H Πελοπόννησος, στά χρόνια τής οθωμανοκρατίας, αποτελούσε τό ορμητήριο όλων
σχεδόν τών επαναστατικών κινημάτων. Ο ελληνικός πληθυσμός υπερτερούσε
τού τουρκικού καί η μόνη δίοδος διελεύσεως τού εχθρικού στρατού ήταν ο Ισθμός τής Κορίνθου.
Οι ετοιμοπόλεμοι Μανιάτες, τούς οποίους ο
Κολοκοτρώνης ονόμαζε φρουρά τού Μαρμαρωμένου Βασιλιά, δέν είχαν επιτρέψει
σέ Τούρκο νά πατήσει τά χώματά τους.
Σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, ο Περραιβός κατόρθωσε τό 1821 νά
συνενώση "τάς τρείς ισχυράς οικογενείας τής
Μάνης, τούς Μαυρομιχαλαίους, τούς Τρουπάκηδες καί τούς Γρηγοράκηδες. Καί οι τρείς οικογένειαι
ανήγον τήν καταγωγήν των εις ευγενείς οικογένειες τού Βυζαντίου,
τών οποίων μέλη κατέφυγαν εις τήν Μάνην μετά τήν κατάκτησιν."
Παρότι δέν υπήρχαν αρματολίκια, υπήρχαν χιλιάδες Κλέφτες τούς οποίους όμως η Πύλη κατόρθωσε
νά εξουδετερώσει τό 1806. Τότε οι περισσότεροι διέφυγαν στά Επτάνησα,
γιά νά επανέλθουν στίς παραμονές τού Μεγάλου Αγώνα.
«Υπήρχαν προσέτι εις τήν Ελλάδα καί άλλα σώματα οπλοφόρα,
οι λεγόμενοι Κλέπται, οι οποίοι έζων εις τά όρη ή κατέφευγον εις τήν Επτάνησον,
οσάκις κατεδιώκοντο.
Τό 1820, χιλιάδες Μωραΐτες ήταν ήδη μέλη τής Φιλικής Εταιρείας καί περίμεναν τό σύνθημα γιά νά επιτεθούν στόν κατακτητή. Καί όπως διηγείται ο
Πρωτοσύγκελος Αμβρόσιος Φραντζής: "Η τοιαύτη κατάχρησις τής Φιλικής Εταιρείας κατά τό 1820 καί ο απερίγραπτος ενθουσιασμός, από τήν πολλήν τυραννίαν παραβιασμένος, κατήντησε τούς απλούς νά εκφράζωνται εν τώ μεταξύ των
μέ τόσον θάρρος, ως άν νά επερίμενον καμμίαν ένδοξον καί λαμπράν πανήγυριν μέ όλας αυτής τάς δόξας καί ευτυχίας."
«Κατά τάς αρχάς λοιπόν τού αωκα' ανεχώρησεν ο Χουρσίτ Πασσάς καί Μεχμέτ Πασάς καί άφησαν εις τήν Πελοπόννησον
επίτροπον τόν Μεχμέτ Σαλήχ Αγάν νέον Κεχαγιάν τού Χουρσίτ Πασσά.
Ότι δέν κατάφερε η συνέλευση τής Βοστίτσας, τό κατάφερε ο ίδιος ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλήχ, πού ζήτησε από τούς προεστούς καί τούς
αρχιερείς
νά προσέλθουν στήν πόλη γιά νά τούς κρατήση ομήρους. Η τουρκική εξουσία μέ σκιά υποψίας έστελνε τούς υπόπτους στήν αγχόνη καί αυτό τό ήξεραν οι
άρχοντες τής Πελοποννήσου, οι οποίοι πλέον άρχισαν νά επιδιώκουν τήν άμεση έναρξη τής εξέγερσης. Αρκετοί ήταν εκείνοι πού απέφυγαν νά πάνε στήν Τριπολιτσά ή
έστειλαν δικούς τους συγγενείς.
«Εις αυτούς (προύχοντες Μωριά) εφανέρωσε (ο Παπαφλέσας) τόν ερχομόν του,
τόν τίτλον του ως απεσταλμένου παρά τής Γενικής Αρχής κτλ.
καί ότι η 25 Μαρτίου 1821 είναι η πρώτη ημέρα τής επαναστάσεως.
Ο Λόντος μέ τόν Γερμανό, σύμφωνα μέ τά απομνημονεύματα τού Δεσπότη τών Παλαιών Πατρών, έκαναν ένα τέχνασμα γιά νά αποφύγουν τήν μετάβασή τους στήν
Τριπολιτσά.
Πήραν γιά συνοδεία έναν τάταρη (ταχυδρόμο) Τούρκο καί στόν δρόμο γιά τήν Τριπολιτσά, εμφανίστηκε σέ προκαθορισμένο σημείο ταχυδρόμος μέ πλαστό γράμμα,
τό οποίο ανέφερε ότι τάχα τούς περίμενε η αγχόνη μόλις θά έμπαιναν στήν πόλη.
Κάνοντας τούς ταραγμένους έδειξαν τό γράμμα στόν Τούρκο καί επέστρεψαν στή Μονή της Αγίας Λαύρας. Ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς
δέν κατάλαβε τό τέχνασμα καί έστειλε τόν Ανδρέα Καλαμογδάρτη νά τούς πείσει νά προσέλθουν στήν πόλη του, διότι δέν υπήρχε κανένας κίνδυνος.
«Τό Ελληνικόν Έθνος αφ' ού υπέκυψεν εις τόν βάρβαρον καί σκληρότατον ζυγόν τής
οθωμανικής τυραννίας, υστερήθη όχι μόνον τήν ελευθερίαν του, αλλά καί πάν
είδος μαθήσεως, καί κατήντησε νά μή γνωρίζη ουδέ τήν πάτριόν του γλώσσαν, εκτός ολίγων τινών πεπαιδευμένων, οπού κατά καιρούς ήκμασαν, τών οποίων
τά συγγράματα μαρτυρούσι τήν εις τάς μαθήσεις πρόοδόν τους. Καί ήταν ενδεχόμενον νά εκλείψη διόλου από τό Έθνος η Ελληνική Γλώσσα, εάν δέν τήν διέσωζεν
η Εκκλησία πρός ήν οφείλεται καί κατά τούτο ευγνωμοσύνη.»
«Ο Παλαιών Πατρών εκάλεσε τόν εν Βοστίτση φίλον του Λόντον εις σύσκεψιν, καί τήν επαύριον τής αφίξεώς του επεσκέφθησαν αμφότεροι τόν διοικητήν τών
Πατρών Σεκήρ Αγάν, εντόπιον, καί ηύραν παρ' αυτώ πλήρη συνέλευσιν τών εντοπίων αγάδων σκεπτομένων περί τών πραγμάτων.
«Εν τώ μεταξύ ο καϊμακάμης ζητεί οδηγίας από τόν Χουρσίτ. Μετ' ολίγον φθάνει διά τού ταχυτέρου δρόμου καί τρόπου από τό στρατόπεδον τών Ιωαννίνων
ο τεφτερχαγιάς τού πασσά, φέρων εις τόν καϊμακάμην τά αντίγραφα δύο φιρμανιών τού σουλτάνου, διά τών οποίων εδίδετο εις τόν Χουρσίτ πασσάν η απόλυτος
εξουσία νά θανατώση τούς αρχιερείς, τούς προκρίτους καί τούς εμπόρους τής επαρχίας πού θά παρείχαν υποψίας ότι κινούνται πρός επανάστασιν.
«- Αλλάχ , αλλάχ, πώς σκοτώνουν τούς αφεντάδες τους, τά σκυλιά οι ραγιάδες!
Ότε λοιπόν ήρχισαν αι εχθροπραξίαι κατά τών Οθωμανών, προύχοντες τινες ή κοτσαμπασίδες τών επαναστατημένων επαρχιών καί οι ρηθέντες καπεταναίοι τών
αρματολών καί τών κλεπτών, υψώσαντες τήν σημαίαν τής ελευθερίας καί συλλέξαντες τούς εμπειροτέρους εις τά όπλα από τούς επαναστατημένους κατοίκους, εσχημάτισαν
ένοπλα σώματα.»
Η αναχώρηση τού Χουρσίτ πασά καί η άφιξη τού Παπαφλέσσα απετέλεσαν
σημαντικό πλεονέκτημα γιά τήν έναρξη τών στρατιωτικών επιχειρήσεων.
Υπήρξαν καί πολλές καταγγελίες πρός τίς τουρκικές αρχές γιά ξεσηκωμό τών ραγιάδων, όπως
τού προκρίτου της Τριπολιτσάς Κουγιά. Ο Διονύσιος Κόκκινος αναφέρει περίπτωση
στήν οποία έφθασαν ξαφνικά Τούρκοι στρατιώτες σέ σπίτι όπου ήταν μαζεμένα μέλη τής Φιλικής Εταιρείας.
Ευτυχώς οι Ρωμιοί σκέφτηκαν νά εμφανίσουν τή συνάθροιση ως βάφτιση ενός παιδιού
καί μέ ένα μικρό μπαχτσίσι, οι Τούρκοι αποχώρησαν άπρακτοι.
Υπήρχαν βεβαίως καί οι επιφυλάξεις δημογερόντων καί μητροπολιτών,
όπως ήταν ο Λόντος, ο Ζαΐμης, ο μητροπολίτης Γερμανός καί αρκετοί άλλοι.
Έφθασεν εις τήν νήσον Σπετσών Γρηγόριος τις, Δικαίος λεγόμενος καί εκείθεν μετέβη εις τήν
Πελοπόννησον, συνεπιφέρων γράμματα από μέρους τού Αλεξάνδρου Υψηλάντη πρός τούς Πελοποννησίους διαλαμβάνοντα ότι η μηχανή είναι έτοιμη καί ότι μία
ισχυρά δύναμις είναι σύμμαχος καί ότι νά είναι οι πάντες έτοιμοι καί εντός ολίγου θέλει φθάσει καί ο ίδιος εκεί.
Ο δέ Δικαίος, άνθρωπος απαταιών καί εξωλέστατος περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω νά ερεθίση τήν ταραχήν τού Έθνους, εβεβαίωνεν ότι είναι τά
πάντα έτοιμα, πλάττων μιλιούνια άπειρα κατατεθειμένα ένεκα τούτου εις διάφορα ταμεία, εφόδια πολεμικά, δυνάμεις στρατιωτικάς διωρισμένας από μέρους τής Ρωσσίας,
πλοία πολλά καλώς ωπλισμένα καί εφωδιασμένα καί άλλα τοιαύτα παίγνια τής φαντασίας.»
Ότα εκόντευεν η προσδιωρισμένη ημέρα νά αρχίση ο πόλεμος, οι Τούρκοι τό εμυρίσθηκαν καί άρχισαν νά λαμβάνουν τά μέτρα των. Έκαμναν κάθε ημέραν συμβούλια,
καί τέλος ο τοποτηρητής τού Χουρσίτ Πασιά κατά συμβουλήν τών εντοπίων αγάδων επροσκάλεσε κατά τά μέσα Φεβρουαρίου εις τήν Τριπολιτσάν όλους τούς επισημοτέρους
προκρίτους καί αρχιερείς τής Πελοποννήσου, από τούς οποίους πολλοί εξεκίνησαν καί επήγαν.
Πολλοί όμως έκαμαν τόν άρρωστον καί ανέβαλαν διά κάμποσαις ημέραις τόν πηγαιμόν των. Ο τοποτηρητής ενόμισεν ότι άν πιάση καί φέρη τούς προκρίτους καί
τούς αρχιερείς εις τήν Τριπολιτσάν, ο ραγιάς δέν θά τολμήση νά κάμη κανένα κίνημα.»
Ο Καλαμογδάρτης, ο οποίος δέν ήταν μέλος τής Εταιρείας, φυσικά δέν έπεισε τούς προεστούς γιά τίς καλές προθέσεις τού Σαλήχ Αγά καί επέστρεψε άπραγος.
Οι δέ προύχοντες σύμφωνα μέ τόν Κόκκινο, τήν 10η Μαρτίου 1824
βρίσκονταν στήν Αγία Λαύρα καί εκεί έκαναν διαδοχικές συζητήσεις γιά τό τί πρέπει
νά πράξουν. Καί πάλι οι γνώμες γιά τήν επανάσταση ήταν διχασμένες, αλλά αυτή τή φορά επικράτησε η άποψη τού Ασημάκη Φωτήλα καί τού
Σωτήρη Χαραλάμπη, ότι εδώ πού έφθασαν τά πράγματα έπρεπε νά επισπευθεί η επανάσταση.
