Κωνσταντίνος Κανάρης ο μπουρλοτιέρης (1795 - 1877)
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης γεννήθηκε τό 1795 στά Ψαρά. Όπως όλοι οι Ψαριανοί έτσι
καί ο Κωνσταντής ασχολήθηκε από
μικρή ηλικία μέ τή θάλασσα, ενώ η μικρή μόρφωση πού έλαβε ήταν κάτι λίγα κολλυβογράμματα πού τού τά έμαθε ένας
καλόγερος. Πατέρας του ήταν ο Μικές Κανάριος, ναυτικός καί δημογέροντας τών Ψαρών, μητέρα του η Μαρία καί αδέλφια του ο Αναγνώστης,
ο Γιώργης καί ο Ανδρέας. Ο Κωνσταντής έμεινε ορφανός σέ νεαρή ηλικία καί προκειμένου νά βοηθήσει τή μάνα του
έγινε μούτσος στό μπρίκι τού θείου του Δημήτρη Μπουρέκα. Όταν έπεσε τό Σούλι ο Κανάρης βρέθηκε στήν Πάργα νά
μεταφέρει πρόσφυγες στό νησί τής Αγίας Μαύρας (Λευκάδα).
Μετά τόν θάνατο τού θείου του, ανέλαβε καπετάνιος στό πλοίο πού κάποτε είχε ξεκινήσει σάν μούτσος,
πραγματοποιώντας πολλά εμπορικά ταξίδια σέ ολόκληρη τή Μεσόγειο. Σέ ηλικία 22 ετών νυμφεύθηκε
τή Δέσποινα
Μανιάτη, κόρη γνωστής ναυτικής οικογένειας τών Ψαρών, μέ τήν οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ο
Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν ένας ήσυχος καί άσημος
οικογενειάρχης πού έμενε πάντοτε μακρυά από τσακωμούς καί γλεντοκόπια. Μόνη του έννοια ήταν τό μεροκάματο καί η
ανατροφή τών παιδιών του.
«Ο Κωνσταντίνος Κανάρης, ο πολύκροτος ούτος καί κοσμοπεριβόητος θάλασσιος ήρως, εγεννήθη
μέν εις τά Ψαρά, ανετράφη δέ, καθώς καί όλοι οι λοιποί συντοπίται του, ανατροφήν, ήτις έμελλε νά τόν αποκαταστήση
έμπειρον καί θαρραλέον ναυτικόν. Πρώϊμα ήδη ήρχισε νά τρέχη τό τραχύ τούτο καί επίπονον στάδιον, καί κατά τά συχνά
του επί τής Μεσογείου θαλάσσης ταξείδια επεσκέφθη πολλάκις καί τήν Μαρσίλιαν καί άλλα πολλά παραθαλάσσια τής
Ευρώπης μέρη.
Απλούς, πένης καί άσημος έζη ειρηνικώς ως ραγιάς, πότε μέν εις τάς αγκάλας τής επίσης αδόξου καί ενδεούς οικογενείας
του, πότε δέ επί τού πλοίου του, χωρίς όμως νά εμφαίνηται ξεχωριστόν τι επάνω του, τό οποίον ηδύνατο νά προμαρτυρήση
εν αυτώ τόν εκλεκτόν ήρωα τής Χίου καί τής Τενέδου. Όλοι εγνώριζον τήν γαλήνιον καί πράον καρδίαν του, τό
ήσυχον καί ειρηνικόν τών φρονημάτων του, διά τά οποία απέφευγε κάθε ταραχήν, καί διά τά οποία δέν ηρέσκετο ουδ' εις
τόν τραχύν καί πολυτάραχον βίον τών συντρόφων του ναυτών.
Ότε απ' Άρκτου μέχρι Μεσημβρίας καί απ' Ανατολών μέχρι Δυσμών διεκηρύχθη η Ανάστασις τού Ελληνικού Έθνους,
διεφημίσθη η ύψωσις τού Σταυρού καί η κατάπτωσις τού ημισεληνίου, ότε ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου, τότε καί ο
Κανάρης δέν βλέπει πλέον γυναίκα, δέν λυπείται τέκνα, δέν γνωρίζει ησυχίαν, η καρδία του βράζει, η χείρ του κινείται,
οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούν καί αυτός ρίπτεται εις τό πλοίον του, τρέχει νά συναγωνισθή τόν λαμπρόν τούτον αγώνα.
Kαί ούτω η πολυπαθής ημών Πατρίς τό δεύτερον ήδη έτος τού ενδόξου αλλά καί πολυκινδύνου τούτου κατά τών
τυράννων της αγώνος έμελλε νά ίδη έν από τά λαμπρότατα καί κάλλιστα μέλη της
κατασπαραττόμενον από τούς απανθρώπους τυράννους της. Διότι η Χίος, η λαμπρά καί περικαλλής πόλις τε καί νήσος, τό
κατοικητήριον 100000 Ελλήνων, ιδούσα φεύ! τούς κατοίκους της κατασφαγέντας από τήν παμφάγον σπάθην τών
μουσουλμάνων, εξηφανίσθη από τό πρόσωπον τής γής.
Τότε δή ο Κανάρης, ο απλούς εκείνος καί μέχρι τού νύν τόσον πράος καί ποταπός ανήρ, ιδού εξαίφνης συμμεγεθύνεται
καί συνυψούται μέ τάς περικυκλούσας αυτόν περιστάσεις καί τύχας, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούν,
υπόσχεται βεβαιοί, ορκίζεται νά μεταβάλλη εις στάκτην τό πλοίον τού καπουδάν πασιά.»
Ο Κανάρης, όταν βρέθηκε στήν Οδησσό τό 1820, μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία καί έτσι μέ τό
ξέσπασμα τής
επανάστασης τού Αλέξανδρου Υψηλάντη στή Μολοδοβλαχία, έσπευσε αυθόρμητα νά καταταγεί στόν στόλο τού
Νικολή Αποστόλη. Από τούς πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε γιά τό θάρρος του καί τήν αποφασιστικότητά του,
κάνοντας επιδρομές στά μικρασιατικά παράλια, ενώ κατόπιν εντάχθηκε στά πυρπολικά καί έγινε ένας από τους
ικανότερους μπουρλοτιέρηδες.
Tό μπουρλότο τού
Παπανικολή στήν Ερεσσό τής Λέσβου (27 Μαίου 1821)
άναψε φωτιά καί στά στήθη τού Κανάρη, ο οποίος ήθελε
νά επαναλάβει τό κατόρθωμα τού συμπατριώτη του. Ο άσημος καί ταπεινός Κανάρης
κατάφερε τή νύκτα τής 6ης Ιουνίου
1822 στό λιμάνι τής Χίου νά γίνει ο τρόμος τών κατακτητών τού τόπου του καί ο ήρωας όχι μόνο τών Ελλήνων,
αλλά καί τών Ευρωπαίων αστών, πού παρακολουθούσαν πλέον μέ ενδιαφέρον τόν αγώνα γιά ανεξαρτησία τών
απογόνων τού Πλάτωνα, τού Αριστοτέλη καί τού Περικλή.
«Στίς 6 Ιουνίου 1822 μέ τό λιόγερμα σηκώθηκε γρεγολεβάντες πού όλο καί δυνάμωνε.
- "Ότι μάς χρειάζεται", μονολόγησε ο Κανάρης.
Τά καράβια ήταν όλα έτοιμα καί γιά νά ξεγελάσουν τίς βαρδιακόστες (σκοπούς), οι μπουρλοτιέρηδες σήκωσαν
στά κατάρτια τους αυστριακή σημαία.
- "Ο Θεός μαζί μας", είπε ο Κανάρης, έκανε τό σταυρό του καί έβαλε ρότα γιά τή Χίο.
Πηγμένο ήταν τό λιμάνι τής Χίου ως έξω, από τά καράβια τής αρμάδας. Κάθε λογής σκαρί βρισκόταν κειπέρα.
Τόσα τά κατάρτια καί τά ξάρτια πού δέν μπορούσες νά ξεχωρίσεις ποιανού πλεούμενου ήταν. Γιά νά γιορτάσουν οι Τούρκοι
τό μπαϊράμι τους, είχαν σηκώσει στά κατάρτια πολύχρωμα μπαϊράκια καί στά ξάρτια είχαν κρεμάσει λαδοφάναρα.
Ολάκερο τό λιμάνι φεγγοβολούσε.
Η πιό τρανή τών μουσουλμάνων γιορτή είναι τό μπαϊράμ. Από κάθε καράβι ακούγονταν τραγούδια. Τά συνώδευαν ούτια
καί τουμπερλέκια. Τό ζέφκι (γλέντι) όλο καί κόρωνε. Μά πιό τρανό από παντού ήταν στήν καπιτάνα. Αυτή δέν είχε
αράξει μαζί μέ τ' άλλα, μά ήταν αποτραβηγμένη καί φουνταρισμένη αντίκρυ απ' τό μπούρτζι.
Ο Καραλής είχε προσκαλέσει
στό πασά γκεμισή (ναυαρχίδα), όλους τούς καπεταναίους από τ' άλλα καράβια τής αρμάδας.
Είχε πιεί τόσο τσίπουρο
ο καπιτάν πασάς πού μεθυσμένος πιά δέν μπορούσε νά σταθεί στά πόδια του. Γιά νά ξεχωρίσει η καπιτάνα,
στό πρυμνιό τό άλμπουρο είχε κρεμάσει τό σαντζάκι (σήμα τής ναυαρχίδας). Μά στό πλωριό κατάρτι ο Καραλής
είχε κρεμάσει Χιώτες γιά νά τούς βλέπουν στό βραδινό γλέντι. Δύο χιλιάδες ψυχές βρίσκονταν κείνη τή νύχτα
πάνω στήν καπιτάνα.
Μεσονύχτι. Τό φεγγάρι βρισκόταν στή χάση του. Τ' αστέρια παιχνιδίζοντας καθρεφτίζονταν στή θάλασσα.
Τά δύο μπουρλότα, τού Κανάρη καί τού Πιπίνου, ξεκίνησαν μέσα στό σκοτάδι μέ ρότα τό λιμάνι τής Χίου.
Ο αέρας έφερνε από μακρυά
τά τραγούδια καί τά ξεφωνητά τών Τούρκων απ' τό νυχτιάτικο ξεφάντωμά τους. Τά δύο μπουρλότα γλυστράνε
ανάμεσα στά τούρκικα καράβια, χωρίς νά τά πάρει κανείς είδηση.
Ο Πιπίνος φέρνει κατά τό μαΐστρο τό μπουρλότο του μέ σκοπό νά τό κολλήσει στό χασνέ γκεμισί (αντιναυαρχίδα)
τού καπιτάν μπέη (υποναυάρχου) πού ήταν πρός τά κεί αραγμένο. Ο Κανάρης έβαλε ρότα κατά τό λεβάντε (ανατολικά).
Εκεί έχει αράξει η καπιτάνα. Όλο καί ζυγώνει. Σωστό κάστρο είναι τό τρικάταρτο ντελίνι τού Καραλή μπροστά στό μικρό
μπρίκι τού Κανάρη. Βρισκόταν τόσο κοντά τό μπουρλότο πού οι γεμιτζήδες (ναύτες) τής καπιτάνας κατάλαβαν ότι τούτο
τό καράβι δέν είναι απ' τά δικά τους, μά ξένο καί φωνάζουν:
- "Φούντο μπρέ! Φούντο!"
Ο Κανάρης όμως έχει προβλέψει. Στό κατάρτι του κυματίζει αυστριακή σημαία.
Καί μιά φωνή ακούγεται απ΄τό μπουρλότο ν' αποκρίνεται στούς Τούρκους.
- "Ντέμτσοι! Ντέμτσοι! (Αυστριακοί)"
Τό μπουρλότο όλο καί σιμώνει τήν καπιτάνα. Σέ κάποια στιγμή οι συντρόφοι τού Κανάρη τόν ακούνε
νά μονολογάει:
- "Κωνσταντή, ήρθε η ώρα νά πεθάνεις!"
Ένα δυνατό τρακάρισμα ακούστηκε καί τό μπουρλότο ταρακουνήθηκε. Ήταν τόσο αναπάντεχο πού πολλοί απ' τούς
Τουρκαλάδες δέν προκάνανε νά βασταχτούν καί πέσανε ανάσκελα. Αυτό ήταν. Η πλώρη τού μπουρλότου χτύπησε
μέ τόση δύναμη πού χώθηκε όλη μέσα στή μπουκαπόρτα τής καπιτάνας. Οι Έλληνες μέ πρώτο τόν καπετάνιο τους πετάνε
μέ μιάς τούς γάντζους μέ αλυσίδες καί στά γρήγορα δένουν κολλητά τό μπουρλότο μέ τήν καπιτάνα.
- "Ρίξτε τή σκαμπαβία (βάρκα διαφυγής) στό νερό καί κατεβείτε όλοι σας," προστάζει ο Κωνσταντής.
Ο Κανάρης μέ τόν δαυλό βάζει φωτιά στό μπουρλότο. Φωτιές ξεπετιώνται από παντού καί αρχίζουν νά γλύφουν τά πλάγια
τής καπιτάνας. Ο Κανάρης πηδάει στή βάρκα πού μέ καρδιοχτύπι τόν προσμένουν οι συντρόφοι του.
Οι Τούρκοι σαστισμένοι τρέχουν στήν κουβέρτα τής καπιτάνας ξεφωνίζοντας.
- "Γιαγκίν ! (φωτιά) Ατές γκεμισί! (μπουρλότο). Γκιουρλάρ! (Ρωμιοί)"
Οι Έλληνες στή σκαμπαβία αρχίζουν νά λάμνουν (κωπηλατούν). Μέ δύναμη χτυπάνε τά κουπιά στό νερό.
Στήν καπιτάνα οι φλόγες
στά γρήγορα ξαπλώνονται καί τρώνε ότι βρίσκουν στό δρόμο τους. Τίποτα δέν μπορεί πιά ν' ανακόψει τήν κορωμένη
φωτιά. Λαμπάδιασε από παντού. Άδικα ο Καραλής φοβερίζει τό τσούρμο του νά σβήσει τή φωτιά.
