Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου (1822)
Η καταστροφή τού Πέτα
καί η πολιτική τού παραγκωνισμού τών αρματολών από τόν Μαυροκορδάτο άνοιξε στούς Τούρκους τόν δρόμο τής Δυτικής Ελλάδος.
Ο Έλληνας πολιτικός κατέφυγε στό Μεσολόγγι, όπου προσπάθησε νά καθησυχάσει τούς πανικόβλητους κατοίκους βεβαιώνοντάς τους ότι
είχε οχυρώσει καταλλήλως τό χωριό Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), πού βρίσκεται στό μέσο τής απόστασης Μεσολογγίου
- Κραβασαρά (Αμφιλοχίας).
Τό πρωϊνό τής 20ης Ιουλίου 1822, οι Μεσολογγίτες ξύπνησαν αντικρύζοντας τόν ενωμένο
τουρκοαιγυπτιακό στόλο, ο οποίος
αποτελείτο από 84 πολεμικά πλοία. Ναύαρχος τού τεράστιου στόλου ήταν ο
Χασάν πασάς καί είχε επικουρία τά πλοία τού Γιουσούφ πασά, διοικητή τής πόλης τών
Πατρών.
Ο πανικός τών κατοίκων έφτασε στό αποκορύφωμά του, διότι εγνώριζαν τά φοβερά αποτελέσματα από τή
σφαγή στή Χίο καί δέν είχαν πού "τήν κεφαλή κλίναι". Ευτυχώς η απόβαση πού επιχείρησαν οι Τούρκοι καί οι
Αιγύπτιοι στή νησίδα Βασιλάδι δέν καρποφόρησε καί ο στόλος παρέμεινε σέ αδράνεια περιμένοντας απλώς τίς
κινήσεις τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), οι οποίοι αναμένονταν νά επιτεθούν στό Μεσολόγγι.
Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αναλάβει τήν αρχιστρατηγία τής εκστρατείας στή Δυτική Ρούμελη. Ήταν διαλλακτικός
καί προσπαθούσε μέ διαπραγματεύσεις νά πείσει τούς Ρωμιούς νά προσκυνήσουν, ενώ διατηρούσε
αλληλογραφία μέ πολλούς αρματολούς οπλαρχηγούς, τούς οποίους είχε γνωρίσει παλαιότερα
στήν αυλή τού Αλή πασά τών Ιωαννίνων.
Ο Κιουταχής ήταν
νεώτερος καί πιό ορμητικός, ενώ μετά τήν επιτυχία του στό Πέτα, θεωρούσε ότι μόνο μέ τά όπλα θά μπορούσαν νά υποκύψουν οι γκιαούρηδες.
Χωρίς νά χάσει
καιρό διάλεξε τά καλύτερα στρατεύματα καί αποβιβάστηκε μέ πλοιάρια στό Λουτράκι τού Αμβρακικού κόλπου. O Κιουταχής δέν
συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση καί έκαψε τόσο τό Λουτράκι όσο καί τά χωριά Κατούνα καί Παπαδάτος από τά οποία πέρασε,
σκλαβώνοντας ταυτόχρονα τούς κατοίκους τους. Είχαν καί οι Τούρκοι τά
μίση καί τίς αντιζηλίες τους όπως καί οι Έλληνες. Έτσι ο Ομέρ Βρύωνης πού μισούσε τόν Κιουταχή, είχε
προλάβει νά ειδοποιήσει
τόν καπετάν Γιωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη) καί τόν Ανδρέα Ίσκο νά κτυπήσουν τόν
χαλδούπη (ασιάτη Τούρκο), ο οποίος κατέφθανε στό Ξηρόμερο μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι.
Πράγματι, στίς 9 Αυγούστου 1822 στόν Αετό Ξηρομέρου, ο Βαρνακιώτης ετοίμασε τά ταμπούρια του,
ψύχωσε τά παλληκάρια του καί περίμενε τόν φοβερό Ρεσίτ Πασά. Μαζί του είχε τούς
Θεόδωρο Γρίβα από τή Βόνιτσα,
Δήμο Τσέλιο από τή Ζάβιτσα (Αρχοντοχώρι), Δημήτρη Παλιογιάννη, Ευστάθιο Κατσαρό,
Γιάννη Τσαούση, Γιαννάκη Σουλτάνη από τό Μοναστηράκι Βόνιτσας, Γιάννη Μπουκουβάλα από τό Βάλτο κ.ά.
Η μάχη ξεκίνησε τό πρωΐ καί κράτησε όλη τή μέρα. Ο Κιουταχής έχασε 200 άνδρες καί
αναγκάστηκε νά γυρίσει πίσω στό Λουτράκι
καί νά περιμένει ενισχύσεις.
«Εις τήν οικτράν ταύτην κατάστασιν τής Δυτικής Ελλάδος, άν καί ο Μαυροκορδάτος διά τής απειρίας του εις τά πολεμικά
καί διά τούς ιδιοτελείς σκοπούς του, παρέλυσε τό καλώς υπό τού Βαρνακιώτου διοργανισθέν ελληνικόν σύστημα καί επέφερε τήν
καταστροφήν τού εν Πέτα στρατοπέδου, ο Βαρνακιώτης όμως δέν απελπίζετο, αλλά καί μετά τήν ήτταν καί τήν γενικήν διάλυσιν τού στρατού
εκείνου, έδραμεν εις τό Ξηρόμερον καί συναθροίσας τά διαλυθέντα αποσπάσματά του, έτρεχε κατά πόδας τών εχθρών καί έβλαπτε αυτούς.
Κατά τόν καιρόν τούτον καί ο Κιουταχή πασάς μέ επτά χιλιάδας Τούρκους απέβη εις τό Λουτράκι, παράλιον τής Ακαρνανίας διά νά υποδουλώση
τήν χώραν ταύτην. Εκδιώξας δέ τάς φρουράς εκείθεν, έκαψε τήν Κατούναν καί τούς Παππαδάταις καί προχωρών εις τά ενδότερα τής επαρχίας,
ηχμαλώτιζε καί κατερήμωνε τόν τόπον.
Ταυτοχρόνως δέ καί ο αρμοστής τών Ιονίων Νήσων Αδάμ, ακολουθών τήν ανθελληνικήν τότε πολιτικήν τής πατρίδος του, εξεδίωξε
διά τής λόγχης από τόν Κάλαμον, μία τών Ιονίων Νήσων, τριάκοντα περίπου χιλιάδας γυναικόπαιδα καί αδυνάτους προσφύγους Έλληνας, ούς
ρίψας εις τά ακροθαλάσσια τού Ξηρομέρου εκινδύνευον νά απολεσθώσιν υπό τού Κιουταχή.
Ο Βαρνακιώτης βλέπων τήν καταστροφήν καί ερήμωσιν τής πατρίδος του διό καί δραμών παραχρήμα τή 10η Αυγούστου 1822 μέ 80 μόνον
μάχιμους άνδρας (αριθμός πού δέν συμφωνεί μέ άλλους ιστορικούς τής επανάστασης), μεθ΄ούς ευρέθη καί καταλαβών τήν απέναντιν ράχιν τού χωρίου Αετού τού Ξηρομέρου, εις τόν Προφήτην Ηλίαν,
αφ΄ όπου οι Τούρκοι αναγκαίως έμελλον νά προχωρήσουν, αντεπαρατάχθη κατά τών εχθρών.
Ο δέ Βαρνακιώτης, μαχόμενος ηρωικώς καί προκινδυνεύων μέ τόν ολιγάριθμον αυτόν στρατόν του, επί έξ ολοκλήρους ώρας, κατεπολέμησε
τούς Τούρκους, εφόνευσε καί επλήγωσε παμπόλλους τούς ανδρειοτέρους, καί ηνάγκασεν αυτούς κακήν κακώς νά επιστρέψουν εις τό εν Λουτράκι
στρατόπεδόν των.»
Η νίκη τού Βαρνακιώτη δέν βελτίωσε τήν κατάσταση στή Δυτική Στερεά. Αφενός ο
Μαυροκορδάτος δέν ενέπνεε εμπιστοσύνη
στούς Έλληνες, αφετέρου οι αρματολοί είχαν διενέξεις μεταξύ τους, οι οποίες εξελίσσονταν ακόμα καί σέ ένοπλες συγκρούσεις γιά τά διάφορα
αρματολίκια καί ειδικά εκείνο τών Αγράφων. Ο Καραϊσκάκης πολεμούσε μέ τόν Ράγκο, ο Στάϊκος μέ τόν Βλαχόπουλο
καί ο Πηλάλας μέ τόν Καναβό. Αλλά καί τό στρατόπεδο στό Μαχαλά αποδυναμωνόταν ημέρα μέ τήν ημέρα
καθώς οι Ξηρομερίτες καί οι Βαλτινοί λιποτακτούσαν καί επέστρεφαν στά σπίτια τους.
Ο ευφυής Ομέρ Βρυώνης, γνώστης όλων αυτών, συνέχισε νά στέλνει
επιστολές καί νά καλεί τόν Βαρνακιώτη αλλά καί τούς άλλους αρχηγούς σέ παράδοση.
Ο αρχηγός τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος,
αφού έβλεπε ότι δέν μπορούσε νά οργανωθεί ούτε στοιχειώδη
άμυνα στό
Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία) όρισε τόν Βαρνακιώτη γενικό αρχιστράτηγο καί τού πρότεινε νά
κάνει καπάκια
(πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τόν Βρυώνη, ώστε νά καθυστερήσει η επέλαση τών Τούρκων στόν νότο μέχρι νά
έρθουν ενισχύσεις από
τήν Πελοπόννησο. Ο Βαρνακιώτης συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη στήν Άρτα, αλλά είτε φοβούμενος
πλέον τίς φήμες πού τόν ήθελαν νά προσκυνάει τόν Τούρκο, είτε κουρασμένος από τίς αντιζηλίες καί τίς έχθρες μεταξύ
τών Ελλήνων,
προσκύνησε πραγματικά τούς Τούρκους παρασύροντας μαζί του τούς Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη
Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό.
Ύστερα από αυτές τίς εξελίξεις οι Τούρκοι ξεκίνησαν από τήν Άρτα γιά νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, τό
τελευταίο προπύργιο πρίν από τό Μοριά, πού αποτελούσε καί τό κέντρο τής επανάστασης.
Στίς 25 Οκτωβρίου 1822, ο τουρκικός στρατός αγνάντευε από μακρυά
τό χαμηλό τείχος τού Μεσολογγίου. Τό τουρκικό ιππικό είχε ήδη σκορπίσει τούς
Έλληνες οπλαρχηγούς καί μόνο ο Μάρκος Μπότσαρης μέ τόν Γεώργιο Κίτσο κατάφεραν νά μπούν μέσα στήν πόλη. Ο
Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευσε στόν Άγιο Δημήτριο, ο Κιουταχής στόν Άγιο Αθανάσιο, ενώ τά κανόνια τους τά τοποθέτησαν
στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Μαζί τους είχαν τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς Μπακόλα, Βαρνακιώτη, Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη Ράγκο
καί Γιωργάκη Βαλτινό. Στή λιμνοθάλασσα περιπολούσαν τά πλοία τού
Γιουσούφ πασά. Η πρώτη πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε αρχίσει.
Τό τείχος τού Μεσολογγίου καί η τάφρος πού τό έζωνε είχαν κατασκευαστεί από τόν Αθανάσιο Ραζικότσικα καί δέν φαίνονταν ικανά νά σταματήσουν
τούς 10000 εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς στρατιώτες.
Αντιθέτως οι λίγοι εκατοντάδες Έλληνες πού αποτελούσαν τή φρουρά τού Μεσολογγίου,
ήταν σίγουρο ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια δέν θά μπορούσαν νά αντέξουν τίς απανωτές επιθέσεις τού εχθρού. Ο Μαυροκορδάτος αμέσως άρχισε νά
στέλνει επιστολές
στούς νησιώτες καί στούς Μοραΐτες ζητώντας επειγόντως βοήθεια. Παράλληλα αποφασίστηκε από τούς αρχηγούς τής πόλης
μητροπολίτη Μεσολογγίου Πορφύριο, Αναστάσιο Παλαμά, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο Ραζικότσικα
καί Πάνο Παπαλουκά, αλλά καί από τούς οπλαρχηγούς Μπότσαρη, Κίτσο καί
Κατσαρό νά αρχίσουν πλαστές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα
καί μέ τούς τρείς Τούρκους πασάδες, ώστε οι πολιορκημένοι νά κερδίσουν χρόνο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις. Ο Μαυροκορδάτος γνώριζε ότι
η πτώσις τού Μεσολογγίου ισοδυναμούσε καί μέ τόν πολιτικό του θάνατο, αφού θά θεωρείτο ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος γιά τήν διάλυση
τής επαναστάσεως στή Δυτική Ελλάδα.
«Οι δέ πολιορκούντες εχθροί, έχοντες καί ένδεκα κανόνια καί τέσσαρας βομβοβόλους, ήρχισαν ευθύς νά πυροβολώσι σφοδρώς
τήν πόλιν· αλλ' αφ' ού ανωφελώς καί ακαταπαύστως επολέμησαν δύο ημερονύκτια, συνήλθαν οι πασάδες εις συμβούλιον.
Ο Κιουταχής καί ο Ισούφης, ο πολιορκών διά θαλάσσης, ήσαν γνώμης νά εφορμήσωσι διά μιάς επί τό σαθρόν τείχος καί νά κυριεύσωσι τήν
πόλιν εξ εφόδου· αλλ' ο Βρυώνης αντέτεινε λέγων, ότι τό επιχείρημα ήτο κινδυνώδες, καί ότι εν τή γενική ερημώσει τής Αιτωλοακαρνανίας αναγκαίον
ήτο νά διατηρηθή η πόλις εκείνη διά τάς ανάγκας τού στρατοπέδου εν καιρώ χειμώνος· αντέτεινε δ' έτι μάλλον στοχαζόμενος, ότι εδύνατο
νά ελκύση τούς εν τή πόλει, ως μηδεμίαν τρέφοντας ελπίδα σωτηρίας καί ως υπ' όψιν έχοντας τά προσκυνήσαντα μέρη τής Αιτωλοακαρνανίας
καί μή παθόντα, ως αυτός επίστευε, καί τούς προσκυνήσαντας οπλαρχηγούς τούς εν ασφαλεία καί τιμή ζώντας.
Κατά τήν γνώμην δέ ταύτην, ο Βρυώνης επεχείρησεν αμέσως νά βάλη εις πράξιν τό περί συμβιβασμού προσφιλές του σχέδιον, καί διέταξε τόν
παρακολουθούντα Βαρνακιώτην νά γράψη τοίς γνωστοίς αυτώ προκρίτοις τού Μεσολογγίου περί υποταγής. Ο
Βαρνακιώτης έγραψεν, αλλ' απάντησιν δέν έλαβεν. Εν τοσούτω εξηκολούθει ο πόλεμος. Οι δέ εντός τού Μεσολογγίου τειχομαχούντες εμεθοδεύοντο
διάφορα τεχνάσματα εις απάτην τού εχθρού ως πρός τόν ολίγον αριθμόν των, καί άλλοτε μέν ετουφέκιζαν καί επιστόλιζαν διά μιάς όλοι,
άλλοτε δέ εφαίνοντο επί τού ενός μέρους τού τείχους καί έτρεχαν οι αυτοί καί εφαίνοντο επί τού άλλου εμπήγοντες επιτηδείως τουφεκολόγχας,
ίνα υποθέτωσιν οι θεωρούντες αυτάς έξωθεν ότι ήσαν εν τή πόλει καί οπλίται Φράγκοι· έκρουαν δέ επί τώ αυτώ σκοπώ καί ευρωπαϊκά τύμπανα.
Ο Βρυώνης βλέπων ότι δέν ευδοκίμησεν η πρός τούς προκρίτους διαπραγμάτευσίς του διά τού Βαρνακιώτη,
διέταξε τόν Άγον Βασιάρην
νά έλθη εις λόγους μετά τού Μάρκου Μπότσαρη ως γνώριμός του. Ο Μάρκος λαβών τήν άδειαν εξήλθεν εντός βολής πιστόλας
εις συνέντευξιν.
Ο Άγος τόν εσυμβούλευσεν ως φίλος, καί παρήγγειλε δι' αυτού καί
τοίς προκρίτοις νά μή κινδυνεύσωσιν επί ματαίω αλλά νά προσκυνήσωσιν·
εγγυάτο δέ εξ ονόματος τών πασάδων όχι μόνον γενικήν καί τελείαν αμνηστείαν, αλλά καί άδειαν ν' αναχωρήσωσιν ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος
Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος καί όσοι άλλοι υπώπτευαν τήν οργήν τών πασάδων. Ταύτα ακούσαντες οι έγκλειστοι καί αναλογιζόμενοι ότι πάσα αναβολή τούς
ωφέλει περιμένοντας έξωθεν βοήθειαν διά ξηράς καί θαλάσσης έκριναν εύλογον, βλέποντες τούς εχθρούς κατατρίβοντας τήν κρίσιμον ώραν τών
έργων εις αχρήστους λόγους, νά μή απορρίψωσιν αποτόμως τάς περί συμβιβασμού προτάσεις, αλλά νά προβάλωσιν άλλας δυσπαραδέκτους. Εν
ώ δέ εξηκολούθει η φιλική αύτη διαπραγμάτευσις, ειδοποίησεν ο Ισούφης τόν λαόν τού Μεσολογγίου, ότι άν ήθελε νά μή
αποτεφρωθή η πόλις όλη καί γίνη τάφος όλων τών εν αυτή αθώων, νά τώ παραδώση τόν πρόεδρον, τούς άρχοντας, τούς οπλαρχηγούς
καί ανά δύο Χριστιανούς δι' έκαστον Τούρκον τών εν τώ επί τών εκβολών τού Φίδαρη (Εύηνου ποταμού) πεσόντι τουρκικώ πλοίω
συλληφθέντων καί θανατωθέντων· απήτει δέ παρά τού λαού καί αποζημίωσιν τών διαρπαγέντων επί τού πλοίου, καί απόδοσιν όλων τών
εξ αρχής τής επαναστάσεως οφειλομένων τή Πύλη φόρων.
Η τρίτη ημέρα τής ανακωχής, ήτοι η 8η Νοεμβρίου 1822, έγεινεν ημέρα χαράς, διότι εφάνησαν έξωθεν τής πόλεως επτά
υδραϊκά πλοία
αποδιώξαντα διά μόνου τού εμφανισμού των τά υπό τόν Ισούφην τουρκικά, εξ ών έν, ανίκανον νά μεταβή εις Πάτρας διά τήν επικρατούσαν αντίπνοιαν,
κατέφυγεν ημίπνικτον εις Ιθάκην. Η έλευσις τών πλοίων διέλυσε μέν τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν, αλλά δέν ησφάλισε τούς εγκλείστους καί από τής
εφορμήσεως τών επί τής ξηράς πολυαρίθμων εχθρών. Διά τούτο ο Βρυώνης, πεποιθώς πάντοτε επί τήν υπερέχουσαν δύναμίν του, εσυμβούλευσε τούς
πολιορκουμένους νά διαβιβασθώσιν εις Πελοπόννησον κατά τήν συμφωνίαν επί τών ελθόντων ελληνικών πλοίων· αλλ' αντί νά διαβιβασθώσιν οι εν
Μεσολογγίω εις Πελοπόννησον, διεβιβάσθησαν τήν 11η Νοεμβρίου από Πελοποννήσου εις Μεσολόγγι επί τέσσαρων εκ τών προρρηθέντων
πλοίων 700 Πελοποννήσιοι υπό τόν Πετρόμπεην, τόν Ζαήμην καί τόν Κανέλλον Δηληγιάννην·
συνεπανέπλευσε καί ο περί τής επικουρίας ταύτης προαποσταλείς παρά του Μαυροκορδάτου Γρίβας.
