre les barbares? Non.
(οι λαοί τής Ευρώπης στερούνται από τήν δύναμη καί τήν εμπειρία γιά νά πολεμήσουν τούς βαρβάρους; Όχι.)
Quelques officiers chretiens auraient suffi pour donner la victoire a la croix; ils allerent
discipliner les hordes feroces des Pachas musulmans. (Μερικοί Ευρωπαίοι αξιωματικοί θά έφθαναν γιά νά δώσουν τή νίκη
στόν σταυρό. Θά έκαναν τίς ορδές τών μωαμεθανών πασάδων νά πειθαρχήσουν.)
Cette catastrophe fut-elle trop rapide et trop soudaine pour que la politique ait eu
le temps de calculer et de prevenir? Non. Le sacrifice dura cinq ans; (1824) plus de cinq ans s'ecoulerent
avant que tous les pretres fussent egorges, tous les temples brules, toutes les croix abattues dans la Grece. L'Europe en eut
le spectacle. (Μέχρι τό 1824, έχουν περάσει πέντε έτη στά οποία όλοι οι ιερείς στραγγαλίστηκαν, οι εκκλησίες κάηκαν,
οι σταυροί κατακρεμνίστηκαν στήν Ελλάδα.)
Esperons que ce crime ne s'accomplira pas. (Aς ελπίσουμε ότι τό έγκλημα δέν θά πραγματοποιηθεί.)
Le pacha musulman, malgre les pavillons chretiens qui ont remorque sa flotte et transporte ses tresors, n'a pas conquis la Moree.
(Οι μουσουλμάνοι πασάδες παρά τή βοήθεια τών Χριστιανών πού έχουν συνεισφέρει στόν στόλο του δέν έχουν
ακόμα κατακτήσει τόν Μωριά.)
Il possede une partie du sol; il n'aura pas les habitants. Refugies dans les montagnes, ou cantonnes dans
quelques villes, ils combattent encore. Beaucoup d'hommes perissent; mais la nation s'opiniatre a vivre par l'exces de son
heroisme et de son malheur. (Πρόσφυγες στά βουνά αγωνίζονται ακόμα. Χάνονται πολλοί άνθρωποι αλλά τό Έθνος
αγωνίζεται ηρωϊκά μέσα στήν δυστυχία του γιά νά επιβιώσει.)
La guerre d'extermination, la destruction entiere et absolue dont la Porte a besoin, ne peut avoir le temps
de s'achever, avant que quelque grande puissance de l'Europe ne perde patience, ne soit
touchee de honte, ou tentee par l'occasion d'un bon calcul. (Ο πόλεμος τής εξόντωσης καί καταστροφής πού κάνει η
Υψηλή Πύλη δέν πρέπει νά συνεχιστεί. Η ντροπή θά κάνει τίς ευρωπαϊκές δυνάμεις νά σταματήσουν τούς υπολογισμούς
τους καί νά χάσουν τήν υπομονή τους.)
On a vu l'Amerique meridionale, quelque temps reniee par tous les etats de l'Europe, y trouver tout a coup une grande
alliance. La pauvre, la valeureuse Grece, n'offre pas sans doute des chances de commerce aussi favorables que les provinces
revoltees du Mexique; (Eίδαμε τή Νότια Αμερική νά βρίσκει συμμάχους στήν Ευρώπη. Η φτωχή Ελλάς δέν προσφέρει
οικονομικές ευκαιρίες όπως έκαναν οι επαναστατημένες περιοχές στό Μεξικό.)
Quoi qu'il en soit, les amis de la religion et de l'humanite salueront avec joie tout evenement politique qui arretera cette
horrible effusion du sang humain, qui sauvera la vie d'une race chretienne, qui donnera une nation de plus au monde civilise.
(Oι φίλοι τής θρησκείας καί τού ανθρωπισμού θά χαιρετήσουν μέ χαρά κάθε πολιτικό γεγονός πού θά σταματήσει
τήν αιματοχυσία, θά σώσει τήν ζωή ενός χριστιανικού λαού καί θά κάνει ένα ακόμα κράτος πολιτισμένο.)
L'invasion qui avait abattu devant les Turcs, il y a pres de trois siecles, une race chretienne,
nee sous le ciel le plus heureux pour le genie, cette invasion toute militaire et toute asiatique, qui n'avait
pu triompher de l'antipathie des races et de celle des religions, qui n'avait pu arracher a la nation grecque ni ses moeurs,
ni son idiome, ni son culte; cette invasion maudite par l'ancien droit public de l'Europe, et toujours illegitime, devait cesser
tot ou tard.
(Εδώ καί τρείς αιώνες η κατάκτηση τής Ελλάδος από τούς ασιάτες Τούρκους δέν κατάφερε
νά χάσουν οι Έλληνες τά ήθη τους καί
τόν πολιτισμό τους. Αυτή η καταραμένη εισβολή είναι παράνομη, αντίθετη στό ευρωπαϊκό Δίκαιο
καί πρέπει νά σταματήσει αργά ή γρήγορα.)»
O Byron ήρθε σέ σύγκρουση μέ τόν Stanhope γιά πολιτικά θέματα, καθώς ο Άγγλος λόρδος λογόκρινε τά έντυπα τών
"Ελληνικών Χρονικών", αφαιρώντας κείμενα πού κατηγορούσαν τήν αυστριακή κυβέρνηση καί γενικώτερα τό θεσμό
τής μοναρχίας. Ο Βύρωνας, περισσότερο ρεαλιστής, δέν ήθελε νά έρθει σέ σύγκρουση μέ τά μοναρχικά καθεστώτα τής
Ευρώπης. Οι Στάνχωπ καί Μάγερ, ήταν δημοκρατικοί καί θεωρούσαν ότι τά μόνα σωστά πολιτεύματα τού
τότε πολιτισμένου κόσμου ήταν αυτά τής Ελβετίας καί τών Ηνωμένων Πολιτειών. Επιθυμούσαν δέ νά μεταφραστούν στά
ελληνικά τά συντάγματα τών δύο αυτών κρατών. Επ' ουδενί δέν ήθελαν οι δύο εκδότες νά έρθει ξένος μονάρχης στήν
Ελλάδα, διότι γνώριζαν ότι η μοναρχία οδηγεί στήν τυραννία καί απέχει μακράν από τήν ελεύθερη αυτοδιάθεση τών λαών.
Η διαφωνία τού Στάνχωπ καί τού Βύρωνα μετατράπηκε σέ σύγκρουση καί ανάγκασε τόν πρώτο νά αποχωρήσει από
τό Μεσολόγγι μαζί μέ τόν Humpfreys γιά τήν Αθήνα. (Σημειώνουμε ότι τό σύνταγμα τής Ελβετίας πού συνένωνε
τά καντόνια καί σήμανε τήν γέννηση αυτού τού κράτους, είχε συνταχθεί από τόν Ιωάννη Καποδίστρια.)
«Captain Sass was killed in a fray this morning (18 Φεβρουαρίου 1824 ν.η.), by a Suliot. The particulars of the affair are as follows:
a Suliot, accompanied by Botzaris' little boy, and another man, walked into Seraglio. The sentinel ordered him back, but he
advanced. The sergeant of the guard, a German, said: "What do you want here?" and pushed him back. The Suliot said:
"What do I want?" and struck the sergeant with his arm. They then closed, struggled, and the Suliot drew his pistol.
The sergeant wrenched it from his hand, and blew the powder out of the pan. Captain Sass, seeing the fray, ordered the man
to be taken to the guard room. The Suliot would have departed, but the sergeant held him. Captain Sass drew his sabre, the
Suliot his other pistol; Sass struck him with the flat of his sword. The Suliot then drew his sword, and nearly cut off his
antagonist's left arm. He then shot him, with his second pistol, through the head, which deprived him of life immediately.
On the 22nd February 1824, we climbed over the mountains, and reached the monastery,
near Lepanto (Ναύπακτος). On that
morning, scouts were sent out to reconnoitre. We were fortunately detained five hours, or we should have fallen in
with a party of 20 turkish horses, who would have defeated us and taken our baggage. On the 24th, we reached
capitano Scalzas's (Σκαλτσάς) mountainous abode (κατοικία). He was absent, and his secretary swaggered and advised us to proceed
on to another residence belonging to his chief. We grumbled, moved on with our jaded horses, lost our way in the dark,
dispersed in the forest, re-assembled, and at length, arrived safe at our destination.
Σκαλτσάς was out, but a peasant treated us with all the hospitality his dirty hut could afford. He made us a blazing fire,
chopped us a lamb, skewered it on a long piece of wood, and then roasted it to our satisfaction. The peasantry of Greece
are good; the extorsions and the lawless conduct of the Turks, their capitani and primates, have not corrupted them.
On the 26th February 1824, we reached the port of Trizonia (νησάκι Τριζόνια απέναντι από τό Αίγιο). The wind was contrary. We took up our abode in a cavern
closed in with branches, and thought it comfortable. On the 27th, we resolved on proceeding to Corinth. The captain of
the boat and the wind were contrary and obstinately against us. They triumphed, and took us to Vostitza (Αίγιο).
The capitano Londos was absent, but his adjutant, his commissary, and his secretary treated us hospitably.
The people here have still more of the asiatic character than those of western Greece. They are for a limited monarchy. I tell them
that the government that gave them a king would, in fact, be their rulers: that limited monarchy would soon degenerate into
absolute rule: that the people should be their own sovereigns; and that the only nations that are contented with their
governments are Switzerland and America.
I am delighted with Athens; with its atmosphere; its beautiful situation; its antiquities; its general; and its enfranchised people.
I have been constantly with Odysseus. He has a very strong mind, a good heart, and is brave as his sword; he is a doing man;
he governs with a strong arm, and is the only man in Greece that can preserve order. Odysseus is most anxious to unite
the interests of eastern and western Greece, for which purpose he is desirous of immediately forming a congress at Salona.»
Mετά τήν αναχώρηση τού Stanhope, ο Byron άρχισε νά μήν αισθάνεται καλά, αλλά δέν έδωσε ιδιαίτερη
σημασία στήν
κατάσταση τής υγείας του. Οι συναντήσεις του μέ Έλληνες όπως τόν Μαυροκορδάτο αλλά καί μέ
διαφόρους ξένους
φιλέλληνες συνεχίζονταν κάθε βράδυ. Ο έξυπνος Άγγλος έδειχνε συμπάθεια στόν Κωνσταντινοπολίτη πολιτικό,
αλλά είχε αντιληφθεί ότι ο Μαυροκορδάτος είχε χωρίσει τούς αρματολούς σέ δύο παρατάξεις καί ευνοούσε μόνο
τήν μία, ενώ τήν άλλη προσπαθούσε νά τήν εκμηδενίσει. Μέ αυτές τίς συνθήκες καί μέ τήν αντιπαλότητα τών
οπλαρχηγών πού υποδαύλιζε ο Γενικός Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος, δέν ήταν δυνατό ούτε η εκστρατεία κατά τής
Ναυπάκτου νά πραγματοποιηθεί, ούτε η επίθεση κατά τής Άρτας, η οποία θά έφερνε μεγάλη αναστάτωση
στό εχθρικό στρατόπεδο.
O Byron, κρατώντας πάντοτε αποστάσεις από τίς διενέξεις τών Ελλήνων, οργάνωσε στρατιωτικό σώμα στό
οποίο κατατάχτηκαν κυρίως αξιωματικοί από διάφορες
χώρες όπως Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία, Αμερική, Γερμανία, Ελβετία καί
Ιταλία, διότι πίστευε ότι μόνο μέ έναν πειθαρχημένο
στρατό στά πρότυπα τής πατρίδας του, θά μπορούσε νά επιφέρει σημαντικά πλήγματα στόν εχθρό.
Στίς 28 Μαρτίου 1824, ημέρα Παρασκευή, κάνοντας περίπατο έφιππος μέ τόν Ιταλό φίλο του
Gamba, βράχηκε μέχρι
τό κόκκαλο, έπειτα από μία ραγδαία βροχή. Λίγο αργότερα τόν έπιασε ρίγος καί πυρετός πού τόν ανάγκασαν νά μείνει
ξαπλωμένος. Τήν επομένη, βγήκε πάλι έφιππος γιά νά κάνει τόν πρωϊνό του περίπατο μέ τό άλογό του καί μετά τήν
επιστροφή του στό σπίτι η κατάστασή του χειροτέρεψε.
«Trompe ainsi dans ses proje's d'attaque contre la garnison turque de Lepante, il s'edorcait du moins
d'humaniser la guerre au profit de tous. S'etant fait remettre un assez grand nombre de femmes et d'enfants musulmans,
reste d'une ville saccagee par les Grecs, il les renvoya sans rancon a Preveza.
Dans quelques engagements autour de Missolonghi, il offrit une prime pour chaque prisonnier turc qui lui serait
amene vivant. Ses dons en argent etaient continus, ses conseils utiles, son zele infatigable.
O Βύρων, απατηθείς ούτως εις τά περί προσβολής τής τουρκικής φρουράς τής Ναυπάκτου σχέδιά του,
ηγωνίζετο κάν
εις τό νά εξημερώση πρός όφελος εκατέρων τόν πόλεμον. Ενεργήσας νά απολυθή ικανός αριθμός γυναικών καί παίδων
οθωμανών, λείψανον πόλεώς τινος λεηλατηθείσης υπό τών Ελλήνων, απέπεμψε τούτους άνευ λύτρων εις Πρέβεζαν.
Κατά τινας πέριξ τού Μεσολογγίου αψιμαχίας, έθετεν άθλον δι' έκαστον αιχμάλωτον Τούρκον, παραδιδόμενον αυτώ
ζώντα. Αι χρηματικαί προσφοραί του ήσαν συνεχείς, αι συμβουλαί του ωφέλιμοι, ο ζήλος του ακαταπόνητος.
Εβοήθει τόν Μαυροκορδάτον εις τό νά αποκατασταθή τάξις τις εν Μεσολογγίω, καί, διά τής λαμπρότητος τού ονόματός
του καί τών θυσιών του, ήτον ο μόνος όστις ηδύνατο νά συνδιαλλάσση τούς πεπολιτισμένους τών Ελλήνων καί τούς
ορεινούς εκείνους αρχηγούς, οίτινες ήσαν ταραξίαι μέν, αλλ' αναπόφευκτον στήριγμα τού αγώνος.
Βραδυνάσης τής συνελεύσεως τών Σαλώνων (Αμφίσσης) ένεκα τής πολιτικής διαφωνίας καί τών δυσχερειών τών οδών, ο >Βύρων
απεφάσισεν αμεταθέτως νά μή εγκαταλίπη τήν γωνίαν ταύτην τής γής, καθ' ής έμελλον νά επιτεθώσιν οι Τούρκοι τήν
Άνοιξιν. Από πολλών μηνών, μ' όλον τό θάρρος καί τήν συνεχή αυτού δραστηριότητα, συνησθάνετο εαυτόν εξασθενούντα
καί εταράσσετο υπό λυπηρών προαισθημάτων καί τών ακουσών εκείνων φόβων, οίτινες εισί μάλλον προάγγελοι
θανάτου ή συμπτώματα αδυναμίας.