Τά κανόνια τής καπιτάνας
ζεσταίνονται, κοκκινίζουν κι αρχίζουν νά παίρνουν μονάχα τους φωτιά. Τό ένα ύστερ' απ' τό άλλο. Κι έχει
84 κανόνια τό ντελίνι (de ligne) τού καπουδάν πασά!
Πλάϊ στήν καπιτάνα βρέθηκε ένα γαλιόνι. Δέν πρόκανε νά ξεμακρύνη. Απ΄ τήν καπιτάνα αρπάζει φωτιά κι αυτό.
Οι φλόγες σέρνονται καί φθάνουν γρήγορα στήν μπαρουταποθήκη. Ανατινάζεται τό γαλιόνι καί γίνεται αποκαΐδια.
Γλυτωμό δέν έχει πιά τό όμορφο τρικάταρτο ντελίνι.»
Ναυμαχία τών Σπετσών, 8 Σεπτεμβρίου 1822
Mετά τήν πυρπόληση τής ναυαρχίδος στή Χίο καί τό θάνατο τού Καρά Αλή, η Υψηλή Πύλη ετοίμασε νέες ναυτικές
επιχειρήσεις, αλλά αυτή τή φορά υπολόγιζε καί στήν επικουρία τού αιγυπτιακού στόλου.
Τά αιγυπτιακά πλοία ενώθηκαν μέ τά τουρκικά
πλοία στίς αρχές Ιουλίου τού 1822 καί κατευθύνθηκαν πρός τό κεντρικό Αιγαίο, παραπλέοντας τό
μικρό νησί τών Ψαρών. Οι Ψαριανοί ενημέρωσαν αμέσως τούς Υδραίους καί τούς
Σπετσιώτες καί τούς παρότρυναν
νά ετοιμαστούν καί τά τρία νησιά γιά νά αντιμετωπίσουν τόν αντίπαλο μουσουλμανικό στόλο, στόν οποίο
εκτός από τήν Τουρκία συμμετείχαν η Αίγυπτος, η Τύνιδα καί η Αλγερία. Τά μουσουλμανικά κράτη
ανέκαθεν υποστήριζαν τό ένα τό άλλο σέ κάθε περίσταση, σέ αντίθεση μέ τα χριστιανικά κράτη τής Ευρώπης πού
προτιμούσαν νά κάνουν οικονομικούς υπολογισμούς καί δέν δίσταζαν γιά χάρη αυτών τών υπολογισμών
νά αφήνουν στό έλεος τών ασιατών καί αφρικανών εισβολέων τούς ομόθρησκούς τους.
Στό ελληνικό στρατόπεδο, τό μεγάλο πάντα πρόβλημα ήταν η οικονομική δυσπραγία καί η ανικανότητα τής ελληνικής
κυβέρνησης νά καλύψει τίς βασικές δαπάνες γιά τήν κίνηση τού ελληνικού στόλου. Η συντήρηση τών πλοίων
καί η προμήθεια τους μέ πυρομαχικά καί τρόφιμα ήταν δυσβάστακτη γιά τούς προϋπολογισμούς τών τριών ναυτικών
νησιών μας.
Ο ενωμένος τουρκοαιγυπτιακός στόλος περιέπλευσε τήν Πελοπόννησο,
χωρίς νά βοηθήσει τόν Δράμαλη όπως εκείνος υπολόγιζε, καί στίς 20 Ιουλίου 1822 έφθασε στή λιμνοθάλασσα τού Μεσολογγίου.
H προσπάθεια τού καπουδάν πασά νά αποβιβάσει πεζοναύτες
στό Βασιλάδι απέτυχε καί ο στόλος του ελλιμενίσθηκε στό λιμάνι τών Πατρών όπου παρέμεινε άπρακτος.
Η αδράνεια τού εχθρικού στόλου δημιούργησε μέ τή σειρά της βραδύτητα καί στά ελληνικά ναυτικά νησιά, τά οποία
καθυστέρησαν έναν ολόκληρο μήνα γιά νά οργανωθούν καί νά κινήσουν τά πλοία τους.
Στίς 19 Αυγούστου 1822, ο ελληνικός στόλος ειδοποιήθηκε από τίς βαρδιακόστες του (περιπολικά πλοία) ότι η αρμάδα
βρισκόταν στή θάλασσα
τών Κυθήρων καί πλησίαζε στίς Σπέτσες. Η παρουσία τού μουσουλμανικού στόλου τόσο κοντά στίς Σπέτσες
καί τήν Ύδρα προκάλεσε τρομερό πανικό στούς κατοίκους, οι οποίοι άρχισαν νά μεταφέρουν μέ κάθε μέσο τά
γυναικόπαιδα καί τούς γέρους σέ ασφαλέστερα μέρη.
«Περί τάς αρχάς Αυγούστου 1822 εξήλθε τού Ελλησπόντου άπας ο οθωμανικός στόλος, φέρων
διαταγήν τού σουλτάνου νά καταστρέψη όλην τήν Ελλάδα, ιδίως δέ τάς τρείς ναυτικάς νήσους, τών οποίων οι κάτοικοι
είχον τήν αναίδειαν νά καταφλέγωσι τούς στόλους του καί νά καταφρονώσι τήν μεγάλην του εξουσίαν.
Αλλά πρίν ή θέση εις ενέργειαν τούς σκοπούς τούτους ο στόλαρχος Ιβραχίμ πασσάς, διευθύνθη προηγουμένως κατά
τά μεσσηνιακά φρούρια καί τόν Κορινθιακόν κόλπον, όπως εφοδιάση πρώτον τά φρούρια εκείνα καί τό τών Πατρών,
καί ακολούθως νά έλθη καί εις τόν Αργολικόν κόλπον νά καταστρέψη τάς νήσους Σπέτσας καί Ύδραν,
νά επισιτίση τό Ναύπλιον καί νά επιτελέση τή συμπράξει καί τών κατά γήν οθωμανικών στρατών τήν
υποδούλωσιν όλης τής Ελλάδος.
Άμα διεδόθη η είδησις ότι σκοπός κύριος τών οθωμανικών στόλων ήτο νά επιπέσωσι κατά τών δύο ναυτικών νήσων
Σπετσών καί Ύδρας, καί μάλιστα τής πρώτης, φύσει ομαλής καί ευπροσβλήτου, οι Σπετσιώται απέστειλαν τήν 16ην
Ιουλίου, πρεσβείαν τινά εις Ύδραν εκ τών Γεωργίου Ανδρούτσου καί Ανδρέου Χατζή Αναργύρου,
διά νά συνεννοηθώσι
μετά τών προκρίτων τής Ύδρας, εάν εν περιπτώσει ανάγκης, εσυμφώνουν νά μετακομισθώσιν εις Ύδραν αι οικογένειαι
τών Σπετσιωτών, χάριν τής συγκεντρώσεως τών δυνάμεων, φύσει κρημνώδους καί δυσπροσίτου ούσης τής Ύδρας,
νά μείνωσι δέ εις Σπέτσας άνδρες μόνον.
Τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1822, ο εχθρικός στόλος συγκείμενος εξ όλων τών στόλων τού Βυζαντίου
(εννοεί τού ναυστάθμου τής Κωνσταντινούπολης),
τής Αιγύπτου, τής Αλγερίας, τής Τύνιδος καί τής Τριπόλεως τής Βαρβαρίας (Τριπόλεως τής Λιβύης) καί συμποσούμενος εκ πλοίων
μικρών τε καί μεγάλων πλέον τών ενενήκοντα, συμπεριλαμβανομένων καί πολλών αυστριακών φορτηγών,
απροσδοκήτως εφάνη πλέων ανατολικώς τής νήσου τών Σπετσών.
Τά πλοία τών Υδραίων καί Σπετσιωτών, εν οίς καί
δεκατρία πολεμικά καί δύο πυρπολικά ψαριανά εβδομήκοντα άπαντα συμποσούμενα, συμπεριλαμβανομένων καί
δέκα πυρπολικών, περιέπλεον μεταξύ τών τριών νήσων Καϊμένης (Βελοπούλα), Πετσοπούλας (Σπετσοπούλα) καί Τρίκερης,
ως αγνοούντα
τήν κυρίως πρόθεσιν τού εχθρού, ότε δέ είδον ότι ο εχθρικός στόλος διευθύνετο πρός τόν μεταξύ Σπετσών καί Ερμιονίδος
πορθμόν, εζήτουν νά πλησιάσωσιν εις τάς νήσους Σπετσών καί Ύδρας.
Ο εχθρικός στόλος, τοσούτον ισχυρός καί πολυάριθμος έχων τόν πελάγιον άνεμον ούριον καί ών προσήνεμος, κατέρχεται
τήν ημέραν εκείνην, ήτοι τήν 8ην Σεπτεμβρίου 1822, μέ όλην τήν εν τή πρώτη ορμή τών Τούρκων συνήθη θρασύτητα,
τών μέν εκ τών πλοίων του προπορευομένων, τών δέ ακολουθούντων, διευθυνόμενος πρός τό μεταξύ Πετσοπούλας
καί Τρίκερης στόμιον τού πορθμού τών Σπετσών, ο δέ ελληνικός στόλος καί ως υπήνεμος καί ως διεσπαρμένος
δέν ηδύνατο νά κρατήση μάχην, αγνοών δέ άν ο εχθρός εσκόπευε νά διέλθη τώ όντι, ως εδείκνυε διά τού πορθμού
τών Σπετσών, ή παραλλάσων τήν νήσον τής Τρίκερης, νά στραφή πρός τήν Ύδραν.»
Στίς 8 Σεπτεμβρίου 1822, η τουρκική αρμάδα κατευθύνθηκε πρός τίς Σπέτσες. Ο
ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης είχε στή διάθεσή του 60 πλοία, πολύ
μικρότερα σέ μέγεθος καί σέ δύναμη πυρός από τά 90 πλοία τού μουσουλμανικού στόλου. Διέταξε τά πλοία του νά
παραταχθούν μέσα στόν πορθμό Σπετσών καί Αργολίδας, όπου θά μπορούσαν ευκολώτερα νά αντιμετωπίσουν
τά πλοία τού εχθρού στή στενή αυτή λωρίδα τής θάλασσας. Οι Έλληνες είχαν ετοιμάσει μεγάλο αριθμό πυρπολικών
σκαφών, τά οποία σχεδίαζαν νά χρησιμοποιήσουν σέ περίπτωση πού ο αντίπαλος στόλος επιχειρούσε είσοδο στόν κόλπο
τού Ναυπλίου. Τά σπετσιώτικα πυρπολικά ήταν τού Αναστάση Ανδρούτσου, τού Ηλία Μπάμπα, τού Δημητράκη Λαζάρου,
τού Γεωργάκη Κούτζη, τού Γεωργάκη Νικολού, ενώ άλλα τόσα είχε ετοιμάσει καί η Ύδρα.
Τέσσερα όμως πλοία πού έπλεαν ανατολικότερα, τού
Αντωνίου Κριεζή, τού Ανάργυρου Λεμπέση, τού
Λεονάρδου Θεοδωρή καί τού Λάζαρου Παναγιώτα, από κακή συνεννόηση βρέθηκαν ανάμεσα στά τουρκικά πλοία
καί ξεκίνησαν νωρίτερα τή
ναυμαχία μέ τόν εχθρό. Ο Αντώνιος Κριεζής άρχισε πρώτος τόν κανονιοβολισμό καί βρέθηκε νά πλέει μέσα
στήν καρδιά τού εχθρικού στόλου πολεμώντας ένθεν και κείθεν. Κρυμμένος μέσα στόν πυκνό καπνό πού
δημιουργούσαν οι ομοβροντίες τών κανονιών κατάφερε νά ναυμαχήσει μέ τά πολυάριθμα εχθρικά πλοία χωρίς νά
υποστεί σημαντικές ζημιές.
«Ο Μιαούλης, λαβών τήν διεύθυνσιν τών ελληνικών πλοίων, έδωκεν εις τούς πλοιάρχους τής
μάχης τό σχέδιον, τό οποίον παραδεχθέντες ούτοι, κατέταξαν κατ' αυτό τά πλοία των ούτως. Δεκαοκτώ ελληνικά πλοία
καί έξ πυρπολικά διηρέθησαν εις τρείς σειράς εν είδει κλίμακος, καί ετέθησαν μεταξύ τού πορθμού τών Πετσών
κατέμπροσθεν τής χώρας, εις τρόπον ώςε έξ (ώστε έξι) μόνα τούτων εδύναντο νά πολεμώσιν εις ένα καί τόν αυτόν καιρόν, καί οι
Τούρκοι ηναγκάζοντο νά βιάσουν τάς τρείς αυτάς σειράς πρίν φθάσουν εις Ναύπλιον.
Έτερον τού ελληνικού ςόλου μέρος διωρίσθη νά υποκριθή, ότι καταδιώκεται από τόν εχθρόν, καί νά τόν τραβήξη
εν τώ μέσω τών νήσων, όπου οι Έλληνες διά τήν ςενότητα εδύναντο κάλλιον νά μεταχειρισθώσι τά πυρπολικά, καί
νά κυβερνήσουν περιδεξίως τά πλοία των εις τρόπον, ώςε νά περάσουν απ' άνεμον τών νήσων διά νά περικυκλώσουν τό
άλλο τού εχθρού μέρος μεταξύ δύο πυροβολημάτων. Τοιουτοτρόπως έν μέρος τού εχθρικού ςόλου προσέβαλε τά πρός
τόν πορθμόν τοποθετημένα ελληνικά πλοία, καί άλλο ηκολούθησε τά πρός τάς νήσους διευθυνόμενα.
Έν τών πυρπολικών, από τόν Πιππίνον διευθυνόμενον, εκόλλησεν εις τήν πρύμνην ενός εχθρικού βρικίου, καί ως πενήντα
αυτού άνθρωποι επήδησαν εντός τού πυρπολικού, καί επρόφθασαν νά τό ξεκολλήσουν από τό βρίκιον, αλλ' αυξηθέντος
τού πυρός, όλοι αυτοί εκάησαν καί επνίγησαν. Εκ τού πληρώματος τού πυρπολικού τούτου επληγώθησαν δύο ναύται καί
άλλοι δύο εκ τών τού πλοιάρχου Αντωνίου Κριεζή.