Τήν επομένη, οι κεφαλές τής Αχαΐας ανεχώρησαν από τή Μονή της Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων.
Οι Παλαιών Πατρών Γερμανός, Κερκίνης Προκόπιος καί Ανδρέας Ζαΐμης πήγαν στά Νεζερά (χωριά τού
Ερύμανθου),
οι Ασημάκης Ζαΐμης καί Ασημάκης Φωτήλας στήν Κερπινή, ο Παναγιώτης Φωτήλας στό Λιβάρτζι,
ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος στή Ζαρούχλα
καί ο Ανδρέας Λόντος στά Βούρα (Διακοφτό).
Τή σπίθα της ελευθερίας θά τήν άναβε ένας άσημος Καλαβρυτινός.
Ένας επιστάτης τών ταχυδρομείων από τό χωριό Σόλο τής Αχαΐας. Ο Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης.
Ο Λόντος ενόησεν ότι οι Τούρκοι ήσαν μάλλον φοβισμένοι ή ωργισμένοι διά τούτο τοίς ελάλησε θαρραλέως.
"Αγάδες, επανάστασις τών ραγιάδων δέν γίνεται χωρίς νά
θέλωμεν ημείς οι πρόκριτοι καί ημείς, χάρις εις τόν μεγαλοδύναμον Θεόν καί εις τόν πολυεύσπλαγχνον αυθέντην μας,
είμεθα πλούσιοι καί κτηματίαι ως καί σείς.
Ημείς ενθυμούμεθα ότι έμειναν γυμνοί καί πεινώντες οι αποστατήσαντες πρό τινών ετών πατέρες
μας, καί δέν επιθυμούμεν νά πάθωμεν τά αυτά.
Ημείς σάς εγγυώμεθα τήν ησυχίαν τού τόπου, καί σάς προσφέρομεν καί πάσαν συνδρομήν εις τήν είσπραξιν τών βασιλικών εισοδημάτων, κινδυνευόντων νά χαθώσιν."»
Ο καϊμακάμης ελάμβανεν εντολήν νά καλέση εις τήν Τριπολιτσάν τούς επιφανείς εκάστης πόλεως τής Πελοποννήσου καί νά τούς φυλακίση.»
Οι Τούρκοι σφάζονται στό Μοριά καί οι Τουρκάλες θρηνούν.»
«Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, κι Αλέξης ο μεγάλος
καί τό μικρό Βλασόπουλον αντάμα τρών καί πίνουν
κ' εκεί πού τρών καί πίνουνε, καί συχνοχαιρετιώνται,
φώνή τούς ήρτ' απ' ουρανούς, κ' απ' Αρχαγγέλου στόμα.
- Εσείς τρώτε καί πίνετε, κ' οι Τούρκοι σάς κουρσεύουν,
πήραν τ' Αλέξη δυό παιδιά, τού Κωσταντά τή μάνα,
πήραν καί τού Βλασόπουλου τήν ώμορφη αδερφή του.
Όσο νά στρώση ο Κωσταντάς, νά σαλιβώση ο Αλέξης,
τό άξιο τό Βλασόπουλο απάν' στή σέλλα 'βρέθη.
Τού παραγγέλνει ο Κωσταντάς, τού παραγγέλνει Αλέξης
- Άν ήναι χίλιοι σκότωσ' τους, κ' αν είναι δυό χιλιάδες,
κ' αν ήν' καί τρείς καί τέσσαρες, γύρισε, μίλησέ μας:
Ψηλή ραχούλ' ανέβαινει, κάθεται τούς μετράει,
μετράει τούς Τούρκους καί μετράει, καί μετρημούς δέν είχαν,
κάνει σταυρό σά Χριστιανός καί μέσα σ' αύτους μπαίνει.
Δύο τουφεκιαίς τωδώκανε μέσα στά σωθικά του,
η μιά τόν πέρνει στήν καρδιά, κ' η άλλη στά πλεμόνια.»
Στίς 14 Μαρτίου 1821, ο μεζιλτζής (ταχυδρόμος) Νικόλαος Χριστοδούλου ή Σολιώτης καί ο Αναγνώστης Κορδής έστησαν χωσιά (ενέδρα) στή θέση
Πόρτες κοντά στό χωριό Αγρίδι τής Αχαΐας καί σκότωσαν τρείς γυφτοχαρατζήδες καί τρείς γραμματοφόρους τού καϊμακάμη τής Τριπολιτσάς Σελήχ, πού πήγαιναν
στόν
Χουρσίτ πασσά στά Ιωάννινα. Ο σπόρος πού είχε ρίξει ο Παπαφλέσσας στήν ψυχή τού Σολιώτη βλάστησε.
Θεωρείται τό πρώτο κτύπημα τής επανάστασης καί έλαβε χώρα στήν επαρχία Καλαβρύτων. Βεβαίως σέ εκείνη τήν περίοδο έγιναν απανωτά κτυπήματα κατά
τών Τούρκων καί υπάρχουν πολλές ενστάσεις γιά τόν χρόνο καί τόν τόπο πού οι Ρωμιοί έρριξαν τό πρώτο βόλι.
«Εις τά Καλάβρυτα, κατά τήν 21ην Μαρτίου συνεκεντρώθησαν εις
τήν Μονήν τής Αγίας Λαύρας ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ο Νικόλαος
Σολιώτης, ο Ιωάννης Παπαδόπουλος (Μουρτογιάννης) καί οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζαίοι
καί παραλαβόντες ένα ασήμαντο κανόνι τού μοναστηριού καί μέ σημαίαν
τήν χρυσοκέντητον εικόνα τής Κοιμήσεως τής Θεοτόκου, (Λάβαρο τής επανάστασης) πού
υπήρχεν εις τήν Ωραίαν Πύλην τού ναού, ώρμησαν κατά τών Καλαβρύτων. Η πολιορκία δέν κράτησε πολύ.
Ο Αρναούτογλου μέ τούς άλλους Τούρκους ηναγκάσθησαν νά παραδοθούν.»
Στήν επαρχία τής Κορίνθου, οι οικογένειες τών προκρίτων Νοταράδων
(καταγόμενοι από τόν πρωθυπουργό τού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Λουκά Νοταρά)
διατηρούσαν στενές σχέσεις μέ τόν διοικητή τής πόλης Χουσεΐν Κιαμήλμπεη καί αντιδρούσαν σφόδρα
στήν ιδέα τής επαναστάσεως. Κατέφθασαν τότε στήν Κορινθία Καλαβρυτινοί καί Δερβενοχωρίτες υπό τόν Γιάννη Χατζή καί ξεκίνησαν τήν πολιορκία τών Τούρκων
πού είχαν κλειστεί στό κάστρο τής Ακροκορίνθου. Ομοίως καί οι Τούρκοι τής Αργοναυπλίας δέχτηκαν επίθεση καί κλείστηκαν στά κάστρα τού Άργους καί τού
Ναυπλίου, ενώ στίς 25 Μαρτίου 1821 ιδρύθηκε στρατόπεδο στά Βέρβαινα Κυνουρίας από τούς Αναγνώστη Κονδάκη, τόν επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο,
τόν Παναγιώτη Γιατράκο από τόν Μυστρά καί τόν Νικόλαο Δεληγιάννη.
«Τούς δεσποτάδες, τούς προεστούς, τούς σωματοφύλακες καί τούς δούλους τούς κατέβασαν, στίς 17 τού Απρίλη στό μπουντρούμι τού
διοικητηρίου. Ο Φιλήμονας πού τό είδε μάς τό περιγράφει μέ τούτο εδώ τόν τρόπο:
«Οι όμηροι μεταφέρθηκαν εις τό κάτω μέρος τού σεραγίου, εις δεινοτάτην
καί φρικτοτάτην ειρκτήν τών καταδίκων. Αύτη δέ η ειρκτή περιωρισμένη εις έν
δωμάτιον έκειτο υπό τό σεράγιον επί τού εδάφους, αριστερώθεν τού εισερχομένου δια τής τού σεραγίου πύλης.
«Αγαπητοί μας γέροντες τών χωρίων Κατζάναις καί λοιποί σας χαιρετώ. Εις τό αυτόθι εδιωρίσθη μέ
γνώμην καί απόφασιν εδικήν μας ο καπετάν
Κωνσταντής Πετιμεζάς δια νά έλθη νά συνάξη ανθρώπους, όσοι λοιπόν είσθε ικανοί καί
μέ άρματα όλοι θέλει ακολουθήσετε κοντά του προσέχοντες
διά νά μή κάμνετε στραπάτζον καί αταξίαν καί χωρίς τήν γνώμην τού καπετάν
Κωνσταντή νά μήν επιχειρίζεσθε τό παραμικρόν.»
«Οι προύχοντες καί οι αρχιερείς εκοιμήθησαν εκεί εις τό μοναστήρι, καί ήσαν φοβισμένοι καί απηλπισμένοι.
Τότε ο Ασημάκης Φωτήλας είπε τά εξής:
«Ce sont les kleftis, si renommes avant et depuis la guerre de l' independance,
hommes mis hors la loi par les Turcs. Sans cesse les armes a la main, vivant de peu et jouissant
d' une rude liberte, ils harcelaient continuellement les tyrans
(οι κλέφτες μέ τό όπλο στό χέρι χαίρονταν τήν ελευθερία καί κτυπούσαν τούς τυράννους)
de la Grece. Les kleftis, pareils aux compagnons des Hercule et des Thesee,
se montrerent souvent les redresseurs des torts et les protecteurs de la faiblesse
(παρόμοιοι μέ τόν Ηρακλή καί τόν Θησέα ήταν οι προστάτες τών αδυνάτων).
Telle etait la deplorable ressource du courage offense par une tyrannie barbare.
Δύο ημέρες αργότερα ο Ασημάκης Ζαΐμης έδωσε εντολή στόν Χονδρογιάννη νά επιτεθή στόν Σεϊδή Χαμουτζά Λαλιώτη καί τόν τραπεζίτη
Ταμπακόπουλο οι οποίοι μετέφεραν χρήματα
Τούρκων αγάδων. Πράγματι ο Χονδρογιάννης από τό Μάζι, ο Λαμπρούλιας από
τόν Μποτιά, ο Ντόλκας από τό Κάνι καί ο Δημόπουλος επίσης από τό Μάζι έστησαν ενέδρα
στήν θέση Χελωνοσπηλιά, κοντά στήν Κλειτορία Καλαβρύτων. Τόσο ο Σεϊδής όσο καί ο Βυτιναίος τοκογλύφος διέφυγαν στά δάση τού Φενεού, αλλά οι πρώτες επαναστατικές
πράξεις έλαβαν χώρα. Τό ποτάμι δέν γυρνούσε πίσω.
Άλλες επιθέσεις πού πραγματοποιήθηκαν ήταν στό Λιβάρτζι όπου κατ' εντολή
τού Ασημάκη Φωτήλα σκοτώθηκαν δύο Τούρκοι σπαχήδες οι
Τσιπουγλαίοι, στό Βερσοβά Χασιών όπου ο Νικόλαος Σολιώτης
κτύπησε Αλβανούς ενόπλους καί στήν Ακράτα όπου οι Πετμεζαίοι
πυροβόλησαν απόσπασμα 18 Τούρκων πού κατευθύνονταν από τά Σάλωνα (Άμφισσα) στήν Τριπολιτσά.
Στίς 21 Μαρτίου 1821 ο Γεωργάκης Ντρίτζας σκότωσε στά Βλάχικα τής Καρύταινας τέσσερεις
Τούρκους, ενώ ο Γεώργιος Δανόπουλος σκότωσε στή θέση Δερβενάκια τόν τάταρη τής Κορίνθου πού πήγαινε στό Άργος. Στά Λαγκάδια κήρυξαν τήν επανάσταση
οι Δεληγιανναίοι, παρότι ο αδελφός τους Θεοδωράκης βρισκόταν όμηρος τού καϊμακάμη τής Τριπολιτσάς, ενώ οι αδελφοί Κολιόπουλοι (Γεώργιος
καί Δημήτριος Πλαπούτας) κάλεσαν τούς κατοίκους τής Καρύταινας στά όπλα καί επιτέθηκαν
εναντίον τών Λαλαίων (Τούρκων από τό Λάλα) στό χωριό Μπέτσι.
