Τρίτο Έτος τής Ελευθερίας
Τό 1823 ξεκίνησε μέ ευνοϊκούς οιωνούς γιά τήν ελληνική επανάσταση. Οι επαναστάτες είχαν επικρατήσει
σέ όλα τά μέτωπα τού νότου, τόσο στήν ξηρά όσο καί στή θάλασσα. Οι ελληνικές νίκες από τή μία καί οι τουρκικές
θηριωδίες από τήν άλλη σήμαιναν ότι η συνύπαρξη τών δύο λαών ήταν αδύνατη καί η δημιουργία
ενός εθνικού
κράτους ήταν η αναπόφευκτη λύση. Tά εθνικά σύνορα θά αποτελούσαν εγγύηση γιά τή δικαιοσύνη, τήν ελευθερία καί
τήν αξιοπρέπεια ενός λαού πού τά είχε στερηθεί γιά 400 χρόνια.
Η άλλη λύση ήταν ο πόλεμος μέχρις εσχάτων. Ο σουλτάνος δέν ήθελε μέ τίποτα νά παραχωρήσει
ούτε ένα μικρό τμήμα από τήν αυτοκρατορία του. Δέν θά τό παραχωρούσε
ιδιαίτερα στούς άπιστους ραγιάδες, τούς οποίους ανεχόταν
καί από "φιλευσπλαχνία" δέν τούς είχε οδηγήσει στόν πλήρη αφανισμό. Όσο όμως αισθανόταν τήν
απειλή τής τσαρικής Ρωσίας, δέν ήταν δυνατόν νά μετακινήσει μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις
στίς επαναστατημένες
περιοχές, ενώ στά ανατολικά, ο μικρής εκτάσεως πόλεμος μέ τήν Περσία ευνοούσε τόν ελληνικό αγώνα.
Ακόμα μεγαλύτερο ήταν τό πρόβλημα στό εσωτερικό τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι γενίτσαροι
διαρκώς στασίαζαν καί δήλωναν ανυπακοή, οι πασάδες συνέχιζαν τίς αντιζηλίες μεταξύ τους καί η οικονομία τού
κράτους πήγαινε από τό κακό στό χειρότερο. Μία μεγάλη πυρκαϊά στή Βασιλεύουσα στίς 17 Φεβρουαρίου 1823,
είχε ως αποτέλεσμα νά καούν μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών, νά καταστραφούν πολλά πλοία πού βρίσκονταν υπό
ναυπήγηση στό ναύσταθμο καί νά αχρηστευθεί
τό χυτήριο πυροβόλων καί τά 1200 ορειχάλκινα κανόνια πού ήταν έτοιμα
νά εξοπλίσουν τόν οθωμανικό στόλο. Ήταν μία από τίς μεγαλύτερες πυρκαϊές τής Πόλης πού κατέστρεψε εξ ολοκλήρου
τή συνοικία τού Πέρα. Η φήμη ότι τήν πυρκαϊά τήν προκάλεσαν οι γενίτσαροι επιδείνωσε ακόμα περισσότερο τήν εσωτερική κατάσταση.
Στό διπλωματικό πεδίο, κατά τό έτος 1823, η θέση τής Ελλάδος ισχυροποιήθηκε μετά τήν τοποθέτηση στή θέση τού
Υπουργού Εξωτερικών τής Αγγλίας τού George Canning (Κάνιγκ), ο οποίος άλλαξε τήν πολιτική τής χώρας του απέναντι
στούς εξεγερμένους Έλληνες αναγνωρίζοντάς τους ως έθνος εμπόλεμο. Ο Κάνιγκ υποστήριζε τήν πολιτική καί θρησκευτική
ελευθερία τών ανθρώπων σέ ολόκληρη τήν οικουμένη καί τήν ανεξαρτησία τών κρατών τής Λατινικής Αμερικής.
Η αλλαγή πλεύσης τής πολιτικής τής Γηραιάς Αλβιώνας καί η πλήρης διαφοροποίηση από τίς
θέσεις τής Ιεράς Συμμαχίας ήταν ένας πραγματικός κόλαφος γιά τόν αλαζόνα Μέττερνιχ. Θά σηματοδοτούσε
καί τήν αλλαγή πλεύσης τής ευρωπαϊκής πολιτικής στό ανατολικό ζήτημα. Η Χριστιανοσύνη όπως
γράφει ο Νικόλαος Σπηλιάδης στά απομνημονεύματά του εάν ήθελε μπορούσε μέ ένα μόνο λόγο
"νά στείλη τόν σουλτάνο
εις τήν Ασίαν καί ν' αποδώση τήν Κωνσταντινούπολιν εις τούς νομίμους τών αυτοκρατόρων κληρονόμους."
«Εις επίσημον γεύμα ο Κάννινγκ ωμίλησεν υπέρ τής πολιτικής καί τής θρησκευτικής ελευθερίας
εις όλην τήν οικουμένην. Ολόκληρος η μοναρχική Ευρώπη κατεπλάγη καί ανέμενε τήν εις τά πράγματα εφαρμογήν
τής νέας αγγλικής πολιτικής. Κατά τήν 14ην Φεβρουαρίου 1823 ο Κάννινγκ απέστειλεν εις τόν Στράγκφορδ εις τήν
Κωνσταντινούπολιν οδηγίας πού διεχώριζαν εντελώς τάς αντιλήψεις τής Αγγλίας από τήν πολιτικήν τών δυνάμεων τής
Ιεράς Συμμαχίας. Η αγγλική κυβέρνησις θεωρούσε καθήκον φιλανθρωπίας νά μή παραβλέψη τόν ελληνικόν αγώνα,
καί ιδίως τήν μέλλουσα κατάστασιν τών Ελλήνων. Εις τό σημείον τούτο ανεγράφετο κατά λέξιν εις τό έγγραφον τού
Κάννινγκ:
"Τήν κατάστασιν τού χριστιανικού τούτου λαού, ο οποίος στενάζει υπό τόν ζυγόν τών βαρβάρων από
εκατονταετηρίδων, δέν δύναται η Αγγλία νά βλέπη
μετ' αδιαφορίας. Ο βασιλεύς επιθυμεί νά ενεργήση ο πρέσβυς τής Μεγάλης Βρεταννίας
εις τήν Πύλην υπέρ τών Χριστιανών, νά απαιτήση τήν εκπλήρωσιν τών υποσχέσεων τάς οποίας έδωσεν η Πύλη περί
τούτου πρός τούς πρέσβεις τών συμμαχικών δυνάμεων καί νά τής υποδείξη ότι, άν αρνηθή νά ικανοποιήση τάς
αξιώσεις αυτάς, δέν δύναται πλέον νά διατηρή μετ' αυτής φιλικάς σχέσεις."
Διά πρώτη φοράν ανεφέρετο εις αγγλικόν έγγραφον αφορών
τήν Πύλην τό θρησκευτικόν ενδιαφέρον, καί μάλιστα επί
ζητήματος τών σχέσεων τής Τουρκίας μέ τούς Χριστιανούς υπηκόους της, τό οποίον εκείνη έκρινεν ως ζήτημα εσωτερικόν,
αποκλείον πάσαν ανάμιξιν ξένων. Ο
Στράγκφορδ κατεθορυβήθη κυριολεκτικώς εκ τών εντολών τούτων. Τού
εζητούντο τά αντίθετα πρός τήν πολιτικήν πού ακολουθούσεν έως τότε, καί τά οποία αντετίθεντο καί πρός τάς
προσωπικάς του πεποιθήσεις. Πραγματικός Τόρυς καί αυτός, πιστεύων εις τό απαρασάλευτον καί τό ιερόν τού
μοναρχικού καθεστώτος, ακόμη καί τού τουρκικού, είχε ομιλήσει εις τήν Βερόναν περί τής αθλιότητος καί τής
κατωτερότητος τών Ελλήνων καί περί τών αρετών τών Τούρκων.
Ο Κάννινγκ δέν ηρκέσθη εις τάς επί τού διπλωματικού πεδίου οδηγίας πρός τόν Στράγκφορδ, αι οποίαι ημπορούσαν
νά χαρακτηρισθούν ως θεωρητικαί. Προέβη καί εις ενέργειας αισθητάς αμέσως καί εις τούς Τούρκους καί εις τούς
Έλληνας επαναστάτας, καταδηλούσας τήν υπέρ τής ελληνικής επαναστάσεως εκδηλουμένην ήδη φιλικήν στάσιν τής
Αγγλίας.
Κατά τήν 25ην Μαρτίου τού 1823 διεκήρυξε τήν ουδετερότητα τής Μεγάλης Βρεταννίας απέναντι τών εις τήν Ελλάδα καί
τά πελάγη της εμπολέμων Τούρκων καί Ελλήνων. Απέστειλεν έγγραφον πρός τόν Θωμάν Μαίτλανδ διά τού οποίου τού
έδιδεν εντολήν νά διατάξη τάς αρχάς τής Ιονίου Πολιτείας νά σέβωνται τού λοιπού τόν υπό Ελλήνων επαναστατών
αποκλεισμόν τών τουρκικών φρουρίων, όπως εσέβοντο τόν υπό Τούρκων ενεργούμενον, καί νά συμπεριφέρωνται
πρός τούς επαναστάτας όπως πρός εμπόλεμον κράτος. Ωρίζετο δέ η νησίς Κάλαμος ώς απαραβίαστον άσυλον τών
επαναστατών. Μετ' ολίγον ο
Μαίτλανδ, ο οποίος είχε πράξει έως τότε κατά τών Ελλήνων όσα μόνο κρυφός
αλλ' αμείλικτος εχθρός ημπορούσε μεθοδικώς νά πράξη, αντικατεστάθη διά τού Φρειδερίκου Αδάμ.»
Στήν ελληνική πλευρά υπήρχε τεράστιο οικονομικό πρόβλημα. Η έλλειψη χρημάτων γιά τή μισθοδοσία τών στρατιωτών
πού εγκατέλειπαν τά σπίτια τους καί τίς οικογένειές τους γιά νά βρεθούν στά στρατόπεδα, καθώς καί η έλλειψη βαρέων όπλων γιά τήν υποστήριξη
τών περιοχών πού κινδύνευαν από τούς Τούρκους, αποτελούσαν ανασταλτικό παράγοντα γιά τήν επιτυχία τής επανάστασης.
Είναι απορίας άξιον πώς οι μέχρι τότε σκλάβοι είχαν καταφέρει νά ανταποκριθούν στίς τεράστιες
οικονομικές ανάγκες ενός σκληρού πολέμου γιά δύο συνεχόμενα έτη, εναντίον μίας πανίσχυρης
οθωμανικής αυτοκρατορίας,
η οποία είχε ανεξάντλητους πόρους καί εφοδιαζόταν διαρκώς μέ πολεμοφόδια πού έφθαναν στά λιμάνια της
από τά ευρωπαϊκά κράτη.
Προκειμένου νά ενισχυθεί οικονομικά η επανάσταση, οι Έλληνες στράφηκαν πρός τή σύναψη εξωτερικού δανείου
καί γι' αυτό τό λόγο είχε ήδη σταλεί ο
Ανδρέας Λουριώτης στήν Ευρώπη. Ο Λουριώτης συνδέθηκε φιλικά μέ τόν Άγγλο
λοχαγό Edward Blaquiere, ο οποίος τού υπέδειξε τό Λονδίνο ως λύση γιά τό οικονομικό πρόβλημα τής Ελλάδος.
Πράγματι οι αγγλικές τράπεζες θά ήταν εκείνες πού θά έδιναν τά πρώτα δάνεια στήν ελληνική κυβέρνηση μέ υποθήκη
τά δημόσια εθνικά κτήματα καί μέ ληστρικούς δυστυχώς όρους.
Καί όμως τίς επιτυχίες καί τίς νίκες τών Ελλήνων αγωνιστών δέν θά τίς σταματούσε ούτε ο σουλτάνος, ούτε η έλλειψη
χρημάτων. Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε τά τουρκικά δίκροτα ούτε οι τεράστιοι εχθρικοί στρατοί.
Δέν θά τίς σταματούσαν ούτε οι σφαγές τών αμάχων ούτε η διπλωματία τού Μέττερνιχ.
Θά τίς σταματούσε η διχόνοια. Θά τίς σταματούσε η δίψα γιά τήν εξουσία. Θά τίς σταματούσε τό
μίσος μεταξύ τών δύο κομμάτων πού είχαν προκύψει μέ τό ξέσπασμα τής επανάστασης. Τό πρώτο ήταν τό κόμμα
τών πολιτικών καί τών προεστών (κοτζαμπάσηδων) καί τό δεύτερο τών
στρατιωτικών καί τών καπεταναίων (οπλαρχηγών).
«Παλληκάρια μου! Οι πολέμοι
γιά σάς όλοι είναι χαρά,
καί τό γόνα σας δέν τρέμει
στούς κινδύνους εμπροστά.
Απ' εσάς απομακραίνει
κάθε δύναμη εχθρική.
Αλλ' ανίκητη μιά μένει
πού ταίς δάφναις σας μαδεί.
Η Διχόνοια πού βαστάει
ένα σκήπτρο η δολερή
καθενός χαμογελάει,
πάρ' το, λέγοντας, καί σύ.
Κειό τό σκήπτρο πού σάς δείχνει,
έχει αλήθεια ωραία θωριά
μήν τό πιάστε, γιατί ρίχνει
εισέ δάκρυα θλιβερά.
Από στόμα, οπού φθονάει,
παλληκάρια, ας μήν 'πωθή,
πώς τό χέρι σας κτυπάει
τού αδελφού τήν κεφαλή.
Μήν ειπούν 'ς τόν στοχασμό τους
τά ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους,
δέν τούς πρέπει ελευθεριά.
Τέτοια αφήστενε φροντίδα
όλο τό αίμα οπού χυθεί
γιά θρησκεία καί γιά πατρίδα,
όμοιαν έχει τήν τιμή.
Στό αίμα αυτό, πού δέν πονείτε
γιά πατρίδα, γιά θρησκειά,
σάς ορκίζω, αγκαλιασθήτε,
σάν αδέλφια γκαρδιακά.
Πόσον λείπει, στοχασθήτε,
πόσο ακόμη νά παρθή,
πάντα η νίκη, άν ενωθήτε,
πάντα εσάς θ' ακολουθή.»
Η διχόνοια λοιπόν καλά κρατούσε στίς εμπόλεμες περιοχές κατά τή διάρκεια τού τρίτου έτους τής επανάστασης.
Η κυβέρνηση πού "πολέμησε" τόν Δράμαλη από τά πλοία τής 'Υδρας, δέν ήθελε νά χάσει τήν εξουσία από τόν
Μωραΐτη Κολοκοτρώνη, τού οποίου τό κύρος καί η αίγλη είχαν φτάσει στό μέγιστο καί είχε κοντά του
τή Γερουσία τής Πελοποννήσου. Τό ίδιο καί στήν Ανατολική Στερεά, οι πολιτικοί πού "πολέμησαν" από
τά πλοία τού Βιζβίζη, όταν τά πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα
πολιορκούσαν τόν Ανδρούτσο στήν Αγία Μαρίνα τής Φθιώτιδας, πάλι δέν εννοούσαν νά αφήσουν τήν εξουσία,
γιά χάρη τού Ρουμελιώτη αρματολού. Εμφύλιες διαμάχες υπήρχαν καί στήν Δυτική Στερεά όπου επικρατούσε αληθινό
χάος εξαιτίας τών αντιζηλιών τών διαφόρων οπλαρχηγών.
Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος βλέποντας τήν αύξηση τής επιρροής τών στρατιωτικών στά λαϊκά στρώματα,
σχημάτισε ένα κοινό μέτωπο μέ όλους τούς πολιτικούς καί τούς προκρίτους
γιά νά μπορέσει νά αντιμετωπίσει κυρίως τόν Υψηλάντη, τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Ανδρούτσο.
Όσο πλησίαζε η λήξη τής θητείας
τής προσωρινής κυβέρνησης, η αντίθεση πολιτικών - στρατιωτικών γινόταν οξύτερη. Ο κοτσάμπασης από τά
Λαγκάδια Κανέλλος Δεληγιάννης δέν εννοούσε νά δεχτεί ότι οι άρχοντες πού είχαν τίς μεγάλες περιουσίες καί τά
απέραντα κτήματα θά έδιναν τήν εξουσία στούς ακτήμονες οπλαρχηγούς καί στούς φτωχούς χωριάτες.
Μαζί του συμφωνούσε ο
Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης καί ο πανίσχυρος Καλαβρυτινός Ανδρέας Ζαΐμης, οι οποίοι ευρισκόμενοι
στό Μεσολόγγι
στό τέλος τού 1822 αναγνώρισαν ως αρχηγό τους τόν Μαυροκορδάτο.
Μαυροκορδάτος, Κωλέττης, Νέγρης καί Καρατζάς αποτελούσαν τόν σκληρό πυρήνα τών πολιτικών
καί γιά νά καταφέρουν
νά προσεταιρισθούν τούς στρατιωτικούς άρχισαν νά μοιράζουν βαθμούς σέ όσους προσχωρούσαν στήν παράταξή τους.
Ο Γεώργιος Γιατράκος, πού ενεχόταν στήν δολοφονία τού Παναγιώτη Κρεββατά, ονομάστηκε στρατηγός
μαζί μέ δεκάδες άλλους ούτως ώστε νά μειωθεί ποιός άλλος; ο Κολοκοτρώνης ο οποίος ήταν καί αυτός στρατηγός τού Μωριά.
Οι τέσσερις πολιτικοί φρόντισαν νά επηρεάσουν καί τίς τοπικές εκλογές γιά τήν
ανάδειξη παραστατών (πληρεξουσίων)
πού έγιναν στήν επικράτεια στά τέλη Δεκεμβρίου τού 1822. Οι παραστάτες εκλέχτηκαν όχι μέ μυστική ψηφοφορία, αλλά
διά βοής καί μερικές φορές ούτε κάν διά βοής, μέ απόντες τούς φτωχούς χωρικούς από τή διαδικασία, μέ αποτέλεσμα
η πλειοψηφία τών τοπικών αντιπροσώπων νά ανήκει στήν παράταξη τών αρχόντων.
Η προσωρινή διοίκηση (Εκτελεστικό - Βουλευτικό) τής οποίας η θητεία έληγε στίς αρχές τού 1823, μέ τήν ενθάρρυνση
τών καραβοκύρηδων τής Ύδρας εξέδωσε νόμο μέ τόν οποίο οριζόταν ως έδρα της τό Ναύπλιο.
Τόν έλεγχο όμως αυτού τού φρουρίου, τό είχαν μετά τήν
κατάληψή του, στίς 30 Νοεμβρίου 1822,
τά πιστά στόν
Κολοκοτρώνη στρατεύματα. Ο φρούραρχος τού Ναυπλίου Δημήτριος Πλαπούτας μαζί μέ τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη απαγόρευσαν
τήν είσοδο στήν πόλη, στούς εκπροσώπους τής διοίκησης μέ τό επιχείρημα ότι είχε λήξει η θητεία της. Τότε αποφασίστηκε
η συνέλευση γιά τήν ανάδειξη τής νέας διοίκησης νά γίνει στό Άστρος Κυνουρίας. Γιά νά αυξήσουν τό κύρος τους
οι πολιτικοί άρχισαν
νά εκδίδουν ψηφίσματα ευγνωμοσύνης στόν εαυτό τους. Στόν Μαυροκορδάτο γιά τήν καταστροφή τού Πέτα καί τήν
οριστική πτώση τού Σουλίου, στό Νέγρη γιά τήν παρεμπόδιση τού έργου τού Ανδρούτσου, στόν
Κωλέττη, τόν
Κανακάρη καί τόν Ορλάνδο γιά τή δειλία τους στήν εισβολή τού Δράμαλη κ.ο.κ.