Εν τώ μεταξύ δέ τούτω η μάχη εγένετο πεισματώδης εξ αμφοτέρων τών μερών, καί τά επί τής νήσου Πετσών κανονοςάσια
επυροβόλουν ωσαύτως κατά τού εχθρού. Οι κάτοικοι όλοι τής Ύδρας είχαν καταβή πρός τό κατά τό μέρος εκείνο
παράλιον, καί επερίμεναν ανυπομόνως νά ίδωσι τής ναυμαχίας αυτής τήν έκβασιν, εκ τής οποίας εκρεμάτο η τύχη τής
Ελλάδος. Μετά δέ εξάωρον ακατάπαυςον μάχην μή δυνάμενοι οι Τούρκοι νά βιάσωσι τήν είσοδον ετραβήχθησαν.
Τήν 13ην Σεπτεμβρίου 1822, ο εχθρός επροσπάθη λοξοδρομών νά εξέλθη τού κόλπου, παραίτησεν έν βρίκιον, τό οποίον
δέν εδύνατο ως αργοκίνητον ν' ακολουθήση τόν ςόλον, καί τό έκαυσαν οι Έλληνες. Διευθυνταί τών δύο πυρπολικών
τούτων ήσαν οι Υδραίοι Γεώργιος Τσερεμές καί Λεονάρδος Θεοδωρή. Τήν δέ 15ην ευρισκόμενος ο εχθρικός ςόλος
έξωθεν τών νήσων, καί θεωρών αδύνατον πλέον νά δώση εις τό Ναύπλιον βοήθειαν καμμίαν καί τελευταίον όλα τά
υπέρ αυτού σχέδια του ματαιωμένα, απελπισθείς, απεφάσισε νά φύγη διά Κωνςαντινούπολιν, διό καί επιτυχών βοηθού
ανέμου, πνέοντος εκ μέρους τής Ύδρας, εξηκολούθει νά φεύγη, ο δέ ελληνικός ακολουθών αυτόν, τόν επυροβολούσε
φεύγοντα έως τό εσπέρας.»
Η ναυμαχία τών Σπετσών ξεκίνησε τυχαία καί όχι σύμφωνα μέ τόν σχεδιασμό τού Μιαούλη πού ήθελε
νά παρασύρει τά πλοία τών μουσουλμάνων στόν στενό πορθμό τών Σπετσών, όπου θά ήταν εύκολος στόχος
γιά τά κανόνια πού είχαν στήσει στά παράλια τού νησιού ο
Χατζηγιάννης Μέξης, ο Ιωάννης Κούτσης,
ο Νικόλαος Αδριανός καί ο Αναστάσιος Ανδρούτσος.
Η ναυμαχία εξακολουθούσε χωρίς οι αντίπαλοι εκατέρωθεν νά υποστούν σημαντικές ζημιές. Τά πυρπολικά ήταν
εκείνα πού ανάγκασαν τόν οθωμανικό στόλο νά χαλάσει τίς γραμμές του, αφού μόνο μέ τήν εμφάνισή τους
προξένησαν τόν τρόμο στούς μουσουλμάνους πλοιάρχους.
Κατά τό δειλινό, μοίρα αφρικανικών πλοίων έριξε μερικά υδραϊκά πλοία στά βράχια τού νησιού Δοκός.
Τότε ο Πιπίνος έριξε τό πυρπολικό του σέ ένα αλγερινό μπρίκι, μέ αποτέλεσμα νά υποχωρήσουν τά υπόλοιπα
εχθρικά καί νά σωθούν τά ελληνικά πλοία πρός τήν παραλία τής Ερμιόνιδας.
Σέ μία άλλη προσπάθεια τού εχθρού νά πλεύσει πρός τό Ναύπλιο, ενώθηκαν τά πλοία τών Λεμπέση,
Κριεζή, Σαχτούρη,
Χατζη - Ανάργυρου, Παναγιώτα, Τσούπα, Ράφτη καί Δημήτρη Μιαούλη καί τού εμπόδισαν τήν είσοδο.
Ο Κοσμάς Μπαρμπάτσης ξεκίνησε από τά κανονιοστάσια τών Σπετσών καί επιχείρησε νά
προσεγγίσει τήν τουρκική ναυαρχίδα, η οποία βρισκόταν στό κέντρο τής εχθρικής παρατάξεως. Μόλις ο Τούρκος
ναύαρχος αντιλήφθηκε ότι επρόκειτω περί πυρπολικού, ετράπη σέ φυγή, παρασύροντας καί τά υπόλοιπα πλοία μαζί του.
«Τούτων δέ γενομένων εξέπλευσε τή 7η Σεπτεμβρίου 1822 ηνωμένος ο τρινήσιος στόλος
πρός αντίκρουσιν τού πρσδοκωμένου εχθρού από μεσημβρίας καί έπλεε κατ' αυτού. Νυκτός δ' επελθούσης, ανηγγέλθη
ως αντιμέτωπος αυτώ φερόμενος, διό ανακρουσάμενα πρύμναν τά ελληνικά σκάφη όπως αρμοδιώτερον εκάστη μοίρα ο
πνέων άνεμος επέτρεπεν, εφέροντο πρός τόν πορθμόν τών Σπετσών, αυτόθι διανοούμενα νά προσβάλωσι τόν οθωμανικόν
στόλον, κωλύοντες αυτώ τήν διέκπλευσιν, καί τήν πρός τό Ναύπλιον είσοδόν του, όπερ εσκόπει.
Ανατειλάσης δέ τής 8ης τού μηνός Σεπτεμβρίου 1822 εκ τών ελληνικών πλοίων ευρέθησαν τά μέν υδραϊκά από τής νήσου
τής Τρίκερης παραπλεόντα μέχρι Δοκού, τά δέ τών Σπετσών πρός νότον τής Σπετσοπούλας παραλλάσσοντα, τής τών
Ψαρών μοίρας ουχί πολύ απέχουσης τούτων. Ο δέ εχθρικός στόλος συγκείμενος εκ περίπου ογδοήκοντα πολεμικών
σκαφών, ήτοι έξ δικρότων, δεκαέξ φρεγατών, έξ κορβετών, μιάς γολέτας καί πεντήκοντα βρικίων, υπό στόλαρχον
τόν Ιβραήμ πασάν, πρώην τοπτζίπασην (αρχηγό πυροβολικού) καί τόν υπό τήν οδηγίαν αυτού ωμότατον ναύαρχον Καρά
Αλήν, εκ μετεώρου πελάγους φερόμενος ωφελήθη τής επιπνευσάσης αυτώ έωθεν ουρίας αύρας τού Καικίου
(θεός τού βορειανατολικού ανέμου ή γρέγου) καί πήγαινε πανίστιος εις τόν πορθμόν τής νήσου τών Σπετσών.
Πλήν αλλά, μόλις επλησίασε περί τά Τρίκρανα (Τρίκερη), ο εκεί λαχών Αντώνιος Κριεζής Υδραιώτης, τόν χαιρετά μέ
τόν πρέποντα κανονιοβολισμόν ανακωχεύσας τό πλοίον του, καί ούτω τό σύνθημα τής προσβολής μεταδίδεται
ακαρεί τοίς παραπλέουσι συναδέλφους του.
Ήτο όντως εξαίσιον τό θέαμα τήν ημέραν εκείνην! Ο τρινήσιος στόλος εντός τού πορθμού τής νήσου τών Σπετσών είχε
περιζώσει τήν κραταιοτέραν ναυτικήν τών Οσμανιδών δύναμιν, ήτις πρόθεσιν είχε νά εισδύσει εις τήν Αργολικήν καί
επιτροφοδοτήση τούς εγκλείστους εις τό
φρούριον τής Ναυπλίας ομοφύλους αυτών, αλλ' οι ηγήτορες νησιώται
αμφισβητούσιν αυτοίς τήν δίοδον.
Άμα δέ συνεσπειρώθη όλη η ελληνική ναυτική δύναμις δεξιά καί αριστερά τού οθωμανικού στόλου, μετήλλαξεν ούτος
πορείαν. Αντί νά προβή, ως εσκόπευε καί ο άνεμος τόν εβοήθει, ανακωχεύει εντός τού πορθμού τών Σπετσών καθ' όλην
αυτού τήν έκτασιν καί αντιπυροβολεί. Πυροβολείται κύκλωθεν από τά ελληνικά σκάφη, εκπέμπονται κατ' αυτού
ζωηραί αι σφαιροβολαί καί αι μύδροι εκ τών παραλίων κανονιοστασίων τής νήσου τών Σπετσών, πρός δέ καί τών
τής απέναντι ακτής, είχον καταβή επίκουροι εις τούς πυροβολιστάς καί οι Κρανιδιώται ένοπλοι.
Επί τέλους, δείλης οψίας γενομένης, τού δέ αγώνος κορυφωθέντος, εξορμά τού λιμένος τής νήσου τών
Σπετσών ο Κοσμάς
Μπαρμπάτσης μέ τό πυρπολικόν του, συνοδευόμενος υπό τών παρακελεύσεων τού ευπατρίδου πρεσβύτου
Χατζή Ιωάννου Μέξη, όστις διά τού ιδίου του στήθους επάλαιε τήν στιγμήν ταύτην κατά τού εχθρού
εκ τών πρό τού
λιμένος κανονιοστασίων μετά τών περί αυτόν ευρεθέντων οικείων, τού υιού του Νικολάου, τού γαμβρού του Ιωάννου
Κούτση καί άλλων λογάδων, επικαλουμένου δέ στεντορείως Πατρίδα, Θρησκεία καί Τιμήν, καί ο πυρπολητής
εφορμά εις τό κέντρον τής οθωμανικής δυνάμεως, όπου τεταγμένη ήν η ναυαρχίς, αλλ' αύτη δίδει τά σημεία τής
υποχωρήσεως.»
Τίς επόμενες ημέρες, ο καπουδάν πασάς προσπάθησε νά επαναλάβει τήν επιχείρηση καταστροφής τών Σπετσών
καί ανεφοδιασμού τού Ναυπλίου. Λόγω όμως τής νηνεμίας καί τής συνεχούς παρενόχλησης από τόν ελληνικό
στόλο η κίνηση τών πλοίων του ήταν αδύνατη. Στίς 12 Σεπτεμβρίου 1822, τόν ειδοποίησε ένας Γάλλος πλοίαρχος
νά μήν ριψοκινδυνεύσει νά πλεύσει πρός τόν Αργολικό κόλπο διότι εκεί τόν περίμεναν πολλά πυρπολικά καί έτσι ο
Τούρκος ναύαρχος προσπάθησε μόνο νά στείλει ένα αυστριακό φορτηγό γεμάτο μέ τρόφιμα πρός τούς αποκλεισμένους
Τούρκους τού Ναυπλίου.
Ο Ανδρέας Μιαούλης πού διαρκώς παρατηρούσε τίς κινήσεις τού αντιπάλου στόλου έστειλε πίσω από τό αυστριακό
φορτηγό δύο ελληνικά μπρίκια τά οποία τό συνέλαβαν καί τό
οδήγησαν στήν Ύδρα μαζί μέ τό πλήρωμά του. Από τόν καπετάνιο τού συλληφθέντος πλοίου, ο Μιαούλης
πληροφορήθηκε ότι οι Τούρκοι έτρεφαν
μεγάλο φόβο γιά τά μπουρλότα, ενώ στόν τουρκικό στόλο επικρατούσε ανοιχτή πλέον διαφωνία μεταξύ
τών καπεταναίων καί τού καπουδάν πασά.
Από έρευνα στό αυστριακό φορτηγό πλοίο ανακαλύφθησαν δύο Τούρκοι καί τρείς επιστολές τού καπετάν πασά πρός τόν φρούραρχο
τού Ναυπλίου. Μέ τίς επιστολές αυτές ο Τούρκος αρχηγός τού στόλου προέτρεπε τούς αποκλεισμένους
νά μήν παραδώσουν τό κάστρο, αφού ο "ανίκητος" στόλος
τού σουλτάνου μέ τή βοήθεια τού αγίου προφήτη είχε καταστρέψει τό μισό στόλο τών απίστων Ρωμιών, ο
υψηλότατος εξουσιαστής Ομέρ πασσάς Βρυώνης είχε κυριεύσει τό Μεσολόγγι καί ο άλλος υψηλότατος Χουρσίτ
πασάς κατέβαινε πρός τό Μωριά μέ άπειρο πλήθος στρατιωτών!
Ο Τούρκος ναύαρχος αράδιασε ένα σωρό ψέματα γιά νά δικαιολογήσει τήν απραξία του.
Προσέθεσε ακόμα ότι τά μεγάλα πλοία του δέν μπορούσαν νά πλεύσουν στά ρηχά ύδατα τού κόλπου τού Ναυπλίου
καί γι' αυτό τούς έστελνε πλοία μέ τρόφιμα καί άλλες προμήθειες.
Τελικώς ο "ανίκητος" οθωμανικός στόλος απέπλευσε άρον άρον γιά
τήν Κρήτη καί τήν ασφάλεια τού όρμου τής Σούδας, χωρίς νά μπορέσει νά πραγματοποιήσει κανέναν από
τούς στόχους του.
«Καπετάν Αντώνης Κριεζής
Γιός τού προεστού καραβοκύρη Γιώργη Κριεζή ήταν ο Αντώνης, πού γεννήθηκε στήν Ύδρα στά 1796. Έμαθε μερικά
γράμματα, μά η θάλασσα από μικρό τόν τραβούσε, όπως τά πιό πολλά Υδραιόπουλα. Στά δεκαπέντε του έμοιαζε γιά
πιό μεγάλος γιατί ήταν γεροδεμένος καί ανοιχτόπλατος. Ο πατέρας του τόν έβαλε νά ξενοδουλέψη πρώτα σέ συγγενικό
καράβι γιά νά μάθη. Ύστερα τού έδωσε τή δική τους τή νάβα, τήν "Αγία Τριάδα" νά τήν κυβερνήση μέ γραμματικό
τόν εφτά χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, τό Γιάννη.
