Σούλι

Εντός τής πολυπολιτισμικής! καί "ανεκτικής" οθωμανικής επικράτειας, βρισκόταν, έξω από τά Γιάννενα, η μοναδική δημοκρατική κοινωνία εκείνης τής εποχής, τό ηρωϊκό Σούλι. Ήταν ένα χριστιανικό κράτος μέσα σέ μία μουσουλμανική αυτοκρατορία, τού οποίου οι κάτοικοι ήταν ελεύθεροι, υπερήφανοι, εθνικιστές καί ανυπότακτοι. Κάποιοι τούς λένε Αρβανίτες, κάποιοι τούς λένε Έλληνες. Τό σίγουρο είναι ότι ήταν Xριστιανοί Oρθόδοξοι καί δέν ανέχονταν νά ζούν κάτω από τή βαρβαρότητα τού οθωμανικού ζυγού. Είχαν εγκατασταθεί σέ τέσσερα χωριουδάκια, τό Κακοσούλι, τή Σαμονίβα, τό Αβαρίκο καί τήν Κιάφα, όπου κράτησαν άσβεστη τή φλόγα τής παλληκαριάς καί τής λευτεριάς. Ο Περραιβός ήταν αυτός πού τούς μύησε στή Φιλική Εταιρεία καί έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιά τήν ιστορία τους καί τίς παραδόσεις τους.

«Όστις ανέγνωσε τήν παλαιάν ιστορίαν τής Σπάρτης, αναγνώση δέ καί τήν νέαν τών Σουλλιωτών, θ'απαντήσει, πολλάς ηρωϊκάς πράξεις ανδρών τε, καί γυναικών εφαμίλλους ταίς τών Σπαρτιατών.

Τέσσαρα ήσαν τά κύρια καί εκ διαλειμμάτων συστηθέντα ελεύθερα χωρία τών Σουλλιωτών. Τό Σούλλι, η Κιάφα, ο Αβαρίκος καί η Σαμωνίβα ταύτα αυξηθέντα διά τής ελευθερίας, ομονοίας καί τής ανδρείας τών συμπολιτών εγνωρίσθησαν εκ διαλειμμάτων ισχυρά καί κύρια τών κατωτέρω τουρκοχωρίων. Εις τά τέσσαρα ταύτα χωρία υπάρχουσι διάφοροι φυλαί, φάραι κοινώς ονομαζόμεναι. Εις τό Σούλλι κατώκουν τετρακόσιαι πεντήκοντα οικογένειαι, φυλαί δέ αι εξής:

Τζαβελλάται, Βοτζαράται, Δρακάται, Δαγκλιάται, Κουτζονικάται, Καραμπινάται, Μπουτζάται, Σεάται, Καλογεράται, Ζαρμπάται, Βελιάται, Θανασάται, Κασκαράται, Τοράται, Μαντζάται, Παππαγιαννάται, Βασιάται, Τοντάται, Σαχινάται, Παλαμάται, Ματάται, Μπουζμπάται.

Εις τήν Κιάφαν, οικογένειαι ενενήκοντα, φυλαί δέ τέσσαρες: Ζερβάται, Νικάται, Φωτάται, Πανταζάται.

Εις τόν Αβαρίκον οικογένειαι εξήκοντα πέντε, φυλαί τρείς: Σαλαράται, Μπουφάται, Τζιορίται.

Εις τήν Σαμωνίβαν, οικογένειαι πεντήκοντα φυλαί τρείς: Μπεκάται, Δαγκλιανάται, Ηράται.

Ουδένα νόμον γραπτόν, ούτε δικαστήριον τακτικό είχον οι Σουλλιώται, αλλά, διά τήν εσωτερικήν ευταξίαν, καί πειθαρχίαν, όταν τίς τών πολιτών ήθελε πράξη τι αμάρτημα, συνήρχοντο οι προεστώτες τών φυλών, εξέταζον τήν υπόθεσιν καί εξέδιδον τήν απόφασιν προφορικώς, εις τήν οποίαν άνευ προφασιολογίας ώφειλεν ο καταδικασθείς νά υπακούση, τουναντίον, υποχρεούτο η φυλή του νά εκτελέση τήν απόφασιν διά τής βίας.

Ούτε τέχνην, ούτ' εμπόριον μετεχειρίζετο τίς εξ αυτών, τό μόνον καί κύριον επάγγελμά των είναι η κτηνοτροφία. Όλη η σπουδή καί αφοσίωσις των παιδιόθεν περιστρέφεται εν τοίς όπλοις, τά οποία περιπατούντες, καθήμενοι, τρώγωντες καί κοιμώμενοι δέν αμελούσι. Τό περιεργότερον, ότι καί διάφοροι γυναίκες φέρουσιν όπλα καί πολεμούσι. Όταν οι άνδρες μάχωνται, αυταί φέρουσι κατόπιν αυτών επ' ώμων τροφάς, πολεμοφόδια καί πάν ότι αναγκαιοί.»

Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου


Η Δημοκρατία τού Σουλίου είχε Γερουσία πού δίκαζε σύμφωνα μέ τό βυζαντινό δίκαιο τού Αρμενόπουλου, είχε Εκκλησία τού Δήμου πού συνεδρίαζε στόν Άη Δονάτο, όταν επρόκειτο νά ληφθεί σοβαρή απόφαση πού αφορούσε σέ πόλεμο καί τέλος είχε τόν Πολέμαρχο ο οποίος ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλας μέ τό πολεμικό του συμβούλιο. Η παντοδυναμία τών Σουλιωτών είχε ως αποτέλεσμα νά ασκούν εξουσία σέ εκατό γειτονικά χωριά καί νά εισπράττουν από αυτά φόρο υποτέλειας.



Η ιστορία τού Σουλίου ξεκινά τόν 15ο αιώνα, όταν μετά τήν κυρίευση τών Ιωαννίνων καί τής Άρτας, ολόκληρη η Ήπειρος υποδουλώθηκε στούς Τούρκους. Δέν είχαν περιέλθει στήν τουρκική κυριαρχία τά παράλια τής Ηπείρου, η Πάργα, τό Άκτιο καί η Βόνιτσα, πού τά κατείχαν οι Ενετοί. Η Χειμάρρα καί τό Σούλι δέν προσκύνησαν ποτέ τόν κατακτητή. Ειδικά οι Σουλιώτες καθόλη τή διάρκεια τής τουρκοκρατίας βρίσκονταν σέ κατάσταση πολέμου καί αντιμετώπιζαν πάντα μέ επιτυχία τίς αλλεπάλληλες επιθέσεις τού οθωμανικού στρατού.

«Οι πρώτοι κάτοικοι τού Σουλίου ήσαν αλβανικής φυλής καί ελάλουν τήν αλβανικήν γλώσσαν. Μετ' ού πολύ όμως συνεμίγησαν μετ' αυτών καί Έλληνες εκ τών πλησιοχώρων καί διά τής επιμιξίας ταύτης κατά τά τελευταία έτη ελάλουν μάλλον τήν ελληνικήν ή τήν αλβανικήν γλώσσαν.

Οι Σουλιώτες υπήρξαν μαχιμώτατοι άνδρες, ως καί οι γυναίκες αυτών είχον τά αυτά μέ τούς άνδρας ψυχικά προσόντα. Η μόνη εκπαίδευσις καί ανατροφή αμφοτέρων τών φύλων ήτον η αγάπη τής πατρίδος καί τής ελευθερίας καί τό κατά τών τυράννων μίσος.

Επειδή η χριστιανική τού Σουλίου φωλέα εις τά απρόσιτα εκείνα όρη ήτον ού μόνον απειλητική τις διαμαρτύρησις κατά τού οθωμανικού ζυγού, αλλά κατέστη καί άσυλο τών εν ταίς πεδιάσι καταπιεζομένων Χριστιανών, διά τούτο τό Διβάνιον (κυβέρνησις) ώφειλε διά παντός μέσου νά τήν καταστρέψη. Όθεν τώ 1732 διέταξε τόν Ιωαννίτην Χατσί Πασσάν νά εκστρατεύση μετά οκτώ χιλιάδων Οθωμανών κατά τού Σουλίου καί εξοντώση τούς κατοίκους αυτού. Αλλ' ο στρατός εκστρατεύσας κατά τού Σουλίου, ως διετάχθη, πλήν μή τολμήσας νά επιτεθή κατ' αυτού καίτοι πολυάριθμος επανέκαμψεν εις Ιωάννινα άπρακτος.

Τώ 1754 ο Μουσταφά πασσάς εξεστράτευσε κατά τού Σουλίου μέ απόφασιν τούτο μέν νά κατερημώση, τούς δέ κατοίκους εξανδραποδίση. Σουλιώτης Οι δέ Σουλιώται, μαθόντες τών κατ' αυτών απέλευσιν πολυάριθμου εχθρού, ουδόλως εταράχθησαν πεποιθόντες εις τήν ανδρείαν των. Όθεν δράξαντες τά όπλα καί καταβάντες από τάς ακρωρείας, αντιπαρετάχθησαν ανδρείως εις τάς υπωρείας τού όρους καί μάχης συγκροτηθείσης, ενίκησαν νίκην λαμπράν, αποδιώξαντες κακήν κακώς καί μετά μεγάλης ζημίας τόν εισελάσαντα εις τά σύνορα των αγέρωχον Μουσταφάν πασσάν, όστις κατησχυμένος διέχυσεν ο βάρβαρος τήν λύσσαν του κατά τών αθλίων Χριστιανών τών Ιωαννίνων, όντων ομοθρήσκων τών Σουλιωτών! Μόνον τών ανάνδρων καί τών τυράννων είνε ίδιον νά τιμωρώσι τούς αδυνάτους, τούς αθώους καί τούς αόπλους.

Τό Σούλι κατέστη προπύργιον, εν ώ ηδύναντο εκ τών καταδυναστευομένων εν ταίς πεδιάσι Χριστιανών νά καταφεύγωσιν οι θέλοντες. Παρήλθον πολλά έτη καθ' ά δέν ετόλμησαν οι διάφοροι σατράπαι τής Ηπείρου, ίνα εκστρατεύσωσι κατά τών Σουλιωτών.»

Τό Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)


Τό 1772, ο αγάς τού Μαργαριτίου, Σουλεϊμάν Τσάπαρη ή Τζαπάρκα, επιτέθηκε στούς Σουλιώτες μέ στρατό 9000 ανδρών. Οι Σουλιώτες είχαν ξεσηκωθεί μαζί μέ τούς Μωραΐτες, κατά τή διάρκεια τών ορλωφικών, δεδομένου ότι είχαν λάβει από απεσταλμένο τού Αλεξίου Ορλώφ αρκετά πολεμοφόδια. Ο Τσάπαρης ορκίστηκε ότι θά εξόντωνε τελείως τό Σούλι καί σέ συνεργασία μέ τό δερβέναγα τών Αγράφων Μάλιο Κοζίνα Τόσκα επιτέθηκε στά σουλιοτοχώρια καί κατάφερε νά καταλάβει τό Σούλι, ενώ οι Σουλιώτες απεσύρθησαν στή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα. Σέ μία αντεπίθεσή τους, οι Χριστιανοί μαχητές κατάφεραν νά νικήσουν τόν Τσάπαρη καί νά τόν αναγκάσουν νά υπογράψει ανακωχή.

«Τόν Σουλεμάν Τζαπάρην μέ χιλιάδας 9, μετά τού υιού του καί άλλων τεσσαράκοντα συμμάχων συνέλαβον ζώντας, διότι τό στρατόπεδον τών Τούρκων υπήρχε μέσα εις τό Σούλι, ο δέ στρατός ηττηθείς μακράν τού Σουλίου, μεταξύ Κιάφας καί Σαμωνίβας καί μή δυνηθείς νά επιστρέψει καί συσσωματωθή μετά τού στρατοπέδου, όπου ήσαν οι αγάδες, διεσκορπίσθη καί ετράπη εις φυγήν, διηρημένος εις μικρά σώματα, τήδε κακείσε.

Οι δέ αγάδες, μείναντες μετά τινών σωματοφυλάκων, εκλείσθησαν εις τόν εν τώ Σουλίω ναόν τού Αγίου Γεωργίου, διά νά αποφύγωσι τόν επικείμενον κίνδυνον. Αλλά κατά τό μεσονύκτιον αναβάντες εις τήν σκέπην τού ναού ο Δήμος Δράκος μετ' άλλων δύο, οπήν δέ ποιήσαντες επί τήν σκέπην, έρριψαν δι' αυτής εν τώ ναώ, σμήνος μελισσών. Μή δυνάμενοι νά υποφέρωσι αυτών τά κεντρίσματα, διαπραγματεύθησαν τήν ειρήνην καί δόντες λύτρα χιλίων φλωρίων, ζεριών λεγομένων, απελύθησαν».

Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου


Τό επόμενο έτος, ο ηγεμόνας τού Δελβίνου Κόκκα Πασάς μέ 4000 μαχητές επιτέθηκε μέ τήν σειρά του κατά τού Σουλίου, αλλά ηττήθηκε, όπως ηττήθηκε καί ο Μπεκίρ Πασάς πού ακολούθησε μέ 5000 πολεμιστές. Τήν ίδια τύχη είχε καί ο Χασάν Ιμπραήμ αγάς καί όλοι οι αγάδες καί οι πασάδες πού τόλμησαν νά αμφισβητήσουν τήν ανεξαρτησία τού Σουλίου. Δυστυχώς η αγραμματοσύνη τών Σουλιωτών ήταν αυτή πού δέν τούς επέτρεψε νά γράψουν γιά τήν ιστορία τού τόπου τους καί μόνο προφορικά διεσώθησαν οι μάχες πού έδωσαν, στερώντας μας έτσι από τίς λεπτομερείς αναφορές τών ιστορικών γεγονότων πού έζησαν οι προγονοί τους.

Η προφορική παράδοση τών Σουλιωτών είναι αυτή πού διαψεύδει τούς σύγχρονους "διανοούμενους" τών πανεπιστημίων τής Ελλάδος καί τής Τουρκίας, οι οποίοι προσπαθούν νά μάς πείσουν ότι μέχρι τήν γαλλική επανάσταση οι Χριστιανοί ζούσαν αρμονικά καί ειρηνικά μέ τούς μουσουλμάνους καί ότι οι Γάλλοι αστοί επηρέασαν τούς "ευτυχισμένους" ραγιάδες νά ξεσηκωθούν εναντίον τής "ανεκτικής" εξουσίας τού "αντιρατσιστή" καί "φιλεύσπλαχνου" σουλτάνου!

Ιωάννινα 1900



Αλή πασάς καί Σούλι

Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία εκπληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν Ήπειρο, τήν Αρβανιτιά, τή Μακεδονία, τή Θεσσαλία αλλά καί τή Ρωμιοσύνη ολάκερη. Αυτή η μορφή δέν ήταν άλλα από τόν Αλή πασά τόν Τεπελενλή, γνωστό καί ως τό λιοντάρι τής Ηπείρου. Ξεκίνησε πάμφτωχος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του αμέτρητους θησαυρούς. Ξεκίνησε άσημος καί κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες. Ξεκίνησε άστεγος καί κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια, γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους. Ο Αλής αναδείχθηκε σέ στρατιωτική ιδιοφυΐα αφού κατάφερε νά εκμηδενίσει όλους τούς εχθρούς του, ενώ όντας αγράμματος εξελίχθηκε σέ άριστο διπλωμάτη ξεγελώντας Γάλλους, Άγγλους καί Ρώσους πολιτικούς. Κατάφερε νά κλονίσει ακόμα καί τά θεμέλια τής οθωμανικής αυτοκρατορίας, αναγκάζοντας τόν σουλτάνο νά στείλει δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες γιά νά τόν αντιμετωπίσουν.