Γιά τόν μεγάλο νικητή
τών Δερβενακίων, η διοίκηση δέν βρήκε ούτε μία λέξη νά πεί, ενώ οι αδελφοί Κουντουριώτη σέ επιστολή τους
στόν Ορλάνδο τόν μόνο χαρακτηρισμό πού τού απέδωσαν ήταν "άρπαξ καί κακούργος".
«Αι επαρχίαις ετοίμαζον τούς πληρεξουσίους διά τήν Β' Συνέλευσιν.
Τούς έγραφα νά έλθουν νά γίνη η Συνέλευσις εις τό Ναύπλιον. Τό κόμμα τών αρχόντων δέν ήθελε νά έλθη εκεί,
πρώτο διότι ήτον φρούριο, καί δεύτερο, διότι τό είχα εγώ. Άφησα τόν Κολιόπουλο (Δημήτριο Πλαπούτα)
φρούραρχο καί επέρασα εις τήν Τριπολιτσά, αντάμωσα τήν Γερουσία καί τόν Μαυρομιχάλη, εκάμαμε συμφωνία
διά νά βαστάξωμε εις τήν Συνέλευσι τήν Γερουσία καί νά μείνει η αρχιστρατηγία, ωρκωθήκαμε διά νά βαστάξωμεν τήν σειράν.
Τέλος πάντων αποφασίσθη εις τό Άστρος νά γίνει η Συνέλευσις. Εσυνάχθηκαν μέρος. Εκεί έγραψαν εις τόν
Μαυρομιχάλη, τάζοντές του νά τόν κάμουν πρόεδρον νά υπάγη εκεί. Ο Μαυρομιχάλης αλησμόνησε τούς
όρκους μας καί επήγε, τόσον καί ο Παπαφλέσσας καί λοιποί. Εσηκώθηκα καί εγώ καί επήγα εις τό Άστρος.
Εκεί είμεθα χωρισμένοι φανερά δυό κόμματα, τό ένα ελέγετο τών Προεστών καί τό άλλο τού Κολοκοτρώνη.
Τών προεστών ήτον οι περισσότεροι, ήτον 150 πληρεξούσιοι καί 6000 στρατιώταις (Απρίλιος 1823).
Εγώ είχα τόν Οδυσσέα, τόν Μούρτζινο καί άλλους 40 πληρεξουσίους μέ 800. Αυτοί έφεραν στρατιώτας
γιά νά υποστηρίξουν τήν γνώμην τους μέ τήν δύναμιν καί εγώ μέ τήν δύναμιν εγύρευα νά τούς ανατρέψω τήν
γνώμην. Εμείς εκαθήμεθα εις τά Μελεγίτικα κονάκια καί εκείνοι εις τά Αγιαννήτικα, μία τουφεκιά μακριά.
Εκείνοι έκαμναν συνεδρίασιν καί ημείς δέν επηγαίναμε. Αυτοί ήθελαν καί εψήφισαν νά γίνουν 50 στρατηγοί
καί 150 βουλευταί. Αυτή η πολυαρχία δέν μέ άρεζε εμένα διατί ο πολύς αριθμός ήθελε μάς χάσει καθώς καί
μάς έχασε. Εψήφισαν τόσους στρατηγούς, διατί ενόμισαν νά γκρεμίσουν μέ τούτο τήν επιρροήν τήν εδικήν μου.
Εψήφισαν νά εκποιήσουν τήν γήν, μέ σκοπόν νά βγάλουν ό,τι είχαν εξοδεύσει, όσα ήθελαν, καί νά αποζημιωθούν
εις γήν καί νά αφήσουν τόν λαόν γυμνόν καί απ' αυτήν τήν ελπίδα τής γής.
Τότε ο λαός εγύρισε μέ τήν γνώμην τήν εδικήν μου. Αυτοί σάν είδαν τήν κακήν εντύπωσιν οπού έκαμεν η εκποίησις,
εβιάσθηκαν νά τό σβύσουν αυτό τό άρθρον. Αυτοί άρχισαν νά κολακεύουν τούς φίλους μου καί τούς
έπαιρναν έναν - έναν μέ τό μέρος των.»
Δεύτερη Εθνοσυνέλευση στό Άστρος (Απρίλιος 1823)
Τόν Ιανουάριο τού 1823, οι οπαδοί τών ολιγαρχικών (πολιτικών) μετέβησαν στό Άστρος
Κυνουρίας ενώ
τών δημοκρατικών (στρατιωτικών) στό Ναύπλιο. Ύστερα από πολλές λογομαχίες σχετικά μέ τόν τόπο
διεξαγωγής τής συνέλευσης καί τελικώς μέ τή μεσολάβηση τού Λάζαρου Κουντουριώτη, όλοι οι αντιπρόσωποι
συγκεντρώθηκαν στό Άστρος. Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ο Αναγνωσταράς καί ο
Παπαφλέσσας πού ήταν αρχικά μέ τό μέρος τού Κολοκοτρώνη, στή συνέχεια τόν εγκατέλειψαν καί
τάχθηκαν μέ τό μέρος
τού Μαυροκορδάτου, μειώνοντας αισθητά τήν πολιτική δύναμη τού "Γέρου".
Ο Ανδρούτσος, πού στό παρελθόν είχε καταφύγει σέ βίαιες ενέργειες κατά τών αντιπάλων του, παρακίνησε τόν
Κολοκοτρώνη νά εξοντώσει μία γιά πάντα τούς πολιτικούς γιά νά σωθεί η πατρίδα. Ο Γέρος τού Μοριά όμως
δέν ήθελε μέ κανένα τρόπο νά λερώσει τά χέρια του μέ αίμα χριστιανικό.
- "Θεοδωράκη, αφού οι κοτζαμπάσηδες τώρα πού είμαστε δυνατοί καί έχουμε τά άρματα εις τά χέρια μάς κάμουν
έτσι, αύριο θά μάς σύρουν στήν φούρκα".
- "Όλο μ' αυτούς έχεις νά κάμης κι εσύ Οδυσσέα. Άφησέ τους καί μονάχοι τους θά λησμονηθούνε."
- "Εσένα θά πρωτοσκοτώσουν κι όχι μέ τήν αλήθεια, αλλά μέ τά ψέματα θά σού πλέξουν τό σχοινί τής φούρκας."
- "Ό,τι διάβολο θέλουν άς κάμουν. Εγώ δέν μαγαρίζω τά χέρια μου μέ δαύτους."
- "Καλά, αλλά πού είναι ο Κρεββατάς, ο στενός σου φίλος;"
- "Τού Θεού τάς βουλάς, οι άνθρωποι δέν μπορούν νά τάς εμποδίσουν."
Καί στίς δύο παρατάξεις επικρατούσε δυσπιστία καί καχυποψία. Καπεταναίοι καί καλαμαράδες κατασκήνωσαν σέ δύο
διαφορετικά στρατόπεδα πάνοπλοι καί εχθρικοί οι μέν απέναντι στούς δέ.
Οι πολιτικοί κατόρθωσαν νά συγκεντρώσουν περισσότερους αντιπροσώπους μέ τό μέρος τους καί ήταν προδιαγεγραμμένη
πλέον η πορεία τής Δεύτερης Εθνοσυνέλευσης πού θά άρχιζε στό Άστρος στίς 30 Μαρτίου 1823.
Από τήν πρώτη ημέρα ορίστηκε τό προεδρείο πού θά συντόνιζε τή διαδικασία τής εθνοσυνέλευσης.
Πρόεδρος εκλέχτηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
αντιπρόεδρος ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, αρχιγραμματέας ο Θεόδωρος Νέγρης καί φρούραρχος ο
Παναγιώτης Γιατράκος. Άπαντες ελέγχονταν από τόν Μαυροκορδάτο.
Η Εθνική Συνέλευση
μέ τίς πρώτες αποφάσεις της κατήργησε τά τοπικά πολιτικά σώματα,
ώστε νά ενισχύσει τό κύρος τής κεντρικής κυβέρνησης. Πρωτίστως κατήργησε τήν Πελοποννησιακή Γερουσία πού
ήταν μέ τό μέρος τών στρατιωτικών καί στή συνέχεια κατήργησε τό βαθμό τού αρχιστράτηγου πού είχε
ο Κολοκοτρώνης, ώστε νά τόν εξομοιώσει μέ άλλους πενήντα δικούς της οπαδούς πού τούς είχε
προβιβάσει σέ στρατηγούς.
Στή συνέχεια η Εθνική Συνέλευση κατέστρωσε τόν ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό καί αναθεώρησε ορισμένες
διατάξεις από τό Σύνταγμα τής
Επιδαύρου, ενώ προέβη στή διαίρεση τής ελεύθερης επικρατείας σέ επαρχίες. Συζήτησε ακόμα τό πρόβλημα τής
αποζημίωσης τών ναυτικών νησιών τά οποία δέν θά μπορούσαν επ' αόριστον νά σηκώνουν μόνα τους τό βάρος τών εξόδων
γιά τήν κίνηση κάθε φορά ολόκληρου τού ελληνικού στόλου καί αναγνώρισε τήν
ανάγκη γιά υποθήκευση ή εκποίηση εθνικών κτημάτων, προκειμένου νά εξοικονομηθούν χρήματα. Από τό
ψήφισμα αυτό θά έβγαιναν κερδισμένοι οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι θά αποκτούσαν τεράστια κτήματα
δανείζοντας ευτελή ποσά στό κράτος καί έτσι τό ψήφισμα αποδοκιμάστηκε έντονα από τούς στρατιώτες καί τών
δύο παρατάξεων, μέ αποτέλεσμα νά ακυρωθεί.
Η Β' Συνέλευση τού Άστρους ασχολήθηκε καί μέ τά δικαστικά ζητήματα, ώστε νά παταχθεί η εγκληματικότητα καί
η αναρχία πού επικρατούσε σέ πολλές περιοχές. Από τά Πρακτικά τής Εθνοσυνέλευσης διαβάζουμε:
"Διορίζεται επιτροπή γιά νά εκθέση τά κυριώτερα τών εγκληματικών εκ τού προχείρου, ερανιζομένη από τούς νόμους τών ημετέρων αειμνήστων
Βυζαντινών αυτοκρατόρων". Πράγματι η επιτροπή αυτή παρουσίασε τό
"Περί Αμαρτημάτων καί Ποινών Απάνθισμα",
τό οποίο τύπωσε τό επόμενο έτος η επόμενη κυβέρνηση καί στό οποίο στηρίχτηκε γιά τίς αποφάσεις του τό πρώτο
δικαστήριο πού λειτούργησε στήν Τριπολιτσά, μέ δικαστές τούς Ανδρέα Σγούτα καί Δημήτριο Οικονομέλη.
«Από δέ τό τρίτον έτος αρχίζουσιν αι συμφοραί τής Ελλάδος. Πρό πάντων τήν 14ην Ιανουαρίου
τού 1823 απεβίωσεν ο αντιπρόεδρος τού Νομοτελεστικού Αθανάσιος Κανακάρης καί τούτο δή συμφορά βέβαια τής
Ελλάδος, διότι εξέλιπεν ο άνθρωπος, όστις ηδύνατο εις τό μετά ταύτα διά τής αυταπαρνήσεώς του νά λυτρώση τό έθνος
από πολλά κακά.
Εις τό Ναύπλιον συνεκάλει καί η κυβέρνησις ήδη τούς παραστάτας τού Έθνους νά συγκροτήσωσι τό Βουλευτικόν σώμα,
διότι τήν 18ην Ιανουαρίου είχεν εκδώσει ψήφισμα διαλαμβάνον ότι τό Ναύπλιον διορίζεται καθέδρα τής κυβερνήσεως.
Προηγηθέντα δέ τά ολίγα άτομα, τά οποία ελέγοντο κυβέρνησις, ομού μέ τούς πληρεξουσίους τών νήσων τού Αιγαίου,
οίτινες είχον απέλθει εις Ερμιώνην, καί φθάσαντα εις τόν λιμένα τού Ναυπλίου, ήθελον νά εξέλθωσιν εις τήν πόλιν
ως κυβέρνησις. Αλλ' ο φρούραρχος (Πλαπούτας) δέν ηθέλησε νά τά δεχθή ως κυβέρνησις, διότι αυτά δέν απετέλουν ούτε τό
Νομοτελεστικόν ούτε τό Βουλευτικόν.
Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Οδυσσεύς, ο Αναγνωσταράς, ο Νικηταράς καί άλλοι πληρεξούσιοι Πελοποννήσιοι,
Στερεοελλαδίται καί Αιγαιοπελαγίται συνήλθον εις Ναύπλιον, όπου προσεκάλουν καί τούς εν Άστρει νά συγκροτήσωσι
τήν Συνέλευσιν ως εις τόπον προτιμότερον κατά πάντα. Αλλ' ούτοι φρουραρχούντος τού Πλαπούτα, δέν συνέρχονται
εις Ναύπλιον, διότι φοβούνται τόν οποίον καί καταδιώκουσι Κολοκοτρώνη, καί εν ώ εσώθησαν άλλοτε διά τού
Κολοκοτρώνη καί εν ώ κατενεχθέντας εναντίον του, ηδύνατο καί μάλιστα εις τήν εισβολήν τού Δράμαλη, νά τούς
βλάψη καί δέν κατεχράσθη τήν δύναμίν του ο Κολοκοτρώνης, αυτοί μελετώντες πάντοτε κακά εναντίον του, δέν
συνέρχονται εις Ναύπλιον, αλλά πεφρουρούμενοι μέ στρατεύματα εις τό Άστρος, διακηρύττουσιν ότι ήρχισεν
η Β' Εθνική τών Ελλήνων Συνέλευσις τάς εργασίας της.
Τήν 29ην Μαρτίου 1823 συνεδριάζει η εν Άστρει συνέλευσις καί ψηφίζει πρόεδρον τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη,
αντιπρόεδρον τόν επίσκοπον Βρεσθένης καί αρχιγραμματέα τόν Θεόδωρο Νέγρην, καταργεί
δέ τόν βαθμόν τής αρχιστρατηγίας, διά νά παύση ο Κολοκοτρώνης τού νά ήναι αρχιστράτηγος. Εις τήν δευτέραν
συνεδρίασιν καταργεί τάς Γερουσίας καί τόν Άρειον Πάγον, καί εις τήν πέμπτην αποφασίζει
νά διορίζωνται έπαρχοι εις τάς επαρχίας τού κράτους.
Εις δέ τήν νήσον Κρήτην αποφασίζει νά διορισθή αρμοστής μετά δύω συμβούλων καί θά διορισθώσιν επομένως
από τήν κυβέρνησιν, τήν οποίαν θά ιδρύσει η συνέλευσις αυτή, αρμοστής τής Κρήτης ο Εμμανουήλ Τομπάζης
καί σύμβουλοι αυτού ο Αναγνώστης Ζαφειρόπουλος καί ο Αγαμέμνων Αυγερινός.
Εις τήν δεκάτην συνεδρίασιν εψηφίσθη νά πληρώση η Πελοπόννησος τά έξοδα τών ναυτικών νήσων από τήν αρχήν
τού πολέμου έως τέλους τού 1821, καί ν' αποζημιωθή από τ' άλλα μέρη τής Ελλάδος τήν αναλογίαν των.
Οι ολιγαρχικοί ψηφίζουσιν ό,τι θέλωσιν οι ναυτικοί, διά νά τούς έχωσι βοηθούς άχρι τέλους τής συνελεύσεώς των,
εν ώ γνωρίζουσιν ότι ούτε η Πελοπόννησος θά τούς πληρώσει τίποτε, ούθ' όλον τό έθνος.
Μετά ταύτα η Β' Εθνική Συνέλευσις τών Ελλήνων διεκήρυξεν εις τό Άστρος τά εφεξής:
"Τρίτον ήδη χρόνον διαρκεί ο υπέρ ανεξαρτησίας εθνικός τών Ελλήνων πόλεμος. Ο τύραννος ούτε
κατά γήν ούτε κατά
θάλασσαν ηυδοκίμησεν. Εν ώ δ' αι τυραννοκτόνοι χείρες τών Ελλήνων έπεμψαν μυριάδας Τούρκων εις Άδου, καί φρούρια
απέκτησαν καί τήν επικράτειαν εξησφάλισαν.
Ευτύχησε τό Έθνος νά διακηρύξει εν Επιδαύρω κατά πρώτον ως Έθνος τήν ανεξαρτησίαν του, νά νομοθετήση
καί εθνικήν νά καταστήση διοίκησιν, ήδη δέ μετά δεκαέξ μήνας δευτέραν νά συγκροτήση εν Άστρει συνέλευσιν, η οποία
αφ' ού επεξειργάσθη καί επεδιώρθωσεν αναλόγως τούς καθεστώτας νόμους, διέταξε πολλά τών γενικών τού Έθνους
συμφερόντων.
Κηρύττει σήμερον κατ' επανάληψιν ενώπιον Θεού καί ανθρώπων τήν πολιτικήν τών Ελλήνων ύπαρξιν καί ανεξαρτησίαν,
διά τής οποίας τήν ανάκτησιν έχυσε τό έθνος καί χύνει αίματα ποταμηδόν μέ αμετάθετον απόφασιν όλοι οι Έλληνες ή
νά επαναλάβωμεν αυτήν κατά τ' απαράγραπτα δικαιώματά μας από τόν άρπαγα αυτής σουλτάνον καί νά ανεξαρτηθώμεν
εντελώς, έθνος χωριστόν, αυτόνομον καί ανεξάρτητον αναγνωριζόμενοι, διά τήν δόξαν τής Αγίας ημών Πίστεως
καί τήν ευτυχίαν τών ανθρώπων, ή μέ τά όπλα εις τάς χείρας όλοι οι Έλληνες νά καταβώμεν εις τούς τάφους, αλλά
Χριστιανοί καί ελεύθεροι."
Ο Μαυροκορδάτος τίθεται πάλιν επί κεφαλής τών πραγμάτων, διαδέχεται δέ τόν Νέγρην ως γενικός γραμματεύς τού
Νομοτελεστικού. Επί τής Οικονομίας διωρίσθη ο
Αναγνώστης Σπηλιωτάκης, επί τών Εσωτερικών ο
αρχιμανδρίτης Δικαίος (Παπαφλέσσας), επί τής Αστυνομίας ο
Γεώργιος Αινιάν, επί τής Θρησκείας
επεκυρώθη ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, επί τών Πολεμικών διωρίσθη επιτροπή συγκειμένη από τόν
Αναγνωσταράν, Μούρζινον καί Περραιβόν.»
Στίς 18 Απριλίου 1823, η συνέλευση όρισε ως έδρα τής διοικήσεως τήν Τριπολιτσά καί αποφασίστηκε σύγκληση νέας
εθνοσυνελεύσεως μετά από διετία. Τό Εκτελεστικό (Νομοτελεστικό) πού προέκυψε είχε πρόεδρο τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη,
αρχιγραμματέα τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί μέλη τούς πανίσχυρους κοτζαμπάσηδες
Σωτήρη Χαραλάμπη, Ανδρέα Ζαΐμη καί τόν Κεφαλονίτη Ανδρέα Μεταξά.