Άρχισαν τό θαλασσεμπόριο καί μακροταξίδευαν. Σέ ένα απ' τά ταξίδια τους, έξω από τή Σαρδηνία, τούς ρίχτηκαν
Αλγερινοί κουρσάροι μέ αρχηγό τόν Μεχμέτ Χαφούζ. Ο καπετάν Αντώνης μέ τούς συντρόφους του πάλεψαν άγρια γιά
νά ξεμακρύνουν τούς κουρσάρους, μά δέν τά κατάφεραν. Ο Μεχμέτ Χαφούζ έφερε τά δύο αδέλφια στό Αλγέρι καί τούς
έριξε στό κάτεργο. Στό μεταξύ ο Αντώνης καί ο Γιάννης είπαν ποιός ήταν ο πατέρας τους.
Τό έμαθε αυτό κι ο μπέης στό
Αλγέρι. Κατάλαβε πώς ο Υδραίος καραβοκύρης Κριεζής θά έδινε πολλά γιά τά παιδιά του.
Μιά μέρα οι Αλγερινοί κρέμασαν δεκαοχτώ Γραικούς. Μέ θλίψη καί συλλογισμένος ο Αντώνης κοίταζε τά κουφάρια τους.
Τόν είδε κάποιος Αλγερίνος καί τού λέει.
- "Τί τούς τηράς βρέ γκιαούρ. Αύριο καί λόγου σου θά έχης τήν ίδια τύχη μέ δ' αύτους".
Ύστερα ο καπουδάν πασάς πρόσταξε καί τούς άφησαν ελεύθερους καί έπειτα από τρία χρόνια δούλοι στό Αλγέρι,
γύρισαν στό νησί τους. Τώρα έπρεπε ν' αρχίσουν απ' τό τίποτα. Ο πρωτοξάδερφός τους καί αυτός Αντώνης
τέλειωνε στούς ταρσανάδες τού νησιού ένα καινούργιο μπρίκι πού τού είχε δώσει τό όνομα "Επαμεινώνδας".
Σ' αυτό έβαλε όλες τίς οικονομίες του ο δικός μας Αντώνης καί γίνηκε συνεταίρος στό καράβι του.
Μέ τίς πρώτες επαναστατικές ντουφεκιές, ο Αντώνης Κριεζής μπαίνει στή διάθεση τού ξεσηκωμού. Τόν Μάϊο τού
1821 οι δύο Αντώνηδες μέ τόν "Επαμεινώνδα" ακολουθάνε τά υδραίικα καράβια μέ ναύαρχο ακόμα τόν Γιακουμάκη
Τομπάζη. Τότε πού ο Παπανικολής κόλλησε τό μπουρλότο του στό τούρκικο ντελίνι στήν Ερεσσό. Τόν Ιούλιο,
ακολουθάει πάλι τά υδραίικα καράβια στή Σάμο καί στά απέναντι ακρογιάλια κάψανε εννιά τούρκικα καράβια
πού ήταν νά ξεμπαρκάρουν ασκέρια στή Σάμο.
Τό 1822 αποτραβιέται ο ξάδελφός του καί δίνει τό καράβι στόν Αντώνη νά συνεχίσει. Τό Φλεβάρη τού 1822,
ακολουθάει τόν Μιαούλη στήν Πάτρα. Τή χρονιά τούτη αρραβωνιάζεται ο Αντώνης τήν κόρη τού μπέη τής Ύδρας
Βούλγαρη, κι οι γάμοι τους γίνονται σέ δύο χρόνια.
Τό Σεπτέμβρη τού ίδιου χρόνου, βάζει πλώρη ο τούρκικος στόλος γιά τ' Ανάπλι νά τό τροφοδοτήση καί νά χτυπήση
τίς Σπέτσες. Ο Μιαούλης ήθελε μέ τή μικρή δύναμη πού είχε νά χτυπήση τήν αρμάδα μ' όλα μαζί τά καράβια του.
Μά οι Τούρκοι ανάγκασαν τούς Έλληνες νά χωριστούν στά δυό. Μερικά καράβια μέ τόν Αντώνη Κριεζή βρέθηκαν
στό νησάκι Δοκό κατά τό γραίγο (βορειοανατολικά) καί άλλα μέ τό ναύαρχο στόν πουνέντε (δυτικά). Ο Μιαούλης
έκανε σήμα στά καράβια νά τόν ακολουθήσουν.
Ο Κριεζής παραξήγησε τό σήμα καί μέ τό μπρίκι του ρίχνεται στήν αρμάδα. Τόν ακολουθάει μέ μιάς ο
Σπετσιώτης Ανάργυρος Λεμπέσης μέ τή ναβέτα του κι από κοντά μέ τό μπουρλότο του ο Λεονάρδος Θοδωρής. Ο καπετάν
Αντώνης τά βάζει μέ τέσσερες τούρκικες φρεγάτες καί τίς χτυπάει μέ τά κανόνια του. Τούς κάνει αρκετές ζημιές.
Η θαλασσομάχη απλώνεται.»
Οι Ευρωπαίοι πλοίαρχοι μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο βοηθούσαν τή μεγάλη μουσουλμανική αρμάδα. Ο Βιελλά, ο
αρχηγός τής γαλλικής μοίρας, είχε γίνει ήρωας δραματικών επεισοδίων πού είχαν λάβει χώρα στήν Ύδρα, όταν
πολεμούσε ήδη ο ενωμένος μουσουλμανικός στόλος εναντίον τού τρινήσιου στόλου στόν Αργοσαρωνικό κόλπο.
Ο Γάλλος διοικητής τής ναυτικής μοίρας βομβάρδισε τό λιμάνι τής Ύδρας σκοτώνοντας
μία έγκυο γυναίκα, επειδή θεώρησε ότι οι
Έλληνες έπρεπε νά πληρώσουν 35000 γρόσια, ως αποζημίωση γιά τό φορτίο ενός γαλλικού πλοίου πού είχαν
κατασχέσει καί τό οποίο προοριζόταν γιά τόν εφοδιασμό τού τουρκικού στρατού. Τελικά οι Έλληνες τού
υποσχέθηκαν ότι θά τού καταβάλουν τό ποσό αμέσως μετά τό τέλος τής ναυμαχίας.
Οι προσπάθειες ανεφοδιασμού τών Τούρκων τού Ναυπλίου από τά χριστιανικά πλοία τής Ευρώπης
συνεχίστηκαν. Στίς 24 Σεπτεμβρίου 1822, οι Σπετσιώτες εμπόδισαν ακόμα δύο αγγλικά πλοία
νά προσεγγίσουν τούς αποκλεισμένους Τούρκους, ενώ τά αυστριακά καί τά γαλλικά
πλοία αναγκάστηκαν νά αποχωρήσουν καί νά μεταφέρουν τά εφόδιά τους στούς Τούρκους τής Κρήτης.
Μαντώ Μαυρογένους (1796-1840)
Τήν 8η Οκτωβρίου 1822, ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε από τήν Κρήτη γιά νά επιστρέψει στήν Κωνσταντινούπολη.
Περνώντας ανάμεσα από τά νησιά τών Κυκλάδων αγκυροβόλησε
στό λιμάνι τής Σύρου, όπου οι Έλληνες καθολικοί κάτοικοι
έσπευσαν νά προσκυνήσουν, απορρίπτοντας τήν πρόταση τών Ορθοδόξων συμπολιτών τους
νά πολεμήσουν τόν κοινό εχθρό. Τήν ίδια ημέρα δύο αλγερινά μπρίκια προχώρησαν μέ αργό ρυθμό
πρός τήν παραλία τής Μυκόνου. Εκεί όμως δέν υπήρχαν φραγκεμένοι Έλληνες, αλλά υπήρχαν Έλληνες πού κράτησαν
τήν ορθοδοξη πίστη τους στό πέρασμα τών αιώνων καί ήταν αποφασισμένοι νά πολεμήσουν τόν Αγαρηνό.
Στή Μύκονο υπήρχε καί η Μαντώ Μαυρογένους.
Μόλις φάνηκαν τά εχθρικά πλοία στόν ορίζοντα τής Μυκόνου, άρχισαν νά κτυπούν οι καμπάνες τών εκκλησιών μέ αποτέλεσμα
νά συρρεύσουν στό λιμάνι εκατοντάδες Μυκονιάτες. Από εκεί παρατήρησαν τίς βάρκες πού κατέβηκαν
από τά εχθρικά μπρίκια καί μετέφεραν ένοπλους Αλγερινούς σέ μία ακτή μακρυά από τό λιμάνι.
Η πρόθεση τών Αλγερινών ήταν η αρπαγή τροφίμων, γυναικών καί η λεηλασία.
Οι Μυκονιάτες, από τόν καιρό ακόμα τού
Μπαρμπαρόσα, γνώριζαν τούς Αλγερινούς πειρατές καί τούς έτρεμαν αφού οι ληστές τής θάλασσας ανέκαθεν
αποτελούσαν μάστιγα γιά όλα τά νησιά τού Αιγαίου Πελάγους. Τώρα όμως ήταν αποφασισμένοι
νά κτυπήσουν τούς ληστές, οι οποίοι βγήκαν στήν παραλία μέ τίς γυμνές χατζάρες καί τά βραχύκαννα τρομπόνια τους.
Η Μαντώ (Μαγδαληνή) Μαυρογένους ήταν η πρώτη πού εμψύχωσε τούς κατοίκους τής Μυκόνου
καί τούς προέτρεψε νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Οι άνδρες τού νησιού, βλέποντας
μία νεαρή καί όμορφη γυναίκα νά ηγείται τού αγώνα, έσπευσαν νά τήν μιμηθούν.
«Η Μαντώ είναι ο ωραιότερος καρπός τού δοξασμένου δένδρου τών Μαυρογένηδων, μιάς από
τίς ιστορικώτερες οικογένειες τού Φαναρίου, μιάς ολόκληρης μπορούμε νά πούμε βυζαντινής δυναστείας, πού εσυγγένευε
καί μέ τό δούκα καί ναύαρχο τής Βενετίας Φραγκίσκο Μοροζίνη (θεωρείται ότι είχε ελληνικές ρίζες).
Η αρχική τους καταγωγή, κρατούσε από τήν Εύβοια.
Κατά τό 1672 ο βεζύρης τής Χαλκίδος τούς εδήμευσε τήν περιουσία τους αποτελούμενη από απέραντα τσιφλίκια.
Από εκεί κατέφυγαν στήν Κωνσταντινούπολη, όπου ο πρώτος Μαυρογένης εξελέγη Ναυτικός Διερμηνεύς τής Πύλης.
Οι περισσότεροι τών Μαυρογένηδων ήταν μεγάλοι τιτλούχοι διωρισμένοι από τήν Υψηλή Πύλη επί ένα σχεδόν αιώνα
ως ηγεμόνες ή βοεβόδες. Τήν τιμή αυτή οι περισσότεροι τήν πλήρωσαν μέ τή ζωή τους.
Η Μαντώ είναι κόρη τού Νικολάου Δημ. Μαυρογένη, εξοχωτάτου Σπαθάρη καί ανεψιού τού μεγάλου Οσποδάρου,
ηγεμόνος τής Μολδοβλαχίας, γνωστού στήν ιστορία γιά τήν πολιτική καί τή στρατηγική του αξία, γιά τά πατριωτικά του
ευεργετήματα καί γιά τόν αποκεφαλισμό του στή Βελίνα τής Βουλγαρίας επί Σελίμ τού Γ' τό 1790, ύστερα από ένδεκα
έτη εντιμότατης υπηρεσίας στήν Αυλή Βλαχίας καί Μολδαυΐας.
Μετά τήν πτώση τού μεγάλου Οσποδάρου (ηγεμόνα) τής Μολδοβλαχίας καί τόν τραγικό του αποκεφαλισμό, ο πατέρας τής
Μαντώς, φοβούμενος τήν έχθρα τού τρομερού μεγάλου βεζύρη Ρουχτσουκλή Χασάν πασσά, κατεφεύγει στήν Βιέννη
γιά νά σώση τό κεφάλι του. Εκεί όμως αισθάνεται μίαν ανελεύθερη ατμόσφαιρα νά τόν περιβάλλη, γεμάτη σκευωρίες
από τήν αυστριακή πολιτική. Κατεβαίνει τό 1792 στήν Τεργέστη όπου ήταν τότε ακμάζουσα ελληνική παροικία καί
εγκαθίσταται μέ τήν οικογένειά του. Εκεί επιδίδεται στό εμπόριο. Παρ' όλο πού οι Τούρκοι τού έχουν δημεύσει αρκετό
μέρος τής περιουσίας του, ο Νικόλαος Μαυρογένης είναι πλουσιώτατος. Κατέχει σπίτια στή Χίο, στή Σμύρνη, στήν
Αγία Πετρούπολη καθώς καί μεγάλα κτήματα στήν Πάρο καί στή Μύκονο.
Στήν Τεργέστη είχε τότε τή βάση τών πολεμικών επιχειρήσεων ο θαλασσομάχος Λάμπρος Κατσώνης.
Ο Νικόλαος
Μαυρογένης μυστικά τόν δανείζει 20000 γρόσια καθώς αναφέρουν τά εμπορικά του βιβλία. Ο πρώην σπαθάρης φροντίζει
συγχρόνως νά δώση εγκυκλοπαιδική μόρφωση στά παιδιά του. Έχει τρείς γυιούς καί δύο θυγατέρες από τό γάμο του
μέ τή Μυκονιάτισσα αρχόντισσα, σπαρτιατικής καταγωγής, τή Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γυναίκα γλωσσομαθή πού τού
κρατάει τά εμπορικά του κατάστιχα.