Όμως ο δρόμος του πρός τήν δόξα καί τά πλούτη ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στό Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων γιά τά θύματά του. Όταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν γύρω του, γιατί μέ αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τή θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού. Οι ταπεινοί υπήκοοί του έτρεμαν όταν τόν συναντούσαν καί γιά νά τόν κολακεύσουν τόν χαιρετούσαν κάπως έτσι:

«Υψηλώτατε, μεγαλοπρεπέστατε, ντεβλετλή, μερχαμετλή βεζήρ εφένδη μου, τήν υψηλότητά σου σκλαβικώς προσκυνώ, τόν μεγαλοδύναμον Θεόν παρακαλώ νά σού αυξάνη τό οτζάκι σου μέ ώλλα τά χαϊρλή μουράτια τής καρδιάς σου, αμήν.»

Από τά χαρέμια του είχαν περάσει χιλιάδες Ρωμιές καί όταν βαριόταν κάποια από αυτές τήν πάντρευε μέ τό ζόρι μέ κάποιον Γιαννιώτη. Άρνηση τού προξενιού ισοδυναμούσε μέ θάνατο.

(Τέτοια τέρατα γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα τό οποίο η κυβέρνηση τής Νέας Δημοκρατίας εξυμνεί μέσα από τά σχολικά βιβλία, μέ συμπαραστάτες τά άλλα δύο κόμματα πού έχουν δηλώσει πίστη στήν παγκοσμιοποίηση, τό ΠΑΣΟΚ τού Γιωργάκη καί τόν πραγματικό εξουσιαστή τής ελληνικής κοινωνίας, τό ΣΥΡΙΖΑ. Τέτοια θηρία γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα πού ο βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ (2012) Τατσόπουλος τό εξυμνεί γιά τήν οικονομική ανάπτυξη καί τήν πρόοδο πού έφερε στούς υπηκόους του!!! Επίσης, ο υμνητής τού Αλή πασά καί αριστερός βουλευτής τού ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι δέν υπήρχαν Έλληνες εκείνη τήν εποχή. Τό ελληνικό έθνος δημιουργήθηκε από τό τίποτα μετά τήν επανάσταση! Η Τουρκία δουλεύει καί δουλεύει σωστά.)

«Αίφνης τώ 1788 διορίζεται σατράπης τών Ιωαννίνων ανήρ, τού οποίου τό όνομα δι' αίματος ανθρωπίνου είνε εγκεχαραγμένον εις τά αιμοβαφή χρονικά τών τυράννων Οθωμανών. Ο ανήρ ούτος είνε ο διαβόητος διά τά κακουργήματά του Αλή πασσάς Τεπελενλής. Ο ανήρ ούτος υπερέβαινε πάντας τούς προκατόχους του κατά τήν θηριωδίαν, τήν δολιότητα καί τήν απάτην. Εν ενί λόγω ο ανήρ ούτος ήτο προικισμένος μ' όλα τά τών δαιμόνων προσόντα. Άμα εγκατασταθείς εν Ιωαννίνοις ο Αλής, πρώτον πάντων ενησχολήθη νά περιστείλη τάς επιδρομάς τών Σουλιωτών.

Ο Αλής, ει καί κάτοχος τής τέ Θεσσαλίας καί τής Ηπείρου, δέν εθεώρει όμως τήν κυριαρχίαν του ασφαλή, εν όσω οι Σουλιώται υπήρχον εν μέσω τής δούλης Ηπείρου ανεξάρτητοι. Διό καί έβλεπε μέ λύπην τήν ανεξαρτησία τού Σουλίου καί μέ λύσσαν τάς επιδρομάς τών κατοίκων αυτού.»

Τό Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)


Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά Αλή πασάς (1741 - 1822) 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι (βυζαντινό Βεράτιον) καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει 10000 άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως όχι τούς Αλβανούς μπέηδες, αλλά τό Σούλι.

«Μολονότι η δύναμις αύτη ήτο μεγάλη, αι ελπίδες τού Αλή δέν εβασίζοντο, ειμή εις τό μόνον σχέδιον του νά επιπέση αιφνιδίως κατά τών Σουλιωτών. Άμα τή αναχωρήσει λοιπόν, δέν εκοινοποίησε τόν αληθινόν αυτού σκοπόν, αλλά διέδωκε τήν φήμην ότι έμελλε νά προσβάλη τήν πόλιν Αργυρόκαστρον, οι μπέηδες τού οποίου είχον άλλοτε χρηματίσει εχθροί. Ενώ τούτο ήτο τό μελετώμενον σχέδιον, αυτός προσεπάθει νά αποκοιμίση τούς Σουλιώτας καί νά αφαιρέση μέρος τής ιδίας αυτών δυνάμεως, εγκωμιάζων τήν ανδρείαν αυτών, καί προσκαλών αυτούς ίνα συνεργασθώσι διά τήν εκστρατείαν, κατέφυγε δέ εις τό δι' επιστολής στρατήγημα.

"Φίλοι μου καπετάν Μπότσαρη καί καπετάν Τσαβέλλα, εγώ ο Αλή Πασάς σάς χαιρετώ καί σάς φιλώ τά μάτια.

Επειδή καί εγώ ξεύρω πολλά καλά τήν ανδραγαθίαν σας καί τήν παλληκαρίαν σας, μού φαίνεται νά έχω μεγάλην χρείαν από λόγου σας. Λοιπόν μή κάμετε αλλέως, αλλά ευθύς οπού λάβετε τήν γραφήν μου νά ελθήτε νά μέ εύρετε διά νά πάγω νά πολεμήσω τούς εχθρούς μου. Ο λουφές (μισθός) σας θέλει είναι διπλούς απ' όσον δίδω εις τούς Αρβανίτας, διατί καί η παλληκαριά σας ξεύρω πώς είνε μεγαλειτέρα από τήν ιδικήν τους."

"Εις τήν αφεντιά σου Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν.

Ελάβαμεν τό γράμμα σου καί εκαταλάβαμεν τά γραφόμενά σου. Λοιπόν σού στέλνομεν ιμντάτι (ενισχύσεις), όπου μάς ζητάς εβδομήντα παλληκάρια μέ τόν καπετάν Λάμπρον Τζαβέλλαν καί τόσοι είνε αρκετοί εις κάθε νίκην σου καί οι άλλοι μένουν εδώ εις τό Σούλι διά φύλαξίν του καί εις κάθε ενάντιο. Ταύτα καί καλή αντάμωσι νά μάς δώση ο Θεός."»

Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)


Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Aη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία τού Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τό Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά τού ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα τών Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιό του Φώτο, ενώθηκε μέ τίς δυνάμεις τού πασά στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλα καί αφού γλέντησαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ τών Τουρκαλβανών τού Αλή καί τών Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν νά αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες σφαίρες πού τού έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε.



Ο Αλής σίγουρος ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, ορκίστηκε "δέν θά μέ γλυτώσουν τά σκυλιά, θά τούς ψήσω ησαλάχ (Θεού θέλοντος) ζωντανούς σάν τόν Τσαούς πρίφτη (Χριστιανός από τό Χόρμοβο) γυναίκες καί παιδιά καί τό Σούλι θά τό κάμω σάν τό Χόρμοβο, χόρτο νά μή φυτρώση."

Οι Τουρκαλβανοί μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια αλλά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έβγαλε τόν Λάμπρο Τζαβέλα από τό μπουντρούμι καί τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα", αλλά φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τούς αδελφούς του.

«Αλή πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον. Είμ' εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέφτην σάν κι εσένα. Ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν αποθάνω. Κάποιοι Τούρκοι καθώς εσύ θέλουν ειπή ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ τό νά θυσιάσω τόν υιόν μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν. Αποκρίνομαι ότι εάν εσύ πάρεις τό βουνόν (Σούλι) θέλεις σκοτώσει καί τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον τής φαμελίας μου καί τούς συμπατριώτας μου.

Τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του. Αμμή άν νικήσωμεν θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα. Εάν ο υιός μου νέος καθώς είναι δέν μένη ευχαριστημένος ν' αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δέν είναι άξιος νά ζήση καί νά γνωρίζηται ως υιός μου. Προχώρησε λοιπόν, άπιστε. Είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ καί νά πιώ τό αίμα σου.

Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας»


Στίς 20 Ιουλίου 1792, ανήμερα τού Προφήτη Ηλία, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν καθ' υπόδειξη τού Γιώργου Μπότσαρη, εγκαταλείψει τό Σούλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν απρόσιτη Κιάφα. Σέ μία νυκτερινή τους έφοδο 300 Σουλιώτες επιτέθηκαν στή μεγάλη σκηνή πού είχε στήσει ο Αλής γιά νά παρακολουθεί τίς επιχειρήσεις καί λίγο έλλειψε νά τόν συλλάβουν. Ο Αλής όμως δέν βρισκόταν στή σκηνή, ειδοποιημένος από έναν προδότη γανωτή, πού είχε βρεθεί τυχαία στό Σούλι καί έμαθε γιά τό σχέδιο τών Σουλιωτών. Αλλά καί μόνο η παράτολμη αυτή ενέργεια τών Σουλιωτών νά τόν σκοτώσουν μέσα στή σκηνή του, κατατρόμαξε τόν τύραννο.

"Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ' ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό τού Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια τού Ομέρ Βρυώνη. Ώρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ' άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν νά κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, Λάμπρος καί Μόσχω Τζαβέλα η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά.

Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα τής Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πώς οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω τού Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή:

- Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά!"


Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου


Όταν σταμάτησαν γιά λίγο οι κρότοι τών όπλων τών δύο πλευρών, η γυναίκα τού Λάμπρου Τζαβέλα, η Μόσχω ανησύχησε καί έδωσε εντολή στίς υπόλοιπες γυναίκες νά επιτεθούν μέ τή σειρά τους στούς στρατιώτες τού Αλάχ. Η ξαφνική εμφάνιση τών Σουλιωτισσών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί παρέσυρε καί τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τό σώμα τού Γιώργη Μπότσαρη πού ήταν κρυμμένο πίσω από τά βράχια, βρέθηκε στά μετόπισθεν τού εχθρού μέ αποτέλεσμα οι Τουρκαλβανοί νά βρεθούν περικυκλωμένοι. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά σουλιώτικα βουνά. Πολλοί έπεφταν από τά βράχια γιά νά σωθούν από τά σουλιώτικα μαχαίρια. Οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς, ενώ τραυματίστηκε καί ο Λάμπρος Τζαβέλας. Μετά τή μάχη, οι Χριστιανοί μαχητές έφτιαξαν πυραμίδα μέ τά κεφάλια τών νεκρών μουσουλμάνων, ενώ τά κουφάρια τους τά πέταξαν στόν Αχέροντα.

Ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Μπαίνοντας στην πόλη διέταξε νά μείνουν κλειστά τά παράθυρα επί ποινή θανάτου γιά νά μήν δούν οι Γιαννιώτες τά άθλια απομεινάρια τού οθωμανικού στρατού. Γιά δεκαπέντε μέρες έμεινε απομονωμένος στό παλάτι του. Οι στρατιώτες του κατάκοποι κυνηγήθηκαν ως τά προάστεια τών Ιωαννίνων, όπου ο επίσκοπος τής πόλης πρότεινε στούς Σουλιώτες ειρήνη εξ ονόματος τού Αλή. Κατά τούς όρους τής ειρήνης όφειλε ο Αλής νά παραχωρήσει στούς Σουλιώτες όλη τήν περιοχή μέχρι τή Δερβίτσιανη έξι μίλια μακριά από τά Γιάννινα, νά επιστρέψει τούς αιχμαλώτους, μαζί μέ τόν Φώτο Τζαβέλα καί νά πληρώσει 1000 γρόσια για κάθε Τούρκο αιχμάλωτο.

«Τρία πουλάκια κάθονται στόν Άη Λιάν τήν ράχην,
τό 'να τηράϊ τά Γιάννινα, τ' άλλο τό Κακοσούλι
τό τρίτον τό καλλίτερο, μοιρολογά καί λέγει:

"Αρβανιτιά μαζώχθηκε, πάει στό Κακοσούλι.
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ΄πο κάτω από τό Σούλι
τό ΄να ΄ναι τού Μουχτάρ πασά, τ΄ άλλο τού Μετζομπόνου
τό τρίτο τό καλλίτερο είναι τού Σελιχτάρη.

Μιά παπαδιά τ΄ αγνάντεψε από ψιλή ραχούλα,
"Πού ΄στε τού Λάμπρου τά παιδιά, πού ΄στε οι Μποτσαραίοι!"

Αρβανιτιά μάς πλάκωσε, θέλει νά μάς σκλαβώσει,
ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δέν μάς κάνουν,
ας έρτουν πόλεμο νά ιδούν καί Σουλιωτών τουφέκια,
νά μάθουν Λάμπρου τό σπαθί, Μπότσαρη τό τουφέκι,
τ΄ άρματα τών Σουλιώτισσων, τής ξακουσμένης Χάιδως.

Κι ο Κουτσονίκας φώναξε από τό μετερίζι:

"Παιδιά σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντρειωμένα
γιατί έρχεται ο Μουχτάρ πασάς μέ δώδεκα χιλιάδες."

Ο πόλεμος αρχίνησε κι ανάψαν τά τουφέκια
τόν Ζέρβα καί τόν Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας,
"Παιδιά μ΄ ηρθ΄ ώρα τού σπαθιού, κι ας πάψη τό τουφέκι.
Κι όλ' έπιασαν καί σπάσανε τίς θήκες τών σπαθιών τους
τούς Τούρκους βάνουνε μπροστά, τούς βάνουν σάν κριάρια.

Άλλ΄ έφευγαν κι άλλ' έλεγαν "Πασά μου ανάθεμάσε!
μέγα κακό μάς έφερες τούτο τό καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, Σπαΐδες κι Αρβανίτες,
δέν είν΄ εδώ τό Χάρμοβο, δέν είν΄ η Λαμποβίτσα
εδώ ειν' τό Σούλι τό κακό, εδώ ειν΄ τό Κακοσούλι,
πού πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σάν τούς άντρες
πού πολεμάει η Μόσκω Τζαβέλαινα σάν άξιο παλικάρι."

Κι ο Μπότσαρης εφώναξε μέ τό σπαθί στό χέρι:
"Έλα πασά τί σκιάχτηκες καί φεύγεις μέ μενζίλια (έφιπποι ταχυδρόμοι).
Γύρισε εδώ στόν τόπο μας, στήν έρημη τή Κιάφα
εδώ νά στήσεις τό θρονί, νά γένης καί σουλτάνος.»

Δημοτικό τραγούδι


Ο Λάμπρος Τζαβέλας δέν άντεξε τόν τραυματισμό του καί πέθανε, αφήνοντας όμως στήν θέση του άξιο διάδοχο τόν γιό του Φώτο Τζαβέλα. Η εκλογή αυτή δυσαρέστησε τό γηραιότερο αρχηγό τής αντίπαλης φάρας, Γιώργο Μπότσαρη, στόν οποίο οφειλόταν τό σχέδιο τής σωτηρίας τού Σουλίου, τό καλοκαίρι τού 1792.

«Η εκλογή τού νέου Φώτου Τζαβέλλα ως αρχηγού τών Σουλιωτών επλήγωσε καιρίως τήν φιλοτιμίαν ανδρός, ουχί κατωτέρου τήν ισχύν καί τήν ανδρείαν τού Λάμπρου Τζαβέλλα, εγέννησε διχόνοιας καί εμφυλίους ταραχάς καί μετ' ου πολύ εγένετο πρόξενος καταστροφών. Ο Γεώργιος Μπότσαρης, ο σώσας τήν πατρίδα του διά τού ευφυούς στρατηγήματός του, ιδών προτιμηθέντα αυτού τόν νεανίσκον Φώτον Τζαβέλλαν δεκαεννεατή καί εξ άλλων αφορμών προηγουμένων κινηθείς, ανεχώρησεν εκ Σουλίου μετά τών οικείων καί μετέβη εις Βουλγαρέλι, χωρίον κείμενον παρά τούς πρόποδας τών Κιμερών ορέων (Τζουμέρκων).