Η θέση τού αντιπροέδρου έμεινε κενή. Στό Βουλευτικό πρόεδρος εκλέχθηκε ο Ιωάννης Ορλάνδος καί
αντιπρόεδρος
ο επίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος. Ο έντιμος Δημήτριος Υψηλάντης δέν πήρε κανένα αξίωμα ενώ
παραγκωνίσθηκε καί ο Θεόδωρος Νέγρης, ο οποίος γι' αυτό τό λόγο προσχώρησε στό κόμμα τού
Κολοκοτρώνη καί τού Ανδρούτσου, αποφασισμένος νά εκδικηθεί τόν μέχρι τότε συνεργάτη του Μαυροκορδάτο.
Η κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στήν Τριπολιτσά πρός τό τέλος Απριλίου καί διόρισε υπουργό Εσωτερικών τόν
Γρηγόριο Δικαίο, υπουργό Οικονομίας τόν Αναγνώστη Σπηλιωτάκη, υπουργό Λατρείας τόν
επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ, υπουργό Αστυνομίας τόν Γεώργιο Αινιάν, υπουργούς Πολέμου τούς
Διονύσιο Μούρτζινο, Χριστόφορο Περραιβό
καί Αναγνώστη Παπαγεωργίου (Αναγνωσταρά), υπουργούς Ναυτικών τούς Γεώργιο Κιβωτό, Ιωάννη Λαζάρου καί
Ιωάννη Καλημέρη καί υπουργό Δικαίου τόν Γεώργιο Μπάρμπογλη.
Οι δημοκρατικοί (στρατιωτικοί) μέ πρωτεύοντες τούς Πλαπούτα, Σισίνη, Ασημάκη Φωτήλα καί Ανδρούτσο
προέτρεψαν τόν Κολοκοτρώνη νά ανατρέψει μέ τή βία τήν κυβέρνηση πού είχε εγκατασταθεί στήν Τριπολιτσά,
αλλά ο Κολοκοτρώνης δέν ήθελε νά αναλάβει τήν ευθύνη ενός εμφυλίου πολέμου. Σέ μία προσπάθεια συμφιλίωσης
τών πολιτικών αντιπάλων από τόν Μητροπολίτη Τριπολιτσάς Δανιήλ, αρραβωνιάστηκε ο μικρός γιός τού
Κολοκοτρώνη Κολίνος μέ τήν κόρη τού
Κανέλλου Δεληγιάννη, αποβλέποντας τόσο ο προεστός όσο καί ο οπλαρχηγός σέ πολιτικά οφέλη.
Η διοίκηση υπό τόν φόβο τής σύρραξης πρότεινε στόν
κυριώτερο αντίπαλό της τήν θέση τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πού είχε απομείνει κενή. Ο Κολοκοτρώνης
αποδέχτηκε τή θέση στίς 27 Μαΐου 1823, αλλά μέ αυτή του τήν ενέργεια προκάλεσε τήν δυσαρέσκεια τών οπαδών του,
οι οποίοι τήν εξέλαβαν σάν προδοτική στάση καί άρχισαν νά απομακρύνονται από κοντά του. Ακόμα καί ο γιός του Γενναίος
θά δήλωνε στόν Πλαπούτα ότι ο πατέρας του "γενόμενος σύντροφος τών κοτζαμπάσηδων καί συμπέθερος τών
Δεληγιανναίων έχασε τήν υπόληψίν του."
Ο Κολοκοτρώνης μήν διαθέτοντας πολιτικές ικανότητες ήταν σίγουρο ότι θά εφθείρετο από τή θέση πού τού προσέφεραν
οι πολιτικοί του αντίπαλοι.
«Δοθείσης όλης τής εξουσίας εις τους πολιτικούς, ηγανάκτησαν οι αποτυχόντες στρατιωτικοί
καί εμελέτησαν τήν ανατροπήν τών ψηφισθέντων διά θεμιτών καί αθεμίτων τρόπων. Ο χαρακτήρ τοιαύτης συνελεύσεως
παρείχεν οίκοθεν ικανάς λαβάς διενέξεων, καί εντεύθεν ορμώμενοι οι αποτυχόντες εβόων, ότι οι υπερισχύοντες εδέχθησαν
ως μέλη όσους δέν έπρεπε νά δεχθώσι, καί απέβαλαν όσους δέν έπρεπε ν' αποβάλωσιν. Έμεινε δέ εκτός τών πραγμάτων
παρά πάσαν ελπίδα καί ο Νέγρης, άν καί ως αρχιγραμματεύς τής συνελεύσεως συνέπραξε μετά τών υπερισχυσάντων
πολιτικών. Δέν υπέφερεν ο φιλοπράγμων καί φιλότιμος ούτος ανήρ τήν απραγμοσύνην καί ολιγώρησιν εις άς κατεδικάσθη
υπό τών φίλων του, ηνώθη μετά τών αντιπολιτευομένων, ωργάνισε τακτικώτερον τήν αντιπολίτευσιν ως σοφώτερος
αυτών καί δέν εσυστάλη νά κηρύξη άτακτα καί άνομα όσα χθες οικειοθελώς έγραψε καί υπέγραψεν ως τακτικά καί έννομα.
Υπό τήν διδασκαλίαν δέ αυτού, προσδοκώντος ευμενεστέραν τύχην παρά τών χθές αντιπάλων του, καί υπό τήν
οδηγίαν τού Κολοκοτρώνη, συνήλθαν οι αντιπολιτευόμενοι εις τό χωρίον Καρυταίνης, Σελήμναν, πρός συγκρότησιν
άλλης συνελεύσεως· παρηκολούθησαν δέ καί πάμπολλοι τών συγκροτησάντων τήν εν Άστρει ψευσθέντες
καί ούτοι τών ελπίδων των. Αλλ' η νέα κυβέρνησις, επιδεξίως πολιτευθείσα, διεσκέδασε τό εν Σιλήμνη νέφος πρίν φθάση
νά εκραγή. Κενή ήτον εισέτι η πέμπτη θέσις τού νομοτελεστικού· τήν θέσιν ταύτην επλήρωσεν αναδείξασα τόν
Κολοκοτρώνην μέλος καί αντιπρόεδρον αυτού, καί ούτως αφήρπασεν εκ μέσου τών εναντίων της τόν κομματάρχην των.
Ολίγαις δέ ημέραις πρότερον εφιλιώθησαν καί οι μέχρι τούδε διαφερόμενοι Δηληγιάνναι καί
Κολοκοτρώναι, καί εις βεβαίωσιν τής φιλιώσεώς των εσυγγένευσαν αρραβωνίσαντος τού μόλις εννεαετούς
υιού τού Κολοκοτρώνη, Κωνσταντίνου, τήν ομήλικόν του μονογενή θυγατέρα τού Κανέλλου Δηληγιάννη. Διά τού
πολιτικού τούτου συνοικεσίου, διαλυθέντος μετά ταύτα, ο μέν Κολοκοτρώνης εσκόπευε νά διαρρήξη τό αρχοντολόγιον
τής Πελοποννήσου, οι δέ Δηληγιάνναι νά ενδυναμωθώσιν επαμφοτερίζοντες.
Εν τούτοις η Πύλη παρεσκευάζετο εις καταστροφήν τών Ελλήνων. Ανεπιτήδεια εις μάχην διά τόν στενόχωρον
πλούν εντός τής ελληνικής θαλάσσης απέδειξεν η πείρα τά υπερμεγέθη πλοία· διά τούτο η Πύλη ητοίμασεν εις
έκπλουν όχι πλέον δίκροτα αλλά φρεγάτας καί άλλα μικροτέρου μεγέθους· καθαιρέσασα δέ καί από τής
αρχιναυαρχίας τόν ανάξιον Μεχμέτπασαν αντικατέστησε τόν Χουσρέφ - Μεχμέτπασαν τόν
Τοπάλην (χωλόν)· διέταξε δέ καί πάμπολλα στρατεύματα νά εισβάλωσιν εις Πελοπόννησον τά μέν διά τής
Ανατολικής Ελλάδος υπό τόν Ισούφπασαν Περκόφτσαλην, τόν άλλοτε πασάν τής Βραΐλας τόν
κυριεύσαντα τό πρώτον έτος τής επαναστάσεως τό Γαλάτσι καί τό Ιάσι, τά δέ διά τής Δυτικής Ελλάδος
υπό τόν Μουσταήμπασαν, ηγεμόνα τής Σκόδρας· παρήγγειλε καί τόν εν Πάτραις Ισούφπασαν νά
στρατολογήση καί ούτος εν τή Αλβανία καί μεταφέρη τούς στρατολογηθέντας, διά θαλάσσης εις Πελοπόννησον·
τά δέ τής Κρήτης ανέθεσεν εις τόν ηγεμόνα τής Αιγύπτου Μεχμέτ - Αλήν.
Η δέ ελληνική κυβέρνησις απεφάσισε πρός ματαίωσιν τών εκστρατειών τούτων νά συστήση δύο στρατόπεδα, τό μέν εν
Μεγαρίδι πρός απόκρουσιν τής εχθρικής εισβολής εις Ανατολικήν Ελλάδα, τό δέ περί τάς Πάτρας εις πολιορκίαν αυτών,
εις προφύλαξιν τών αρκτικών παραλίων τής Πελοποννήσου καί εις αποστολήν στρατιωτικής βοηθείας χρείας τυχούσης
κατά τήν δυτικήν Ελλάδα· πρός ευόδωσιν δέ τού σχεδίου απεφάσισε ν' αναθέση τήν αρχηγίαν τών στρατοπέδων εις τούς
νομοτελεστάς, τού μέν κατά τήν Μεγαρίδα εις τόν πρόεδρον, τόν αντιπρόεδρον καί τον Χαραλάμπην
συμπαραλαμβάνοντας καί τόν γενικόν γραμματέα εις τακτικήν ενέργειαν τής νομοτελεστικής δυνάμεως,
τού δέ περί τάς Πάτρας εις τόν Ζαήμην καί τόν Μεταξάν· νά διαμείνωσι δέ εν Τριπολιτσά παρά τώ βουλευτικώ τά υπουργεία·
δύο δέ μέλη μόνον τού επί τών πολεμικών τριμελούς υπουργείου νά παρακολουθήσωσι τό μέν τήν μίαν εκστρατείαν,
τό δέ τήν άλλην. Εψηφίσθη δέ καί έρανος καθ' όλην τήν επικράτειαν ενός εκατομμυρίου γροσίων
εις συντήρησιν τών στρατοπέδων καί εις κίνησιν πλοίων.»
«Κατά τά έτη 1823 καί 1824 η Πελοπόννησος ουδόλως υπό τών πολεμίων προσεβλήθη, ώστε
δέν εμεσολάβησεν εξωτερικός τις άμεσος κίνδυνος επιτήδειος νά κατευνάση τάς εμφυλίους διενέξεις. Οι πρόκριτοι
τών νήσων ήσαν πολύ τολμηρότεροι τών τής Πελοποννήσου προκρίτων, ο Κολοκοτρώνης πολύ απείχε τού νά έχη
τήν πραότητα καί τήν αυτάρκειαν τού Υψηλάντου καί πλήν τούτου ού μόνον δέν ετιμήθη δεόντως αλλά
καί προδήλως ηδικήθη υπό τής πρώτης Διοικήσεως, ήτις καίτοι μηδέν πράξασα χάριν τής κοινής σωτηρίας, καίτοι
ελεεινώς πλανηθείσα τήδε κακείσε από τής πρώτης εις τήν Αργολίδα εισβολής τού Δράμαλη μέχρι τέλους τού έτους,
ενόμισεν εν τούτοις εύλογον νά προσβάλη τήν φιλοτιμίαν τού υπέρ πάντας τούς άλλους πρωταγωνιστήσαντος
κατ' εκείνου τού χρόνου ανδρός.
Τό Βουλευτικόν συνελθόν άπαν εν Άστρει κατά μήνα μεσούντα Μάρτιον τού 1823 ανωμολόγησε χάριτας καί
ευγνωμοσύνην πρός τίνα; πρός τήν βουλευτικήν επιτροπήν καί τό Εκτελεστικόν καί τούς μινίστρους,
δηλαδή πρός όλους όσοι, καταφυγόντες διά τήν εισβολή τού Δράμαλη εις τάς ημιολίας (γολέτες) τών αδελφών
Κουντουριωτών
ουδέν έπραξαν. Εις τόν Κολοκοτρώνην ουδέν εξέδωκεν ευχαριστήριον καί μετ' αποδοκιμασίας καί αγανακτήσεώς τινος
ομιλεί η βουλευτική επιτροπή περί τού Δημητρίου Υψηλάντου τού μή θελήσαντος νά τήν ακολουθήση
εις τάς ημιολίας καί τάς περιπλανήσεις αυτής αλλά μείναντος εις τήν ξηράν, ίνα συναγωνισθή ως στρατιώτης μετά
τού Κολοκοτρώνη.
Η συνέλευσις κατήργησε τό μετά τήν καταστροφήν τού Δράμαλη υπό τού στρατού καί τού λαού αποδοθέν εις τόν
Κολοκοτρώνην αξίωμα τού αρχιστρατήγου, υπέκυψεν όμως εις τήν επιρροήν αυτού περί τήν εκλογήν τού
νέου Εκτελεστικού. Τό Εκτελεστικόν τούτο απηρτίσθη εκ τού
Πέτρου Μαυρομιχάλη, προεδρεύσαντος καί τής
Εθνικής Συνελεύσεως, τού Σωτηρίου Χαραλάμπη, τού Ανδρέου Ζαΐμη, τού Ανδρέου Μεταξά καί κατόπιν η πέμπτη
θέσις απεδόθη εις αυτόν τόν Κολοκοτρώνην. Επειδή δέ ο μέν Ανδρέας Μεταξάς ουδέν άλλο υπήρξε δι' όλης τής
επαναστάσεως ειμή πιστός αυτού ακόλουθος, ο δέ Μαυρομιχάλης καί ο Χαραλάμπης τάχιστα ωμοφρόνησαν
πρός αυτόν, καί προσέτι καθέδρα τής κυβερνήσεως ωρίσθη η Τρίπολις, εν ή καί περί τήν οποίαν η Κολοκοτρώνης
ήτο παντοδύναμος, ούτος απέβη κύριος τού Εκτελεστικού.
Τό Βουλευτικό κατ' αρχάς εξελέξατο πρόεδρον αυτού τόν
Ιωάννην Ορλάνδον, αλλά τή 24η Μαΐου 1823 προχειρισθέντος
τούτου αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού πρόεδρος τού Βουλευτικού εγένετο ο Μαυροκορδάτος.
Αλλ' ο Κολοκοτρώνης, όστις μεταβάντος εν αρχή Ιουνίου 1823 τού Ορλάνδου εις Λονδίνον επί τή διαπραγματεύσει τού
δανείου κατέλαβε τήν θέσιν αυτού εις τό Εκτελεστικό, μή αρκούμενος εις τούτο επέμενε προσέτι νά διορίση πρόεδρον
τού Βουλευτικού ιδικόν του άνθρωπον, εξετραχηλίσθη δέ εις τοσαύτην κατά τού Μαυροκορδάτου ύβριν καί απειλήν
ώστε ούτος, αφού εξηκολούθησεν επί τινα χρόνον επιτελών τό τού γενικού γραμματέως έργον, επί τέλους μή νομίζων
εαυτόν ασφαλή, απήλθεν εις Ύδραν, ίνα αντλήση εκείθεν δύναμιν ικανήν νά καταβάλη τόν αντίπαλον.
Τό Βουλευτικόν δέν έπαυσε τού νά αναγνωρίζη τόν Μαυροκορδάτο ως πρόεδρον καί φεύγων
διά τόν αυτόν λόγον τήν Τρίπολιν κατήλθεν εις Άργος, αλλ' από τήν Σκύλλαν έπεσεν εις τήν Χάρυβδιν.
Ο Κολοκοτρώνης, όστις ήτο κύριος
τού Ναυπλίου, είλκυσεν εντός τών τειχών αυτού τό Εκτελεστικόν, διά δέ τού Εκτελεστικού εκάλεσεν αυτόθι καί τό
Βουλευτικόν, τό οποίον όμως ηρνήθη νά υπακούση. Ο Ακροκόρινθος κατείχετο έτι έκτοτε υπό τών Τούρκων, αλλά
τήν 26ην Οκτωβρίου 1823 ο καλός κ' αγαθός Νικήτας ηνάγκασε τό φρούριον τούτο νά συνθηκολογήση καί μή
λησμονήσωμεν νά μνημονεύσωμεν σπουδαίου γεγονότος, ο Νικήτας ετήρησε τήν συνθήκην καί τήν τιμήν τού ελληνικού
ονόματος.»
Τουρκικές επιχειρήσεις (1823)
Η ανυπακοή καί η απειθαρχία τών γενιτσάρων ήταν από τά μεγαλύτερα προβλήματα πού
αντιμετώπιζε ο Μαχμούτ Β' στό εσωτερικό τού κράτους του καί γι' αυτό σκεφτόταν νά διαλύσει τά
τάγματά τους καί νά δημιουργήσει τακτικό στρατό, στά πρότυπα τών ευρωπαϊκών κρατών.
Οι γενίτσαροι
πλέον δέν ήταν οι παλαιοί πολεμιστές πού έτρεχαν πρώτοι στά πεδία τών μαχών, εξασφαλίζοντας
στήν αυτοκρατορία μεγάλες νίκες. Κληρονόμοι μόνο τής δόξας καί τής περιουσίας τών προγόνων τους,
διήγαγον πολυτελή καί διεφθαρμένο
βίο γεμάτο καταχρήσεις, ηδονές καί απολαύσεις. Τό μαχητικό τους πνεύμα καί τή σκληρότητά τους τά επιδείκνυαν μόνο
εναντίον τού άμαχου χριστιανικού πληθυσμού τής Κωνσταντινούπολης, πολύ μακρυά από τίς εστίες τής φωτιάς τής
επανάστασης.
Ο αιμοβόρος σουλτάνος, από τό φόβο τών γενιτσάρων πού διατηρούσαν ακόμα τή δύναμή τους στήν πρωτεύουσα
τού κράτους του,
αντικατέστησε όλους τούς υψηλόβαθμους αξιωματούχους, ενώ καρατόμησε καί τόν πιό έμπιστο σύμβουλό του Χαλέτ
εφέντη, ο οποίος ήταν ο μεγαλύτερος πολέμιος τών γενιτσάρων. Στή συνέχεια ετοιμάστηκε νά ξαναθέσει τέρμα στήν
επανάσταση τών ραγιάδων. Δύο στρατιές θά διέσχιζαν τήν Ανατολική καί τή Δυτική Ρούμελη καί θά κατευθύνονταν πρός
τόν Ισθμό τής Κορίνθου καί τόν πορθμό τού Ρίου αντίστοιχα, έχοντας παράλληλα τήν υποστήριξη τού στόλου, πού θά
ξεκινούσε από τό ναύσταθμο τού Ντολμά Μπαχτσέ (βυζαντινό Διπλοκιόνιον).
Μετά τήν αυτοκτονία τού Χουρσήτ πασά, είχε διορισθεί
αρχιστράτηγος (σερασκέρης) καί βαλής τής Ρούμελης ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς.
Τή θέση τού Δράμαλη τήν πήρε ως σερασκέρης καί βαλής τού Μοριά ο Γιουσούφ πασάς Περκόφτσαλης, ο οποίος
καί διατάχθηκε νά διασχίσει μαζί μέ τόν Σελίμ πασά τής Αδριανουπόλεως τήν Ανατολική Στερεά καί νά
υποτάξει τήν Πελοπόννησο.