Η Μαντώ είναι η μικρότερη κόρη τους. Πολύ νωρίς οι καθηγηταί της θαυμάζουν ανεπιφύλακτα τήν πνευματική της υπεροχή
καί τή βαθυστόχαστη σκέψη της. Από τά 13 της χρόνια είναι θρεμμένη μέ τά τραγούδια τού Ρήγα, μέ τούς στίχους τού
Σέλλεϋ, μέ τίς ζωντανές παραδόσεις τού εθνικού καί τού οικογενειακού της μαρτυρολογίου. Παρευρίσκεται στίς
συνελεύσεις τών Ελλήνων πού συγκεντρώνονται στό σπίτι τού πατέρα της. Έχει εξαιρετική μόρφωση. Μιλά άπταιστα
τή μητρική της γλώσσα, τήν ιταλική, τή γαλλική καί τήν τουρκική.
Κατά τό 1812 βρίσκουμε τή Μαντώ στήν Τήνο όπου είχε εγκατασταθή καί ένας της αδελφός ο Γεώργιος Μαυρογένης.
Μένει κοντά σ' έναν σεβάσμιο ιερέα καί συγγενή της, τόν παπά Μαύρο. Ο πατέρας της πεθαίνει από δηλητηρίαση καί η
Μαντώ μένει πολύ νωρίς ορφανή. Ο παπά Μαύρος τής παραστέκει σάν φιλόστοργος πατέρας. Επιμελείται τήν
ανατροφή της, τής αναπτύσσει τό θρησκευτικό μαζί μέ τό πατριωτικό της αίσθημα.
Στή γαλήνια εκείνη γωνιά τού Αιγαίου, φθάνουν όπως χρόνια τώρα κάθε ημέρα,
τά θλιβερά μαντάτα γιά διωγμούς, σφαγές, προδοσίες,
γιά τά πάνδεινα μαρτύρια τών Χριστιανών. Καί η Μαντώ χύνει πύρινα δάκρυα, σάν άλλη Μαντώ, προφητική θυγατέρα τού
Τειρεσίου, πού από τό πολύ της κλάμμα γιά τή δυστυχία τής πατρίδας της, γέμισε καθώς λέει ο θρύλος μία λίμνη
δάκρυα στή Μικρασία.»
Η Μαντώ Μαυρογένους είχε γεννηθεί στήν Trieste (Τεργέστη) τό 1796. Στήν
ιταλική αυτή πόλη ήταν εγκατεστημένος ο
πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, ο οποίος έλκυε τήν καταγωγή του από τό
Φανάρι τής Πόλης.
Ο θείος καί συνονόματος τού πατέρα της Νικόλαος Μαυρογένης είχε διατελέσει δραγουμάνος τού
οθωμανικού στόλου καί ηγεμόνας τής Μολδοβλαχίας. Τό 1770 είχε συνοδεύσει τό ναύαρχο Τζεζάρλη Χασάν πασά μέ τό
στόλο του πού είχε εκστρατεύσει στήν Πελοπόννησο γιά νά καταστείλει τήν
επανάσταση τών ορλωφικών.
Στίς παραμονές τού αγώνα, η θυγατέρα τού Μαυρογένη βρισκόταν στήν Τήνο μέ τόν πνευματικό της
πατέρα τόν Φιλικό παπα - Μαύρο,
ο οποίος τήν μύησε στό μυστικό τής Φιλικής Εταιρίας. Στή συνέχεια μετακόμισε στή Μύκονο,
όπου άναψε τή φωτιά
τής επανάστασης στό νησί μέ τούς πύρινους λόγους της αλλά κυρίως μέ τήν μεγάλη περιουσία της. Η Μαντώ
θά διέθετε εξ ολοκλήρου τήν περιουσία της γιά τίς ανάγκες τού αγώνα, μισθώνοντας αμέσως
μέ τήν κήρυξη τής επανάστασης, δύο τσερνίκια μέ πεζοναύτες καί
κανόνια. Οι καπετάνιοι τών πλοίων Νικοκλής καί Αζορβάς ενώθηκαν μέ τό στόλο τού Τομπάζη από τήν πρώτη κιόλας
εξόρμηση τού ελληνικού στόλου.
Τό 1822, η Μαντώ από τήν πώληση τών κοσμημάτων της εξόπλισε ακόμη ένα μπρίκι τού Μαρκάκη Νιόρδου μέ πλήρωμα
65 ανδρών τό οποίο καί τροφοδοτούσε γιά ένα χρόνο. Η φήμη της γρήγορα ξεπέρασε τά σύνορα τής Ελλάδος
καί έφθασε μέχρι τίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου καθημερινά έφθαναν γράμματά της μέ τά οποία
απηύθυνε εκκλήσεις βοηθείας κυρίως στίς ευγενείς κυρίες τών Παρισίων:
«Μιά κόρη απλή πού ανετράφη σ' ένα βράχο καί μεγάλωσε στή θλίψη αναπνέουσα
τόν πατριωτισμό, θά ακουσθή άραγε από ένα πλήθος γυναικών βυθισμένων στίς απολαύσεις τής ζωής, στήν
πολυτέλεια, στίς χαρές τής τέχνης
καί τού πολιτισμού; Καί δέν κινδυνεύω νά γελοιοποιηθώ, άν μιλήσω γιά τήν επαναστατημένη ηρωϊκή μου πατρίδα σέ
γυναίκες πού δέν ασχολούνται παρά μόνο μέ τίς επαναστάσεις τής μόδας;
Δέν δυσκολεύομαι νά σάς ομολογήσω ότι λαχταρώ γιά μιά ημέρα μάχης, όπως εσείς στενάζετε ύστερ' από ένα χορό.
Έχετε καθηγητάς τού χορού, τής μουσικής, τού τραγουδιού, εγώ δέν έχω παρά τή φύση καί ένα σοφό γιά δασκάλους μου.
Ο πατριωτισμός είναι γιά σάς ένα αίσθημα ενοχλητικό, στό άκουσμά του θά σάς πιάνει πονοκέφαλος.
Οι αιώνες τής τυραννίας μάς έχουν εντελώς εξαντλήσει οικονομικώς. Ο ηρωϊσμός δέν ωφελεί όταν
στερείται τ' απαραίτητα
οργανικά μέσα γιά νά εκδηλωθή, χρήμα, όπλα, πυρομαχικά, τροφή, ενδύματα. Καί άν τολμώ νά επικαλεσθώ τή
συμπάθειά σας, σκοπός μου είναι η εξασφάλιση ενός ασύλου γιά τά κατατρεγμένα γυναικόπαιδα στήν Εύβοια.
Απαρνήθητε τάς απολαύσεις τού πολιτισμού, απεσπάσθητε από τάς οικογενείας σας, από τούς φίλους σας καί
ήλθετε νά αντιμετωπίσετε τούς κινδύνους φρικτού θανάτου καί νά συντρέξετε λαόν πτωχών σκλάβων.
Ίδετε τόν πόλεμον περιφέροντα τήν φρίκην τού θανάτου εις τάς ερήμους πεδιάδας μας. Ίδετε τό πένθος τών οικογενειών
εις τάς ερημωθείσας πόλεις. Εδώ μητέρα ολοφυρομένην υιόν πεσόντα εις τήν μάχην ή θυγατέρα ατιμασθείσα
καί αχθείσαν εις τήν δουλείαν, εκεί θλιβεράν σύζυγον, καθημένην εις τό κατώφλιον τής θύρας της, μέ
δακρυσμένα μάτια καί αναμένουσαν
τόν αγαπημένον της, τόν οποίον είδε νά απομακρύνεται τήν πρωΐαν πάνοπλον. Δέν θά επανέλθη πλέον.
Οι Τούρκοι τόν έσφαξαν."»
Αντίστοιχες εκκλήσεις πρός τούς φιλέλληνες τής Ευρώπης έγραψαν η Ειρήνη Μιαούλη, η Μαρία Τομπάζη, η Ελένη
Σαχίνη, η Ευανθία Καΐρη καί πολλές άλλες. Μετά τή σφαγή τής Χίου, η Μαντώ αγόρασε
όπλα, τά οποία μοίρασε σέ όλους τούς κατοίκους τής Μυκόνου, ώστε νά μήν βρεθούν άοπλοι καί έχουν τήν ίδια μοίρα
μέ τούς άτυχους Χιώτες.
Η Μαντώ γνώρισε τόν Δημήτριο Υψηλάντη καί απέκτησαν πολύ στενές σχέσεις, κάτι γιά τό
οποίο η συντηρητική κοινωνία τής εποχής τήν κατέκρινε. Ίσως καί αυτός νά είναι ο λόγος γιά τόν οποίο έχουν
διασωθεί περισσότερες αναφορές
γιά τή Μαντώ Μαυρογένους από ξένους παρά από Έλληνες. Ο
Francois Pouqueville (Πουκεβίλ), ο Maxim Raybaud, ο Ginouvier καί ο Δανός Friedel
τής αφιέρωσαν πολλές αναφορές καί αρκετές
λιθογραφίες. Ο Blancard δημοσίευσε τή βιογραφία της μέ τίτλο "Les Mavroyeni".
«Ξημέρωνε η 22α Οκτωβρίου 1822. Από τ' ανατολικά τής Μυκόνου πρός τήν βραχώδη νησίδα
"Σταπόδια", φάνηκε απ' τόν ορίζοντα ο οθωμανικός στόλος τού καπουδάν πασά, ερχόμενος από τή Σούδα. Οι φρουροί
πού αγρυπνούσαν μερόνυχτα, στό ψηλότερο μέρος τού νησιού, έδωσαν αμέσως τό σινιάλο τού κινδύνου.
Ο εχθρικός στόλος στρέφοντας πλώρη τώρα ολόισια πρός τήν Τήνο γέμιζε μέ τά καράβια του τό ανάμεσα Τήνο καί Μύκονο
πλατύ κανάλι. Μιά αλγερινή γαλέρα πλέει σέ πολύ μικρή απόσταση σχεδόν ξυστά από τή Μύκονο, μέ πρόθεση επιθετική.
Έχουν σωθή οι τροφές τους κι' οι Αφρικανοί θέλουν νά λεηλατήσουν τά κοπάδια τού νησιού. Ο πληθυσμός περίτρομος
κακά προμαντεύει. Τά νησιώτικα παλληκάρια όμως μέ τή Μαντώ επί κεφαλής ανοίγουνε τουφέκι κατ' επάνω της.
Μέσ' από πολεμικά τραγούδια, κατάρες καί βρισιές γιά τόν προφήτη, τούς στέλνουν βροχή τίς σφαίρες.
Διακόσιοι Τούρκοι καί Αλγερίνοι μέ τήν πράσινη σημαία τους, σάν μαινόμενα λιοντάρια επιχειρούν απόβαση κι' ορμούν
νά κατασπαράξουν τούς Μυκονιάτες, φωνάζοντας σά δαιμονισμένοι.
- "Αλλάχ, Αλλάχ, Μωχάμετ. Θάνατο στούς γκιαούρ!"
Η Μαντώ μέ όλα τά παλληκάρια της ορμάει ακάθεκτη ανάμεσά τους. Οι εχθρικές σφαίρες τή βάζουν στόχο.
Μά εκείνη,
αψηφώντας τό θάνατο, ορθώνεται γιγάντια μέ τό σπαθί υψωμένο καί κτυπάει αλύπητα τόν εχθρό. Ύστερα από λυσσώδη
αγώνα οι Αφρικανοί σκορπίζονται, φεύγουν νικημένοι πρός τή θάλασσα σάν πνεύματα τού σκότους μπρός στήν πύρινη
ρομφαία ενός Αρχαγγέλου.
Αφήνουν πίσω 17 νεκρούς καί 60 πληγωμένους καί πολλά πυρομαχικά. Καί ως βλέπει η Μαντώ στά πόδια της τό κεφάλι
τού μαύρου αρχηγού τους, φωνάζει θριαμβευτικά υψώνοντας τή σημαία:
- "Νίκη στό Σταυρό μας, τιμή καί δόξα στούς γενναίους μας!"»
Στίς 22 Φεβρουαρίου 1823, η Μαντώ στρατολόγησε 1000 Μυκονιάτες, υποθηκεύοντας κοσμήματα
τής μητέρας της, παρά
τή θέληση τής τελευταίας, η οποία δέν μπορούσε νά κατανοήσει τό πνεύμα τής νέας Πενθεσίλειας καί διαρκώς τήν
επέπληττε.
- "Κόρη μου έχεις ξοδέψει ένα μιλλιούνι γρόσια, δέν έχουμε τίποτα πιά. Τό σεντούκι άδειασε".
- "Μητέρα, νά χρεώσεις τήν πατρίδα. Άν κερδίσουμε στόν μεγάλον τούτο αγώνα, η πατρίδα δέν θά φανεί άδικη".
- "Κόρη μου ένα σού λέω. Θά απομείνεις έρημη καί μόνη στούς πέντε δρόμους."
Η Μαντώ Μαυρογένους έφθασε μέ τόν μικρό στρατό της στήν Κάρυστο, όπου τής έγινε μεγαλοπρεπής
υποδοχή από τόν λαό καί τόν κλήρο τής Εύβοιας. Φορούσε ανδρική
περιβολή, στό κεφάλι χρυσό καλπάκι καί έναν αδαμαντοκόλλητο σταυρό τού Αγίου Βλαδιμήρου,
οικογενειακό κειμήλιο, ενώ
στό πλευρό της είχε κρεμασμένο τό σπαθί τής Αγίας Αικατερίνης τής Ρωσίας, τό οποίο η αυτοκράτειρα είχε χαρίσει
στόν πατέρα της.
Η μάχη τών Ελλήνων κατά τού πανίσχυρου Ομέρ μπέη τής Καρύστου δέν στέφθηκε μέ επιτυχία, καί η Μαντώ έφυγε
από τήν Εύβοια καί συνέχισε νά πολεμάει τούς βαρβάρους στό Πήλιο καί στήν Φθιώτιδα ηλεκτρίζοντας τά μαχόμενα
παλληκάρια, μεταδίδοντάς τους ανδρεία καί θάρρος ακατάβλητο. Ένας νέος πού ήταν ερωτευμένος μαζί της, ο
Υάκινθος Μπλάκαρης σκοτώθηκε πολεμώντας στό πλευρό της, προστατεύοντας την από τίς εχθρικές σφαίρες.