Τό πιό σοβαρό όμως επεισόδιο ήταν η επίθεση εναντίον ανθρώπων τού
Τούρκου βοεβόδα (διοικητή) τών Καλαβρύτων Ιμπραήμ πασά Αρναούτογλου, πού είχε
ξεκινήσει στίς 20 Μαρτίου 1821 γιά τήν Τριπολιτσά. Προπορευόταν ο αράπης δούλος του καί ο καφετζής (υπεύθυνος για τήν παραμονή) μέ εντολή νά ετοιμάσουν τό τσιφλίκι του
στό Δάρα όπου θά διανυκτέρευε ο αφέντης τους.
Στή θέση Παλιόπυργος οι Πετμεζαίοι καί οι Μαζαίοι σκότωσαν τούς υπηρέτες τού πασά, ο οποίος μόλις τό πληροφορήθηκε έσπευσε νά κλεισθή μαζί μέ
τούς Τούρκους κατοίκους τής περιοχής στούς τρείς οχυρούς πύργους τών Καλαβρύτων.
Τέλη Μαρτίου καί ολόκληρος ο Μωριάς φλεγόταν.
Στίς 26 Μαρτίου ο Γεώργιος Σισίνης κήρυξε τήν επανάσταση στήν Γαστούνη, ο Χαράλαμπος Βιλαέτης στόν Πύργο Ηλείας,
καί μετά από κοινού πολιόρκησαν τούς Τούρκους πού είχαν κλειστεί στό κάστρο Χλεμούτσι τής Γλαρέντζας (σημερινή Κυλλήνη).
Ακολούθησαν Μεθώνη, Κορώνη, Τριφυλία. Παντού οι πρώην σκλάβοι
έτρεχαν ελεύθεροι καί οι πρώην δεσμοφύλακες κλείνονταν στά κάστρα.
Ο ξεσηκωμός τών σκλάβων συνοδεύτηκε από σφαγές πολλών Τούρκων καί από αποτρόπαια εγκλήματα, τά οποία μπορούν νά παραλληλιστούν μέ τόν ξεσηκωμό τών Γάλλων
χωρικών καί τήν σφαγή χωρίς διάκριση όλων τών ευγενών μέ τίς περίφημες καρμανιόλες.
Στίς αναφορές τους οι Άγγλοι ιστορικοί αναφέρονται συχνά σέ σφαγές μουσουλμάνων από Έλληνες, ενώ
τό βασικό τους μέλημα είναι
νά δικαιολογήσουν τίς πολιτικές πράξεις τής κυβέρνησής τους καί τίς ενέργειες τού τουρκόφιλου προξένου
τους στήν Πάτρα (Philip James Green).
Οι "πολιτισμένοι" Ευρωπαίοι θέλουν νά δείχνουν ότι είναι αντικειμενικοί
καί τέλειοι στήν ιστορική τους παρουσίαση. Έτσι ο Φίνλεϊ θεωρεί τούς κλέφτες "sheep stealers and brigands".
Γιά τόν Ζαχαριά καί τόν Κολοκοτρώνη αναφέρει ότι "they lived at the expense of the poor Christian
peasants and they rarely ventured to plunder a rich aga".
Επίσης τονίζει ότι οι Τούρκοι τών Καλαβρύτων σφαγιάστηκαν από τούς Έλληνες,
ενώ δικαιολογεί τόν καϊμακάμη τής Τριπολιτσάς ότι έριξε όλους τούς πρόκριτους σέ ένα ελεεινό μπουντρούμι γιά νά τούς σώσει από τόν όχλο!
Διαβάζοντας τόν Βρετανό συγγραφέα νομίζει κανείς ότι οι Έλληνες ήταν οι κατακτητές καί οι Τούρκοι
σκλάβοι στόν τόπο τους, ενώ υποβαθμίζει τήν
μεταχείριση τών Χριστιανών από τούς Τούρκους.
Στό βιβλίο του
(History of the Greek revolution) μιλάει μόνο γιά σφαγές
μουσουλμάνων από Ελληνες, ενώ όπου απλώς σκότωναν (καί όχι έσφαζαν) οι Τούρκοι τό έκαναν έξ ανάγκης.
Γιά τόν Μαχμούτ Β' γράφει:
"his conduct was guided by political principles, which
were considered prudent at Constantinople.", δηλαδή η διαγωγή τού σουλτάνου θεωρείται συνετή, αφού ότι
έκανε τό έκανε γιά νά προστατεύσει τούς αθώους Τούρκους!
Ο Εγγλέζος τονίζει ότι δέν ήταν Έλληνες όσοι έκαναν τήν επανάσταση αλλά Αλβανοί, Βλάχοι έ άντε καί Έλληνες,
αλλά δέν μάς διαβάζει καί καμμία προκήρυξη πού νά έγινε στήν αλβανική ή βλαχική γλώσσα.
Ο George Finlay καί όλοι οι Βρετανοί υποστηρίζουν τούς
Οθωμανούς διότι διέπραξαν τά ίδια εγκλήματα. Κατέλαβαν εδάφη άλλων λαών καί τούς εξόντωσαν μέχρι ενός.
Καί άν δέν υπήρχε η βρετανική αυτοκρατορία
η οποία ουδέποτε επιθυμούσε τή Ρωσία νά αποκτήσει πρόσβαση στή Μεσόγειο, οι τσάροι
θά είχαν σβήσει τήν οθωμανική αυτοκρατορία από τόν χάρτη καί η Κωνσταντινούπολη θά ήταν καί πάλι χριστιανική.
Ο David Brewer παραβλέπει τίς σφαγές καί τούς ανασκολοπισμούς τών Ελλήνων
στήν Πάτρα από τόν κυβερνητικό στρατό, ο οποίος όφειλε νά κυνηγήσει καί
νά τιμωρήσει μόνο τούς επαναστάτες καί ρίχνει όλο τό βάρος τής συγγραφής του στήν δημιουργία μίας καλής
εικόνας γιά τόν Άγγλο πρόξενο Γκρήν, ο οποίος ήταν ο βασικός πληροφοριοδότης τών Οθωμανών.
Οι κύριοι τής Ευρώπης θεωρούν λεπτομέρεια τό γεγονός ότι οι Τούρκοι
εισέβαλλαν καί κατέκτησαν τά εδάφη μας, εξόντωσαν εκατομμύρια Χριστιανών, μάς
κρατούσαν σέ ελεεινή κατάσταση γιά αιώνες, μάς μαγάρισαν τούς ναούς μας καί τίς γυναίκες μας.
Οι κύριοι τής Ευρώπης παραβλέπουν τήν πληθώρα βασανιστηρίων, τίς καταναγκαστικές εργασίες, τήν φτώχεια, τό παιδομάζωμα, τά σκλαβοπάζαρα, τόν τρόμο πού
επικρατούσε καί ότι κάποτε οι Ρωμιοί όφειλαν νά εκδικηθούν γιά όλα αυτά πού τράβηξαν.
Οι ίδιοι πολιτισμένοι Ευρωπαίοι τά προηγούμενα χρόνια είχαν διαπράξει γενοκτονία στήν Αμερική καί τήν Αυστραλία, αλλά αυτό δέν τό αναφέρουν πουθενά στά βιβλία τους.
Τό 1770 θά παρακολουθούσαν απαθείς τίς σφαγές τών Χριστιανών τής Πελοποννήσου μέ τά ορλωφικά,
τόν Απρίλιο τού 1821 θά παρακολουθούσαν τίς σφαγές στήν Κωνσταντινούπολη, όπου
οι πρέσβεις τους είχαν εντολή νά μήν παράξουν καμμία βοήθεια στούς Χριστιανούς.
Οι Βρετανοί τραπεζίτες θά μάς δάνειζαν μέ ληστρικά
δάνεια εκμεταλλευόμενοι τήν αγωνία μας γιά επιβίωση, ενώ έναν αιώνα αργότερα ο στόλος τής Δύσης
θά παρακολουθούσε μέ κινηματογραφικές κάμερες τίς σφαγές στή Σμύρνη.
Γι' αυτό τό λόγο δίνω βάρος στά απομνημονεύματα τών Ρωμιών πού έζησαν τόν τουρκική βαρβαρότητα.
Όλοι οι πρωταγωνιστές τού αγώνα είχαν θύματα στήν οικογένειά τους από τόν κατακτητή καί θεώρησαν τήν
επανάσταση ως απόδοση δικαιοσύνης. Η οικογένεια τού Κολοκοτρώνη, τού Τζαβέλα καί τού Μπότσαρη είχε ξεκληριστεί,
τού Νικηταρά ο αδελφός καί ο πατέρας είχαν σκοτωθεί από τούς Τούρκους,
ο πατέρας τής Μπουμπουλίνας σάπισε στό Γεντί Κουλέ, τού Δεληγιάννη τόν έσφαξαν στό κρεβάτι τού σπιτιού, τού
Λόντου καρατομήθηκε, τού Ζαΐμη στραγγαλίστηκε.
Προτείνω τίς μαρτυρίες όσων τούς έσκιαζε η φοβέρα καί τούς πλάκωνε η σκλαβιά.
Παρακάτω διαβάζουμε στήν Ιστορία τής Επανάστασης τού 21 τού Δημήτρη Φωτιάδη,
τόν τρόπο μέ τόν οποίο έσωσε (σύμφωνα μέ τόν Φίνλεϋ) ο καϊμακάμης τής Τριπολιτσάς τούς
προκρίτους καί τούς μητροπολίτες:
"υπόγειον ή ισόγειον, πανταχόθεν τετειχισμένον, ουδέποτε δεχόμενον νέον αέρα, αμυδρώς φωτιζόμενον δι 'υψηλού τινος θυριδίου σιδηρού, αδιαίρετον, άνευ δαπέδου,
μικράς χωρητικότητος, αείποτε υγρόν, πάντοτε ακαθάριστον, βαρέως δυσώδες, πλήθος εντόμων καί ζωϊδίων, αυτόχρημα τόπος κολάσεως".
Άμα τούς μπάσανε σ' αυτό βάλανε στόν καθένα μιά σιδερένια λαιμαριά κι έπειτα πέρασαν μέσα απ' αυτή, δένοντας έτσι δεκαοκτώ μαζί, χοντρή αλυσίδα ωσάν τό μπράτσο
ενός άντρα, πού ζύγιζε 270 οκάδες. Γιά τίς φυσικές τους ανάγκες είχανε κουβάδες, τίς περίφημες βούτες, πού επέζησαν καί στά δικά μας κρατητήρια. Έτσι, όποιος ήθελε νά
πάει ώς αυτές ν' ανακουφιστεί, έπρεπε "νά κινηθώσι συγχρόνως καί οι έτεροι δεκαεπτά θέλοντες καί μή θέλοντες,
τής αλύσεως συμπαρασυρομένης, εάν δέ τις ησθένει
ακίνητος μένων, ηναγκάζοντο καί οι έτεροι, ίνα μένωσιν ακίνητοι ή συμπαρασύρωσιν εκάστοτε τόν ασθενούντα".
Όπως πάγαιναν νά σκάσουν από τό στρίμωγμα, τήν ανάσα τόσων ανθρώπων καί τίς ακαθαρσίες τους, ικέτεψαν νά τούς αραιώσουν. Καί πραγματικά οι Τούρκοι τούς κάνανε
τό χατήρι, πήραν τούς σωματοφύλακές τους, τούς έβγαλαν στήν αυλή καί τούς έκοψαν.»
Δέθηκαν όλοι εις τό φοβερόν κούτσουρον, εις τάς οπάς τού
οποίου εισήρχοντο οι πόδες τών βασανιζομένων. Εισελθόντες δέ εις ταύτην τήν φυλακήν συνέδεσαν
διά μακράς αλύσεως τούς αρχιερείς καί προύχοντας τήν εσπέραν εκείνην.
Ελθών δέ καί ο Μεραγαρζίκος Τούρκος Λαγκαδινός, κατά τόν
αυτόν μήνα έμπροσθεν τής φυλακής καί θεωρήσας από τό παράθυρον τούς ένδον φυλακισμένους είπεν:
"- Τί κάμνετε;
- Τί νά κάμωμεν; εδώ μέσα είμεθα άρρωστοι καί δυστυχισμένοι.