Ο Περκόφτσαλης ήταν πρώην διοικητής τής Βραΐλας καί ήταν αυτός πού είχε κυριεύσει τό Γαλάτσι καί τό Ιάσιο
στόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης.
Ο πασάς τής Σκόδρας Μουσταής πασάς
αντιστοίχως, θά έπρεπε νά υποτάξει τή Δυτική Στερεά καί σέ συνεργασία μέ τόν πασά τών Ιωαννίνων
καί τού Δελβίνου Ομέρ Βρυώνη
νά οργανώσει εκστρατεία γιά νά καταπνίξει τήν επανάσταση στήν Πελοπόννησο. Ο Μουσταής
συγκέντρωσε στήν Αχρίδα μουσουλμάνους Γκέκηδες, οι οποίοι θά αποτελούσαν τήν αιχμή τού δόρατος τού στρατού του.
Ο Γιουσούφ πασάς, διοικητής τής πόλης τών Πατρών έκανε
στρατολογία στήν Αλβανία καί φιλοδοξούσε μέ τή σειρά του νά γίνει καί αυτός πορθητής τού Μοριά. Οι επιτυχίες του
τόν είχαν ανεβάσει ψηλά στήν εκτίμηση τής Πύλης. Αντίθετα ο Ομέρ
Βρυώνης πού είχε πέσει σέ δυσμένεια από τόν σουλτάνο καί κινδύνευε νά χάσει τό κεφάλι του, έκανε ότι ήταν δυνατό
νά αποτύχουν καί οι επόμενοι επίδοξοι πασάδες στήν αποστολή τους, ώστε νά μήν τόν θεωρήσει ο σουλτάνος
μοναδικό ανίκανο νά καταστείλει τήν επανάσταση στή Δυτική Ρούμελη. Έτσι ο Ομέρ Βρυώνης προέτρεψε τούς Αλβανούς
ατάκτους νά ζητήσουν προκαταβολικά τούς μισθούς τους από τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν εκείνη τήν
εποχή στόν Κραβασαρά καί ειδοποίησε τόν Μάρκο Μπότσαρη
νά κάνει μία επίθεση στήν τουρκική οπισθοφυλακή πού βρισκόταν στήν Βόνιτσα καί νά καταστρέψει όλες τίς αποθήκες μέ
τά τρόφιμα καί τά πυρομαχικά, πού είχε συγκεντρώσει ο διοικητής τών Πατρών. Ο Γιουσούφ πασάς μετά
τήν καταστροφή τών προμηθειών του καί τήν λιποταξία τών Αλβανών, οι οποίοι τού άρπαξαν καί ολόκληρο τόν
προσωπικό του θησαυρό, επέστρεψε ταπεινωμένος στήν Πάτρα.
Όσον αφορά τήν Κρήτη, η υποταγή της ανατέθηκε στόν πανίσχυρο ηγεμόνα τής Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή,
ο οποίος ήταν από τούς ικανότερους ηγεμόνες τής εποχής καί είχε μετατρέψει τήν Αίγυπτο σέ μία πανίσχυρη
περιφερειακή δύναμη. Ο ναύαρχος Γιβραλτάρ θά αναλάμβανε τόν επισιτισμό τών τουρκικών φρουρίων στό νησί
τού Μίνωα.
Η αρχηγία τού οθωμανικού στόλου δόθηκε στόν Χοσρέφ Μεχμέτ πασά τόν επονομαζόμενο Τοπάλ (κουτσό).
Ο Τούρκος καπουδάν πασάς πλέον δέν είχε στήν διάθεσή του τεράστια δίκροτα, τά οποία ήταν ευάλωτα στίς επιθέσεις
τών πυρπολικών, αλλά μικρότερες φρεγάτες καί κορβέτες. Ο Χοσρέφ ήλπιζε μέ ήπια μέσα νά υποτάξει τούς Έλληνες
καί είχε δώσει υποσχέσεις στούς ξένους διπλωμάτες ότι δέν θά διέπραττε σφαγές στούς πληθυσμούς τών ελληνικών
νησιών όπως είχε κάνει ο προκάτοχός του.
Στίς 24 Απριλίου 1823, ο τουρκικός στόλος εν μέσω κανονιοβολισμών ξεκίνησε από τόν Βόσπορο, γιά νά καταπνίξει
τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων ζορμπάδων. Ο Χοσρέφ καπουδάν πασάς
πέρασε τά Δαρδανέλλια καί αγκυροβόλησε
στήν Τένεδο, όπου τόν περίμενε μία αλγερινή μοίρα. Στή συνέχεια ο ενωμένος μουσουλμανικός
στόλος παρέλαβε από τίς ακτές τής Λέσβου καί τής Χίου τά στρατεύματα
πού είχαν έρθει από τά μικρασιατικά παράλια καί κινήθηκε πρός
τήν Εύβοια, χωρίς νά προβεί σέ καμμία εχθρική ενέργεια κατά τών νησιών, όπως είχε διαβεβαιώσει ο Χοσρέφ
τούς Ευρωπαίους πρεσβευτές καί τόν Γάλλο ναύαρχο Δεριγνύ (de Rigny). Ήδη η κοινή γνώμη στήν Ευρώπη
πίεζε τίς κυβερνήσεις ώστε νά λάβουν μία πιό ευνοϊκή
στάση υπέρ τών Ελλήνων καί αυτή η πίεση είχε αρχίσει νά αποδίδει καρπούς.
Ο Χοσρέφ πασάς όμως όπου δέν γινόταν αντιληπτός θά εφάρμοζε τήν τακτική πού αρμόζει σέ κάθε Τούρκο
τής εποχής
όταν αντιμετώπιζε τούς αμάχους Χριστιανούς: "φωτιά καί σίδερο."
Οι 4000 άνδρες πού αποβίβασε στήν νότια Εύβοια,
διέλυσαν τό στρατόπεδο τού Κριεζιώτη πού είχε στηθεί έξω από τό κάστρο τής Καρύστου
καί ξεχύθηκαν στήν ύπαιθρο καίγοντας τά ρωμέϊκα χωριά,
σκοτώνοντας τούς άνδρες, αρπάζοντας τά παιδιά καί βιάζοντας τίς γυναίκες.
Ο Τομαράς καί ο Καμπιώτης, πού μέ τά λιγοστά παλληκάρια τους πρόβαλαν αντίσταση στούς μουσουλμάνους,
ενώ υποχωρούσαν πρός τήν Κύμη βρήκαν τόν θάνατο.
Τό στρατόπεδο τού Διαμαντή στά Βρυσάκια Χαλκίδος έμεινε ακλόνητο παρά τίς λυσσαλέες
επιθέσεις τών Τούρκων
καί τών Αλγερινών. Ο Γάλλος ναύαρχος Δεριγνύ θά έγραφε ειρωνικά στό ημερολόγιό του:
"Υπήρξα μάρτυρας τής μετριοπάθειας τού Οθωμανού πασά. Οι φλόγες τών σαράντα χωριών πού καίονταν φώτιζαν
όλη τή νύχτα τά πλοία μας. Περιμαζέψαμε πολλούς δυστυχισμένους, οι οποίοι στοιβάζονταν σέ εύθραστα πλεούμενα
καί έπλεαν θεονήστικοι μέσα στή θάλασσα."
«Εν ώ δέ η ελληνική κυβέρνησις κατεγίνετο σχεδιάζουσα τά τής εκστρατείας, ο εχθρικός στόλος
εκ 15 φρεγατών, 13 κορβεττών, 12 βρικίων καί 40 φορτηγών, εξέπλευσε τού Ελλησπόντου υπό τόν Χουσρέφην τήν 11η
Μαΐου 1823, καί παραλαβών κατά τά Μοσχονήσια καί τόν Τσεσμέν δεκακισχιλίους ασιανούς, καί ακολουθούμενος υπό
τού αλγερινού στολίσκου, όν συνήντησεν έξωθεν Χίου καί Μυτιλήνης, έρριψε τήν 23ην Μαΐου 1823 άγκυραν
έμπροσθεν τής Καρύστου.
Οι κάτοικοι τής Ευβοίας Χριστιανοί, αφ' ού ανεχώρησαν εκείθεν οι Αρειοπαγίται, εσύστησαν τοπικήν διοίκησιν καί
διετήρουν καί δύο στρατόπεδα, οι μέν τού βορείου μέρους υπό τόν Διαμαντήν εις πολιορκίαν τής Χαλκίδος, οι
δέ τού ανατολικού υπό τόν Κριεζώτην εις πολιορκίαν τής Καρύστου. Ο οπλαρχηγός ούτος εμπόδισε τάς συχνάς
καί ακωλύτους τών εν τώ φρουρίω τής Καρύστου εξόδους, συνήψε τήν 5ην Μαΐου μάχην τρείς ώρας μακράν αυτής
κατά τό Βατίσι, ενίκησε, καί έστειλε 50 κεφαλάς εις Αθήνας καί 3 αιχμαλώτους, ούς οι Αθηναίοι λιθοβολούντες
εθανάτωσαν. Έκτοτε οι εχθροί εκλείσθησαν εν τώ φρουρίω, καί πάσχοντες σιτοδείαν εκινδύνευαν νά παραδοθώσιν.
Αλλ' ο φανείς στόλος απήλλαξεν αυτούς τών δεινών καί εματαίωσε τούς αγώνας τού Κριεζώτη· διότι τετρακισχίλιοι
αποβιβασθέντες διέλυσαν διά τής συνδρομής τών εν τώ φρουρίω, τό ελληνικόν στρατόπεδον, έδωκαν τοίς εν αυτώ
τροφάς, καί οι μέν διεσπάρησαν διά ξηράς εις τά χωρία, οι δέ περιέπλεαν τά παράλια καίοντες, φονεύοντες καί
αιχμαλωτίζοντες. Εστάλησαν δέ καί επί 14 φορτηγών πρός τούς εν τή Χαλκίδι τροφαί καί πολεμοφόδια, αλλά τό υπό
τόν Διαμαντήν στρατόπεδον διέμεινεν αδιάλυτον.
Ο δέ στόλος, εκτελέσας ό,τι εσκόπευε, διέπλευσεν ησύχως τόν μεταξύ Ύδρας καί Πελοποννήσου πορθμόν, ανεκώχευσεν
έξωθεν τής Κορώνης καί Μοθώνης, επεσίτισε τά φρούρια εκείνα, καί αφ' ού απεκόπη μία μοίρα καί έπλευσε πρός τήν
Κρήτην, ο λοιπός εκ 46 πολεμικών καί πολλών φορτηγών ηγκυροβόλησε τήν 6ην Ιουνίου 1823 έμπροσθεν τών Πατρών·
καθ' όλον δέ τόν πλούν δέν συνήντησε τόν ελληνικόν, διότι ούτος επί υποθέσει ότι ο τουρκικός εσκόπευε νά προσβάλη
τήν Σάμον ή τά Ψαρά, έπλεε πρός εκείνα τά μέρη· μαθών δέ ότι αφίχθη εις Πελοπόννησον, επανέπλευσεν εις τά ίδια.»
Ο Χοσρέφ μέ τόν στόλο του αφού ενίσχυσε τήν φρουρά στήν Εύβοια, πέρασε ανενόχλητος έξω
από τήν Ύδρα, τροφοδότησε
τά κάστρα τής Μεθώνης καί τής Κορώνης καί αγκυροβόλησε τελικά στό λιμάνι τών Πατρών.
Ο ελληνικός στόλος ελλείψει
χρημάτων δέν τόν ακολούθησε, ενώ οι Υδραίοι καί οι Σπετσιώτες ναυτικοί, σέ αντίθεση μέ τούς συναδέλφους τους
Ψαριανούς, εάν δέν έπαιρναν προκαταβολικά τούς μισθούς τους δέν αποφάσιζαν νά μπαρκάρουν.
Τό Εκτελεστικό
δέν κατάφερε νά συγκεντρώσει χρήματα από τούς Πελοποννησίους όπως είχε υποσχεθεί στούς νοικοκυραίους
τής Ύδρας, αλλά ούτε καί από τά υπόλοιπα νησιά τού Αιγαίου, στά οποία επικρατούσαν οι
"Γραικοί τουρκολάτραι καί οι Λατίνοι", οι οποίοι προτιμούσαν νά προσκυνήσουν τόν Τούρκο, παρά νά πληρώσουν φόρους γιά τήν ενίσχυση τού
ελληνικού στόλου.
Η στάση τών Ψαριανών ήταν αξιοζήλευτη. Άν καί ζούσαν σέ ένα πάμφτωχο καί ξερό τόπο, είχαν καταφέρει νά
δημιουργήσουν μία πολεμική μηχανή, η οποία όχι μόνο σκορπούσε τόν τρόμο στόν εχθρικό στόλο, αλλά σέ
συνεργασία μέ τούς Κλέφτες τού Ολύμπου, πραγματοποιούσε επιδρομές στά παράλια τής
Μικράς Ασίας καί τής Μακεδονίας.
Σέ μία επιχείρηση μέ επικεφαλής τόν Γεώργιο Σκανδάλη επιχείρησαν νά επιτεθούν
στήν πόλη Τσανταρλί πού βρίσκεται
σέ έναν κολπίσκο νοτιοανατολικά τής Περγάμου. Η
επιδρομή είχε καθαρά λεηλατικό χαρακτήρα καί θά έπαιρναν μέρος 150 μικρά πλοιάρια. Τό χάραμα τής 6ης Ιουνίου 1823,
οι επιδρομείς βγήκαν στήν παραλία τού κόλπου καί λεηλάτησαν τά απέναντι χωριά Αράπ Τσιφλίκ καί Αλή αγά, επειδή
η πόλη τού Τσανταρλί ήταν καλά οχυρωμένη από τήν τουρκική φρουρά. Μαζί μέ τά χιλιάδες ζώα πού άρπαξαν οι Ψαριανοί,
τούς ακολούθησαν καί 120 ελληνικές οικογένειες, οι οποίες εγκατέλειψαν τίς εστίες τους γιά νά εγκατασταθούν στά Ψαρά.
Τήν επόμενη ημέρα, οι Έλληνες πολιόρκησαν καί τό καλά οχυρωμένο Τσανταρλί καί τό κατέλαβαν μέ
σημαντικές όμως απώλειες. Η
πόλη πυρπολήθηκε καί λεηλατήθηκε, ενώ εσφάγησαν πολλοί άμαχοι. Τά πλούτη πού αποκόμισαν ήταν
πολλά, αλλά η πλεονεξία τών Ελλήνων κουρσάρων
ήταν μεγαλύτερη καί λίγο έλλειψε νά δημιουργηθεί σύρραξη μεταξύ τους γιά τήν διανομή τών λαφύρων.
«Ο Ανδρέας Λευθεράκη πληροφορηθείς από δύω συντρόφους του Φωκιανούς, ότι κιρβάνια
(καραβάνια) καί διαβάται διαβαίνουσι παρά τήν θάλασσαν κατά τόν μυχόν (εσώτατο μέρος) τού κόλπου Τσαταρλί,
πηγαινοερχόμενα εις Σμύρνην καί εις
άλλα μέρη, καί ιδών ότι εκεί δύνανται νά συλλάβωσι τά κιρβάνια καί τούς διαβάτας, ανεχώρησε πρός τόν σκοπόν τούτον
από Ψαρά μέ τό μίστικόν του καί απελθών εις τόν κόλπον τού Τσαταρλί, ηγκυροβόλησε εις
νησίδιον ονομαζόμενον Πλατύ.
Απεβίβασε δέ εις τήν ξηράν δώδεκα άνδρας οπλισμένους, συμπεριλαμβανομένων καί τών Φωκιανών.
Διελθόντες ωρών διάστημα έφθασαν εις τόν δρόμον καί κατέλαβον τάς θέσεις στήσαντες ενέδρας. Περί τάς δύο μετά
μεσονύκτιον ήκουσον ποδοβολητόν ζώων καί τόν κτύπον τών κωδωνίων καί εννόησαν ότι ήτο τό κιρβάνιον.
Άμα δ' έφθασεν αυτό εκτύπησαν τήν εμπροσθοφυλακήν συγκειμένην από οκτώ ιππείς καί εφόνευσαν τούς έξ καί
καταδιώξαντες καί τήν οπισθοφυλακήν συγκειμένην από επτά ιππείς, έμεινεν απροστάτευτον τό κιρβάνιον εις τήν
εξουσίαν των. Κατέλαβον λοιπόν αυτό συγκείμενον από τριάκοντα τρία ζωά φορτηγά, κατεβίβασαν αυτά εις τήν θάλασσαν
καί έλαβον τά φορτία των εις τό μίστικον.
Ο Αναγνώστης Σαρρηγιάννης παραπλέων εις τήν Κάνην ημέρας τρείς καί μή ευρίσκων λείαν
απεφάσισε νά διέλθη τήν
παραλίαν μέχρι τών Κυδωνιών, πλησιάσας εις τό Αγιασμάτι, εις τό οποίον είχον οι Οθωμανοί κανονοστάσιον από πέντε
πυροβόλα, εισήλθε νύκτα εις τόν λιμένα, εξήγαγεν επτά καΐκια, τά έξ φορτωμένα σίτον, τό δέ έν κενόν, καί μετενεγκών
αυτά εις Ψαρά, τά παρέδωκεν εις τήν Βουλήν.
Ο Δημήτριος Καλημέρης, Δημήτριος Ταβερνάρης καί Δημήτριος Γιαλουράκης συμφωνήσαντες απέπλευσαν από Ψαρά
καί απήλθον εις τό καστέλι Σμύρνης. Ελθόντες εις Βρουλά (Βρυούλα) απεφάσισαν νά εξαγάγωσι τά εις τόν λιμένα καΐκια. Άμα λοιπόν
επήλθεν η νύξ τό μέν μίστικον τού Ταβερνάρη, ως μικρότερον, εισήλθεν εντός τού λιμένος, τά δέ άλλα δύο εστάθησαν
εις τό στόμιον αυτού πυροβολούντα καί εξήγαγον καΐκια ένδεκα εκ τών οποίων τά εννέα ήσαν κενά, τά δέ δύω
φορτωμένα σταφίδα.
Ο Ιωάννης Κυπαρίσσης καί ο Δημήτριος Λουμάκης μέ τά μίστικά των καί μέ τό μίστικον τού Ζαχαριά Μαυρομμάτη,
διαπλέοντες απήλθον έξωθεν τού λιμένος Μελί. Είδον εις τήν πεδιάδαν Οθωμανούς συνάζοντας τά προϊόντα των,
βαμβάκια καί σταφίδας, καί ανυψώνοντας αυτά εις σωρούς, αποσυρθέντες απήλθον εις τό μίστικον καί συνεννοηθέντες
καί μέ τά άλλα μίστικα, απεβιβάσθησαν τά πληρώματα μετά τών πλοιάρχων ωπλισμένα καλώς καί εισήλθον νύκτα
εις τό μέρος όπου ήσαν τά βαμβάκια καί αι σταφίδες, σελήνης ούσης. Οι εκεί Οθωμανοί ακούσαντες τόν κρότον ανεχώρησαν,
οι δέ καταδρομείς ευρόντες τούς σάκκους τών Οθωμανών εκεί μετέφερον τά προϊόντα ταύτα εις τά πλοία των
καί αναχωρήσαντες ήλθον εις Ψαρά.»