Η Μαντώ είχε πολλούς θαυμαστές Έλληνες καί ξένους, οι οποίοι προσπαθούσαν νά κερδίσουν τήν καρδιά της.
Σέ όλους απαντούσε
ότι τήν καρδιά της θά τήν δώσει μόνο σέ ελεύθερο Έλληνα δοσμένο ολόψυχα στόν αγώνα γιά τήν ανεξαρτησία
τής πατρίδος του, "un homme occupe de la gloire de son pays".
Τένεδος, πυρπόληση τουρκικού δίκροτου
Στίς αρχές Οκτωβρίου τού 1822, ο τουρκικός στόλος κινήθηκε πρός τόν Ελλήσποντο. Οι βοριάδες όμως τόν ανάγκασαν
νά αράξει στήν Τένεδο, όπου περίμενε ευνοϊκούς ανέμους γιά νά συνεχίσει τήν πορεία του πρός τό ναύσταθμο τής
Πόλης. Η Βουλή τών Ψαρών συνήλθε αμέσως καί αποφάσισε νά στείλει δύο πυρπολικά, συνοδευόμενα από δύο
μίστικα. Τά πυρπολικά είχαν καπετάνιους τόν Κωνσταντίνο Κανάρη καί τόν Γεώργιο Βρατσάνο, ενώ
τά μίστικα τούς Γεώργιο Καλαφάτη καί Αναγνώστη Σαρηγιάννη.
Οι Ψαριανοί είχαν μετατρέψει τά πυρπολικά σέ τουρκικές σακολέβες οι οποίες τάχα βρίσκονταν υπό καταδίωξη από
ελληνικά πολεμικά πλοία. Έτσι κάτω από τόν κανονιοβολισμό τών πλοίων τού Καλαφάτη καί τού Σαρηγιάννη,
τά μπουρλότα εισήλθαν ανενόχλητα μέσα στό λιμάνι τής Τενέδου υπό τήν προστασία τού τουρκικού στόλου!
Τά τουρκικά πλοία απάντησαν μέ βολές, οι οποίες τάχα ανάγκασαν τά ελληνικά πλοία νά σταματήσουν τήν καταδίωξη τών
συντρόφων τους.
«Η φουνταρισμένη στή Σούδα τής Κρήτης αρμάδα σήκωσε πανιά, στίς 8 τού Οκτώβρη 1822, κι
έβαλε πλώρη γιά τά Στενά. Περνώντας από τή Μύκονο βγήκανε ίσαμε εκατό Αλτζερίνοι ν' αρπάξουνε ζώα. Μά οι
Μυκονιάτες, μέ τή Μαντώ Μαυρογένους τούς κυνήγησαν. Στίς 15 τού ίδιου μήνα πέρασαν τά τούρκικα ανάμεσα Χίο καί
Ψαρά. Πρίν φτάσουν όμως στά Δαρδανέλλια, ο καιρός άλλαξε σέ τραμουντάνα (βοριάς) καί πόδισαν στήν Τένεδο.
Οι Ψαριανοί τότε στοχάστηκαν νά δοκιμάσουν νά τά βλάψουν, μέ τόν ίδιο τρόπο πού τό πέτυχαν πρίν από λίγους μήνες
στή Χίο. Στείλανε δυό μπουρλότα, τό ένα τό κυβερνούσε ο Βρατσάνος καί τό άλλο ο Κανάρης.
Τήν πρώτη φορά, στή Χίο, είχαν ανεβάσει στά μπουρλότα μας, γιά νά ξεγελάσουν τόν εχθρό, αυστριακή παντιέρα.
Από τότε οι Τούρκοι δέν μπιστεύονταν κανένα καράβι όποια σημαία κι άν είχε. Μηχανεύτηκαν λοιπόν κάτι καινούργιο
οι δικοί μας. Θά τά μασκάρευαν έτσι πού νά φαίνονται σάν καράβια τού εχθρού. Όχι μονάχα ανέβασαν τούρκικο
μπαϊράκι, παρά καί ντύθηκαν οι μαρινάροι καί τών δύο μπουρλότων μέ τούρκικες φορεσιές. Κι έπαιξαν καί τούτη
δώ τήν κωμωδία: συνόδευαν τά μπουρλότα δύο μίστικα, τού Καλαφάτη καί τού Σαρηγιάννη.
Μόλις λοιπόν ξεχώρισαν τίς βαρδιακόστες τού εχθρού, τά μπουρλότα παράστησαν πώς τά δύο μίστικα τά κυνηγούσαν. Κι
αυτά, κάθε τόσο, τούς τράβαγαν κανονιές, στό βρόντο βέβαια. Τά τούρκικα πέσανε στήν παγίδα καί κινήθηκαν νά τά
προστατέψουν. Καί σέ λίγο τά μπουρλότα μας πέρναγαν περήφανα ανάμεσα από τά καράβια τού εχθρού, πού τά τσούρμα
τους τά χαιρέταγαν θριαμβευτικά καθώς γλύτωσαν από τά δικά μας πού τά κυνηγούσαν!
Οι τελευταίες ανταύγειες, τό σούρουπο στίς 28 τού Οκτώβρη 1822, βρήκαν τά δύο μπουρλότα έξω από τό
λιμάνι τής Τενέδου.
Ακολούθησε μία κατασκότεινη νύκτα. Δέν μπορούσαν τίποτα νά διακρίνουν. Καί νά μιά αστροβολίδα σκίζει τόν ουρανό
φωτίζοντας γιά λίγα δευτερόλεπτα τό σκοτάδι. Στήν πρώτη γραμμή βρίσκονταν κορβέτες καί μπρίκια, έπειτα οι φρεγάδες
καί στό βάθος τά ντελίνια (δίκροτα). Ο Κανάρης βάζει πλώρη γιά τό πιό μεγάλο, όπως αυτό έπρεπε νά είναι η ναυαρχίδα.
Ήταν η υποναυαρχίδα, μέ τόν καπουτάν μπέη Ιμπραήμ.
- "Αδέλφια τόν κρατάμε κι αυτόν!..."
Όταν κάποιο πλεούμενο είναι φουνταρισμένο (αραγμένο), η πλώρη του βρίσκεται παντά κατακεί όπου φυσάει ο αγέρας.
Τό μπουρλότο λοιπόν τού Κανάρη σίμωνε, γιά νά κολλήσει στή μάσκα τού ντελινιού κι έτσι νά σπρώξει ο άνεμος
τίς φλόγες σ' όλο τό μάκρος τού καραβιού. Μά καθώς κοντολογούσε στό ντελίνι, καταλαβαίνει ο Κανάρης πώς τό
βάσελο δέν είχε τήν πλώρη του πάνω στόν καιρό. Καί μεμιάς ξεκαθαρίζει πώς τό ρεύμα τού λιμανιού τό είχε αντίστροφα
γυρίσει. Δίχως στιγμή νά χάσει προστάζει τόν τιμονιέρη ν' αλλάξει πορεία καί νά κολλήσει τό μπουρλότο στήν πρύμνη
τού ντελινιού. Μά η μανούβρα αυτή γίνεται αιτία νά καταλάβουν οι Τούρκοι τί σόι πράγμα ήταν τό παράδοξο
αυτό πλεούμενο.
- "Ατές γκεμισί!, Βούρ Γκιαουρλάρ!" (μπουρλότο, βαράτε τούς γκιαούρηδες).
Αστράφτουν οι μπούκες τών κανονιών καί μιά μπάλα τρυπά τή μαΐστρα (κεντρικό πανί ή μεγίστη) τού μπουρλότου. Μά
εκείνο, κάτω από τήν ατάραχη
θέληση τού ήρωα, μανουβράρει μέ τήν ίδια πάντα σιγουριά. Ρίχνεται στό ντελίνι καί σέ λίγο η υποναυαρχίδα τής αρμάδας
καίγεται. Από τούς οκτακόσιους πού είχε τσούρμο λίγοι μονάχα σώθηκαν, ένας από αυτούς κι ο Ιμπραήμ. Μά όταν
έφτασε στήν Πόλη ο
σουλτάνος τού πήρε τό κεφάλι, καθώς γύρευε φταίχτη γιά νά μετριάσει στά μάτια τού κόσμου τή
νέα συμφορά.»
Τή νύκτα τής 28ης Οκτωβρίου 1822, τά πυρπολικά μέ υψωμένη τήν ημισέληνο έπλεαν ανάμεσα στά ογδόντα πλοία τού
οθωμανικού στόλου. Η ανακάλυψη τών Ψαριανών από τόν καπουδάν πασά ισοδυναμούσε μέ θάνατο διά
ανασκολοπισμού γιά τούς ατρόμητους ναυτικούς καί αυτό ήταν κάτι πού τό γνώριζαν πολύ καλά.
Πρώτος ο Κανάρης πλεύρισε τήν υποναυαρχίδα τού οθωμανικού στόλου καί κόλλησε αμέσως
στήν πλώρη τό μπουρλότο
του. Αφού έδωσε εντολή στούς συντρόφους του νά πηδήξουν στή βάρκα συνοδείας, άναψε τό δαδί του καί έβαλε φωτιά.
Οι φλόγες τύλιξαν τό ντελίνι τού Ιμπραήμ πασά, ενώ η σύγχυση πού ακολούθησε εμπόδισε κάθε προσπάθεια
κατάσβεσης της πυρκαϊάς. Οι περισσότεροι Τούρκοι ναύτες έπεσαν στή θάλασσα γιά νά σωθούν.
Μερικοί πιό ψύχραιμοι προσπάθησαν νά κατεβάσουν τίς βάρκες γιά νά βγούν στήν παραλία.
Ο πανικός στήν οθωμανική αρμάδα εντάθηκε περισσότερο, όταν οι Τούρκοι τής Τενέδου κανονιοβολούσαν από τό κάστρο
εναντίον τού αόρατου εχθρού βυθίζοντας πολλά δικά τους μικρά πλεούμενα. Πολλά μεγάλα πλοία εξώκειλαν
στίς απέναντι ασιατικές ακτές καί εγκαταλείφθηκαν από τά πληρώματά τους.
«Νέος στόλος, εξ 80 πλοίων συγκείμενος καί εξ ασιανών καί αφρικανών φυλών ατάκτως καί όπως
έτυχε συναχθείς, εφάνη εκ νέου εις τό Αιγαίον Πέλαγος. Ούτος διεύθυνε τόν πλούν του πρός τάς Πάτρας, ένθεν έλαβε τόν
νέον καπουδάν πασιάν, Καρά Μεχμέτ, όστις, αφ' ού διέτριψεν ακίνητος πρό ταύτης τής πόλεως ολόκληρον σχεδόν μήνα,
απεφάσισε τέλος πάντων νά προβλέψη μέ ζωοτροφίας τό Ναύπλιον, τό οποίον επολιορκείτο ισχυρώς από τούς Έλληνας.
Τήν 20η Σεπτεμβρίου 1822 εφάνη ο φοβερός στόλος εις τούς αιγιαλούς τού Άργους, αλλ' ενταύθα τόν έφθασεν ο ατρόμητος
Μιαούλης, τού κατεβύθισεν αριθμόν τινα πλοίων καί τού έδειξε πώς πολεμούν οι γκιαούρηδες. Τέλος τή 27η ηναγκάσθη
ο τής Αυτού Μεγαλειότητος αρχιναύαρχος νά τραπή εις φυγήν, άνεμοι δέ ενάντιοι τόν εσφενδόνησαν πάλιν εις τήν Σούδαν.
Αύται αι ατυχίαι ηνάγκασαν τόν Καρά Μεχμέτ νά πλεύση διά τά Δαρδανέλλια, όθεν ταχέως αποπλεύσας διευθύνθη
πρός τήν Τένεδον, ένθα καί άραξε περί τά τέλη τού Οκτωβρίου. Ψαριανά τινα βρίκια, τά οποία πλέοντα επί τών κυμάτων
τόν ηκολούθουν αδιακόπως ως εριννύες παρατηρούσαι τά κινήματά του, έφερον τήν είδησιν ταύτην εις Ψαρά, ένθα ήτον
ο ηνωμένος ελληνικός στόλος.
Τότε προβαίνει πάλιν ο Κανάρης, όστις γιγνώσκων νά ενώνη τήν λεοντήν μέ τήν αλωπεκήν,
προβάλλει νέον στρατήγημα εις τούς μέ μεγάλην προσοχήν ακούοντας αυτόν ομογενείς του.
- "Ας υψώσωμεν επί τών πυρφόρων μας τήν σημαίαν τού εχθρού, καί ας ενδύσωμεν μέ τούρκικα φορέματα τούς εν τοίς
πυρφόροις. Δύο δέ ταχύπλοα μέ τήν σημαίαν τού Ιερού Σταυρού ας διώκωσι τά πυρφόρα. Ταύτα δέ διωκόμενα ας
καταφύγωσιν εις τόν εχθρικόν στόλον ως εις στόλον τών ομοπίστων των καί όταν πλησιάσωσιν εις αυτούς,
ας τούς δείξωσιν
ότι είναι Χριστιανοί καί όχι μωαμεθανοί, Έλληνες καί όχι Τούρκοι."
Τήν 10ην Νοεμβρίου 1822 (νέο ημερολόγιο), ημέραν αιωνίως αξιομνημόνευτον, εφάνησαν πρό τού εχθρικού στόλου τά δύο πλοιάρια, διωκόμενα
από τά βρίκια, τά οποία έρριπτον κατ' αυτών αλλεπαλλήλως κανόνια, αλλ' εις τόν αέραν, καί μόνο διά τό φαινόμενον.
Εάν καί τά ταχύπλοα είχον πολλά ιστία, μέ όλον τούτο τεχνικώς εκτελούμενα μέσα εσμίκρυνον τήν ταχύτητά των καί
επέτρεπον εις τάς σακολέβας νά φεύγωσι νικηφόροι. Οι Τούρκοι φύλακες τών παραθαλασσίων, έβλεπον αυτάς χωρίς
καμμίαν δυσπιστίαν πλεούσας πρός έν τών πολλών ακρωτηρίων τής νήσου καί ο τουρκικός στόλος, ιδών εκ τού
λιμένος τά γινόμενα, ήτον εκτός πάσης υποψίας καί έβλεπε μάλιστα μέ χαράν τούς νομιζομένους ομοπίστους των φυγόντας
τών γκιαούρων τά τρομερά κανόνια.