Δύω ευγενή αισθήματα ανεκίνουν τήν ψυχήν του, η δόξα καί η φιλανθρωπία, αλλά τό σώμα του γηράσκον πρωΐμως
κατέρρεεν. Πολλάκις εκ τών Ιονίων Νήσων τώ έγραφον, προτρέποντες τούτον νά καταλίπη τό υγρόν κλίμα τού
Μεσολογγίου ως επιβλαβές αυτώ, αλλ' ουδένα εισήκουε, καί αναχωρησάντων τών συμπατριωτών του, τών φίλων του,
τού συνταγματάρχου Στανόπου, τού Τρελάβνεϋ, έμεινε μόνος εν τώ μέσω τών ελών τού Μεσολογγίου.
Ο Βύρων συνείθιζε νά επιχειρή μακρούς περιπάτους. Ημέραν τινά εξελθόντες τού Μεσολογγίου έφιπποι αυτός τε καί
ο κόμης Γάμπας, απεμακρύνθησαν τής πόλεως μέχρι τών δύω περίπου μιλίων, καί καταληφθέντες υπό σφοδρού λαίλαπος,
επανήρχοντο δρομαίως, διάβροχοι υπό τού ύδατος καί τού ιδρώτος. Φθάνοντες εις τάς θύρας τής πόλεως, κατέβαινον
συνήθως τού ίππου, καί μετεβιβάζοντο εις τήν οικίαν των διά τινος λέμβου. Αλλά τότε παρατηρήσαντος τού κόμητος
Γάμπα ότι ήτον άφρον νά εκτεθώσιν ικανήν ώραν βρεχόμενοι εν λέμβω ασκεπεί, ο Βύρων απεκρίθη γελών.
"Δέν είμαι αληθής στρατιώτης εάν εις τοιαύτα μικρά πράγματα προσέχω", όθεν εισήλθον εν τή λέμβω, καί άμα τή
αφίξει των, ο Βύρων κατελήφθη υπό πυρετού καί ρευματικών αλγηδόνων.»
Οι προσπάθειες τών γιατρών Bruno καί Millingen καί οι αφαιμάξεις πού τού έκαναν δέν
βελτίωσαν τήν κατάσταση τής
υγείας τού άτυχου Βύρωνα, ο οποίος έμεινε καθηλωμένος στό κρεβάτι μέχρι τήν ημέρα τού θανάτου του,
στίς 7/19 Απριλίου 1824.
Τό απόγευμα πού έκλεισε τά μάτια του γιά πάντα, ξέσπασε δυνατή θύελλα μέ αστραπές καί κεραυνούς.
Η γή τής Ελλάδος χαιρετούσε τόν Βύρωνα μέ λυγμούς καί δάκρυα, όπως όλοι οι Έλληνες τού Μεσολογγίου πού
ψιθύριζαν από θύρα σέ θύρα: "Ο μεγάλος άνδρας πέθανε!" Γύρω από τό νεκρικό του κρεβάτι, στέκονταν αμίλητοι οι
πιστοί φίλοι του Gamba, Mayer καί Parry.
Όλος ο λαός τού Μεσολογγίου συνόδευσε τόν Βύρωνα στήν τελευταία του κατοικία, ενώ ακούγονταν
καθ' όλη τή διάρκεια τής τελετής τριάντα επτά κανονιές, όσα ήταν
καί τά χρόνια τού μελαγχολικού ποιητή. Τόν επικήδειο λόγο τόν εκφώνησε ο Σπυρίδων Τρικούπης καί τό σώμα του
μεταφέρθηκε στήν Αγγλία, όπως ήταν καί η θέλησή του. Δύο ημέρες μετά τό θάνατο τού Byron έφθασε στήν Ζάκυνθο
η πρώτη δόση τού αγγλικού δανείου, υπό τή συνοδεία του
λοχαγού Blaquiere. Ο αξιωματικός έφερνε μαζί του τήν εντολή τών δανειστών, οι οποίοι διόριζαν τόν
λόρδο Βύρωνα επίτροπο γιά τήν διαχείριση τού δανείου.
Εμφύλιος πόλεμος (1824)
Oι πολιτικές αντιθέσεις μεταξύ τού κόμματος τών στρατιωτικών καί τού κόμματος τών πολιτικών,
οξύνθηκαν τούς πρώτους μήνες τού 1824 μέ τή δημιουργία εκ μέρους τών πολιτικών καί τών κοτσαμπάσηδων
τού νέου Εκτελεστικού στό Κρανίδι.
Τό νέο Εκτελεστικό αποτελούσαν οι Ανδρέας Ζαΐμης, Ιωάννης Κωλέττης, Γεώργιος Κουντουριώτης,
Παναγιώτης Μπότασης καί Νικόλαος Λόντος.
Τό παλαιό Εκτελεστικό διατηρήθηκε καί είχε ως έδρα του τήν Τριπολιτσά.
Ο Μαυροκορδάτος πού ήταν η ψυχή τής νέας κυβερνήσεως, ακόμα καί άν βρισκόταν μακρυά από τήν έδρα της,
επεδίωκε νά διαλύσει τό παλαιό Εκτελεστικό, ώστε νά τόν βρεί στήν εξουσία η
σύναψη τού πρώτου αγγλικού δανείου. Ο ανίκανος Γεώργιος Κουντουριώτης δέν ήθελε τή θέση
τού προέδρου τής κυβερνήσεως αλλά ο ραδιούργος πολιτικός τόν είχε πείσει νά τήν δεχθεί λέγοντάς του:
"Εσύ θά είσαι τό πλοίο καί εγώ τό τιμόνι."
Η ύπαρξη δύο κυβερνήσεων οδηγούσε μέ μαθηματική ακρίβεια στόν εμφύλιο πόλεμο. Η κυβέρνηση τής Τριπολιτσάς
κατηγορούσε τόν Μαυροκορδάτο ότι υποστήριζε τά αγγλικά συμφέροντα καί αποκαλούσε τό
κόμμα του "αγγλική φατρία". Αντίθετα ο Μαυροκορδάτος χαρακτήριζε παράνομο τό παλαιό Εκτελεστικό καί
αποκαλούσε τά μέλη του "αντάρτες". Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καί ο Πετρόμπεης
Μαυρομιχάλης πού ήταν οι ηγέτες τής παλαιάς κυβέρνησης,
βαθμιαία έχασαν τούς οπαδούς τους, μέ κυριώτερους τούς Παπαφλέσσα, Καλαμογδάρτη καί Αλέξη
Βλαχόπουλο. Τά χρήματα τής Ύδρας καί τού πανίσχυρου
Λάζαρου Κουντουριώτη, ο οποίος κινούσε τά νήματα παρασκηνιακά, ισχυροποίησαν τήν κυβέρνηση
τού Κρανιδίου, στήν οποία προσκολλήθηκαν καί πολλοί
Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί.
Ακόμα καί οι περισσότεροι φιλέλληνες, επηρεασμένοι από τούς "καλαμαράδες" τής εποχής, πού μπορούσαν
νά συνεννοούνται μαζί τους στά αγγλικά ή στά γαλλικά, ήταν προκατειλημμένοι μέ τούς στρατιωτικούς.
«Αρχομένου δέ τού έτους 1824, τήν μέν 6ην Ιανουαρίου, ως είρηται, καθηρέθησαν, εκτός
τού προκαθηρημένου Μεταξά, καί δύω άλλα μέλη τού Εκτελεστικού, ώστε δέν έμενεν, ει μή μόνον είς,
ο Ανδρέας Ζαΐμης καί
αντικατεστάθησαν καί συνεπληρώθησαν δι' άλλων. Παρητήθη δέ καί ούτος καί ανεπληρώθη διά τού Σπηλιωτάκη, ώστε
τό Νέον Εκτελεστικόν επελάβετο τής υπερτάτης εθνικής εξουσίας καί κατέσχεν αυτήν διά τών ειρημένων τρόπων
από τής 6ης Ιανουαρίου τού 1824.
Ευθύς δέ τήν 7ην τού αυτού προσεκάλεσεν εις ευπείθειαν καί υποταγήν τούς εν
Ναυπλίω Νικήταν Σταματελόπουλον, Πάνον Κολοκοτρώνην καί Στάϊκον Σταϊκόπουλον,
οι οποίοι τήν 12ην απήντησαν,
"ότι ορκισθέντες νομίμως εις τό Εκτελεστικόν,
τό οποίον διατελεί μένον εκεί, εν Ναυπλίω, δέν εγνώρισαν έτι κατά νόμιμόν τινα τρόπον γενομένην μεταβολήν τινα.
'Οθεν οφείλοντες νά εμμένωσιν εις τούς όρκους των, δέν δύνανται νά υπακούσουν ατάκτως επί τού παρόντος."
Εν τοσούτω τό Παλαιόν Εκτελεστικόν εύρε μέν εις Τρίπολιν πρόσκαιρόν τινα ασφάλειαν διά τήν τού Κολοκοτρώνη
εν Πελοποννήσω παρουσίαν, καί ευρισκόμενον αυτόν τότε εις Τριφυλίαν προσεκάλεσε νά επανέλθη εις Τρίπολιν, καί
επανήλθεν. Αλλ' αφ' ενός μέν εύρεν εκεί προεσχηματισμένην καί τινα μυστικήν καί επίβουλον συνωμοσίαν εκ
Τριπολιτζωτών, υπό τήν επωνυμίαν "Αδελφότης". Πρόσχημα ή πρόφασιν μέν έχουσαν τήν συνυπεράσπισιν κατά τών
αταξιών τών στρατευμάτων, σκοπόν δέ αληθή τήν αντίστασιν κατά τής παλαιάς κυβερνήσεως καί τού Κολοκοτρώνη,
αφ' ετέρου δ' εκεί απεκαλύφθη καί η απιστία τών υπαλλήλων της.
Εκ τών τής ρηθείσης αδελφότητος συνωμοτών πολιτών,
αριθμουμένων έως 400, οι πλείστοι, επί κεφαλής έχοντές τινα Μποταΐτην επωνυμούμενον, κατά τά τέλη Ιανουαρίου 1824
στασιάσαντες κατέλαβον νυκτός τήν θέσιν ακροπόλεως επέχουσαν Μεγάλην λεγομένην Τάπιαν, καί τινας άλλας οικίας,
καί διανυκτερεύσαντες εκεί, ημέρας γενομένης, αφού εγνώρισαν τόν αληθή τής συναθροίσεως σκοπόν, αποκρυπτόμενον
έως τότε, λειποτακτήσαντες οι ημίσεις ετράπησαν εις τά έργα των, οι δέ λοιποί μετά μικράν τινα στενοχωρίαν καί
ασήμαντον αιματοχυσίαν διεσκορπίσθησαν, καί ούτω τό πραξικόπημα εκείνο διεσκεδάσθη εντός τριών ημερών
ώς τις ανόητος οχλαγωγία.
Τό δ' εν μέρει τινών συνωμοτών κακόηθες ήν, ότι τότε εκινδύνευσε νά δολοφονηθή από τινα ή τινας ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ού
διερχομένου ανυπόπτως έν τινι οδώ, είς επί τή δολοφονία προαποφασισμένος, από τινος επί τής οδού οικίας
επεχείρησε νά πυροβολήση κατ' αυτού καί ήθελε πράξει τούτο, εάν ο Α. Τσάντας Τριπολιτζώτης
ευσυνείδητος καί πατριώτης χρηστός, ευρεθείς μετ' αυτών τυχαίως αγνοών καί μετά φρίκης ιδών τό τολμώμενον,
δέν ερρίπτετο ευθύς εν μέσω αυτών καί επελεμβάνετο τού όπλου, έως ού διήλθε καί απεμακρύνθη ο ανυπόπτως
καί ησύχως βαδίζων, ως αγνοών, αλλά κινδυνεύσας Κολοκοτρώνης.
Ο δέ Γρηγόριος Δικαίος, υπουργός τών Εσωτερικών, ως έχων σχέσεις μέ πολλούς τών συνομωτών,
επιπληχθείς υπό τού
Σωτηρίου Χαραλάμπους, τούτου ένεκα καί ευρών πρόφασιν τόν φόνον τινός στρατιώτου από ιδικόν του τινα
Σταϊκόπουλον καί τούτον φονευθέντα έπειτα από τούς Τριπολίτας, διά τήν εκ τούτου σύγχυσιν, νυκτός καί κρυφίως
αποδράς εκ Τριπόλεως απήλθεν εις Κρανίδι, προπεμφθέντος μέν τού φίλου του Γλαράκη Γενικόν τού Υπουργείου
τών Εσωτερικών Γραμματέως. Φθάσας δέ εις Κρανίδι ο Δικαίος εβεβαίου τούς εκεί, ότι είχε συμφώνους μετ' αυτού
καί τούς Πλαπούταν, τόν τούτου γυναικάδελφον Γιαννάκην Κολοκοτρώνην μετά τών υιών του, τόν Δημητρακόπουλον
Αλωνιστιώτην καί άλλους.»
Οι αντίπαλοι τού Κολοκοτρώνη φρόντισαν νά τόν κτυπήσουν μέσα στήν ίδια τήν Τριπολιτσά.
Ίδρυσαν τήν εταιρεία "Αδελφότης", η οποία τήν κατάλληλη στιγμή ξεσήκωσε τούς πολίτες εναντίον τού
Κολοκοτρώνη.
Στίς συμπλοκές πού ακολούθησαν σημειώθηκαν ακόμα καί φόνοι, ενώ τά μέλη τής εταιρείας επιχείρησαν μέσα στή
νύκτα νά δολοφονήσουν τόν ίδιο τόν Γέρο τού Μοριά. Ευτυχώς ένας Τριπολιτσιώτης πού αντελήφθη τό
περιστατικό εμπόδισε τόν επίδοξο δολοφόνο, σώζοντας τόν Κολοκοτρώνη από βέβαιο θάνατο.
Ο Μαυρομιχάλης, ο Δεληγιάννης, ο Χαραλάμπης καί ο Πετμεζάς, ανησυχώντας γιά
τήν αυξανόμενη δύναμη τής "Αδελφότητος",
πρότειναν στόν Κολοκοτρώνη νά κρεμάσει τούς αρχηγούς τής συνωμοτικής εταιρείας καί κατόπιν
όλοι μαζί νά επιτεθούν εναντίον
τής κυβέρνησης Κουντουριώτη στό Κρανίδι. Γιά μία ακόμη φορά ο Κολοκοτρώνης αρνήθηκε νά χύσει αδελφικό αίμα
καί πρότεινε συμβιβασμό. Ο Δημήτριος
Υψηλάντης ανέλαβε νά συμβιβάσει τίς δύο παρατάξεις, ώστε νά προκύψει μία
κοινή κυβέρνηση, αλλά μπροστά στήν
άρνηση τού Κωλέττη καί τών αδελφών Κουντουριώτη, γύρισε άπρακτος στήν Τριπολιτσά.
Τόν Φεβρουάριο τού 1824, ο Παπαφλέσσας μέ τήν ιδιότητα τού Υπουργού τών Εσωτερικών εισηγήθηκε τήν
αποστολή στρατιωτικών σωμάτων, υπό τήν ηγεσία τών Αναγνωσταρά, Κεφάλα καί Νικόλαου Δικαίου στήν Κόρινθο,
τή Μεσσηνία καί τή Γαστούνη, γιά νά καταλάβουν στρατηγικά σημεία ώστε νά
ασκήσουν πίεση στούς πολιτικούς τους αντιπάλους.