- Αμή ο Παπαλέξης τί κάνει;
- Εδώ μέσα ειν' άρρωστος.
- Έτσι τόχουν οι ψηλοί γκρεμίζοντ' ογλίγωρα..."
Ο Μήτρος Ροδόπουλος ένεκα τού φόβου ηρνήθη τήν πατρώαν ημών θρησκείαν καί απέφυγε τά δεινά τής φυλακής, ενώ ο καϊμακάμης παρέλαβε υπό τήν προστασία του τόν
Αναστάση Μαυρομιχάλη καί τόν Ανδρέα Καλαμογδάρτη καί ο Κιαμήλμπεης τόν Κορίνθου Κύριλλο καί τόν Σωτηράκη Νοταρά, οι οποίοι δέν φυλακίστηκαν, αλλά
παρέμειναν στό σεράγι καθ' όλη τή διάρκεια τής πολιορκίας.
Ώστε ουδέ τούς πόδας ηδύναντο νά εκτείνωσιν, αλλά νυχθημερόν καθήμενοι διελέγοντο, καί ούτως εκοιμώντο
επί πέντε ολοκλήρους μήνας, μή δυνάμενοι νά ανακληθώσι.
Αέναος ιδρώς έρρεε ποταμιδόν εκ τών σωμάτων αυτών, εξ ου τά ενδύματα αυτών εσάπησαν.
Εκτελέστηκαν δεκαοκτώ υπηρέτες καί σωματοφύλακες τών αιχμαλώτων αφού έρριψαν επάνω τους επτακοσίας βολάς τηλεβόλων, απέτεμαν τάς κεφαλάς,
εκτός ενός νέου, ο οποίος δείλιασε, εξώμοσε καί αφέθηκε ελεύθερος.
Απεβίωσε δέ τότε ο Μονεμβασίας Χρύσανθος διά τε τήν κακοπάθειαν καί δι' ατροφίαν. Ολίγων
δέ ημερών παρελθουσών, απέθανεν ωσαύτως καί ο ιεροδιάκονος
τού Χριστιανουπόλεως. Εν μία ημέρα απεβίωσαν ο Ναυπλίου Γρηγόριος,
ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ο Δημητσάνης Φιλόθεος, ο Παπαλέξης,
ο Αναγνώστης Κωστόπουλος από Μηλιάκικα. Ο δέ Θεόδωρος Δεληγιάννης εψυχορράγει
κρατούμενος υπό τού Ιωσήφ Ζαφειροπούλου.»
"Ό,τι εδυνήθημεν εκάμαμεν μέχρι τούδε καί αρκετά μακρύναμεν τόν καιρόν,
αλλ' εις τό εξής οι Τούρκοι δέν μάς πιστεύουν, όσον καί αν προσπαθήσουμε νά τούς γελάσωμεν, ώστε όπως
έφθασαν τά πράγματα αυτοί θά κόψουν τά κεφάλια μας, καί όχι μόνο τά ιδικά μας, αλλά καί όλων τών
Χριστιανών, καί Κύριος οίδεν, άν δέν στείλουν τίς γυναίκες καί τά παιδιά μας εις τήν Ανατολήν.
Αλλ' η γνώμη μου είναι νά πιάσωμεν τά όπλα καί ο Θεός νά μάς βοηθήση, καί ό,τι γίνει ας γίνη."
Οι λόγοι αυτοί τού Φωτήλα υπήρξαν η υστερινή των απόφασις».
C' est par ces intrepides kleftis que l' usage des armes fut conserve en Grece.
Leur existence etait une protestation vivante (η ύπαρξή τους αποτελούσε έντονη διαμαρτυρία) contre une domination abhorree
(ενάντια σέ μία μισητή κυριαρχία). Les noms de Ζαχαριάς, Μπουκουβάλας, Κατσαντώνης,
et de plusieurs autres, sont graves dans la memoire se tous les Grecs.».
Στό λιμανάκι τού Αρμυρού τής Μάνης άραξε, στά μέσα Μαρτίου 1821, τό καράβι τού Μέξη πού είχε ναυλώσει ο Παπαφλέσσας όταν βρισκόταν στό Αϊβαλί.
Τό καράβι μετέφερε μπαρουτόβολα καί τά παρέλαβαν ο Νικηταράς καί ο Νικήτας Δικαίος, αδελφός τού Παπαφλέσσα.
Στή συνέχεια ανέλαβαν τή μεταφορά καί τήν παράδοση τού φορτίου στόν Αρχιμανδρίτη πού βρισκόταν στό μοναστήρι τού προφήτη Ηλία στήν Πόλιανη.
«Καθώς πέρναγε η συνοδεία έξω από τήν Καλαμάτα, στάθηκε σέ κάποιο πηγάδι γιά νά ποτίσουν τά φορτωμένα ζωντανά. Ξεφεύγει απ' αυτά
ένα βαρελάκι καί πέφτοντας σπάζει καί χύνεται τό μπαρούτι. Σέ λίγο φτάνει στό πηγάδι ο σεΐζης (σταβλίτης) τού Σουλεϊμάν αγά, βοεβόδα τής Καλαμάτας, νά ποτίσει
τό άτι τού αφεντικού του. Βλέπει τό μπαρούτι, τρέχει στόν αγά καί τού φανερώνει τί είδε. Ο βοεβόδας προστάζει νά τού φέρουν τούς προύχοντες τών ραγιάδων.
Καί ο Αρναούτογλου προσκάλεσε τούς επαναστάτες νά έρθουν στήν Καλαμάτα γιά νά τόν προστατέψουν!
Πράγματι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης έστειλε τόν γιό του
Ηλία Μαυρομιχάλη, στίς 19 Μαρτίου, μέ 150 Μανιάτες οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σέ σπίτια Χριστιανών.
Ο Ηλίας έγραψε στόν πατέρα του νά ειδοποιήσει όλα
τά καπετανάτα νά πλακώσουν στήν Καλαμάτα γιά νά πάρουν τήν πόλη.
«Εις τάς 23 Μαρτίου 1821
επιάσαμε τούς Τούρκους εις τήν Καλαμάτα, τόν Αρναούτογλην, σημαντικόν Τούρκον τής Τριπολιτζάς.
Είμεθα 2000 Μανιάτες, ο Πετρόμπεης, ο Μούρτζινος, ο Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη.
Εκατό ήτον οι Τούρκοι μεινεμένοι, ως 10000 η φήμη τους μεγάλη,
(διέδιδαν ότι ήταν 10000 Τούρκοι). Η Ανατολική
Σπάρτη εκινήθη τήν ίδιαν ώραν. Ο Τζανετάκης μέ τήν Κακαβουλιά (Μέση Μάνη) εκινήθη διά τόν Μυστρά. Οι Τούρκοι τής Μπαρδούνιας καί Μυστρά
υπάγουν, τραβιούνται εις τήν Τριπολιτζά. Οι Τούρκοι είχαν βάλει υποψία,
επροσκάλεσαν τούς προεστούς καί δεσποτάδες, καί αυτοί επήγαν
(κράτησαν ομήρους τούς προεστούς). Ήτον έμβα τού Μαρτίου. Δέν τούς εσκότωσαν.
Στίς 25 Μαρτίου 1821 ένοπλοι από τό Ζυγοβίστι, τή Δημητσάνα καί τή Στεμνίτσα επιτέθηκαν κατά
τών Τούρκων τής Καρύταινας, οι οποίοι
μαζί μέ τόν διοικητή τους Μουσταφά Ριζιώτη κλείστηκαν στό κάστρο.
Ο Κολοκοτρώνης πού βρισκόταν στό Λεοντάρι, νοτίως τής Μεγαλουπόλεως,
έσπευσε νά βοηθήσει καί νά οργανώσει τήν πολιορκία τού κάστρου.
Στίς 29 Μαρτίου έφθασαν τούρκικες ενισχύσεις 1700 ανδρών από τό Φανάρι Ηλείας καί
ο Κολοκοτρώνης μέ τούς 300 Μανιάτες του κατάφερε νά τούς απωθήσει
μέ απώλειες έξι νεκρούς καί τραυματίες τόν Βοϊδή καί τόν Αθανάσιο Δουράκη. Όταν ήλθαν οι αδελφοί
Πλαπούτα (Γεωργάκης καί Δημήτρης) καί ο Ζανέτος Χριστόπουλος από τά νώτα τού
εχθρού, οι Τούρκοι στριμώχθηκαν σέ μία γέφυρα τού Αλφειού ποταμού (τού Κούκου) καί
προσπαθώντας νά διαβούν τό ποτάμι στή θέση
Χαλούλαγα, έπαθαν μεγάλη καταστροφή καί είχαν εκατοντάδες νεκρούς.
«Εκούναγα τό μπαϊράκι (σημαία) διά νά μέ γνωρίσουν τά Κολιόπουλα, είχε πιασθεί ο λαιμός
μου από τίς φωνές τής ημέρας.
(Ανέμιζε τή σημαία γιά νά τόν δούν οι αδελφοί Πλαπούτα καί νά τρέξουν νά τόν βοηθήσουν).
Οι Τούρκοι βγαίνουν εις βοήθεια από τό κάστρο, διώχνουν εκείνους πού ήτον στήν χώρα.
Κυνηγούμε τούς Τούρκους μέ τά γυναικόπαιδα, 500 ψυχές εχάθηκαν εις
τό ποτάμι τής Καρύταινας, μήν ημπορώντας ν' απεράσουν από τό γεφύρι, τό οποίον τό είχαμε πιασμένο.
Οι Τούρκοι τής Τριπολιτσάς ξεκίνησαν γιά νά βοηθήσουν τούς ομοθρήσκους τους καί έφθασαν
ανενόχλητοι στό Σάλεσι (σημερινό Μακρύσι τής Μεγαλούπολης), τό οποίο έκαψαν καί
πλησίασαν σέ απόσταση βολή από τό στρατόπεδο τών Ελλήνων.
Εκεί όμως οι απειροπόλεμοι καί απείθαρχοι Ρωμιοί μόλις αντιλήφθηκαν τίς τουρκικές ενισχύσεις
δείλιασαν καί παράτησαν τά ταμπούρια τους. Καί μόνο η λέξη "Τούρκος" προκαλούσε
τρόμο στούς ραγιάδες. Οι μόνοι πού έμειναν νά πολεμήσουν ήταν
οι Μανιάτες τού Ηλία Μαυρομιχάλη (Μπεϊζαντέ)
πού βρίσκονταν στή γέφυρα τής Καρύταινας. Εν τώ μεταξύ όλοι οι οπλαρχηγοί
εγκατέλειψαν τό στρατόπεδο τραβώντας οι Πλαπουταίοι δυτικά γιά τή Λιοδώρα, ο
Κανέλλος Δεληγιάννης γιά τόν τόπο του τά Λαγκάδια καί ο Παπαφλέσσας γιά τήν Στεμνίτσα.
«Ο Αναγνωσταράς, Μπεηζαντές, Μπούρας πάνε στό Λεοντάρι, έμεινα μόνος μου μέ τό άλογό μου εις τό Χρυσοβίτζι.
Γυρίζει ο Φλέσσας καί λέγει ενός παιδιού: «Μείνε μαζί του, μή τόν φάνε τίποτες λύκοι».
Έκατζα έως πού εσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τους (σημαίες), απέ εκατέβηκα κάτου, ήτον μιά εκκλησία εις τό δρόμο, καί τό καθησιό μου
ήτον όπου έκλαιγα τήν Ελλάς: Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φορά τούς Έλληνας διά νά εμψυχωθούν!»
«Ο ανυπόφορος ζυγός τής οθωμανικής τυραννίας εις τό διάστημα ενός καί επέκεινα αιώνος
κατήντησεν εις μίαν ακμήν, ώστε νά μή μείνη άλλο εις τούς δυστυχείς
Πελοποννησίους Γραικούς, ειμή μόνον η πνοή καί αυτή διά νά ωθή κυρίως τούς εγκαρδίους των αναστεναγμούς εις αυτήν τήν αθλίαν κατάστασιν όντες, υστερημένοι από
όλα τά δίκαιά μας, μέ μίαν γνώμην ομοφώνως απεφασίσαμεν νά λάβωμεν τά άρματα, καί νά
ορμήσωμεν κατά τών τυράννων.