Διά νά φθάσωσι όμως τά πυρφόρα έως εις τήν ναυαρχίδα, ήτις διεκρίνετο από τήν ναυαρχικήν σημαίαν, τήν οποίαν έφερεν
εις τήν άκραν τού καταρτίου, έπρεπε νά διέλθωσιν όλον τόν οθωμανικόν στόλον, όστις ήτον ατάκτως αραγμένος. Τόσας
σκύλλας καί χαρύβδεις!
Ο Κανάρης, απωσθείς από τού ρεύματος εις πλοίον ουχί τό τού ναυάρχου, όπερ εζήτει, αλλ' εις έτερον, όπερ τώ έπεμψε
φθοροποιά τίς μοίρα, αρπάζει τούτο μετά μεγάλης ορμής. Χωρίς νά κυριευθή από δειλίαν, ακουμβίζει ο ήρως τό πυρφόρον
του εις τό εχθρικόν πλοίον.»
Ο δεύτερος μπουρλοτιέρης ο Βρατσάνος πού χειριζόταν μία πολύ αργή σακολέβα δέν κατάφερε νά τήν
προσεγγίσει στό δίκροτο πού είχε βάλει στόχο. Οι Τούρκοι κατάφεραν νά απομακρύνουν τό πλοίο τους από τό
πυρπολικό τό οποίο παρασύρθηκε από τόν άνεμο καί κάηκε μόνο του μέσα στή θάλασσα.
Μετά τήν πυρπόληση τού τουρκικού δικρότου, τά δύο μίστικα παρέλαβαν τίς λέμβους μέ τούς μπουρλοτιέρηδες καί επέστρεψαν
στά Ψαρά όπου ακολούθησε θερμή υποδοχή από τούς κατοίκους καί δοξολογία στήν μητρόπολη τού νησιού.
Καί ενώ ο σουλτάνος αποκεφάλιζε τόν Τούρκο υποναύαρχο πού έχασε έτσι ατιμωτικά τό πλοίο του, τό όνομα
τού Κανάρη αντηχούσε πάλι καί έφθανε στά σαλόνια τών ευρωπαϊκών πρωτευουσών, εκεί όπου οι μεγάλοι Ευρωπαίοι
διπλωμάτες είχαν υπολογίσει ότι η ελληνική επανάσταση θά είχε κατασταλεί στό δεύτερο έτος της.
Ο Άγγλος πλοίαρχος Κλότς ήταν τότε κυβερνήτης τής βρετανικής κορβέτας "Γκάμπριαν" καί βρισκόταν κοντά στήν Τένεδο,
όταν πληροφορήθηκε τήν πυρπόληση τού τουρκικού δίκροτου. Αμέσως απέστειλε γολέτα στήν Ύδρα, γιά
νά αναγγείλει τό χαρμόσυνο γεγονός. Η γολέτα, μαζί μέ τήν αγγλική σημαία ύψωσε καί ένα σταυρό, σάν τήν ελληνική
σημαία, γεγονός πού προξένησε μεγάλο ενθουσιασμό καί χαρά στά πλήθη πού είχαν κατέβει νά τήν υποδεχτούν.
Ο ίδιος ο Κλότς έφθασε μέ τήν κορβέτα του στά Ψαρά γιά νά συναντήσει τόν ήρωα τής Τενέδου.
- "Πώς κατασκευάζετε σείς οι Γραικοί τά πυρπολικά σας καί έχετε τόση μεγάλη επιτυχία;"
- "Όπως καί σείς, αρχηγέ. Αλλά έχουμε ένα μυστικό πού τό κρατούμε κρυμμένο εδώ", καί έφερε τό χέρι στήν καρδιά
του. "Η αγάπη πρός τήν πατρίδα είναι πού μάς οδηγεί στήν επιτυχία."
- "Καί δέν φοβηθήκατε νά πλέετε ολομόναχοι μέσα στήν καρδιά τού οθωμανικού στόλου;"
- "Εγώ τούς είπα καπετάνιε, ότι όσοι φοβούνται ας πέσουν στή θάλασσα, νά βγούν στήν στεριά.
Εγώ μένω καί μοναχός μου."
«Τένεδος
Η αρμάδα κατά τά μέσα τού Οκτώβρη, φάνηκε ν' αρμενίζει στ' ανοιχτά απ' τά Ψαρά. Στείλανε οι Ψαριανοί ένα μπρίκι
γιά νά παρακολουθήσει τόν εχθρό κατά πού θά τραβούσε. Στό μεταξύ τή βρήκε τραμουντάνα (βοριάς). Ανάποδος
καιρός γιά τό δρόμο της. Τό πέλαγος άρχισε νά φουσκώνει. Μαύρισε ο ουρανός απ΄τή συννεφιά, λυσσομανούσε
ο αέρας, τά κύματα ορμούσανε άγρια. Σπηλιάδα κάθε τόσο ταρακουνούσε τά καράβια. Τά χρειάστηκαν οι
Τούρκοι θαλασσινοί!
Η ψαριανή Βουλή στά γρήγορα παίρνει τήν απόφαση νά στείλει δύο μπουρλότα κατά τής αρμάδας. Τά είχαν έτοιμα.
Ένα μπρίκι καί μιά σακολέβα. Όσο γιά τούς μπουρλοτιέρηδες, δέν άργησαν νά τούς βρούνε. Θά δίνανε τό ένα στόν
καπετάν Γιώργη Βρατσάνο καί τό άλλο στόν Κωνσταντή Κανάρη. Οι δύο Ψαριανοί φύγανε νά ετοιμάσουν τά μπουρλότα
τους νά ξεκινήσουν. Ο Κανάρης λέει τού Βρατσάνου.
- "Καπετάν Γιώργη, τούτη τή φορά θά 'ναι δύσκολα. Οι Τουρκαλάδες έχουν σκιαχτεί απ' τά μπουρλότα μας κι
οι βαρδιακόστες θά έχουν τά μάτια τους εκατό."
- "Θά πρέπει νά τούς γελάσουμε."
- "Καλά τά λές. Νά ντυθούμε όλοι μας μουρτάτες, καί στό άλμπουρο νά σηκώσουμε τούρκικη παντιέρα. Έτσι θά ξεγελαστούν."
Τήν άλλη μέρα, 27 τού Οκτώβρη 1822, γεμάτος ήταν ο γιαλός απ' τούς Ψαριανούς. Αφήσαν τά σπίτια τους καί κατέβηκαν
στό γιαλό νά συνοδεύσουν τούς μπουρλοτιέρηδες. Μονάχα πού τούτη τή φορά οι μπουρλοτιέρηδες ήταν Τούρκοι!
Όλη τή νύχτα τούς παίδεψε ο καιρός στό πέλαγος. Τήν άλλη όμως μέρα, 28 Οκτωβρίου 1822, άλλαξε ο καιρός καί τό πήρε
όστρια (νοτιάς). Ότι θέλανε τά ελληνικά καράβια. Σιγά σιγά όλο καί ζύγωναν κατά τήν Τένεδο.
Κατά τό σούρουπο πέσανε πάνω στίς τούρκικες βαρδιακόστες. Γιά νά γίνουν οι μπουρλοτιέρηδες πιό πιστευτοί ότι
τάχα ήταν Τούρκοι, άρχισαν τά δύο ψαριανά καράβια νά χτυπάνε μέ κούφιες κανονιές, ώσπου τά μπουρλότα νά
βρούν καταφύγιο σέ κάποιο κάβο. Νύχτωσε πιά καλά. Μέσα στό σκοτάδι οι μπουρλοτιέρηδες δέν μπορούσαν νά
ξεχωρίσουν πού ήταν αραγμένα τά μεγάλα καράβια τής αρμάδας. Από μία φωτοβολή ξεχωρίζουν μερικά καράβια.
Κορβέτες, φρεγάδες καί κατά τό βάθος ένα ντελίνι.
Ο Κανάρης ζυγώνει τό ντελίνι. Οι μουσουλμάνοι μέσα στό σκοτάδι βάσουν τίς φωνές.
- "Γκιαουρλάρ! Μπουρλότο! Ατές γκεμισί!"
Ο Κανάρης στό μεταξύ έχει τρακάρει. Κολλάει τού μπουρλότου τό μπομπρέσσο στήν πρύμνη τού καραβιού, Τόσο
δυνατό τό τρακάρισμα, πού όσοι απ' τό τσούρμο ήταν όρθιοι σωριάστηκαν. Ρίχνουν μερικές κανονιές κατά τό μπρίκι,
μά ανώφελα. Οι μπουρλοτιέρηδες πετάνε τούς γάτζους, δένουν καλά τό μπουρλότο μέ τό ντελίνι. Όλα είναι έτοιμα.
Η φωνή τού Κανάρη ακούγεται.
- "Όλοι σας γρήγορα στή σκαμπαβία (βάρκα)."
Ολόρθος αυτός, μέ τό ένα χέρι αδειάζει τήν κουτάλα μέ τ' αναμμένα κάρβουνα στό μπαρούτι καί μέ τό δαυλό
βάζει φωτιά στά φυτίλια ενώ μουρμουρίζει.
- "Στό όνομα τού Κυρίου!"
Κι ύστερα πηδάει στή βάρκα πού τόν προσμένει. Τό μπουρλότο ανάβει καί μεταδίδει τή φωτιά στό τούρκικο.
Τό ντελίνι αρπάζει απ' τήν πρύμνη καί σέ λίγο λαμπαδιάζει ολόγυρα. Σάν τρελλοί τρέχουν μέσα στή νύχτα πάνω
στήν κουβέρτα νά γλυτώσουν. Η φωτιά δέν αργεί νά φτάσει στό τζεπχανέ (μπαρουταποθήκη) τού καραβιού.
Ξαφνικά λάμψη καί τρομερός κρότος φωτίζει κι αναταράζει τόν τόπο. Η θάλασσα γεμίζει ξύλα κι ανθρώπινες σάρκες
καί κουφάρια. Τό ντελίνι αφανίστηκε. Απ' τούς οκτακόσιους πού είχε τσούρμο, λιγοστοί γλύτωσαν. Αυτοί πού πρόκαναν
μόλις φάνηκε η φωτιά νά πηδήσουν στή θάλασσα. Μέ τούτους γλύτωσε κι ο Ιμπραήμ.
Πέρασαν μερικοί μήνες κι ο
σουλτάνος Μαχμούτ θυμόταν ακόμα τό χαλασμό πού τού 'χαν κάνει τά ψαριανά μπουρλότα
στήν αρμάδα του. Κάποια μέρα είπε:
- "Θέλω νά δώ πού βρίσκεται αυτό τό νησί."
Ο μεγάλος βεζύρης ξεδίπλωσε τό χάρτη καί μέ τό δάκτυλο τού έδειξε ένα μικρό σημαδάκι.
- "Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε αυτό είναι τό νησάκι."
- "Καί δέν ντρέπεστε μπρέ; Μιά στάλα πράμα νά μάς ξευτελίζει;"
(Καί μέ τό νύχι του έξυσε τό σημαδάκι από τό χάρτη.)»
Ο πανικός πού προκάλεσε τό μπουρλότο τού Κανάρη, φαίνεται καί από τό παρακάτω γεγονός. Όταν τά πλοία τού Μικέ
καί τού Γιαννίτση, περιπολούσαν τό Αιγαίο, ανακάλυψαν στήν Άνδρο ένα εγκαταλελειμμένο πλοίο, τό οποίο βρισκόταν
σέ αρίστη κατάσταση. Τό πλοίο αυτό ήταν η ναυαρχίδα τής μοίρας τών
Βερβερίνων (Βερβερία ή Μπαρμπαριά λεγόταν τότε
όλη η βόρεια Αφρική από τήν Αίγυπτο έως τό Μαρόκο, στήν οποία ανθούσε τό εμπόριο τών Χριστιανών σκλάβων)
καί τό είχε παρατήσει τό πλήρωμά του, υπό τόν φόβο τών ελληνικών πυρπολικών. Τό πλοίο, στό οποίο
βρέθηκε μεγάλη ποσότητα τροφίμων καί πυρομαχικών, τό πήραν οι Έλληνες καί τό μετέφεραν στά Ψαρά.
Καί όμως στό τέλος τού 1822, οι Έλληνες μόνοι καί αβοήθητοι νικούσαν σέ όλα τά μέτωπα.
Στήν Πελοπόννησο, η μεγάλη
στρατιά τού Δράμαλη είχε εξοντωθεί μέχρι ενός καί στήν Δυτική Στερεά, μετά τήν ήττα στό
Μεσολόγγι καί στό Σοβολάκο, ο Ομέρ
Βρυώνης καί ο Κιουταχής έπαιρναν άρον άρον τό δρόμο τής επιστροφής πρός τήν Άρτα.
Ο Ανδρούτσος μέ τά καπάκια του είχε απομακρύνει τόν Κιοσέ Μεχμέτ από τήν Ανατολική Στερεά, ενώ στό Αιγαίο καί τό
Ιόνιο Πέλαγος δέν φαινόταν ούτε ένα τουρκικό ιστίο στόν ορίζοντα.
Δόμνα Βισβίζη (1784 - 1850)
Ο Αντώνης Χατζή Βισβίζης καί η γυναίκα του η Δόμνα Βισβίζη, κατάγονταν από τόν Αίνο
τής
κατεχόμενης Ανατολικής Θράκης, στίς εκβολές τού Έβρου. Από τήν πρώτη στιγμή τό ζεύγος Βισβίζη τάχθηκε
ολόψυχα στόν αγώνα τής ανεξαρτησίας καί διέθεσε τήν περιουσία του καί τά πλοία του γιά τόν κοινό σκοπό.