Τόν ίδιο μήνα εγκαταστάθηκε στήν Τριπολιτσά ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, επικεφαλής 200 στρατιωτών γιά νά ενισχύσει
τόν πατέρα του. Η στάση του όμως σέ βάρος τών κατοίκων όξυνε εκ νέου τήν κατάσταση καί τετρακόσιοι εξεγερμένοι
πολίτες, υπό τήν καθοδήγηση τού Μποταΐτη οχυρώθηκαν στή Μεγάλη Τάπια καί μέσω τού στρατηγού
Ζαφειρόπουλου ζήτησαν βοήθεια από τήν κυβέρνηση τού Κρανιδίου. Ο Κολοκοτρώνης, φοβούμενος
γιά τήν αποστολή βοηθείας, στρατολόγησε στήν Καρύταινα 2000 άνδρες, οι οποίοι εύκολα ανάγκασαν τούς
πολιορκημένους τού Μποταΐτη νά ζητήσουν διαπραγματεύσεις καί στή συνέχεια, μέ τή μεσολάβηση τού
Γεωργίου Μαυρομιχάλη νά εγκαταλείψουν τήν πόλη καί νά καταφύγουν στό Κρανίδι.
Μετά τήν απομάκρυνση τών συνομωτών, ο Κολοκοτρώνης απέλυσε τούς στρατιώτες του θέλοντας νά εξομαλύνει τήν
κατάσταση. Οι πολιτικοί όμως είχαν διαφορετική γνώμη καί επεδίωξαν ακόμα καί τήν ένοπλη αντιπαράθεση,
όταν διαπίστωσαν ότι είναι ισχυρότεροι από τούς στρατιωτικούς. Οργάνωσαν στρατιωτικά σώματα,
μέ αρχηγούς τούς Παπαφλέσσα, Γιατράκο καί Πονηρόπουλο, μέ σκοπό τήν κατάληψη τής Τριπολιτσάς,
ενώ ταυτόχρονα οργάνωσαν επιχειρήσεις από ξηρά καί θάλασσα γιά τήν κατάληψη τού Ναυπλίου.
Ο Κωλέττης φρόντισε νά επηρεάσει μέ τήν πειθώ καί τά γρόσια τούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, οι οποίοι
έσπευσαν νά ενισχύσουν τήν κυβέρνηση Κουντουριώτη.
«Τήν 13η Απριλίου 1824 έφθασεν εις Ζάκυνθον εις χείρας τού Καίσσαρος Λογοθέτου
μέρος τού δανείου, σταλέν από Λονδίνον διά τού Αναστασίου Πολυζωΐδου, τόν οποίον ο Μαυροκορδάτος μεταχειρίζεται ως
απόστολον εις τήν Ευρώπην, καί μάλιστα εις τήν Αγγλίαν, καί ομού μ' αυτόν ήλθε πάλιν ο Βλάκερ
(Edward Blaquiere) εις τήν Ελλάδα, όστις
καί θά συνεργήσει εις τό ν' αρθώσιν από τό μέσον αι δυσκολίαι όσας η κυβέρνησις θ' απαντήσει εις τό νά τό λάβη
εις τήν εξουσιάν της. Η επιτροπή τού δανείου είχε φθάσει εις Λονδίνον τήν 14ην Δεκεμβρίου 1823, καί τό δάνειον αυτό,
συνιστάμενον εις οκτακόσιας χιλιάδας λίρας στερλίνας, ετελείωσε μέ τήν σύμπραξιν τής εν Λονδίνω φιλελληνικής
εταιρείας εις τά πενήντα εννέα καθ' εκατόν αρχάς Φεβρουαρίου. (Οι ληστρικοί όροι από πλευράς αγγλικών τραπεζών
καί τά υπέρογκα επιτόκια έφεραν στά χέρια τών επαναστατών περίπου τό ήμισυ τού δανείου.)
Αλλά καθ' υπαγόρευσιν τού Μαυροκορδάτου εμπιστεύεται εις επιτροπήν, συγκειμένην από τόν
Μπάϊρων, Στάνχωπ, Γόρδων καί Λάζαρον Κουντουριώτην, ήτις καί διωρίσθη από τήν ειρημένην εταιρείαν καί από τήν εν Λονδίνω
επιτροπήν, νά τό παραλάβη καί νά τό παραδώση στήν κυβέρνησιν, φροντίζουσα καί διά τήν καλήν αυτού χρήσιν.
Τό καθαιρεθέν Νομοτελεστικόν (παλαιό Εκτελεστικό) ήτο τόσον πλέον τής αγγλικής φατρίας πολέμιον, όσον η φήμη
είχε διαδώσει ότι, ο Μαυροκορδάτος ενήργει νά υποβάλη τήν Ελλάδα εις τήν Αγγλίαν.
Φροντίζει λοιπόν ούτος (ο Μαυροκορδάτος) νά μή παραδοθώσι τά δάνεια εις χείρας τών υπεναντίων του, άν ήθελον
υπερισχύσει, ειμή αφ' ού ήθελε κατορθώσει νά επιβάλη εαυτόν εις τήν Ελλάδα καί διά τών Άγγλων αυτών, άν ήτον
ανάγκη διά τούτο διωρίσθη η ανωτέρω επιτροπή νά παραλάβη τό δάνειον.
Η βάσις τής αγγλικής φατρίας τού νά υπερισχύσωσιν εις τόν εμφύλιον πόλεμον ήτο τά χρήματα. Επομένως θά
φθάσωσι καί τά λοιπά χρήματα τού δανείου, καί θά τά παραλάβει όλα τέλος πάντων η κυβέρνησις (Κουντουριώτη).
Πλήν θά καταναλώσει πολύ μέρος αυτών εις τόν εμφύλιον πόλεμον, καί θά επιφορτίσει τό έθνος μέ πολλά
εκατομμύρια χρέους, καί άλλο τι δέν θ' αποτελέσει, ειμή νά τό καταντήση εις τό άκρον τού βαράθρου.
Είχε δέ τήν βεβαιότητα ότι τό δάνειον αυτό έμελλε νά δοθή καί από τόν Φεβρουάριον μήνα επαρουσιάσθη ευκαιρία
ν' αρχίση τό στάδιόν της μέ άξια εθνικής ευγνωμοσύνης κατορθώματα. Έκτοτε οι φρουρούντες εις τό ήδη πολιορκημένον
φρούριον τής Ναυπάκτου Τουρκαλβανοί εζήτησαν διακοσίας πενήντα χιλιάδας γροσίων από τούς Έλληνας νά τό
παραδώσωσιν. Αλλ' η κυβέρνησις καί ο Διευθυντής τής Δυτικής Ελλάδος (Μαυροκορδάτος) δέν εμπορούσι νά
εξοικονομήσωσι τά ολίγα ταύτα χρήματα, νά τά δώσωσιν.
(Ο Μαυροκορδάτος καί ο Κωλέττης δέν ενδιαφέρθηκαν
νά χρησιμοποιήσουν τά λεφτά τού δανείου γιά νά αποκτήσουν κανόνια καί όπλα καί νά καταλάβουν από
τούς Τούρκους τά κάστρα τής Μεθώνης, τής Πάτρας καί τής Ναυπάκτου. Τά αποτελέσματα από τίς προδοτικές αυτές
ενέργειες θά τά βίωναν οι Έλληνες τό επόμενο έτος, μέ τήν ανεμπόδιστη άφιξη στήν Πελοπόννησο
τού αιγυπτιακού στρατού.)
Τοιουτοτρόπως γίνονται παρανομίαι καί αδικίαι αλλόκοτοι, καί χύνεται τών Ελλήνων τό αίμα, διότι ο Μαυροκορδάτος
μεταχειρίζεται όργανον τήν δύναμιν τού Κουντουριώτου διά νά βασιλεύη, διαιρών, εις τήν Ελλάδα, καί διά τούτο
θά πράξει πολλά κακά μέ τάς χείρας τών άλλων. Εν ώ δέ ο Κολοκοτρώνης επολιόρκει τήν Τριπολιτσάν, ο δ' Αναγνώστης
Δεληγιάννης προέβαλλε συνδιαλέξεις μέ τόν Ζαΐμην καί Λόντον περί συμβιβασμού, έρχεται κατά μεσούντα
τόν Μάϊον (1824) καί ο Οδυσσεύς εις τό Άργος, προσκεκλημένος καί από τόν Σωτήριον Χαραλάμπη νά έλθη
εις τήν Πελοπόννησον διά νά συμπράξη κατά τής αγγλικής φατρίας. Επειδή δέ δι' έλλειψιν χρημάτων δέν είναι
συνωδευμένος μέ ανάλογον δύναμιν, καί επειδή θεωρεί ότι τ' αγγλικά χρήματα ενίκησαν καί θά νικήσωσι, μεσιτεύει καί
αυτός νά γείνη συμβιβασμός μεταξύ τής κυβερνήσεως καί τών υπεναντίων, διά νά παύση ο εμφύλιος πόλεμος.
Αλλ' η κυβέρνησις τού Κουντουριώτου αποκρίνεται ως ερρέθη ανωτέρω, ότι δέν δέχεται μ' αποστάτας συμβιβασμόν.
Δημοσιεύει τό εξής: "η διοίκησις δέν δέχεται συμβιβασμόν μέ πέντε ληστάς. Συμβιβασμοί γίνονται μεταξύ αντιπάλων
ισοδυνάμων. Ούτε δύνανται ολίγοι ένοχοι κακούργοι νά λογισθώσιν αντίπαλοι ολοκλήρου τού έθνους, τό οποίον τούς
κατατρέχει ως αδικητάς του."
Η δέ κυβέρνησις στέλλει κατ' αυτών στρατεύματα νά τούς κτυπήσωσι, καί συνάμα προθεμένη νά καταστρέψη καί τόν
Οδυσσέα, θ' αποκαταστήσει πρό πάντων εχθρόν του τό πρωτοπαλήκαρόν του αυτό, τόν Ιωάννην Γκούραν καί
οδηγούμενη από τόν Κωλέττην, θά υποκινήσει όσους άλλους δυνηθή Ρουμελιώτας εναντίον του.»
Στις 2 Μαρτίου 1824 τό νέο Εκτελεστικό ζήτησε από τόν φρούραρχο τού Ναυπλίου
Πάνο Κολοκοτρώνη νά παραδώσει τήν πόλη. Ο Πάνος, πού αναγνώριζε σάν επίσημη κυβέρνηση
τό παλαιό Εκτελεστικό, όπως αυτό είχε ψηφισθεί από τήν Εθνοσυνέλευση τού Άστρους, αρνήθηκε τήν παράδοση.
Η κυβέρνηση διέταξε τόν Γιατράκο καί τόν Ζαχαρόπουλο νά καταλάβουν τούς Μύλους
καί έστειλε μία υδραϊκή μοίρα υπό τόν
Ανδρέα Μιαούλη, νά αποκλείσει τό Ναύπλιο από τήν θάλασσα. Ο Βασίλειος Αναγνωστόπουλος προσπάθησε
νά ανακόψει τούς κυβερνητικούς, αλλά απέτυχε καί υποχώρησε κάτω από τήν κάλυψη τών πυροβόλων τού Παλαμηδίου.
Οι αποκλεισμένοι στρατιώτες τού Ναυπλίου, υπό τό δέλεαρ τών χρημάτων τού Κουντουριώτη καί τού
Κωλέττη, συνέρρεαν μαζικά στά κυβερνητικά στρατεύματα, αποδυναμώνοντας τήν φρουρά τής πόλης.
Ο Κουντουριώτης νομίζοντας ότι όλοι μπορούν νά εξαγοραστούν μέ τίς αγγλικές λίρες, αποπειράθηκε νά δωροδοκήσει
τή γυναίκα τού Νικηταρά καί τόν αδελφό της ώστε νά ανοίξουν μία πύλη καί νά μπούν μέσα στήν πόλη
στρατιώτες. Η Αγγελίνα Νικηταρά αρνήθηκε τήν δωροδοκία καί παρέμεινε στό Ναύπλιο μέ τό παιδί της.
Στίς 13 Μαρτίου 1824, οι πολιτικοί κατέλαβαν τό Άργος τό οποίο υπερασπιζόταν ο Γρίβας
καί στή συνέχεια πολιόρκησαν τήν Ακροκόρινθο.
Τήν πολιορκία τού κάστρου είχαν αναλάβει οι Πανούτσος καί Ιωάννης Νοταράς, ενώ υπεύθυνος
γιά τήν άμυνά του ήταν ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Οι Νοταράδες μέ τή βοήθεια τών Λονταίων, τών
Πετμεζαίων καί άλλων οπλαρχηγών από τήν
Ρούμελη διέκοψαν τόν ανεφοδιασμό τού φρουρίου, αναγκάζοντας τήν φρουρά της νά παραδοθεί.
Ο νεαρός τότε Γενναίος Κολοκοτρώνης, ερωτευμένος μέ τήν αδελφή τού Ιωάννη Νοταρά, δέν φρόντισε ιδιαίτερα
γιά τήν οργάνωση τής άμυνας τού δυσπρόσιτου κάστρου τής Ακροκορίνθου, τό οποίο τελικώς καί παρέδωσε.
Στίς 19 Μαρτίου 1824 ο Κουντουριώτης διόρισε φρούραρχο τού κάστρου τόν Γεώργιο Κίτσο.
Στή συνέχεια, η κυβέρνηση Κουντουριώτη προχώρησε στήν πολιορκία τής Τριπολιτσάς. Τήν άμυνα τής πόλης
είχαν αναλάβει οι Κολοκοτρώνης, Μαυρομιχάλης, Νικηταράς, Δεληγιάννης, Χαραλάμπης καί Γρίβας,
ενώ τήν πολιορκία της οι Ανδρέας Λόντος, Νικήτας Δικαίος, Γεωργάκης Γιατράκος, Αναγνωσταράς,
Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, Παναγιώτης Κεφάλας, Βασίλειος Πετμεζάς
καί Δημήτριος Μελετόπουλος.
Στίς 21 Μαρτίου 1824, ο "Γέρος" έκανε μία ύστατη προσπάθεια γιά νά εμποδίσει τήν αιματοχυσία.
Οι Κωλέττης καί Κουντουριώτης ήταν ανένδοτοι καί επέμειναν στήν άνευ όρων υποταγή
τών αντιπάλων τους.
Ήταν η μεγάλη ευκαιρία νά απαλλαγούν μιά γιά πάντα από τούς παλαιούς Κλέφτες καί νά αναλάβουν αυτοί τά ηνία
τής εξουσίας καί τήν διαχείριση τού αγγλικού δανείου. Ο αδελφικός σπαραγμός ήταν γι' αυτούς ασήμαντη λεπτομέρεια,
όπως ασήμαντη ήταν καί η προετοιμασία τού τουρκοαιγυπτιακού στόλου, ο οποίος θά έπνιγε τόν επόμενο χρόνο
τόν Μοριά στό αίμα.