Εντεύθεν δέ, δελεασθείς μετά τινα καιρόν, υπό υποσχέσεων τινών φίλων του μπέϊδων, μετέβη εις Ιωάννινα καί προσεκύνησε τόν άσπονδον εχθρόν τής πατρίδος του Αλή πασάν, όστις ανεκλάλητον χαράν εχάρη προσλαβών εις τήν υπηρεσίαν του τόν επισημότερον καί ανδρειότερον Σουλιώτην. Εκλεγείς αρχηγός τών Σουλιωτών ο Φώτος Τζαβέλας, ενόησεν αμέσως οποία ιερά χρέη τώ επέβαλλον οι τε αποθανόντες καί οι επιζώντες. Εξ εκείνης τής ημέρας ουδεμίαν είχεν άλλην φροντίδα, ειμή όπως δράξη ευνοϊκήν περίστασιν, ίνα εκδικήση τόν θάνατον τού πατρός του.»


Ιστορία τού Αλή πασά - Τρύφων Ευαγγελίδης (1896)


Τό 1797, ο Μέγας Ναπολέων ο Βοναπάρτης κατέλαβε από τούς Βενετούς τά Επτάνησα καί τίς πόλεις τής Ηπείρου Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα καί Βόνιτσα, καταλύοντας ταυτόχρονα τή Γαληνοτάτη Δημοκρατία τής Βενετίας (Serenisima Republica Veneta), ύστερα από 800 χρόνια ένδοξης ιστορίας. Ο Αλής, πού γνώριζε άριστα τήν ευρωπαϊκή διπλωματία, αρχικά έδειξε φιλικό πρόσωπο πρός τούς Γάλλους, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά αρπάξει τίς κτήσεις τους. Ο Ναπολέων επιθυμούσε τήν ενδυνάμωση τού Αλβανού πασά σάν ανάχωμα κατά τής οθωμανικής αυτοκρατορίας καί τόν παρότρυνε νά δημιουργήσει ακόμα καί δικό του στόλο.

Φυσικά ο πανούργος πασάς χρησιμοποίησε τά πλεονεκτήματα τής νέας του συμμαχίας γιά νά επιτεθεί στά χωριά πού ανήκαν στόν πασά τού Δελβίνου καί στόν πασά τού Βερατίου. Ακολούθησε εισβολή στήν Χειμάρρα, μέ επικεφαλής τόν περιβόητο Γιουσούφ Αράπη μέ τρείς χιλιάδες στρατό, ο οποίος επιτέθηκε τήν ώρα πού οι Έλληνες ήταν στίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τήν Ανάσταση.

"Ξημέρωνε Λαμπρή. Οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στίς εκκλησιές, γιορτάζανε τήν Ανάσταση τού Κυρίου. Ο Γιουσούφ Αράπης μοίρασε τούς Τουρκαλβανούς στά χωριά, ζώσανε τίς εκκλησίες, ορμήσανε μ' αλαλαγμούς καί γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τούς Χριστιανούς άντρες, γυναίκες, παιδιά, βάψανε πατώματα κι Άγιες Τράπεζες μέ τό αίμα τών πιστών. Υστερα πήγαν στά σπίτια κάνανε πλιάτσικο καί τά 'καψαν. Τρείς χιλιάδες μακελέψανε, από μία μεγάλη ελιά κρεμάσανε μιά φαμελιά μέ δεκατέσσερα πρόσωπα.

Τήν ώρα πού γυρίζανε οι βάρβαροι, μετά τό μακελειό στή Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης από τήν παραλία δεχτήκανε τόν στόλο τού Γιουσούφ. Είχε στολίσει τά καΐκια μέ τά κομμένα κεφάλια τών Χειμαρριωτών, αιμοστάλακτα καί απαίσια."

Σπύρος Μελάς - Τό λιοντάρι τής Ηπείρου


Ο Αλή πασάς γι' αυτό του τό μεγάλο "κατόρθωμα" δέχτηκε τίς ευχαριστίες τού σουλτάνου καί αμέσως μετά τόν κάλεσε νά επιτεθεί κατά τού πασά τού Βιδινίου Πασβάν Ογλού, τόν οποίο ήδη πολιορκούσαν εκατό χιλιάδες σουλτανικά στρατεύματα.

Ο Αλή Πασάς, στή λίμνη τού Βουθρωτού


Τό 1798, ο φοβερός Αλβανός επιτέθηκε εντελώς αιφνιδιαστικά στίς γαλλικές κτήσεις, κατετρόπωσε μέ τό ιππικό του, πού οδηγούσε ο γιός του ο Μουχτάρ, τούς Γάλλους καί τούς Έλληνες στήν μάχη τής Νικόπολης καί κατέλαβε τήν Πρέβεζα. Η πόλη παραδόθηκε στίς φλόγες ενώ γιά τρείς μέρες οι Τουρκαλβανοί έσφαζαν τούς άνδρες κατοίκους, λεηλατούσαν τίς περιουσίες τους καί βίαζαν τίς γυναίκες τους. Τά παιδιά τών οικογενειών τά μοιράστηκαν οι αγάδες, ενώ η τύχη τών αιχμαλώτων στρατιωτών ήταν ακόμα πιό φρικτή. Τούς υποχρέωσαν νά μπούν στήν σειρά καί νά περνούν ένας ένας από τό σπαθί τού δήμιου, τού Οσμάν Αράπη, ο οποίος μέ μία σπαθιά χώριζε τό κεφάλι από τό υπόλοιπο σώμα. Τά κεφάλια τά παστώσανε μέ αλάτι, διά τής βίας οι ίδιοι οι Γάλλοι αιχμάλωτοι, καί τά στείλανε στόν σουλτάνο, ο οποίος συνεχάρη τόν Αλή γιά τίς επιτυχίες του καί από τότε τόν ονόμαζε "ασλάνη" δηλαδή λεοντάρι, ενώ τόν τίμησε μέ τόν βαθμό "κιλίτζ καφτάν", ισάξιο μέ βεζίρη καί ανώτερο από όλους τούς άλλους πασάδες. Ακόμα καί ο Άγγλος ναύαρχος Νέλσων, ο οποίος εκείνη τήν εποχή περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος συνεχάρη τόν Αλή πασά γιά τή νίκη του κατά τών Γάλλων καί τήν άλωση τής Πρεβέζης.


Τό Σούλι έπεσε

Όμως ο μεγάλος πόθος τού Αλβανού ήταν τό Σούλι. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχε υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά τήν ξεπληρώσει μέ αίμα. Τόν Ιούνιο τού 1800, ο Αλής είχε μαζέψει 15000 διαλεκτό ασκέρι, διαδίδοντας τάχα ότι θά εκστρατεύσει κατά τών Γάλλων Φώτος Τζαβέλας στήν Αίγυπτο. Ήδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, αδυνατίζοντας τήν άμυνα τής πατρίδας του. Η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες τής φυλής μας, θά γίνονταν αργότερα οι αιτίες τής πτώσης τού Σουλίου.

Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τούς έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά υποτάξουν τούς γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο τού Ισλάμ, τούς άπιστους Σουλιώτες. Ο βεζύρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές. Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ 2000, έπιασε τό κάστρο τής Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ 3000 στρατοπέδευσαν στή Ζυρμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι τής Τσουκνίδας τού Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα.

«Ο Αλής επροσκάλεσε τούς σημαντικωτέρους καί ισχυροτέρους μπέϊδας καί αγάδας τής Ηπείρου εις τά Ιωάννινα καί τούς εξέφρασε τά εξής:

"Μπέϊδες καί Αγάδες πιστοί μωαμεθανοί! μάθετε ότι τό βασίλειόν μας πλησιάζει νά χαθή, επειδή τό περιτριγυρίζουν πολλοί εχθροί Φράγκοι, πρό πάντων δέ οι Μόσκοβοι καί Φραντζέζοι. Τότε όμως είναι ασφαλής η ανεξαρτησία μας όταν έχωμεν εις τάς χείρας τό Σούλι. Εάν θέλομεν τήν ζωήν μας καί τήν τιμήν μας πρέπει νά κάμωμεν όρκον μυστικόν εις τό όνομα τού Μωάμεθ καί νά ορμήσωμεν μέ ζήλον καί ανδρείαν νά κυριεύσωμεν τό Σούλι."

Μέ προθυμίαν καί συναίσθησιν ήκουσαν διά τού δερβίση τάς προφητείας τού κορανίου καί έκλιναν τήν κεφαλήν των λέγοντες ότι όλοι αληθινοί καί πιστοί μωαμεθανοί είναι καί ορκίζονται εις τό όνομα τού προφήτου νά κυριεύσωσι τό Σούλι.

Συναθροισθέντες άπαντες οι Σουλιώτες πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου, καί συσκεφθέντες αποφάσισαν από μικρού έως μεγάλου, ή νά νικήσωσιν ή ν'αποθάνωσιν υπέρ Πατρίδος, μιμούμενοι τούς πατέρας, πάππους, καί προσπάππους αυτών, ούτοι πάντες δέν ήσαν πλείονες των δύο χιλιάδων μαχητών, εξ ών οι σημαντικώτεροι ήσαν:

Φώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Τζήμας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Κωλέτζης Φωτομάρας, Πάσχος Λάλας, Βεΐκος Ζάρμπας, Θανάσης Πάνου, Κατζιμπέλης, Γεώργιος Μπούζμπος, Ζηγούρης Διαμαντής, Κωλέτζης Μαλάμου, Πανταζής Δότας, Αναστάσης Κάσκαρης, Κολιοδημήτρης, Αναστάσης Βάγιας, Γεώργιος Καραμπίνης, Κίτσος Πανταζής, Γιάννης Πεπόνης, Θανάσης Τζάκαλης, Μήτος Παπαγιάννης.

Τό τουρκικόν στράτευμα εστρατοπέδευσε τό εσπέρας εις Συστρούνι. Πληροφορηθέντες οι Σουλλιώται τόν σκοπόν τού πασά απεφάσισαν νά τόν ματαιώσωσιν ει δυνατόν μέ διακοσίων συμπολιτών δύναμιν, τής οποίας αρχηγοί υπήρχον ο Φώτος Τζαβέλλας, Γκόγκας Δαγκλής, Σκούμπος Δράκος, Κολιοδημήτρης, Κίτζος Πανομάρας, Πάσχος Λάλας καί Τζάλας. Ούτοι πάντες ενεδρεύσαντες τή ιδία νυκτί επό τό οχυρότερον πλησίον τού χωρίου μέρος, διέταξαν τό πρωΐ δύο συντρόφους βροντοφώνους νά ερωτήσωσι μακρόθεν τούς Τούρκους τί ζητούσιν εκεί. Παροξυνθέντες οι Τούρκοι ένεκεν τών τοιούτων τολμηρών ερωτήσεων, ώρμησαν νά τούς συλλάβωσι ζώντας.

Ο δέ αρχηγός αυτών Τουρκαλβανός Μουσταφά Ζηγούρης, έχων χιλίους τριακόσιους εκλεκτούς στρατιώτας υπό τήν οδηγίαν του, αφελκύσας τό ξίφος εφορμά ανυπερθέτως κατά τών δύο, τόν ακολουθεί συγχρόνως καί όλον τό σώμα διά τών συνήθων αλαλαγμών, απροσδοκήτως όμως εμπίπτει εις τήν ενέδραν τών Σουλλιωτών, όπου κατά πρώτον πυροβολισμόν φονεύονται εξ αυτών υπέρ τούς τριάκοντα εκτός τών τραυματιών. Τό στρατήγημα καί η συμβάσα φθορά πιθανόν νά μήν εξήρκουν διά τήν ασφάλειαν τής νίκης, εάν ο αρχηγός Φώτος Τζαβέλλας δέν επρολάμβανε νά φονεύση τόν στρατηγόν Ζηγούρην προπορευόμενον τών στρατιωτών καί εάν δέν εφώρμα μετά τήν πτώσιν του αμέσως κατά τών εχθρών, οι οποίοι διά τήν πικράν στέρησιν τού αρχηγού των, ετράπησαν εις φυγήν.»


Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου


Παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι από τούς Σουλιώτες. Στίς 9 Ιουνίου 1800, ο Φώτος Τζαβέλας σκότωσε τόν γενναίο Μουσταφά Ζυγούρη στό Σιστρούνι καί αφού τόν αποκεφάλισε έδειξε τό κεφάλι του στούς δικούς του, οι οποίοι ετράπησαν σέ άτακτη φυγή. Οι Σουλιώτες, αφού λαφυραγώγησαν τό εχθρικό στρατόπεδο καί χωρίς νά χάσουν ούτε έναν στρατιώτη, επανέκαμψαν τροπαιούχοι στό Σούλι, ψάλλοντας τά νικητήρια.

Ο Αλή πασάς, μόλις πληροφορήθηκε γιά τήν ήττα τού Σιστρουνίου, εξήλθε από τή Λίπα επικεφαλής 4000 Τουρκαλβανών καί πορευόμενος πρός τό Σιστρούνι συνάντησε τόν ηττηθέντα στρατό. Αφού ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, τούς αναδιοργάνωσε καί τούς οδήγησε αυτή τή φορά στή Βριτζάχα από όπου στίς 12 Ιουνίου εξαπέλυσε νέα επίθεση. Νόμιζε δέ ο Αλής ότι οι Σουλιώτες λίγα εικοσιτετράωρα μετά τήν νίκη στό Σιστρούνι, δέν θα περίμεναν μία νέα επίθεση. Πράγματι, οι Σουλιώτες δέν ήλπιζαν σε συγκέντρωση τού εχθρικού στρατού, αλλά ευτυχώς γι' αυτούς τούς ειδοποίησε ο Ισλαμπέης τής Παραμυθιάς.

Ο Ισλαμπέης υπήρξε φίλος τών Σουλιωτών, αλλά είχε συμμετάσχει στήν εκστρατεία εναντίον τους, από τό φόβο καί μόνο τού Αλή πασά. Μέ μία επιστολή πληροφόρησε τόν βλάμη του Φώτο Τζαβέλα για τό σχέδιο τού πανούργου Αλή, προτρέποντάς τον γιά μεταμεσονύκτιο γιουρούσι στό εχθρικό στρατόπεδο.

"Βλάμη σέ χαιρετώ. Εμαζοχθήκαμε όλοι εδώ εις τήν Βιρτζάκαν, όπου είμαι καί εγώ μέ τούς ιδικούς μου, καθώς ξέρεις, ήρθε χθές καί ο Βεζύρης καί πρόσταξε αύριο τό πουρνό, πουρνό νά κάμουν όλοι μαζή γιουρούσι κατεπάνω σας. Λοιπόν ανοίξετε τά μάτια σας νά μήν χαθήτε καί η αφεντιά σας καθώς χαθήκαμεν καί μείς. Νά πάρης τούς εδικούς σου καί τά μεσάνυκτα νά κάμης γιουρούσι εξαφνικά εις τά ταμπούρια μας πού όλοι κοιμούνται."

Πράγματι, ο Φώτος Τζαβέλας μέ 300 Σουλιώτες πλησίασε αθόρυβα μέσα στή βροχερή νύκτα στό εχθρικό στρατόπεδο. Οι Σουλιώτες αφού μαχαίρωσαν τούς σκοπούς όρμησαν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια στίς σκηνές πού κοιμόντουσαν αμέριμνοι οι μουσουλμάνοι καί τούς αποδεκάτισαν. "Σουλιώτετ, Σουλιώτετ, ώ βελέζερ" (Σουλιώτες, Σουλιώτες, ξυπνήστε ω αδελφοί!). Οι έντρομοι Οθωμανοί εγκατέλειψαν τό στρατόπεδό τους. Πολύτιμα λάφυρα, ζώα, πολεμοφόδια καί πλήθος αιχμαλώτων ήταν τά τρόπαια τής νίκης τών Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν τρείς νεκρούς καί επτά τραυματίες, μεταξύ τών οποίων καί ο οπλαρχηγός Πανομάρας.