«Ορκίζομαι
εις τό όνομα τού Παντοδύναμου μας Θεού,
εις τό όνομα τού Κυρίου μας Ιησού Χριστού καί τής Αγίας Τριάδος,
νά χύσω καί τήν υστέραν ρανίδα τού αίματός μου,
υπέρ πίστεως καί πατρίδος.»
«Ακούσαντες οι Μπαρδουνιώται Τούρκοι βρόντον κανονιών, καί έμφοβοι ηρώτησαν τούς διαβαίνοντας τί εσήμαιναν οι κανονοβολισμοί. Αγωγιάται
τινες, ερχόμενοι εκ Μαραθωνησίου (Γύθειο), τοίς είπαν ότι ο Φραγκιάς εκανονοβόλει. Φραγκιάς δ' ελέγετο ο διοικητής ενός τών εν τώ λιμάνι τού Μαραθωνησίου
πλοίων, Μυκώνιος.
«Ο δέ Κανέλλος Δηληγιάννης, φεύγων καί αυτός εκ Καρυταίνης ως καί οι λοιποί, μετέβη εις τήν πατρίδα του, τά Λαγκάδια, καί ηύρεν όλον τό χωρίον έρημον καί
αυτή τήν οικογένεια φυγούσαν κατά τήν επαρχίαν τών Καλαβρύτων, έδραμε δέ κατόπιν αυτής πεζός καί ανυπόδητος, τήν επρόφθασεν εις τό Σωποτόν καί τήν συνώδευσεν
εις Μέγα Σπήλαιον. Εκεί μαθών, ότι οι επαρχιώται του απελπισθέντες απεφάσισαν νά προσκυνήσωσιν, απέστειλεν εις πρόληψιν τού κακού τόν αδελφόν του Δημητράκην
εις Λαγκάδια μεθ' όσων εδυνήθη νά συλλέξη στρατιωτών.
«Αλλά μετά τέσσαρας ημέρας αφ' ής επολιορκήθηκαν, εν ώ ώραν τήν ώραν ηλπίζετο νά παραδοθώσιν,
εξαίφνης φαίνεται καπνός είς τό χωρίον Σάλεσι (Μακρύσι Μεγαλόπολης) καί λέγεται ότι
ήρχοντο Τούρκοι. Από δέ τόν καπνόν ηδύναντο νά συμπεράνωσιν ότι οι Τούρκοι έκαιον τά χωρία τών
Χριστιανών. Μ' όλον τούτο απέρχεται ο Κολοκοτρώνης
αυτός νά παρατηρήση, έφερε δέ σημαίαν αναπεπταμένην, τήν
οποίαν έμελλε νά τειλίξη, εάν εγνώριζεν ότι ήσαν Τούρκοι καί τότε οι άλλοι ώφειλον νά ετοιμασθώσιν
εις μάχην.
«Τσανέτος Χρηστόπουλος. Ούτος υιός ήτο τού ανωτέρω Χρήστου Αναστασίου.
Πρό τής επαναστάσεως εγνώριζε τά τής εταιρίας καί ένεκα τούτου ετοίμαζε τά τού πολέμου, περιμένων
τήν ορισμένην ημέραν τής 25 Μαρτίου 1821.
- Τί είναι τούτα, μπρέ ραγιάδες;
- Αγωγιάτες καί ραγιάδες είναι αγά μου καί κουβαλάνε λάδι.
- Αμή γιατί είναι αρματωμένοι;
- Φοβούνται τούς κλέφτες, αγά μου.
- Πρώτη φορά ακούω πώς έχει κλέφτες στόν καζά μου. Ίσαμε πόσοι νά ΄ναι;
- Λένε πώς είναι χιλιάδες. Αγά μου ένα απομένει. Στείλε μήνυμα στούς Μανιάτες νά μάς γλυτώσουν από δαύτους.»
Πράγματι στίς 23 Μαρτίου 1821 μπήκαν στήν πόλη ελευθερωτές πλέον οι Μαυρομιχάληδες, οι Μούρτζινοι (Τρουπάκηδες), οι Κουμουνδουράκηδες, οι Γρηγοράκηδες,
οι Καπετανάκηδες, οι Χρηστέοι, ο Παναγιώτης Βενετσάνος, ο Κεφάλας, ο Παπαφλέσσας, ο Κυβέλος, ο Κουτράκος, ο Πατριαρχέας, ο Μητροπέτροβας,
ο Αναγνώστης Παπαγεωργίου (Αναγνωσταράς), ο Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) καί μαζί μέ αυτούς, όπως γράφει ο Κόκκινος
"συνεβάδιζε κρατών μακράν ράβδον καί χωρίς όπλον καί φέρων τό ερυθρόν ένδυμα
τού αξιωματικού τών επτανησιακών ταγμάτων ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ωσάν αλλόκοτος οδοιπόρος μεταξύ τών ενόπλων."
Ο Αρναούτογλου είχε πέσει στήν παγίδα καί παραδόθηκε αμέσως. Στίς 23 Μαρτίου 1821 μπροστά στόν βυζαντινό ναό τών Αγίων Αποστόλων, 24 ιερείς
ευλόγησαν, κατά τή διάρκεια πανηγυρικής δοξολογίας καί μέσα σέ ατμόσφαιρα ξέφρενης χαράς καί ενθουσιασμού, τίς ελληνικές σημαίες.
Βέβαια, στήν Τσίμοβα (Αερόπολη) είχε προηγηθεί άλλη δοξολογία, μπροστά στόν Ιερό Ναό τών Ταξιαρχών,
όπου οι αεί ελεύθεροι Μανιάτες, στίς 17 Μαρτίου τού 1821,
είχαν υψώσει τό λάβαρο τού Αγώνα, δηλαδή τή μανιάτικη σημαία.
Η σημαία ήταν λευκή, μέ μπλε σταυρό στή μέση. Στήν πάνω πλευρά έγραφε
«Νίκη ή Θάνατος» καί στήν κάτω τό ένδοξο «Τάν ή Επί Τάς».
Από εδώ καί πέρα θά ξεχωρίσει η κορυφαία μορφή τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε φθάσει
από τήν Ζάκυνθο στήν Μάνη, στίς
6 Ιανουαρίου 1821 καί κρυβόταν στόν πύργο τού φίλου του καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου στήν
Καρδαμύλη. Μετά τήν απελευθέρωση τής Καλαμάτας, ο
"Γέρος τού Μωριά"
πήρε 300 Μανιάτες από τόν Μούρτζινο καί τόν Μαυρομιχάλη
καί κίνησε γιά τό εσωτερικό τής Πελοποννήσου.
Μπροστά, βάδιζε ένας θεόρατος καλόγερος ο παπά Τούρτας κρατώντας ψηλά έναν μεγάλο σταυρό.
Είπα νά πάμε εις τήν παλαιάν Αρκαδία, εις τό κέντρο, διά νά βοηθούμε τούς άλλους. Τότενες τούς είπα: "Εάν μού δώσετε βοήθεια από τούτο τό στράτευμα,
καλώς, ειμή αναχωρώ νά υπάγω εις τό κέντρο". Είχα λάβει γράμμα από τόν Κανέλλο (Δεληγιάννη),
μ' επροσκαλούσε, ότι είχε 10000 άρματα, καί νά έμβω
επί κεφαλής. Τού Μούρτζινου αρρώστησε τό παιδί του, ο Διονύσιος, καί έτζι δέν εκίνησαν όλοι οι Μανιάται.
Έλαβα 200 από αυτόν (Μούρτζινο) καί 70 από τόν Μπέη (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη) μέ τόν καπετάν Βοϊδή καί μέ 30 εδικούς μου εγενήκαμε 300 καί έκοψα ευθύς δύο
σημαίες μέ σταυρό καί εκίνησα. (Ξεκίνησε μέ 300 Μανιάτες γιά τό εσωτερικό τής Πελοποννήσου).
Οι Ανδρουσιάνοι Τούρκοι, (Ανδρούσα Μεσσηνίας) 260 άνδρες, μανθάνοντας ότι
είμεθα ασκέρι (στρατός) φεύγουν, πάνε στά κάστρα τής Μεσσηνίας.
Κινώντας εγώ, είχαν μίαν προθυμίαν οι Έλληνες, όπου όλοι μέ τάς εικόνας έκαναν δέηση καί ευχαριστήσεις.
Μού ήρχετο τότε νά κλαύσω από τήν προθυμίαν πού έβλεπα.»
Ημείς τούς πολιορκήσαμεν (τούς Τούρκους τής Καρύταινας). Μετά τό εσπέρας (βράδυ) έφθασε καί ο Ηλίας Μπεηζαντές (Ηλίας Μαυρομιχάλης, γιός τού Πετρόμπεη)
από τό Λεοντάρι. Στίς 28 ήλθε καί ο Κανέλλος (Δεληγιάννης) μέ 200 Καρυτινούς.
Ο Αναγνωσταράς καί ο Παπαφλέσσας ήρθαν εις τήν Καρύταινα μέ 1000.
Σέ δύο ημέρες εγινήκαμε 6000. Οι Τούρκοι όπου ήτον κλεισμένοι, άφησαν τά ζώα τους έξω,
τά πήραν οι Έλληνες. Δέν είχαν νερό, τροφάς.
Τόν Νικηταρά, τόν είχα σταλμένον μέ εκατό νομάτους
εις τό Φραγκόβρυσο, εις τήν Τριπολιτζά, δύο ώρες απέξω.
(Κάτω από τό κάστρο τής Καρύταινας ήταν συγκεντρωμένοι 6000 άνδρες, αλλά μέ υποτυπώδη
οπλισμό, χωρίς πολεμοφόδια καί απειροπόλεμοι. Οι οπλαρχηγοί
δέν άκουσαν τή γνώμη τού Κολοκοτρώνη νά τρέξουν νά πιάσουν τόν δρόμο από
τήν Τρίπολη γιά νά εμποδίσουν τίς ενισχύσεις τού εχθρού, διότι όλοι περίμεναν
νά πέσει τό κάστρο καί νά τό λαφυραγωγήσουν).
Εκείνες τές δύο ημέρες όπου εσυνάχθημεν, ο Μουσταφάγας ενδύνει δύο
Τούρκους ραγιάδικα (ελληνικά), τούς δίνει 500 γρόσια. Επήγαν εις τήν Τριπολιτζά διά νά έλθει
μεντάτι (βοήθεια)
καί νά τούς πληρώσει όλους όσοι έλθουν εις βοήθειάν τους.
Έξω βγαίνοντας οι πεζοδρόμοι δύο ώρες, τούς εκατάλαβαν άνθρωποι, πλήν δέν τούς έπιασαν.
(Οι κλεισμένοι στό κάστρο έντυσαν δύο Τούρκους σάν Έλληνες καί τούς έστειλαν μέ λεφτά
στήν Τρίπολη γιά νά φέρουν ενισχύσεις. Κατάφεραν νά περάσουν τόν
κλοιό καί έφεραν 2000 άνδρες οι οποίοι έφτασαν ανενόχλητοι στήν Καρύταινα, αφού
οι δρόμοι έμειναν τελικά αφύλακτοι).
Δίδοντας τό γράμμα ορδινιάσθηκαν 2000, καί ήλθαν βοήθειαν
τών Καρυτινών καί Φαναρίτων (Φανάρι χωριό τής Ολυμπίας).
Εγώ, σάν έμαθα τούς πεζοδρόμους, υποπτεύθηκα ότι, θά έρθει μεντάτι (βοήθεια).
Έκαμα ευθύς συνέλευσιν εις τό στράτευμα, Έδωκα γνώμη νά πάει ο Αναγνωσταράς μέ 2000
εις τού Σάλεσι, μακρά από τήν Τριπολιτζά 4 ώρες καί 4 από τήν Καρύταινα,
νά εμποδίσει τό μεντάτι άν κινήσει από Τριπολιτζά. Αυτός μού αποκρίθηκε:
"Δέν κάνει νά χαλάσομε τό ορδί (στρατόπεδο), όπου είμεθα συναγμένοι."»