Οι εχθροπραξίες συνεχίστηκαν χωρίς όμως ιδιαίτερο πάθος αφού οι στρατιώτες καί τών δύο πλευρών δέν επιθυμούσαν νά
χυθεί αδελφικό αίμα. Τήν 1η Απριλίου 1824 ήρθαν επικουρίες τών "ανταρτών" υπό τήν ηγεσία τών
Παπατσώνη, Γκρίτζαλη
καί Μητροπέτροβα. Έπειτα από δέκα ημέρες πολιορκίας, ο Κανέλλος Δεληγιάννης ξεκίνησε διαπραγματεύσεις
μέ τούς πολιορκητές καί συμφωνήθηκε νά διαλυθεί η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη καί τά μέλη της νά εγκαταλείψουν
τήν Τριπολιτσά καί νά επιστρέψουν στίς επαρχίες τους μαζί μέ τούς στρατιώτες τους. Τό Ναύπλιο θά παραδιδόταν
στούς Ανδρέα Ζαΐμη καί Ανδρέα Λόντο καί οι τελευταίοι δεσμεύονταν ότι θά
έδινε η κυβέρνηση 25000 γρόσια στόν
Πάνο Κολοκοτρώνη γιά τά έξοδα τής φρουράς τού Ναυπλίου.
Ο Κουντουριώτης καί ο Κωλέττης όμως δέν δέχτηκαν τίς συμφωνίες πού έκαναν οι Λόντος καί Ζαΐμης καί
αξίωσαν τήν παραδειγματική τιμωρία όλων τών "αντιπατριωτών".
Οι δύο πρόκριτοι τής Αχαΐας ήρθαν σέ ρήξη μέ τόν Κωλέττη καθώς άρχισαν νά δυσανασχετούν
μέ τήν σύμπραξη τών Ρουμελιωτών καί τών Υδραίων, οι οποίοι θεωρούσαν τήν Πελοπόννησο εχθρική χώρα.
Οι Ρουμελιώτες στρατιώτες όπου καί άν πήγαιναν προέβαιναν σέ λεηλασίες
καί καταστροφές περιουσιών στίς πόλεις καί τά χωριά τής Πελοποννήσου.
Ο Κολοκοτρώνης θεώρησε ότι τήν οριστική λύση στό πρόβλημα θά τήν έδινε η σύγκληση Εθνοσυνέλευσης,
γι' αυτό κάλεσε τούς πολιτικούς του φίλους σέ συνεργασία, ενώ παράλληλα διενεργούσε στρατολόγηση μέ
σκοπό τήν ανακατάληψη τής Τριπολιτσάς. Πράγματι, ως επικεφαλής 500 ανδρών, στρατοπέδευσε στά τέλη Απριλίου 1824
στή Σιλήμνα καί στά Τρίκορφα. Στό στρατόπεδο ήλθε καί ο Πλαπούτας, πού εγκατέλειψε οριστικά τούς
Κουντουριώτηδες.
Ο Κωλέττης διέταξε τόν Λόντο, τόν Ζαΐμη καί τόν Παπαφλέσσα νά επιτεθούν στήν Καρύταινα, αλλά αυτοί αρνήθηκαν
καί αντί αυτού εισήλθαν στήν Τριπολιτσά μέ 1000 στρατιώτες.
Ο Γέρος επεδίωξε απευθείας συνάντηση μέ τόν Κουντουριώτη χωρίς επιτυχία.
Τή συνάντηση αυτή τή ματαίωσε ο Παπαφλέσσας πού χρεώνεται πολλά γιά τήν εχθρική του στάση απέναντι
στόν νικητή τών Δερβενακίων. Ένα χρόνο αργότερα θά πλήρωνε μέ τήν ζωή του τή στήριξη
στήν κυβέρνηση τών Κωλέττη καί Κουντουριώτη πού θά εγκατέλειπαν τόν Μοριά στό έλεος τού
αιμοβόρου Ιμπραήμ πασά.
Η ματαίωση τής συνάντησης τού προέδρου τού Εκτελεστικού μέ τόν κυριώτερο Πελοποννήσιο στρατιωτικό
παρέτεινε τήν πολιορκία τού Ναυπλίου. Ο Πάνος Κολοκοτρώνης, έχοντας νά αντιμετωπίσει τήν έλλειψη εφοδίων
καί τίς λιποταξίες τών ανδρών του, ζήτησε βοήθεια από τόν πατέρα του, ο οποίος έστειλε ενισχύσεις υπό
τήν ηγεσία τού Γενναίου καί τού Πλαπούτα. Αυτοί μέ 500 άνδρες έφθασαν στήν Κανδύλα, όπου αιχμαλώτισαν
120 στρατιώτες τού Ιωάννη Νοταρά καί στή συνέχεια από κοινού μέ τόν Νικηταρά προχώρησαν στό Τάτσι καί τό
Κουτσοπόδι. Στίς 8 Μαΐου 1824 όμως δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση από τά κυβερνητικά στρατεύματα,
τά οποία οδηγούσε ο Σκούρτης καί ο Χατζηχρήστος μέ τούς Βουλγάρους του καί υποχώρησαν.
Τήν επομένη, σέ νέα σύγκρουση στό Κούτσι (Αργολικό), οι κυβερνητικοί,
ενισχυμένοι από τόν Ιωάννη Μακρυγιάννη, νίκησαν εκ νέου ενώ στίς 12 Μαΐου 1824,
οι κανονιοβολισμοί από τό πλοίο τού Μιαούλη έτρεψαν σέ φυγή τούς άνδρες τού Νικηταρά καί τού Πλαπούτα.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, συνοδευόμενος από τόν Θεόδωρο Νέγρη έφθασε στό Άργος σέ μία προσπάθεια
συμφιλίωσης τών δύο μερών. Ο Ανδρούτσος ενδομύχως ήταν μέ τό μέρος τού Κολοκοτρώνη, αφού είχε
γευτεί καί ο ίδιος τίς ραδιουργίες τών πολιτικών καί τούς αντιπαθούσε όπως ο διάβολος τό λιβάνι.
Παρ' όλα αυτά τό "Λεοντάρι τής Ρούμελης" προσπάθησε νά συμβιβάσει τίς δύο παρατάξεις, χωρίς επιτυχία
αφού ο Κωλέττης ήθελε νά εκμηδενίσει τελείως τόν
Κολοκοτρώνη καί επέμενε στήν άνευ όρων παράδοσή του. Η ειρωνεία είναι ότι ο Κολοκοτρώνης θά επιβίωνε από
τόν πόλεμο πού τού έκαναν οι πολιτικοί, ενώ ο Ανδρούτσος θά έβρισκε φρικτό θάνατο από αυτούς, τόν επόμενο χρόνο.
Στις 22 Μαΐου 1824, ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε νά παραδώσει τό Ναύπλιο, υπό τόν όρο νά παραδοθεί
μόνο στούς Ζαΐμη καί Λόντο καί όχι στήν κυβέρνηση, τήν οποία δέν αναγνώριζε ως νόμιμη.
Ο "Γέρος τού Μοριά" είχε επανειλημμένα προσπαθήσει νά πείσει τούς δύο Ανδρέηδες
νά προσέλθουν στό στρατόπεδο τών Πελοποννησίων. "Μήν παραδίδετε τό άτι τού Μοριά στούς ξένους. Τό άτι, τήν
γυναίκα καί τό τουφέκι δέν τά παραδίδουμε ποτέ στούς ξένους." Η συμφωνία δυσαρέστησε τό Εκτελεστικό, τό οποίο
εξέδωσε ανακοίνωση εναντίον τών Ανδρέα Ζαΐμη, Ανδρέα Λόντου καί Ιωάννη Νοταρά.
Στις 12 Ιουνίου 1824, η κυβέρνηση Γεωργίου
Κουντουριώτη εγκαταστάθηκε στό Ναύπλιο καί απαίτησε τήν
αποχώρηση όλων τών
οπαδών τού Κολοκοτρώνη μέ πρώτη τήν Μπουμπουλίνα καί τήν κόρη της, η οποία είχε παντρευτεί τόν
Πάνο Κολοκοτρώνη.
Φρούραρχος στό Παλαμήδι ορίσθηκε ο Νάσος Φωτομάρας μέ τούς Σουλιώτες του καί διοικητής τής φρουράς
τής πόλης ο Χατζηχρήστος μέ τούς Βουλγάρους του. Ο Κωλέττης απέφυγε νά
τοποθετήσει Πελοποννήσιους
στήν φρουρά τής πόλης, εκθέτοντας τούς δύο Αντρέηδες, οι οποίοι είχαν υποσχεθεί ότι τό φρούριο θά παρέμενε
σέ πελοποννησιακά χέρια. Στή συνέχεια, αφού αρνήθηκε νά τούς παράσχει τά έξοδα τής εκστρατείας τους
στήν Τριπολιτσά,
τούς έδιωξε από τό Ναύπλιο. Αμέσως οι ισχυρότεροι πολιτικοί καί γαιοκτήμονες τής Αχαΐας μετανοώντας γιά τήν
στήριξη τής κυβέρνησης Κουντουριώτη - Κωλέττη αναζήτησαν νέες συμμαχίες.
Τήν ώρα πού οι Έλληνες πολεμούσαν μεταξύ τους, οι Τούρκοι
έσβηναν από τό χάρτη τήν Κάσο καί τά Ψαρά
καί οι Αιγύπτιοι ετοίμαζαν τήν εκστρατεία πού θά έφερνε τόν όλεθρο στήν Κρήτη καί τήν Πελοπόννησο.
Ο εμφύλιος πόλεμος πάντως μείωσε
κατά πολύ τό κύρος όλων όσων πήραν μέρος στήν αδελφοκτόνο αυτή σύρραξη. Ο Δημήτριος Υψηλάντης
καί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν από τούς λίγους πού δέν συμμετείχαν.
«Ιδόντες δέ οι Ανδρέας Ζαΐμης καί Ανδρέας Λόντος τόν διορισμόν τού
Φωτομάρα ως φρουράρχου τού Ναυπλίου, καί λυπηθέντες υπερβολικά διά τήν εις αυτούς γενομένην απάτην, απεφάσισαν
ν' αναχωρήσουν δυσάρεστοι εκ τού Ναυπλίου, αφ' ού προηγουμένως ο Ζαΐμης εζήτησε παρά τής κυβερνήσεως
80000 γρόσια διά λογαριασμόν μισθών τών διά τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτζάς υπό τήν οδηγίαν του
διατελεσάντων στρατευμάτων, πρός τόν οποίον η κυβέρνησις
απήντησε νά τώ δώση μόνον 25000, τά δέ λοιπά εις άλλην περίστασιν, δέν κατεδέχθη πλέον ούτε κάν νά απαντήση
άλλο τι εις αυτήν, αλλά συνεννοηθέντες μετά τού Λόντου, ανεχώρησαν δυσάρεστοι τήν 24ην Ιουλίου 1824,
αφ΄ού είδον τοσαύτην καί τοιαύτην αχαριστίαν από εκείνους, διά τούς οποίους ήτον επόμενον νά διακινδυνεύσωσιν
εις τήν πολιορκίαν τής Τριπολιτζάς.
Μετά τήν από τού Ναυπλίου αναχώρησιν τών Ανδρέων είχε διαφημισθή ότι τό αγγλικόν δάνειον ήθελε διαφθαρή
επί ματαίω, καί ότι ήθελε μείνει μόνον τό βάρος τού χρέους επί τών τραχήλων τών Ελλήνων, χωρίς νά προκύψη κανενός
είδους ωφέλεια εις τό Έθνος. Τά διαφημισθέντα δέ αυτά είχον δώσει πολλήν εντύπωσιν εις τούς Έλληνας.
Μάρτυρες τά αυτά τού δανείου καί τότε καί μέχρι τής σήμερον αποτελέσματα, διότι αυτό κατηναλώθη εις σκοπούς
ιδιοτελείς καί εις παντοίων ειδών καταχρήσεις.
Η κυβέρνησις πληροφορηθείσα όσα διεφημίζοντο περί τής χρήσεως τού δανείου, καί πεπεισμένη ούσα ότι ευκόλως
εδύνατο νά γίνη κάθε εναντίον κατ' αυτής κίνημα, κατά τόν Σεπτέμβριον τού 1824 διέταξε τόν Γρηγόριον Δικαίον
Υπουργό όντα τότε τών Εσωτερικών καί τής Αστυνομίας, όστις απήλθεν εις τήν πατρίδα του τό Λεοντάρι, διά νά
παρατηρή τά διαβήματα πάσης ενδεχομένης ταραχής εναντίον τής καθεστώσης κυβερνήσεως, νά ειδοποιή αυτήν,
καί νά λαμβάνη μέτρα καταδιωκτικά. Εν τοσούτω βεβαιωθείς ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας) τά από τής
διατρεχούσης φήμης ότι ήσαν
αληθή, καί τήν από μέρους τών λαών πρός τήν τότε καθεστώσαν κυβέρνησιν ανυποληψίαν έγραψε πρός αυτήν,
καί τώ εστάλη ικανός αριθμός λιρών στερλινών, καί έν μέρος Στερεοελλαδιτών στρατευμάτων, μεθ, ών ήτον καί
ο Μακρυγιάννης, συνάξας δέ καί αυτός όσους δυνήθη στρατιώτας εκ τής επαρχίας Λεονταρίου, ως άνθρωπος
δέ επιχειρηματίας ών, καί ως γνωρίζων τά πνεύματα τών κατοίκων τής Πελοποννήσου, πού υπήρχον δηλαδή
ισχυροί καί επιρροήν έχοντες άνδρες, διέσπειρε γράμματα πανταχόσε εις όσους ενέκρινεν ότι δύνανται νά φανώσιν
ωφέλιμοι εις τάς μελλούσας δοξασίας του, καί ούτω τούς μέν εκολάκευεν υπισχνούμενος μεγάλας από τό δάνειον ωφελείας,
τούς δέ καί επηπείλει, καί εις τινας άλλους διεύθυνε καί χρήματα μέ επίτηδες ιδίους του ανθρώπους διά νά τούς κερδίση
πράττων καί ενεργών καθ' όλα όσα καί από τήν κυβέρνησιν ωδηγείτο.
Άμα δέ ότε είχεν εκστρατεύσει ο Γρηγόριος Δικαίος, ο
Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης
έγραψαν εις τόν Μήτρον Αναστασόπουλον καί λοιπούς Τριφυλίους νά σταθώσιν ακλόνητοι, καί ότι αυτοί θέλουν φθάσει
πρός βοήθειάν των διά ν' αντικρούσωσι τόν Γρηγόριον Δικαίον εκ τών όπισθεν, όστις μέ τήν συνήθη ευτολμίαν καί τήν
γενναιότητά του κατέβη εις τήν πεδιάδα τού Μεσσηνιακού κόλπου, τήν καλουμένην Λάκκους, οι δέ Αρκάδιοι κατέλαβον
τήν κώμην Κωνσταντίνους καλουμένην, ώστε ο μέν Γρηγόριος Δικαίος ήρχετο κατά μέτωπον τών Αρκαδίων, ο δέ
παπά Τζόρης ωδηγούμενος παρ' αυτού κατέλαβε μετά τών από τό μέρος τών Αρκαδίων τά όπισθεν τών εν τοίς
Κωνσταντίνοις συνεπαρχιωτών του, καί τοιουτωτρόπως διατεθειμένοι αντεμάχοντο δύω ολοκλήρους ημέρας.