«Φθάσας ο Αλής εις Λίπαν μέ τήν λύσσαν εις τήν καρδίαν καί τήν αισχύνην εις τό πρόσωπον, μόλις ηδυνήθη νά συναθροίση τά λείψανα τού εν μέρει καταστραφέντος, εν μέρει λειποτακτήσαντος καί εν μέρει τήδε κακείσε διασκορπισθέντος στρατού του.

Άπαντες οι Αλβανοί εξεφράσθησαν πρός τόν Αλή ότι δέν είχον τού λοιπού διάθεσιν νά κινδυνεύσωσι μαχόμενοι πρός ανθρώπους, οι οποίοι ούτε κοιμώνται, ούτε κουράζονται, ούτε χορταίνουν σφάζοντες Τούρκους, διό απαρνηθέντες καί μισθούς καί αξιώματα τόν παρεκάλεσαν ίνα τοίς δώση τήν άδειαν, όπως επανακάμψωσιν εις τάς οικογενείας των.

Απελπισθείς ο Αλής περί επανορθώσεως τής δευτέρας ταύτης ήττης μετά τήν αγόρευσιν αυτού καί τού δερβίση εις τόν μικροψυχήσαντα στρατόν, απεφάσισεν εξ ανάγκης ο ίδιος μέν νά επιστρέψη άπρακτος καί ηττημένος εις Ιωάννινα, τόν δέ υιόν του Μουχτάρην ν' αφήση αρχηγόν τού στρατού, ίνα κατέχη διαφόρους οχυράς θέσεις εις τά πέριξ τού Σουλίου καί πύργους ισχυρούς ν' αναγείρη, όσον ένεστι πλησιέστερον τών Σουλιωτών καί διά εντόνου αποκλεισμού καταναγκάση τόν ακαταδάμαστον εκείνον λαόν ίνα καταθέση τά όπλα του.

Φθάσας δέ ο Αλής εις Ιωάννινα, απέστειλεν αμέσως εις τόν υιόν του Μουχτάρην υπέρ τούς τρισχιλίους κτίστας Χριστιανούς πρός ανέγερσιν τών πύργων. Καί όμως ένεκα τής τών εργατών πληθύος, ήτις ηύξανεν οσημέραι καί τής βαρείας μάστιγος αυθαιρέτου εξουσίας οι πύργοι ανηγέρθησαν, δώδεκα τόν αριθμόν, εις διάφορα χωρία δηλαδή εις Παρεχάτι, Τζεκουράτι, Γλυκύ, Συρίτσανα, Βίλλια, Ζύρμη, Σιστρούνι, Λιβικίστα κτλ απέχοντες τού Σουλίου κύκλω από δύο σχεδόν μέχρι πέντε ωρών.»


Τό Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)


Ο Αλής έζωσε τό Σούλι μέ τούς πύργους του, ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους. Κάλεσε καί τόν πασά τού Βερατίου Ιμπραήμ νά τόν ενισχύσει καί αυτός απέστειλε σώμα δύο χιλιάδων ανδρών. Αμέσως τριακόσιοι Σουλιώτες πήγαν νά προϋπαντήσουν τούς Αλβανούς τού Ιμπραήμ μέ κεφαλές τούς Φώτο Τζαβέλα, Γκόγκα Δαγκλή, Νάσση Φωτομάρα, Κωλέτζη Μαλάμου καί Θανάση Βάγια. Η μάχη υπήρξε σκληρή καί πολύωρη καί ο Φώτος τραυματίστηκε βαρύτατα. Έγινε τότε μάχη γύρω από τόν τραυματισμένο καπετάνιο καί οι Τουρκαλβανοί προσπάθησαν μέ λύσσα νά πάρουν τόν Φώτο καί νά πάνε τό κεφάλι του στόν Αλή πασά, γνωρίζοντας τήν μεγάλη αμοιβή πού θά τούς περίμενε. Ο Φώτος παρακάλεσε τόν αδελφό του Γιώργο νά τού κόψει αυτός τό κεφάλι γιά νά μήν πέσει στά χέρια τών εχθρών.

Τελικά μόλις έπεσε η νύχτα οι Σουλιώτες κατάφεραν νά σώσουν τόν αρχηγό τους καί νά τόν μεταφέρουν στό Σούλι όπου έκανε τέσσερεις μήνες γιά νά συνέλθει από τόν τραυματισμό του. Οι χειμώνες τού 1801 καί τού 1802 αποδείχτηκαν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί τό κρύο τούς θέρισε, ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουν τόν αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι από τήν Πάργα. Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά τών πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα. Λάμπρος Τζαβέλας Ο βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τή λακωνική καί ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν:

"Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μάς δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ' αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς τής γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου."

Τό 1803 η κατάσταση τών Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη (πατέρα τού Μάρκου) νά πάει στό Σούλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή τού σχεδίου από τούς συμπατριώτες του καί κυρίως από τούς Κουτσονίκα καί Πήλιο Γούση, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από τό Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερώντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους.



Τήν αρχηγία τώρα τών στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος γιός τού βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι (ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια τής Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα). Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά τής Ηπείρου.

Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα τού προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύχτα στόν Βελή καί τού ζήτησε 9000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 Σεπτεμβρίου 1803. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν Άγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρό φρούριο τής Αγίας Παρασκευής, πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κήρυκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους.

Ζάλογγο 1803


Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης τού Σουλίου, ο Φώτος Τζαβέλας αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 Δεκεμβρίου 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του τήν περίφημη Χάιδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά της μέ τά δακτυλίδια τών Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη. Σέ αυτή τή μάχη οι μουσουλμάνοι άν καί είχαν επικεφαλής τούς δερβίσηδες γιά νά τούς εμψυχώνουν (Μπιτά, μπιτά ώ τρίμμα) δέν κατάφεραν νά φτάσουν στά ταμπούρια τών Σουλιωτών. Είχαν περίπου 700 νεκρούς καί ο Αμπάζ Τεπελένα παρακάλεσε τόν Αλή νά κάνη νισάφι τόν ανθό τού στρατεύματός του στό καταραμένο Κούγκι.

"Μή προσκυνάτε, βρέ παιδιά.
Ραγιάδες μή γενήτε
Είναι ο Φώτος ζωντανός,
πασιά δέν προσκυνάει
πασιά έχει ο Φώτος τό σπαθί.
βεζύρη τό τουφέκι.

Μές 'ς τή Φραγκιά τόν 'ξώρισαν.
Κ' εις όλα τά ρηγάτα.
Βρ' ανάθεμά σας, Βότζαρη.
καί σύ, βρέ Κουτζονίκα.
Μέ τή δουλειά πού κάματε
Τούτο τό καλοκαίρι,
Πού μπάσατε Βελή Πασιά
Μέσα 'ς τό Κακοσούλι."

«Ο Πήλιος Γούσης εκ τής φυλής τών Μπουσπάτων παρουσιασθείς τήν νύκτα εις τόν στρατάρχην Βελήν εζήτησε παρ' αυτού πρώτον τήν απελευθέρωσιν ενός γαμβρού του εν ειρκτή υπάρχοντος μετά τών εικοσιτεσσάρων ομήρων, δεύτερον εννέα χιλιάδων γροσίων ανταμοιβήν περί τής απολαβής τού Σουλίου.

Τήν χαρμόσυνον ταύτην τής κατακτήσεως τού Σουλίου αγγελίαν λαβών δι' εκτάκτου ταχυδρόμου ο βεζύρης διέταξεν αμέσως κήρυκας νά τήν δημοσιεύσωσιν εφ' όλην τήν πόλιν, νά υποχρεώσωσι τούς τε πολίτας καί ξένους άπαντας νά πυροβολούσιν όλην τήν ημέραν, τήν δέ νύκτα νά γίνη φωτοχυσία εις τε τάς οικίας καί αγυιάς.

Μολονότι οι μείναντες Σουλλιώται ανήγειραν λαμπράς νίκης τρόπαια, πάλιν δέν ήσαν όλα ταύτα ικανά νά τούς ωφελήσωσι πραγματικώς, καθότι η ελάττωσις τών συμπολιτών, η έλλειψις τροφών, η στέρησις ύδατος, η στενή πολιορκία, η ματαία ελπίς εξωτερικής τινός επικουρίας ηνάγκασαν αυτούς νά συσκέπτωνται καί φροντίζωσι μόνον καί μόνον περί τής σωτηρίας τών γυναικοπαίδων.

Τήν επαύριον λαβόντες τούς ομήρους, τά αναγκαία φορτηγά ζώα, διευθύνθησαν πρός τήν Πάργαν αποσπαθέντες από τάς αγκάλας τής γλυκειάς πατρίδος καί συνοδευόμενοι καθ' οδόν υπό κοπετών καί θερμών δακρύων ο Δήμος Δράκος, Φώτος Τζαβέλας, Τζήμας Ζέρβας, Γκόγκας Δαγκλής επορεύθησαν εις τήν Πάργαν, ο Κίτσος Βότζαρης, Κουτζονίκας, Κωλέτζης Φωτομάρας καί Παλάσκας διαβιβάσθσαν οι μέν εις Βουλγαρέλι, οι δέ εις τό Ζάλογγον, ο ιερομόναχος Σαμουήλ μείνας μετά πέντε μόνον Σουλιωτών παρέδιδε κατά τήν συμφωνίαν όσα πολεμοφόδια υπήρχον εις τό φρούριο.

Καθ' ήν όμως στιγμήν εγίνετο η παράδοσις εις εκ τών τριών απεσταλμένων Τούρκων είπε πρός τόν Σαμουήλ:

- "Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγηρε θά σέ κάμη ο βεζύρης οπόταν σέ βάλη εις τό χέρι;"

- "Δέν είναι άξιος ο βεζύρης, νά πιάση άνθρωπον όστις γνωρίζει καί τόν δρόμον τού θανάτου".

Εξελθόντων τούτων τών λόγων εκ τού στόματος του μόλις παρήλθον δέκα λεπτά τής ώρας καί ήναψεν η πυρίτις, η οποία κατεύκασεν καί τούς απεσταλμένους καί δύο Σουλιώτες καί τόν ίδιον τόν Σαμουήλ.»


Περραιβός Χριστόφορος - Ιστορία τού Σουλίου


Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζύρη καί τόν γιό του Βελή, ότι δέν θά τούς παρενοχλούσαν, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκεμβρίου 1803. Οι φάλαγγες τής εξόδου ήταν τρείς. Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα. Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο (πατέρα τού Μάρκου) καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο. Ξαφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι, παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία.



Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αλβανοί του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα, αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς, κατάφεραν τελικά νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο όμως φάλαγγες τών Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα τών Μποτσαραίων τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια, έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού. 'Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη τού βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Όταν οι βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε, αλλά η θύμησή τους δέν θά σκεπαστεί καί δέν πρέπει νά σκεπαστεί, όσο καί άν προσπαθήσουν οι σύγχρονοι αντιρατσιστές νοσταλγοί τής οθωμανοκρατίας καί οπαδοί τού πολυπολιτισμού. (Φαντάζομαι η αριστερή Ρεπούση σέ μία κυβέρνηση Ν.Δ. νά γράφει σέ σχολικό βιβλίο γιά τούς χορούς καί τά γλέντια πού έκαναν οι Χριστιανοί τήν εποχή τής τουρκοκρατίας).

«Χορός τού Ζαλόγγου

Έχε γειά καημένε κόσμε, έχε γειά γλυκιά ζωή
κι εσύ δύστυχη πατρίδα έχε γειά παντοτινή.

Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες.

Οι Σουλιώτισσες δέν μάθαν γιά νά ζούνε μοναχά
ξέρουνε καί νά πεθαίνουν νά μήν στέργουν τήν σκλαβιά.

Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
Στή στεριά δέν ζεί τό ψάρι, ουδ' ανθός στήν αμμουδιά
καί οι Σουλιώτισσες δέν ζούνε δίχως τήν ελευθεριά.

Έχετε γειά βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες
έχετε γειά βρυσούλες κι εσείς Σουλιωτοπούλες.»



Αντίστοιχη ήταν καί η μοίρα όσων κινήθηκαν κατά τήν Πρέβεζα. Οι Τουρκαλβανοί τούς πρόλαβαν καί τούς επιτέθηκαν στή Ρηνιάσα. Ανάμεσα στούς Σουλιώτες ήταν η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργη Μπότση, η οποία μαζί μέ τίς κόρες της, τίς νύφες της καί τά εγγόνια της, ένδεκα συνολικά, πρόλαβε νά κλειστεί στόν Κουλά τής οικογένειάς της (κουλάς σημαίνει πύργος στά τούρκικα). Οι γυναίκες πολέμησαν σάν άνδρες τόν εχθρό, ο οποίος όμως πάτησε τόν πύργο. Η γριά Δέσπω μόλις είδε τόν πρώτο αλλόθρησκο, έριξε τό δαυλί στό μπαρούτι καί έγινε τραγούδι.

«Κουλάς τού Δημουλά

Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σέ γάμο ρίχνονται, μήνα σέ χαροκόπι;
Μηδέ σέ γάμο ρίχνονται, μηδέ σέ χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο μέ νύφες καί μ' αγγόνια.
Αρβανιτιά τήν πλάκωσε στού Δημουλά τόν πύργο.

- Γιώργαινα, ρίξε τ' άρματα, δέν είναι δώ τό Σούλι.
Εδώ 'σαι σκλάβα τού πασά, σκλάβα τών Αρβανίτων.
- Τό Σούλι κι' άν προσκύνησε κι' άν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω στό χέρι άρπαξε, κόρες καί νύφες κράζει:
- Σκλάβες Τουρκών μή ζήσουμε παιδιά μαζί μ' ελάτε!
καί τά φυσέκια τ' άναψε κι' όλες φωτιά γινήκαν.»



Τά μαρτύρια όμως τών Μποτσαραίων δέν τελείωσαν ακόμα. Περί τά τέλη Δεκεμβρίου τού έτους 1803 αναχώρησαν από τό Βουργαρέλι πρός τήν Βρεστενίτσα χίλιοι περίπου Σουλιώτες, υπό τήν αρχηγία τών αδελφών Κίτσου καί Νότη Μπότσαρη ενώ συγχρόνως απέστειλαν στά Γιάννενα τόν Παλάσκα νά διαμαρτυρηθεί στόν Αλή Πασά. Ήθελαν έτσι από τή μιά μεριά νά κερδίσουν χρόνο καί από τήν άλλη νά έλθουν σέ συνεννόηση μέ τόν Αλή γιά νά μπορέσουν νά απομακρυνθούν ανενόχλητοι από την Ήπειρο. Ο Αλή Πασάς απάντησε στόν Παλάσκα ότι αγνοούσε τά γεγονότα, τόν διαβεβαίωσε ότι θα τιμωρήσει τούς ενόχους καί τόν προέτρεψε νά πείσει τούς Σουλιώτες νά μεταβούν στά Γιάννενα όπου κανένα κίνδυνο δέν θα διέτρεχαν. Συγχρόνως όμως διέταξε τόν Άγο Μουχουρδάρη καί τόν Μπεκήρ Τζογαδούρο νά ετοιμάσουν σώμα από 5000 Αλβανούς γιά νά καταδιώξουν τούς Σουλιώτες.

Ο Κίτσος Μπότσαρης αποφάσισε νά οχυρωθεί στήν Μονή Σέλτσου. Η περιοχή τού Σέλτσου είναι οχυρή θέση, αλλά έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα αφού στερείται έξοδο διαφυγής. Μπορεί νά μετατραπεί σέ παγίδα γιά τούς αμυνόμενους. Αφού οι Σουλιώτες συγκέντρωσαν τρόφιμα καί ζωοτροφές από τίς γύρω περιοχές, εγκατέστησαν τά γυναικόπαιδα στά κελιά τής μονής. Έξω από τό μοναστήρι κατασκεύασαν τρία οχυρά. Στό μοναστήρι μαζί μέ τούς Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν καί κάτοικοι τού Ραδοβιζίου μέ αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός τών Σουλιωτών νά φτάσει τούς 1400. Απ' αυτούς, ένοπλοι άνδρες καί γυναίκες ήταν περίπου 500.