Αξίζει νά μνημονεύσουμε ένα άλλο περιστατικό μέ ήρωες Ψαριανούς. Ένα αυστριακό πλοίο τούς είχε συλλάβει
στόν κόλπο τής Σμύρνης
καί τούς είχε παραδώσει στόν διοικητή τής Σμύρνης. Αυτός τούς έδεσε μέ αλυσίδες καί τούς έβαλε σέ μία αλαμάνα
(είδος πλοιαρίου) γιά νά τούς μεταφέρει στίς τρομερές φυλακές τής Πόλης πού τότε ονομάζονταν "Μπάνιον".
Μόλις έφθασαν έξω από τή συνοικία Άγιος Στέφανος
τής Πόλης, οι φυλακισμένοι κατάφεραν νά λυθούν, αιφνιδίασαν στόν ύπνο τούς δεσμώτες τους καί τούς σκότωσαν όλους.
Αφού ξεγλύστρησαν μέσα από τά δεκάδες εχθρικά πλοία κατάφεραν νά εξέλθουν από τόν Ελλήσποντο καί νά φθάσουν
σώοι καί αβλαβείς στήν πατρίδα τους τά Ψαρά.
Ήττες τών Ελλήνων στή Στερεά, τήν Εύβοια καί τή Θεσσαλία
Στήν Ανατολική Ρούμελη, όπως είδαμε, τό προηγούμενο έτος είχε γίνει ψεύτικη ανακωχή (καπάκια)
μεταξύ τού Οδυσσέα Ανδρούτσου καί
τού Κιοσέ Μεχμέτ πασά, κάτι πού συνήθιζαν οι κλεφταρματολοί τήν περίοδο τής τουρκοκρατίας μέχρι νά
ανασυγκροτήσουν τίς δυνάμεις τους. Ο Κιοσέ Μεχμέτ, βλέποντας ότι ο Ανδρούτσος δέν είχε κάνει τίποτα από όσα
τού είχε υποσχεθεί, εξαπέλυσε δέκα χιλιάδες Τουρκαλβανούς μέ αρχηγούς τόν
Περκόφτσαλη καί τόν Σαλίχ πασά, οι οποίοι ανεμπόδιστα κατέλαβαν τίς
μεγάλες πόλεις. Όσο οι Έλληνες είχαν τήν προσοχή τους στραμμένη στά διαδραματιζόμενα στό Άστρος, οι Τούρκοι
χωρισμένοι σέ δύο ομάδες, η μία μέ κατεύθυνση τά Σάλωνα καί η άλλη τή Θήβα, ερήμωναν τήν
Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Οι κάτοικοι έφευγαν κυνηγημένοι, άλλοι στίς απρόσιτες βουνοκορφές καί τά
σπήλαια καί άλλοι στήν Πελοπόννησο. Μόνο λίγους Τούρκους τής εμπροσθοφυλακής τού εχθρικού στρατού
σκότωσαν ο Πανουργιάς καί ο Σκαλτσοδήμος. Στίς 7 Ιουνίου 1823, οι Τούρκοι έκαψαν τή
Μονή Ιερουσαλήμ στή
Δαύλεια καί στίς 10 Ιουνίου τήν Αράχωβα καί τό Καστρί (Δελφοί).
Στίς 14 Ιουνίου 1823, ο τουρκικός στρατός έφθασε στό μοναστήρι τού Οσίου Λουκά. Μερικοί από τούς μοναχούς
πρόλαβαν νά φύγουν διασώζοντας πολύτιμα σκεύη καί βιβλία καί κατέφυγαν στήν Αίγινα. Όσοι όμως απέμειναν,
κακοποιήθηκαν καί έγιναν μάρτυρες οικτρών βανδαλισμών. Τό ξυλόγλυπτο τέμπλο τής εκκλησίας πυρπολήθηκε,
οι τοιχογραφίες βεβηλώθηκαν καί τά επιχρυσωμένα ψηφιδωτά ξηλώθηκαν. Οι μουσουλμάνοι εισβολείς έμειναν
αρκετές ημέρες στή μονή μέχρι πού ξέσπασαν μολυσματικές ασθένειες καί αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν.
Ο Ανδρούτσος επέστρεψε από τό Άστρος Κυνουρίας καί μέ 500 άνδρες προχώρησε στή Βοιωτία,
όπου βρήκε όλους
τούς χωρικούς διασκορπισμένους καί μέ πολύ δυσκολία κατάφερε νά συγκεντρώσει άλλους 100 άνδρες γιά νά αρχίσει
τόν κλεφτοπόλεμο καί νά παρενοχλεί τούς εχθρούς εξορμώντας από τίς πλαγιές τού
Παρνασσού καί τού Ελικώνα.
Ο Παπά Αντριάς μέ άλλους καπεταναίους είχε καταλάβει τά στενά τής Φοντάνας εμποδίζοντας τήν επικοινωνία τού
Περκόφτσαλη μέ τό Ζητούνι. Στίς 7 Ιουλίου 1823, ο Ανδρούτσος σέ μία νυκτερινή επίθεση εναντίον ενός μικρού
εχθρικού στρατοπέδου στίς όχθες τού Κηφισού στή θέση Καπούρνα, διασκόρπισε τόν εχθρό, αποκομίζοντας πολλά εφόδια
καί λάφυρα φορτωμένα σέ καμήλες καί μουλάρια.
Σέ επανειλημμένες εκκλήσεις του πρός τούς Πελοποννησίους, μάταια ο Ανδρούτσος ζητούσε ενισχύσεις καί
χρήματα γιά νά στρατολογήσει τούς κατοίκους. Ανεμπόδιστος ο Περκόφτσαλης συνέχισε νά καίει τόν κάμπο
τής Θήβας καί τά χωριά τής Λιβαδειάς καί στίς 19 Ιουλίου 1823 πέρασε στήν Εύβοια, γιά νά ενισχύσει
τόν διοικητή τής Καρύστου Ομέρ μπέη.
Ο Διαμαντής πού
είχε αντέξει στίς αρχικές επιθέσεις τών Τούρκων, δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει τόν Περκόφτσαλη όταν εμφανίστηκε
στήν πεδιάδα τών Ψαχνών καί διέλυσε τό
στρατόπεδό του στά Βρυσάκια. Εκτός από τούς Τούρκους είχε νά αντιμετωπίσει καί τούς ντόπιους
οπλαρχηγούς Τομαρά, Χαλκιά
καί Βερούση, τούς οποίους υποκινούσε εναντίον του ο Ανδρούτσος. Μάλιστα αυτό πού δέν έκαναν οι Τούρκοι τό
έκαναν οι Έλληνες οπλαρχηγοί. Επιτέθηκαν στό σπίτι τού Διαμαντή, στό Ξηροχώρι (Ιστιαία)
καί παραλίγο νά αιχμαλωτίσουν τήν γυναίκα του.
«Μετά τήν διάλυσιν τής Εθνοσυνελεύσεως εις τό Άστρος, ο Οδυσσεύς επέστρεψεν εις Αθήνας,
όπου εύρε τά πράγματα τής Ανατολικής Ελλάδος συγχισμένα καί κατατεταραγμένα διά τήν εις τήν Βοιωτίαν εισβολήν
νέου σώματος Τούρκων από 23000, υπό τήν διοίκησιν τού Περκόφτσαλη πασά. Οι εχθροί ούτοι εστρατοπέδευον εις
τό Καλαμάκι τής Λεβαδείας κατά τό έαρ τού 1823 ερημώνοντες τήν Βοιωτίαν. Ο λαός
απελπισθείς εκ τής απουσίας
τού Οδυσσέως, ήτο διεσκορπισμένος εις τά υψηλότερα όρη καί τά δάση.
Οι δέ Αθηναίοι, αγνοούντες τόν σκοπόν τού πασά,
δικαίω τώ λόγω υπώπτευον τήν εισβολήν του εις τήν Αττικήν καί τήν πολιορκίαν τής Ακροπόλεως.
Διά τάς εις τήν Πελοπόννησον ταραχάς καί ασυμφωνίας καί διά τήν ολίγην επιρροήν τής νέας κυβερνήσεως,
εφαίνετο αδύνατον νά σταλώσι πελοποννησιακά στρατεύματα πρός βοήθειαν τής Ρούμελης κατ' αυτό τό έτος.
Εις τήν δεινήν ταύτην περίστασιν όλος ο λαός επροσηλώθη εις τόν Οδυσσέα διά τήν σωτηρίαν του. Αλλ' αυτός
διά νά κινήση τόν στρατόν του εις τήν νέαν εκστρατείαν, εβιάζετο νά τόν εξοικονομήση χρηματικώς, καί
δι' έλλειψιν εθνικού ταμείου εζήτησεν από τήν επαρχίαν τών Αθηνών 500 μισθούς, αναδεχόμενος ούτω τό
βάρος τής υπερασπίσεως τής Ανατολικής Ελλάδος.
Ελθών ο Οδυσσεύς εις τήν Βοιωτίαν, εύρε τά προηγουμένως αφεθέντα αποσπάσματά του κατατρεγμένα
καί διεσκορπισμένα ένθεν κακείθεν από τούς Τούρκους, τάς επαρχίας κενάς ανθρώπων, καί τό πλείστον μέρος
τούτων μεταβιβασθέν εις τήν Πελοπόννησον καί τάς νήσους τού Αιγαίου, διά ν' ασφαλίσουν τάς οικογενείας των.
Εις τοιαύτην πραγμάτων κατάστασιν μόλις εδυνήθη νά συνάξη εκατόν έτι άνδρας, έτοιμους νά τόν
ακολουθήσωσιν εντεύθεν. Ευχαριστήθη προσωρινώς εις τό σχέδιον τού νά εμποδίζη οπωσούν τούς Τούρκους από
τά ριζώματα τών ορέων, διά νά μήν εκτείνονται, βλάπτοντες περισσότερον.
Ο Περκόφτσαλης πασσάς, αφού δέν έμεινεν άλλο τι νά φθείρη τήν Λεβαδείαν, εβάδισε διά τήν Χαλκίδα,
επομένως επροχώρησε εις τήν Παγώντα, όπου
ήτον τά ελληνικά οχυρώματα διευθυνόμενα παρά τού οπλαρχηγού Σταύρου Βασιλείου. Κατά τήν πρώτην ημέραν
(27 Ιουλίου 1823) τής προσβολής τών Τούρκων οι Έλληνες υπερασπίσθησαν μέ μεγάλην γενναιότητα
τήν θέσιν των. Πεντάκις ώρμησαν οι εχθροί, αλλ' ο Σταύρος Βασιλείου
(από τό Αργυρόκαστρο τής Ηπείρου),
παντού άγρυπνος εμψύχωνε διά τού παραδείγματός του τούς Έλληνας, οι οποίοι άν καί 600 μόλις υπάρχοντες εις
τούς δύω προμαχώνας, εθέριζαν κατ' αρέσκειαν τό πλήθος τών Τούρκων.
Η μάχη αυτή διήρκεσεν από πρωΐας έως μιάς ώρας μετά τήν δύσιν τού ηλίου. Εκ τών Τούρκων εφονεύθησαν 2500,
(υπερβολικός αριθμός) Έλληνες δέ 16. Οι πρώτοι απελπισθέντες υπεχώρησαν πρός τήν Χαλκίδα, στερηθέντες τούς
σημαντικωτέρους αξιωματικούς καί μπέϊδας, καί φέροντες πληγωμένους παμπόλλους. Οι
δέ Έλληνες, πλήρεις χαράς, ανυπόμονοι επερίμενον τούς εχθρούς καί τήν αύριον.
Αλλά τό ζηλότυπον καί ο φθόνος τών ανθρώπων τί δέν κάμει! Ευρεθέντες κατά δυστυχίαν εις τό
στρατόπεδον δύω Λεβαδείται, ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας καί ο Βασίλειος Μπούσγος, εφθόνησαν τόν
αρχηγόν τής θέσεως Σταύρο Βασιλείου, καί απεφάσισαν νά διαλύσωσι τήν νύκτα εκείνην τό στρατόπεδον.
Ενώ δέ τότε είχε φθάσει εις τό χωρίον Άγιος ο πολιτάρχης Διαμαντής Ολύμπιος, ο αρχηγός τού στρατού, έχοντας
ανάγκην από πολεμοφόδια, σκοπόν είχε νά ζητήση απ' αυτόν διά νά οικονομηθή πρός καιρόν, έως νά φθάσωσι
τά παρά τού επάρχου Κωλέττη στελλόμενα από Ξηροχώρι, κατορθώνει ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας
καί προλαμβάνει τόν Διαμαντήν, παραγγείλας εις τόν Μπούσγον, ότι όταν παρέλθωσι τρείς ώραι, ν' αυτομολήση αυτός,
μ' όσους άλλους δυνηθή. Κατ' αυτόν τόν τρόπον ο μέν Μήτρος ενήργησε νά μή λάβη ο Σταύρος Βασιλείου
πολεμοφόδια, ο δέ Μπούσγος, ψιθυρίζων τόν ένα καί άλλον, ενέπνευσε φόβον εις πολλούς, ότι μήν έχοντες φυσέκια χάνονται,
άμα οι Τόυρκοι έλθωσι πολλά πρωΐ καί πρώτος αφήσας τήν θέσιν του, φεύγει παρακολουθούμενος καί από τούς
άλλους. Ο λοιπός στρατός βλέπων τήν διά νυκτός φυγήν τούτων καί αγνοών τήν ραδιουργίαν, εμιμήθη
τό παράδειγμά των.
Οι Τούρκοι βλέποντες τούς Ρωμαίους φεύγοντας άνευ ανάγκης τό πρωΐ, κατ' αρχάς ενόμισαν
στρατήγημα τό τοιούτον. Πληροφορηθέντες έπειτα τήν αλήθειαν, εισέβαλον ακωλύτος εις τήν επαρχίαν τού
Ξηροχωρίου καί αφάνισαν αυτήν διά τού σιδήρου καί τού πυρός.»
Ο Διαμαντής πρόλαβε καί εγκατέλειψε τήν Εύβοια μέ καΐκι, τό οποίο τόν αποβίβασε στήν
Σκιάθο, τερματίζοντας έτσι
τίς επαναστατικές κινήσεις στήν Εύβοια. Η διχόνοια, η απειθαρχία καί οι μικρότητες,
πολύ περισσότερο από ότι οι επιθέσεις τού εχθρού, έφεραν τήν ήττα στό Γριπονήσι. Ο Κολοκοτρώνης θά
επαναλάμβανε πολλές φορές στά απομνημονεύματά του ότι εάν οι Έλληνες συνέχιζαν νά πολεμούν μέ ομόνοια, όπως
έκαναν τόν πρώτο χρόνο τής επανάστασης, τότε θά είχαμε πάρει ακόμα καί τήν Πόλη.
Μετά τήν πτώση τής Εύβοιας δημιουργήθηκε μία επικίνδυνη κατάσταση γιά τό Τρίκερι, τό οποίο
ήταν η μόνη πολεμική εστία τής Θεσσαλίας. Τρείς χιλιάδες Μακεδόνες καί Θεσσαλοί κρατούσαν τό Τρίκερι ελεύθερο
μέ αρχηγούς τούς Αγγελή Γάτσο, Καρατάσο, Κώτα, Ιωάννη Βελέντζα, Καλλίνικο Τσάρα, Μπίνο,
Κωνσταντίνο Δουμπιώτη, Μήτρο Λιακόπουλο καί Μήτρο Μπασδέκη.
Τήν 1η Μαΐου 1823 ξεκίνησε από τά Λεχώνια τούρκικος στρατός μέ σκοπό νά εκκαθαρίσει τό Πήλιο
μέχρι τό Τρίκερι. Αρχηγός τού τουρκικού ασκεριού ορίστηκε ο Ρεσίτ πασάς (Κιουταχής) καί
υπαρχηγοί του οι Ισμαήλ Μπότα, Αλιό πασάς, Σελήχ πασάς καί ο Χοσρέφ μπέης. Στίς 3 Μαΐου
οι Τούρκοι έκαψαν τά χωριά Δράκεια, Άγιος Λαυρέντιος, Άγιος Γεώργιος, Πινακάτες καί Βυζίτσα,
σκλαβώνοντας τά γυναικόπαιδα.
Στίς 14 τού ίδιου μήνα οι Έλληνες πολέμησαν στήν Παναγία απέναντι από τό νησάκι Αλατάς τόν Σελήχ πασά
καί τόν ανάγκασαν νά υποχωρήσει. Μετά από δύο ημέρες οι άντρες τού Γάτσου πολιόρκησαν τούς 241 Τούρκους
στό μοναστήρι τών Αγίων Σαράντα καί αφού τούς αιχμαλώτησαν κατέλαβαν τό νησί.
Ο Γάτσος σκότωσε όλους τούς αιχμαλώτους εκτός από τούς αξιωματικούς,
τούς οποίους εξαγόρασαν οι συγγενείς
τους καταβάλοντας σημαντικά λύτρα. Ακολούθησε καί άλλη νίκη στόν Μαραθιά όπου σκοτώθηκε κι ο Αλιό πασάς.
Οι οπλαρχηγοί Καρατάσος, Γάτσος καί Μπασδέκης κρατούσαν τό Τρίκερι παρά τίς μεγάλες ελλείψεις
σέ πολεμοφόδια καί τρόφιμα ενώ έστελναν συνέχεια επιστολές πρός τό Εκτελεστικό ζητώντας βοήθεια, η οποία
ποτέ δέν έφθανε. Αντί γιά βοήθεια, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έστειλε μόνο τόν Χριστόφορο Περραιβό,
ο οποίος έφθασε στό Τρίκερι στίς 16 Ιουλίου 1823 μέ τήν εντολή νά κρατηθεί τό τελευταίο
προπύργιο τής Θεσσαλίας πάσει θυσία.
Ο Καρατάσος αφενός απελπισμένος από τήν έλλειψη βοήθειας καί αφετέρου ελπίζοντας στήν απελευθέρωση τής
οικογένείας του, όπως τού είχε υποσχεθεί ο Κιουταχής, συνθηκολόγησε παραδίδοντας τό Τρίκερι
στούς Τούρκους. Τήν οικογένειά του ο Μακεδόνας οπλαρχηγός μάταια θά τήν περίμενε μέχρι τό τέλος τής ζωής του στίς
22 Ιανουαρίου 1830, αφού όλα τά μέλη της είχαν εξοντωθεί από τούς Οθωμανούς.
«Έφθασε ο Περραιβός εις τό στρατόπεδον τών Τρικκέρων, όπου εδέχθη παρά τών εκείσε
οπλαρχηγών, αρχηγού Καρατάσου, παροίκων καί αυτοχθόνων μέ όλην τήν ευχαρίστησιν καί υπακοήν. Εις τό
οθωμανικόν στρατόπεδον ήν επί κεφαλής επτά χιλιάδων ο Κιουταχής, τό όνομα τού οποίου πολλάκις θέλομεν μνημονεύσει
εις τόν παρόντα τόμον, αλλά μετ' ολίγας ημέρας ασθενήσας ανήλθεν εις τήν κωμόπολιν Τρικκέρων απέχουσαν μιάς ώρας
διάστημα από τό στρατόπεδον.
Εν τοσούτω ο Κιουταχής στερούμενος τροφών καί θέλων νά διαλύση τό στρατόπεδον
πρίν αυτό καθ' εαυτό διαλυθή ατάκτως, καί μέ ζημίαν του, επρόβαλεν εις τόν αρχηγόν τών Ελλήνων τήν ειρήνην,
υποσχόμενος νά δώση εις προθεσμίαν εικοσιμιάς ημερών ζώσαν τήν αιχμάλωτον οικογένειάν του. Ο αρχηγός
Καρατάσος ή απατηθείς
ή άλλως πώς υπολαβών τό πράγμα εδέχθη τό πρόβλημα γνωστοποιήσας συγχρόνως καί τώ Περραιβώ, όστις τώ απεκρίθη
ως ακολούθως:
"Γενναιότατε αρχηγέ.