Ευθύς δέ ότε ανεφάνησαν ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης μετά τών υπό τήν οδηγίαν των ικανών
στρατευμάτων, ιδών ο Δικαίος καί οι μετ' αυτού ότι ήθελον συλληφθή υποχείριοι εις τάς χείρας τών Καρυτινών,
αυτός μέν οπισθοδρόμησε διασωθείς εις τά Σαμπάζικα (Άκοβο), κακείθεν δέ μεταβάς εις τό Ναύπλιον, οι δέ λοιποί οπλαρχηγοί
εις τάς διαφόρους κώμας.
Η κυβέρνησις διεύθυνεν έν μέρος στρατευμάτων εις τήν Τριπολιτζά, καθ' ήν δέ εποχήν είχον επιστρέψει εκ τής
μεσσηνιακής πεδιάδος ο Πάνος Κολοκοτρώνης, καί ο Κανέλλος Δεληγιάννης, καί είχον φθάσει εις τήν Τριπολιτζάν,
έφθασαν ταυτοχρόνως καί τά τής κυβερνήσεως στρατεύματα, καί κατέλαβον τινάς κώμας κειμένας εις τήν πεδιάδαν
τής Τριπολιτζάς, τά δέ υπό τήν οδηγίαν τού Πάνου καί τού Κανέλλου έλαβον μέτρον ευθύς νά προκαταλάβωσι
τάς πλησιεστέρας τής Τριπολιτζάς κώμας.
Ο Στάϊκος Σταϊκόπουλος κατέλαβε τήν κώμην Άγιον Σώστην
καλουμένην, διά νά διατηρή τήν θέσιν εκείνην. Εν ώ δέ αυτός έφθασεν εις τήν ρηθείσαν κώμην, τότε καί έν μέρος
στρατευμάτων τής κυβερνήσεως κατέλαβεν ολίγας τινάς οικίας εκ τής αυτής κώμης, τάς δέ λοιπάς κατέσχεν ο Στάϊκος.
Ελθόντων δέ καί τών τής κυβερνήσεως στρατευμάτων αυτών, ήνοιξε μάχη μεταξύ τού Στάϊκου καί τών
κυβερνητικών στρατευμάτων, τήν οποίαν ακούσας ο Πάνος Κολοκοτρώνης έδραμε πρός βοήθειαν τού Στάϊκου.
Αφ' ού δέ διέλυσε τήν πολιορκίαν εκείνην, καί διεσκόρπισε τά κυβερνητικά στρατεύματα, εν ώ επέστρεφεν εις τήν κώμην
Θάνα καλουμένην, διευθύνθη κατ' αυτού μία σφαίρα όπλου από μέρος άγνωστον, καί ούτως εφονεύθη ο Πάνος
Κολοκοτρώνης, στερηθείς τού ζήν εις τό άνθος τής ηλικίας του, η δέ πατρίς εστερήθη ενός τοιούτου νέου γενναίου
καί κατά πάντα φρονίμου ανδρός.
Ο θάνατος τού Πάνου διέλυσεν ευθύς όλα τά σχέδια τών ελπίδων, καθότι επροξένησε μεγάλην καί απαρηγόρητον
λύπην εις τόν πατέρα του, καί εις όλους τούς φίλους τής οικογενείας του καί τής πατρίδος, συνεπάξας
ενταυτώ καί τήν διάλυσιν τής εναντίον τής κυβερνήσεως γιγνομένης στρατολογίας, ώστε τό μέρος τής κυβερνήσεως
έλαβε τήν οποίαν επεθύμει πρόοδον εις τούς σκοπούς τούς οποίους έτρεφεν.»
Τό φθινόπωρο τού 1824, οι δύο φατρίες συνέχισαν μέ αμείωτο ρυθμό τίς διαμάχες μεταξύ τους.
Η φατρία τού Κουντουριώτη βγήκε κερδισμένη μετά τήν εκλογή τών δύο κυβερνητικών σωμάτων.
Τό νέο Εκτελεστικό πού εξελέγη είχε πρόεδρο τόν Γεώργιο Κουντουριώτη, αντιπρόεδρο τόν Σπετσιώτη
Παναγιώτη Μπόταση καί μέλη
τούς Ιωάννη Κωλέττη, Ασημάκη Φωτήλα καί Αναγνώστη Σπηλιωτάκη.
Τό νέο Βουλευτικό εξελέγη
στίς 9 Οκτωβρίου 1824 καί είχε πρόεδρο τόν Πανούτσο Νοταρά καί αντιπρόεδρο τόν επίσκοπο
Βρεσθένης Θεοδώρητο.
Από τίς 12 Οκτωβρίου 1824, λόγω τής απουσίας τού Γεωργίου
Κουντουριώτη στήν γενέτειρά του καί τού αιφνίδιου θανάτου
τού Μπόταση, ο Κωλέττης είχε τόν απόλυτο έλεγχο τής κυβέρνησης. Αφορμή γιά ένα νέο κύκλο συγκρούσεων
στάθηκε η απόφαση τού πολιτικού από τό Συρράκο νά τιμωρήσει τούς κατοίκους τών
επαρχιών Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) καί τού Λεονταρίου, οι οποίοι αρνήθηκαν νά καταβάλουν τούς
φόρους. Ο Παπαφλέσσας, επικεφαλής ισχυρού στρατιωτικού σώματος, θά
αναλάμβανε τήν είσπραξη τών φόρων από αυτές τίς περιοχές.
Φόνος τού Πάνου Κολοκοτρώνη (13 Νοεμβρίου 1824)
Ο Ανδρέας Λόντος οργισμένος μέ τήν αντιπελοποννησιακή στάση τού Κωλέττη, έστειλε υπόμνημα στήν
κυβέρνηση
ζητώντας τή σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης. Ο Κωλέττης, πού είχε τώρα απέναντί του σχεδόν τό σύνολο τών
Πελοποννησίων αρχηγών, αναζήτησε τή συνεργασία τών Ρουμελιωτών, προσφέροντας γενναιόδωρα μισθούς
καί στρατιωτικούς βαθμούς. Ο πρώτος πού προσεταιρίσθηκε ήταν ο φιλοχρήματος φρούραρχος
τής Αθήνας καί υπαρχηγός τού Ανδρούτσου, Ιωάννης Γκούρας, γνωστός γιά τόν σκληρό καί
διεφθαρμένο χαρακτήρα του.
Η κυβέρνηση απόκτησε τόν έλεγχο τής Αθήνας, μοιράζοντας βαθμούς σέ στρατιωτικούς τού περιβάλλοντος
τού Γκούρα, όπως ήταν ο Μαμούρης καί ο Ρούκης, καταφέρνοντας έτσι νά υποβιβάσει τήν επιρροή καί τό
κύρος τού Ανδρούτσου, ο οποίος αναγκάστηκε νά καταφύγει στήν απόρθητη σπηλιά του στόν Παρνασσό.
Στίς 22 Οκτωβρίου 1824, ο Παπαφλέσσας μέ τόν Μακρυγιάννη εισέβαλαν στήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία)
μέ ισχυρό στράτευμα πού τό αποτελούσαν ένοπλοι από τή Ρούμελη καί τή Μακεδονία καί πολέμησαν τούς Ντρέδες τού
Μητροπέτροβα, οι οποίοι ήταν περίφημοι Αρβανίτες πολεμιστές, πιστοί φίλοι τού Κολοκοτρώνη.
Οι Ντρέδες υποχώρησαν, αλλά οι ενισχύσεις πού έφθασαν μέ επικεφαλής τούς Γενναίο
καί Πάνο Κολοκοτρώνη ανάγκασαν τά κυβερνητικά στρατεύματα νά υποχωρήσουν.
«Τά 1824 Οκτωβρίου 14, έλαβα τήν διαταγή νά περιλάβω τούς ανθρώπους 'σ τήν οδηγίαν μου καί
νά πάγω - ότι δέν προσηκώθη ο Κουντουργιώτης εις τόν Ζαΐμη ότ' είχε άλλη δουλειά καί δέν
προσηκώθη εις τό καράβι, αντάρτης ο Ζαΐμης. Πήγαμε 'σ τήν Τροπολιτζά εκεί συναχτήκαμε όλοι νά πάμε εις
τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία) κι ο Παπαφλέσιας μαζί. Όμως κι αυτεινού τού μακαρίτη ο χαρακτήρας
ήταν σάν εκεινών. Είχαμε πιαστή πρωτύτερα καί βριστήκαμε ομπρός - εις τήν Κυβέρνησιν. Ήθελαν νά στείλουν καί
πρωτύτερα εμένα 'σ αυτείνη τήν ανταρσίαν καί δέν θέλησα, καί στείλαν τόν Χριστόδουλον Ποργιώτη καί τόν
έπιασαν οι αντάρτες ζωντανόν μ' όλους του τούς ανθρώπους εις τήν Μεσσηνίαν. Καί ήθελε κ' εμένα ο άγιος
Αρχιμανδρίτης νά μέ στείλη, κ' εγώ τού είπα νά κοπιάση νά πάμε μαζί,
ότι εγώ δέν γνωρίζω ούτε τίς θέσες, ούτε τούς ανθρώπους.
Αφού πήγαμε εις τήν Τροπολιτζά, ο Σταϊκούλης μού είπε ότι οι Κολοκοτρωναίγοι
έχουν πάθος 'σ εμένα καί θά μέ πιάσουνε ζωντανόν ή σκοτωμένον. Ότι εγώ τούς βγήκα άπιστος κ' έφυγα από τά
οτζάκια αυτά, από Δυσσέα καί Κολοκοτρώνη, καί τώρα μέ διατάττει η Κυβέρνηση καί τούς πάγω
αναντίον τους. Κι' όσα μπορέσουνε, μού είπε, θά ξοδιάσουνε ή μέ δικούς μου ανθρώπους, ή μέ δικούς τους θά μέ
ξεμπερδέψουνε. Ο Σταϊκούλης είχε μίαν ανιψιά καί ήθελε νά μέ κάμη γαμπρό καί δέν τού 'λεγα τό όχι κ' έλπιζε.
Ήταν κι' αυτός, καθώς μού 'λεγε, παρών 'σ τήν ομιλίαν τους εκεινών, οπού μιλούσαν αναντίον μου.
Εγώ τού είπα: "Δέν πάγω πουθενά νά γυμνώσω ή νά διατιμήσω κανέναν, η πατρίς μου χωρίς νόμους καί
διοίκησιν κιντυνεύει. Πάγω δι' αυτείνη κι' ο Θεός είναι αρχηγός καί προστάτης τού καλού". Τού είπα τού Σταϊκούλη
ό,τι μαθαίνη νά μού στέλνη μέ σίγουρον άνθρωπον.
Ο Παπαφλέσιας πήρε μίαν γυναίκα μ' ένα ντέφι κ' έναν μέ βιολί καί πήγαμε εις Λιοντάρι.
Από τά σώματα, τούς χίλιους διακόσους ανθρώπους, δέν ακολούθησαν μαζί μας μήτε εξακόσοι δέν θέλαν νά 'ρθουν
τούς ανακάτωναν οι αναντίοι καί τούς δείλιαζαν, σάν χάλασαν οι Μεσσήνιοι τόν Ποργιώτη εις τούς Λάκκους.
Σηκωθήκαμε μ' αυτούς πήγαμε εις Λιοντάρι. Κρατεί αυτό τό μεγαλύτερο σώμα εκεί ο Παπαφλέσιας,
κ' εμένα μέ διακόσους πενήντα, οπού 'χα δικούς μου, μού είπε νά κατέβω εις τούς Λάκκους όσο νά συνάξη πατριώτες
του ο Παπαφλέσιας καί τήν αυγή έρχονται κι' αυτείνοι. Μπιστεύτηκα, πήρα τούς ανθρώπους μου καί
κατέβηκα εις τούς Λάκκους. (Σύμφωνα μέ τήν αφήγηση τού Μακρυγιάννη, ο Παπαφλέσσας υπογείως τού έβαζε
προσκόμματα, μέ σκοπό ίσως τήν ήττα τού Μακρυγιάννη.)
Τό βράδυ τό μαθαίνουν οι Αρκαδηνοί (εννοεί τούς κατοίκους τής Κυπαρισσίας), οι λεγόμενοι Ντρέδες, καί διά νυχτός
αυτείνοι κι' άλλοι από τά κοντινά μέρη έρχονται καί μέ κλείνουν ολόγυρα καί πιάνουν όλα τά τριγυρινά χωριά.
Μαθαίνοντας εγώ αυτό, μπονόρα (νωρίς), ήταν καρσί (αντίκρυ) τό Μελιγαλά κ' έχει καμπόσες
κούλιες (πύργους), έστειλα καί τήραξα (κοίταξα), δέν τίς είχαν πιασμένες ακόμα, σηκώθηκα καί πήγα καί τίς έπιασα αυτές
καί τό χωριόν καί δυναμωθήκαμε από κάτου. Πλάκωσαν πεζούρα, καβαλλαρία πλήθος μού παραγγέλνουν
ν' αδειάσω τό χωριόν, ότι θά μπούνε αυτείνοι, οπού λευτέρωσαν αυτούς τούς τόπους καί θά φάνε αυτείνοι κόττες καί
γάλλους καί πήτες κ' εγώ νά φύγω νά πάγω από κεί οπού 'ρθα ότι πήγα καί τούς πάτησα τά ιερά τους χώματα.
Κι' άν δέν φύγω, νά τούς καρτερέσω καί θά μού ριχτούνε καί θά τό πάθω χερότερα από τόν Ποργιώτη. Εκείνους τούς
εσπλαχνίστηκαν καί τούς πήραν τ' άρματά τους καί τούς απόλυσαν εμάς καί τ' άρματά μας θά μάς πάρουν καί τά
κόκκαλά μας θά μείνουν εκεί.
Πήρα εκατό ανθρώπους διαλεμένους δικούς μου καί καμμιάν πενηνταριά
Μελιγαλιώτες διά νά τούς τραβήσω από τό χωριό νά μή μού κάμουν καμμίαν απιστιά, καί πήγα κ' έπιασα τό παλιό
Αλειτρούγι τό 'χαν καμένο οι Ντρέδες καί σώζονται μιά παλιοκούλια καί χαλάσματα. Όλα αυτά τά χωριά ρωτούσαν
πόσοι είμαστε κι άν έχομε καί καλά άρματα, νά τά πρωτοπάρη ο καθείς, όποια κολώνα μάς κυργέψη.
Από τού Ριζού τό μέρος ήταν ο Μήτρο Πέτροβας, ο Γκρίτζαλης κι' ο Καλαμπόκης από τό Μπούγα
ήταν πολλές κεφαλές κι' ως χίλιοι άνθρωποι, όλοι ελεύτεροι εις τά ποδάρια. Μάς ρίχτηκαν εκείνοι καί τόσο μάς
πλάκωσαν - τό μπαγιράκι τό δικό μας κ' εκεινών πλησιάσαν ήμαστε χαμένοι.