Ο Άγος, ανήσυχος δι' όσα έβλεπε καί ήκουεν, ήλθεν εις λόγους βαρείς μετά τού Μάρκου. Ούτος
δέ, υποπτεύων μή πάθη ως απατήσας τούς Τούρκους, υπεκρίθη ότι οι έγκλειστοι έτοιμοι ήσαν νά στείλωσιν ικέτας εις προσκύνησιν τών πασάδων.
Υπερεχάρησαν οι πασάδες επί τή φαιδρά ταύτη αγγελία, καί ητοιμάσθησαν τά πάντα εις δεξίωσιν τών ικετών.
Ο δέ γλυκύς καί συγκαταβατικός
Βρυώνης, θέλων νά τιμήση τόν άγριον Κιουταχήν, υπήγεν εις τήν σκηνήν του καί καυχώμενος
ότι τό περί συμβιβασμού σχέδιόν του, τό παρ' εκείνου
αποδοκιμαζόμενον, ευδοκίμησε, διέταξε νά οδηγήσωσιν εκεί τούς ερχομένους εις προσκύνησιν.
Επ' αυτώ τούτω ητοιμάσθησαν τά συνήθη καββάδια εις τιμήν τών ερχομένων, οι κήρυκες περιφερόμενοι διεσάλπιζαν
τήν παράδοσιν τής πόλεως, οι καταλυματίαι διέθεταν τά καταλύματα, οι
ιπποκόμοι εφαλάροναν τούς ίππους τών πασσάδων διά τήν εν τιμή καί παρατάξει είσοδόν των εις τήν πίπτουσαν πόλιν,
καί ο Βαρνακιώτης
διετάχθη νά προϋπαντήση τούς προσερχομένους. Εν τοσούτω η ώρα παρήρχετο, καί ουδείς προσήρχετο. Αδημονούντες οι πασάδες διά τήν
τόσην βραδύτητα, είδαν άνθρωπον προσερχόμενον εκ τής πόλεως, παρ' ου έλαβαν γράμμα λέγον
"άν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε".»
Oι Τούρκοι τίς δύο πρώτες ημέρες κανονιοβολούσαν αδιάκοπα τήν πόλη τού Μεσολογγίου καί τήν τρίτη ημέρα οι τρείς πασάδες έκαναν πολεμικό
συμβούλιο. Ο Κιουταχής καί ο Γιουσούφ πασάς
επέμεναν σέ μία κατά μέτωπο επίθεση ενώ ο Ομέρ Βρυώνης προτιμούσε
μέ ειρηνικές διαπραγματεύσεις
νά καταλάβει τήν πόλη. Άλλωστε είχε βγεί κερδισμένος μέ αυτήν τήν τακτική του, αφού είχε μέ τό μέρος του τούς πιό σημαντικούς αρματολούς τής
Αιτωλοακαρνανίας, τήν οποία καί είχε καταλάβει διά περιπάτου. Διέταξε τόν Βαρνακιώτη νά στείλει γραφές στούς
Μεσολογγίτες γιά νά παραδώσουν τήν πόλη τους, παρέχοντάς τους ταυτόχρονα
εγγυήσεις γιά τήν ακεραιότητά τους, ενώ έστειλε καί τόν Άγο Βάσιαρη, παλιό γνώριμο τού Μάρκου Μπότσαρη, νά συζητήσει
μέ τόν Μάρκο καί νά πείσει τούς προκρίτους νά προσκυνήσουν ώστε νά αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία.
Οι συνομιλίες τών Ελλήνων μέ τόν Ομέρ Βρυώνη τραβούσαν σέ μάκρος, δίνοντας τόν απαραίτητο χρόνο στούς Πελοποννήσιους νά οργανωθούν
καί νά συγκεντρωθούν στά Μαύρα Βουνά τού ακρωτηρίου τού Πάπα (Άραξος) γιά νά περιμένουν τά πλοία πού κατέπλεαν από τήν Ύδρα.
Έχουν διασωθεί πολλές επιστολές τίς οποίες
παραθέτει ο Διονύσιος Κόκκινος μέ τίς οποίες επικοινωνούσαν οι προεστοί τού Μοριά μέ τούς Υδραίους καραβοκύρηδες γιά νά συνεννοηθούν γιά
τόν τρόπο πού θά βοηθούσαν τό Μεσολόγγι. Σέ μία από αυτές ο Ζαΐμης παρακαλούσε τόν Κανέλλο Δεληγιάννη νά μήν ασχοληθεί μέ
τό Ναύπλιο, αλλά νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους καί νά τραβήξουν γιά τό Μεσολόγγι, διότι
"άν χαθεί τό Μεσολόγγι χάνεται καί ο Μοριάς."
"Γνωρίζω αδελφέ, τά αισθημάτά σου καί τήν φιλοτιμίαν σου καί ότι επιθυμείς νά παραδοθή διά σού τό Ναύπλιον εις τήν κυβέρνησιν καί
όχι νά πέση εις χείρας τών κακούργων. Αλλά άν πάρης τό Ναύπλιον τί μάς ωφελεί; Αλλ' άν σώσωμεν τό Μεσολόγγι, τότε σώζεται η πατρίς
καί τό Ναύπλιον είναι πάντοτε ιδικόν μας."
Ο πρόκριτος τών Καλαβρύτων προφανώς κακούργους εννοούσε τόν Κολοκοτρώνη, τό Νικηταρά, τόν Υψηλάντη καί τούς λοιπούς αντιπάλους
τών προεστών!
Στίς 8 Νοεμβρίου 1822, κατέφθασαν τά πλοία τής Ύδρας, τά οποία μόνο μέ τήν εμφάνισή τους έδιωξαν τά τούρκικα πλοία τού Γιουσούφ πασά.
Αρχηγός τους ήταν ο Λάζαρος Παναγιώτας ο οποίος μετέφερε στό Μεσολόγγι τόν
Τσαλαφατίνο καί τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μέ τούς Μανιάτες, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη μέ τούς Καρυτινούς, τόν
Ανδρέα Ζαΐμη μέ τούς Καλαβρυτινούς καί τόν Αλποχωρίτη μέ τούς Γαστουναίους. Ο
Ομέρ Βρυώνης νόμιζε ότι τά
καράβια είχαν έρθει νά παραλάβουν τούς άρχοντες τού Μεσολογγίου καί τούς οπλαρχηγούς γιά νά τούς μεταφέρουν στήν Πελοπόννησο, όπως
είχε αφήσει νά εννοηθεί ο Μάρκος στόν Άγο Βάσιαρη. Μάλιστα ο Ομέρ Βρυώνης πήγε στό τσαντίρι τού Κιουταχή όπου στολίστηκαν μέ
τά ακριβά τους ενδύματα γιά νά περιμένουν μαζί τούς Ρούμ, οι οποίοι υποτίθεται θά έρχονταν νά προσκυνήσουν. Η
ώρα περνούσε καί δέν φαινόταν κανένας. Οι πασάδες αδημονούσαν μέχρι πού ένας τάταρης τούς
έφερε ένα γράμμα από τήν πόλη πού έλεγε: "Άν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε!"
Οι Ρουμελιώτες υπερασπιστές τού Μεσολογγίου αναθάρρησαν μέ τήν επικουρία τών Μοραϊτών καί περίμεναν άφοβα πλέον τήν
τελική επίθεση τών μουσουλμάνων.
Οι δύστυχοι όμως χωρικοί, πού ήταν έξω από τά τείχη τής πόλης καί είχαν καταφύγει στό νησί Κάλαμος
γιά νά ζητήσουν προστασία από τίς αγγλικές αρχές,
εκδιώχθηκαν από τόν αρμοστή Μαίτλαντ καί βρέθηκαν πάλι στίς ακτές τής Αιτωλοακαρνανίας καί στό έλεος τών Τούρκων.
Αλλά οι πασάδες πλέον
είχαν ήδη αρχίσει νά ενοχλούνται από τόν άσχημο καί υγρό καιρό τού Μεσολογγίου καί τήν έλλειψη εφοδίων.
Δέν μπορούσαν
νά παραμείνουν άλλο. Βλέποντας τούς στρατιώτες νά δυσανασχετούν καί νά αρρωσταίνουν καθημερινώς,
αποφάσισαν νά κάνουν ξαφνική έφοδο τήν ημέρα τών Χριστουγένων (25 Δεκεμβρίου 1822),
όταν οι Χριστιανοί θά ήταν στίς εκκλησίες
καί τά τείχη θά είχαν ελλιπή φρούρηση.
«Οι Πελοποννήσιοι εν τούτοις συντελούσι πολύ εις
τήν σωτηρίαν τού Μισολογγίου καί εις τόν θρίαμβον τών δυτικοελλαδιτών.
Αφ' ού ο Ωμέρβριώνης απέκαμε πυροβολών τό Μισολόγγι καί καταπολεμών καθ' όλους
τούς τρόπους τούς πολιορκημένους, τέλος απεφάσισε νά τό
κυριεύση εξ εφόδου τήν νύκτα τών Χριστουγέννων πρός τήν 25η Δεκεμβρίου 1822, καθ' ήν ώραν οι Έλληνες ήθελον εκπληρώνει τά χριστιανικά
χρέη των εις τόν ναόν τού Υψίστου, ότε ως ενόμιζεν, ήθελον αφήσει καί τούς προμαχώνας αφρούρητους.
Αλλά Χριστιανός Ηπειρώτης, ο Ιωάννης Γούναρης ευρισκόμενος εις τό στρατόπεδον τών Τούρκων, εξ ανάγκης υπηρετών, διότι δέν ηδύνατο εκ τών ιδίων περιστάσεων
νά τούς πολεμήση καί πληροφορηθείς τήν απόφασίν των, ειδοποίησε τούς Έλληνας. Ούτοι λοιπόν, όσοι πολεμισταί, δέν υπάγουσιν εις τόν ναόν
νά υμνήσωσι τόν Θεόν ψάλλοντες Χριστός γεννάται, αλλά γρηγορούσιν όλην τήν νύκτα εις τάς θέσεις των καί περιμένουσι νά τόν δοξολογήσωσι
μέ τούς κρότους τών πυροβόλων καί τών τουφεκίων, μαχόμενοι μέ απόφασιν νά χύσωσι τό αίμα των διά τήν δόξαν τού Χριστού καί τής πατρίδος.
Πεντακόσιοι Τουρκαλβανοί επίλεκτοι ήσαν καταγεγραμμένοι νά κάμωσιν έφοδον καί νά λάβη αμοιβήν ανά χίλια γρόσια έκαστος αυτών, ώρμησαν
λοιπόν εις τό σκότος τής νυκτός μίαν ώραν πρίν φέξει εις τό τείχος καί ο προηγούμενος τών άλλων Γιουρούκ μπαϊρακτάρης εισεπήδησεν εις τούς
προμαχώνας, όπου εφρούρει ο Δημήτριος Μακρής μέ τούς Καρυτινούς καί τούς Ηλείους, μέ τήν σημαίαν εις τήν χείρα, εύρε τόν σκοπόν κοιμώμενον, τόν
εφόνευσε, προχωρών φονεύει καί άλλον καί πληγώνει εις τήν δεξιάν έτερον, αλλ' ούτος τόν πιστολίζει μέ τήν αριστεράν, τόν πληγώνει ωσαύτως
εις τήν χείρα καί φωνάζει: "Τούρκοι, Τούρκοι!".
Τότε ήρχισαν οι Έλληνες νά μάχωνται πυροβολούντες καί τουφεκίζοντες εναντίον τών εχθρών, οι οποίοι καταβάντες εις τήν τάφρον, τρίς επλησίασαν
εις τό τείχος φέροντες καί αναβάθρας μεθ' εαυτών καί τρίς απεκρούσθησαν μέ βλάβην των. Οι Έλληνες αλαλάζοντες καί παιανίζοντες εμαχήσαντο
τρείς ώρας καί τέλος απέκρουσαν καί τούς ορμήσαντας εις τήν τάφρον διά τήν έφοδον καί τούς παρακολουθούντας ιππείς τε καί πεζούς, οίτινες
έμελλον νά εισβάλωσιν εις τήν πόλιν καί τούς εβίασαν ν' απομακρυνθώσιν. Εφόνευσαν δέ υπέρ τούς πεντακόσιους καί επλήγωσαν περί τούς
τριακόσιους καί επήραν δώδεκα σημαίας. Έξ δέ μόνον εφονεύθησαν καί επληγώθησαν από τούς Έλληνας.
Ο Ωμέρβριώνης ήδη θεωρεί ότι δέν εμπορεί νά κυριεύση τό Μισολόγγι, μανθάνει δέ ότι ο
Ράγγος απεστάτησεν πάλιν καί ότι θά τόν μιμηθώσι
καί ο Ανδρέας Ίσκου καί άλλοι. Είχε δέ προσκληθή καί ο Οδυσσεύς από τήν
Ανατολικήν Ελλάδα νά στρατεύση εις βοήθειαν τού Μισολογγίου
καί εκστρατεύει ευθύς μέ διακόσιους συμπαραλαμβάνει καί από τά Σάλωνα τόν υιόν τού Πανουριά μέ άλλους διακόσιους, καθώς καί από
Μαλανδρίνον τόν Δήμον Σκαλτσάν μέ αρκετούς καί ούτω προχωρών, προσαυξάνει τόν αριθμόν τών μετ' αυτού συστρατευόντων.»
Ο Ομέρ Βρυώνης υποσχέθηκε 1000 γρόσια αμοιβή σέ όσους στρατιώτες θά αναλάμβαναν
νά ηγηθούν τής εφόδου πού θά γινόταν στά τείχη.
Βρέθηκαν 800 γενναίοι Αλβανοί, οι οποίοι αφού πήραν ξύλινες σκάλες καί τίς σημαίες μέ τό μισοφέγγαρο, κρύφτηκαν στά βούρλα
καί περίμεναν μέσα στή νύκτα τή διαταγή τής επίθεσης.
Όμως ο Θεός αγαπάει τόν κλέφτη, αλλά αγαπάει καί τό νοικοκύρη. Τήν παραμονή τών
Χριστουγέννων, ο γραμματέας τού οπλαρχηγού
Μακρή, καθώς πήγαινε μέ τήν πιρόγα του από τό Ανατολικό (Αιτωλικό) στό Μεσολόγγι,
είδε κάποιον στήν ακτή νά τού κουνάει ένα μαντήλι. Τόν πλησίασε καί εκείνος τού είπε:
"Είμαι Χριστιανός καί πρόθυμος νά πάθω διά τήν αγάπην τού Κυρίου μας. Μήν απορήσης καί μή δυσπιστήσης εις όσα θ' ακούσης καί άν μέ βλέπης
νά συνοδεύω τούς εχθρούς τής πίστεώς μας. Η γυναίκα μου καί τά παιδιά μου είναι στά χέρια τών τυράννων. Ο Κύριός μας θέλησε νά μάθω τά σχέδια
τών εχθρών μας. Τρέξε στήν πόλι νά ειπής στούς ομοθρήσκους μας ότι σκοπεύουν νά ορμήσουν αύριο τά χαράματα από τήν ανατολική πλευρά τού
οχυρώματος."
Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Γιάννης Γούναρης καί μέ τή μαρτυρία του θά έσωζε τό Μεσολόγγι,
αλλά θά έχανε τά παιδιά καί τή γυναίκα του,
τά οποία θά τά στραγγάλιζε ο πασάς όταν θά γύριζε ταπεινωμένος
στά Γιάννενα. Ο γραμματέας τού Μακρή, πράγματι
έσπευσε στό Μεσολόγγι, όπου ειδοποίησε τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επίθεση πού ετοίμαζαν οι εχθροί. Οι εκκλησίες δέν θά άνοιγαν
εκείνα τά Χριστούγεννα τού 1822, καθώς όλοι οι Χριστιανοί θά πήγαιναν
στό τείχος τού Μεσολογγίου καί θά περίμεναν μαζί μέ τή Γέννηση τού
Κυρίου καί τήν επίθεση τών εχθρών Του.
«Ο Ομέρ Βρυώνης εξέλεξε τήν νύκτα τής 24 πρός τήν 25ην Δεκεμβρίου 1822, παραμονήν τών Χριστουγέννων, ελπίζων ότι οι
πολιορκούμενοι, συνηθροισμένοι εν τοίς ναοίς, θά προσεβάλλοντο ευχερέστερον. Οκτακόσιοι επίλεκτοι Αλβανοί, κομίζοντες πολυαρίθμους κλίμακας,
διετάχθησαν εις έφοδον υπό τήν εύνοιαν τού σκότους, πρός διαφόρους διευθύνσεις τών τειχών. Έτεροι δισχίλιαι επηκολούθησαν αυτούς από τινος
αποστάσεως όπως τούς υποβοηθήσωσι, ενώ τό υπόλοιπον τού στρατού, διηρημένοι εις πλείονα σώματα, διηυθύνθη πρός τά αντίθετα σημεία όπως
διασκορπίση τάς δυνάμεις τών Ελλήνων.
Ευτυχώς τό στρατήγημα τούτο έμαθον οι πολιορκούμενοι καί ο
Μαυρομιχάλης καί ο Μάρκος Μπότσαρης εμάντευσαν αυτό εκ τής εν τώ
εχθρικώ στρατοπέδω
ανησυχίας. Πάντες έμειναν εν τή θέσει των, οι δέ κώδωνες τών εκκλησιών ανήγγειλαν τάς κινήσεις τού θανασίμου εχθρού.
Ευθύς ως κατά τήν 6ην πρωϊνήν ώραν οι οκτακόσιοι Αλβανοί, οι εκλεχθέντες διά τήν διά κλιμάκων ανάβασιν, επλησίασαν εις τήν πόλιν εις απόστασιν
πυροβόλου. Καί παρευθύς ήρξατο κανονιοβολισμός φοβερός εφ' όλης τής γραμμής τού φρουρίου. Πολλοί Αλβανοί έφθασαν μέχρι τών τειχών,
αλλά πρίν παρέλθωσι στιγμαί, κατεκρημνίσθησαν νεκροί. Καί αι λοιπαί φάλαγγαι υπέστησαν τήν αυτήν τύχην.
Καί ότε η ηώς τής ημέρας επεφάνη, καθ' ήν εγενήθη ο Λυτρωτής καί εφώτισε τήν γήν, ηρίθμησαν 300 Τούρκοι
νεκροί, 9 σημαίαι είχον κατακτηθή.»
Μία ώρα πρίν φωτίσει, άρχισαν οι κανονιοβολισμοί, τό ιππικό άρχισε τήν προέλασή του καί οι Αλβανοί γυμνοί καί μόνο μέ τίς σκάλες καί τά
γιαταγάνια έτρεξαν πρός τά τείχη. Οι Έλληνες όμως δέν αιφνιδιάστηκαν καθώς περίμεναν προετοιμασμένοι καί μέ γεμάτα τά καριοφίλια τους.