Στίς 12 Ιανουαρίου 1804, οι οχυρωμένοι στή Μονή Σέλτσου Σουλιώτες περικυκλώθηκαν από 8000 Τουρκαλβανούς υπό τούς Μπεκήρ Τζογαδούρο, Άγο Μπουχουρδάρη, καί Βέλη Πασά καί τόν αρματολό Κώστα Πουλή τών Τζουμέρκων. Μετά από μικρή προετοιμασία τριών ημερών, ακολούθησε η πρώτη επίθεση τών Τουρκαλβανών, η οποία αποκρούσθηκε από τούς οχυρωμένους στήν Μονή τού Σέλτσου Σουλιώτες, πού πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση. Τόν κύριο όγκο τής επίθεσης δέχθηκε τό πρώτο οχυρό. Οι Σουλιώτες τού φυλακίου αυτού έμπηξαν στό μέρος εκείνο, τό σύμβολο τής πίστεως γιά τήν οποία πολεμούν, ένα Σταυρό.

Ολόκληρο τό χειμώνα τού 1804 οι Σουλιώτες έμειναν στενά αποκλεισμένοι στό μοναστήρι τού Σέλτσου. Στίς 20 Απριλίου ο Αλή Πασάς έστειλε νέες ενισχύσεις καί μέ επιστολή του παρήγγειλε στούς στρατηγούς του νά ξεπαστρέψουν μιά φούχτα κατσικοκλέφτες όπως τούς αποκαλούσε. Τήν επόμενη μέρα, μετά από τρίμηνη πολιορκία καί προδοσία τού Γιώργου Κύργιου, ανιψιού τού Ζίκου Μίχου, μία ομάδα από 3000 μουσουλμάνους εισέβαλε στό χώρο τού μοναστηριού. Στή μάχη πού ακολούθησε καί γενικεύτηκε μέ τή συμμετοχή καί άλλων Τουρκαλβανών, πολλοί Σουλιώτες σκοτώθηκαν, άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν καί άλλοι, κυρίως γυναικόπαιδα, γιά νά μήν πέσουν στά χέρια τών εχθρών γκρεμίστηκαν σέ βάραθρο 300 μέτρων, αφήνοντας τά κορμιά τους στόν Ασπροπόταμο, αναδεικνύοντας έτσι τό μοναστήρι τού Σέλτσου σέ νέο Ζάλογγο.

«Ο Κήτσος Μπότσαρης καί ο Κουτσονίκας ετέθησαν επί κεφαλής τής εις Ζάλογγον τραπείσης μοίρας. Μετά δέ τήν τραγικωτάτην αυτοκτονίαν τών παίδων καί τών γυναικών αίτινες χορεύουσαι εκρημνίζοντο εις τό βάραθρον, ο Κήτσος Μπότσαρης συναθροίσας τούς μαχίμους περί τούς οκτακοσίους διεσώθη μαχόμενος ως λέων μόλις μετά εκατόν πεντήκοντα εις Βουλγαρέλι, παραλαβών δέ καί τούς πρότερον εκεί εκπατρισθέντες απήλθεν εις Άγραφα.

Προσβληθείς δέ καί υπό τών εκεί πεντακοσίων Αλβανών διεσώθη μόλις μετά πεντακοσίων πέντε ανδρών καί μίας γυναικός εις Πύργον. Τότε αιχμαλωτίσθη ο υιός τού Κήτσου Κώστας. Τότε αιχμαλωτίσθη καί σύμπασα η επόλοιπος ιδία οικογένεια τού Κήτσου. Η δέ γυνή τού Νώτη τρωθείσα καιρίως, μετεφέρθη επί τών ώμων τής θυγατρός της μέχρις αποτόμου βράχου τού Αχελώου, βλέπουσα δέ η θυγάτηρ εγγύτατα τόν κίνδυνον νά ζωγρηθή υπό Αλβανού, έσπρωξε τήν μητέρα εις τόν ποταμόν καί συγκατάπεσεν.

Ο Νώτης Μπότσαρης ζωγρηθείς επέμφθη εις Ιωάννινα. Μόλις ιαθέντων τών τραυμάτων, επέμφθη δέσμιος εις τό φρούριον τής Κλεισούρας, ίνα φυλάσσηται εκεί ασφαλέστερον. Κατορθώσας νά προμηθευθή μικράν μάχαιραν μετεσχημάτισεν αυτήν εις ρινίον. Δι' αυτού ερρίνησε μέν πρότερν τά σιδηρά δεσμά, αλλά δέν τά απέκοψε, ρινήσας δέ καί τά κλείθρα τής θύρας τού δεσμωτηρίου, διέρρηξεν αμφότερα εν ασελίνω νυκτί. Εξελθών τής φυλακής εκρεμάσθη διά τής ζώνης του από τάς επάλξεις τού φρουρίου, ελαττώσας ούτω κατά τι τό ύψος, εφ' ού έμελλε νά πέση, έκοψε τήν ζώνην καί έπεσεν εκτός.»


Βίοι Παράλληλοι Τόμος Η' - Αναστασίου Γούδα (1876)


Ο Γιάννης Μπότσαρης σκοτώθηκε, ενώ ο πατέρας του Νότης αιχμαλωτίσθηκε μισοπεθαμένος από τίς λαβωματιές. Ακολούθησαν στιγμές φρίκης καθώς οι Τούρκοι χυμούσαν νά αρπάξουν τά γυναικόπαιδα. Η εικοσάχρονη Λένω, κόρη τού Νότη, στήν όχθη τού Ασπροποτάμου (Αχελώου), σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο πού τήν άρπαξε, ενώ μέ τόν δεύτερο Τούρκο βούτηξε μέσα στό ποτάμι καί δέν ξαναφάνηκε. Από τότε τό μέρος εκείνο έμεινε μέ τό όνομα: "Τό πήδημα τής καπετάνισσας."

«Πέντε Τούρκοι τήν κυνηγούν, πέντε Τζοχανταραίοι.
Τούρκοι γιά μήν παιδεύεστε, μήν έρχεστε σιμά μου,
σέρνω φουσέκια στήν ποδιά καί βόλια στίς μπαλάσκες.

Κόρη γιά ρίξε τ΄ άρματα, γλύτωσε τή ζωή σου.
Τί λέτε μωρ΄ παλιότουρκοι καί σείς παλιοζαγάρια;
Εγώ 'μαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή τού Γιάννη,
που 'καμε τήν αρβανιτιά καί ντύθηκε στά μαύρα»




Ο Κίτσος Μπότσαρης μαζί μέ τόν γιό του Μάρκο αφού πολέμησαν τούς εχθρούς, γλίτωσαν σέ μία σπηλιά κρυμμένοι. Η σπηλιά αργότερα έμεινε γνωστή μέ τό όνομα "Σπηλιά τού Κίτσου Μπότσαρη". Μέτα από πολλές περιπέτειες, πατέρας καί υιός έφθασαν στήν Πάργα όπου ενώθηκαν μέ τούς υπόλοιπους Σουλιώτες.


Σούλι καί Επανάσταση

Οι Σουλιώτες διωγμένοι από τή γή τους υπηρέτησαν ως εξόριστοι στά στρατιωτικά σώματα τών κατόχων τών νήσων τού Ιονίου πελάγους. Αρχικώς τών Ρώσων, κατόπιν τών Γάλλων καί εν συνεχεία τών Άγγλων, διατηρώντας έτσι τό αξιόμαχο τής στρατιωτικής τους δύναμης. Στίς παραμονές τής επανάστασης τού 1821 οι Σουλιώτες αποτελούσαν τήν καλύτερη πολεμική δύναμη πού διέθεταν οι υπόδουλοι Χριστιανοί γιά τόν αγώνα τής ανεξαρτησίας τους.

Η ευκαιρία γιά τήν επάνοδο στήν πατρογονική τους εστία, υπήρξε ο πόλεμος πού εξαπέλυσε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β' κατά τού αποστάτη (φιρμανλή) Αλή πασά τών Ιωαννίνων, τόν Σεπτέμβριο τού 1820. Ο Αλής γιά νά εξευμενίσει τόν σουλτάνο τού έστειλε έκθεση μέ όλες τίς συνωμοτικές κινήσεις τών Ρωμηών, αλλά δέν έγινε πιστευτός από τήν Υψηλή Πύλη. Ο σουλτάνος ζήτησε από τόν Ισμαήλ Πασόμπεη τήν κεφαλή τού Αλή καί σέ αντάλλαγμα τού έδωσε τό πασαλίκι τής Ηπείρου.

Ο υποναύαρχος τού τουρκικού στόλου πού περιέπλεε τό Ιόνιο Πέλαγος ήρθε σέ συνεννόηση μέ τούς αρχηγούς τών Σουλιωτών καί τούς υποσχέθηκε ότι θά τούς επέτρεπε νά επιστρέψουν στά σπίτια τους σέ περίπτωση πού ένωναν τίς δυνάμεις τους μέ τά σουλτανικά στρατεύματα εναντίον τού αποστάτη Αλή. Οι οπλαρχηγοί δέν δίστασαν καθόλου νά απαντήσουν καταφατικά καί ύστερα από δεκαεπτά χρόνια εξορίας οι πρώτοι 300 Σουλιώτες, μέ αρχηγό τόν αδελφό τού Κίτσου Νότη Μπότσαρη, πάτησαν πάλι τά χώματα τής Ηπείρου. Αμέσως κατευθύνθηκαν στά Ιωάννινα γιά νά συναντήσουν τόν εκπρόσωπο τού σουλτάνου Ισμαήλ Πασόμπεη.

Ιωάννινα 1821


Οι Σουλιώτες ζήτησαν από τόν νέο διοικητή νά διώξει τούς Λιάπηδες πού τούς είχαν αρπάξει τά σπίτια καί νά εγκατασταθούν αυτοί στό Σούλι, όπως είχαν συμφωνήσει καί μετά νά αρχίσουν τίς επιχειρήσεις κατά τού Αλή. Ο Ισμαήλ πασάς μέ ευγενικό τρόπο τούς αρνήθηκε καί αυτό ήταν αρκετό γιά τούς Σουλιώτες νά είναι δύσπιστοι σέ αυτόν. Όταν τέλος έμαθαν από έναν Τούρκο ότι ο Ισμαήλ ετοίμαζε τήν εξόντωσή τους, - "διά τούς γκιαούρηδας μόνον σίδηρα καί ξύλον έχει ο σουλτάνος" - άρχισαν μυστικές συνομιλίες μέ τόν Αλή πασά.

Ο Μάρκος Μπότσαρης συνάντησε τόν Αλή πασά, ο οποίος τόν υποδέχτηκε μέ μεγάλες τιμές καί φιλοφρονήσεις καί μάλιστα τόν αποκάλεσε καί γιό του. Ο Αλής πλέον ένιωθε απελπιστικά μόνος. Είχε εγκαταλειφθεί από τούς πάντες. Όχι μόνο οι πιό πιστοί του στρατηγοί τόν είχαν παρατήσει, όπως ήταν ο Ομέρ Βρυώνης, ο Ταχήρ Αμπάζης, ο Δερβίς Χασάν καί ο Μπεκίρ Τζογαδόρος, αλλά καί τά ίδια του τά παιδιά Μουχτάρ καί Βελής είχαν αποσκιρτήσει στά σουλτανικά στρατεύματα.

Στίς 6 Δεκεμβρίου 1820, οι Σουλιώτες έχοντας τή σχετική διαταγή τού Αλή πασά κατευθύνθηκαν πρός τό Σούλι γιά νά τό παραλάβουν. Έφτασαν στό χωριό Βαριάδες όπου υπήρχε μεγάλος οχυρωματικός πύργος. Ο Γκέκας φρούραρχος όμως δέν τούς τόν παρέδωσε καί τόν κατέλαβαν μέ δόλο. Αυτή η πράξη σύμφωνα μέ τόν Λάμπρο Κουτσονίκα θεωρείται η πρώτη επαναστατική πράξη τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία.

«Οι Σουλιώται μετά τήν άλωσιν τού οχυρώματος τού χωρίου Βαριάδες μετέβησαν αμέσως εις τήν πρωτεύουσα τής επαρχίας τό Σούλιον τό οποίον ως ερρέθη είχε συνοικισθή εκ χιλιών οικογενειών Λιάπηδων Οθωμανών, τούς οποίους επολιόρκησαν στενώς καί τούς επρότειναν ν' αναχωρήσωσι τής πατρώας τών Σουλιωτών γής καί νά υπάγωσιν εις τήν πατρίδα των, αλλ' ούτοι ευχαριστηθέντες ενταύθα αντέτειναν.

Οι Σουλιώται λαβόντες τήν είδησιν από τούς προσκόπους των, ότι οι γείτονες αυτών Τσάμηδες διαταχθέντες παρά τού σερασκέρη εσυγκεντρώθησαν αμέσως καί ήρχοντο εν μεγάλω σώματι κατ' αυτών. Παραιτήσαντες πολλά ολίγους εις τήν πολιορκίαν τών Λιάπηδων, άπαντες οι λοιποί μετέβησαν απέναντι τών εχθρών τούτων, μετά τών οποίων κατά πρώτον ήρχισαν αρκετόν ακροβολισμόν, όστις ακολούθως εγένετο μάχη πεισματώδης καί αιματηρά διαρκέσασα επί δύο ώρας, εις ήν νικηθέντες οι εχθροί ετράπησαν εις φυγήν, τούς οποίους εκυνήγησαν οι Σουλιώται ως αγέλην ζώων.

Μετά τήν κατά τών Τσάμηδων νίκην οι Σουλιώτες επέστρεψαν καί επολιόρκησαν στενότερα τού Λιάπηδες, τούς οποίους μετά οκταήμερον πολιορκίαν τούς υποχρέωσαν ν' αναχωρήσωσιν τής πατρίδος των. Μετά τήν ανάκτησιν τού Σουλίου τής πολυπαθούς αυτών πατρίδος, τοίς έμεινε τό οχυρόν φρούριον τής Κιάφας, τό οποίον εφρούρει μέν εις άνθρωπος τού Αλή Πασσά Μουρτοτζάλης λεγόμενος.»


Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό τού Σουλιώτου Λάμπρου Κουτσονίκα (1863)


Στίς 12 Δεκεμβρίου 1820, οι Σουλιώτες έδιωξαν τούς Λιάπηδες εποίκους πού είχαν καταλάβει τά σπίτια τους καί έγιναν πάλι κύριοι τού Σουλίου, μέ εξαίρεση τό οχυρό τής Κιάφας, τό οποίο θά έπαιρναν από τόν φρούραρχο Μουρτοτζάλη λίγο αργότερα. Ο σουλτάνος εξοργισμένος μέ αυτή τήν εξέλιξη θεώρησε αποκλειστικό υπεύθυνο τόν Ισμαήλ Πασόμπεη καί τόν απείλησε μέ τήν ζωή του άν δέν εξόντωνε τούς γκιαούρηδες (άπιστους) εντός λίγων εβδομάδων. Ο Πασόμπεης έστειλ δύο τμήματα στρατού νά περικυκλώσουν τό Σούλι. Τό πρώτο σώμα τό αποτελούσνα 8000 Τσάμηδες υπό τόν Πρόνιο καί τό δεύτερο 7000 Τουρκαλβανοί υπό τόν Άγο Βάσαρη. Από εκείνη τή στιγμή οι Αρβανίτες τουρκοφάγοι αετοί τής Ηπείρου επιδόθηκαν σέ έναν ανελέητο αγώνα αμύνης προκειμένου νά κρατήσουν τό βουνό τους απόρθητο, αυτή τή φορά όχι από τόν Αλή τών Ιωαννίνων αλλά από τά σουλτανικά στρατεύματα. Ήρωάς τους αυτή τή φορά θά αναδεικνυόταν ο Μάρκος Μπότσαρης.

Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε γεννηθεί στό Σούλι τό έτος 1790 καί ήταν γιός τού Κίτσου Μπότσαρη, ο οποίος έγινε αρχηγός τών Μποτσαραίων, μετά από τόν θάνατο τού μεγαλύτερου αδελφού του Τούσια Μπότσαρη. Αδελφός τού Κίτσου ήταν ο Νότης Μπότσαρης. Παππούς τού Μάρκου ήταν ο πολέμαρχος Γιώργης Μπότσαρης πού είχε πάρει τήν ολέθρια απόφαση παλαιότερα, νά αποσύρει τήν φάρα του από τό Σούλι, λόγω τής αντιζηλίας του μέ τόν Φώτο Τζαβέλα.

Στήν εφηβική του ηλικία ο Μάρκος είχε ζήσει τόν αποδεκατισμό τής οικογενείας του στό βυζαντινό μοναστήρι τού Σέλτσου. Από εκεί, διαφεύγοντας μόλις τήν αιχμαλωσία καί κρυμμένος επί ημέρες μέ τόν πατέρα του Κίτσο, κατόρθωσε νά διασωθεί καί νά καταφύγει στήν Πάργα καί από εκεί στούς Κορφούς (Κέρκυρα). Στίς πολεμικές επιχειρήσεις τών γαλλικών στρατευμάτων, εναντίον τών Άγγλων, ο Μάρκος, ως μισθοφόρος, επέδειξε πολύ γρήγορα τά ηγετικά καί πολεμικά του προσόντα, οι δέ Γάλλοι εκτιμώντας τον, τόν προήγαγαν σέ ηλικία 22 ετών, στόν βαθμό τού ταγματάρχη. Μετά τήν ήττα τού Ναπολέοντα καί τήν αποχώρηση τών Γάλλων από τά Ιόνια νησιά κατά τό έτος 1814, ο Μάρκος Μπότσαρης παρέμεινε στήν Κέρκυρα, όπου καί νυμφεύθηκε τή Χρυσούλα Καλόγερου (θυγατέρα τού οπλαρχηγού Χριστάκη Καλόγερου), από τήν Πρέβεζα. Έκαναν μαζί τόν Δημήτριο καί δύο κόρες, τήν Βασιλική καί τήν Αικατερίνη. Η Αικατερίνη αργότερα θά έμενε γνωστή μέ τό όνομα Ρόζα, από ένα τριαντάφυλλο πού θά τής χάριζε ο βασιλιάς Όθωνας, ως ένδειξη θαυμασμού γιά τήν ομορφιά της.

«Ο Μάρκος Μπότσαρης εγεννήθη εν Σουλίω τώ 1790. Γράμματα μέν εκ παιδικής ηλικίας ή δέν εδιδάχθη παντάπασιν ή ολίγιστα, μόνον απλή ανάγνωσιν καί γραφήν υπό τού Σαμουήλ, εδιδάχθη όμως υπ' αυτού εξ απαλών ονύχαν (από πολύ μικρός) τήν ευσέβειαν καί τό πρός τούς Τούρκους άσπονδον μίσος. Πολλά δέ έτη διατρίψας εν Κερκύρα καί φύσιν έχων δεξιάν χωρίς νά απομάθη ουδεμίαν τών αρετών τών Σουλιωτών, εδιδάχθη όμως πολλάς άλλας εκ τε τών Κερκυραίων καί εκ τών κατεχόντων τότε τήν Επτάνησον Γάλλων.

Γνωστού δέ γενομένου τότε ότι εξ Άρτης έμελλον νά πεμφθώσιν εις Ιωάννινα τροφαί καί πολεμοφόδια αφιχθέντα διά θαλάσσης εις Σαλαχώραν καί συνοδευόμενα υπό διακοσίων ιππέων Οθωμανών λαμβάνει διακόσιους εκλεκτούς Σουλιώτας ο Μάρκος πετά ως αετός, ελλοχεύει εις Κομψάδας, φονεύει τούς πλείστους τών ιππέων, αρπάζει καί πέμπει εις Σούλι διά τών αυτών μάλιστα υποζυγιών καί αγωγιατών άπαντα τά κομιζόμενα, πετά αμέσως αυθημερόν εις Πέντε Πηγάδια, τά καταλαμβάνει καί ούτως διακόπτει τήν συγκοινωνίαν μεταξύ Ιωαννίνων καί Άρτης.

Μαθόντες τούτο οι εν Ιωαννίνοις ετοιμάζουσι διά μεγίστης σπουδής καί μυστικότητος στρατειών εκ πεντακισχιλίων εκλεκτών Αλβανών καί εκστρατεύουσι νύκτωρ κρύφα, ελπίζοντες νά προκαταλάβωσιν ανέτοιμον τόν Μάρκον. Αλλ' ούτος, ειδοποιηθείς, εκλείσθη μετ' ολίγων μόνον εν τώ φρουρίω, τούς δέ λοιπούς έπεμψε νά ελλοχεύσωσιν ένθεν καί ένθεν τής εισόδου τών στενωμάτων, παραγγείλας αυτοίς νά μή ενοχλήσωσι τελείως τούς προχωρούντας εχθρούς.

Ότε δέ ούτοι έφθασαν εις τό χάνι νομίζοντες ότι ουδείς εν αυτώ υπάρχει, τινές μέν προσεπάθουν νά αναβώσι διά κλιμάκων, άλλοι δέ νά θράυσωσι τάς θύρας καί οι δερβίσαι νά εξορμώσι τούς πιστούς κατά τών απίστων. Τότε οι έγκλειστοι, εκκενώσαντες διά μιάς τά φονικά όπλα των κατά τών εχθρών καί δόντες τό σύνθημα τής επιθέσεως, ώρμισαν ξιφήρεις. Τότε δή οι μέν Τούρκοι εφώναζον "γιαούρ γκιλιδή!" (ήρθαν οι άπιστοι), ούτοι δέ έσφαζον αδιακόπως. Εν τή μάχη ταύτη έπεσαν διακόσιοι ογδοήκοντα Τούρκοι καί δέκα μόνον Σουλιώται. Συνέλεξαν δέ οι νικηταί χίλια πεντακόσια όπλα καί ηθέλησαν νά στήσωσιν καί τρόπαιον εκ τών κεφαλών τών εχθρών, αλλ' ο Μάρκος τούς απηγόρευσεν, αρκεσθείς μόνον εις δέησιν πρός τόν Ύψιστον.»


Βίοι Παράλληλοι τών επί τής Αναγεννήσεως τής Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών υπό Αναστασίου Γούδα (1871)


Ο νεότατος Μάρκος διέπρεψε στίς μάχες κατά τών μουσουλμάνων. Ήταν άδολος καί αγνός στήν ψυχή καί πολύ μετριόφρων. Κάποτε ο Αλή πασάς είχε πεί στόν αδελφό του Μάρκου, Κώστα Μπότσαρη, ότι "αυτός ο σιωπηλός θά φάει πολλή Τουρκιά". Ήταν από εκείνους τούς Σουλιώτες πού είχε συλλάβει τήν ιδέα τής συμμαχίας Ρωμηών καί Αλβανών εναντίων τών κατακτητών Οθωμανών καί έτσι είχε τήν ιδέα νά συντάξει "Λεξικό τής Ρωμαίικης και τής Αρβανίτικης", γιά νά φέρει πιό κοντά τούς δύο σκλαβωμένους λαούς.

«Εισελθών εις Σούλιον ο Περραιβός εξωμολογήθη τόν μέγαν σκοπόν τού Έθνους καί τάς οποίας σταθεράς ελπίδας τρέφει πρός αυτούς. Η κατά τάς Ιονικάς Νήσους εικοσαετής συναναστροφή μετ' αυτών τού Περραιβού, η συγγένεια, καλή αρμονία, ομόνοια καί υπόληψις υπερίσχυσαν εις τάς ψυχάς τών Σουλιωτών.

Η θέσις τών Σουλιωτών ήτο πολλά διαφορετική αφ' ότι ηδύναντο νά ήναι εις άλλα μέρη τής Ελλάδος καί διά νά φυλάξωσι μέν τήν ύπαρξίν των, απολαύσωσι δέ καί τήν μερικήν των πατρίδα, εβιάσθησαν νά συμμαχήσωσι μέ τόν παλαιόν εχθρόν τής πατρίδος των καί νά μάχωνται υπέρ αυτού κατά τό φαινόμενον.

Μολονότι ήσαν φίλοι τού Αλή πασά ο Άγο Μουχουρδάρης καί Ταχίρ Αμπάζης, έπεμψε δέ μετ' αυτών εις τό Σούλιον καί τόν επιστήιον του Αλέξιον Νούτσον. Αυτόν επολιτεύετο κατ' ιδίαν ο Περραιβός μέ τούς πλέον γλυκείς τρόπους, επιβεβαιών πάντοτε τά συμφέροντα τού Αλή πασά σύμφωνα καί αδιαίρετα μέ τά τού Έθνους. Πρός δέ τούς Σουλιώτας εκφράζετο τ' αληθή τής πατρίδος συμφέροντα.»


Απομνημονεύματα πολεμικά συγγραφέντα παρά τού Χριστοφόρου Περραιβού (1836)


Ο Χριστόφορος Περραιβός ήταν αυτός πού μύησε τούς Σουλιώτες στήν πανελλήνια προσπάθεια απαλλαγής τού έθνους μας από τήν οθωμανική τυραννία καί προσπαθούσε νά πείσει τόν Αλή πασά ότι Αρβανίτες καί Ρωμηοί είχαν συμμαχήσει κάτω από τήν δική του αρχηγία μέ σκοπό τήν ανεξαρτησία τους. Όσο δυνάμωνε ο Αλής τόσο φούντωνε η επανάσταση τών Χριστιανών κατά τών μουσουλμάνων τυράννων καί αυτό τό γνώριζε τόσο ο Περραιβός όσο καί οι Σουλιώτες. Ο Περραιβός είχε στείλει επιστολή στόν Αλή πασά διαβεβαιώνοντάς τον γιά τήν στήριξη πού τού παρείχαν οι επαναστάτες καί ο Αλή πασάς τού απάντησε μέ τό ακόλουθο μήνυμα:

«Ακριβέ μου φίλε!

Έγνων εφεξής τά όσα μοί επισημειοίς περί τών τρεχόντων, περί ών μ' επληροφόρησεν ιδιαιτέρως καί ο ιδικός μου Αλέξης Νούτσος εις έκτασιν. Μοί γράφεις δέ νά στέκωμαι μέ τήν συνήθη μεγαλοψυχίαν μου. Όσον κατά τούτο, εγώ νομίζω ότι έως τώρα δέν άφησα υπόλοιπον. Κάθε κίνημά μου ωδηγήθη από τόν ζήλον τής απολυτρώσεως τούτου τού δυστυχούς γένους, δι' ήν αιτίαν καί ευρίσκομαι ήδη πολιορκημένος εδώ.

Μέ λύπην μου όμως βλέπω, ότι από τό μέρος των δέν γίνεται η απαιτουμένη εις τάς χρείας επιμέλεια. Εγώ μέ όλα τά μακρά γηρατειά μου πρό ολίγου τοίς έδωκα εμπράκτως τό παράδειγμα τού Λεωνίδα, όπου σχεδόν μέ 1500 στρατιώτας, εκυρίευσα τάς δυνατωτέρας προφυλακάς τών εχθρών από τάς χείρας τοσούτων χιλιάδων καί άν ήθελε μιμηθούν καί αυτοί ταυτοχρόνως τό παράδειγμά μου, ώς απόγονοι εκείνων τών οποίων καυχώνται νά ήναι, πρό πολλού οι εχθροί ήθελε διασκορπισθούν κακήν κακώς.

Τώρα λοιπόν ελπίζω μέ τόν ερχομόν σου νά γνωρίσουν τό συμφέρον τους καί νά φανώσι δραστικότεροι, καθώς τό καλεί η παρούσα κοινή ανάγκη.»


6 Απριλίου 1821, Αλή πασσάς - Κάστρο τών Ιωαννίνων


Στίς 18 Απριλίου 1821, έγινε η μάχη στό κάστρο τής Μπογόρτσας (Άσσος Θεσπρωτικού). Οι Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Μάρκο Μπότσαρη, Νότη Μπότσαρη καί Γεώργιο Δράκο πολέμησαν 500 Τουρκομακεδόνες. Η μάχη έγινε μέσα στή βροχή καί κράτησε ένα μερόνυκτο. Οι Σουλιώτες άφησαν στό πεδίο τής μάχης 11 νεκρούς, ενώ οι μουσουλμάνοι περισσότερους από 50. Ακολούθησαν οι νίκες στή Λέλοβα (Θεσπρωτικό), στούς Βαρυάδες (Βαργιάδες), στά Πέντε Πηγάδια, στό Τόσκεσι καί στά Δερβίζιανα, όπου πολεμούσαν από κοινού οι Αλβανοί τού Αλή πασά μαζί μέ τούς Σουλιώτες εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων τού αρχιστράτηγου Χουρσίτ πασά. Ο Χουρσίτ πασάς ήδη από τόν Ιανουάριο τού 1821 είχε πάρει τήν θέση τού Ισμαήλ πασά, τόν οποίο ο σουλτάνος αρχικά έστειλε στήν εξορία καί τελικά αποκεφάλισε.

«Μάχη στά Πέντε Πηγάδια - 27 Ιουλίου 1821

Ενεκρίθη παρά τών Σουλιωτών καί συμμάχων νά λάβη υπό τήν οδηγίαν του ο Άγο Μουχουρδάρης πεντακόσιους Τουρκαλβανούς καί διακόσιους Σουλιώτας ο Γεώργιος Δράκος καί μ' αυτήν τήν δύναμιν νά υπάγωσιν, όσον τάχος, νά προκαταλάβωσι τήν νύκτα τά Πέντε Πηγάδια, πρίν οι εχθροί νά διαβώσιν, διότι εις εκείνο τό στενόν εδύναντο νά ματαιώσωσι τά σχέδια τού εχθρού καί όχι εις άλλην θέσιν, μέ τό νά είχεν ικανόν ιππικόν ο εχθρός καί ούτως εξετέλεσαν μέ προθυμίαν καί δραστηριότητα οι ρηθέντες αρχηγοί τό εγκριθέν σχέδιον καί τύχη αγαθή προκατέλαβον τά Πέντε Πηγάδια διά τήν αμέλειαν τών εχθρών, διότι πρό μιάς ημέρας είχε σταλή διαταγή από τόν αρχιστράτηγον τών Ιωαννίνων καί πληρεξούσιον όλης τής Ελλάδος Βεζήρ Χουρσίτ Αχμέτ πασάν πρός τόν εις Άρταν Σουλεϊμάν πασάν, διά νά εξαποστείλη 800 στρατιώτας υπ΄ οδηγίαν ενός εμπειροπόλεμου αρχηγού καί προκαταλάβη τό στενόν τών Πηγαδίων.

Κατά τήν τρίτην ώραν τής νυκτός έφθασαν οι 800 πλησίον τού στενού, αλλ' η διά τόν κόπον τής οδοιπορίας ή αδιαφορίαν ή φόβον, μήπως οι Σουλιώται προκατέλαβαν τό στενόν καί πέσωσιν εις κίνδυνον, ενέκριναν νά στρατοπεδεύσωσιν ενός μιλλίου μακράν τού στενού καί τήν αυγήν νά έμβωσιν καί τό κρατήσωσιν εωσού διαβώσι τά εξ Ιωαννίνων στρατεύματα.