Βγάλαμε τά μαχαίρια, σκοτώσαμε τόν μπαϊραχτάρη τους, πήραμε τό μπαγιράκι τους, σκοτώσαμε καί άλλους πεντέξι,
πιάσαμε καί καμπόσους ζωντανούς καί τούς κυνηγήσαμε πέρα από τό Μπούγα.»
Η πολιτική τού Κωλέττη ήταν καταστρεπτική γιά τόν Μοριά. Οι δύο Πελοποννήσιοι πού συμμετείχαν στό Εκτελεστικό,
δηλαδή ο Φωτήλας καί ο Σπηλιωτάκης, διαβλέποντας τά χειρότερα, κάλεσαν τόν
Γεώργιο Κουντουριώτη
νά επιστρέψει από τήν Ύδρα. Ο Ασημάκης Φωτήλας τελικά, μήν αντέχοντας νά συμμετέχει σέ
μία καταστρεπτική κυβέρνηση, εγκατέλειψε νύκτα τό Ναύπλιο, στίς 8 Νοεμβρίου 1824. Η φυγή του ικανοποίησε
τόν Κωλέττη πού τοποθέτησε αμέσως στή θέση τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού τόν Κωνσταντίνο
Μαυρομιχάλη γιά νά προσελκύσει στήν κυβέρνηση τούς Μαυρομιχαλαίους.
Ακόμα ένας άλλος Πελοποννήσιος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός παρακαλούσε
τόν Κουντουριώτη νά εμποδίσει τόν
εμφύλιο σπαραγμό, καλώντας τον νά συγκαλέσει Εθνική Συνέλευση.
Μετά τήν φυγή τού Παπαφλέσσα στό Ναύπλιο, οι Δεληγιάννηδες, οι Κολοκοτρωναίοι καί ο Ανδρέας Ζαΐμης
επεδίωξαν νά καταλάβουν τήν Τριπολιτσά, όπου είχε εγκατασταθεί τό στρατιωτικό σώμα τού Βάσου Μαυροβουνιώτη
(Μπράγιοβιτς). Ο Πάνος Κολοκοτρώνης ξεκίνησε από τούς Λάκκους μέ προορισμό τήν Τριπολιτσά.
Στίς 13 Νοεμβρίου 1824, ο Πάνος Κολοκοτρώνης καί οι άνδρες του βάδιζαν μεταξύ των χωριών Θάνα καί Μπεσίρι
(Παλλάντιο) Αρκαδίας, έχοντας κατεύθυνση πρός τό χωριό Σύλιμνα, όπου βρισκόταν τό στρατόπεδο τού
πατέρα του. Σέ ξαφνική επίθεση από τό σώμα του Μαυροβουνιώτη, οι άνδρες του διαλύθηκαν καί δίπλα στόν Πάνο
έμειναν μόνο οι υπασπιστές του Γιάννης Βατικιώτης, Θεόδωρος Ρηγόπουλος καί Ανούτσος Σαμαρόνης.
Ξαφνικά κι ενώ εβάδιζαν πρός τό Μπεσίρι, ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Μία σφαίρα διαπέρασε τό
κρανίο τού Πάνου Κολοκοτρώνη αφήνοντάς τον στόν τόπο.
Τή δολοφονία τήν διέπραξε ένα βουλγαρικό σώμα υπό τόν Κότζιο, οι οποίοι προφανώς είχαν λάβει τήν εντολή
τής θανατώσεως ενός εκ τών Κολοκοτρωναίων, από τόν ίδιο τόν Κωλέττη.
Αμέσως μετά τήν δολοφονία τού Πάνου, οι
Βούλγαροι λαφυραγώγησαν τό σώμα του καί τό άφησαν τελείως γυμνό. Στή συνέχεια έτρεξαν στήν Τριπολιτσά
γιά νά πανηγυρίσουν τό μεγάλο τους "κατόρθωμα". Ο θάνατος τού γιού του κλόνισε τόν
"Γέρο", ο οποίος μόλις τόν
πληροφορήθηκε, λιποθύμησε. Έκτοτε ο Κολοκοτρώνης έχασε κάθε διάθεση νά συνεχίσει τόν
αντικυβερνητικό του αγώνα καί προσπάθησε νά έρθει σέ συμβιβασμό.
"Τα χαρακτηριστικά εκείνου τού νέου δέν παρομοίαζον μέ τού πατρός του, τό φέρσιμόν του ήτον πολλά ήσυχον καί
ατάραχον, μ' εφάνη, καί από τήν ομιλίαν αμέσως ότι δέν ήτον πεζός αλλά μέ γνώσεις καί άνθρωπος τού κόσμου".
(Νικόλαος Κασομούλης)
Ο Πάνος Κολοκοτρώνης είχε γενννηθεί τό 1798 στό Λεοντάρι Αρκαδίας. Ήταν ο πρωτότοκος υιός τού
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί τής Αικατερίνης Καρούτσου, κόρης προεστού τού Λεονταρίου.
(Κατά άλλους ήταν νόθος γιός τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καί μίας καλόγριας).
Μεγάλωσε στή Ζάκυνθο όπου απέκτησε σημαντική γιά τήν εποχή του μόρφωση.
Μέ τήν έκρηξη τής επανάστασης αποβιβάστηκε μέ τόν αδελφό του Ιωάννη (Γενναίο) στήν Πελοπόννησο
καί συμμετείχε στίς μάχες πού έδωσαν οι Έλληνες τής Ηλείας κατά τών ξακουστών Τουρκαλβανών Λαλαίων.
Έλαβε μέρος στή
μάχη του Βαλτετσίου, στήν
πολιορκία τής Τριπολιτσάς καί
στή νίκη τών Δερβενακίων.
Τό 1822 ονομάστηκε χιλίαρχος καί ανέλαβε πρώτος πολιτάρχης (δήμαρχος) τής Τριπολιτσάς. Τόν
Δεκέμβριο τής ίδιας χρονιάς νυμφεύθηκε στό Ναύπλιο τή μικρότερη κόρη τής Μπουμπουλίνας, Ελένη Μπούμπουλη.
Τό ζευγάρι δέν πρόλαβε νά αποκτήσει παιδιά. Τό 1823 προβιβάστηκε σέ στρατηγό καί ανέλαβε φρούραρχος τού
Ναυπλίου μέ απόφαση τής Β' Εθνοσυνελεύσεως, πού συνήλθε στό Άστρος Κυνουρίας.
«Αφού δέ ετελείωσε τάς εργασίας της η Συνέλευσις τού Άστρους, η νέα Κυβέρνησις διώρισε τόν
Πάνον φρούραρχον Ναυπλίου, κατόπιν δέ όταν ήλθεν η εσωτερική ανωμαλία τόν έβγαλαν από τό Ναύπλιον διά
τής συγκαταθέσεως τού πατρός του, όστις παρέδωκε τότε τό φρούριον εις τούς δύω Ανδρέαν Ζαΐμην καί
Ανδρέαν Λόντον. Έπειτα η Κυβέρνησις τού Κουντουργιώτη, τήν οποίαν ανεγνώρισεν ο Πάνος καί όχι ο
πατέρας του, τόν διώρισε νά υπάγη εις τήν πολιορκίαν τών Πατρών μετά τού αδελφού του Γενναίου, ως καί τούς δύω Ανδρέας.
Μετά δέ ταύτα αφού τά πελοποννησιακά πράγματα ανεκατώθησαν κατά τού πατρός του, ανεχώρησεν
από τάς Πάτρας καί υπήγεν πρός βοήθειαν αυτού καί τής οικογενείας του, η οποία ήτον εντός τής
Τριπολιτσάς. Τότε η αντιπολίτευσις εκινήθη κατά τής κυβερνήσεως καί τά στρατεύματά της ήλθον νά
πολιορκήσουν τήν Τριπολιτσάν, καί επολέμησαν έξωθεν αυτής τά κυβερνητικά στρατεύματα.
Ο δέ Πάνος τότε μαθών παρά τού Ι. Πετροπούλου, ότι ο Στάικος Σταϊκόπουλος πολεμεί μέ τά στρατεύματα τής
κυβερνήσεως κατά τό χωρίον Άγιον Σώστην, καί ότι ηχμαλωτίσθη, υπήγεν εις βοήθειάν του, αλλά δέν
επρόφθασε νά τόν ελευθερώση, καί εγύρισεν οπίσω νά υπάγη εις τήν Σιλήμναν έφιππος, όπου ήτο ο πατήρ του, μετά
τριών άλλων επίσης καβαλαραίων οικείων του, τού Θ. Ρηγοπούλου, Ι. Βανικιώτου καί Ανάστου Σαμαράνη.
Ενώ δέ επορεύετο αργά εις Σιλήμναν, αιφνιδίως τότε από τό όπισθεν μέρος τού ήλθε βόλι τουφεκίου, τόν εύρε εις
τόν κρόταφον, πρός τά αριστερά τού ινίου, καί ούτως έπεσεν άφωνος ο Πάνος, καί εχάθη πολύτιμος καί
πεπαιδευμένος στρατιωτικός, διότι εσπούδασεν εις τήν ακαδημίαν τής Κερκύρας, εγνώριζεν εντελώς τήν
παλαιάν γλώσσαν μας τήν ελληνικήν, ήτο μαθηματικός άριστος, εγνώριζε προσέτι καλώς τήν ιταλικήν γλώσσαν
καί ολίγον τήν γαλλικήν, καί εν ολίγοις ήτον ο δεύτερος τού πολυμαθεστάτου Γεωργίου Σέκερη,
διότι τότε η Πελοπόννησος δέν είχεν άλλους τοιούτους.
Τό δέ κρανίον του σώζεται εις τάς χείρας τού ιατρού Ι. Πύρλα.»
Τήν ίδια ημέρα πού σκοτωνόταν ο Πάνος Κολοκοτρώνης,
ο Κωλέττης έδινε διαταγή στόν Γκούρα νά εισβάλλει στήν
Κορινθία μέ τήν υπόσχεση ότι θά τόν γεμίσει λίρες από τό αγγλικό δάνειο. Στή συνέχεια έστειλε τούς
Μαυροβουνιώτη καί Χατζηχρήστο στήν Αργολίδα. Η άφιξη στίς 26 Νοεμβρίου 1824 τής δεύτερης δόσης τού αγγλικού
δανείου (50000 στερλίνες) έδωσε φτερά στά πόδια τών Σουλιωτών καί τών Ρουμελιωτών οι οποίοι συνέρρεαν από όλα
τά μέρη γιά νά πολεμήσουν στό πλευρό τών κυβερνητικών στρατευμάτων.
Η Τριπολιτσά εκ νέου άλλαξε χέρια καί οι "αντάρτες" αποσύρθηκαν στήν Πιάνα, τήν Αλωνίσταινα καί τό Ροϊνό.
Ούτε μία λίρα από τό αγγλικό δάνειο δέν θά αφιερωνόταν γιά τήν οργάνωση στρατιωτικής επιχείρησης
εναντίων τών Τούρκων. Ο Κουντουριώτης καί ο Κωλέττης πέτυχαν τόν σκοπό τους πού ήταν η ...κατάκτηση
τής Πελοποννήσου! Ο Αναγνώστης Δεληγιάννης μέ τόν αδελφό του Κανέλλο κατέφυγαν στή
Σπάρτη καί ο Ζαΐμης
έσπευσε στά Καλάβρυτα γιά νά προστατεύσει τήν οικογένεια του.
Στις 8 Δεκεμβρίου 1824, ο Γκούρας επιτέθηκε στα Τρίκαλα Κορινθίας, όπου είχαν οχυρωθεί οι
Ιωάννης Νοταράς καί Ανδρέας Λόντος. Ο Νοταράς παραδόθηκε καί οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στό
Ναύπλιο, ενώ ο Λόντος κατέφυγε στά Καλάβρυτα.
Μετά τή νίκη τους, οι Ρουμελιώτες, στούς οποίους συμμετείχαν οι Μακρυγιάννης καί Καραϊσκάκης,
κυριολεκτικά ερήμωσαν τήν Κορινθία, αναγκάζοντας τούς κατοίκους της νά καταφύγουν στά βουνά.
Οι Ρουμελιώτες λεηλάτησαν καί έκαψαν τά σπίτια τών αντικυβερνητικών, όπως θά έκαναν εάν βρίσκονταν
σέ ξένη χώρα. Ιδιαιτέρως λεηλατήθηκε η περιουσία τών Νοταράδων καί μάλιστα αναφέρεται ότι εκτός από τά χρήματα
πού έκλεψε ο Γκούρας από τό σπίτι τού Σωτήρη Νοταρά, τόν ανάγκασε νά υπογράψει έγγραφο μέ τό οποίο τόν όριζε
γενικό κληρονόμο του.
«Η κυβέρνησις λαβούσα κατά τόν Αύγουστον τού 1824 τά χρήματα τού αγγλικού δανείου,
καί θέλοντας νά νομιμοποιήση εαυτήν καί τάς πράξεις της, ενησχολήθη πρώτον επό δύω μήνας εις ανανέωσιν
οπωσδήποτε τού Βουλευτικού, ίνα δι' αυτού ανανεώση καί στερεώση εαυτή τήν νομοτελεστικήν εξουσίαν
(Εκτελεστικό). Καί δή, τήν μέν 3ην Οκτωβρίου 1824, προέδρου μέν καί αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού
διατηρουμένων τών αυτών, ήτοι τών Γεωργίου Κουντουριώτου καί Παναγιώτη Μπόταση, καί μελών
του Ιωάννη Κωλέττη καί Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, προστεθέντος καί πέμπτου τού
Ασημάκη Φωτήλα.
Τήν δέ 9η τού αυτού μηνός διωρίσθησαν καί τού Βουλευτικού, πρόεδρος μέν ο Παναγιώτης Νοταράς, αντιπρόεδρος
δ' ο Βρεσθένης.
Η δέ κυβέρνησις εστρατολόγει εις τήν Στερεάν στρατούς διά νά εισαγάγη εις Πελοπόννησον πρός υπερίσχυσιν.
Όθεν όσας είχεν εις τήν Αργολίδα καί τό Ναύπλιον δυνάμεις, διέταξε νά μεταβώσιν εις Τρίπολιν, πέμψασα καί τόν
Μακρυγιάννην εις τήν Ανατολικήν Ελλάδα νά προτρέψη τούς εκεί κατηχημένους καί στρατολογημένους νά
εισβάλωσι διά τού Ισθμού τό ταχύτερον εις τήν Κόρινθον. Καί ευρέθησαν κατά Νοέμβριον τού 1824 εκεί μέ δύο
περίπου χιλιάδας ο Γκούρας καί ο Καρατάσσος, αδιαφορούντες, ως καί η κυβέρνησις, διά τούς
τόπους των καί τούς εκεί εχθρούς. Ωσαύτως έπεμψε καί εις τήν Δυτικήν τόν Ορφανόν διά νά προτρέψη καί τούς
εκεί νά εισβάλωσι τάχιον διά Σαλώνων εις Βοστίτσαν, όπου καί έφθασαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο
Κίτσος Τζαβέλλας καί άλλοι κατ' αρχάς Δεκεμβρίου τού 1824.