Πάσα πρός αλλήλους μας φατρία καί διχόνοια, ως καρποί τής τυραννίας, απερρίφθησαν εις τόν βυθόν
τής λήθης καί άπαντες πνέομεν πνοήν ελευθερίας,
αι χείρες μας αι δεδεμέναι μέχρι τού νύν από τάς σιδηράς αλύσσους τής βαρβαρικής τυραννίας
ελύθησαν ήδη, καί υψώθησαν μεγαλοψύχως πρός όλεθρον τής
βδελυράς τυραννίας καί έλαβον τά όπλα κατά τών τυράννων οι πόδες
οι περιπατούντες εν νυκτί καί ημέρα εις τάς ενηγγαρεύσεις τής ασπλαχνίας τρέχουν εις
απόκτησιν τών δικαιωμάτων μας, η κεφαλή μας η κλίνουσα τόν αυχένα υπό τόν ζυγόν,
τόν αποτείναξε, καί άλλο δέν φρονεί, ειμή τήν ελευθερίαν,
η γλώσσα μας η αδυνατούσα εις τό νά προφέρη λόγον εκτός τών ανωφελών παρακλήσεων
πρός εξιλέωσιν τής μανίας τών τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει,
και κάμνει νά αντηχή ο αήρ τό γλυκύτατον όνομα τής ελευθερίας.
Εν ενί λόγω όλοι απεφασίσαμεν ή νά ελευθερωθώμεν ή νά αποθάνωμεν,
διό καί προσκαλούμεν τήν συνδρομήν καί βοήθειαν όλων τών εξευγενισμένων ευρωπαϊκών γενών,
ώστε νά δυνηθώμεν νά φθάσωμεν ταχυτέρως εις τόν ιερόν καί
δίκαιον σκοπόν μας, καί νά ανανεώσωμεν τό τεταλαιπωρημένον ελληνικόν γένος μας.
Πέτρος Μαυρομιχάλης ηγεμών καί αρχιστράτηγος καί η Μεσσηνιακή Γερουσία εν Καλαμάτα.»
Η προκήρυξις τής Μεσσηνιακής Γερουσίας, 23 Μαρτίου 1821
Όρκος τών Μανιατών, 17 Μαρτίου 1821 (Τσίμοβα) Αερόπολη
Οι Τούρκοι παρεξηγήσαντες τήν απόκρισιν τών αγωγιατών καί υποπτεύοντες ερχομόν Φράγκων επίστευσαν ακούσαντες τό όνομα τού πλοιάρχου ότι ήλθε τώ όντι
Φραγκιά εις υποστήριξιν τού ελληνικού αγώνος καί όλοι μικροί καί μεγάλοι φωνάζοντες "Φραγκιά μάς επλάκωσε", εγκατέλειψαν οικίας καί περιουσίαν καί έτρεχαν
εις Τριπολιτσά μή τούς προφθάσουν οι Φράγκοι καθ' οδόν.»
Τρικούπης Σπυρίδων, Ελληνική Επανάστασις
Φθάσας εκεί ούτος ηύρε τούς εντοπίους Τούρκους συνηθροισμένους όλους αόπλους εν τή αγορά, διότι τήν ημέραν τής επαναστάσεως τοίς αφήρεσαν τά όπλα
οι περί τόν Κανέλλον καί τούς επεδίκλωσαν αλλά δέν τούς εφυλάκισαν. Ο Δημητράκης καί οι σύν αυτώ περιεκύκλωσαν τούς εν τή αγορά Τούρκους, τούς ετουφέκισαν
καί τούς εφόνευσαν όλους, αναγκάζοντες τούς συνεπαρχιώτας των νά γένωσι καί αυτοί συμμέτοχοι τού φόνου, ώστε νά μήν τολμήσωσι πλέον καί προσκυνήσωσι
φοβούμενοι τήν αγανάκτησιν καί εκδίκησιν τών τουρκικών αρχών.»
Τρικούπης Σπυρίδων, γιά τήν σφαγή από τόν Δεληγιάννη όλων τών Λαγκαδινών Τούρκων
Φθάσας λοιπόν εφ' υψηλού μέρους, βλέπει μέ τό τηλεσκόπιον ότι ήσαν Τούρκοι, περιτειλίσσει τήν σημαίαν καί θαρρεί ότι θά καταλάβωσι τάς αναγκαίας θέσεις οι Έλληνες
διά νά τούς πολεμήσωσιν, ουδ' ημφιβάλλετο ότι οι υπό τήν οδηγίαν του Μανιάται, ως καί οι υπό τόν Ηλίαν Μαυρομιχάλην, τόν οποίον, ως αγαθόν ο Κολοκοτρώνης είχε
ζητήσει επιμόνως από τόν πατέρα του συμμαζούμενον, ήθελον αντιταχθή εις τούς Τούρκους, δίδοντες καί εις τούς άλλους Πελοποννησίους τό παράδειγμα πολεμικής
αρετής. Αλλά, μόλις ιδόντες τειλιγμένην τήν σημαίαν, κυριεύονται από πανικόν φόβον καί δίδονται εις φυγήν.
Ο δέ Κολοκοτρώνης ήδη θεωρεί εαυτόν μεμονωμένον εν τώ μέσω τών εχθρών καί δέν δύναται νά φύγη, καθό πεζός καί έως πενήντα Τούρκοι προτρέχοντες έφιπποι
ήθελον τόν προφθάσει καί ή νά τόν ζωγρήσωσον ή νά τόν φονεύσωσιν. Όθεν εν ώ έφευγεν, εντυχών Θεία μοίρα ποιμένα, καλύπτεται μέ τό επανωφόρεμα τούτου
καί βλέπων ότι τόν πλησιάζουσιν οι Τούρκοι, κρύπτεται εις τούς θάμνους καί φέρων τήν πιστόλαν εις τήν χείραν, τουλάχιστον διά νά μή συλληφθή ζών,
ελπίζει μόνον καί μόνον εις τήν εξ ύψους βοήθειαν, καί εκείνοι μέν παρέρχονται φθάνουσιν
ακωλύτως εις τό φρούριον, εξέρχονται οι, τέ Καρυτινοί καί οι Φαναρίται Τούρκοι,
καταδιώκουσιν όλοι εμού φεύγοντας τούς Έλληνας, τούς κατασκορπίζουσι
καί επιστρέφουσι θριαμβευτικώς εις Τριπολιτσάν, λεηλατούντες τούς Χριστιανούς, όθεν
άν διαβαίνωσιν.»
Νικόλαος Σπηλιάδης Ελληνική Επανάστασις, γιά τήν παρ' ολίγον σύλληψη τού Κολοκοτρώνη
Τήν 27 Μαρτίου 1821 οι Τούρκοι τού Φαναρίου, Τσάχα, Μούντριζας καί Ζούρτσας, οι λεγόμενοι Μουρτάταις, ανεχώρησαν εις τήν Τριπολιτσάν, καί τήν αυτήν
ημέραν εμαζώχθη η επαρχία εις τήν Ανδρίτσαιναν εις τό σχολείον καί εις τήν Αγίαν Βαρβάραν, καί αμέσως όλοι εξέλεξαν αρχηγόν των τόν Τσανέτον Χρηστόπουλον,
καί τήν αυτήν ώραν εψάλη παράκλησις, καί αγίασαν τήν σημαίαν των, αμέσως δέ εξεστράτευσαν εναντίον τών Τούρκων, οίτινες τήν νύκτα τής ημέρας εκείνης είχον μείνι
εις τό χωρίον Λάβδα κατά τήν θέσιν Σουλτίναν, οι δέ Έλληνες φθάσαντες εστρατοπέδευσαν εις τήν θέσιν Ρόβια απέχουσαν εν τέταρτον τής ώρας από τήν θέσιν τών
Τούρκων.
Κατά δέ τήν αυτήν νύκτα ήλθε πεζός από τόν Κολοκοτρώνην, ειδοποιών τούς Έλληνας, ότι έφθασαν εις τόν Άγιον Αθανάσιον μεθόριον τής Καρύταινας
καί τού Φαναρίου, καί ότι θέλει κτυπήσει από εμπρός τούς Τούρκους, αυτοί δέ οι Φαναρίται νά τούς κτυπήσουν όπισθεν.
28 Μαρτίου 1821, ότε άρχισεν ο πόλεμος,
καί ούτω καί αυτοί ηκολούθησαν νά πολεμούν όπισθεν τούς Τούρκους, οι οποίοι εβιάσθησαν νά προχωρήσουν. Επειδή όμως
έμπροσθεν εμποδίζοντο, πολεμούμενοι από τόν Κολοκοτρώνην, νά προχωρήσουν, εβγήκαν από τόν δρόμον καί έπεσαν κατά τό μέρος τού ποταμού Αλφειού
(Ροφιά) εις τήν θέσιν Χαλούλαγα διά νά περάσουν, καί ο ποταμός τούς επήρε καί έπνιξε πολλούς εξ αυτών. Οι δέ Έλληνες τούς εδίωκαν, τούς έφθασαν καί τούς επήραν
πολλά λάφυρα, πολλούς αιχμαλώτους, καί όλα τά ζωά των.»
Βίοι Πελοποννησίων ανδρών υπό τού Φωτάκου
Μετά τήν σύσκεψη τής Βοστίτσας, οι πρόκριτοι τής πόλεως Δημήτριος Μελετόπουλος, Ανδρέας Λόντος καί Λέων Μεσσηνέζης άρχισαν μυστικά συστηματική
στρατολογία στήν επαρχία τους. Έτσι στίς αρχές Μαρτίου τό Αίγιο διέθετε ήδη οργανωμένο στρατιωτικό σώμα πού έφθανε τούς 400
άνδρες. Οι Τούρκοι πανικόβλητοι από τά γεγονότα τών γειτονικών Καλαβρύτων, συμφώνησαν μέ τούς πρόκριτους νά αναχωρήσουν γιά τά Σάλωνα (Aμφισσα)
τής αντικρινής Φωκίδας. Μόλις έφυγαν, ο Ανδρέας Λόντος ύψωσε τήν κόκκινη επαναστατική σημαία μέ ένα μαύρο σταυρό στή μέση.
«Ωσαύτως καί οι εν Πάτραις Τούρκοι, μαθόντες τά τοιαύτα, έμβασαν
ευθύς τάς φαμιλίας των εις τό κάστρον,
είτα τή κα΄ Μαρτίου εξήλθον ένοπλοι εις τήν αγοράν τής πόλεως, καί περιεκύκλωσαν πρώτον τό οσπίτιον τού Ιωάννου Παπαδιαμαντοπούλου, όπου υπώπτευον ότι
ευρίσκονται εναποτεθειμένα άρματα αλλά, μέ τό νά εύρουν
κεκλεισμένας τάς πόρτας, άρχισαν τόν πόλεμον έξωθεν, καί τού εφόνευσαν εις τό παράθυρον έναν άνθρωπον,
έπειτα έβαλον πυρκαϊάν εις τά πέριξ οσπίτια. Εις δέ τήν μητρόπολιν δέν ετόλμησαν
νά πλησιάσουν, νομίζοντες, ότι ευρίσκοντο μέσα Έλληνες κεκρυμμένοι,
εκτυπούσαν όμως από τό κάστρον μέ τά κανόνια τόσον τήν μητρόπολιν, όσον καί άλλα οσπίτια,
η δέ πυρκαϊά εκτανθείσα κατέκαυσεν ικανά οσπίτια, ότε τινές τών Ελλήνων οπλισθέντες
εξήλθον εις τούς δρόμους, οι δέ Τούρκοι ευθύς εκλείσθησαν εις τό κάστρον.
Οι Πατρινοί ξεχύθηκαν στούς δρόμους καί οδηγούμενοι από τούς καπνούς, έτρεξαν
πρός τό Τάσσι (σημερινή συνοικία τού Παντοκράτορα) καί πολέμησαν τούς Τούρκους,
έχοντας επικεφαλείς τόν υποδηματοποιό Παναγιώτη Καρατζά, τούς
Ζακυνθινούς Νικόλαο Γερακάρη φαρμακοποιό καί Ευάγγελο Λιβαδά
έμπορο καί
τόν Κεφαλλονίτη Βασίλη Ορκουλάτο.
Τελικά οι Τούρκοι κλείστηκαν στό φρούριο, ενώ από τά χαράματα τής 24ης Μαρτίου
συνέρρεαν στήν πόλη Ρωμιοί από τίς
γειτονικές επαρχίες μέ επικεφαλείς τόν μητροπολίτη Γερμανό, τόν Ανδρέα Ζαΐμη,
τόν Μπενιζέλο Ρούφο, τόν Ανδρέα Λόντο, τόν
μητροπολίτη Κερνίκης Προκόπιο,
τόν Σωτήρη Θεοχαρόπουλο, τούς οπλαρχηγούς Σαγιά, Νενέκο καί
τούς Κουμανιώτες. Ο Βακαλόπουλος αναφέρει ότι οι πρόκριτοι τής Βοστίτσας
έφεραν μαζί τους μπηγμένα σέ κοντάρια πέντε τούρκικα κεφάλια.