Οι απανωτοί πυροβολισμοί σκόρπισαν τούς Αλβανούς καί μόνο ο
γιουρούκ μπαϊρακτάρης κατόρθωσε νά ανέβει στά τείχη καί νά μπήξει τό
μπαϊράκι του, σκοτώνοντας τούς αμυνόμενους. Αλλά η σημαία του έμεινε γιά λίγο πάνω στό τείχος, καθώς τόν αιχμαλώτισαν οι
υπερασπιστές πού κατέφθασαν. Η μάχη εξελίχθηκε σέ σφαγή αφού περίπου 500 Τούρκοι
σκοτώθηκαν καί τά πτώματά τους
γέμισαν τήν τάφρο. Από τούς Έλληνες μόνο δύο Μεσολογγίτες καί δύο Γαστουναίοι σκοτώθηκαν. Η νίκη αυτή θά στερέωνε τήν ελληνική επανάσταση, η οποία δύο χρόνια μετά
τήν έναρξή της παρέμενε ζωντανή παρά τή λύσσα τού σουλτάνου καί τών φιλικών πρός αυτόν ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Αυτά ήταν τά καλύτερα Χριστούγεννα γιά τούς Μεσολογγίτες, οι οποίοι ταπείνωσαν τούς δύο πασσάδες καί τούς ανάγκασαν νά επιστρέψουν
άρον άρον στά Γιάννενα καί τήν Άρτα. Οι μόνοι από τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς πού θά τούς ακολουθούσαν καί θά παρέμεναν μαζί τους
μέχρι τό τέλος ήταν ο Μπακόλας καί ο Βαρνακιώτης, καθώς οι υπόλοιποι τούς εγκατέλειψαν καί επέστρεψαν στούς συμπατριώτες τους.
«Τήν επομένην νύκτα οι Τούρκοι ευρίσκοντο εν μεγίστη ταραχή. Τήν πρωΐαν οι Χριστιανοί δέν ήκουσαν ούτε τόν χρεμετισμόν
τών ίππων ούτε απομεμακρυσμένον τινά θόρυβον. Ο καπνός τών στρατοπεδευόντων δέν υψούτο πλεόν ανά τόν αέραν. Ο
Ομέρ Βρυώνης είχεν
εκκινήσει περί τήν 2αν ώραν τής πρωΐας καί τού στρατού αυτού εν αταξία παρακολουθούντος, δέν ετόλμων νά πιστεύσωσιν οπισθοχώρησιν τόσον
εσπευσμένην.
Μέρος τής φρουράς υπό τού Μαυροκορδάτου οδηγούμενον άγεται πάραυτα πρός τά εγκαταλειφθέντα μέρη, κυριεύωσι οκτώ ορειχάλκινα τηλεβόλα,
δύο οβουζιέρα, ένα βομβοβόλον καί πλείστας ζωοτροφίας. Ανευρίσκουσι τόν τόπον όπου ήτο ιδρυμένη η σκηνή τού Ομέρ Βρυώνη, ήτις ήτο ήδη
ανατετραμμένη, βλέπουσι τάς τραπέζας τάς οποίας δέν ηδυνήθη νά συμπεριλάβη καί μέρος τών υποσκευών του.
Επισκέπτονται τό μέρος
τών Τοξιδών, τών Γκέγκιδων καί τών Ασιανών οίτινες πολυτελείς είχον ιδρύσει σκηνάς. Εις έκαστον βήμα ανακαλύπτουσιν όπλα, εφίππια,
αποσκευάς κατασφάζουσι καθυστερούντας τινάς στρατιώτας.
Ο Ομέρ Βρυώνης διέμεινε στό
Βραχώριον (Αγρίνιο) καί μαθών ότι τά ύδατα τού
Αχελώου επαισθητώς ηλαττώθησαν, ηθέλησε νά πειραθή εκ νέου
τήν δίοδον τού πόρου τού Στράτου. Τό ιππικόν αυτού ηδύνατο νά τόν ευκολύνη εις τήν πραγματοποίησίν του,
εάν επί τών οπισθίων εκάστου μετεφέρετο
καί εις στρατιώτης επί τής δεξιάς όχθης τού ποταμού. Ούτοι ώφειλον νά σχηματίσωσι κεφαλήν
γεφύρας, ενώ οι ιππείς θά μετέφερον διαδοχικώς τούς
πεζούς.
Μόλις οι πρώτοι ουλαμοί τού τουρκικού πεζικού επάτησαν τήν αντίθετον όχθην τού Αχελώου, ότε οι λόχοι τών Λεπενιωτών, ενωθέντες πρός τούς
Ακαρνάνας καί πρός τινα αποσπάσματα τών στρατιωτών τού Μαυρομιχάλη επυροβόλησαν καταρρίψαντες αυτούς εν τώ ποταμώ μετά τού
προσδράμαντος εις βοήθησιν αυτών ιππικού. Οι ίπποι οίτινες δέν επρόφθαναν ν' αναπνεύσωσιν, υποχρεούμενοι νά επαναπίπτουσιν εις τό ύδωρ,
υπό τής ταχύτητος τών ρευμάτων παρασυρθέντες επνίγησαν.
Ήτο φρικώδες νά βλέπη τις τούς ιππείς δράττοντες τήν άκραν τών πέριξ δαφνών, αφού κατώρθουν ν' απαλλαχθώσι τού εφιππίου, ν' αγωνίζονται
κατά τού θανάτου, όπως καταγίνωσιν αντικείμενα σκοποβολής τών Ελλήνων οίτινες διετρύπων αυτούς διά τών σφαιρών.
Η καρδιά τού
Ομέρ Βρυώνη, άν καί σκληρυνθείσα εν τή τέχνη τών όπλων δέν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τό θέαμα τούτο
καί μετά τήν θέαν τής απωλείας χιλίων εκ τών εκλεκτοτέρων στρατιωτών του, απεσύρθη πρός τό
Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα), χύνων δάκρυα.»
Ο Γιάννης Γούναρης όταν πληροφορήθηκε τήν εκτέλεση τών παιδιών του καί τής γυναίκας του ασκήτεψε σέ μία σπηλιά πάνω
από τό εκκλησάκι τής Παναγίας τής Ελεούσας στήν Κλεισούρα τού βουνού Αράκυνθος ή Ζυγός.
Εκεί θά έμενε μέχρι τόν θάνατό του.
«Στή σκηνή τού Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν.
Ήταν ν' αποφασιστεί, πρίν ξημερώσει, άν εσήμανε ή όχι η ώρα νά πάρουν τό Μεσολόγγι.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή, τό κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μά ειδήσεις είχαν φθάσει καί ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τούς αρχηγούς,
ανυπόμονος νά τούς ανακοινώσει τά μαντάτα καί νά εξασφαλίσει τή συγκατάθεση τους.
Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε γιά δύο ολόκληρους μήνες τό χωριό, πού ήταν τότε τό ερημωμένο Μεσολόγγι, καί δύο
δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής καί ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιός νά τό πρωτοπάρει. Τά οχυρώματα ήταν χωματένια,
μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - πού νά τό ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα - όλα, διαφέντευαν τήν ημέρα
καί ξανάχτιζαν τή νύχτα τίς χαλάστρες πού άνοιγαν στόν τοίχο τά τούρκικα κανόνια.
Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πώς μόνο μέ τό σπαθί καί τή φωτιά θά βάλουν γνώση στούς γκιαούρηδες καί θά φέρουν σέ
λογαριασμό τόν Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο καί τόν Μάρκο Μπότσαρη, πού πεισμάτωναν στήν τρέλα τους ή νά
ελευθερώσουν τή χώρα ή νά
ταφούν μές στά ερείπιά της. Μά ο Ομέρ Βρυώνης, πού μελετούσε τήν κατάκτηση τού Μωριά καί πού ήθελε τό Μεσολόγγι
στρατιωτική του βάση, επέμενε νά τό πάρει μέ τό καλό.
Καί λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ τών δύο στρατηγών.
Γιατί τούς είχαν παίξει οι γκιαούρηδες, καί πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σέ συζητήσεις καί διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί,
ξαφνιασμένοι είδαν οι πασάδες τόν υπερήφανο στόλο τού Ισούφη νά σκορπά καί νά χάνεται μπρός σέ επτά υδρέικα καραβάκια, πού μέ
απλωμένα τά πανιά μπήκαν στή λιμνοθάλασσα καί προκλητικά άραξαν στό Μεσολόγγι.
Καί όταν συνήλθαν από τή σάστισή τους οι πασάδες, καί παραπονέθηκαν καί αγρίεψαν καί πρόσταξαν τήν πόλη νά παραδοθεί,
τούς αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης:
- "Άν θέλετε τόν τόπο μας, ελάτε νά τόν πάρετε!"
Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπεί πιά μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης μέ επτακόσιους Μανιάτες, μαζί καί ο Ζαΐμης, μαζί καί ο
Δεληγιάννης. Έβριζε καί φώναζε ο οργισμένος πασάς, πώς ξεφόρτωσαν πιά τά υδρέικα καράβια όπλα καί πολεμοφόδια, καί πώς ποτέ
πιά δέ θά παραδοθεί τό Μεσολόγγι, άν δέ χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί καί άν δεν πνιγούν οι γκιαούρηδες στό αίμα.
Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, καί βαριά τό έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πώς αυτός είχε ταπεινώσει τό
γένος τών πιστών, από πονοψυχιά γιά μια φούχτα σκύλους άπιστους.
Καί τό έφερε βαριά, γιατί, μες στά τραχιά λόγια τού Κιουταχή, διέβλεπε τήν άλλη κατηγορία, πού δόλια τήν
κρυφομετάλεγαν φθονεροί
αντίζηλοί του, τάχα πώς γκιαούρικο αίμα έτρεχε καί στίς δικές του φλέβες, καί γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε
φορά πού είχε νά τό χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.
Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στή σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί τό έβλεπε καί αυτός πώς η κατάσταση άρχιζε νά γίνεται
κρίσιμη στό τούρκικο στρατόπεδο. Μετά τήν καταστροφή τής Πέτας, σάν τού έστειλαν οι Ρωμιοί τόν Βαρνακιώτη γιά
συνεννόηση,
τό νόμισε μεγάλο θρίαμβο πού τόν κατάφερε νά προσκυνήσει καί νά προδώσει εκείνους πού τόν έστειλαν· καί όμως, από τότε,
πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τά βουνά κι έκοβαν τίς συγκοινωνίες καί όπλιζαν τούς πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στούς
πιστούς· καί τό κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει τό στρατόπεδο, τό ψωμί σπάνιζε καί οι στρατιώτες άρχισαν νά γκρινιάζουν.
Καί ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μία σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση τού υπερήφανου πασά.
Μά επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις πού μέ τόση αγωνία τίς περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του.
Τώρα ήλθε η ώρα νά διαψεύσει τό θρύλο τής χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θά πνίξει τό Μεσολόγγι στό αίμα.
Ξημέρωνε παραμονή τών Χριστουγέννων.
Πλάγι στή σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια καί χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τούς πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα,
ανάμεσα στις αποσκευές τού στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.
Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τίς λιγνές του πλάτες, καί βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στά φρύδια καί γύρω στό κλειστό του στόμα.
Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στή δουλειά του, τά μάτια καρφωμένα στό μπακιρένιο μπρικάκι.
Ο Ομέρ χτύπησε τά χέρια του.
- "Γιάννη", φώναξε, "φέρε καφέδες."
Καί στό γραμματικό, πού παράμερα στέκουνταν καί περίμενε, έδειξε τό τραπέζι καί πρόσταξε:
- "Εσύ, κάθισε αυτού καί γράφε."
Ο Γιάννης έχυσε μέ προσοχή τόν καφέ σέ τέσσερα πέντε ζάρφια, καί τά έφερε μέ τό δίσκο μέσα στή σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης,
περπατώντας απάνω - κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα πρός τόν Βαρνακιώτη:
"Μάθε", έλεγε, "πώς αύριο θά γευματίσω στό Μεσολόγγι!".
- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δέν θά γευματίσεις στό Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...
Μά τό πρόσωπο του δέν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν νά προσέχει εκείνα πού έλεγαν γύρω του. Ένα - ένα, μέ αργές κινήσεις, ακούμπησε τά
ζάρφια μέ τόν καυτό καφέ εμπρός σέ κάθε πασά, προσέχοντας μήν χυθεί ούτε κόμπος από τό μυρωδάτο ποτό.
- "Φέρε καί άλλους", πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα τών μαύρων φρυδιών του πώς τά ζάρφια ήταν λιγότερα από τούς πασάδες.
Καί χωρίς νά σταθεί, μέ τά χέρια πίσω στή ράχη καί τά μάτια χάμω, εξακολούθησε νά υπαγορεύει τίς τελευταίες του διαταγές στόν Βαρνακιώτη:
- "Κοίταξε νά μάθεις πού πάγει ο στρατός πού φεύγει γιά τήν Ακαρνανία, καί βάσταξε τούς αρματωλούς πού έχουν προσκυνήσει,
ώσπου νά μάθεις πώς πήρα τό Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος γιά τό Βραχώρι".
Απότομα στάθηκε εμπρός στόν Ισμαήλ Χατζημπέντο, πού αργοκουνώντας τό κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε τού Ισμαήλ Πλιάσα.
- "Φοβάσαι;" τόν ρώτησε περιφρονητικά. Οι δύο πασάδες σώπασαν.
Έριξε ο Αλβανός μιά πλαγινή ματιά τού Κιουταχή, πού σιωπηλά καί ακατάδεχτα παρακολουθούσε τά κρυφομιλήματα τών δύο
Ισμαήλιδων, καί μέ οργή, χτυπώντας τό χέρι του στό τραπέζι, φώναξε:
- "Ή αύριο ή ποτέ".
Καί γυρνώντας στόν Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε καί είπε:
- "Μή φοβάσαι, πασά μου, τώρα πιά ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!"
Μέ τό κεφάλι, χαμογελώντας, τόν εγκαρδίωνε ο Άγος Βασιάρας.
- Πέ τους, πέ τους, πασά μου, τά μαντάτα.
Καί τούς τά είπε ο Ομέρ Βρυώνης.
Τά ξημερώματα τής μεγάλης τους εορτής, οι γκιαούρηδες θά μαζεύουνταν όλοι στίς εκκλησίες τους,
γιά τή χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα γιά γιουρούσι.
Ο Κιουταχής τόν διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τόν Γιάννη,
πού στό πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στό μαγκάλι, ανακάτωνε τόν καφέ στό μπρίκι.
- "Αυτός;" έκανε ο Βρυώνης χωρίς νά χαμηλώσει τή φωνή.
Καί μ' ένα αρνητικό σήκωμα τού κεφαλιού πρόσθεσε:
- "Μπά, δέ μιλάει αυτός!"
- "Μά είναι γκιαούρης!" ψιθύρισε ο άλλος.
Ο Ομέρ χαμογέλασε.
- "Δέ μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου", είπε μέ τρόπο πού ν' ακούσει ο Γιάννης.
"Έπειτα, έχω τή γυναίκα του καί τά παιδιά του στά χέρια μου. Τό ξέρει πώς άν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε..". - μέ τό χέρι έκοψε τόν αέρα:
"Έννοια σου!... Δέ μιλάει αυτός."
Κάθισε στό ντιβάνι, αντίκρυ στό δούλο του, κι εξακολούθησε τίς εξηγήσεις του.
Τό ανατολικό μέρος τής χώρας είναι τό πιό αδύνατο· από κει θά γίνει τό γιουρούσι,
όταν σημάνει τό σήμαντρο πού θά καλεί τούς Χριστιανούς
στίς εκκλησίες. Συνάμα όμως θά γίνει μιά ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος τού οχυρώματος,
έτσι πού κι άν μείνουν μερικοί φρουροί στούς τοίχους,
θά τρέξουν εκεί καί θ' αφήσουν αφύλαχτο τό ανατολικό μέρος.
Ο Γιάννης μέ τά μάτια καρφωμένα στό μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στόν καφέ πού φούσκωνε, κανένα νεύρο τού
προσώπου του δέν κούνησε. Καί όμως στήν καρδιά του ήταν χαλασμός.
Τή γυναίκα του, τά παιδιά του τά είχε ξεχάσει· τού τά θύμισε τώρα ο πασάς. Ναί, ήταν στήν Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σάν κι
αυτόν, όμηροι στά χέρια τού Ομέρ Βρυώνη. Καί τού ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τίς ετοιμασίες καί ν' αφήσει τήν καταστροφή νά
συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του καί τά παιδιά του...
Σιγανά έχυσε τόν καφέ στά ζάρφια, προσέχοντας μή σκορπιστεί τό καϊμάκι. Τήν αγαπούσε πολύ τήν όμορφη γυναίκα του,
τά τρελαίνουνταν τά παιδιά του. Γιά νά μή κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τόν Τούρκο, καί τόν δούλευε πιστά.
Τό ήξερε πώς θά πλήρωναν μέ τό κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε νά καθίσει ήσυχος, νά βουλώσει τό στόμα του,
ν' αφήσει τό μοιραίο νά συντελεστεί.
Μοίρασε πάλι τούς καφέδες καί πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μά καί οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει.
Όλοι ήταν πιά σύμφωνοι, η επίθεση θά γίνουνταν τά Χριστούγεννα, τήν ώρα τής λειτουργίας τών γκιαούρηδων.
Ένας - ένας χαιρέτησαν τόν στρατηγό καί αποτραβήχθηκαν νά ξαναπάν νά κοιμηθούν, ώσπου νά έλθει η ώρα τής ετοιμασίας.
Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στή σαμουρένια κάπα του καί ξαπλώθηκε στό σοφά.
- "Όχι," είπε τού Γιάννη, πού ρωτούσε άν θά γδυθεί. "Δέν έχω καιρό σήμερα γιά πούπουλα· κλείσε τόν μπερντέ καί πήγαινε· δέ σέ θέλω πιά."
Έσβησε τά κεριά ο Γιάννης, κατέβασε τό κρεμαστό χαλί πού χώριζε τή σκηνή τού αφέντη από τό διαμέρισμα μέ τίς αποσκευές, καί ξαπλώθηκε κοντά στό μαγκάλι νά ζεσταθεί.
Έτρεμε πολύ, τώρα πού δέν τόν έβλεπαν πιά, καί τά δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.
Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θά παίρνανε τό Μεσολόγγι.
Μά αυτός αποφάσιζε πώς δέ θά τό πάρουν... Ναί, αυτός, ο δούλος τού Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τά Γιάννινα,
έτσι τό ήθελε, νά σωθεί τό Μεσολόγγι.
Μά θά μπορέσει νά τό σώσει;
Τό ήξερε αυτός πώς βίγλες είχε παντού στούς τοίχους απάνω. Τίς έβλεπε, σάν έβγαινε νά κυνηγήσει πουλιά γιά τό τραπέζι τού αφέντη του,
πού φύλαγαν μέρα καί νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δέν άφηναν νά σιμώσει. Θά τού έριχναν ευθύς, άν έκανε νά πλησιάσει. Καί ούτε καί
σημείο δέν μπορούσε νά κάνει, γιατί θά τόν ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δέν τόν πείραζε πού θά τόν σκότωναν, μιά φορά πεθαίνει ο
άνθρωπος καί γλιτώνει από τήν τούρκικη σκλαβιά. Μά πού δέ θά μάθαιναν οι πολιορκημένοι τό καταχθόνιο
σχέδιο τών πασάδων.
Σηκώθηκε στόν άγκωνά του, τά μάτια καρφωμένα στή φωτιά. Τά κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στή
θρακιά μέ κάθε πνοή πού περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε καί από ένα καρβουνάκι καί σκορπούσε η στάχτη.