Ο Κωλέττης επί κεφαλής τών κυβερνητικών δυνάμεων καί ιδίως τών Στερεοελλαδιτών, ίνα διευθύνη τάς κινήσεις
των κατά τών ανταρτών, ως αντιπρόσωπος τής κυβερνήσεως, απήλθεν τήν 1ην Δεκεμβρίου 1824 εις
Κόρινθον. Ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) μετά τινα εν δυσαρεσκεία κατά τό Κουτσοπόδι
μάχην αμυντικήν κατά τού Χατζή Χρήστου, οπισθοδρομήσας εις Άγιον Γεώργιον, ηνώθη εκεί μετά τού
Νοταρά, φυγόντες δέ ομού, πρός τά Τρίκκαλα, όπου ήτο καί ο Λόντος, ο μέν Ιωάννης Νοταράς,
τήν 10ην Δεκεμβρίου σταθείς καί συλληφθείς, καί τήν επιούσαν σταλείς εις Ναύπλιον, παρεδόθη εις τόν θείον του
πρόεδρον τής Βουλής πρός φύλαξιν. Ο Νικήτας ηνώθη μέ τούς Ανδρέηδες, ο δέ Κωλέττης λεηλατών καί
ραβδίζων τόν τόπον, καί προχωρών, ηνώθη καί μετά τών εν Βοστίτση Ρουμελιωτών, συλλαβών δ' εκεί έπεμψεν εις
Ναύπλιον καί τόν λιποτάκτην εκ τής Βουλής Αναστάσιον Λόντον.
Ο Κωλέττης αναβάς μετά πάντων εις Καλάβρυτα πρός καταδίωξιν τών ανταρτών, προέπεμψε τούς Σουλιώτας εις
Κερπινήν νά πολιορκήσουν ή αποκλείσουν τούς εκεί ευρισκομένους Ανδρέϊδας μετά τού Νικήτα, οίτινες εις οκτώ
οχυράς οικίας κλεισθέντες ημύνοντο από τής 13ης μέχρι τής 16ης. Τήν δέ νύκτα μέ 400 έφυγον εις Γαστούνην.
Μετά δέ τήν φυγήν των διηρπάγη η Κερπινή καί η οικία τού Ζαΐμη, τού οποίου όμως η οικογένεια ήτον
ησφαλισμένη εις Μέγα Σπήλαιον. Εκ δέ Γαστούνης οι φυγάδες, Ανδρέηδες καί Νικηταράς,
απέπλευσαν διά Γλαρέντζας (Κυλλήνης) εκτός τής Πελοποννήσου.
Ο γέρων Φωτήλας εκρύβη εις τά περί τήν Δίβρην. Ως δέ αντάρτην, αδίκως καί παραλόγως συλλαβόντες οι τού Γκούρα
καί τόν σεβαστόν Γερμανόν, τόν Παλαιών Πατρών, ησυχάζοντα εν μοναξία εις τήν εν Ομπλώ ιεράν μονήν, αφού
εγύμνωσαν αυτόν, ήτοι τού αφήρεσαν ό,τι καί άν είχε καί όπερ είχε ζώον, απήγον πεζόν συμπεριάγοντες αυτόν
μεθ' εαυτών εις τά χωρία, όθεν περιενόστουν, έως ού φθάσωσιν εις Γαστούνην.
Εκείθεν ο Κωλέττης μέ όλον τόν στρατόν, διευθυνθείς εις Καρύταιναν, καί ευρών τά πράγματα πεπερατωμένα
διά τής αναχωρήσεως τού Κολοκοτρώνη καί αφίξεως αυτού εις Ναύπλιον, εστρατοπέδευσαν εις Δημητσάναν, κατά
τά τέλη Δεκεμβρίου 1824. Καί πρίν δέ, καί κατά τήν εκστρατείαν ταύτην ο Κωλέττης περιεποιήθη εξαιρέτως καί
ωφέλησεν ιδίως πολύ τόν Γκούραν, προετοιμάζων αυτόν έκδικον τών Νούτσου καί Παλάσκα, καί τιμωρών τού
Οδυσσέως.
Η δέ τοιαύτη τού εμφυλίου εκείνου πολέμου έκβασις ανυψώσασα εις τό κοινόν τήν υπόληψιν τού
Γεωργίου Κουντουριώτου, ως προέδρου, ανύψωσεν όμως ουχ ήττον καί τήν τού Ιωάννου Κωλέττη,
κομπάζοντος, ότι αυτός
καταδιώξας, καταβαλών, συλλαβών, φυλακίσας, ταπεινώσας τούς υπερήφανους προύχοντας καί
οπλαρχηγούς τής Πελοποννήσου ή καί καταναγκάσας πάντας νά υποταχθώσιν εις τήν κυβέρνησιν καί τούς νόμους.
Οι κυβερνητικοί εκείνοι όρχαμοι (άρχοντες) ή ηγέται εκμεταλλευόμενοι τήν τού Κουντουριώτου καί τών άλλων
αγαθών αγαθότητα, διά τάς φιλαρχικάς των κλίσεις, τάς οποίας εφ' όλης τής ζωής των ακμαίας διετήρησαν καί εξήσκησαν,
ανωφελώς κατεδαπάνησαν ανταμιλλώμενοι, καί ως μέσα διαφθοράς καί εσωτερικής προδοσίας,
αυτά τε τά δάνεια καί τούς βαθμούς επί τό πλείστον εις τούς τυχόντας, ως ψιχούδια κατεσκόρπισαν, εξαιρέτως
μάλιστα διά τήν συναγωγήν τών στρατευμάτων τά οποία διεύθυνεν ο Κωλέττης ανωφελώς εις τήν
Πελοπόννησον κατά τόν ρηθέντα τελευταίον εμφύλιον πόλεμον, εν καιροίς κρισίμοις στρατολογηθέντα
καί αφαιρεθέντα από τήν υπεράσπισον τών οικείων τόπων, υπό πληθύος Τούρκων καταστρεφομένων. Εκτός
τών όσα αφειδώς καί αλογίστως καί άνευ ελέγχων εις μετρητά έλαβον, καί τών όσα επί βλάβη τής
Πελοποννήσου διήρπασαν, έβλαψαν τά μέγιστα τήν Ελλάδαν άπασαν, καί τό μέλλον αυτής,
αφήσαντες τά τε εκ τών ανωφελώς κατασωτευθέντων δανείων χρέη καί τούς αλογίστως διασκορπισθέντας βαθμούς
αφόρητον εις τό Έθνος βάρος καί δυσαπάλλακτον εις τούς απογόνους χρέος, τό οποίον διά τών τόκων από στιγμής
εις στιγμήν μείζον γινόμενον εκμυζάνει ως βδέλλα πάσαν ικμάδα τού Έθνους.»
Ο Γκούρας συνέχισε τήν εκστρατεία του μέχρι τήν Βοστίτσα (Αίγιο), λεηλατώντας περιουσίες καί βασανίζοντας πολίτες.
Στίς 3 Δεκεμβρίου 1824, αποβιβάσθηκαν στό Αίγιο 3000 Ρουμελιώτες καί Σουλιώτες. μέ αρχηγούς
τούς Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Κίτσο Τζαβέλλα, Λάμπρο Βέϊκο, Μπακατσέλλο, Γεώργιο Δράκο, Ανδρέα Ίσκο,
Τούσια Ζέρβα καί Γεώργιο Βαλτινό, πού
ενώθηκαν μέ τόν Γκούρα καί κατευθύνθηκαν στά Καλάβρυτα. Ο Λόντος είχε
διαφύγει στήν Κερπινή, όπου μαζί μέ τόν Ζαΐμη οργάνωσαν τήν άμυνα τους. Οι αντικυβερνητικοί μέ 400 άνδρες,
στούς οποίους προσετέθη καί ο Νικηταράς μέ ελάχιστους συντρόφους του, οχυρώθηκαν σέ οκτώ πύργους. Στις
14 Δεκεμβρίου, μετά από σκληρές μάχες πέντε ημερών, οι κυβερνητικοί κατέλαβαν τήν κωμόπολη καί πέντε από
τούς πύργους. Στίς 17 Δεκεμβρίου 1824 οι πολιορκημένοι, λόγω έλλειψης εφοδίων, εγκατέλειψαν τήν Κερπινή και
κατέφυγαν στή Γαστούνη.
Οι νικητές, μόλις αντιλήφθηκαν τήν διαφυγή τών αντιπάλων τους έτρεξαν νά λεηλατήσουν καί νά πυρπολήσουν τό χωριό.
Τίς μεγαλύτες ζημιές στό αρχοντικό τών Ζαϊμέων τίς έκαναν οι
στρατιώτες τού Καραϊσκάκη. Ένας άνθρωπος τού
Ζαΐμη πρόδωσε τήν κρυψώνα όπου είχε κρύψει ο Ζαΐμης τά κοσμήματα. Η κρυψώνα βρισκόταν στό χωριό Βραχνί καί ο
Καραϊσκάκης, αφού βασάνισε τούς χωρικούς τού χωριού τούς ανάγκασε νά τού τήν αποκαλύψουν. Η ίδια καταστροφική
μανία χαρακτήριζε όλες τίς ενέργειες τών στρατευμάτων πού κατέβηκαν στήν Πελοπόννησο καί βασιζόταν στό μίσος
πού είχε καλλιεργήσει ο Κωλέττης εναντίον τών Πελοποννησίων. Ο Μακρυγιάννης, αργότερα στά
απομνημονεύματά του, θά δικαιολογούσε τή σύμπραξή του μέ τόν Κωλέττη, αφού τότε είχε πλήρη
άγνοια τής πραγματικής κατάστασης καί θεωρούσε τούς Μωραΐτες αρχηγούς εμπόδιο γιά τήν επανάσταση.
Οι Ζαΐμης, Λόντος καί Νικηταράς μέ 100 άνδρες έφθασαν στό Κουνουπέλι Αχαΐας
καί εκεί βρήκαν τρείς σκούνες πού τούς
πέρασαν απέναντι στό Μεσολόγγι. Πρίν αποβιβασθούν, μέ επιστολή τους πρός τόν Μαυροκορδάτο, ζήτησαν άσυλο,
αλλά όπως ήταν φυσικό, ο Φαναριώτης πολιτικός τούς τό αρνήθηκε. Ο Μαυροκορδάτος χάρηκε μέ τήν
εκμηδένιση τού Κολοκοτρώνη, αλλά η ισχυροποίηση τού Κωλέττη τόν έβαζε σέ σκέψεις,
καθότι ο ηπειρώτης καί πρώην γιατρός τού Αλή πασά, θά μπορούσε εύκολα νά τόν θέσει στό περιθώριο καί νά αναλάβει
αυτός τόν αποκλειστικό έλεγχο τής εξουσίας καί τήν διαχείριση τού αγγλικού δανείου.
Τελικά ο Δημήτριος Μακρής έδωσε άσυλο
στόν Νικηταρά καί ο Γεώργιος Τσόγκας στούς δύο πρώην πανίσχυρους προεστούς τής Αχαΐας.
Μετά τήν κατάληψη της Κερπινής, ο Κωλέττης μέ 2000 άνδρες κατευθύνθηκε πρός τά Λαγκάδια γιά
νά συλλάβει τούς Δεληγιανναίους ενώ ο Γκούρας λεηλάτησε τήν Γαστούνη καί ιδιαιτέρως τό σπίτι τού Σισίνη.
Οι αδελφοί Δεληγιάννη. εγκατέλειψαν τά Λαγκάδια Γορτυνίας καί ο Κωλέττης ανενόχλητος
κατέκαψε τά χωράφια τους, λήστεψε τήν περιουσία τους καί πυρπόλησε τίς αποθήκες τους.
Δέν παρέλειψε, κατά τήν σύντομη διαμονή του στά Λαγκάδια, νά εγκατασταθεί στό αρχοντικό τους.
Ο Γκούρας ήθελε τήν φυσική εξόντωση τών θυμάτων του, διότι ήξερε ότι δέν θά τού συγχωρούσαν τά
εγκλήματα πού έκανε στόν τόπο τους. Μέ επιστολή του στόν Κουντουριώτη ζητούσε τήν κάλυψη τών πράξεών του καί
τή χορήγηση εγγυήσεων
γιά τήν ασφάλειά του:
"Εμένα ο Ζαΐμης, ο Κολοκοτρώνης, ο Λόντος, ο Νικήτας, οι Δεληγιανναίοι, ο Νοταράς
καί ο Σισίνης δέν μού σκότωσαν μήτε τή μάνα μου μήτε τόν πατέρα μου. Εσύ μαζί μέ τόν Κωλέττη καί τόν
Παπαφλέσσα μέ πληροφορήσατε ότι αυτοί εσήκωσαν τά άρματα κατά τής Διοικήσεως καί ότι θέλουν νά τήν χαλάσουν
καί μ' επαρακινήσατε νά τρέξω κι' εγώ, νά γλυτώσω τήν πατρίδα, εξολοθρεύοντες τούς άνωθεν."
«Ποίον ζώον δέν έχει τόν οδηγόν του;
Δεν άφιναν οι καλοί πατριώτες νά 'βγή η πατρίς από τόν κίντυνον καί ύστερα ας βάλουν τήν διάθεσίν τους 'σ
ενέργειαν νά σκοτώσουν όλους. Ότι αυτό είναι πατρογονικόν όποιος δουλεύει πατριωτικώς αυτό τό βραβείον έχει.
Και οι Αθηναίγοι τού Θεμιστοκλή αυτείνη τήν ανταμοιβή τό 'καμαν, κι' αλλουνών πολλών. Όχι όμως όταν ήταν
η πατρίς σε κίντυνον, όταν ησύχαζε.
Εβάλετε καί νέον αρχηγόν εις τό φρούριον τής Κόρθος, Αχιλλέα τόν έλεγαν,
λογιώτατον κι' ακούγοντας τό όνομα Αχιλλέα, παντηχαίνετε ότ' είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Καί πολέμαγε
τ' όνομα τούς Τούρκους. Δέν πολεμάγει τ' όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή. Κι' ο
Αχιλλέας ο δικός σας, ο φρούραρχος τής Κόρθος, λεβέντης ήταν, Αχιλλέγα τόν έλεγαν, είχε καί τό κάστρο εφοδιασμένο
από τ' αναγκαία τού πολέμου, είχε καί τόσο στράτευμα. Όταν είδε τούς Τούρκους τού
Δράμαλη από μακρυά, καί ήταν
καί καταπολεμησμένος από Ρούμελη, από Ντερβένια, βλέποντάς τόν ο Αχιλλέας άφησε τό κάστρο κ' έφυγε, απολέμηστο.
Νά ήταν ο Νικήτας, έφευγε; Ο Χατζηχρήστος καί οι άλλοι; Όχι βέβαια. Ότι τόν καρτέρεσαν αυτοί τόν Δράμαλη εις τόν
κάμπο καί τόν αφάνισαν όχι 'σ εφοδιασμένο κάστρο καί σάν τό κάστρο τής Κόρθος.