Τήν οποίαν σέ επρόβαλε ειρήνην ο Κιουταχής, προέρχεται από έλλειψιν τροφών, καί επικρατούσαν
εις τό στρατόπεδον νόσον, ως παρά πολλών αξιωματικών, προχθές δέ καί παρά τής γενναιότητός σου επληροφορήθην.
Χθές μάλιστα σάς έγραψα νά στείλετε τόν Μήτρον Λιακόπουλον
μέ τριακόσιους συντρόφους εις τό στενό τού Αλατά
διά νά εμποδίση τήν είσοδον καί έξοδον τού εχθρού καί τότε στενοχωρηθείς ή παραδίδεται ή αφανίζεται. Τότε νά ήσαι
βέβαιος ότι λαμβάνεις ζώσαν τήν οικογένειάν σου, όταν λάβης εις χείρας σου ζώντα τόν ίδιον Κιουταχήν.
Τή 12η Αυγούστου 1823, εκ Τρικκέρων."
Μολονότι τά πράγματα τού εχθρού διέκειντο ως άνωθεν, ο αρχηγός τού ελληνικού στρατοπέδου Καρατάσος
εδείχθη κατά τούτο καί τής ιδίας υπολήψεως καί τού κοινού συμφέροντος πολέμιος κύριος ών καί τών δύο.
Δέν ήσαν ολιγότερον δυσαρεστημένοι
όλοι οι οπλαρχηγοί εκ μιάς τόσον κατησχημένης ειρήνης. Ο Περραιβός ανήγγειλε πρός τόν
Καρατάσον εκ δευτέρου μέ τούς οπλαρχηγούς
Λιακόπουλον καί Μπίνον, ότι νά μή δεχθή τοιαύτην ειρήνην, καί ότι η σωτηρία τού Κιουταχή μέλλει νά γείνη
απώλεια πολλών Ελλήνων.
Απεκρίθη ότι η φιλία τού Κιουταχή τού είναι αναγκαία, καί ότι από τήν ειρήνην θέλει ωφεληθή
περισσότερον, παρ' από
τόν αφανισμόν του. Τήν ετελειώσε εντοσούτω κατά τήν θέλησίν του, χωρίς νά ωφεληθή ποτέ από τάς υποσχέσεις
καί ελπίδας, τάς οποίας έτρεφε διά χρόνους επτά, εν οίς ετελεύτησεν εις Ναύπακτον. Έμειναν οι δυστυχείς Τρικκεριώται
χωρίς τινος υπερασπίσεως τών όπλων, δι' αποφυγής δέ πάσης μελλούσης αναποφεύκτου επιδρομής τών Οθωμανών,
έπεμψαν μετά ταύτα αντιπροσώπους εις τόν, εις Λάρισσαν διατριβόντα τότε Κιουταχήν ζητούντες τό έλεος καί σκέπην
τής οθωμανικής εξουσίας. Τ' απήλαυσαν κατά τήν αίτησίν των καί διάγωσιν εισέτι υπήκοοι Οθωμανοί.»
Μετά από τήν ήττα στό Τρίκερι, τά θεσσαλομακεδονικά στρατεύματα αποσύρθηκαν στίς Βόρειες Σποράδες,
όπου καταπίεζαν
τό ντόπιο πληθυσμό πού αδυνατούσε νά τούς παράσχει τόν μεγάλο αριθμό τροφίμων πού απαιτούσαν
σέ καθημερινή βάση. Ενώ υπήρχαν αυτές οι προστριβές στήν Σκόπελο, στή Σκιάθο καί στή Σκύρο,
ο ελληνικός στόλος μέ ναύαρχο τόν Μιαούλη
συναντούσε τόν εχθρικό στίς 15 Σεπτεμβρίου 1823 στά ανοικτά τού Αγίου Όρους. Πρώτος άνοιξε τή μάχη ο
Υδραίος πλοίαρχος Κυριάκος
Σκούρτης. Η ναυμαχία κράτησε αρκετές ώρες επιφέροντας φθορές στά πλοία καί τών δύο αντιπάλων. Οι Έλληνες
είχαν βρεθεί σέ δεινή θέση, αλλά η αλλαγή τού ανέμου τούς βοήθησε νά ξεφύγουν από τόν κλοιό τών ισχυρότερων
τουρκικών πλοίων.
Μετά τή ναυμαχία ο ελληνικός στόλος έφθασε στή Σκιάθο, όπου τούς υποδέχτηκαν οι κάτοικοί της εκφράζοντας
ταυτόχρονα τήν οργή τους γιά τά βάσανα πού τράβαγαν από τήν συμπεριφορά τών 2000 περίπου στρατιωτών τού
Ολύμπου. Μόλις οι ελληνικές μοίρες αναχώρησαν από τή Σκιάθο, οι Ολύμπιοι κλεφταρματολοί
άρχισαν πάλι νά βασανίζουν τούς
κατοίκους, μέ αποτέλεσμα νά αυξάνει ο αριθμός τών τουρκολατρών, πού προσπαθούσαν νά πείσουν καί τούς
υπολοίπους νά υποταχθούν στόν Τούρκο ναύαρχο πού περιέπλεε εκείνη τήν εποχή τό Βόρειο Αιγαίο.
Πράγματι στίς 9 Οκτωβρίου 1823 φάνηκε ο τουρκικός στόλος στά ανοιχτά τής Σκιάθου. Οι τουρκόφρονες κάτοικοι έστειλαν
αντιπροσώπους στόν καπουδάν πασά δηλώνοντας υποταγή καί τού ζήτησαν νά αποβιβάσει πεζοναύτες γιά νά διώξουν
τούς Ολύμπιους τού Διαμαντή Νικολάου καί τού Καρατάσου. Η απόπειρα τού Χοσρέφ νά
αποβιβάσει στρατεύματα στό νησί
πνίγηκε στό αίμα καθώς η άμυνα τών Ολύμπιων Κλεφτών ήταν αποτελεσματική μέ αποτέλεσμα νά βρούν τόν θάνατο
δεκάδες Τούρκοι. Μετά τήν αποτυχία του ο τουρκικός στόλος αποσύρθηκε στόν Βόλο
καί στίς 11 Οκτωβρίου συνάντησε τόν ελληνικό στόλο κοντά στό Αρτεμίσιο. Ακολούθησε πεισματώδης ανταλλαγή πυρών
καί όταν τά πυρπολικά τού Κανάρη καί τού Νικοδήμου απείλησαν ένα τουρκικό πλοίο, ο εχθρικός στόλος
αποσύρθηκε καί τό βράδυ αναχώρησε οριστικά μέ κατεύθυνση τόν Ελλήσποντο.
«Ο εχθρικός στόλος συνθεμένος εκ τριάκοντα πλοίων καί μιάς βρατσέρας, τήν οποίαν είχε
συλλάβει, ως πληροφορήθησαν από τούς κατοίκους τής νήσου Αγίου Στράτη, εφαίνετο όλην τήν ημέραν διαπλέων
πλησίον τής νήσου Λέσβου. Τήν επιούσαν ευρών αυτός διασκορπισμένα τά ελληνικά πλοία διά τήν κακοκαιρίαν,
διηρέθη εις δύο μέρη, καί τό μέν προσέβαλλε κατά τού Μιαούλη, ευρεθέντος εις άκραν γαλήνην μέ πέντε μόνα πλοία
υπό τό όρος Άθωνος, έως οκτώ μίλια μακράν αυτού, τό δέ έτερον κατά τών λοιπών τής υδραϊκής μοίρας πλοίων καί τών
Ψαριανών καί Πετσωτών.
Ο Μιαούλης είχε πολλά πλησίον του εις τήν πρύμνην τόν Γεώργιον Σαχτούρην, τά δέ τέσσαρα άλλα μετ' αυτού παρευρεθέντα
πλοία, διοικούμενα υπό τών πλοιάρχων Κυριάκου Σκούρτη, Ελ. Ραφαήλ,
Θ. Γκιώνη καί Γκίκα Κοσμά, απείχαν ως τρία
μίλλια μακράν καί διά τήν γαλήνην δέν ήτο δυνατόν νά έλθωσι πλησιέστερον. Η θέσις, εις ήν ευρέθησαν ούτως εις
γαλήνην διασκορπισμένα τά ελληνικά πλοία, εγκαρδίωσε τόν εχθρόν, ως βεβαίαν νομίζοντα υπέρ αυτού τήν νίκην,
ώστε νά προσβάλη μέ ορμήν. Μία εκ τών μεγαλητέρων αυτού φρεγατών έκαμε πρώτη τήν αρχήν τής συμπλοκής,
προσβάλλουσα ομού μ' άλλας δύο κατά τών τεσσάρων υδραϊκών πλοίων τών ως έγγιστα τριών μιλίων τού Μιαούλη
απεχόντων.
Η σύγκρουσις εγίνετο συστάδην μέ απαραδειγμάτιστον τών Ελλήνων επιμονήν, καί μετά μίαν ώραν ακατάπαυστον
πυροβολισμόν, έπνευσεν ολίγος άνεμος, τόν οποίον μεταχειρισθέντες επωφελώς εις τάς διαφόρους τών πλοίων των
κινήσεις, εμπόρεσαν μετά τριών ήμισυ ωρών μάχην νά διασχίσουν τόν κύκλον τού εχθρού καί νά διασωθώσιν.
Εντεύθεν ενωθέντες οι Υδραίοι μετά τών Πετσωτών ήλθαν εις Σκύρον νά υδρεύσωσι καί νά επισκευασθώσιν. Διά τόν
αυτόν σκοπόν ήραξαν καί οι Ψαριανοί εις τήν νήσον των, όπου μεταβάντες αύθις οι Υδραίοι μετά τών Πετσωτών,
ηνώθησαν μετ' αυτών.
Περί τήν 11ην Οκτωβρίου 1823, πλέοντες οι Υδραίοι μετά τών συμμάχων των Ψαριανών πλησίον τής Σκοπέλου, είδαν
κατά τό Ποντικονήσι τήν εμπροσθοφυλακή τού εχθρού καί μετ' ολίγον όλον τόν εχθρικόν στόλον, συγκείμενον
εξ είκοσι φρεγατών καί κορβετών, δύο βρικίων καί μιάς γολέτας. Τά ελληνικά πλοία έχοντα βοηθόν τόν άνεμον
εφώρμησαν κατ' αυτών. Η μάχη εστάθη σκληρά καί επίμονος εξ αμφοτέρων τών μερώς εις τρόπον, ώστε ο εχθρός
εβιάσθη νά τραπή εις φυγήν καί οι Έλληνες νά επανέλθωσιν εκ νέου εις τήν νήσον Σκιάθον.
Εις τήν ναυμαχίαν ταύτην
η μέν υδραϊκή μοίρα απώλεσε ένα μόνον ναύτην καί εζημιώθη εις τάς αποσκευάς καί σώματα τών πλοίων, η δέ
ψαριανή απώλεσε δύο πυρπολικά καί δύο ναύτας, βλαφθείσα ολίγον εις τάς αποσκευάς, ο εχθρός όμως εδοκίμασε
μεγίστην ζημίαν καί ενταυτώ φρίκην.»
Κρήτη (1823)
Η επανάσταση στήν Κρήτη στίς αρχές τού 1823 συνεχίσθηκε αλλά μέ μικρότερη ένταση εκ μέρους τών
Χριστιανών, οι οποίοι βρίσκονταν διαρκώς σέ ανταγωνισμό μεταξύ τους γιά τήν αρχηγία, μέ κύριους εκφραστές
αυτής τής αντιπαλότητας τούς Σφακιανούς καί τούς Κατωμερίτες.
Οι Τουρκοκρήτες εξακολουθούσαν νά ελέγχουν τά μεγάλα καστέλια τού Χάνδακα (Ηρακλείου), τών
Χανίων καί τού Ρεθύμνου, ενώ είχαν λάβει ενισχύσεις καί από τήν Αίγυπτο, οι οποίες έχοντας επικεφαλή τους
τόν Χασάν πασά, σκόρπιζαν τόν τρόμο καί τόν όλεθρο στίς επαρχίες τής Ανατολικής Κρήτης.
Στίς αρχές τού 1823 τά τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα κατέσφαξαν τούς κατοίκους τής επαρχίας Λασιθίου
πού δέν είχαν προλάβει νά ανέβουν στά βουνά καί έστησαν πυραμίδα μέ τά κομμένα κεφάλια τους.
Οι άμαχοι συνήθιζαν νά βρίσκουν καταφύγιο στά σπήλαια γιά νά γλυτώσουν από τίς εχθρικές επιδρομές.
Όταν ένας μουσουλμάνος πληροφόρησε τόν Χασάν Πασά
ότι κάποιοι Χριστιανοί είχαν καταφύγει
στό σπήλαιο τής Μιλάτου, αυτός έστειλε τόν υποστράτηγό του, Χουσεΐν Βέη, μέ 5000 στρατιώτες γιά νά τό καταλάβουν.
Οι Κρήτες οπλαρχηγοί πού προστάτευαν τά γυναικόπαιδα κατάφεραν νά κρατήσουν τούς εχθρούς μακρυά από τό σπήλαιο
γιά πολλές ημέρες, επιφέροντάς τους πολλές απώλειες. Οι πολιορκημένοι, εκτός από τούς Τουρκοαιγύπτιους, είχαν νά
αντιμετωπίσουν τή δίψα, τήν πείνα καί τίς αρρώστιες τών γέρων καί τών παιδιών.
Τά κανόνια τού εχθρού δέν κατάφερναν νά κλονίσουν τήν άμυνα τών Χριστιανών, οι οποίοι ήλπιζαν σέ βοήθεια
από τούς ομόθρησκούς τους.
Στίς 15 Φεβρουαρίου 1823, οι Τούρκοι μάζεψαν πολλά εύφλεκτα υλικά καί τά
άναψαν έξω από τήν είσοδο τού σπηλαίου μέ αποτέλεσμα οι αποπνικτικοί καπνοί νά γεμίσουν τό εσωτερικό του.
Όσοι πολεμιστές έκαναν έξοδο βρήκαν τό θάνατο, ενώ τά γυναικόπαιδα αιχμαλωτίστηκαν καί μεταφέρθηκαν
στά σκλαβοπάζαρα τής Αλεξάνδρειας. Η πόλη πού είχε ιδρύσει
ο Μέγας Αλέξανδρος, η πόλη πού επί Πτολεμαίου
φώτιζε μέ τίς επιστήμες της τήν Δύση καί τήν Ανατολή, η πόλη πού αποτελούσε έδρα Πατριαρχείου κατά τά
βυζαντινά χρόνια, είχε μεταβληθεί σέ ένα τόπο σκλαβιάς καί κόλασης από τούς μουσουλμάνους κατακτητές.
Μετά τό ολοκαύτωμα τού σπηλαίου τής Μιλάτου, τίς πιό όμορφες γυναίκες τίς έδεσαν μέ τίς πλεξούδες
τους καί τίς έδωσαν σκλάβες στόν πασά καί τούς αγάδες του,
τούς ηλικιωμένους τούς ποδοπάτησε τό ιππικό, τά βρέφη τά έσφαξαν μέ τά γιαταγάνια τους καί τούς ιερείς πρίν
τούς κάψουν ζωντανούς τούς έκοψαν τά δάχτυλα μέ τά οποία έκαναν τό σταυρό τους.
Ο Χασάν πασάς θά πλήρωνε τά φρικτά του εγκλήματα
λίγο αργότερα. Σέ μία έξοδό του μέ τό άλογο, αυτό αφηνίασε καί τόν έριξε κάτω, μέ αποτέλεσμα ο πασάς
νά βρεί ακαριαίο θάνατο.
«Κατά τόν Φεβρουάριον τού 1823, οι Κρήτες έως πέντες χιλιάδες
εκινήθησαν εις Κίσαμον καί εις
Σέληνον, επολέμησαν πρός τούς Τούρκους, εφόνευσαν έως πεντακόσιους καί τούς λοιπούς έκλεισαν εις τούς πύργους
των, οίτινες ήσαν ωχυρωμένοι καί μέ πυροβόλα καί εξ αυτών τούς πλειοτέρους έκαυσαν εις αυτούς τούς πύργους των,
καί ηχμαλώτισαν πολλούς, καί τούς λοιπούς απέκλεισαν εις δύω μέρη.
Τήν 3η Μαΐου 1823 η κυβέρνησις διώρισε τόν Εμμανουήλ Τομπάζην αρμοστήν τής Κρήτης, όστις καί έπλευσεν εκεί, διά
νά διοικήση τήν νήσον, αλλ' ουδ' αυτός δέν θά μπορέσει νά κατορθώση τίποτε σωτήριον. Ο άνθρωπος, όστις ήθελεν
ωφελήσει τούς Κρήτας καί τό έθνος, έπρεπε νά ήναι πολεμικός, καί αυτός έπρεπε νά έχη υπά τάς διαταγάς του καί
τρείς τέσσαρας χιλιάδας στρατιώτας Πελοποννησίους ή Ρουμελιώτας, αλλ' έπρεπεν εν ταυτώ νά έχη καί τήν διά θαλάσσης
συνδρομήν τών ελληνικών πλοίων, τά οποία ν' αποκλείσωσιν εις τά φρούρια τούς Τούρκους, τούς οποίους ήθελε
πολιορκήσει διά ξηράς.
Τήν 26η Μαΐου 1823, οι Κρήτες εκυρίευσαν διά συνθηκών τό κείμενον εις τόν λιμένα, Δραπανιά, φρούριον. Κατά δέ τάς
αρχάς Ιουνίου εκυρίευσαν τό φρούριον τής Κισάμου, τό οποίον είχον καί διά θαλάσσης αποκλεισμένον. Επομένως
έδραμον εις τήν επαρχίαν Σελίνου, καί συμπράττοντος τού ενάρετου Άγγλου Χάστιγξ, τήν ηλευθέρωσαν από τήν
παρουσίαν τών Τούρκων, τούς οποίους κατεδίωξαν έως εις τό φρούριον τής Κυδωνίας καί εφόνευσαν έως πεντακοσίους
ομού μέ τούς απολέμους. Εν τούτοις ο Χασάν πασιάς πεσών από τόν ίππον του, ετραυματίσθη καί απέθανε. Μένει
δέ διάδοχός του ο ανεψιός του Μουσταφάμπεης, όστις θά διορισθή πασιάς επομένως. Τότε έφθασε καί ο αιγυπτιακός
στόλος συγκείμενος εκ τριάντα πλοίων, καί εφωδίασε τά φρούρια Κυδωνίας. Ρεθύμνης καί Ηρακλείου.»
Η κρητική επανάσταση ενισχύθηκε μέ τόν ερχομό τού Εμμανουήλ Τομπάζη. Μέ συνεισφορές τών Κρητικών αλλά καί
μέ προσωπικά του έξοδα προετοίμασε ένα εκστρατευτικό σώμα καί μέ τή συνοδεία τού Άγγλου φιλέλληνα Άστιγξ
καί τών Δημητρίου Καλλέργη, Στέφανου Βυζάντιου, Κυριάκου Σκούρτη, Μιχαήλ Οικονόμου,
Γεωργίου Σπανιολάκη καί Αντωνίου Βούλγαρη κατέφθασε στήν Κρήτη στίς 22 Μαΐου 1823. Αμέσως
πολιόρκησε τό Καστέλι Κισσάμου, τό οποίο καί κατέλαβε. Οι απώλειες τών Ελλήνων ήταν μεγάλες καί
ανάμεσά τους ήταν καί αυτή τού Σφακιανού Εμμανουήλ Πρωτοπαπαδάκη, τού Σήφακα καί
τού ηγούμενου τής μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού.