«Προχωρούμεν πρός τήν θάλασσαν, καθ' οδόν δέ, βλέπω σφαζομένας δύο μαύρας, ούτε αι κραυγαί μου, ούτε αι παρακλήσεις μου ηδυνήθησαν
νά σώσωσιν αυτάς. Στίφη ολόκληρα φυγάδων ορμώσι πρός τόν λιμένα, οι γενίτσαροί μου επιβιβάζονται επί τού πλοίου, επιστρέφω εις τό προξενείον.
Οι Έλληνες πρός εκδίκησιν πυρπολούσι τήν μωαμεθανικήν συνοικίαν, αι δέ οδοί εισί πλήρεις πτωμάτων, θλιβεραί αντεκδικήσεις, ολέθριος οιωνός ολεθριωτέρου μέλλοντος.
Ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός ανέλαβεν επί τής κεφαλής αυτού μεγάλην ευθύνην.
Τά πράγματα όμως θά άλλαζαν άρδην στήν πόλη τών Πατρών.
Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι, άν καί τούς πίεζε η δίψα, αρνούντο νά παραδώσουν τό κάστρο σέ
αυτούς πού θεωρούσαν "σκλάβους τού ιδίου βασιλέως μας καί σκαφτιάδες μας". Τό
λαγούμι (υπόνομος) πού έκτιζαν οι Ρωμιοί (μιλλέτι Σαβιέ) έφτανε στό
τέλος του, αλλά δυστυχώς η μοίρα είχε αποφασίσει διαφορετικά γιά τήν τύχη τού κάστρου.
Έτυχε νά βρίσκεται στό Βραχώρι (Αγρίνιο), καθ' οδόν πρός τή Χαλκίδα,
ο Γιουσούφ πασάς. Εκεί πληροφορήθηκε γιά τήν δύσκολη κατάσταση τών
Τούρκων τών Πατρών, ενώ μήνυμα τού Άγγλου προξένου Γκρίν, τόν ενημέρωνε ότι οι
Έλληνες ήταν απόλεμοι αγρότες καθοδηγούμενοι όχι από οπλαρχηγούς αλλά
από αρχιερείς καί προκρίτους καί ότι άν βιαζόταν θά έσωζε τό κάστρο.
«Οι Τούρκοι τής Τριπολιτσάς δέν δύνανται νά βοηθήσωσι τούς Πατρείς,
εύρον δέ Λέχον τινά εξομόσαντα καί τούτον μετημφιεσμένον φραγκικά στέλλουσι
μέ γράμματα πρός τόν Γιουσούφ Πασιάν νά δώση χείρα βοηθείας εις τούς εν Πάτραις
πολιορκημένους. Ο Λέχος εκείνος περνά ως φιλέλλην, κατασκοπεύει τά
πάντα καί ο Γιουσούφ Πασιάς παραλαβών πεντακοσίους ομού καί τόν κατάσκοπον
Λέχον, διαπεραιούται εις τό Ρίον, μικρόν φρούριον τής Πελοποννήσου, ου
μακράν εκείνου τών Παλαιών Πατρών κείμενον, διά νά δώση βοήθειαν εις τούς Τούρκους
καί οδηγούμενος από τόν Άγγλον πρόξενον Φίλιππον Γκρίν, θά τούς σώσει από τόν κίνδυνον.
Πρίν ανατείλει ο ήλιος, στίς 3 Απριλίου 1821, ο Γιουσούφ πασάς ξεκίνησε από τό κάστρο τού Μωρέως (κάστρο Ρίου) γιά τήν Πάτρα. Μάλιστα όπως αναφέρει ο Πουκεβίλ έγινε καί ένας δυνατός
σεισμός πού προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερο πανικό στούς Έλληνες. Η δέ προφυλακή τους, πού ήταν στό χωριό Συχαινά εγκατέλειψε τή θέση της
καί ο Γιουσούφ ανενόχλητος πλέον βάδισε πρός τήν Πάτρα. Οι φήμες πού διέδωσε ο Άγγλος πρόξενος ότι δηλαδή έφταναν στήν πόλη χιλιάδες στρατεύματα
έφεραν αποτέλεσμα. Η φρουρά τής εισόδου τής πόλης στό Βλατερό λιποψύχησε καί όλοι πλέον οι Ρωμιοί έτρεχαν πρός τήν παραλία τού
Αγίου Ανδρέου νά βρούν πλοιάρια νά σωθούν από τόν Τούρκο. Μόνο οι κλέφτες Κουμανιώτες καί οι Χασαπαίοι από τό Ξηρόμερο Ακαρνανίας έμειναν νά πολεμήσουν
στήν συνοικία τής Αλεξιώτισσας καί τής Αγίας Παρασκευής, αλλά μετά από μερικές ώρες αποχώρησαν καί αυτοί καί άφησαν τούς κατοίκους στό έλεος τού πασά
«Ήδη τό προξενείον ξένης
δυνάμεως (αγγλικό) υποδεικνύει καί ονομάζει τά θύματα, τά οποία οι καταστροφείς οφείλουσι νά προσβάλωσιν.
Ενσπείρει (ο Γκρίν) τήν αποθάρρυνσιν μεταξύ τών Ελλήνων, τούς οποίους αποστρέφεται ένεκα
τού εμπορικού συναγωνισμού, όπερ τό άπληστον αυτού πνεύμα
δέν ηδυνήθη νά καταβάλη. Απειλεί, δημοσιεύει ότι πέντε χιλιάδες Τούρκων διέβησαν τόν ισθμόν τής Κορίνθου.
Καί ήσαν χριστιανοί οι κηρύσσοντες τά αισχρά
ταύτα αποτελέσματα τών σχεδίων, τά οποία υπέβαλον εις τούς Οθωμανούς.
Ο Πουκεβίλ κινδύνεψε νά δολοφονηθεί καί κατέφυγε σέ αγγλικό πλοίο.
Οι σφαγές καί οι εμπρησμοί συνεχίστηκαν μέχρι τήν Μεγάλη Παρασκευή, 8 Απριλίου 1821.
Η Πάτρα μία πόλη είκοσι χιλιάδων κατοίκων, μεγαλύτερη καί από τήν Αθήνα, δέν υπήρχε πλέον. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι μέ πτώματα διαμελισμένα, οι γυναίκες
βιάζονταν καί στή συνέχεια τίς πουλούσαν σάν σκλάβες.
Οι Τούρκοι συνέχισαν τίς σφαγές καί έξω από τήν Πάτρα καί μάλιστα στό χωριό Εγλυκάδα
έκαψαν καί ένα πελώριο κυπαρίσσι ηλικίας πολλών αιώνων
μέ κορμό περιφέρειας έξι μέτρων. Ο δέ Γιουσούφ άρπαξε μία οικογένεια αποτελούμενη από μητέρα, γιό καί δύο κόρες στό χαρέμι του καί τούς
ανάγκασε νά ασπαστούν τόν Μωάμεθ. Μόνο η υπηρέτρια, η Αναστασία αρνήθηκε, τόν έβρισε καί θανατώθηκε επί τόπου.
Καί όπως αναφέρει μέ πίκρα ο αυτόπτης μάρτυρας Πουκεβίλ τά ονόματα Φατμέ, Αϊσέ, Ζουλέϊκα καί Αχμέτ,
αντικατέστησαν αυτά τής Ελένης, Κωνσταντίνας, Αλεξανδρινής καί Ανδρέα.
«Ημείς τό Ελληνικόν έθνος τών Χριστιανών, βλέποντες ότι μάς
καταφρονεί τό οθωμανικόν γένος καί σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας, πότε μ' ένα καί πότε μ' άλλον
τρόπον, απεφασίσαμεν σταθερώς ή νά αποθάνωμεν όλοι ή νά ελευθερωθώμεν. Καί τούτου ένεκα,
βαστούμεν τά όπλα εις χείρας, ζητούντες τά δικαιώματά μας.»
«Εμείς καλά καθόμαστε εδώ στόν ξένο τόπο
«Εκείνες τίς μέρες πληροφορήθηκα ότι έφθασαν στήν Πόλη σακκιά μέ 2500
ζευγάρια αφτιά από τή σφαγή τών Ελλήνων τής Πάτρας, κι ότι μπορούσε νά δεί κανείς
αυτά τά πολεμικά τρόπαια, στοίβες μπροστά στήν πύλη τού σεραγιού. Πίστευα πώς ήταν
φήμες, ανατολίτικα παραμύθια. Κι ότι άν τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε νά
γίνει σέ περασμένους αιώνες θά ήταν αδύνατο νά συνεχίζεται στήν εποχή μας αυτό τό βάρβαρο έθιμο.
«Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί καί η φτώχεια αυτείνη ήρθε από τήν αρπαγή τών ντόπιων
Τούρκων καί τών Αρβανίτων τού Αλήπασσα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου
καί φτωχοί καί όταν ήμουνα ακόμα εις τήν κοιλιά
τής μητρός μου, μίαν ημέρα πήγε διά ξύλα εις τόν λόγκον.
Φορτώνοντας τά ξύλα στό νώμο της, φορτωμένη εις τόν δρόμον,
εις τήν ερημιά, τήν έπιασαν οι πόνοι καί γέννησε εμένα
μόνη της η καϊμένη καί αποσταμένη εκιντύνεψε καί αυτείνη τότε καί εγώ.
Ξελεχώνεψε μόνη της καί συγυρίστη,
φορτώθη ολίγα ξύλα καί έβαλε καί χόρτα απάνου εις τά ξύλα καί από πάνου εμένα καί πήγε εις τό χωριόν...
«Εις τόν καιρό τής νεότητος όπου ημπορούσα νά μάθω κάτιτι, σχολεία, ακαδημίαι δέν
υπήρχαν, μόλις ήσαν μερικά σχολεία, εις τά οποία εμάθαιναν νά γράφουν
καί νά διαβάζουν. Οι παλαιοί κονζαμπασήδες, όπου ήσαν οι πρώτιστοι τού τόπου, μόλις ήξευραν νά γράφουν
τό όνομά τους. Τό μεγαλείτερο μέρος τών αρχιερέων δέν ήξευρε παρά εκκλησιαστικά κατά πράξιν,
κανένας όμως δέν είχε μάθηση.
«Οn the 16th (παλαιό ημερολόγιο: 4 Απριλίου 1821), the pasha gave orders to set fire to the houses
of the Greek primates, who were suspected to be the instigators and leaders
in the revolution; the wind was so high and the houses composed of such combustible materials,
that in the space of ten hours upwards of 700 houses were burnt, including
the russian, dutch and the swedish consulates.»
Ο Ανδρέας Λόντος είχε γεννηθεί τό 1784 καί ήταν γιός τού ισχυρού
κοτσαμπάση τής Βοστίτσας Σωτηράκη Λόντου. Όταν ο πατέρας του έπεσε σέ δυσμένεια τό
1812 καί καρατομήθηκε στήν Τριπολιτσά, ο Ανδρέας Λόντος κατέφυγε
στήν Κωνσταντινούπολη. Στή Βοστίτσα επέστρεψε τό 1818, καί πάλι ως
κοτσαμπάσης, ενώ τήν ίδια χρονιά μυήθηκε στή Φιλική Εταιρεία. Μετά τήν φυγή
τών Τούρκων ο Λόντος έστησε τό στρατόπεδό του στά Σελλά, έξω από τήν Πάτρα,
γιά νά εμποδίσει τήν άφιξη τουρκικών ενισχύσεων πρός τήν πόλη τού Πατρέα, η οποία ήδη φλεγόταν.
Στήν Πάτρα (Παλαιαί Πάτραι) υπήρχε ιδιαίτερο μίσος μεταξύ μουσουλμάνων καί Χριστιανών.