Μά ο Γιάννης δέν τά έβλεπε· έβλεπε τή γυναίκα του, νέα καί όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δέν τή θωρούσε έτσι πού ζούσε,
μόνη, κρυμμένη πίσω από τά κλειστά παντζούρια της.
Έβλεπε τά παιδάκια του, τά δύο του αγοράκια, όλο ζωή καί σκανταλιά· γελούσαν
συχνά, τά καημένα, γιατί ήταν μικρά καί δέν είχαν καταλάβει ακόμα, στήν αγκαλιά τής μάνας, τό βάρος τής σκλαβιάς. Καί τώρα έπρεπε
νά τά θυσιάσει.
Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε καί νά μήν είχε ακούσει τά λόγια τών πασάδων.
Έσπρωξε τήν κουβέρτα του καί σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε τό τουφέκι του, πού κρέμουνταν σ' ένα καρφί καί βγήκε έξω.
Γλυκοχάραζε η παραμονή τών Χριστουγέννων, μά καμιά χαρά δέν ήταν στή φύση· όλη τήν εβδομάδα είχε ρίξει
βροχή, τό στρατόπεδο,
μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.
Καί τό Μεσολόγγι θά γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό... γιατί έτσι τό αποφάσισαν οι πασάδες.
- "Ε, μπάρμπα Γιάννη, γιά πού;"
Ο Γιάννης σήκωσε τά μάτια καί γνώρισε τό σταβλίτη τού Ομέρ, πού ετοιμάζουνταν γιά τήν πρωινή του προσευχή.
Τόν χαιρέτησε μέ τό χέρι χωρίς νά σταματήσει.
- "Πάγω νά σκοτώσω θαλασσοπούλια," τού αποκρίθηκε, "γιά τό μεζέ τού αφέντη."
Τού φώναξε ο Τούρκος:
- "Μή σέ δουν μέ τό τουφέκι οι γκιαούρηδες, καί σέ πάρουν γιά πολεμιστή!"
Καί κακανίζοντας γονάτισε στήν ψάθα του, γυρισμένος κατά τήν ανατολή.
Ο Γιάννης δέν αποκρίθηκε· μέ ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε γιά τή λιμνοθάλασσα.
Τό βράδυ εκείνο τής παραμονής τών Χριστουγέννων, ο γραμματικός τού Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μές στό μονόξυλό του,
από τό Ανατολικό, τό ηρωικό νησάκι στήν είσοδο τού κόλπου, πού μόνο πιά έμενε ελεύθερο σ' όλη τήν περιφέρεια, μαζί μέ τό Μεσολόγγι.
Η ξηρά ήταν όλη στά χέρια τών Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πιά από τή θάλασσα.
Βιάζουνταν νά φθάσει στό Μεσολόγγι γιά νά κάνει Χριστούγεννα μέ τούς δικούς του καί γιά ν' αποχαιρετήσει τούς αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα καί Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, πού έφευγαν μέ τά καράβια τό ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους γιά επιχείρηση μυστική.
Από τότε πού είχαν ξεφορτώσει τά
υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια καί τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τίς επιχειρήσεις τους· τό καταλάβαιναν πώς από χορτασμένους δέν τό παίρνουν τό Μεσολόγγι, καί τούς άφηναν ήσυχους ώσπου νά πεινάσουν πάλι.
Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα τό Μεσολόγγι δέ φοβούνταν πιά όσο βαστούσαν τή θάλασσα τά υδρέικα καράβια.
Μ' αφού τούς άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τά χέρια, καλό ήταν νά δούν άν δέ γίνεται τίποτα από τό Βραχώρι.
Έξαφνα, στήν ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο πού μέ τό μαντίλι τού έγνεφε νά πλησιάσει.
Γύρισε τή βάρκα του κατά τήν ξηρά.
- "Ποιός είσαι;" φώναξε, "καί τι θέλεις;"
- "Έλα, μή φοβάσαι... είμαι φίλος," τού αποκρίθηκε ο άλλος.
Ο Θανάσης σίμωσε καί ξεχώρισε καλά τόν άνθρωπο.
Είχε σκυφτούς τούς ώμους καί φαίνουνταν κατάκοπος·
τά ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σά νά είχε κάνει μακριά πορεία, καί στό χέρι
βαστούσε τουφέκι κυνηγού.
Ο Θανάσης έσπρωξε τό μονόξυλό του στήν αμμουδιά, κοντά του.
- "Τί θέλεις;" τόν ρώτησε από μέσα από τή βάρκα.
Ο άλλος έριξε πίσω του μιά ματιά, βεβαιώθηκε πώς είναι μόνος, καί σκύβοντας είπε γρήγορα:
- "Τρέξε στό Μεσολόγγι, πές τους πώς τά χαράματα θά γίνει γιουρούσι."
Ο Θανάσης πήδηξε στήν ξηρά.
- "Ποιός είσαι;" ρώτησε τόν άγνωστο, "καί ποιος σού τά 'πε όλα αυτά;"
- "Είμαι ο κυνηγός τού Ομέρ Βρυώνη, καί είμαι από τά Γιάννινα, Χριστιανός."
Ο Θανάσης τόν έσπρωξε μέ αηδία, κι έκανε νά ξαναμπεί στή βάρκα· μά ο άλλος τόν βάσταξε από τό μανίκι.
- "Μή μέ υποψιάζεσαι καί μή μέ αποδιώχνεις," είπε βραχνά. "Τρέξε νά τούς τά πείς, αλλιώς πάει τό Μεσολόγγι."
Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, πού ο Θανάσης ταράχθηκε.
- "Πώς τά 'μαθές αυτά πού λες;" ρώτησε.
- "Τά λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί καί τ' άκουσα."
- "Ποιοί ήταν οι πασάδες;"
Ο άγνωστος τούς ονόμασε καί τού εξήγησε μέ δύο λόγια σέ ποιό μέρος θά χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πώς ήταν τό πιό αδύνατο.
- "Θά κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ' αλλού, μήν τούς πιστέψετε."
Ο Θανάσης τόν άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.
- "Άν είσαι Χριστιανός, γιατί δέν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τόν Τούρκο; ρώτησε.
Ο ξένος έκανε ν' απαντήσει, τό στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μά καμιά φωνή δέ βγήκε, κι έσμιξε τά χέρια. Ο Θανάσης τόν λυπήθηκε.
-"Έλα μαζί μου, τού είπε, τί ανάγκη τούς έχεις; Έπειτα άν γυρίσεις τώρα θά σέ σκοτώσουν."
Ο ξένος σήκωσε τό πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη.
- "Τό τί θά γίνω εγώ, δέν πειράζει," έκανε," μά έχει στά χέρια του τή γυναίκα μου καί τά παιδιά μου."
Τά μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· σήκωσε πάνω τά χέρια του καί γύρισε καί χάθηκε στό σουρούπωμα.
Ο Θανάσης δέ δίστασε πιά. Πήδηξε στό μονόξυλό του, καί βιαστικά έκανε γιά τό Μεσολόγγι.
Ήταν νύχτα βαθιά σάν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στού Μάκρη καί τού είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τούς άλλους
αρχηγούς, πού αμέσως σταμάτησαν τά καράβια, έτοιμα γιά νά σαλπάρουν. Κατά διαταγή τού Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας
αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, καί μέ τόν Τσαλαφατίνο καί τόν Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τά οχυρώματα·
τήν ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τούς παπάδες καί διέταξε νά κλείσουν όλες οι εκκλησίες, καί νά ειδοποιηθούν
τά ποίμνια πώς λειτουργία χριστουγεννιάτικη δέν θά γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στούς τοίχους απάνω.
Ο Μάρκος Μπότσαρης καί ο Λόντος, μέ τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει τό κέντρο όπου ήταν η πύλη τού οχυρώματος·
ο Ζαΐμης μέ άλλους εξακόσιους πήραν τή δυτική μεριά, καί μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, μέ τόν Γρίβα, τόν Μακρή,
τόν Ραζικότσικα καί τόν Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στό ανατολικό μέρος όπου ήταν νά γίνει τό γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τά
χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τόν κάμπο, καί άλλοι, κρυμμένοι στή σκιά, στά πόδια τού τοίχου, περίμεναν σιωπηλά.
Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τόν ουρανό. Παντού σκοτάδι.
Από τήν άλλη μεριά τού τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι καί γεροί, μέ σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στό χαντάκι
πού περιτριγύριζε τό οχύρωμα καί κρύφθηκαν μές στά βούρλα, στό ανατολικό μέρος, όπου τά φρούρια ήταν πιό
ευκολοπήδηχτα. Δύο χιλιάδες
πεζικό, περπατώντας στά νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι νά τούς υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες
περίμεναν τή χαραυγή
γιά νά ορμήσουν στά οχυρώματα μέ τό πρώτο σύνθημα.
Όλη νύχτα, από τά δύο μέρη τού τοίχου, Έλληνες καί Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς νά υποψιάζονται ούτε
τούτοι ούτ' εκείνοι,
πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τά κεράκια σβηστά.
Απάνω στά οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τούς άντρες, καί σιωπηλά τούς έδιναν τήν ευχή τους.
Έξαφνα, στή νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τά σήμαντρα σήμαναν τή λειτουργία.
Καί τότε άρχισε τό πανηγύρι.
Από τή μίαν άκρη στήν άλλη τού τοίχου, φωνές καί αλλαλαγμοί σχίζουν τόν αέρα, μέ τά σπαθιά στά δόντια ορμούν τού Ομέρ Βρυώνη
οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τίς σκάλες, σκαρφαλώνουν στίς επάλξεις, μπήγουν δύο σημαίες. Μά τά παλικάρια αγρυπνούσαν.
Σάν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τά στήθη τους στό ανθρώπινο κύμα πού ανεβαίνει μέ λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τούς ξαφνιασμένους Τούρκους, τούς σηκώνουν από τό χώμα, τούς γκρεμίζουν στό χαντάκι· τρίζοντας τά δόντια τσακίζουν τίς σημαίες, ρίχνονται στούς καινούριους πού σκαρφαλώνουν, τούς γκρεμίζουν καί αυτούς· τά σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τά τουφέκια σκορπώντας όλεθρο καί τρόμο, τά πόδια γλιστρούν στό γλιτσιασμένο από τό αίμα χώμα.
Τρείς ώρες βαστά τό πανδαιμόνιο.
Κουρασμένοι, πατώντας στά πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν καί φεύγουν.
Πηδούν από τούς τοίχους οι δικοί μας, τούς παίρνουν κατά πόδι καί τούς σκορπούν αλαλιασμένους στόν κάμπο.
Δώδεκα σημαίες κείτονται στή λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν τό χαντάκι.
Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.
Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά μέ μπαρούτι καί μέ αίμα.
Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στά βουνά, καί κλειούν τό Μακρυνόρος.
Τ' ακούν καί οι Τούρκοι, πώς Μαυρομιχάλης καί Τσόγκας έπεσαν στήν Κατοχή καί χάλασαν τούς δικούς τους, καί τρόμος τούς πιάνει.
Σάν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά τό άκουσμα πώς Καραϊσκάκης καί Οδυσσέας τραβούν γιά τό Μεσολόγγι, καί πανικός τούς ταράζει.
Παραμονή Άη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες τό στρατό, καί μέ τέτοια βία φεύγουν, πού όλα τους τά κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές,
καί έπιπλα ακόμη τών πασάδων, μένουν στά χέρια τών Ελλήνων, πού τό άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τόν κάμπο έρημο από εχθρούς.
Έτσι εόρτασε τό Μεσολόγγι τά Χριστούγεννα τού 1822.
Κάπου στήν Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος πού από τό Μεσολόγγι πηγαίνει στό Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η
Ελεούσα. Ο διαβάτης, πού κουρασμένος στέκουνταν ν' ανασάνει ή έμπαινε στό εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε
πώς θά βρεί ένα ποτήρι
κρύο νερό νά σβήσει τή δίψα του, ή μιά φωτιά νά στεγνώσει τά ρούχα του, άν τόν είχε πιάσει μπόρα στό δρόμο.
Φτωχό ήταν τό ερημοκλήσι, φτωχό καί τό κελί τού μοναχού πού τό φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν καί οι Χριστιανοί πού τού είχαν δώσει από τό
στέρημά τους γιά νά τά χτίσει.
Μά φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τή φιλοξενία τού ερημίτη, καί απορούσε μέ τή θλιμμένη του ηρεμία καί τή σάν απόμακρη φωνή του.
Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μά κανένας δέν τόν γνώριζε, γιατί δέν ήταν από τόν
τόπο· ούτε τόν άκουσε ποτέ κανείς
νά πεί από πού ήταν καί ποιές φουρτούνες τόν είχαν ρίξει
εκεί. Λόγια πολλά δέν ήξερε ο ερημίτης· τά είχε ξεμάθει στή μοναξιά του.
Σκυφτός πάντα καί σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στήν πόρτα τού κελιού του, αφηρημένος σέ βαθιά θλιμμένη συλλογή,
ή βυθισμένος στήν ατέλειωτη προσευχή του.
Μόνος καί αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος καί άγνωστος, μνημονεύοντας τήν πεθαμένη του αγάπη καί τά σφαγμένα του
αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δέν είδε κανείς στά μάτια του· τά είχε χύσει όλα σάν έμαθε τήν εκδίκηση τού αφέντη του πού, μέ τό αίμα τής
καρδιάς τού δούλου του, είχε πληρώσει τήν απελευθέρωση τού Μεσολογγίου.
Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.»
Νίκη τών Ελλήνων στό Σοβολάκο (Άγιο Βλάση)
Μετά τήν αποτυχία τής εκστρατείας τους, οι δύο Τούρκοι πασάδες αποφάσισαν νά επιστρέψουν στήν Άρτα.
Ο βαρύς χειμώνας καί τά φουσκωμένα ποτάμια όμως καθήλωσαν τόν Ομέρ Βρυώνη στό Βραχώρι (Αγρίνιο).
Η πρόταση τού Μάρκου Μπότσαρη νά περικυκλωθεί τό Βραχώρι καί νά εξοντώσουν
τήν διαλυμένη στρατιά τού Ομέρ Βρυώνη δέν απέδωσε καρπούς. Η φήμη ότι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ερχόταν στήν δυτική Ελλάδα, ανάγκασε τόν
Τούρκο αρχιστράτηγο νά στείλει ένα απόσπασμα υπό τόν Ισμαήλ Πλιάσα, τόν
Χατζή Μπέντο καί τόν Άγο Βάσαρη, στήν Άρτα μέσω Αγράφων γιά νά επιστρέψουν μέ προμήθειες καί
τά αναγκαία ξύλα καί νά στήσουν
γεφύρια γιά τά φουσκωμένα ποτάμια. Στά Άγραφα όμως βρισκόταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο οποίος είχε διεκδικήσει καί
είχε αποκτήσει τήν κυριότητα
τής περιοχής. Όταν έμαθε ότι οι Τούρκοι θά περνούσαν από τό αρματολίκι του, έσπευσε μέ μεγάλη ταχύτητα μέσα στή νύκτα γιά νά τούς κόψει τό
δρόμο. Στήν περιοχή τού Σοβολάκου τούς πρόλαβε καί τούς περίμενε.
Οι Τούρκοι έκπληκτοι είδαν τά περάσματα πιασμένα καί ζήτησαν νά περάσουν μέ αντάλλαγμα 500.000 γρόσια, ποσό υπέρογκο
γιά τήν εποχή. Ο Καραϊσκάκης αρνήθηκε καί στίς 15 Ιανουαρίου 1823 ξεκίνησε
η μάχη στήν Κορομηλιά, μία τοποθεσία πού βρίσκεται στό Σοβολάκο, ανάμεσα στά χωριά Άγιο Βλάση, Καραμανέϊκα καί Χούνη.
Αρχικά οι Τούρκοι νικούσαν καί ο Καραϊσκάκης βρέθηκε αποκλεισμένος μέ λίγους συντρόφους του σέ μία σπηλιά.
- "Εδώ θά πεθάνουμε!", φώναξε
ο Γιός τής Καλόγριας στά παλληκάρια του.
Μά έξαφνα η Μαυρομάτα Παναγιά άπλωσε ομίχλη μέσα καί έξω από τήν σπηλιά τού Καραϊσκάκη.
Οι αποκλεισμένοι άρχισαν νά φεύγουν ένας ένας καί χωρίς νά γίνουν αντιληπτοί από τούς εχθρούς,
ενώθηκαν μέ τούς υπόλοιπους συντρόφους τους πού τούς αναζητούσαν.
Οι άντρες τού Καραϊσκάκη αντεπιτέθηκαν καί
σκότωσαν 200 Τουρκαλβανούς μαζί μέ τόν φημισμένο αρχηγό τους Χατζή Μπέντο. Οι υπόλοιποι
υποχώρησαν καί αναγκάστηκαν νά επιστρέψουν στό Αγρίνιο.
Από τό Βραχώρι, ο Ομέρ Βρυώνης μόλις διαπίστωσε ότι όλοι οι δρόμοι πρός τίς βάσεις ανεφοδιασμού του ήταν
κλειστοί, αποφάσισε νά περάσει τόν φουσκωμένο Ασπροπόταμο (Αχελώο) στό ύψος τής Λεπενούς.
Οι ιππείς κατέβηκαν από τά άλογά τους καί αφού έδεσαν σκοινιά στίς δύο όχθες, τοποθέτησαν τά άλογα κάθετα στό ποτάμι,
ώστε νά τά βαστάνε οι πεζοί στρατιώτες καί νά διασχίζουν τόν αγριεμένο ποταμό. Οι Τούρκοι ήταν δεμένοι ο ένας μέ τόν
άλλον μέ σκοινί, ώστε νά
συγκρατούνται καλύτερα. Όταν όμως έπεσαν μερικές τουφεκιές από τήν πλευρά τών Ελλήνων πού καραδοκούσαν στήν
απέναντι όχθη, οι Τούρκοι μέσα στόν πανικό τους ανέτρεπαν
ο ένας τόν άλλον καί παρασύρονταν δεμένοι όπως ήταν μέ τά σκοινιά όλοι μαζί στά παγωμένα καί ορμητικά νερά τού
ποταμού. Οι πνιγμένοι Τούρκοι υπολογίστηκαν περίπου σέ 500.
«Μάλιστα όταν, διαλυθείσης τής πρώτης πολιορκίας τού Μεσολογγίου, ο Ομέρ πασάς μή δυνάμενος νά διαβή τόν
Άσπρον (Αχελώον) διευθύνθη νά περάση διά τών Αγράφων εις Λάρισσαν, ο Καραϊσκάκης συνάξας έως χιλίους στρατιώτας προκατέλαβε
τήν διάβασιν αυτών εις τόν Άγιον Βλάσην. Οι Τούρκοι, αφ' ού ματαίως εζήτησαν διά λόγου νά τόν πείσωσι νά τούς αφήση ελευθέραν τήν
διάβασιν, επεχείρησαν καί διά τής βίας.
Συγκροτηθείσης λοιπόν μάχης, υπερίσχυσαν οι εχθροί καί έτρεψαν εις φυγήν τό μεγαλήτερον μέρος τής στρατιάς τού Καραϊσκάκη·
αυτός όμως μέ εκατόν πεντήκοντα στρατιώτας περίπου οχυρωθείς είς τινα δυνατήν θέσιν ανθίστατο εις τήν ορμήν τών εχθρών. Οι Τούρκοι δέν
ηκολούθησαν επί πολύ τήν καταδίωξιν τών τραπέντων εις φυγήν, βλέποντες διαμένον ακόμη ακέραιον περί τόν Καραϊσκάκην έν μέρος τής στρατιάς του.