Κατά τήν εβδόμην ώραν τής νυκτός έφθασαν καί οι Σουλιώται μετά τών συμμάχων καί προέπεμψαν πέντε στρατιώτας νά εξιχνιάσωσι τό στενόν, υποπτευόμενοι τινά ενέδραν τών υπεναντίων. Ως ούν είδον αυτό ελεύθερον, εισήλθον 500 υπ΄οδηγίαν τού Γεωργίου Δράκου, 200 δέ έμειναν αντικρύ εις τό πλάγιον μέ τόν Άγο Μουχουρδάρην, ώστε χρείας τυχούσης, νά δώση τήν αυγήν βοήθειαν, εξ' ων οι 150 ήσαν Τουρκαλβανοί, οι δέ λοιποί Σουλιώται.

Μόλις ο ήλιος είχεν εξαπλώσει τάς ακτίνας του εις τάς κορυφάς τών βουνών καί οι 800 ξυπνήσαντες διευθύνοντο εις τό στενόν χωρίς τινα προφύλαξιν, νομίζοντες τό ελεύθερον. Ο Δράκος ιδών αυτούς μακρόθεν, διέταξε νά τούς αφήσουν νά εισέλθωσιν όσον τό δυνατόν πλησίον, ώστε νά δοκιμάσωσιν αισθαντικοτέραν τήν ζημίαν. Τούς είδεν από τό πλάγιον καί ο Μουχουρδάρης καί ητοιμάζετο νά τούς κτυπήση από τά όπισθεν, αλλ' εκαιροφυλάχθη νά ιδή πρώτον τήν συμπλοκήν.

Μόλις εισήλθεν εις τά μέσα τού στενού η εμπροσθοφυλακή, διά νά καταλάβη τάς αναγκαίας θέσεις καί απροσδοκήτως εύρεν άλλους εις αυτάς, οι οποίοι άρχισαν εκ συμφώνου νά τούς φονεύσωσιν. Εκείνοι οπισθοδρομούντες μετά τρόπου, εφώναζον "Σουλιώται, Σουλιώται!". Ο δέ Μουχουρδάρης παρευθύς ώρμησεν από τά όπισθεν κατ' αυτών.»


Απομνημονεύματα πολεμικά συγγραφέντα παρά τού Χριστοφόρου Περραιβού (1836)





Μάχη τής Άρτας (13 Νοεμβρίου 1821)

Η συμμαχία τών Σουλιωτών μέ τούς Τουρκαλβανούς τού Αλή, υπήρξε τό καλύτερο δυνατό ξεκίνημα γιά τήν επανάσταση στή Δυτική Ελλάδα. Ο νέος αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς δέν κατάφερε νά πάρει τούς Σουλιώτες μέ τό μέρος του. Εν τώ μεταξύ, νοτιότερα, οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί καταλάμβαναν τή μία πόλη μετά τήν άλλη. Ο αρχηγός τής Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης είχε ευχηθεί γι' αυτήν τήν εξέλιξη καί είχε γράψει στόν Κολοκοτρώνη:

"Νά είναι οι καπετάνιοι μονοιασμένοι καί νά συνάζουν πολεμοφόδια, όσο μπορούν περισσότερα. Νά κτυπούν μαζί μέ τόν Αλή πασά τά σουλτανικά στρατεύματα καί νά προσποιούνται πώς πολεμούν γι' αυτόν, αλλά στήν πραγματικότητα νά ελευθερώνουν καί νά οχυρώνουν τούς ελληνικούς τόπους".

Τόν Σεπτέμβριο τού 1821, οι αλλεπάλληλες απόπειρες τού Τούρκου βεζύρη νά διασπάσει τήν άμυνα τών Ελλήνων αρματολών καί νά κινήσει τά στρατεύματά του πρός τό νότο, έμειναν χωρίς αποτέλεσμα. Οι οπλαρχηγοί Γώγος Μπακόλας, Κατσικογιάννης, Γιαννάκης Ράγκος, Ανδρέας Ίσκος, Δημοτσέλιος, Φώτος Σκαλτσογιάννης κράτησαν τίς θέσεις τους στή Λαγκάδα, στήν Παληοκούλιαν, στό Κομπότι, στόν Σταυρό Τζουμέρκων καί στό Πέτα, όπου πήρε καί τό βάπτισμα τού πυρός ο μετέπειτα στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης.

«Ο Σουλτάνος διόρισε τόν Χουρσίτ πασσά αρχιστράτηγον μέ πολλούς πασιάδες νά πολιορκήσουνε τόν Αλήπασια καί γιόμωσαν τά Γιάννενα καί η Άρτα Τούρκους καί Αρβανίτες καί άρπαγους καί παραλυμένους πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς, πήραν καί μίαν δούλα τού πατριώτη μου καί ήθελαν νά τού πάρουν καί τήν γυναίκα του. Ήταν ωραία καί θα τήν έπαιρνε ένας πασσάς οπού ήταν εις τήν Άρτα, τόν έλεγαν Χασάν πασιά κακός άνθρωπος, αυτός καί ένας, τόν έλεγαν Μπαμπά πασιά, αφάνισαν τήν τιμή καί πλούτη τών ανθρώπων. Αυτός ο Μπαμπά πασιάς έπιασε τόν πατριώτη μου κ' εμένα καί μάς φυλάκωσε καί γύρευε νά μάς χαλάση, καί μέ πολλές πλερωμές οπού 'καμε ο πατριώτης μου σωθήκαμε.

Τό Μεγάλο Σαββάτο τήν νύκτα, ξημερώνοντας Λαμπρή, πήγα εις Άρτα, αντάμωσα τούς δικούς μας, τούς είπα τά τρέχοντα. Φέραν καί τά κεφάλια τών Πατρινών εκεί, νά τά πάνε τού Χουρσίτ πασσά. (Μετά τήν σφαγή πού έκανε στήν Πάτρα ο Γιουσούφ πασάς). Τότε πιάνουν κ' εμένα ως χαΐνην (αντάρτη) τού σουλτάνου, οπού ήμουν εις Μωριά, μέ πάνε εις τό κάστρο τής Άρτας. Μού περνούνε σίδερα εις τά ποδάρια καί άλλους παιδεμούς, νά μαρτυρήσω τό μυστικόν. Εβδομήντα πέντε μέρες παιδεμούς. Μάς πάνε είκοσι έξι ανθρώπους νά μάς κρεμάσουνε καί ο Θεός γλύτωσε μόνον εμένα. Ήταν Βονιτζάνοι καί απ' άλλα μέρη καί τούς κρέμασαν όλους 'σ τό παζάρι.

Διά νά μέ ξετάξουνε ακόμα καί νά τούς μαρτυρήσω τό βίον (περιουσία) μου, μέ γύρισαν οπίσω, από τήν καταδίκη εις τόν πασιά καί μέ ξέταζε διά τό δικό μου βίον καί τού πατριώτη μου. Με πήγαν πίσω εις τό κάστρο, άλλη βολά νά μέ χαλάσουνε, καί μ' έβαλαν 'σ ένα μπουντρούμι. Και ήμαστε εκατόν ογδόντα άνθρωποι καί ήταν σάπιο ψωμί μέσα καί μαγαρίζαμε απάνου 'σ τό ψωμί, ότι αλλού δέν είχαμε τόπον. Καί η ακαθαρσία εκείνη καί τά χνώτα έκαναν μίαν βρώμα, οπού δέν είναι 'σ τήν γής άλλη χειρότερη. Καί από τήν κλειδωνότρυπα τής πόρτας βαίναμε τή μύτη μας καί παίρναμε αγέρα. καί μό' 'ριχναν εμένα ξύλο καί παιδεμούς πλήθος, καί αφού πήγαν νά μέ χαλάσουνε. καί από τά κτυπήματα επρίστηκε τό σώμα μου καί καντήλιασε και ήμουν εις θάνατο. Έταξα αρκετά χρήματα ενού Αρβανίτη νά βγώ νά μέ ιδή γιατρός καί νά πάρω καί γιατρικά καί τά χρήματα. Μού δίνει έναν Τούρκον νά πάμε εις τό σπίτι μου.

Αφού πήγαμε μέσα εις τήν Άρτα, μιά ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις τό κονάκι τού μπέγη καί όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες νά τόν ιδούν. Τού λέγω τού μπέγη διά τήν γυναίκα τού πατριώτη μου, οπού θά τήν πάρη ο Χασάνπασιας. Μιλεί τών πασσάδων κι' αλλουνών, οτζάκια τής Αρβανιτιάς, τούς λέγει:

- "Πασσάδες καί μπέηδες, θά χαθούμε. Θά χαθούμε!" ο μπέγης τούς λέει, "ότι ετούτος ο πόλεμος δέν είναι μήτε μέ τόν Μόσκοβον, μήτε μέ τόν Εγγλέζο, μήτε μέ τόν Φραντζέζο. Αδικήσαμεν τόν ραγιά καί από πλούτη καί από τιμή καί τόν αφανίσαμε καί μαύρισαν τά μάτια του καί μάς σήκωσε ντουφέκι. Καί ο σουλτάνος τό γομάρι δέν ξέρει τί τού γίνεται τόν γελάνε εκείνοι οπού τόν τριγυρίζουν. Καί η αρχή είναι τούτη, οπού θα χαθή τό βασίλειόν μας. Πλερώνομε βαριά νά βρούμε προδότη καί δέν στέκει τρόπος νά μαρτυρήση κανένας τό μυστικόν, νά μάθωμε μόνος του ο ραγιάς μάς πολεμεί ή καί οι Δυνάμες. Δι' αυτό πλερώνομε καί παλουκώνουμε καί σκοτώνομε καί αλήθεια ποτέ δέν μάθαμε."

Αφού τούς είπε πολλά ο μπέγης από αυτά, τούς λέγει ύστερα πώς ο σουλτάνος στέλνει πασιάδες τούς πλέον παντίδους καί γύμνωσαν τόν κόσμο καί τού πήραν καί τίς γυναίκες (εννοεί τά ξένα στρατεύματα). Αυτείνοι θά φύγουν διά τόν τόπο τους κ' εμείς θά μείνωμεν εδώ. Τότε έπιασε καί διά τήν γυναίκα τού πατριώτη μου, πώς γυρεύει νά τήν πάρη ο πασσάς. Καί τότε όλοι μέ μίαν φωνή είπανε καί πήγανε καί τήν πήραν από 'κεί οπού τήν είχε καί τήν πήγαν εις τό αγγλικόν κονσολάτο νά είναι φυλαμένη.

Σεπτεμβρίου 11 οι Τούρκοι τής Άρτας μάθαν ότ' ήμαστε ολίγοι εις τού Πέτα καί μία μεγάλη δύναμη θά 'ρχονταν άξαφνα τήν αυγή μπονόρα νά μάς χαλάση. Ο Δεσπότης τής Άρτας μάς παράγγειλε αυτό, καί μάς βάνει οληνύχτα ο Γώγος Μπάκολας καί μεράζει τού κάθε ενού τό ταμπούρι του καί τό φκιάσαμε. Η θέση τού Πέτα είναι πολλά εκτεταμένη καί αδύνατη σέ πολλές μεριές. Ξημέρωσαν νύχτα οι Τούρκοι ήφεραν καί κανόνια. Τότε οι Έλληνες φοβώνταν τά κανόνια πολύ, ότι ήταν ατζαμήδες από αυτά. Κεφαλές τών Τούρκων ο Χασάν πασσάς καί ο χασνατάρης τού Χουρσίτ πασσά, ο Σμαήλπασσα Πλιάσας, ο Σμαήλπασσα Γιαννιώτης, ο Χασάμπεγη Βεργιόνης, ο Σεφτήπασσας, ο Γιακόβης, ο Μαξούταγας, ο Σούλτζε Κόρτζας, κι' άλλοι πολλοί σερασκέρηδες περίπου από εννιά χιλιάδες. Αρχηγός τής θέσης ο Γώγος, ο Σταμούλη Μαλεσιάδας μ' ολίγους Βαλτινούς καί ο Δημοτζέλιος μέ Ξερομερίτες. Τό όλο ήμασταν ως τρακόσοι πενήντα. Έβαλε ο Γώγος τόν Φώτο Σκαλτζογιάννη από τήν πλάτη μέ πενήντα καί κάθονταν.

Άρχισε ο πόλεμος από τήν αυγή ως τό δειλινό πεθάναμε από τήν δίψα. Ο πόλεμος πολλά πεισματώδης καί συχνά γιουρούσια απάνου μας. Ένα μπεγόπουλο δέν έβαινε θάνατον ολοένα γιουρούσια έκανε καί τού ρίχναμε καί δέν μπορούσαμε νά τό βαρέσουμε κανείς από 'μάς. Ο Γώγος ήφερνε γύρα σέ όλα τά ταμπούρια μέ φουσέκια εις τήν ποδιά του. Έρχεται εις τό ταμπούρι μας, μάς λέγει:

- "Μήν καίτε τά φουσέκια αδίκως μ' αυτόν τό γουρνομύτη στεκάτε νά ρίξω εγώ μόνος μου, λέγει, ότι εσείς δέν ξέρετε καί νά μού φέρετε τό κεφάλι του νά τό ιδώ ύστερα." Τού λέμε:

- "Εκείνος οπού τό 'χει δέν μάς τό δίνει νά σού τό φέρωμε, τό θέλει ο ίδιος."

- "Τώρα τό βλέπετε," μάς λέγει.

Απάνου οπό 'κανε γερούσι, τού δίνει ένα ντουφέκι εις τό μέτωπον καί έπεσε ξερός. Τού λέγει "γκιντί, γουρνομύτη, μέ τά παιδιά παίζεις ολημέρα καί μό' 'καψαν αδίκως τά φουσέκια!"

Ύστερα τού πήγαμε τό κεφάλι καί τό είδε. Τό δειλινό μίλησε εκεινών οπού 'ταν κρυμμένοι από τίς πλάτες καί ρίχτηκαν εκείνοι, οι ξαπόστατοι, καί εμείς καί κάμαμε έναν μεγάλον σκοτωμόν τών Τούρκων καί τούς πήγαμε ως τό ποτάμι κυνηγώντας καί πήραμε καί τόσα λάφυρα καί πάνε κακωσέχοντα οι Τούρκοι εις τήν Άρτα. Σκοτώθηκαν τρείς από 'μάς καί έξι πληγωμένοι. Επληγώθηκα καί εγώ ολίγον εις τό δεξί ποδάρι.

Τελειώνοντας ο πόλεμος συνάχτηκαν καί οι πρόκριτοι τών χωριών τής Άρτας καί οι νοικοκυραίγοι καί μιλήσανε πώς θά βαστάξουν αυτόν τόν μεγάλον οχτρό, οπού 'ταν πνιμένος όλος αυτός ο τόπος από τά Γιάννινα, Άρτα, Πρέβεζα, Σούλι, όλο αυτό τό καυκί πλήθος Τουρκιά καί πασσάδες καί όλο νέοι κουβαλιώνταν απ' ούλα τά μέρη τής Τουρκιάς καί Αρβανιτιάς εξ αιτίας τού Αλήπασσα τήν πολιορκία. Καί ύστερα γεννήθη καί τό δικό μας τό Ελληνικόν κ' εμείς τό πηγαίναμε σκεπασμένο ότι δουλεύομε διά τόν Αλήπασσα, τόν αφέντη μας, νά τόν σώσωμε ότι αδίκως τόν κατατρέχει ο σουλτάνος. Αυτά βγαίναμε, νά ελκύζωμε τούς Τούρκους - Αρβανίτες, τό κόμμα τού Αλήπασσα, νά τούς έχωμε φίλους αυτούς, νά μάς βοηθήσουνε κι' αυτείνοι, ότι ήμαστε ολίγοι καί οι Τούρκοι πλήθος.