Στίς
23 Μαρτίου 1821, ο Αντώνης Χατζή - Βισβίζης,
μετέφερε μέ τό "Καλομοίρα", τόν φιλικό Εμμανουήλ Παπά,
στήν Ιερά Μονή Εσφιγμένου, όπου καί κηρύχθηκε επίσημα η επανάσταση τής Μακεδονίας
καί μέ τό ίδιο μπρίκι, τόν παρέλαβε μετά τήν
αποτυχία τής επανάστασης από τήν ίδια μονή.
Στό πλοίο του επέβαινε καί η πιστή του σύντροφος Δόμνα Βισβίζη. Ο Εμμανουήλ Παπάς πέθανε
από ανακοπή καρδιάς,
μεσοπέλαγα καί κηδεύτηκε στήν Ύδρα στίς 5 Δεκέμβρίου 1821.
Αργότερα τά οστά του μεταφέρθηκαν στίς
Σέρρες καί τοποθετήθηκαν στή βάση τού ανδριάντα τού ήρωα
στήν κεντρική πλατεία Ελευθερίας.
Στίς
31 Μαρτίου 1822,
ο στόλος τού Αντώνη Χατζή Βισβίζη υποστήριζε από τή θάλασσα τού Μαλιακού κόλπου τή μάχη πού έδινε ο
Ανδρούτσος στήν Αγία Μαρίνα. Στό πλοίο του ήταν τά μέλη τού Αρείου Πάγου τά οποία κάθε άλλο παρά υποστήριζαν
τόν πόλεμο πού έκανε ο Ανδρούτσος κατά τών Τούρκων. Πρότειναν στόν πλοίαρχο Βισβίζη νά δολοφονήσει τόν
Ανδρούτσο, αλλά φυσικά ο έντιμος Θρακιώτης πατριώτης δέν υπάκουσε στήν προσταγή τών πολιτικών. Τήν
ανυπακοή του τήν πλήρωσε μέ τήν δολοφονία του λίγους μήνες αργότερα.
Η γυναίκα του Δόμνα, βοηθούμενη από τόν ύπαρχο τού άνδρα της τόν καπετάν Σταύρο Αινίτη,
πήρε τό τιμόνι τής "Καλομοίρας" καί συνέχισε τόν πόλεμο πού είχε ξεκινήσει μέ τόν
άντρα της. Διέθεσε όλη τήν περιουσία γιά τούς μισθούς τών ναυτών καί τήν συντήρηση τού πλοίου της
καί έμεινε στό τέλος άφραγκη καί μόνη μέ τά πέντε ορφανά της.
Η κυβέρνηση τών Κωλέττη καί Μαυροκορδάτου αδιαφόρησε γιά τήν ηρωΐδα καί όταν αυτή τούς ζήτησε ένα σπίτι γιά νά
στεγάσει τά παιδιά της, τής έδωσαν ένα σπίτι στό Ναύπλιο χωρίς πόρτες καί παράθυρα. Τής πήραν τό πλοίο χωρίς
νά τής δώσουν ούτε μία δραχμή γιά αποζημίωση καί τό παρέδωσαν στήν Ύδρα γιά νά χρησιμοποιηθεί σάν μπουρλότο.
Στό Ναύπλιο η Δόμνα είχε τό δεύτερο τραγικό κτύπημα τής μοίρας. Είδε τρία από τά παιδιά της
νά πεθαίνουν από τήν πανώλη. Στή συνέχεια πέρασε πολύ δύσκολα καί φτωχικά τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής της,
στερημένη, περιφρονημένη καί άστεγη καί στό έλεος τής σεβαστής κυβέρνησης τής Ελλάδος.
«Γεννήθηκε τό 1784 από εύπορη οικογένεια στήν Αίνο τής Ανατολικής Θράκης
αξιόλογη ναυτική πολιτεία, γνωστή από τά χρόνια τού Ομήρου, πού εξελίχθηκε στό πέρασμα τών αιώνων καί
αναπτύχθηκε καθώς οι κάτοικοί της διακρίθηκαν γιά τό γνήσιο ελληνικό τους φρόνημα.
Δέν γνωρίζουμε τό πατρικό της όνομα, ούτε γιά τά παιδικά της χρόνια, παρά μόνο ότι ο πατέρας της ήταν μεγαλοκτηματίας
τής περιοχής καί ότι παντρεύτηκε τό 1808 τόν πλούσιο πλοίαρχο καί εφοπλιστή Αντώνιο Βισβίζη,
μέ τόν οποίο απέκτησε πέντε παιδιά, τρία αγόρια, από τά οποία τό ένα πέθανε μικρό από επιδημία καί δύο κορίτσια - τό
ένα κωφάλαλο. Βλέπουμε έτσι ότι κοντά στά πλούτη καί τά καλά συμπορευόταν ο πόνος.
Ο καπετάν Βισβίζης ήταν γενναίος άνδρας, δραστήριος, φιλόπατρις καί γεμάτος ενθουσιασμό καί όραμα.
Από τούς πρώτους μέλος τής Φιλικής Εταιρείας, είχε προσφέρει στόν Υπέρ Ελευθερίας Αγώνα όλη του τήν καρδιά
καί πάρα πολλά χρήματα. Έλεγε ότι: "Δεν λυπάμαι νά ξοδεύω χρήματα, αφού μ' αυτά θά κτιστεί τό χρυσό παλάτι τής
Ελευθερίας".
Η Δόμνα ακολουθεί τόν άνδρα της στά ταξίδια του καί γνωρίζει έτσι όλο καί περισσότερα μέρη τής σκλαβωμένης πατρίδας.
Μέσα της φουντώνει ο πόθος γιά τήν Ανάσταση του Γένους καί γίνεται σύντομα ένα από τά πιό δραστήρια μέλη τής
Φιλικής Εταιρείας. Μέ τήν έκρηξη τής Επαναστάσεως οι Τούρκοι τούς πρώτους στούς οποίους ξέσπασαν τήν μανία,
τό μίσος καί τήν οργή τους ήσαν οι πιό κοντινοί χριστιανικοί ελληνικοί πληθυσμοί τής Ανατολικής Θράκης.
Βύθισαν τήν Αίνο στό πένθος. Σύντομα, όμως, τόν Μάϊο, κατέπλευσαν στό λιμάνι τέσσερα ψαριανά πλοία, μέ
αρχηγό τόν καπετάν Γιαννίτση. Τό τουρκικό κάστρο δέχτηκε τίς πρώτες κανονιές καί η μάχη συνεχίστηκε ως
τή νύχτα, όπου τά ελληνικά πληρώματα, προστατευμένα από τό σκοτάδι έκαναν απόβαση στή στεριά καί κυρίευσαν
24 κανόνια.
Αυτό ήταν πού περίμενε κι ο καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Χωρίς άλλη σκέψη, φορτώνει στό καράβι του γυναίκα καί
παιδιά, τά εικονίσματα, χρήματα, χρυσαφικά κι ότι άλλο μπορούσαν νά κουβαλήσουν κι ανοίχτηκε στό πέλαγος νά
προφθάσει τούς Ψαριανούς. Άφησε πίσω του, χωρίς δεύτερο συλλογισμό, τό αρχοντικό του, τά εύφορα κτήματά του,
τόν τόπο του, πού δέν θά ξαναδεί ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε η Δόμνα καί μπήκε στό χορό τής επαναστάσεως, τού
πολέμου καί τής θυσίας. Σπίτι τους έγινε η "Καλομοίρα", τό μπρίκι τού Βισβίζη.
Τό βάπτισμα τού πυρός τό πήραν στά νερά τής Ίμβρου κι από κεί συνέχεια στόν Θερμαϊκό, στή Χαλκιδική, τήν Ύδρα,
τήν Στυλίδα, τόν Βόλο, τήν Εύβοια κι όπου τούς καλούσε η πατρίδα, ο αγώνας.
Συμπολεμίστρια τού καπετάνιου η καπετάνισσα Δόμνα! Στίς 21 Ιουλίου 1822, ο καπετάν Βισβίζης, επικεφαλής ενός
στόλου από 30 πλοία μικρά καί μεγάλα, βρίσκεται στόν Μαλιακό κόλπο. Μέ τόν Ανδρούτσο, τόν Δυοβουνιώτη κι άλλους
οπλαρχηγούς, δίνουν μεγάλη μάχη, στήν διάρκεια τής οποίας, μπροστά στά μάτια τής Δόμνας σωριάζεται
νεκρός ο γενναίος άνδρας της. Διατάζει νά τόν μεταφέρουν στό αμπάρι κι αναλαμβάνει τήν αρχηγία τού αγώνα.
Πρέπει νά δικαιώσει τόν θάνατο καί τόν αγώνα τού καπετάνιου της! Καταπιέζοντας τά συναισθήματά της,
τίς τραγικές αυτές ώρες, βάζει πάνω απ' όλα τήν πατρίδα. Μπροστά της στέκουν μέ σεβασμό καί θαυμασμό
όλοι οι άνδρες τού πληρώματος, σκληροτράχηλοι, ψημένοι θαλασσινοί!
Ο καπετάν Βισβίζης ετάφη πίσω από τό ιερό τών Αγίων Αναργύρων στή Λιχάδα τής Ευβοίας κι η
Δόμνα γίνεται μάννα καί πατέρας γιά τά πέντε παιδιά της, κυβερνήτης καί καπετάνισσα γιά τό πλήρωμά της καί
συνεχίζει τόν ιερό υπέρ τής ελευθερίας αγώνα. Μετά από διαταγή τής κυβέρνησης, το πλοίο της φέρει πλέον τό όνομά της.
Περιπολεί τίς θάλασσες, μάχεται, μεταφέρει στρατεύματα καί πολεμοφόδια, πολεμάει.
Τρία ολόκληρα χρόνια συντήρησε τόν εξοπλισμό τού πλοίου της καί τού πληρώματος μέ δικά της έξοδα καί πάλαιψε
μέ τή θάλασσα. Κι ήρθε η ώρα πού καί ο τελευταίος οβολός εξαντλήθηκε. Τό πλοίο σακατεμένο από τίς μάχες καί τήν
αλμύρα τής θάλασσας, δέν μπορούσε πλέον νά αποδώσει. Η καπετάνισσα τό χάρισε στήν κυβέρνηση καί τό παλιό
μπρίκι, ως τά στερνά του χρήσιμο, έγινε πυρπολικό καί τό 1824, οδηγούμενο από τόν πυρπολητή Πιπίνο,
ανατίναξε καί έκαψε τήν τουρκική φρεγάδα "Χαζνέ Γκεμισί", δηλαδή, "Καράβι-Ταμείο",
στόν Τσεσμέ, στά μικρασιατικά παράλια.
Οι πρόκριτοι καί οι οπλαρχηγοί τής Ευβοίας καί τής Ρούμελης τήν τιμούν μέ επίσημον έγγραφον καί ο Δημήτριος
Υψηλάντης τήν ονομάζει: "ευγενεστάτην καί γενναιοτάτην
Δέσποινα καί καπετάνισσα", ο δέ Οδυσσεύς Ανδρούτσος
μέ βαθειά ευγνωμοσύνη "ευεργέτιδα". Τώρα πιά, χωρίς πλοίο, χωρίς πόρους, μαζί μέ τά πέντε παιδιά της,
περνούν δύσκολες μέρες πού τίς κάνει δυσκολότερες ο θάνατος τού μικρότερου αγοριού της από επιδημία.
1825. Η Δόμνα Βισβίζη μετά από τόσους αγώνες καί θυσίες, τόσες πίκρες καί απώλειες, πτωχή μά ευχαριστημένη
πού αξιώθηκε νά δει ένα κομμάτι ελληνικής πατρίδος ελεύθερο, αποτραβιέται μέ τά τέσσερα παιδιά της στή Μύκονο,
νά ζήσει ήσυχα καί ταπεινά. Τόν μεγαλύτερό της γιό, τόν Θεμιστοκλή, όταν ήταν 14 ετών, μαζί μέ άλλα παιδιά
αγωνιστών, πήρε στό Παρίσι γιά νά σπουδάσουν μέ έξοδα τών φιλελληνικών σωματείων,
ο Γάλλος φιλέλλην Roche. Γνωστά έγιναν από τούς φιλέλληνες στήν Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τό όνομά της καί τό
έργο της παντού, τά λόγια τού αποχωρισμού πρός τόν γιό της, όταν έφευγε γιά τό Παρίσι:
- "Παιδί μου! Πρόκειται νά υιοθετηθείς καί νά ανατραφείς από τήν γαλλική γενναιοδωρία. Όταν
θά μεγαλώσεις, ίσως νά μήν ζώ πιά. Στοχάσου τότε, ότι έχεις νά εκδικηθείς τον πατέρα σου".
Ο Θεμιστοκλής, φύλαξε τά λόγια τής μητέρας του σάν πολύτιμο θησαυρό. Φορούσε πάντα τήν ελληνικήν φουστανέλλα
του, μορφώθηκε, διέπρεψε κι ανέβηκε μέχρι τίς ανώτατες διοικητικές θέσεις στό νεoσύστατο ελληνικό κράτος,
κάνοντάς την περήφανη. Η Θρακιώτισσα λεβεντομάνα έμεινε πάντα ταπεινή καί μετά από πολύ δύσκολες μέρες από
τήν Ύδρα στό Ναύπλιο καί μετά πάλι στη Μύκονο προσπαθούσε νά τά βγάλει πέρα μέ μιά μικρή σύνταξη 30 δραχμών.
Ποτέ δέν ζήτησε πλούτη, τιμές καί δόξες. Η Ελευθερία τής Πατρίδος της, η φτώχεια της καί ο τιμημένος θάνατος τού
συζύγου της, ήταν γι' αυτήν τό μεγαλύτερο παράσημο τού αγώνα. Γιατί ήξερε, ότι τά έδωσε κυριολεκτικά όλα,
γιά τήν Πατρίδα καί τήν Ελευθερία της!
Ηλικιωμένη πιά, άφησε τόν κόσμο αυτό, σ' ένα φτωχικό σπιτάκι στόν Πειραιά, τό Νοέμβριο τού 1852,
μέ τήν ικανοποίηση τής προσφοράς καί τής εκπλήρωσης του οράματος καί τού πόθου τής Ελευθερίας!
Ας είναι αιωνία η μνήμη της!»