Οι δέ τραπέντες εις φυγήν Έλληνες βλέποντες ότι δέν ήτον ο Καραϊσκάκης μαζή των εις τήν φυγήν, καί εννοήσαντες ότι εκλείσθη,
εστράφησαν οπίσω μέ σκοπόν νά δώσωσι βοήθειαν εις αυτόν διά νά δυνηθή νά φύγη. Αλλ' οι εχθροί, οι οποίοι πολεμούντες πολλήν ώραν είχον
αποκάμει, βλέποντες επιστρέφοντας τούς Έλληνας, ετράπησαν εις φυγήν. Τότε εκπηδήσαντες καί οι περί τόν Καραϊσκάκην ερρίφθησαν εις τούς
εχθρούς καί τούς κατεδίωξαν ικανόν διάστημα, φονεύσαντες υπέρ τούς διακοσίους, εν οις οι πλειότεροι Αλβανοί. Εφονεύθη όμως εις ταύτην τήν
μάχην ο Βακογιάννης, ο οποίος συνετέλεσε πολύ καί εις τό νά λάβη τά Άγραφα ο Καραϊσκάκης καί εις τό νά τά διαφυλάξη, καί τόν
οποίον ηγάπα καί εσέβετο ο Καραϊσκάκης διά τήν φρόνησιν καί γλυκολογίαν του.
Οι αρχηγοί τής νικηθείσης ταύτης στρατιάς επαραπονέθησαν πολλά πρός τούς εν Λαρίσση Τούρκους διά τό έργον τούτο τού Καραϊσκάκη· επειδή
όμως εκείνοι δέν είχον τήν αναγκαίαν δύναμιν διά νά καταπολεμήσωσι καί νά εκριζώσωσιν από τά Άγραφα τόν Καραϊσκάκην, εξηκολούθουν νά
προσποιώνται ότι δέν επειράχθησαν από τό κίνημα τούτο, περιμένοντες αρμόδιον καιρόν διά νά ρίψωσι τό προσωπείον· διότι επιχειρισθέντες
πολλάκις μέ τάς δυνάμεις τών εντοπίων, όχι μόνον δέν έβλαψαν διόλου τόν Καραϊσκάκην, αλλά μάλιστα έγειναν αίτιοι νά λεηλατισθώσι πολλά χωρία
τουρκικά.»
Ο Καραϊσκάκης, μετά τή νίκη του, έστειλε γραφή στόν Χουρσίτ πασά μαζί μέ έντεκα τούρκικα κεφάλια, ανακοινώνοντας στόν σερασκέρη ότι
είχε διώξει τούς ληστές πού προσπάθησαν νά περάσουν μέσα από τή χώρα τού πολυχρονεμένου σουλτάνου, τήν οποία είχε αναλάβει αυτός
νά τή φυλάει γιά χάρη του! Ο Χουρσίτ κατάπιε αυτή τήν κοροϊδία, δίχως νά αντιδράσει, όπως θά κατάπινε λίγες μέρες αργότερα τό δηλητήριο
πού θά έπινε, διότι είχε μάθει ότι έρχονταν απεσταλμένοι από τόν σουλτάνο
γιά νά τόν μεταφέρουν στήν Κωνσταντινούπολη καί νά τόν δικάσουν γιά τήν αποτυχία του καί τόν σφετερισμό τής περιουσίας τού Αλή πασά.
Κατ' αυτόν τόν τρόπο χάθηκε ο ικανότερος ίσως στρατηγός τών Τούρκων.
Βλέποντας πόσο σκληρός ήταν ο σουλτάνος στούς δικούς του πιστούς πασάδες, φανταζόμαστε πόσο ακόμα πιό
ανελέητος ήταν γιά τούς άπιστους ραγιάδες του.
«Ο Μπάτσος
Φεύγοντας από τό Μεσολόγγι οι Τούρκοι, στά 1823, τράβηξαν νά περάσουν από τού Κοράκου τό γιοφύρι (δήμος Αργιθέας). Ο Καραϊσκάκης
ήταν στό μοναστήρι τής Τατάρνας. Μπήκε στήν εκκλησιά καί προσευχήθηκε·
- "Τώρα θά σέ ιδώ, Μαυρομάτα· άν νικήσωμε, θά σέ προσκυνώ γιά Παναγία, ειδέ ..."
Κ' έκοψε τό λόγο του, πρίν τόν τελειώση. Τότε έπιασε τόν Αϊβλάση. Άμα ζύγωσαν οι Τούρκοι, ο Καραϊσκάκης γνώρισε τό μπροστινόν, γιατί τόν
ήξερε από τά Γιάννινα.
- "Καρτέρα με, Ισλιάμ Μπέντο!" τού φώναξε.
- "Σέ καρτερώ!" τού απάντησε ο Ισλιάμ Μπέντος.
Ο Καραϊσκάκης, νευρικός κι' ανυπόμονος, έτρεμε πρίν αρχίση ο πόλεμος. Κοντά του ήταν ο Τσάκας, πελώριος παληκαράς, παλιός του σύντροφος.
Γυρίζει καί λέει στόν Καραϊσκάκη.
- "Τί τρέμεις, ωρέ Γύφτο; Φοβάσαι;"
Καί τού τραβάει έναν κατακέφαλο. Τόν έφαγε καλόν, χωρίς νά θυμώση ο Καραϊσκάκης. Γύφτος ήταν τό παράνομά του, γιατί ήταν μελαψός.
Μιά παράδοση μάλιστα τόν λέει γυιό τού καπετάν Αραπόγιαννη.
Η νίκη τού Αϊβλάση ήταν από τά πρώτα κατορθώματα τού Καραϊσκάκη καί μεγάλωσε τ' όνομά του.»
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης γεννήθηκε στό μοναστήρι "Κοίμησις τής Θεοτόκου" τής Σκουληκαριάς
Άρτας τό 1782.
Μητέρα του ήταν η καλόγρια Ζωίτσα Ντιμισκή,
(ξαδέλφη τού Γώγου Μπακόλα), η οποία τόν ανέθρεψε μέ απίστευτες δυσκολίες καί μέσα σέ μεγάλη φτώχια. Αναγκάστηκε νά καταφύγει στόν συγγενή
της Δημήτριο Ίσκο γιά νά δουλέψει στό σπίτι του. Ο μικρός Γιώργος επειδή ήταν μαυριδερός ονομάστηκε Καρα (μαύρος) - Ίσκος αλλά
κατέληξε στό τέλος νά τόν φωνάζουν Καραϊσκάκη.
Η μητέρα του ήταν αθυρόστομη καί δέν έκρυβε τό αμάρτημά της, μέ αποτέλεσμα ο Καραϊσκάκης νά γίνει γνωστός καί μέ τό παρατσούκλι ο
"Γιός τής Καλόγριας". Τήν αθυροστομία τής μητέρας του τήν κληρονόμησε καί ο ίδιος ο "Γύφτος",
ο οποίος δέν έμαθε
γράμματα αλλά από πολύ μικρός βγήκε στό κλαρί καί έζησε τήν κλέφτικη ζωή. Επειδή ήταν νόθος,
ένοιωσε τά πειράγματα τών συνομιλήκων του από
πολύ μικρός καί ίσως ήταν αυτό πού τόν βοήθησε νά σκληρύνει ο χαρακτήρας του καί νά αντιμετωπίζει τίς κακοτυχίες τής ζωής μέ
μεγαλύτερη δύναμη. Έπασχε από φυματίωση καί αυτή η ασθένεια τόν καθήλωνε στό κρεβάτι γιά μεγάλο διάστημα, γι' αυτό καί πολλές φορές ήταν απών
από σημαντικές μάχες.
«Μόλις ο Καραϊσκάκης έφθασεν εις ηλικίαν νά φέρη όπλα καί αμέσως συγκατετάχθη εις έν σώμα κλεπτών, σύνηθες καταφύγιον
τών εχόντων εντονώτερον τής ελευθερίας τό ελατήριον καί τών όσοι, καταδυναστευθέντες παρά τών Τούρκων, δέν ηδυνήθησαν νά εύρουν δίκαιον.
Ικανούς χρόνους ηκολούθησεν ευτυχώς τό έργον τούτο, αλλά τελευταίον η τύχη τού πολέμου τόν έκαμε νά πέση ζών εις τάς χείρας ενός σώματος
Αλβανών, διωρισμένου παρά τού Αλή πασά πρός καταδίωξιν τών κλεπτών, κατά δέ τήν
επικρατούσαν συνήθειαν εστάλη δέσμιος εις Ιωάννινα.
Ο Αλής διά χάριν τής μητρός του, τήν οποίαν εγνώριζε, δέν τού αφαίρεσε τήν ζωήν καί ούτως ο Καραϊσκάκης απέφυγε τήν συνήθη τύχην τών κλεπτών,
όσοι ήθελον ευρεθή εις ομοίαν μέ αυτόν περίστασιν. (Οι συλλαμβανόμενοι κλέπται εφονεύοντο μετά
πολλάς καί σκληράς τιμωρίας. Τινών
εσύντριβον τά γόνατα, άλλων απέκοπτον τά μέλη, άλλους επαλούκωναν καί άλλους έψηναν ζώντας).
Εβάλθη όμως εις τήν φυλακήν. Ικανόν διάστημα καιρού υπέφερε τής άθλιας ταύτης ζωής τάς βασάνους, αλλά τελευταίον επέβλεψεν ευμενώς
η τύχη εις αυτόν, καί έφυγε κρυφίως από τήν φυλακήν. Μόλις ησθάνθη τόν εαυτόν του ελεύθερον από τά δεσμά καί αμέσως έδραμε εις Άγραφα
μέ τήν επιθυμίαν του νά αναλάβη τόν πρώτον τρόπον τού ζήν διά νά εκδικηθή καί δι' όσα υπέφερε.
Κατ' εκείνην τήν εποχήν ήκμαζον οι Κατζαντωναίοι, οι οποίοι όσον κατεδιώκοντο,
τόσον ελαμπρύνοντο μέ τά κατορθώματά τών καί ηύξανον τάς
δυνάμεις των.»
Ο Καραϊσκάκης, όταν δραπέτευσε από τά μπουντρούμια τού Αλή πασά στά Γιάννενα, κατέφυγε στόν
περίφημο Κατσαντώνη καί ενώθηκε μέ τά παλληκάρια του. Στήν κλέφτικη ζωή, ξεχώρισε γιά τή γενναιότητά του
καί έγινε τό δεξί χέρι τού Κατσαντώνη ή αλλιώς τό πρωτοπαλλήκαρό του. Σέ μία μάχη μέ τούς Τουρκαλβανούς,
φημολογείται ότι καί ο Καραϊσκάκης είχε πυροβολήσει μαζί μέ τόν αρχηγό του κατά τού Βεληγκέκα,
πού ήταν από τούς αγαπημένους οπλαρχηγούς τού Αλή τών Ιωαννίνων καί οι βολές τους τόν είχαν αφήσει στόν τόπο.
Εκείνη τήν εποχή όμως ο Αλή πασάς ήταν πανίσχυρος, καί κατάφερε νά εξοντώσει τόσο
τόν Κατσαντώνη καί τόν Χασιώτη (1808) όσο καί τόν αδελφό τους τόν Λεπενιώτη (1815).
«Ο Κατζαντώνης είχε πατέρα σκηνίτη (Σαρακατσάνος κτηνοτρόφος) ονόματι Μακρυγιάννην καί τρείς αδελφούς,
ήτοι τόν Κουτζούκην,
Χασιώτην καί Λεπενιώτην, ανήκε δέ εις οικογένειαν διακρινομένην διά τά πλούτη της σχετικώς πρός τήν εποχήν.
Εξ αυτής έτι τής νεαράς του ηλικίας ηγάπα τά όπλα καί παλαίων μετά τών αδελφών του ή μετά τών άλλων ομηλίκων, ανεδεικνύετο πάντοτε νικητής.
Ενήλιξ δέ γενόμενος, συνέλαβεν ακάθεκτον πρός τήν ελευθερίαν έρωτα καί ελυπείτο εγκαρδίως βλέπων καθ' εκάστην προπηλακιζομένην
υπό τών Τούρκων, ου μόνον τήν οικογένειαν εις ήν ανήκεν, αλλά καί όλους τούς υπό τόν ζυγόν ομογενείς του,
υποτρέφων συνάμα τό κατά τών Τούρκων ακάθεκτον μίσος του.
Ο αιμοβόρος σατράπης τών Ιωαννίνων Αλή πασάς έσπευσε νά λάβη τά πλέον δραστήρια μέτρα πρός εντελή εξόντωσιν αυτού καί
πρός τόν σκοπόν αυτόν διώρισε γενικόν αρχηγόν επί τής καταδιώξεως τόν Ιουσούφ Αράπην, πρός όν είχε δώσει απόλυτον εξουσίαν,
ζωής καί θανάτου εφ' όλων τών Χριστιανών. Ούτος δέ διά νά εμπνεύση τρόμον είς πάντας τούς Χριστιανούς,
συνελάμβανεν ανεξαιρέτως όλους τούς όπως δήποτε κατηγορουμένους επί συνδρομή καί υποθάλψη τού Κατζαντώνη,
τούς συνέτριβε τά σκέλη καί τούς απηγχόνιζεν άνευ τινός εξετάσεως
καί χωρίς νά ήναι υπόχρεος νά δώση εις ουδένα λόγον τών πράξεών του.
Ο Ιουσούφ έπεμψε τόν Κουτζουμουσταφάμπεην μετά 150 στρατιωτών νά συλλάβη τούς επισημοτέρους τών προυχόντων τού Ξηρομέρου.
Ο Κατσαντώνης όστις παρηκολούθει τόν Μουσταφάμπεην, ενέδρευσεν εις τινα οχυράν στενωπόν ήν νύκτωρ είχε καταλάβει, κείμενην πλησίον
τής Κεχρινιάς. Πλησιάσαντος δέ τού εχθρού, ήρχισαν φοβερόν κατ' αυτού πυροβολισμόν διευθύνοντες τάς σφαίρας τών τόσον
καταλλήλως ώστε δέν έβλεπε τίς παρά νά πίπτωσει οι βάρβαροι ως στάχεις θεριζόμενοι. Κατά τήν αιματηράν ταύτην μάχην, εκ δέ τού Τούρκων
εφονεύθησαν 145, πεσόντος πρώτου τού Κουτζουμουσταφάμπεη.
Μετά τόν φόνον τών δύω όντως διακεκριμένων δερβεναγάδων τού Αλή πασά
Ιλιάσμπεγα καί Κουτζουμουσταφάμπεη καί τήν κατατρόπωσιν
τού Χασάν Μπελούση οι αναπολειφθέντες δερβεναγάδες, λαμβάνοντες εντόνους διαταγάς τού Αλή πασά περί καταδιώξεως τού Κατσαντώνη,
κατά τό φαινόμενον μέν επροσποιούντο ότι τόν καταδιώκουσιν, πράγματι δέ απέφευγον τήν μετ' αυτού συμπλοκήν.
Ο Μπεκήρ Τζουγαδούρος συγκεντρώσας περί τούς πεντακόσιους λογάδας Αλβανούς, ήρχισε ν' ακολουθή τά ίχνη τού
Κατσαντώνη περιφερόμενου εις τήν επαρχίαν τού Βάλτου καί συνεπλάκη μετ' αυτού κατά τήν θέσιν
"Ληστή" όπου σύνηψε μάχην
πεισματωδεστάτην διαρκέσασαν πλέον τής ώρας, καθ' ήν ο Κατσαντώνης πληγώθηκε στό μηρό.
Ο Αλή πασάς προσεκάλεσε τόν περίφημον καί όντως άξιον πολέμαρχον Βεληγκέκαν εν έτει 1807 κατά μήνα Μάϊον διατάξας αυτόν νά σπεύση
βήματι στρατιωτικού πρός κατάπτωσιν αυτού. Ο Βεληγκέκας ενδούς παραχρήμα εις τήν διαταγήν ταύτην υπεσχέθη νά φέρη σιδηροδέσμιον
εις Ιωάννινα τόν Κατσαντώνη καί τούς υπ' αυτόν. Πρός τόν σκοπόν δ' αυτόν, εκτός τών άλλων απείρων δερβεναγάδων, είχε κυρίως αρρωγόν τόν
επ΄ωμότητι διαβόητον Ιουσούφ Αράπην.
Ο Βεληγκέκας ών λίαν ωκύπους επροπορεύετο τών άλλων, δέκα λεπτά τής ώρας μετά τριάκοντα μόνον τζοχανταραίων καί τού γραμματέως του
Ιωάννου Ράγκου, νύν υποστρατήγου, μή δυναμένων τών λοιπών νά τούς ακολουθώσι κατά βήμα. Ενώ δέ επροχώρει διευθυνόμενος πρός τό μέρος
όπου ο Κατσαντώνης τόν περιέμενε, πλήρης ζέσεως ελπίδος καί πεποιθήσεως εις εαυτόν, ο Καραϊσκάκης, οπαδός τού Κατσαντώνη, λαμβάνει
τό τηλεσκόπιον καί παρατηρήσας μετά προσοχής τήν προπορευομένην εμπροσθοφυλακήν διέκρινε τόν
Βεληγκέκαν προπορευόμενον πεζόν ως
εκ τής ενδυμασίας του διότι τόν εγνώριζεν ότε ήτον εις Ιωάννινα.
Ενώ δέ ο Βεληγκέκας επλησίασεν εις απόστασιν δεκαπέντε περίπου βημάτων, πυροβολήσαντες αθρόοι κατ' αυτού, τόν φονεύουσι ανακράξαντα
γεγωνυία τή φωνή εις τούς πρώτους πυροβολισμούς "ό λέ λέ μέ μπράβεν γκιαούρ" (μ' έφαγαν οι γκιαούρηδες). Συνάμα δέ επιπεσόντες λυσσωδώς
καί ξιφήρεις κατ' αυτού καί κατακερματίσαντες αυτόν φονεύουσι δέκα περίπου Αλβανούς, πληγώνουσι τόν Ιωάννη Ράγκον θραύσαντες τήν σιαγώνα
του καί μετά τούτο αλλαλάζοντες, ανέβησαν επί τινος παρακειμένου λόφου όπου εχόρευον τόν πυρρίχιον εκείνον χορόν.
"- Αντώνη μου τί σκέπτεσαι, τ' είσαι συλλογισμένος;"
"- Εψές μούρθαν τά γράμματα από τό Γέρο - Δήμα
Απ' όξω λέει τ' απόγραμμα καί μέσα λέει τό γράμμα:
Μού πήρε τή γυναίκα μου καί τό μικρό παιδί μου,
ο Βελή - Γκέκας τό σκυλί τό άπιστο ζαγάρι".
Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είν' εδώ ραϊάδες,
γιά νά τούς ψένεις σάν τραγιά, σάν τά παχειά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι καί βουνά καί κλέφτικα τουφέκια.
Τρία τουφέκια τόδωκαν, τά τρί' αράδ' αράδα,
Τόνα τόν πήρε ξώδερμα καί τ' άλλο στό κεφάλι
τό τρίτο τό φαρμακερό τόν πήρε στήν καρδιά του.
Τό στόμα αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι.»
Μετά τήν εξόντωση τών Κατσαντωναίων, τά κλέφτικα σώματα διαλύθηκαν καί ο Καραϊσκάκης μαζί μέ τόν Τσόγκα πήγαν καί
προσκύνησαν τόν τύραννο. Όταν ο Καραϊσκάκης προσκύνησε, ο Αλής τόν ερώτησε:
- "Τι θέλεις νά σέ κάνω, ωρέ Καραϊσκάκη;".