(Ο Μακρυγιάννης φανερά μετανοιωμένος από τή συνεργασία του μέ τόν Κωλέττη, ρίχνει τά βέλη του εναντίον
τών πολιτικών. Οι πολιτικοί Μαυροκορδάτος καί Κωλέττης, τήν περίοδο τής εκστρατείας τού Δράμαλη,
ως γνωστόν είχαν παραγκωνίσει τόν Κολοκοτρώνη, στέλνοντάς τον στήν Πάτρα καί είχαν αναθέσει σέ δικούς τους
ανθρώπους νά εμποδίσουν τήν προέλαση τού Δράμαλη πασά. Δικός τους ήταν καί ο Ιάκωβος Θεοδωρίδης ή Αχιλλλέας
τόν οποίον διόρισαν φρούραρχο τής Ακροκορίνθου. Ο Αχιλλέας, μόλις είδε τόν Δράμαλη νά περνάει τόν Ισθμό,
εγκατέλειψε άρον άρον τό απόρθητο φρούριο. Η μόνη του επιτυχία ήταν ότι χάρηκε τίς γυναίκες τού
χαρεμιού τού Κιαμήλ μπέη!)
Σάν σκοτώναμε τόν Δυσσέα, κύριε Κωλέτη, τότε οπού 'θελες η Εκλαμπρότη σου, όταν
ήρθαν τόσοι πασσάδες καί δώδεκα χιλιάδες ασκέρι καί η ανατολική Ελλάς μισοπροσκύνησε κι' ο
Δυσσέας μ' ένα ντεσκερέ (έγγραφο) του τούς έδιωξε, ποιός θά τούς έδιωχνε, αν δέν ήταν ο Δυσσέας;
Ποιός είχε τήν επιρρογή καί ικανότη αυτεινού; Δέν θά κυριεύαν όλα τά μέρη εις τήν άχλιαν κατάστασιν οπού
βρισκόμασταν; Λίγον σ' έμελλε εσένα καί τούς συντρόφους σου τούς αγάδες
τούς έχετε αφεντάδες κ' εσείς ψυχοπαίδια τους δέν θά παθαίνετε εσείς τίποτα. Όμως από τήν Αθήνα κι' απάνου θά τούς
σκλάβωναν όλους, θά σκλάβωναν καί τό Γριπονήσι (Εύβοια) γιατ' ήταν εκεί κι' άλλο πλήθος
Τούρκοι καί πρόσμεναν κι' αυτούς ν' αφανίσουνε τούς κατοίκους καί μ' ένα ντεσκερέ τού Δυσσέα
πήγαν 'σ τό Ζιτούνι καί Λάρσα καί διαλύθηκαν όλως διόλου.
(Ο Μακρυγιάννης γνωρίζοντας ότι ο Κωλέττης δολοφόνησε τόν Ανδρούτσο τό 1825, εκθειάζει τόν
αρματολό ο οποίος μέ τά
καπάκια του, τό (1823),
είχε πείσει τόν Κιοσέ Μεχμέτ νά αποσυρθεί από τή Ρούμελη. Καί συνεχίζει κατηγορώντας τούς Μαυροκορδάτο
καί Κωλέττη, οι οποίοι τό μόνο πού προσέφεραν ήταν διαίρεση καί φατρίες (κόμματα) μέ απώτερο σκοπό νά
εξοντώσουν τούς Ανδρούτσο καί Καραϊσκάκη).
Ο εκλαμπρότατος Μαυροκορδάτος ήταν σύμφωνος κι' αυτός, ο Φαναριώτης, εις τό σκέδιον νά ξεκάμουν τούς
στρατιωτικούς. Τό 'βαλε καί αυτός 'σ ενέργεια ευτύς, άμα ήρθε 'σ τό Μεσολόγγι, χωρίς νά χάση καιρόν. Ηύρε πρόφαση η
Εκλαμπρότη του εις τό Μεσολόγγι, ότι ο Καραϊσκάκης αγροικήθη μέ τούς Τούρκους. Έβαλε ανθρώπους
δικούς του, τούς έκαμε κριτάς νά τόν περάσουνε από τό κανάλι τής δικαιοσύνης του, νά τόν σκοτώσουνε.
Τόν κρίναν καί τόν είχαν χαζίρι (έτοιμο), κι' άν δέν τόν γλύτωναν οι συντρόφοι του, θά τόν σκότωναν.
Ακούτε, εσείς;
Ο Καραϊσκάκης, από δέκα χρονών παιδί κλέφτης, θά γύριζε μέ τούς Τούρκους, οπού τούς σκότωνε μέσα
τούς λόγγους καί περπάταγε ξυπόλυτος από μικρό παιδί διά τήν λευτεριά. Ο εκλαμπρότατος,
τό ζυμάρι των Τούρκων, ο δουλευτής αυτείνων, τών Τούρκων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος τών
τύραγνων, κατάτρεχε τόν Καραϊσκάκη νά τόν καταδικάση εις θάνατον! Χαζίρι
τ' αργαλεία τής δικαιοσύνης του καί τής αρετής του νά τόν πάνε εις τόν Άδη, αφού γλύτωσε από τόσες πληγές καί
δυστυχίες, οπού υπόφερε δι' αυτείνη τήν πατρίδα. Σκότωμα τόν Καραϊσκάκη, ότι δέν είναι κόλακας τού Μαυροκορδάτου,
δέν είναι ποταπός καθώς εκείνοι οπού τόν κολακεύουν.
Η γυναίκα μέ τά μουστάκια, ο Κωσταμπότζαρης, ο Στάικος καί οι άλλοι του όμοιοι, οπού τόν θυμιατίζουν καί τούς
θυμιατίζει, τόν λένε "εκλαμπρότατον" καί τούς λέγει "γενναιότατους", πού αγωνίστηκαν αυτείνοι, οι φίλοι σου οι
γενναιότατοι; Εσύ, εκλαμπρότατε (εννοεί τόν Μαυροκορδάτο), από τόν καιρόν οπού κόπιασες όλο νέα πράματα ήφερες εις τήν πατρίδα διαίρεσιν
αναμεταξύ μας δέν είχαμε, φατρίαν μάς ήφερες, νέον φρούτο 'σ εμάς τούς Έλληνες, παραλυσίαν κι' αφανισμόν.
Άν 'πιτύχαινες νά σκοτώσης τόν Καραϊσκάκη, πού θά τόν βρίσκαμε όταν η Ρούμελη γιόμωσε Τουρκιά καί
προσκύνησαν
όλοι από τήν καλή σας κυβέρνησιν κι' αρετή, οπού δείξετε εις τήν πατρίδα όλοι εσείς οι πολιτικοί;
Αυτός ο Τούρκος, ο Καραϊσκάκης, σύναξε όλους τούς οπλαρχηγούς καί πήγε μαζί μ' αυτούς μέ τά ίδια τους έξοδα
καί θυσίες, κ' έχοντας όλη τήν αγάπη 'σ αυτόν, πήγαν καί ξαναλευτέρωσαν τήν πατρίδα καί εις τήν
Αράχωβα καί Δίστομον στήσαν πύργους μέ κεφάλια τών Τούρκων. Πώς δέν πάγαινες κ' εσύ, εκλαμπρότατε,
πώς δέν πάγαινε ο άλλος εκλαμπρότατος, ο "τζίτζιλε-φίτζιλε", συνάδελφός σου Κωλέτης.
Κ' ενωθήκετε όλοι μέ τούς παντίδους κι' αφανίσετε τήν πατρίδα από ηθική καί από αρετή καί πατριωτισμόν.
Δέν πάγει η πατρίς ομπρός μέ τόν πατριωτισμόν καί ηθική τήν δική σας, πάνε τά ξένα σας όργανα. Δέν σάς άρεσε
ο Υψηλάντης βέβαια δέν είχε τήν δική σας αρετή ότι θυσιάσαν οι Υψηλάντες πρώτα ζωή, πλούτη καί θυμώνται
Θεόν, Πατρίδα καί Θρησκεία.»
Ενώ ο Γκούρας καί ο Κωλέττης καταλήστευαν τίς περιουσίες στό Μοριά, ο
Κολοκοτρώνης απαρηγόρητος παρέμενε
στήν Βυτίνα. Μετανιωμένος γιά τήν ανάμειξή του στόν εμφύλιο πόλεμο, αποφάσισε νά παραδοθεί.
Συνοδευόμενος από τόν Πλαπούτα καί τόν Παναγιώτη Ζαφειρόπουλο, ξεκίνησε γιά τό Ναύπλιο.
Όταν ο Κολοκοτρώνης έφθασε στό Άργος, εμφανίσθηκε ο Δημήτριος Τσώκρης, μέ στρατιωτικό απόσπασμα,
γιά νά παραλάβει τόν αρχιστράτηγο. Η εμφάνιση τού αποσπάσματος θεωρήθηκε ύποπτη καί οι
φίλοι τού Κολοκοτρώνη τόν προέτρεψαν νά γυρίσει στήν Αρκαδία.
Εκείνος αρνήθηκε καί εισήλθε στό Ναύπλιο όπου έγραψε μία επιστολή στόν Κουντουριώτη ζητώντας συγχώρεση.
Ο Κουντουριώτης δέν συγκινήθηκε από τήν ταπεινοφροσύνη τού "Γέρου τού Μοριά"
καί τόν μεταχειρίστηκε ως εχθρό τής πατρίδος, ενώ χαρακτήριζε τόν φόνο τού γιού του ως τιμωρία τού Θεού γιά τίς
αμαρτίες του.
Ο Κολοκοτρώνης κλείσθηκε σέ ένα σπίτι στό Ναύπλιο καί ετέθη υπό επιτήρηση. Τότε ο επίσκοπος Παροναξίας,
Ιερόθεος, πού βρισκόταν στό Ναύπλιο επίσης υπό επιτήρηση, φρόντισε νά ανοίξουν κρυφά,
διαμέσου ενός σπιτιού εφαπτόμενου μέ τό φρούριο, μία τρύπα στό τείχος καί πρότεινε τή διαφυγή
τού Κολοκοτρώνη από εκεί. Όμως εκείνος αρνήθηκε όπως αρνήθηκε τήν επομένη καί στόν αξιωματικό του
Δημήτριο Μπούκουρα. Στίς 4 Φεβρουαρίου 1825, τό Εκτελεστικό, αποφάσισε τή μεταφορά τού
Κολοκοτρώνη
στήν Υδρα, μαζί μέ τούς αδελφούς Δεληγιάννη, πού είχαν στό μεταξύ παραδοθεί, τών Νοταράδων,
τού Μήτρου Αναστασόπουλου, τού Μητροπέτροβα, τού Δημητρίου Παπατζόνη, τού Θεόδωρου Γρίβα,
τού Γιαννάκη Γκρίτζαλη καί τού Αναστάση Κατσαρού. Όταν έφθασαν στό νησί, τούς φυλάκισαν στή μονή
τού προφήτη Ηλία. Εκεί θά τούς έβρισκε η άφιξη τού ενωμένου μουσουλμανικού στόλου πού κατέφθανε, αφού
θά ρήμαζε ανενόχλητος τήν Κάσο, τά Ψαρά καί τήν Κρήτη.
«Οι Έλληνες είχαν τώρα φτάσει σχεδόν στόν τέταρτο χρόνο τού Αγώνα τους, όχι μόνο
αβοήθητοι, αλλά καί αποθαρρημένοι από όλα τά ανακτοβούλια τής Ευρώπης. Είχαν σχεδόν υπεράνθρωπα αποκρούσει
μέ επιτυχία τρείς εχθρικές εισβολές καί μ' αγανάκτηση έβλεπαν τώρα νά σβήνουν όλα τους τά όνειρα καί οι
προσδοκίες γιατί
η Ευρώπη υποστήριζε απροσχημάτιστα τούς εχθρούς τους. Είχαν πληροφορηθεί ότι μία μεγάλη εχθρική στρατιά
ετοιμαζόταν νά εισβάλει στήν Πελοπόννησο. Τή στρατιά αυτή καί τά εφόδιά της θά μετέφεραν αυστριακά, γαλλικά
καί αγγλικά εμπορικά καράβια. Οι Έλληνες μπορούσαν νά αντιπαραβληθούν μέ τά πελώρια, αλλά δυσκίνητα τουρκικά
καράβια, πώς όμως θά αντιμέτωπιζαν τόν καινούργιο εχθρό;
Μέ αυτόν τόν τρόπο ο σουλτάνος ανεφοδίαζε τίς δυνάμεις του, γιατί ο στόλος του ήταν ανήμπορος νά επωμισθεί
αυτή τήν αποστολή. Σέ αυτή τή δύσκολη θέση πού είχε περιέλθει, βρήκε πραγματική διέξοδο στήν απληστία τών
Ευρωπαίων εμπόρων, πού πρόθυμα προσέφεραν τά σκάφη τους γιά νά μεταφέρουν τά στρατεύματά του, τίς
προμήθειες καί τά πολεμοφόδια, καθώς καί τούς τυχόν αιχμαλώτους, καί ακόμα τά κεφάλια καί τά αυτιά τών
σφαγιασθέντων, τά οποία, ικανοποιώντας τίς αιμοβόρες ορέξεις τού σουλτάνου, στόλιζαν τούς τοίχους τού σεραγιού του.
Οι τύραννοι τής πολιτισμένης Ευρώπης αντιδρούσαν στήν προσπάθεια τής ελευθερίας τής Ελλάδος καί ήθελαν
ανοιχτά νά βοηθήσουν τούς Τούρκους. Είχε όμως αναπτυχθεί ένα διάχυτο λαϊκό ρεύμα αντίθετο μέ αυτές τίς επιδιώξεις,
τό οποίο δέν μπορούσε νά καταπνιγεί. Ένοιωθαν ότι ήταν επικίνδυνο νά σταματήσουν τήν πορεία του καί σάν ικανοί
οδηγοί, χαλάρωσαν τά ηνία τή στιγμή τού ενθουσιασμού καί άφησαν ν' ακουσθεί από όλους τούς λαούς τής
Ευρώπης, η φωνή συμπάθειας καί ενθάρρυνσης, πού έφθασε στήν καρδιά κάθε Έλληνα καί τού έδωσε κουράγιο
στά βάσανα καί τά δεινά πού περνούσε.
Η Πύλη, αποθαρρυμένη από τήν πανωλεθρία τριών αλλεπάλληλων εκστρατειών, προετοιμαζόταν γιά μία καινούργια
καί μεγαλύτερη εξόρμηση. Ο φοβερός καί μισητός Μωχάμετ Άλη κλήθηκε νά βοηθήσει. Όλοι οι στόλοι τής αυτοκρατορίας
θά ξεχύνονταν από τά βόρεια καί ενωμένοι μέ τά αιγυπτιακά στίφη από τό νότο, θά έσφαζαν καί θά κατάκαιγαν τά πάντα,
ώσπου νά μή μείνει ζωντανός ούτε ένας γκιαούρης, πού νά τολμά νέ προφέρει τή λέξη ελευθερία. Ο Χοσρέφ, ο
καπουδάν πασάς τής Πύλης, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες γιά νά ετοιμάσει τό στόλο.
Μεγάλες αμοιβές υποσχέθηκαν νά δώσουν στό ετερόκλητο πλήθος τών μουσουλμάνων πού στρατολογήθηκαν.
"Θά σάς δώσουμε νά λαφυραγωγήσετε δωδεκάδες νησιά σάν τήν Χίο!" Τό πρώτο νησί πού διάλεξαν νά ρημάξουν ήταν
τά Ψαρά.»