Ο Σήφακας, λίγο πρίν πεθάνει φίλησε τά άρματά του καί τά παρέδωσε στούς δικούς του.
Τό τουφέκι του στόν αδελφό του Νικόλαο, τήν πιστόλα του στόν αδελφό του Αντώνιο καί τό μαχαίρι του
στόν κουνιάδο του.
Στή συνέχεια ο Τομπάζης κινήθηκε εναντίον τών Τούρκων τής επαρχίας Σελίνου, οι οποίοι είχαν κλειστεί μαζί μέ τίς
οικογένειές τους στούς πύργους τού χωριού Κάνδανος. Οι Τούρκοι, άν καί τούς θέριζε η πανούκλα πού είχαν
φέρει οι Αιγύπτιοι, πολέμησαν γενναία,
αποκρούοντας επιτυχώς τίς απανωτές επιθέσεις τών Κρητικών. Τελικά όμως αναγκάστηκαν νά ζητήσουν ανακωχή,
αφού τά κανόνια πού είχε μεταφέρει ο Τομπάζης από τή γολέτα του "Τερψιχόρη", προξένησαν σημαντικές ζημιές
στίς οχυρώσεις τους.
Ο Τομπάζης τούς εγγυήθηκε τήν προσωπική τους ασφάλεια καί τούς επέτρεψε νά φύγουν.
Τή νύκτα τής 6ης πρός 7ης Ιουνίου 1823, οι Τουρκοκρητικοί εγκατέλειψαν τούς πύργους τους καί έχοντας τά γυναικόπαιδα στή μέση
τής πομπής κινήθηκαν μέ κατεύθυνση τά Χανιά. Οι Σφακιανοί όμως τούς περίμεναν σέ ένα λόφο στόν
Σέμπρωνα, τούς
επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά καί τούς κατέσφαξαν. Τό μίσος Χριστιανών καί μουσουλμάνων στά 400 χρόνια πολυπολιτισμικής
συνύπαρξης στήν Κρήτη ήταν τεράστιο. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού καί οδόντα αντί οδόντος.
«Ο Εμμανουήλ Τομπάζης υπηρέτησεν ως πλοίαρχος εξ αρχής τού αγώνος εις πάσαν εκστρατείαν,
υπηρέτησεν επίσης καί ως πληρεξούσιος εθνοσυνελεύσεων. Αλλ' η σπουδαιοτέρα τών υπηρεσιών τού ανδρός τούτου
υπήρξεν η εν Κρήτη. Η πολυπαθής αύτη νήσος συνεμέθεξεν, ως γνωστόν, εξ αρχής τού αγώνος, διά δέ τήν σπουδαιότητα
αυτής, άμα εγκατασταθείσης τής πρώτης κυβερνήσεως εν τή επαναστατημένη Ελλάδι, απεστάλη εις Κρήτην
ως αντιπρόσωπος
τής κυβερνήσεως ο γνωστός Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, αλλ' ούτος, καίτοι θεωρούμενος
υπό τού Γόρδωνος (Thomas Gordon) ως κάτοχος
πολλής διοικητικής ικανότητος, απέτυχεν όμως οικτρότατα, διότι αντί νά συμμορφωθή πρός τάς ανάγκας τής πατρίδος
καί νά παγιώση διά τών απείρων εν τή νήσω εγχωρίων στοιχείων τάξιν τινά, ησχολείτο νά προπαρασκευάση υπέρ
εαυτού δικτατορίαν ή καί ηγεμονίαν. Ετιτλοφορείτο πρίγκιψ καί διώκει (διοικούσε) τόν τόπον τοσούτον κακώς, ώστε
προκάλεσε τήν γενικήν αγανάκτησιν, σμικρού δ' εδέησε νά προκαλέση καί εμφυλίους πολέμους.
Ταύτα μαθούσα η εν Πελοποννήσω κυβέρνησις καί πείραν ικανήν λαβούσα τής εμβριθείας καί τής συνέσεως τού
Εμμανουήλ Τομπάζη, πληρεξουσίου όντος τότε, εξελέξατο αυτόν, επιμόνως αιτηθέντα καί
υπό τών Κρητών, αρμοστήν τής Κρήτης.
Άμ' αφιχθείς ο Τομπάζης εις Κρήτην, περιεστοιχίσθη υπό τών εγχωρίων, δι' αυτών δέ καί διά τινων άλλων,
συνοδευσάντων αυτόν εκ τής Πελοποννήσου, τό μέν πρώτον επολιόρκησε λέγει ο Χάου (Samuel Gridley Howe),
διά ξηράς καί θαλάσσης τήν Κίσσαμον, ήν καί ηνάγκασε νά παραδοθή, έπειτα
δέ εισέδυσεν εις τό εσωτερικόν, επολιόρκησε τό Σέλινον καί προσεκάλεσε καί ενεψύχωσε τούς πάντας εις τόν αγώνα.
Τό σπουδαιότερον όμως έργον τού Τομπάζη, καθ' ημάς, ήτο ότι κατήρτισε τόν οργανισμόν τής ενιαυσίου τοπικής
διοικήσεως τής Κρήτης, τόν δημοσιευθέντα υπό τού Α. Μάμουκα εν τών τετάρτω τόμω τής συλλογής αυτού.
Εν τώ οργανισμώ τούτω υπάρχουσι τώ όντι άπαντα τά αναγκαιούντα πρός σύμπηξιν μιάς κυβερνήσεως, οφειλούσης
νά μάχηται συνάμα κατά μεγάλου αριθμού καί νά διοική χώραν επαναστατημένην.»
«Ύστερα από τό διορισμό του στίς 23 Απριλίου 1823 ως αρμοστής τής Κρήτης,
ο Τομπάζης απέπλευσε από τήν Ύδρα μ' ένα μικρό τμήμα τού στόλου γιά τήν Κρήτη, μέ λίγους άνδρες,
στρατολογημένους κατά τό μεγαλύτερο ποσοστό από τό Μοριά. Τόν ακολούθησαν μερικοί φιλέλληνες, πού ανάμεσά
τους ξεχωρίζει ο Φράνκ Άμπνεϋ Άστιγξ, ένας πλούσιος Άγγλος, γνωστός γιά τήν ορθή καί τήν αντικειμενική του κρίση.
Ο Τομπάζης αποβιβάστηκε κοντά στήν Κίσσαμο, περικύκλωσε τό μέρος από στεριά καί θάλασσα καί κάλεσε τούς
Τούρκους νά παραδοθούν. Η τουρκική φρουρά, κατόπιν συμφωνίας στάλθηκε ασφαλής στά Χανιά, σ' ένα άλλο τούρκικο
φρούριο. Ο Τομπάζης προχώρησε ύστερα στό εσωτερικό, περικύκλωσε τό Σέλινο καί προσπάθησε νά ενώσει καί νά βοηθήσει
τούς εντόπιους πού είχαν ξεσηκωθεί.
Ο πόλεμος στήν Κρήτη διεξαγόταν μέ τή βαρβαρότητα καί τή θηριωδία
πού διακρίνει τούς Οθωμανούς στρατιώτες. Τώρα όμως είχε ξεπεράσει κάθε όριο. Τά χωριά καίγονταν, τά χωράφια
ρημάζονταν καί τά γυναικόπαιδα σφάζονταν. Μά δέν ήταν μόνο αυτό. Καθημερινά δυστυχισμένοι Έλληνες,
πού είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι, θανατώνονταν μέ τά φρικτά βασανιστήρια πού η ανθρώπινη θηριωδία μπορεί νά
εφεύρει. Δωδεκάδες από αυτούς έβλεπες κρεμασμένους έξω από τά τείχη τών κάστρων, άλλους σταυρωμένους
καί άλλους σουβλισμένους ζωντανούς νά ψήνονται σέ σιγανές φωτιές.
Είναι αλήθεια πώς καί οι Έλληνες ανταπέδιδαν όλα αυτά στούς αιχμαλώτους πού έπιαναν. Αλλά ήταν η άγρια αγανάκτηση
τού αγωνιστή γιά τά δεινά τής πατρίδας του, πού τόν έσπρωχνε νά πάρει εκδίκηση γιά τίς φοβερές καί ατελείωτες θηριωδίες
τών Τούρκων. Καί σ' αυτή τήν περίσταση, όπως καί σέ άλλες, μεγάλες διαφορές χωρίζουν τούς δύο αντιπάλους.
Οι βιοπραγίες τών Ελλήνων γίνονταν κάτω από τήν αγανάκτηση τής στιγμής καί παρά τίς εντολές καί προσπάθειες
τών οπλαρχηγών. Αντίθετα, οι Τούρκοι εφήρμοζαν μεθοδικά ένα σύστημα τυραννίας, υιοθετημένο από τόν σουλτάν
χασάπη ως τόν τελευταίο γενίτσαρο.
Τό Κοράνι, στό κεφάλαιο "Ξίφος", γράφει: "Όταν συναντάτε άπιστους, σκοτώστε τους, κόψτε τά κεφάλια τους,
δέστε τους, κάψτε τους, κρατάτε τους σκλάβους ή η εξαγορά τους μέ λύτρα νά είναι όσο μεγαλύτερη.
Μήν τούς αφήνετε ποτέ σέ ησυχία. Γενικά, μή σταματάτε τό κυνηγητό τους, όσπου πλήρως νά υποταχτούν".
Οι επαναστάτες είχαν καταλάβει σχεδόν ολόκληρη τήν ύπαιθρο. Ο τουρκικός πληθυσμός εκδιώχτηκε καί έσπευσε
νά κλεισθεί σέ διάφορα φρούρια, όπως στό Μεγάλο Κάστρο στά Χανιά, στή Σούδα, στό Ρέθυμνο καί
τήν Γραμβούσα.
Τά φρούρια αυτά ήταν τόσο ισχυρά, πού οι Έλληνες δέν είχαν καμμία ελπίδα νά τά κυριεύσουν, εκτός άν η πείνα ανάγκαζε
τούς υπερασπιστές τους νά παραδοθούν. Τά κάστρα αυτά ήταν κτισμένα από τούς Βενετούς, σέ θέσεις από τή φύση
οχυρές καί ήταν ενισχυμένα κατά τόν πιό τέλειο τρόπο τής πολεμικής τέχνης. Οι Τούρκοι, γιά νά κυριεύσουν ένα από
αυτά, τό πολιορκούσαν είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Ο αιγυπτιακός στόλος υπό τόν Ισμαήλ Γιβραλτάρ, ναύαρχο τού Μωχάμετ Άλη, ήρθε στίς αρχές Ιουνίου 1823, αλλά
μόνο γιά νά ενισχύσει τά φρούρια μέ προμήθειες. Έφυγε καί ξαναγύρισε τό φθινόπωρο. Τώρα εκτός από τό στρατό
πού είχε μαζί του, μάζεψε ακόμα 50000 άνδρες από τήν Κρήτη καί αποβιβάζοντάς τους κοντά στό Ρέθυμνο,
ενώθηκαν μέ τούς Τούρκους τών Χανίων. Ενωμένοι εξόρμησαν στήν ύπαιθρο, έκαψαν 35 χωριά, έσφαξαν πάρα πολλούς
χωρικούς καί συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Πολλά γυναικόπαιδα καί γέροι, πάνω από 1000 άτομα, είχαν
καταφύγει μέσα σέ μία σπηλιά κοντά στήν άγρια ικανοποίηση καί αλαλαγμούς, άρχιζαν νά κλείνουν τήν είσοδο
τής σπηλιάς μέ άχυρα καί άλλα έφλεκτα υλικά. Ύστερα τούς έβαλαν φωτιά καί τά δυστυχισμένα θύματα πέθαναν
από ασφυξία.
Ο Εμμανουήλ Τομπάζης έτρεξε βιαστικά νά τούς κτυπήσει, καί κατάφερε νά τούς εκδιώξει αναγκάζοντάς τους
νά κλειστούν στά φρούριά τους. Η εκστρατεία στήν Κρήτη τελείωσε μέ τήν κατάκτηση όλης τής υπαίθρου,
αλλά χωρίς τήν κατάληψη κανενός σημαντικού φρουρίου. Οι επιχειρήσεις τών Ελλήνων στήν Κρήτη άρχισαν νά
γίνονται πιό δυσχερείς από τή στιγμή πού ο Αιγύπτιος σατράπης ανέλαβε ο ίδιος νά υποτάξει τήν Κρήτη.»
Η άποψη τής Τουρκίας καί τής Αριστεράς
Σέ αυτό τό σημείο άς κάνουμε μία παρένθεση γιά νά δούμε τήν τουρκική άποψη γιά τήν ελληνική επανάσταση τού 21,
μέσα από τήν τουρκική εγκυκλοπαίδεια "Encyclopedia of the OTTOMAN empire", έκδοσης τού 2009.
Η τουρκική άποψη δυστυχώς στηρίζεται μέ σθένος από τήν
Ελληνική Αριστερά,
όπως θά δούμε μέσα από τίς σελίδες
αυτής τής εγκυκλοπαίδειας καί έχει περάσει πλέον στήν ύλη πού προτείνει τό Υπουργείο μή εθνικής Παιδείας στούς μαθητές
τών ελληνικών σχολείων. Τούς ενήλικες Έλληνες, φροντίζουν τά μεγάλα κανάλια καί οι διαπλεκόμενες
εφημερίδες, νά τούς ενημερώνουν μέ τήν τουρκική άποψη περί τής τουρκοκρατίας μέσω τών αμέτρητων τουρκικών
σειρών πού προβάλουν.
Αυτές οι γραμμές γράφονται στίς αρχές τού έτους 2013, όπου τά πράγματα έχουν αλλάξει πρός τό χειρότερο φυσικά,
από τό 2011, πού ξεκίνησε από τόν γράφοντα η προσπάθεια καταγραφής τών γεγονότων τής ελληνικής επανάστασης, μέ αφορμή τότε
μία εκπομπή καναλιού τής τηλεόρασης πού εκθείαζε τήν τουρκοκρατία καί τήν οποία παρουσίαζαν δύο βολεμένοι καί
καλοπληρωμένοι καθηγητές κρατικού Πανεπιστημίου. Παρατηρώντας όσους υιοθετούν τήν επίσημη άποψη τού τουρκικού
κράτους γιά τήν ελληνική επανάσταση, θά διαπιστώσουμε ότι είναι καί βολεμένοι
καί ακριβοπληρωμένοι καί αριστεροί από τόν χώρο τών μεγαλοδημοσιογράφων,
τών πανεπιστημιακών, τών συνδικαλιστών, τών βουλευτών, τών εκδοτών, τών μεγαλοεργολάβων, τών ηθοποιών,
καί οι οποίοι στηρίζουν σθεναρά όχι μόνο τήν τουρκική θεώρηση γιά τήν ιστορία τών βαλκανίων αλλά καί τήν
εξωτερική πολιτική αυτής τής χώρας.
Κάποιος πού γνωρίζει τόν δοσιλογισμό τής περιόδου τής κατοχής καί τήν Πέμπτη Φάλαγγα πού χρησιμοποίησαν
οι Ναζί στήν Γαλλία δέν απορεί γιά τήν σημερινή κατάντια τών σύγχρονων δοσίλογων. Τό τουρκικό κράτος δαπανά
αφειδώς εκατομμύρια δολλάρια γιά νά στηρίξει τόν μηχανισμό τής προπαγάνδας πού θά τού επιτρέψει τελικά νά
αναλάβει στά Βαλκάνια τόν ρόλο πού είχε τόν 19ο αιώνα. Στήν Ελλάδα τής μίζας, η Τουρκία τής γενοκτονίας
έχει κάνει κανονική εισβολή όχι
πλέον μέ τά γιαταγάνια αλλά μέ σύγχρονα μέσα όπως είναι η εξαγορά πόρων τού ελληνικού κράτους,
η προβολή τουρκικών σειρών μέ τόν όρο νά ακούγεται η τουρκική γλώσσα στούς τηλεθεατές, η ένταξη αυτής τής
γλώσσας στά ελληνικά σχολεία ώστε νά τήν μαθαίνουν τά παιδιά τών μουσουλμάνων, η δημιουργία εδρών
στά Πανεπιστήμια γιά άκουσον άκουσον οθωμανικές σπουδές, η απαίτηση τής Τουρκίας γιά κατασκευή τζαμιών,
οι ελληνοτουρκικές συνεργασίες σέ επίπεδο δήμων, οι εισαγωγές τουρκικών προϊόντων,
η ενδυνάμωση τού τουρκικού προξενείου τής Κομοτηνής
σέ σημείο πού νά ασκεί κανονική διοίκηση στήν δυτική Θράκη κ.λ.π.
Τά παραδείγματα τού δοσιλογισμού ή μάλλον τού γενιτσαρισμού πού αποδεικνύουν τό ξεπούλημα τού νεοελληνικού
κράτους στό πανίσχυρο τουρκικό είναι ποικίλα. Μά μόνο τό ότι οι Έλληνες; πολιτικοί αποδυνάμωσαν τήν Ελλάδα
αποτελεί από μόνο του τό κυριότερο παράδειγμα. Η Ελλάδα μέχρι τήν δεκαετία τού '80 ήταν ανώτερη σέ όλους τούς
τομείς από τήν Τουρκία πού παρέπεε οικονομικά καί στό Αιγαίο πετούσαν μόνο ελληνικά φτερά. Η Τουρκία τού 2013
είναι ανώτερη σέ όλους τούς τομείς από τήν Ελλάδα καί στό Αιγαίο φαίνεται η υπεροπλία τών τουρκικών ενόπλων
δυνάμεων οι οποίες διαθέτουν επιπροσθέτως καί πανίσχυρη πολεμική βιομηχανία.
Τό 1981 τήν εξουσία τήν ανέλαβε η Κεντροαριστερά καί τό παρακράτος η Αριστερά. Η πρώτη
υπάκουγε στίς ΗΠΑ καί η δεύτερη στήν Τουρκία. Από τότε οι αριστεροί κυκλοφορούσαν μέ μπλούζες πού
έγραφαν ελληνοτουρκική φιλία,
μιλούσαν γιά τό Αιγαίο πού δέν ανήκει στήν Ελλάδα αλλά στά ψάρια του, δέν ήθελαν κανένα Έλληνα στρατιώτη
όπως ήταν επί τουρκοκρατίας, σαμποτάριζαν τά ελληνικά εργοστάσια μέ τίς διαρκείς απεργίες, έκαιγαν τά
ελληνικά πολυκαταστήματα, δολοφονούσαν όσους τούς έδιναν εντολή οι ξένες μυστικές υπηρεσίες, έκαιγαν
βιβλιοπωλεία, έριχναν μολότωφ καί βόμβες, έκλειναν τούς
δρόμους καί τά σχολεία, καταλάμβαναν όποιο κτίριο τούς βόλευε γιά νά τό έχουν ως ορμητήριο γιά τούς βανδαλισμούς τους,
λεηλατούσαν τά Πανεπιστήμια καί πολλά άλλα εκλεκτά πού θά τά ζήλευαν καί οι Τουρκαλβανοί τής εποχής τών ορλωφικών.
Εκείνο όμως πού πολεμά μέ ιδιαίτερη οξύτητα η Αριστερά είναι οι τρείς αξίες τού Έθνους μας:
Θρησκεία, Πατρίδα καί Οικογένεια. Μά άν καταργηθούν αυτά πέφτουμε πλέον στίς ανοιχτές αγκάλες
τής μαμάς Τουρκίας.