Τότε ο Κλέφτης τού απάντησε:
- "Άν μέ γνωρίζεις άξιο γιά αφέντη, κάνε με
αφέντη, άν μέ γνωρίζεις άξιο γιά χουσμεκιάρη (υπηρέτη), κάνε με χουσμεκιάρη, άν μέ γνωρίζεις ανάξιο τού παντός, ρίξε με μέσα στή λίμνη."
Ο Αλής είχε αρχίσει νά αμφισβητεί τό σουλτάνο καί είχε ανάγκη από δυνατούς οπλαρχηγούς. Έτσι τόν γιό τής καλόγριας τόν έκανε
σωματοφύλακά του (τζοχαντάρη) καί στόν Τσόγκα έδωσε τό αρματολίκι τής Βόνιτσας.
Ο Καραϊσκάκης υπηρέτησε τόν Αλή στόν πόλεμο κατά τών στρατευμάτων τού σουλτάνου. Στή συνέχεια άλλαξε στρατόπεδο καί τελικώς
δραπέτευσε καί από τά σουλτανικά στρατεύματα καί αφού εξασφάλισε τήν γυναίκα του στό νησί Κάλαμος,
πήγε στή Βόνιτσα, όπου προσπάθησε
νά ξεσηκώσει τούς κατοίκους σέ επανάσταση.
Οι κάτοικοι δίσταζαν εφόσον ήταν τόσο κοντά στίς τεράστιες τουρκικές δυνάμεις καί ο
Καραϊσκάκης κατευθύνθηκε στά Τζουμέρκα όπου κτύπησε τούς Τούρκους μαζί μέ τόν Γιαννάκη Κουτελίδα.
«Πάσαι τής Ελλάδος αι χώραι εκυμαίνοντο τότε καραδοκούσαι τής επαναστάσεως τό σύνθημα, αλλ' η επαρχία τής Βονίτζης, καθό
πλησιεστάτη ούσα εις τά πολυάριθμα οθωμανικά στρατεύματα τά οποία επολιόρκουν τόν Αλή πασάν, δέν εθεωρήθη φρόνιμον νά κινηθή εκ τών
πρώτων. Όθεν ο Καραϊσκάκης, μεταβάς εις Τζουμέρκα, επέτυχεν εκεί ό,τι δέν ηδυνήθη νά πράξη εις
Βόνιτζαν καί ύψωσεν αυτόθι τής επαναστάσεως
τήν σημαίαν καθ' ήν εποχήν προσέβαλε καί ο Οδυσσεύς εις Τατάρναν
Οθωμανούς τινας ταχυδρόμους μεταβαίνοντας εις Ιωάννινα.
Καί μετ' ολίγον συγκινείται άπασα η Δυτική Ελλάς. Οπλαρχηγοί καί προεστώτες αποφασίζουσι νά καταλάβωσι μέν τά στενά τού Μακρυνόρους,
νά κινήσωσι δέ καί τήν Βόνιτζαν, νά εκστρατεύσωσι δέ κατά τού Βραχωρίου καί τού Ζαπαντίου. Ο Καραϊσκάκης τότε έδραμεν εις Μακρυνόρος
καί εν αρχή τού Ιουλίου μηνός 1821 μετέσχε τής περί τό Κομπότιον πρός τόν Ισμαΐλ Πασάν Πλιάσαν γενομένης συμπλοκής, καθ' ήν δέν ηρκέσθη
νά αγωνισθή εκθύμως, αλλ' έδωκε καί περιττόν τί ανδρείας δείγμα, τό οποίον δέ αναφέρομεν ενταύθα ειμή διότι είναι χαρακτηριστικώτατον
τού ανδρός.
Τώ όντι, τραπέντων τών πολεμίων εις φυγήν, ο Καραϊσκάκης ανέβη εις ύψωμα τι καί ήρχισεν εκείθεν υβρίζων μεγαλοφώνως. Δέν περιωρίσθη
δέ εις τούτο, αλλ' ίνα δείξη έτι πλείοντα πρός αυτούς περιφρόνησιν, απογυμνωθείς,
έτρεψεν αυτοίς τά οπίσθια. Τότε όμως
Γκέκας τις, κεκρυμμένος
εκεί πλησίον, πυροβολήσας, επλήγωσεν αυτόν εις τούς δύο μηρούς καί εις έτι καιριώτερόν τι μέρος. Πρός ίασιν δέ τής πληγής ταύτης,
ηναγκάσθη ο θρασύς πολεμιστής νά μεταβή εις
Λουτράκιον Πρεβέζης.»
Διακαής πόθος τού Καραϊσκάκη ήταν τό αρματολίκι τών Αγράφων. Γι' αυτή του τή φιλοδοξία ήρθε σέ αντίθεση μέ τόν έτερο διεκδικητή τής
θέσης τόν Γιαννάκη Ράγκο. Τελικά κατάφερε νά γίνει καπετάνιος τών Αγράφων έχοντας εξασφαλίσει καί τή συγκατάθεση τού σερασκέρη Χουρσίτ.
Ο Καραϊσκάκης
όπως καί ο Ανδρούτσος ερχόταν πολλές φορές σέ συνεννοήσεις μέ τούς Τούρκους πασάδες, κάνοντας
καπάκια (πλαστές διαπραγματεύσεις),
αλλά πάντοτε ο τελικός σκοπός ήταν η επιτυχία τής επανάστασης.
Δέν πρέπει νά λησμονούμε ότι είχαν ξεκινήσει τή στρατιωτική τους καριέρα
στήν αυλή τού Αλή πασά καί τόν είχαν υπηρετήσει γιά μεγάλο διάστημα ως αρματολοί.
Επίσης διατηρούσαν πολλές επαφές μέ Αλβανούς αρχηγούς, όπως ήταν ο Ομέρ Βρυώνης.
Μέ πρόφαση αυτές τίς επαφές τών δύο αρματολών,
οι πολιτικοί τής εποχής θά τούς κατηγορούσαν ως προδότες καί καθ' όλη τή διάρκεια τού Αγώνα
θά προσπαθούσαν νά τούς εξοντώσουν.
«Τό β' έτος τού πολέμου απεκατέστη αρχηγός πληρεξούσιος τής επαρχίας Αγράφων. Εκεί σημαντικήν μάχην έκαμεν
εις τού Σοβολάκου κατά τών απερχομένων δυνάμεων τού Ομέρ πασιά Βριώνη. Σημαντικωτάτη όμως καί πολυθρύλλητος εστάθη η απόκρισις οπού
έδωκεν εις τόν Ρουσίτ πασιά, αρχιστράτηγον τής Πόρτας, τόν μέγαν εκείνον καί φοβερόν σερασκέρην, όστις βιάζων τόν Καραϊσκάκην συνεχώς μέ
τά μπουγιουρντιά του (διαταγές), διά νά τόν προσκυνήση, έλαβε παρ' αυτού τήν παρούσαν απόκρισιν, αισχράν μέν καί απρεπή εις τό νά γραφθή,
ηρωϊκοτάτην δέ καί αναγκαιοτάτην:
Μού γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις νά προσκυνήσω,
κ' εγώ, πασσά μου, ρώτησα τόν πούτσον μου τόν ίδιον,
κι' αυτός μού αποκρίθηκε νά μή σέ προσκυνήσω,
κι' άν έλθης κατ' επάνω μου, ευθύς νά πολεμήσω!»
Φιλέλληνες
Η πτώσις τής Πόλης τό 1453, ανάγκασε πολλούς Βυζαντινούς λογίους νά καταφύγουν στήν
Ιταλία γιά νά γλυτώσουν από τήν οθωμανική λαίλαπα. Στήν Ιταλία, πολλοί από αυτούς δίδαξαν σέ πανεπιστήμια τήν αρχαία
ελληνική γραμματεία προετοιμάζοντας κατάλληλα τό έδαφος γιά τήν Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αλλά καί από τούς προηγούμενους αιώνες, η διαφύλαξη από
τούς Βυζαντινούς τής ελληνικής γλώσσας καί η διάδοση τής κλασσικής ελληνικής σοφίας στούς Ευρωπαίους είχαν
θέσει τίς βάσεις γιά τήν
εξέλιξη τής ευρωπαϊκής ηπείρου. Μία εξέλιξη, η οποία στηριζόταν στήν Ελληνική Φιλοσοφία, στόν Χριστιανισμό καί στό
Ρωμαϊκό Δίκαιο.
Άλλωστε στό Μεσαίωνα μορφωμένος εθεωρείτο μόνο όποιος γνώριζε λατινικά καί ελληνικά, διότι έτσι μπορούσε νά
διαβάσει τά βιβλία τά οποία ήταν γραμμένα μόνο σέ αυτές τίς δύο γλώσσες.
Μετά τήν άλωση, η Ευρώπη λησμόνησε τό Βυζάντιο, αλλά μέσα στά σπλάχνα της είχε καρπωθεί τήν
κληρονομιά του. Οι Ευρωπαίοι λησμόνησαν τούς Έλληνες αλλά όχι τίς ελληνικές λέξεις πού χρησιμοποιούσαν ως
επιστημονικούς όρους στίς επιστήμες καί στίς καλές τέχνες.
Η Ευρώπη αγνοούσε τόν Ρωμιό σκλάβο αλλά διάβαζε τήν Ιλιάδα καί τήν Οδύσσεια
τού Ομήρου πού είχαν διασώσει
οι βυζαντινοί πρόγονοί του. Η ελληνική επανάσταση επανέφερε στήν Ευρώπη τήν μνήμη.
Οι ευρωπαίοι διανοούμενοι, οι οποίοι γνώριζαν ότι οι ρίζες τών επιστημών βρίσκονταν
στήν Αρχαία Ελλάδα αναγνώρισαν ότι η ελληνική επανάσταση
επεδίωκε νά αποκαταστήσει τήν ιστορική τάξη, αποδιώχνοντας τήν ασιατική βαρβαρότητα από τά εδάφη τής Αθηνάς καί τού Απόλλωνα.
Κάποιος Γερμανός περιηγητής είχε διατυπώσει τήν άποψη ότι αποτελεί διαστροφή γιά τήν Ιστορία, νά έχουν χάσει οι Έλληνες τά εδάφη
στά οποία γεννήθηκε η φιλοσοφία εκείνη πού θά διαμόρφωνε τόν χαρακτήρα όλων τών πολιτισμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Στούς ξένους περιηγητές μιλούσαν περισσότερο τά αρχαία μνημεία παρά οι βοεβοντάδες καί οι μπέηδες πού συναντούσαν. Ο
πληγωμένος Παρθενώνας τούς προξενούσε θλίψη καί ο αμόρφωτος δερβίσης περιφρόνηση. Προτιμούσαν νά ξεκουραστούν στή σκιά τού
ναού τού Ποσειδώνος καί όχι στό κακότεχνο σεράϊ κάποιου αγά. Ο σκλάβος ραγιάς τούς προξενούσε οίκτο καί ο αιμοβόρος πασάς μίσος
καί περιφρόνηση. Αλλά καί οι Έλληνες πού ζούσαν στίς χώρες τής Ευρώπης μέ τήν πένα τους έκαναν γνωστό σέ όλους τόν βαρύτατο
οθωμανικό ζυγό εκδίδοντας πλήθος συγγραμάτων καί φυλλαδίων.
«The name of Greece is calculated to awaken and revive in every bosom feelings of the most pleasurable and improving kind.
With our earliest years we are taught to admire the energy and pathos of her poets; and, as we advance towards manhood, the genius of her historians,
no less than the heroic actions which they have commemorated, become the favourite theme of our study. In the yet higher concerns of man,
the culture of the mind and the administration of the state, the writers of Ancient Greece rise still higher, and approach, in many points,
to that sublime system of ethics which characterizes the religion professed by their descendants.
That such a Nation, descended from the warriors, the poets, the historians, and the philosophers, who present to us the noblest types of their respective classes,
should have sunk so low in the scale of moral energy as to have become the unmurmuring slaves of a race of uncivilized infidels, was a phenomenon too
remarkable to be overlooked, and too humiliating not to be universally deplored.
Roused from the apathy of their long-borne suffering, they at once burst asunder the massy chains with which their tyrants had loaded them, and, strong in
the majesty of regenerated freedom, Greece once more lifted up her head. Her infidel oppressors fled before her newly-awakened and irresistible
energies, and in the course of a single campaign, the surface of Greece was almost entirely freed from the locusts who had
so long devastated her plains.»
Διανοούμενοι, φιλελεύθεροι, συγγραφείς, ποιητές, προοδευτικοί καί ρομαντικοί Ευρωπαίοι καί Αμερικάνοι
είδαν ευνοϊκά τήν
αναγέννηση τού ελληνικού έθνους. Από τό 1821 καί εντεύθεν αναπτύχθηκε ένα φιλελληνικό
ρεύμα πού έβλεπε μέ συμπάθεια τόν αγώνα τών καταπιεσμένων
Ελλήνων κατά τών τυράννων τους. Τό ρεύμα αυτό έπειτα από μερικά χρόνια
θά γινόταν κύμα καί θά παρέσυρε τίς ευρωπαϊκές κυβερνήσεις,
οι οποίες θά έπαυαν νά θεωρούν υποχρέωσή τους τήν ακεραιότητα τής οθωμανικής επικράτειας. Τό ρεύμα αυτό ονομάστηκε Φιλελληνισμός.
«Η συμπάθεια τών εξευγενισμένων τών δύο ημισφαιρίων εξηγέρθη υπέρ τού πάσχοντος Χριστιανισμού, η βάρβαρος ωμότης τών τυράννων υπεκίνησαν τάς ψυχάς τών φιλανθρώπων Ευρωπαίων καί Αμερικανών υπέρ τών πασχόντων Ελλήνων, τών οποίων οι προγονικαί αναμνήσεις τούς ηνάγκασαν νά τρέξουν εις βοήθειαν διά παντοίων μέσων. Πρός τόν σκοπόν τούτον απεφάσισαν νά συστήσουν φιλελληνικάς εταιρίας καί κατά πρώτον οι φιλελεύθεροι Ελβετοί εσύστησαν εν Ζυρίχη καί Γενεύη καί ακολούθως καί εις πόλεις τινάς τής Γερμανίας καί έπειτα καί εις αυτήν τήν Μεγάλην Βρετανίαν περί τόν Απρίλιον τού 1823 έτους, εις ήν έλαβαν μέρος μεγάλοι άνδρες, ομού μετά τής Ευρώπης εσυγκινήθη καί η Αμερική καί έλαβε μέρος υψώσασα τήν φωνήν τής υπέρ τής αγωνιζομένης Ελλάδος.»
Γενική Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως υπό Λάμπρου Κουτσονίκα
Μερικά ονόματα φιλελλήνων πού πρέπει νά μνημονεύσουμε είναι τού Ελβετού τραπεζίτη καί επιστήθιου φίλου τού
Καποδίστρια Jean - Gabriel Eynard, πού ξόδεψε μία ολόκληρη περιουσία γιά τήν ελληνική υπόθεση,
τού Ελβετού Johan - Jacob Mayer εκδότη τής εφημερίδας
"Ελληνικά Χρονικά" πού θά σκοτωνόταν στήν έξοδο τού Μεσολογγίου,
τών Γερμανών συγγραφέων Schiller, Goethe,
τών καθηγητών Wilhelm Traugott Krug, Johann Voss,
Friedrich Wilhelm Thiersch τού επίσης Γερμανού στρατηγού
Norman πού πολέμησε καί πέθανε γιά τήν Ελλάδα καί τού βασιλιά τής Βαυαρίας Λουδοβίκου Α'.
«Ο φιλελληνισμός ο Γερμανικός, ο μετά τήν έναρξιν τού αγώνος τού ελληνικού τώ 1821 μετά τοσαύτης ορμής καί ενεργείας
εκδηλωθείς, ήτο απόρροια φιλελληνισμού δυνάμει υπάρχοντος εν τή χώρα ταύτη απ' αιώνων καί διά τής σπουδής καί καλλιεργείας τών ελληνικών
γραμμάτων επί αιώνας αναπτυχθέντος.
Τά πρώτα σπέρματα τού τοιούτου φιλελληνισμού ερρίφθησαν εν Γερμανία από τής δευτέρας πεντηκονταετίας
τού 10ου αιώνος, ότε μετά πολλάς ενεργείας καταβληθείσας εκ μέρους τού Βασιλέως τών Γερμανών καί Αυτοκράτορος τού Αγίου
Ρωμαϊκού Κράτους Όθωνος Α' καί επανειλημμένας εις τήν αυλήν Κωνσταντινουπόλεως πρεσβείας, επέμφθη εις Γερμανίαν διά Ρώμης, ένθα
ετελέσθησαν οι γάμοι, η
πορφυρογέννητος βασιλόπαις Θεοφανώ (αδελφή τού Βουλγαροκτόνου)
ως περίπυστος (ξακουστή) νύμφη τού υιού καί επιδόξου διαδόχου
του Όθωνος Β' έπειτα βασιλέως καί αυτοκράτορος. Οι εν τή ακολουθία τής Ελληνίδος βασιλόπαιδος ευρισκόμενοι
λόγιοι έθεσαν εν
Γερμανία τάς πρώτας βάσεις καλλιεργείας τών ελληνικών γραμμάτων, ήτις δέ εξέλιπεν έκτοτε εν Γερμανία.
Κατά δέ τόν 15ον καί 16ον αιώνα, ότε οι Έλληνες εξ Ανατολής λόγιοι τοσαύτην παρέσχον επίδοσιν εν Ιταλία εις τήν τών ελληνικών γραμμάτων σπουδήν,
οι εν Ιταλία παιδευθέντες πρώτοι μεγάλοι Γερμανοί ελληνισταί Ιωάννης Ραϊχλίνος ή Καπνίων, καί ο εκ Ροττερδάμης Έρασμος οι μεταβαλόντες, ως
είπομεν, από σφοδράς αγάπης πρός τά ελληνικά γράμματα καί τά λατινικά καί γερμανικά ονόματα αυτών εις ελληνικά ταυτόσημα, εκαλλιέργησαν
καί διέδοσαν ισχυρώς τά ελληνικά γράμματα, διδάσκοντες, εκδίδοντες καί μεταφράζοντες αρχαίους Έλληνας ποιητάς καί συντάσσοντες
γραμματικάς τής ελληνικής γλώσσης.
Οι κατά τό 1821-22 πρώτοι αφικόμενοι Γερμανοί ήλθον λίαν επικαίρως, αυτοί κυρίως αποκρούσαντες κρατερώς, ως είπομεν, υπό τόν γενναίον
στρατηγόν Νόρμαν Έρενφελς τήν κατά τής Πύλου επίθεσιν τού τουρκικού στόλου, αυτοί δ' απετέλεσαν κυρίως τόν εν Πέτα γενναίως
αγωνισάμενον καί μεγάλας απωλείας υποστάντα λόχον τών φιλελλήνων. Εν τή ατυχεί δέ ταύτη αποβάση τοις Έλλησι μάχη εφονεύθη μέγα
μέρος τών Γερμανών φιλελλήνων, ετραυματίσθη δέ βαρέως, ως ερρήθη, καί ο στρατηγός
Νόρμαν, αποθανών βραδύτερον εκ τών πληγών αυτού.