Αφού συνάχτηκαν οι πρόκριτοι καί οι νοικοκυραίγοι, μιλήσαμε νά είναι αυτό τό μυστήριον κρυφό, καί τών ανθρώπων τού Αλήπασσα νά τούς λέμε συντρόφους διά τόν σωμό τού Αλήπασσα. Αφού μιλήσαμε δι' αυτό, είπαμε καί μέ τί μέσα θά βαστήσουμεν τόν πόλεμον. Καί δέν είχαμεν ούτε όπλα οι περισσότεροι, ούτε τ' αναγκαία τού πολέμου όλοι. Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία τών Τούρκων τήν δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δέν υποφέρνονταν πλέον. Καί δι' αυτείνη τήν τυραγνία, οπού δέν ορίζαμεν ούτε βιόν, ούτε τιμή, ούτε ζωή αποφασίσαμεν νά σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής τής τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά.

Αφού ο Γώγος σύναξε τούς νοικοκυραίγους καί μίλησε καί ακολούθησαν τήν εργασίαν του ο καθείς, έγραψε καί εις τό Σούλι, οπού 'ταν τού Αλήπασσα ασκέρια, Αρβανίτες, σύμφωνα μέ τούς Σουλιώτες καί λέγαμεν όλοι ότι δουλεύομεν νά βγάλωμεν τόν δίκαιον Αλήπασσα. Καί άν έβγαινε αυτός ο σκύλος, ήμαστε χαμένοι, ότι όλη τήν Εταιρίαν μας τήν ήξερε, ότι τήν πρόδωσε ένας Εφτανήσιος, το' 'δειξε όλα τά έγγραφα καί όρκον, κι' αυτός τά 'στειλε τού ίδιου σουλτάνου καί τού έλεγε νά τόν συχωρέση, ότι θά κιντυνέψη τό βασίλειόν του, καί αυτός νά διαλύση όλα αυτά, νά δώση νιζάμι (τάξη).

Ο σουλτάνος παντήχαινε ότ' είναι πρόφασες αυτεινού διά νά συχωρεθή, ότ' ήταν φώτιση θεοτική νά γένη αυτό καί τούς στράβωνε όλους, καί δέν έβαλε πίστη. Αφού έγραψε ο Γώγος στό Σούλι, ήρθε ο Άγο Βάσιαρης, ο αρχιστράτηγος τού Αλήπασσα, πολλά φρόνιμος καί γενναίος, ήρθε μέ πολλούς αξιωματικούς, καί Σουλιώτες ο Νότη Μπότζαρης, Νάση Φωτομάρας, Μάρκο Μπότζαρης καί άλλοι αξιωματικοί. Τού Μάρκου τόν πατέρα τόν είχε σκοτώση ο Γώγος εις τήν Άρτα - τόν έβαλε ο Αλήπασσας - καί είχαν όχτρια μέ τόν Γώγον. Όταν ήρθε εις τό Πέτα φιλήθηκαν μέ τόν Γώγον αυτός καί ο Νότης καί είπαν:

- "Ό,τι είχε γίνη τότε σκότωσες καί τόν άνθρωπό μας, σ' έβαλε ο τύραγνος. Αυτά τώρα αλησμονήθηκαν καί εις τό εξής είμαστε φίλοι καί αδελφοί. Καί νά τηράξωμεν τό έργον τούτο."

Καί φιλιώθηκαν. Μίλησαν ύστερα καί μέ τούς Τούρκους (εννοεί τούς Αλβανούς τού Αλή) καί κάμαμεν σάρτια, ομιλίες ν' αγωνιστούμεν νά βγάλωμεν τόν Αλήπασσα. Αυτά μιλήσαμεν μέ τούς Τούρκους. Καί μέ τούς Έλληνες μυστικώς τούς είπαμεν διά τήν λευτεριά τής πατρίδος καί νά βαστιέται πολλή μυστικότη νά μήν τό μάθουν οι Τούρκοι, τό κόμμα τ' Αλήπασσα, καί τούς πιάσωμεν οχτρούς.»


Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη


Μετά τίς νικηφόρες μάχες γύρω από τήν Άρτα, ο διοικητής τής πόλης Χασάν πασσάς, φοβούμενος τήν οργή τού Χουρσίτ, συνέλαβε πολλούς από τούς φιλήσυχους κατοίκους τής πόλης, τούς αποκεφάλισε καί έστειλε τά κεφάλια τους στόν Χουρσίτ, λέγοντάς του τάχα, ότι ανήκαν σέ επαναστάτες τούς οποίους είχε νικήσει.

Η τριπλή συμμαχία τών Τουρκαλβανών τού Αλή, τών Σουλιωτών καί τών Ρουμελιωτών οπλαρχηγών αποδείχθηκε ανίκητη καθώς απαρτιζόταν από εμπειροπόλεμους μαχητές, οι οποίοι σκόρπιζαν μέ τήν εμφάνισή τους τά σουλτανικά στρατεύματα. Οι Τουρκαλβανοί δέν είχαν αντιληφθεί τό γενικό ξεσήκωμα τών Ρωμηών καί θεωρούσαν ότι απλά οι Ρωμιοί πολεμούσαν γιά τή σωτηρία τού Αλή πασσά.

Σέ μία σύσκεψη στό Βραχώρι, αποφασίστηκε νά γίνει επίθεση κατά τής Άρτας. Αλλά στό μεταξύ έπεσε στα χέρια τών Τούρκων ένα από τά φρούρια τού Αλή η Λιθαρίτσα καί οι Σουλιώτες αποφάσισαν νά επιτεθούν νά τό ανακαταλάβουν. Ο Αλής όμως φοβούμενος μή δυναμώσουν πολύ οι Σουλιώτες, τούς εμπόδισε μέ τήν παρακάτω επιστολή:

«Πολυφίλητα τέκνα μου, πρό μικρού επληροφορήθην ότι προτίθεσθε νά πέμψητε τινα τών παλληκαρίων σας εναντίον τού εχθρού ημών Χουρσίτ. Προειδοποιώ ημάς ότι εν τώ φρουρίω μου απόρθητος ών, περιφρονώ τόν Ασίαιο αυτόν πασά καί δύναμαι ν΄αντιστώ αυτώ Νότης Μπότσαρης επί πολλά έτη. Η μόνη εκδούλευσις ήν απαιτώ από τήν ανδρεία υμών, είναι νά καθυποτάξετε τήν Άρτα καί συλλάβητε τόν Ισμαήλ Πασόμπεη, τόν αρχαίον μου δούλον, τόν λυσσαλέον εχθρόν τής οικογενείας μου, τόν εργάτην τών κακών καί τών δεινών συμφορών, αίτινες μαστίζουσιν από πολλού τήν ατυχή υμών χώρα ήν ερήμωσεν υπό τά όμματα υμών.

Αλής».


Ύστερα από τήν επιστολή αυτή τού Αλή, οι σύμμαχοι Αλβανοί, Σουλιώτες καί Ρουμελιώτες, αποφάσισαν νά στραφούν κατά τής Άρτας, τήν οποία υπεράσπιζαν 12000 Τούρκοι, ισχυρό ιππικό καί πυροβολικό. Τή συμμαχική δύναμη τήν αποτελούσαν Σουλιώτες μέ αρχηγούς τούς Μάρκο καί Νότη Μπότσαρη, Ζυγούρη Τζαβέλα, Γιωργάκη Δράκο, Λάμπρο Βέϊκο, Τούσα Ζέρβα, Γιώτη Δαγκλή, Θανάση Φωτομάρα, Γιάννη Κουτσονίκα, Ρουμελιώτες μέ αρχηγούς τούς Γώγο Μπακόλα, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ανδρέα Ίσκο, Γεώργιο Τσόγκα, Βαλτινό, Κατσικογιάννη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Αλέξη Βλαχόπουλο, Τσαρακλή, Κουτελιδαίους καί Γιολδασαίους καί Αλβανοί μέ αρχηγούς τούς Άγο Βάσιαρη, Σουλειμάν Μέτο, Ταχήρ Αμπάζη, Ελμάζ Μέτζο Μπόνο, Σουλεϊμάν Μέτο καί Άγο Μουχαρδάρη.

Στίς 12 Νοεμβρίου 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης κατέλαβε τό χωριό Μαράτι, πού τό χώριζε από τήν Άρτα ο Άραχθος ποταμός καί οχυρώθηκε σέ ένα τζαμί. Μαζί του ήταν καί ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, πού ήθελε νά γνωρίσει τόν Μάρκο από κοντά. Ο Μάρκος μέ τόν ηρωϊσμό του, τήν πολεμική τακτική του, τά στρατιωτικά τεχνάσματά του καί τίς απώλειες πού προκαλούσε στούς Τούρκους είχε αρχίσει νά γίνεται θρύλος γιά τούς Έλληνες.

Στίς 13 Νοεμβρίου οι Τούρκοι επιτέθηκαν, πρίν ακόμα ο ήλιος χαράξει κατά τών Σουλιωτών πού ήταν οχυρωμένοι στό Μαράτι. Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί στό τζαμί πού ήταν κλεισμένοι δέχονταν τή μία επίθεση μετά τήν άλλη. Σέ αυτή τήν κρίσιμη στιγμή φάνηκε πάνω στά υψώματα τού Μαρατιού ο Νότης Μπότσαρης μέ 300 άντρες. Τότε βγήκε καί ο Μάρκος από τό τζαμί, κι όλοι μαζί κυνήγησαν τούς Τούρκους, οι οποίοι υποχώρησαν αφήνοντας στό πεδίο τής μάχης 150 νεκρούς, πολλούς τραυματίες καί ένα κανόνι.

Τό βράδυ τής ίδιας μέρας οι Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί πού ήταν στά υψώματα τού Πέτα, κινήθηκαν πρός τήν Άρτα από τήν αντίθετη κατεύθυνση καί μετά από ομηρικές μάχες σώμα μέ σώμα από σπίτι σέ σπίτι καί από σοκάκι σέ σοκάκι κατέλαβαν τό μεγαλύτερο μέρος τής πόλης, ενώ οι Τούρκοι περιορίστηκαν στό κάστρο καί σέ ένα μεγάλο τζαμί.



Παράλληλα οι Σουλιώτες κατελάμβαναν τό γεφύρι τής Άρτας καί οι Τούρκοι παρ' όλο πού είχαν κανόνια γιά νά τό υπερασπιστούν πανικοβλήθηκαν, τό εγκατέλειψαν κι έτρεξαν πρός τήν πόλη γιά νά σωθούν. Μέ τά γιαταγάνια στά χέρια η καλύτερη πολεμική μηχανή εκείνης τής εποχής θέριζε τά κεφάλια τών Οθωμανών, οι οποίοι κατευθύνονταν έντρομοι πρός τό κάστρο.

Στή συνέχεια οι Σουλιώτες έβγαλαν τούς Τούρκους από τό σαράι καί αφού τό έκαψαν κατέλαβαν τό μισό παζάρι τής πόλης πού λεγόταν "Γύφτικα". Ο Μάρκος Μπότσαρης εκείνο τό βράδυ κοιμήθηκε στή γέφυρα καί είχε γιά προσκεφάλι του τή βάση ενός κανονιού από αυτά πού είχαν εγκαταλείψει οι Τούρκοι. Η μάχη συνεχίστηκε καί τήν επομένη καί στό κέντρο τής πόλης ο Μπότσαρης συνάντησε τόν Καραϊσκάκη πού ερχόταν από τήν αντίθετη μεριά πολεμώντας. Οι δυό πολέμαρχοι, συναντήθηκαν καί χαιρετήθηκαν σάν αδέλφια.

«Ιδού τί μοί εδιηγήθη περί τού Τούσα (Θανάσης Μπότσαρης ξάδελφος τού Μάρκου) καί τήν μάχην τής Άρτης ο άξιος υιός τού ήρωος Μάρκου Δημήτριος Μπότζαρης Υπουργός Στρατιωτικών.

Εξελθών ο Θανάσης τής οικίας, εν ή ήτο μετ' άλλων κλεισμένος, ώρμησε ξιφήρης κατά τινος πύργου, εν τώ οποίω ήσαν πολλοί έγκλειστοι Αλβανοί καί θραύσας τήν θύραν αυτού, εισήλθεν εντός ατρομήτως. Οι δέ Τούρκοι επί τοσούτον εδειλίασαν από τήν ακάθεκτον ορμήν τού ήρωος, ώστε πυροβολήσαντες άπαξ κατ' αυτού καί μέ επιτυχόντες αυτόν επήδησαν ίνα σωθώσιν από τό φάσγανον (ξίφος) τού Σουλιώτου, εκ τών παραθύρων καί αλλαχόθεν όπως έκαστος ηδυνήθη.

Τό ηρωϊκόν κατόρθωμα τού Τούσα μαθόντες ότε Ομέρ Πασσάς καί οι λοιποί επίσημοι αρχηγοί τού εχθρικού στρατού επί τοσούτον εξεπλάγησαν, ώστε έπεμψαν εις τόν Μάρκον Μπότζαρην ζητούντες τόν ήρωα, ίνα ίδωσιν αυτόν εκ τού πλησίον.»


Τό Σούλι: ήτοι τά ηρωϊκά θαύματα τών Σουλιωτών - Σαλαπάντας (1860)


Δυστυχώς, τό γεγονός τής ελληνοαλβανικής συμμαχίας δυσαρέστησε τόν υπερφίαλο Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ο οποίος έκανε τά πάντα γιά νά τή διαλύσει. Όταν έμαθε γιά τήν επίσκεψη τού απεσταλμένου τών μουσουλμάνων Αλβανών Ταχήρ Αμπάζ στό Μεσολόγγι, μεταξύ τών αξιοθέατων τής πόλης τού επέδειξε κατεστραμμένα τζαμιά. Τότε ο Τουρκαλβανός κατάλαβε ότι ο πόλεμος ήταν θρησκευτικός καί γύρισε λυπημένος στούς ομοθρήσκους του καί τούς ανακοίνωσε ότι, όντας μουσουλμάνοι δέν θά έπρεπε νά πολεμήσουν στό πλευρό τών Ρωμιών αλλά στό πλευρό τών Τούρκων. Όλοι μαζί τότε, οι μουσουλμάνοι Αλβανοί οπλαρχηγοί, αποφάσισαν νά διαλύσουν τήν ελληνοαλβανική συμμαχία καί νά περάσουν υπό τήν αρχηγία τού Χουρσήτ. Αυτό τό γεγονός έβαλε ταφόπλακα καί στίς ελπίδες τού Αλή πασά νά γλυτώσει τό κεφάλι του από τήν οργή τού σουλτάνου.

Σουλιώτισες 1821


Τελικά τήν Άρτα οι Έλληνες δέν κατάφεραν νά τήν κράτησουν. Οι απείθαρχοι στρατιώτες ρίχτηκαν στή λεηλασία τόσο τών τουρκικών σπιτιών όσο καί τών ελληνικών καί στή συνέχεια άρχισαν νά αποχωρούν, γιά νά μεταφέρουν τά λάφυρα στά σπίτια τους. Μέ μειωμένη τήν ελληνική δύναμη, καθώς οι Αλβανοί έσπασαν τήν συμμαχία καί αποχώρησαν, οι οπλαρχηγοί αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πόλη. Ήδη ισχυρός όγκος εχθρικού στρατού πλησίαζε, προερχόμενος από τά Ιωάννινα. Μαζί μέ τούς Έλληνες οπλαρχηγούς εγκατέλειψαν τίς εστίες τους καί οι δύστυχοι Αρτινοί, τούς οποίους τούς καταλήστεψαν κατά τήν πορεία τους στό νότο οι κάτοικοι τού Βάλτου. Τό αποτέλεσμα τής νικοφόρου γιά τούς Έλληνες μάχης τής Άρτας ήταν αρνητικό γιά τήν περαιτέρω εξέλιξη τών επιχειρήσεων, αφού οι Έλληνες εγκαταλείποντας τό πανίσχυρο αυτό προπύργιο, άφηναν σέ απομόνωση τό ηρωϊκό Σούλι, τό οποίο έμενε τώρα περικυκλωμένο από τά ενωμένα τουρκαλβανικά στρατεύματα.