Παλαιότερα δέν ήταν φανερός ο ρόλος τής ελληνικής Αριστεράς. Τώρα όμως ξεκάθαρα φαίνεται ότι λειτουργεί ως
παρακλάδι τού τουρκικού
κράτους σέ αγαστή συνεργασία μέ τούς Γκρίζους Λύκους τής Ακροδεξιάς τής Τουρκίας.
Τήν περίοδο πού οι μουσουλμανικές χώρες σέ συνεργασία μέ τίς ΗΠΑ καί τήν πολυπολιτισμική
Ευρώπη, εγκληματούσαν κατά τής Γιουγκοσλαβίας (1999), Έλληνες αριστεροί τού Συνασπισμού κατηγορούσαν
τόν Μιλόσεβιτς
ως γενοκτόνο. Φυσικά όταν τό Κόσσοβο τό ανέλαβαν μετά οι Αλβανοί μουσουλμάνοι καί έκαναν εθνοκάθαρση,
καταστρέφοντας
συθέμελα τά βυζαντινά μοναστήρια, η ελληνική Αριστερά δέν χρειαζόταν νά δείξει αλληλεγγύη. Η αποστολή της είχε
τελειώσει.
Γιά τούς 1619 δολοφονημένους αγνοούμενους τής Κύπρου καί τήν εθνοκάθαρση στό βόρειο κατεχόμενο τμήμα τής νήσου,
πάλι η ελληνική Αριστερά δέν έδειξε αλληλεγγύη. Απλά μέ σθένος υποστήριξε τό αγγλικής εμπνεύσεως σχέδιο Ανάν (2004)
πού νομιμοποιούσε τόν κατακτητή καί φυσικά εξύβριζε, όπως συνηθίζει, τούς ενάντιους στό σχέδιο
ως "φασίστες", "εθνικιστές" καί "ρατσιστές"!
Ήθελε νά δώσει καί τό υπόλοιπο τμήμα στήν Τουρκία αλλά βρέθηκε ο "φασίστας" Τάσσος Παπαδόπουλος καί τό έσωσε.
Τά εκατομμύρια δολλαρίων πού δαπάνησαν οι Αμερικάνοι, δηλώνοντας ότι τό σχέδιο ήταν μία μαύρη τρύπα
μέσα στήν οποία έρρεαν δολλάρια, πήγαν στίς τσέπες μή φασιστών καί μή εθνικιστών βουλευτών, πολιτικών, εκδοτών,
δημοσιογράφων καί πολλών επωνύμων γιά νά δηλώσουν ότι τό σχέδιο Ανάν έπρεπε νά ψηφιστεί από τόν
λαό τής Κύπρου γιά νά λυθεί τό κυπριακό. Όπως είχε λυθεί τό 1571!
Στό ζήτημα τής επιβολής τού ονόματος "Μακεδονία" γιά τά Σκόπια, ένα ζήτημα τό οποίο υποκινείται από
Τουρκία καί ΗΠΑ, ποιός άραγε υποστηρίζει τήν θέση
τών Σκοπιανών; Μά πάλι η καλή μας καί δημοκρατική μας Αριστερά, αφού οι νεολαίοι τού ΣΥΡΙΖΑ αποκαλούν τούς
Σκοπιανούς "Μακεδόνες" καί δέν ενοχλούνται όταν βλέπουν ζωγραφισμένη καί υπό σκοπιανική κατοχή τή Μακεδονία
μέχρι τό Αιγαίο. Ενοχλούν
οι χάρτες τής βυζαντινής αυτοκρατορίας, αφού δηλώνουν εθνικιστικό (sic!) καί ρατσιστικό (sic!) μίσος αλλά δέν ενοχλούν
οι χάρτες τών σκοπιανών.
Μά ούτε καί οι χάρτες τών μειονοτικών μουσουλμάνων τής Δυτικής Θράκης - τής Ανατολικής Θράκης δέν έχει μείνει
ούτε ίχνος χριστιανικό - ενοχλούν. Όταν στήν ελληνική; Βουλή, βουλευτής τής Χρυσής Αυγής κατηγόρησε
τόν μουσουλμάνο πασοκατζή βουλευτή τής Θράκης, πού φωτογραφιζόταν μέ φόντο τήν ανεξάρτητη Δυτική Θράκη,
καί τόν αποκάλεσε πράκτορα τής Τουρκίας, τότε εξεμάνησαν οι "δημοκράτες" αριστεροί βουλευτές καί όσοι
πήραν τόν λόγο, ποιόν νομίζετε ότι κατηγόρησαν; Μά φυσικά τή Χρυσή Αυγή!
Μά ποιός στηρίζει τόν αγώνα πού κάνει τό πανίσχυρο τουρκικό
προξενείο τής Θράκης πού κατατρομοκρατεί τούς Πομάκους, εκτουρκίζει τά παιδιά τους καί ξυλοκοπεί τίς
ελληνίδες δασκάλες αποσκοπώντας σέ μία πανίσχυρη
τουρκική μειονότητα, μέ σκοπό νά επαναλάβει τό σκηνικό τής Κύπρου; Ολόκληρο σχεδόν
τό ελληνικό κοινοβούλιο. Οι βουλευτές καί οι ελληνόφωνοι συνδικαλιστές ουδέποτε έδειξαν ίχνος αλληλεγγύης
στήν Χαρά Νικοπούλου πού προσπάθησε νά θέσει τέρμα στά σχέδια τού τουρκικού προξενείου
διδάσκοντας τήν ελληνική ιστορία στά παιδιά τών Πομάκων.
Η Τουρκία ονειρεύεται γιά τό Γιουνανιστάν πολλά παιδιά μουσουλμανάκια, ούτως ώστε νά ξεπεράσουν σέ πλειοψηφία τά
ελληνόπουλα, οι μητέρες τών οποίων κάνουν ένα παιδί γιά νά είναι απερίσπαστα αφοσιωμένες στά ψώνια τους καί τήν καλοπέρασή
τους. Τό ελληνικό δημογραφικό πρόβλημα τό έχουν εντοπίσει στήν Τουρκία πρό πολλού καί έτσι συντονισμένα μέ
άλλα μουσουλμανικά κράτη όπως τό Πακιστάν, τό Κατάρ καί τή Σαουδική Αραβία οργανώνουν τό σχέδιο τού εποικισμού
τής χώρας μας - καί τής Ευρώπης - μέ εκατομμύρια μουσουλμάνους.
Καί άργησα νά καταλάβω γιατί η
Δαμανάκη τού πολυτεχνείου επέμενε εδώ καί δεκαετίες νά φύγουν τά ναρκοπέδια από τόν Έβρο καί μιλούσε μέ τρυφερότητα
γιά τήν μειονότητα. Φυσικά όχι τήν ρωμέϊκη τής Πόλης αλλά τήν μουσουλμανική τής Θράκης.
Τά σχολικά βιβλία γράφουν γιά τήν αναγκαιότητα τής μετανάστευσης από τήν Ασία γιά ...νά λυθεί τό δημογραφικό
πρόβλημα τής Ευρώπης εκφράζοντας τήν ευχή νά μπαίνουν στήν Ευρώπη τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνοι
τόν χρόνο!!!
Έχοντας ενορχηστρώσει ένα τέλειο παιχνίδι ισλαμοποίησης τής πατρίδος μας, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες
επηρεάζουν τούς ευάλωτους σέ αποδοχή μίζας δημοσιογράφους καί πολιτικούς, ώστε μέ μία διαρκή πλύση τού
ευάλωτου ελληνικού εγκεφάλου νά μάς κάνουν νά υποδεχτούμε τά εκατομμύρια τών βορειοαφρικανών καί
ασιατών πού έρχονται νά εποικίσουν τήν ευάλωτη χώρα μας. Όσοι αντιδρούν μπαίνουν στό περιθώριο καί αποκτούν
τά προσωνύμια "φασίστας", "ρατσιστής", "εθνικιστής" κ.λ.π.
Τά χιλιάδες εγκλήματα τών ξένων εποίκων - λαθρομεταναστών αποσιωπούνται ή υποβαθμίζονται ενώ σέ περίπτωση
πού τό θύμα είναι ξένος τότε ακολουθεί λεζάντα τής μορφής: "ακροδεξιοί φασίστες δολοφόνησαν άγρια έναν κακόμοιρο
οικονομικό μετανάστη. Πρόκειται γιά μία ρατσιστική επίθεση πού θέτει σέ κίνδυνο τή δημοκρατία καί τήν ομαλότητα
τής χώρας. Δέν πρέπει νά υπάρξει η παραμικρή επιείκια γιά τούς ρατσιστές δολοφόνους κ.τ.λ. κ.τ.λ."
Γιά τήν δεκαπεντάχρονη Μυρτώ πού τήν άφησε φυτό ένας έποικος από τό Πακιστάν, τά ίδια Μέσα Ενημέρωσης έλεγαν:
"Μυστήριο παραμένει ο τραυματισμός δεκαπεντάχρονης στήν Πάρο,
Τό πώς έχασε τήν ισορροπία της καί έπεσε στά βράχια ημίγυμνη ερευνάται από τήν αστυνομία."
Μόνη της λοιπόν έπεσε
καί χτυπιόταν στά βράχια η άτυχη Ελληνίδα. Όταν, έπειτα από τήν επιμονή τής μητέρας της βρέθηκε τό πακιστανικό
κτήνος, εμφανίστηκαν οι αριστεροί αλληλέγγυοι προστάτες του νά δηλώσουν ότι είναι ανήλικος γιά νά πάει σέ αναμορφωτήριο ανηλίκων καί
νά δραπετεύσει μέ τήν ησυχία του.
Βασικοί υπεύθυνοι γιά τά χιλιάδες βιασμένα κορίτσια καί τούς δολοφονημένους γέρους
είναι πρωτίστως οι ηθικοί αυτουργοί, οι οποίοι προστατεύουν καί υποθάλπουν τούς φυσικούς αυτουργούς τών
οποίων τά ήθη τής χώρας τους καί τής θρησκείας τους αδιαφορούν γιά τήν ανθρώπινη ζωή.
Καί πρώτη από όλους η τηλεόραση καί τά κανάλια πού τό μόνο πού
τούς ενδιαφέρει είναι νά προωθήσουν τά σχέδια εποικισμού τού τουρκικού κράτους. Ακολουθούν οι βουλευτές
καί οι υπουργοί τών κυβερνητικών κομμάτων, οι Μ.Κ.Ο. καί τά λογιών λογιών παρατηρητήρια τά οποία μέ
τήν κάλυψη τής Ευρώπης αγωνίζονται γιά νά πάψει νά υπάρχει αυτή η Ευρώπη πού ξέρουμε. Επιχειρηματίες καί
εργοδότες τών παράνομων μεταναστών, μαζί μέ τούς δικαστές πού τούς αθωώνουν
είναι καί αυτοί συνυπεύθυνοι γιά τά χιλιάδες εγκλήματα
πού έχουν διαπραχτεί στό όνομα τής made in USA παγκοσμιοποίησης.
Φυσικά, επιείκια υπάρχει καί γιά τά εγκλήματα τών συμμάχων τής Τουρκίας, δηλαδή τών αριστερών αναρχοσυριζαίων.
Τρανταχτό παράδειγμα τό κάψιμο τεσσάρων ανθρώπων στήν τράπεζα τής Μαρφίν. Όλα τά κανάλια κατηγορούσαν
τόν ιδιοκτήτη τής Μαρφίν, τήν αστυνομία, τήν πυροσβεστική, τή Χρυσή Αυγή, τούς εξωγήϊνους, αλλά ποτέ μά ποτέ
τούς αριστερούς. Καί φυσικά τά ονόματα τών θυμάτων τής Αριστεράς περιέρχονται στή λήθη. Τό όνομα όμως τού
ανήλικου αριστερού πού σκοτώθηκε στήν Αθήνα πρέπει νά μάς τό υπενθυμίζουν κάθε Δεκέμβριο
καί νά γίνονται πορείες γιά νά τό τιμήσουν, τή στιγμή πού οι συμμορίτες σύντροφοί του ληστεύουν τράπεζες, δολοφονούν
μέ καλάσνικωφ, καί πετούν μπόμπες δεξιά καί αριστερά ή μάλλον μόνο δεξιά.
Έχουμε τήν πιό αρρωστημένη Αριστερά τής Ευρώπης, καθώς είναι η μόνη από όλα τά
ευρωπαϊκά κράτη πού καταφεύγει στή βία καί τήν τρομοκρατία, συναγωνιζόμενη επάξια τήν Αλ Κάϊντα.
Ακολουθούν αποσπάσματα από τήν τουρκική εγκυκλοπαίδεια, στήν οποία δυστυχώς γράφουν καί
Έλληνες νεογενίτσαροι. Ας μήν ξενίζει τόν αναγνώστη η αναφορά μου
στά πολιτικά ζητήματα. Η πολιτική διαμορφώνει τήν συγγραφή τής Ιστορίας τήν οποία άλλωστε στό τέλος τήν γράφει
ο νικητής. Η διαστρέβλωση τής ιστορίας είναι μέρος τής πολιτικής τών κρατών, γιατί μέσω αυτής τής διαστρέβλωσης
βρίσκουν διπλωματικά επιχειρήματα γιά νά υπερισχύσουν έναντι τών αδυνάτων.
Η Τουρκία επισήμως έκανε εισβολή στήν Κύπρο γιά νά ...προστατεύσει ένα νησί πού ήταν τουρκικό επί αιώνες. Διεκδικεί
τό Αιγαίο, διότι ιστορικά ανήκε στήν ... οθωμανική αυτοκρατορία. Η Μακεδονία δέν ήταν ποτέ ελληνική
όπως άλλωστε καί η Θράκη, η οποία ήταν η γενέτειρα τού Μωάμεθ τού πορθητού. Όσο γιά τήν Μικρά Ασία, αυτή
ανήκε στούς Ρωμαίους καί τούς Βυζαντινούς, οι οποίοι φυσικά δέν ήταν Έλληνες καί ο φυσικός διάδοχος τού
Βυζαντίου είναι η οθωμανική αυτοκρατορία, άρα καί ο νόμιμος κάτοχος τής Μικράς Ασίας, τού Πόντου, τής Καππαδοκίας
κ.λ.π. Αυτή τήν τουρκική άποψη τήν στηρίζει η Τουρκία σθεναρά στήν διεθνή κοινότητα καί στήν Ελλάδα ποιός
έχει αναλάβει εργολαβικά νά τήν στηρίξει;
Τήν απάντηση τήν βρήκατε. Κερδίζετε μία έδρα τουρκικών σπουδών καί δωρεάν μαθήματα τουρκικής γλώσσας από
τήν Ρεπούση τής Αριστεράς καί τής προόδου, τής Αριστεράς τού αντιρατσισμού, τής Αριστεράς τής αλληλεγγύης σέ
οτιδήποτε μή εθνικό, τής Αριστεράς τών καμμένων κτιρίων, τής Αριστεράς τών αγώνων υπέρ τής δημοκρατίας
σοβιετικού τύπου, τής Αριστεράς πού πολεμά τίς επενδύσεις, τής Αριστεράς πού υπερασπίζεται όλες τίς ευάλωτες
κοινωνικές ομάδες, αρκεί αυτές νά προέρχονται από τόν ...Έβρο.
At different points in the long history of the Byzantine Empire
the polyglot (Slavic, Greek, Syriac, Coptic, Aramaic,
Armenian, Latin) and multiethnic (Bulgarians, Serbs,
Croats, Albanians, Greeks, Armenians, Syrians, Egyptians,
Jews) empire had been in grave danger. After
the mid-seventh century the Byzantine Empire was a
medium sized regional state based in Constantinople and
fighting a battle for survival.
|
Οι Τούρκοι μέ πάθος αγωνίζονται νά αποδείξουν ότι οι Βυζαντινοί δέν ήταν Έλληνες. Τό Βυζάντιο ήταν ένα μείγμα από πολλά έθνη:
Σλάβοι, Λατίνοι Αιγύπτιοι κ.λ.π. όπου μιλούσαν πολλές γλώσσες όπως αραμαϊκά, κοπτικά, σλαβικά κ.ά.
Τό Βυζάντιο από τόν 7ο αιώνα ήταν ένα μικρό κρατίδιο πού αγωνιζόταν γιά τήν ύπαρξή του! Πλήρης υποβάθμιση καί
απαξίωση. Σέ κανένα άλλο σημείο αναφοράς τους γιά τό Βυζάντιο δέν αναφέρουν τή λέξη Έλληνας ή ελληνικό.
Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται ότι ξέχασαν νά τεκνοποιήσουν καί δέν άφησαν απογόνους.
|
The Greek Barbarossa brothers, Uruc (Aruj) and Hayreddin
(Khair ad-Din), are among the most renowned and successful
corsairs, or pirates, of all time. Greek converts
to Islam who hailed originally from the island of Mytilene
(or Lesbos) in the eastern Aegean, the brothers
are a prime example of how Greek maritime skill and
knowledge were transmitted to the Ottomans through
religious conversion. While many Greeks served in the
Ottoman navy, the Barbarossa brothers are the most
famous of these because they rose so high in the Ottoman
naval hierarchy and because they were instrumental
in extending the empire' s borders to North Africa.
|
Η εγκυκλοπαίδεια συνεχίζει μέ τό μεγαλείο τής τουρκοκρατίας καί μέ τούς ήρωες τής οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μεγάλοι ήρωες είναι οι αδελφοί Μπαρμπαρόσσα, οι οποίοι ήταν Έλληνες από τό νησί Μυτιλήνη! (Δέν ξέρουν ούτε
τά ονόματα τών νησιών πού διεκδικούν καί θεωρούν τουρκικά οι παλιοτουρκαλάδες). Μεγάλες προσωπικότητες οι αδελφοί
Μπαρμπαρόσσα καί είναι ένα λαμπρό παράδειγμα τής αγαστής συνεργασίας Ελλήνων καί Τούρκων τήν περίοδο
τής οθωμανικής διοίκησης στά Βαλκάνια! Τί υπέροχο νά βλέπεις Έλληνες νά γίνονται Τούρκοι καί νά σκορπούν
τόν όλεθρο στούς χριστιανικούς πληθυσμούς τών νησιών τού Αιγαίου!
|
An independent Greek state was first recognized in 1832, as a result of the Greek War of Independence (1821- 1831).
Before 1832, Greece was not a specific geographical
or political entity. The Byzantine Empire, as the heir
of the Roman Empire, had for centuries dominated the
medieval northeastern Mediterranean world from its
capital in Constantinople (Istanbul), without any political
or administrative subdivision that could correspond
to the ancient Greek lands or the modern Greek state.
|
Καί ήρθε η εποχή, όπου τελείως ανεξήγητα κάποιοι υπήκοοι πού ήθελαν νά τούς ονομάζουν Έλληνες αποφάσισαν
νά δημιουργήσουν κράτος ανεξάρτητο καί νά φύγουν από τήν χρηστή αγκαλιά τής οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ελληνικό κράτος ουδέποτε υπήρξε πρίν τό 1832. Υπήρχε εκείνη η βυζαντινή αυτοκρατορία η οποία δέν πρέπει ποτεεεέ μά
ποτεεεέ νά ξεχνάμε ότι δέν ήταν ελληνική αλλά ρωμαϊκή καί κατείχε εκείνα τά εδάφη, τά οποία κάποιοι εθνικιστές
ήθελαν νά λέγονται Ελλάδα.
|