Καί αυτοί οι αιχμαλωτισθέντες Γερμανοί απεκεφαλίσθησαν, πλήν ενός Πρώσσου, όστις γιγνώσκων τήν χειρουργικήν εσώθη, ίνα χρησιμοποιηθή
υπό τών νικητών εν τή τέχνη αυτού. Οι υπολειφθέντες εκ τής ατυχούς μάχης τού Πέτα ενωθέντες μετ' άλλων νεωστί ελθόντων Γερμανών έλαβον
σπουδαίον μέρος εις τήν άλωσιν τού Παλαμηδίου, ενταύθα δέ, εν Ναυπλίω, πρός ταίς άλλαις πολλαίς στερήσεσι, μεγάλην έπαθον συμφοράν
υπό τής τότε ενσκηψάσης εις τήν πόλιν ταύτην δεινής επιδημίας.
Έτι πρό τής εκρήξεως τής επαναστάσεως τού 1821, ο Λουδοβίκος ως διάδοχος τού βαυαρικού θρόνου,
έμπλεως ων θαυμασμού (γεμάτος θαυμασμό) πρός τόν αρχαίον
ελληνισμόν, εξεδήλου τούτον εν πάση ευκαιρία. Φύσει ποιητής ων ένθεος καί υπό τών διδαγμάτων τής κλασσικής
παιδεύσεως πληρωθείς αγνού
ενθουσιασμού πρός τό μεγαλείον τού αρχαίου ελληνικού κόσμου, περιηγούμενος τήν Ιταλίαν, θεώμενος τά μεγαλοπρεπή ερείπια
Παιστού (Ποσειδωνίας), αυτός ο εν συντηρητικωτάταις μοναρχικαίς αρχαίς παιδευθείς επίδοξος διάδοχος θρόνου βασιλικού
εκήρυττεν εν τω πρός τά ερείπια εκείνα ποιήματι αυτού:
"θά προυτίμων νά ήμαι πολίτης απλούς αρχαίας ελληνικής πόλεως παρά διάδοχος βασιλικού στέμματος".
Ότε δέ τω 1820 ευρέθη εν Μήλω τό αριστούργημα τής Μηλίας Αφροδίτης υπό τών Γάλλων, έσπευσεν ο Λουδοβίκος,
όστις, ων φειδωλός εν ταίς τού ιδιωτικού βίου δαπάναις, ήτο ελευθεριώτατος εν τώ δαπανάν υπέρ τής επιστήμης καί τών καλών τεχνών,
ηγόρασε τόν χώρον, ένθα υπήρχον τά ερείπια τού αρχαίου θεάτρου, εν ώ ευρέθη τό αριστούργημα, ίνα ενεργήση ανασκαφάς εν αυτώ,
επί τή ελπίδι ανευρέσεως τών λειπόντων τεμαχίων τού αγάλματος, ή άλλων ευρημάτων αρχαιολογικών.»
Η δεύτερη μετά τήν Γερμανία χώρα στήν οποία εκδηλώθηκε μέ τόση ένταση ο φιλελληνισμός ήταν η Γαλλία.
Υπήρξαν δεκάδες Γάλλοι περιηγητές
πού ταξίδεψαν στήν Ανατολή καί έγραψαν πλήθος ημερολογίων στά οποία φαινόταν η βαθιά επίδραση τής
κλασσικής αρχαιότητος, ενώ τονιζόταν καί η θλιβερή όψη τών απογόνων τών αρχαίων Ελλήνων. Ο Chateaubriand εξέδωσε τό έργο
Itineraire de Paris a Jerusalem
πού αποτέλεσε ένα μεγάλο λογοτεχνικό γεγονός γιά τό Παρίσι, ο baron Guerrier de Dumast μετέφρασε τό έργο τού Κοραή
"Σάλπισμα πολεμιστήριον" στά γαλλικά, οι συγγραφείς Lamartine καί Victor Hugo έγραψαν
μέ ενθουσιασμό γιά τήν Ελλάδα, ο Delacroix σχεδίασε
εικόνες από τήν ελληνική επανάσταση καί ο Πουκεβίλ θά έγραφε αργότερα τήν
Ιστορία τής ελληνικής επαναστάσεως.
Τό λιμάνι τής Μασσαλίας (Marseille) θά πλημμύριζε από Γάλλους εθελοντές, οι οποίοι θά περίμεναν τά καράβια πού
θά τούς μετέφεραν στήν Ελλάδα γιά νά πολεμήσουν γιά τήν ανεξαρτησία της.
«Ενώ τά ανακτοβούλια τής Ευρώπης υπό τήν επήρειαν τής Ιεράς Συμμαχίας ελάμβανον θέσιν εναντίον τής ελληνικής
επαναστάσεως, τό δημόσιον αίσθημα τών λαών τών ευρωπαϊκών χωρών ωγκούτο υπέρ τού ελληνικού αγώνος. Αι φιλελεύθεραι ιδέαι,
τό δίκαιον τού μαχομένου διά τήν ελευθερίαν τού έθνους καί η αγάπη πρός τήν χώραν, η οποία υπήρξε τό λίκνον τής δημοκρατίας καί τού πολιτισμού
υπήρξαν οι κύριοι παράγοντες τής εκδηλώσεως εις τήν ζωήν τής Ευρώπης τών αρχών τού 19ου αιώνος τού υπερόχου μαζικού κινήματος
όπερ είναι γνωστόν ως φιλελληνισμός.
Η σύγχρονος Ελλάς ήτο γνωστή εις τόν πνευματικόν κόσμον τής Ευρώπης. Κατά τόν 18ον αιώνα καί τάς αρχάς τού 19ου
εκυκλοφόρουν πολλά βιβλία περιηγητών εις τήν Ανατολήν τά οποία ανεφέροντο εις τούς συγχρόνους Έλληνας καί τάς βαρύτατας συνθήκας
τής δουλείας τών υπό τόν βαρβαρικόν ζυγόν τής οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήδη από τής εκρήξεως τής επαναστάσεως οι
Έλληνες εσκέφθησαν ότι έπρεπε νά απευθυνθούν πρός τούς προοδευτικούς ανθρώπους τής Ευρώπης καί νά ζητήσουν τήν ενίσχυσιν καί
συμπαράστασίν των εις τόν σκληρόν αγώνα.
Πρός τούτο ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απέστειλεν εις τά ευρωπαϊκά κέντρα τόν
ιατρόν Ηπίτην, ο οποίος ανεχώρησεν εξ
Οδησσού τήν 1ην Απριλίου 1821. Αι πρός αυτόν έγγραφαι οδηγίαι τού Υψηλάντου ανέφερον:
- "Νά υπάγης εις τάς επισημότερας πόλεις τής Γερμανίας καί Γαλλίας
νά κοινοποιήσης εις όσους φιλανθρώπους καί φιλέλληνας απαντήσης τόν κατά τής ανομοίας καί απαιδευσίας εξοπλισμόν μας καί τάς
προόδους τού Φοίνικος τής Ελλάδος, νά καταπείσης καί νά μάς στείλης σοφούς συναντιλήπτορας τών επιχειρημάτων μας πασχίζων νά
κερδίσης πολλούς τών όσοι μέ λόγον ή μέ έργον ημπορούν νά ωφελήσουν τούς Έλληνας".
Αποστολή γενικώτερον τού Ηπίτη ήτο νά διεγείρη τήν κοινήν γνώμην τών ευρωπαϊκών χωρών υπέρ τού ελληνικού αγώνος. Ούτος μετέβη πρώτον
εις Αυστρίαν επισκεπτόμενος τάς μεγάλας πόλεις καί ενεργών μετά πάσης προσοχής καί επιφυλακτικότητος, αλλ' οι εκεί
φίλοι του Αυστριακοί καθηγηταί συνέστησαν εις αυτόν νά φύγη, διότι θά ήτο δύσκολον νά αποκρύψη τάς
ενεργείας του από τήν αυστριακήν αστυνομίαν.
Εκείθεν ανεχώρησεν εις Γερμανίαν, όπου διεπίστωσεν ότι οι πνευματικοί άνθρωποι καί η νεολαία κατείχοντο υπό φιλελευθέρων ιδεών
καί ο θαυμασμός
πρός τήν κλασσικήν αρχαιότηταν τών προοδευτικών ανθρώπων τής χώρας εκαλλιέργει τό ενδιαφέρον διά τόν σύγχρονον ελληνισμόν.
Εις Γαλλίαν ο φιλελληνισμός προσέλαβε μεγάλας διαστάσεις χάρις εις τήν υποστήριξιν πρός τόν ελληνικόν αγώνα τού ελληνολάτρου καί
φλογερού φιλέλληνος Γάλλου πρωθυπουργού Ρισελιέ.
Εις Παρισίους ιδρύθη φιλελληνικόν κομιτάτον μέ πρόεδρον τόν
Αδαμάντιο Κοραήν, πρός συλλογήν εράνων καί διέγερσιν τού δημοσίου αισθήματος καί ενδιαφέροντος υπέρ τής ελληνικής επαναστάσεως.
Ο γαλλικός τύπος ήρχισε νά δημοσιεύη άρθρα υπέρ τού ελληνικού αγώνος, εκυκλοφόρουν δέ πολυάριθμοι φιλελληνικαί διατριβαί.
Φιλελληνικαί εταιρείαι ιδρύθησαν εις Μασσαλίαν, Λυώνα καί Αμιένην καί διά τού τύπου ήρχισεν νά διεξάγεται σκληρός αγών
μεταξύ τουρκοφίλων καί ελληνοφίλων εφημερίδων.
Εις Αγγλίαν τό πρώτον φιλελληνικόν κομιτάτον ιδρύθη τό 1823, τούτο δέ συνέβαλε σημαντικώς εις τήν συνομολόγησιν τού πρώτου αγγλικού
δανείου. Φιλελληνικά κομιτάτα συνεστήθησαν καί εις Ισπανίαν, Ιταλίαν καί Αμερικήν καί ο φιλελληνισμός διεδόθη μέ αστραπιαίαν ταχύτηταν εις όλας
τάς χώρας. Τά φιλελληνικά έντυπα εδημοσίευον περιγραφάς τών ηρωϊκών κατορθωμάτων τών αγωνιζομένων Ελλήνων, αντέκρουον τήν
φιλοτουρκικήν προπαγάνδαν καί διά παντός μέσου διαφωτίζον καί ενεψύχωνον τούς προοδευτικούς ανθρώπους υπέρ τού ελληνικού αγώνος.
Εις Ρωσίαν, παρά τό απολυταρχικόν καθεστώς καί τήν αυστηράν λογοκρισίαν, ιδρύθη εις Οδησσόν η "Γραικική Εταιρεία", η οποία όμως τελικώς
διελύθη. Η ρωσική κοινωνία εξεδήλωνε ποικιλοτρόπως τά φιλελληνικά αισθήματα της, οι δέ Ρώσοι διανοούμενοι είχον ταχθεί ανεπιφυλάκτως υπέρ
τής ελληνικής υποθέσεως.»
Στήν Αγγλία η φιλελληνική κίνηση δημιουργήθηκε μέ καθυστέρηση. Ο Percy Bysshe Shelley
έγραψε τό δραματικό έργο "Hellas", ο λόρδος
Thomas Erskine θά έστελνε ανοιχτή επιστολή στόν πρωθυπουργό τής χώρας του, μέ τήν οποία θά
τού μετέδιδε τήν απέχθειά του πρός τόν σουλτάνο
καί σφαγέα τής Χίου καί θά διατύπωνε τή γνώμη ότι
"οι Τούρκοι πρέπει νά εκδιωχτούν από τήν Ευρώπη."
Ο λόρδος Βύρων θά στήριζε μέ όλες του
τίς δυνάμεις τόν σκοπό τής Ελλάδος καί θά έδινε καί τήν ζωή του γι' αυτήν,
σαρκάζοντας μέ τά ποιήματά του τόν πουριτανισμό καί τήν υποκρισία
τών Άγγλων πολιτικών.
Ιταλία, Πολωνία καί Ηνωμένες Πολιτείες ήταν χώρες μέ σημαντική φιλελληνική κίνηση. Ο
Αμερικάνος γιατρός Samuel Gridley Howe έφθασε από τήν μακρινή ήπειρο βοηθώντας μέ τίς ιατρικές του γνώσεις τούς τραυματισμένους Έλληνες
καί θά έγραφε λίγο αργότερα τό βιβλίο
An
historical sketch of the Greek revolution Samuel Gridley Howe.
Ο Ιταλός κόμης Σανταρόζα θά πολεμούσε μέ τή σειρά του τούς βαρβάρους καί θά έχανε τή ζωή του
στήν Σφακτηρία τό 1825.
Άλλοι Ιταλοί πού πολέμησαν ήταν ο Γκράμσι από τή Νεάπολη, ο Ταρέλλα από τό Τορίνο, ο Ντάνια από τήν Γένοβα, ο
Σταράμπα από τήν Σικελία,
ο Γκουμπερνάτι από τό Πεδομόντιο, ο Γκάμπα από τή Ραβέννα, ο Μπρούνο από τήν Σαρδηνία.
Τό μεγαλύτερο μέρος τών Ιταλών φιλελλήνων χάθηκε στήν καταστροφική μάχη τού Πέτα στίς 4 Ιουλίου 1822.
Καπάκια τού Ανδρούτσου
O Οδυσσέας Ανδρούτσος ήδη,
από τόν Αύγουστο τού 1822 είχε αναλάβει τή
διοίκηση τής πόλης τών Αθηνών. Πρώτη του φροντίδα ήταν νά καταργήσει
τόν Άρειο Πάγο, ένα θεσμικό όργανο τό οποίο μάλλον
είχε βλάψει τήν υπόθεση τού Αγώνα παρά τήν είχε ωφελήσει. Λαός καί πρόκριτοι τών Αθηνών ανεκήρυξαν τόν Ανδρούτσο αρχιστράτηγο τής
Ανατολικής Στερεάς, κάτι πού δυσαρέστησε τόν ιστορικό τής εποχής καί φίλο τών καλαμαράδων Σπυρίδωνα Τρικούπη.
«Συνελθόντες δέ οι κατά τού Αρείου Πάγου συγκαλεσθέντες εις Αθήνας, τόν κατήργησαν τήν 18η Σεπτεμβρίου 1822,
αναθέσαντες τά καθήκοντά του
εις τούς αντιπροσώπους καί εφόρους τών ελευθέρων επαρχιών μέχρι τής συγκροτήσεως τής Εθνικής Συνελεύσεως. Θέλοντες δέ νά τιμήσωσι τόν
δυνατόν τής ημέρας Οδυσσέα, τόν ανηγόρευσαν ομοθυμαδόν αρχιστράτηγον τής Ανατολικής Ελλάδος, καί τήν 24η, γενομένης τελετής
παρόντων τών μελών τής Συνελεύσεως ταύτης καί πλήθους λαού, ανεγνώσθη μεγαλοφώνως τό αρχιστρατηγικόν δίπλωμά του, τόν έζωσαν οι
αρχιεπίσκοποι Αθηνών καί Θηβών, μέλη όντες καί αυτοί τής Συνελεύσεως, τήν σπάθην τής αρχιστρατηγίας
(σπαθί πού ανήκε στόν Ομέρ Βρυώνη) καί τόν ανευφήμησαν όλοι οι παρεστώτες.
Η τοπική δέ αύτη καί αυτοκέλευστος συνέλευσις, υπογράψασα τάς δύο πράξεις, τήν τής καταργήσεως τού Αρείου Πάγου
καί τήν τής
αρχιστρατηγίας τού Οδυσσέως, εν ώ μήτε τήν μίαν μήτε τήν άλλην νά υπογράψη δύναμιν είχε, διελύθη· αλλά τό παραδοξότερον καί μεμπτότερον,
και ό,τι δεικνύει αυτό καί μόνον τήν αθλίαν κατάστασιν τών τότε κυβερνητικών πραγμάτων είναι, ότι μέλος τού Νομοτελεστικού, ο
Ιωάννης Λογοθέτης, ευρεθείς εκεί συνέπραξε καί αυτός παρρησία μετά τών αντιπολιτευομένων τήν κυβέρνησιν καί συνυπέγραψε καί τήν κατάργησιν
του Αρείου Πάγου, καί τήν αρχιστρατηγίαν τού Οδυσσέως· συνυπέγραψε δέ καί τήν περί τούτων πρός τήν κυβέρνησιν αναφοράν. Διά τήν διαγωγήν του
δέ ταύτην τό Νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό) ηναγκάσθη νά τόν κατηγορήση ενώπιον τής Βουλής ως ένοχον πολιτικού εγκλήματος.»
Στό μεταξύ, στίς αρχές Αυγούστου τού 1822, οι Τούρκοι έστειλαν ένα απόσπασμα τριών χιλιάδων ανδρών, τό οποίο κατέλαβε τά
περάσματα τής Φοντάνας στό όρος Καλλίδρομο, ούτως ώστε αργότερα νά διέλθει τό κυρίως
στράτευμα υπό τόν Κιοσέ Μεχμέτ γιά νά κατευθυνθεί στίς νότιες περιοχές. Οι προσπάθειες τού Ανδρούτσου, τού Δυοβουνιώτη καί τού
Γκούρα νά διαλύσουν τήν εμπροσθοφυλακή τού Τούρκου πασά απέβησαν άκαρπες.
Τόν Οκτώβριο έφθασε στό Δαδί (Αμφίκλεια) καί ο ίδιος ο
Κιοσέ Μεχμέτ πασάς μέ 12000 άνδρες, τούς οποίους τούς χώρισε σέ δύο τμήματα.
Τό ένα τμήμα βάδισε πρός τή Γραβιά όπου σκόρπισε τούς άνδρες τού Παπαντρέα καί τού
Καλύβα καί τό άλλο έφτασε στό
Ζεμενό τής Αράχωβας όπου
αποκρούστηκε από τόν Γεώργιο Λεπενιώτη
καί τόν Λάιο. Τελικώς τά δύο τμήματα μπήκαν στά έρημα Σάλωνα (Άμφισσα) καί τά κατέκαψαν.
Ο Ανδρούτσος μέ μόλις 1200 άνδρες προσπάθησε νά αναχαιτίσει τούς πολυάριθμους εχθρούς στό
μοναστήρι τής Παναγιάς στό Δαδί.
Μαζί του είχε τόν Νικόλαο Σαρρή, τόν
Μελέτη Βασιλείου, τόν Νικόλαο Αργύρη, τόν Μήτρο Λέκκα, τόν
Γιάννη Ντάβαρη καί τόν Γεώργιο Λεπενιώτη. Είχε μάθει ότι οι Τούρκοι είχαν κάψει τά Σάλωνα καί προχωρούσαν πρός τό Τουρκοχώρι
τής Ελάτειας καί αποφάσισε τήν 1η Νοεμβρίου 1822
νά τούς στήσει ενέδρα στό μοναστήρι. Όταν μέσα στή δυνατή βροχή ένας
από τούς άνδρες του Ανδρούτσου σάλπισε συναγερμό, ειδοποιώντας άθελά του τήν εμπροσθοφυλακή τού Κιοσέ Μεχμέτ,
τό τουρκικό ιππικό
επιτέθηκε κατά τής μονής όπου ήταν κλεισμένος ο Ανδρούτσος. Τό πλεονέκτημα τού αιφνιδιασμού είχε πλέον χαθεί. Ακολούθησε μάχη, η οποία διήρκεσε
πολλές ώρες. Οι Έλληνες έπαθαν πανωλεθρία καί ο Ανδρούτσος μόλις πού γλύτωσε επωφελούμενος από τήν μεγάλη ταχύτητα η οποία χαρακτήριζε
τό τρέξιμό του. Στό Δαδί όσοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν, ενώ τά γυναικόπαιδα εστάλησαν σέ σκλαβοπάζαρα.
«Τόν Δυσσέα τόν ζήλευαν όλοι οι αρχηγοί καί τόν κατάτρεχαν εις τήν Αθήνα. Οι Αθηναίοι κι' άλλοι καμπόσοι
από άλλες επαρχίες τόν χεροτόνησαν αρχιστράτηγον τής Ανατολικής Ελλάδος. Τότε τόν ζήλευαν περισσότερον οι οχτροί του.
Είναι αλήθεια, ήταν γνωστικώτερος από τούς άλλους, όμως όποτε εύρισκε άνθρωπον νά τού μιλήση φρόνιμα καί
πατριωτικώς, τόν κατάτρεχε. Άκουγε κι' αυτός κι' ο Γκούρας τό κακό. (Ο Μακρυγιάννης κατακρίνει τόσο τόν Ανδρούτσο, όσο καί τά πρωτοπαλλήκαρά
του Γκούρα καί Μαμούρη. Τούς κατηγορεί ως φιλοχρήματους, σκληρούς καί άδικους ενώ αποκαλύπτει περιπτώσεις δολοφονίας όσων
στάθηκαν εμπόδιο στίς βλέψεις τους, όπως αυτή τού Σαρρή πού τούς είχε παραδώσει τό κάστρο τής Ακρόπολης.
Οι Ρουμελιώτες αρχηγοί όντως κατέτρεξαν τούς Αθηναίους χωρικούς μέ σκοπό
νά σφετεριστούν τά κτήματα καί τίς περιουσίες τους).
Κ' εκείνοι οπού τούς πλησιάζαν έκαναν μέ τό μέσο τό δικό τους τά κακά τους θελήματα. Ένας παπάς από τά χωριά τής
Φήβας (Θήβα) ήταν φίλος τών
Τούρκων πολύ αγαπημένος κ' έκανε τόν άγιον εις τούς Ρωμαίους καί πήγαινε σέ όλα τά ορδιά (στρατόπεδα)
καί πολιτείες καί νησιά
κ' έβλεπε καί μάθαινε όλα
τά μυστικά τών Ελλήνων καί πήγαινε καί τά πρόδωνε τών Τούρκων. Κι' από τίς προδοσές αυτουνού πολλοί
Έλληνες σκοτώθηκαν από τούς Τούρκους.
Τόν μάθαν έπειτα οι Έλληνες, τόν μαρτύρησαν Χριστιανοί οπού 'ταν πλησίον εις τούς Τούρκους, καί τόν
πιάσανε καί τόν φέρανε εις τήν Αθήνα εις
τόν Δυσσέα καί τόν έχτισε ζωντανό καί χτισμένος τελείωσε.
Τόν Οκτώβριον μήνα, τά 1822, οι πρόκριτοι Ταλαντιού, Λιβαδειάς
κι' όλα εκείνα τά μέρη γράφουν εις τόν Δυσσέα, οπού 'ταν εις τήν Αθήνα, καί
τού λένε:
"Δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι ήρθαν καί έπιασαν τούς τόπους μας, χώρες καί χωριά. Αυτό μαθαίνοντας εμείς από τίς βάρδιες οπού 'χαμε στά
στενά, αφήσαμε όλο τό βιόν καί ζωντανά μας, καί μέ τά παιδιά μας πιάσαμε τά βουνά καί τώρα οπού αρχινάγει ο χειμώνας θά χαθούμε όλοι από
τό κρύο, τήν γύμνια καί πείνα καί δέν βαστάμε αυτό κ' επίτηδες σού στέλνομε νά κοπιάσης μίαν ώρα αρχύτερα, ότ' είμαστε χαμένοι καί η
παρουσία σου θά μάς παρηγορήση καί θά μάς σώση".
Ευτύς οπού τό 'λαβε ο Δυσσέος τό γράμμα αυτό, σύναξε όλους τούς Αθηναίους από χώρα καί χωριά καί τούς τό διάβασε. Καί τούς λέγει:
"Νά συναχτούμε από Αθήνα κι' απάνου νά πάμε εκεί οπού 'ναι καί οι άλλοι, οι δικοί μας άνθρωποι, τ' ορδί, καί νά γίνωμε ένα σώμα νά τούς
πολεμήσωμε. Αλλοιώς άν κάμωμε, οι Τούρκοι είναι πολλοί κ' έχουν καί τά χωριά καί χώρες πιασμένες κ' έχουν καί ζαϊρέδες. Καί δέν
θ' αφήσουνε ποδάρι ως τήν Αθήνα όλα αυτά τά μέρη θά τά πλύνουν. Καί θά βγούνε κι' από Έγριπον (Εύβοια), οπού 'ναι μία μεγάλη δύναμη,
καί θά μάς αφανίσουνε. Καί διά 'κείνο κινήθηκαν τόν χειμώνα καί μάς πήραν όλες τίς τροφές κ' εμάς μάς έρριξαν εις τά βουνά καί δέν θά
νταγιαντήσουμε".
Οι καϊμένοι οι φιλόπατροι οι Αθηναίοι, χώρα καί χωριά, αποφάσισαν κ' έδωσαν τρακόσους Αθηναίους κι' ο Σαρής κεφαλή τούς μ' άλλους
αξιωματικούς. Θά 'διναν πολλά περισσότερους, όμως φυλάγαμε κι' άλλα πόστα εδώ διά τούς Εγριπαίους Τούρκους.
Καί μέ μεγάλον ζήλον καί πατριωτισμόν συνάχτηκαν ευτύς καί διόρισε κι' ο Δυσσέας ανθρώπους δικούς του μέ τόν Γιωργάκη
Λεπενιωτάκη, γενναίον καί καλόν πατριώτη.
Οι Τούρκοι έγιναν δύο κολώνες, μιά κινήθη από τήν Γραβιά καί η άλλη από τόν
Ζεμενό Αράχωβας καί μπήκαν εις τά Σάλωνα συγχρόνως.
Οι Τούρκοι είχαν γελάση τούς Έλληνες, ότι έβγαλαν καί λέγαν ότι θά κινηθούν διά Φήβα κι' Αθήνα, κ' οι Έλληνες είχαν τήν προσοχή τους
αυτούθε, καί μ' αυτείνη τήν ευκαιρίαν μπήκαν οι Τούρκοι απολέμητοι καί μέ ολίγην ζημίαν τους.
Κεφαλές τών Τούρκων ο Μεμέτ πασσάς κι' ο Τζελαλεντίμπεγης κι' άλλοι σερασκέρηδες.
Οι Έλληνες πιάσανε όλοι τόν Αγιλιά, μία ώρα μακρυά από τό Σάλωνα,
θέση δυνατή. Πήγαν οι Τούρκοι τρείς φορές καί πολέμησαν εις τόν Αγιλιά καί τίς τρείς φορές τούς χάλασαν οι Έλληνες.
Οι Τούρκοι μάθανε ότι όλες οι επαρχίες οι γειτονικές 'κονόμησαν τίς φαμελιές τούς καί συνάζονταν όλοι τώρα νά πάνε νά πολεμήσουνε
συγχρόνως τούς Τούρκους εις τά Σάλωνα. Αυτό μαθαίνοντας οι Τούρκοι, κάψαν όλα τά χωριά τού Σαλώνου καί τά Σάλωνα καί φύγαν κρυφίως
από τό μέρος τής Γραβιάς καί πέσαν εις τόν κάμπον άβλαβοι καί πήγαν πάλε εις τίς θέσες τους οι Τούρκοι Λιβαδειάς, Μπουντουνίτζας,
όλα αυτά τά μέρη τού κάμπου.
Ο Δυσσέας έμεινε εις τής Λιβαδειάς τά μέρη καί γράφει τών ανθρώπωνέ του νά πάνε εις τό Δαδί ν' ανταμωθούν. Πάγει κι' ο Δυσσέας
εκεί. Αφού πήγε ο Δυσσέας εις τό Δαδί, συνάχτηκαν καί οι άνθρωποί του καί οι Λιβαδίτες κι' Αθηναίγοι. Ο
Δυσσέας μέ τούς ανθρώπους του
τράβησε καί πήγαν πανουκέφαλα τού χωριού, εις τό μοναστήρι η Παναγιά, καί εις τό Δαδί έμεινε ο
Σαρρής μέ τούς Αθηναίους. Άλλοι
λένε ότι έμεινε μόνος του ο Σαρρής, άλλοι ότι παθητικώς τόν άφησε ο Δυσσέας, ότι τόν κατάτρεχε κι' αυτός κι' ο Γκούρας νά τόν σκοτώσουνε
καί τόν σκότωσαν ύστερα.
Αφού λοιπόν έμεινε ο Σαρρής καί οι άλλοι αξιωματικοί Αθηναίγοι εις τό Δαδί, ο τόπος εκτεταμένος, λίγοι οι άνθρωποι, τούς ρίχτηκαν οι
Τούρκοι πολλοί καί μέ τό πρώτο τούς έρριξαν εις φυγή. Σκοτώθηκαν Έλληνες καμμιά δεκαπενταριά, πιάσαν καί τόν Σαρρή ζωντανόν.
(Ο Σαρρής θά δραπέτευε από τίς φυλακές τής Λάρισας καί ύστερα από πεζοπορία οκτώ ημερών θά έφτανε στίς 25 Δεκεμβρίου 1822 στήν Αθήνα).
Μέ τόν χαλασμόν αυτεινών ψύχωσαν οι Τούρκοι πολύ, ρίχτηκαν καί εις τό μοναστήρι καί ζώσαν τόν Δυσσέα στενά οπού 'ταν πολλά
ολίγοι εκεί καί οι Τούρκοι πολλοί. Τού 'καμαν πολλά γερούσια τού Δυσσέα μέ τούς ολίγους οπού 'χε εις τό μοναστήρι. Τούς
βάστηξαν οι Έλληνες γενναίως. Τούς πήραν όμως μίαν θέσιν, σκότωσαν τόν Μήνιο Κατζικογιάννη καπετάνο τής Φήβας,
λάβωσαν καί τόν Αλέξη Ταργατζίκη, γενναίον πατριώτη καί τίμιον. Τότε ρίχτηκαν οι Τούρκοι μ' ορμή νά πιάσουν τόν Δυσσέα
τζάκισαν οι άνθρωποί του καί μπήκαν εις φυγή καί κιντύνεψε από τήν τρίχα ο Δυσσέας έφυγε ξυπόλυτος.»
Ο Ανδρούτσος βλέποντας τίς δυνάμεις του διασκορπισμένες αποσύρθηκε στό μοναστήρι τής
Ιερουσαλήμ καί εκεί σκέφτηκε
νά κάνει "καπάκια" μέ τόν Κιοσέ Μεχμέτ,
δηλαδή νά αρχίσει πλαστές διαπραγματεύσεις. Ο πολύμητις Οδυσσεύς ήλπιζε ότι ο πασάς λόγω τού
χειμώνα πού είχε αρχίσει, θά δεχόταν τή συνθήκη ειρήνης καί θά αποσυρόταν στή βάση του στό Ζητούνι (Λαμία).
Αρχικά πρότεινε στόν γνωστό του Τσελελεντή μπέη νά ανταλλάξουν αιχμαλώτους καί τού έστειλε τόν
γραμματέα του Αντώνη Γεωργαντά.
Ο Τούρκος μπέης φάνηκε πρόθυμος καί ο Ανδρούτσος ως δείγμα καλής θελήσεως τού έστειλε
όλους τούς αιχμαλώτους.
Στά μέσα Νοεμβρίου τού 1822, ο Ανδρούτσος συνάντησε τόν Τσελελεντή στό χωριό Αγία Μαρίνα Φθιώτιδας
καί τού έδωσε μία επιστολή
γιά νά τήν μεταφέρει στόν στρατηγό του.
Μέ αυτή τήν επιστολή ο κλεφταρματολός απέδιδε όλες τίς ευθύνες γιά τήν εξέγερση τών ραγιάδων στίς αδικίες τής
τουρκικής διοίκησης.
«Γράμμα τού Ανδρούτσου πρός τόν Κιοσέ Μεχμέτ
Πρός τόν υψηλότατον καί πολυχρόνιον δοβλετλή βεζύρ εφέντη Μεχμέτ πασσά!
Όλοι οι κάτοικοι τού σαντζακιού (σαντζάκι = επαρχία) τής Ευρίπου καί εγώ μαζί τους αποφασίζομεν καί σού γράφομεν, επειδή καί μάς
ερωτάς τήν αιτίαν όπου εσηκώσαμεν τά άρματα. Τά μεγάλα ζουλούμια (αδικίες) όπου έκαμε χωρίς νά έχει ριζάν (αιτία) τό κραταιόν δοβλέτι
(κράτος),
καί ιδού όπου σοί τό φανερώνω, τά μεγάλα ζουλούμια τών βεζυράδων, βοϊβοντάδων, κατήδων (δικαστών) καί μπουλουκμπασήδων
(αξιωματικών τής αστυνομίας) όπου έκλεισαν τό χάτι κιτάπι (τετράδιο) σας τού Μωάμεθ, καί είχεν ο καθένας από ένα κιτάπι εις τόν κόλπον του,
καί όποιον κορίτσι ή παιδί τούς ήρεζεν, έστελναν καί έπαιρναν ζόρλαν (μέ τό ζόρι) γιά μουσά, όποιος πραγματευτής εκαζαντούσε γρόσια καί
κανέν χωράφι καλόν ή χωριόν τόν εσκότωναν καί τού τό έπαιρναν, όποιος μπιρμπάντης εμεθούσε εις τό παζάρι εσκότωνε τόν καλλίτερον χωρίς
νά τού τό γίνει καμμία μικρά παιδεία, όπου τό κιτάπι τού Μωάμεθ δέν τό συγχωρεί, αλλά γράφει μέσα κανή κανηνά, ιρζί ιρζινά, μαλί μαλινά,
καί δι' άλλα πράγματα τέτοια καλά, όπου λέγει τό κιτάπι τού Μωάμεθ, αυτούνων όμως δέν τούς ήρεσε καί τό πέταξαν πέρα, καί έφτιασε ο καθένας τό
εδικόν του κιτάπι καί κάνει μ' αυτό καί μέ τό σπαθί του.
(Ο κάθε Τούρκος πού είχε εξουσία φορολογούσε γιά δικό του λογαριασμό
τούς ραγιάδες καί επέβαλε τή φορολόγηση μέ τή βία. Έτσι οι ραγιάδες πλήρωναν φόρο
δέκα φορές περισσότερο από αυτόν πού έπρεπε
νά πληρώσουν. Επιπροσθέτως ο φόνος Χριστιανού από μουσουλμάνο δέν
αποτελούσε αιτία διώξεως τού μουσουλμάνου όπως καί
η αρπαγή γυναίκας ή κοριτσιού).
Εις αυτά όλα ηξεύρομεν πολλά καλά ότι ο σεφτεκτλής βασιλεύς δέν έχει ριζάν (δέν φταίει) μήτε είδησιν εις αυτά τά πράγματα όπου γίνονται, καί τού
εγράψαμεν
αρτζουάλια (αναφορές) πολλάς φοράς καί εις τά χέρια τού βασιλέως κανένα δέν επήγεν, επειδή καί αυτοί οι ζουλουμκιάρηδες
(άδικοι καταπιεστές) είχαν όλα
τά καπιά (πύλες) τής πόλεως πιασμένα, καί κάθε αρτζουάλι όπου από ημάς επήγαινεν εις τό κραταιόν δοβλέτι, τό εκρατούσαν αυτοί καί
έφτιαναν άλλα ιδικά τους κατά πώς ήθελαν, καί μή εισακούοντας εις τόν βασιλέα.
Όλα αυτά τά κακά μάς εστενοχώρησαν καί εσηκώσαμεν τά άρματα, καί ινά σηκώσωμεν όλα αυτά τά ζουλούμια (νά καταργήσουμε τίς
αδικίες) ή νά αποθάνωμεν όλοι.
Τώρα η υψηλότης σου, άν είναι ορισμός σου, γράψε ένα αρτζουάλι εις τόν βασιλέα, οπού νά σηκώση από όλους τούς Χριστιανούς όλα αυτά
τά ζουλούμια μέ χάτι χουμαγιούν (αυτοκρατορική διακήρυξις) καί ανοίξει τό κιτάπι τού Μωάμεθ
(νά εφαρμόσει τούς νόμους τού Μωάμεθ) καί τότε εμείς θέλει ησυχάσει ο καθείς στό
σπίτι του καί θά κοιτάξη τήν δουλειά του καί θά είμεθα χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τά πρώτα, διά δέ τό καπετανλήκι τό ιδικόν μου ο πατέρας
από τόν πατέρα του τό ηύρε, μέ κλεψιά καί μέ τό ζορμπαλίκι (ζορμπάς - αντάρτης) χωρίς καμμιά απόδειξιν καί εγώ ελπίζω εις τόν μεγαλοδύναμον
Θεόν απ' εδώ καί εμπρός νά τό έχω χίλιαις φοραίς καλλίτερα από τόν πατέραν μου, όπου νά τό έχω μέ απόδειξιν.
Ταύτα καί λαμβάνω τήν τιμή νά σέ ξαναπροσκυνήσω.
Τήν 15ην Νοεμβρίου 1822, 'Ρουσαλήμ
Οδυσσεύς Ανδρούτσου.»
Tά καπάκια τού Ανδρούτσου απέδωσαν καρπούς. Ο βαρύς χειμώνας ανάγκασε τόν Τούρκο πασσά νά επιστρέψει στή
Λαμία έχοντας ως ομήρους κάποιους ασήμαντους Ρωμιούς, τούς οποίους ο Ανδρούτσος είχε ντύσει μέ ακριβά ρούχα καί τούς
είχε παρουσιάσει ως προκρίτους τών μεγάλων πόλεων. Τό προσκυνόχαρτο πού τού έστειλε ο Κιοσέ Μεχμέτ, ο πολυμήχανος Οδυσσέας
δέν τό υπόγραψε ποτέ καί όλο έφερνε αναβολές λέγοντας στόν πασά ότι περίμενε νά συναχθούν όλοι οι οπλαρχηγοί γιά νά
τό υπογράψουν από κοινού, ώστε νά μήν δημιουργηθούν προστριβές μεταξύ τους καί χαλάσουν οι διαπραγματεύσεις.
Λίγο αργότερα ο Ανδρούτσος θά έγραφε στόν Δυοβουνιώτη:
"Μάθετε ότι τούς Τούρκους εγώ μέ τό ντουφέκι καί περισσότερο μέ ψευτιές καί μέ τήν δύναμιν τού Θεού τούς εκυνήγησα καί πάν κατά
διαβόλου εις τό Ζητούνι".
Η Ανατολική Στερεά τελικά απαλλάχθηκε από τήν παρουσία τού τουρκικού στρατού, οι Έλληνες επανήλθαν στίς εστίες τους από τά βουνά όπου
είχαν καταφύγει, αλλά τό Εκτελεστικό τού Κωλέττη θά έβρισκε ευκαιρία νά κατηγορήσει τόν Ανδρούτσο ως
προδότη, μή μπορώντας νά τού συγχωρήσει τήν κατάργηση τού Αρείου Πάγου. Αυτή η κατηγορία θά εξελίσονταν σέ μία θανάσιμη διαμάχη μεταξύ τών δύο ανδρών, η οποία
θά κατέληγε στήν δολοφονία τού οπλαρχηγού από τόν πολιτικό λίγα χρόνια αργότερα.