Η ένταση τών ημερών ανάγκασε τούς Τούρκους νά κλειστούν
στό κάστρο τής πόλης μαζί μέ τίς
οικογένειές τους. Στίς 21 Μαρτίου 1821, σύμφωνα μέ τόν Διονύσιο Κόκκινο, εισήλθαν
στήν πόλη εκατό Τούρκοι από τή φρουρά τού Ρίου καί κατευθύνθηκαν σέ ένα ρακοπωλείο
τής ενορίας τής Αγίας Τριάδος, στή σημερινή πλατεία Ομονοίας, καί
αφού ήπιαν καί μέθυσαν, σκότωσαν τόν ρακοπώλη, έκαψαν τό μαγαζί καί μετά κατευθύνθηκαν στό
σπίτι τού Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου. Προσπάθησαν
νά τό παραβιάσουν χωρίς επιτυχία ενώ έκαψαν τό σπίτι τού Γεωργίου Καλαμογδάρτη.
Βλέποντες δέ οι Πατραίοι Έλληνες, ότι πλέον δέν επιδέχεται θεραπείαν τό πράγμα, τάς μέν φαμιλίας
των έβγαλον έξω τής πόλεως,
έγραψαν δέ εις τά Νεζερά (χωριά στούς πρόποδες τού Ερύμανθου) πρός τών Παλαιών Πατρών,
ο τέ Νικόλαος Λόντος,
ο Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος και άλλοι τινές, νά προφθάση εις βοήθειαν, ότι κινδυνεύει όλη
η πόλις. Όθεν αμέσως ο Παλαιών
Πατρών καί ο Ανδρέας Ζαΐμης έγραψαν πρός τούς καπιταναίους Κουμανιώτας να τρέξουν,
μέ όσους ανθρώπους έχουν τήν δέ επιούσαν ημέραν εκίνησαν καί αυτοί, έχοντες
περίπου πεντακοσίους στρατιώτας, καί εμβήκαν εις τάς
Πάτρας καί ευθύς έγινε στενοτάτη πολιορκία τών Τούρκων εις τό φρούριον. Κατά δέ τάς πρώτας προσβολάς
εφονεύθησαν τινές τών εχθρών, ότε ηρίστευεν ο
τέ Παναγιώτης Καραντζάς καί ο Σταμάτης Κουμανιώτης, όστις εφονεύθη,
κακή τύχη, τήν πρώτην ημέραν τής εισόδου του.»
Συγκεντρώθηκαν όλοι οι παραπάνω στήν πλατεία Αγίου Γεωργίου, όπου ο Γερμανός έστησε μεγάλο ξύλινο σταυρό καί εκεί ετέλεσε δοξολογία.
Κατόπιν άπαντες οι παρευρισκόμενοι μέσα σέ παραλήρημα χαράς σήκωσαν τό χέρι καί ορκίστηκαν: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ.
Τήν επομένη, 25 Μαρτίου 1821, οι Πατρινοί, οι Καλαβρυτινοί καί οι Αιγιώτες αρχηγοί σχημάτισαν επιτροπή γιά τήν οργάνωση τού "Ελληνικού Αγώνος", τήν οποία
ονόμασαν "Επαναστατικόν Διευθυντήριον" καί συνέταξαν διακήρυξη τής ελληνικής επανάστασης τήν οποία απέδωσαν στούς προξένους τών χριστιανικών δυνάμεων.
Ο λαός είχε ξεχυθεί στούς δρόμους καί πανηγύριζε. Αι Πάτραι γίνονταν ελληνική
πόλη ύστερα από έξι αιώνες ξενικής κατοχής.
Όλοι μαζί πλούσιοι καί φτωχοί, προεστοί καί υπηρέτες, οπλαρχηγοί καί αγρότες, βαρκάρηδες καί ορεσείβιοι,
γυναίκες καί άντρες αγκαλιάζονταν καί φώναζαν "Ζήτω η Ελευθερία, εις τήν Πόλιν νά δώση ο Θεός".
Παρακάτω βλέπουμε τήν μαρτυρία τού Γάλλου γιατρού Francois Pouqueville γιά τά τεκταινόμενα στήν πόλη τών Πατρών.
Οι Έλληνες αφικνούνται εκ τών χωρίων, εισί λίαν φανατικοί, αλλ' άνευ διοικήσεως, "θάνατος εις τούς Τούρκους!" ανακράζουσι. Υψούσιν εικόνας τού Χριστού επί τής
πλατείας τού Αγίου Γεωργίου, η δέ σημαία τού Σταυρού κυματίζει υπεράνω τής ημισελήνου τών τεμενών. Οι ιερείς βαπτίζουσι πολλά παιδία Τούρκων, ίνα
εκδικηθώσι τούς μωαμεθανούς, οίτινες περιέταμον νέους τινας Έλληνας....»
Ο πρόξενος ούτος, ως καί ο τής Ισπανίας Ερρίκος Σέλην,
προσηνέχθησαν όχι ως Χριστιανοί κατά τών Ελλήνων, ο πρώτος μάλιστα ηρνήθη νά δώση άσυλον εις τό
προξενείον του εις αδύνατα πλάσματα, γυναίκας καί παιδία,
εξ εναντίας ο Πουκεβίλ πρόξενος τής Γαλλίας έδειξεν πολλήν φιλανθρωπίαν καί
έσωσε πολλούς Χριστιανούς.»
Πλήθος οικογενειών ορμώσι πρός τήν παραλίαν τού Αγίου Ανδρέου,
ένθα ευρίσκοντο ηγκυροβολημένα τεσσαράκοντα δύο μικρά φορτηγά πλοία. Γυναίκες καί παιδία
ρίπτονται εις τήν θάλασσαν, ίνα επιβιβασθώσιν τών αναμενόντων αυτάς πλοίων.
Εν τούτοις τό πύρ επεκτείνετο, ολόκληρον δέ τό πρός βορράν τών Πατρών κείμενον χωρίον
Βλατερό παρίστα τήν εικόνα καμίνου. Ρύακες καιόμενου ελαίου,
θερμότεραι καί αυτής τής λάβας τού Βεζουβίου, ένθα κατέρρεον μέχρι τής παραλίας όπου εφαίνοντο
σωροί κεφαλών καί πασσάλων, εφ' ών απηγχόνισαν πλείστους
Χριστιανούς. Αφ' ετέρου ορδαί Τούρκων, οίτινες εξελθόντες επί τού γηλόφου τών Ψηλών Αλωνίων,
κατεδίωκον τούς Έλληνας.
Είχον ήδη συλλάβει δυστυχές τι όν, τό οποίον έσυρον εις τό φρούριον, όταν ο πρόξενος τής Γαλλίας
λησμονών τόν κίνδυνον σπεύδει μεταξύ τών βαρβάρων καί αποσπά
εξ αυτών τήν λείαν, η δυστυχής αύτη ήτο μήτηρ Ρώσσου τινός ταγματάρχου Σάββα καλουμένα άγουσα
τό εκατοστόν δέκατον έτος τής ηλικίας αυτής.
Η επιτροπή εξήλθε τού γαλλικού προξενείου περί τήν 8ην εσπερινήν ώραν.
Ουδέποτε παρετηρήθη θέαμα τόσω φρικώδες! Πτώματα άνευ κεφαλών, μέλη διεσπαρμένα,
τεμάχια σαρκών εδείκνυον τά ίχνη τής οδού, ήτις ήγεν εις τό άντρον τών ανθρωποφάγων.
Εκεί ωλίσθαινε ο διαβάτης πατών επί έλους εκ πεπηγότος αίματος κεκαλυμμένου
υπό σπόδου. Στρατιώται καί μαύροι πλήρεις λαφύρων ή σύροντες από τής κόμης γυναίκας
καί παιδιά επλήρουν τήν ατμόσφαιρα διά τών αλαλαγμών αυτών.
Έλληνες ανεσκολοπισμένοι εξέπνεον βραδέως παραδίδοντες εαυτούς τή Βασιλίδι τών Αγγέλων.
Αναγνωρίζουσι μεταξύ τών μαρτυρούντων ιερείς προσευχομένους
υπέρ τών δημίων. Ο Γιουσούφ πασάς προσμειδιά, προσκαλεί αυτούς νά καθήσωσι, διαχέεται
εις προσποιητάς περιποιήσεις, τούς διαβεβαιοί περί τής ασφαλείας αυτών.
Ο Γιουσούφ επλήρωνεν ενώπιον τών προξένων εκάστην κεφαλήν,
τήν οποίαν επαρουσίαζον αυτώ αντί τού χρυσού μαχμουτιέ, προσμειδιών τοίς ανθρωποκτόνοις
καί ενθαρρύνων αυτούς επί τό έργο αυτών.»
Ο αγώνας θά συνεχιζόταν γύρω από τήν Πάτρα, όπου είχαν στηθεί στρατόπεδα.
Ο Γερμανός στά Νεζερά (Κάλανος), ο Δημήτριος Κουμανιώτης στό μοναστήρι τού Ομπλού,
ο Παναγιώτης Καρατζάς στήν Ζωητάδα (σημερινή Κρήνη), ο Νενέκος Ζουμπατιώτης στήν
Περιβόλα καί ο Ανδρέας Λόντος στά Σελλά.
Ο πιό τολμηρός απ' όλους ο Παναγιώτης Καρατζάς θά διενεργούσε νυκτερινές επιδρομές
στό τουρκικό στρατόπεδο καί θά επέστρεφε πάντοτε μέ λάφυρα καί αιχμαλώτους.
Η επανάσταση στήν Αχαΐα δέν είχε καταπνιγεί μέ τήν καταστροφή τών Πατρών.
Διακήρυξη τής ελληνικής επανάστασης στήν Πάτρα, 25 Μαρτίου 1821
Κι άν μάς πειράξουν τίποτε τής Πάτρας οι αγάδες,
Τότε νά μάς γνωρίσουνε, τότε νά μάς ιδούνε,
Νά ιδούν τό Γιάννη τού παπά, τό γιό τού Παπανδρέα,
Πώς πιάνει σκλάβους ζωντανούς, σκλάβους κοτζαμπασήδες,
Πιάνει καί τόν Μεχμέτ αγά τής Πάτρας βοϊβόδα.»
Δημοτικό γιά τόν Κλέφτη Γιαννιά (1760 - 1805) πού έδρασε στήν περιοχή τής Αχαΐας
Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα. Περάσαμε πλάι στό πτώμα ενός αποκεφαλισμένου.
Τό αίμα έτρεχε ακόμα από τίς φλέβες. Γύρω γύρω ένα κοπάδι σκυλιά
καθισμένα στά πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλύψει τό αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν νά
νυκτώσει για νά κατασπαράξουν τό πτώμα. Ήταν πεταμένο σέ ένα στενό
σοκάκι τού παζαριού μπροστά σέ ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα,
έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από τό ίδιο τό πτώμα.
Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα τό κουφάρι. Στίς δύο πλευρές τής πύλης υπήρχαν δυο στοίβες,
σάν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια τού προσώπου.
Τά αφτιά ήταν τρυπημένα καί κρέμονταν από σπάγγους.
Μαζί μέ κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης τό πάνω χείλος καί ένα κομμάτι από τό μέτωπο. Μαζί μέ τά πηγούνια
υπήρχαν τό κάτω χείλος καί γενειάδα. Σέ μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα
ολόκληρο τό πρόσωπο καί όλα τά χαρακτηριστικά τής μορφής παρέμεναν
ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα μέ τόν ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου,
σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στή λάσπη τού
δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τά λείψανα τών προσώπων, καθώς
βρίσκονταν σέ αποσύνθεση, κολλούσαν στά παπούτσια τών περαστικών.
Έτσι έβλεπες τόν Τούρκο νά βαδίζει μέ ένα χείλος ή πηγούνι στίς παντούφλες του.
Καί καθώς ξεπετιόνταν τά ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τά παπούτσια ήταν
φοδραρισμένα μέ γουναρικά»
Ο ιερέας τής αγγλικής πρεσβείας στήν Κωνσταντινούπολη R. Walsh γιά τίς σφαγές τής
Πόλης τόν Απρίλιο τού 1821
Οι Τούρκοι τού Αλήπασσα θέλαν νά μάς σκλαβώσουνε. Τότε διά νυχτός όλη η φαμελιά καί όλο μας
τό σόι σηκώθηκαν καί έφυγαν καί ήθα παγαίνουν εις
τήν Λιβαδειά νά ζήσουνε εκεί. Θά πέρναγαν από 'να γιοφύρι τού Λιδορικιού ονομαζόμενον
Στενό δέν πέρναγε από άλλο μέρος τό ποτάμι. Εκεί φύλαγαν οι Τούρκοι νά
περάσουν νά τούς πιάσουνε, καί δεκοχτώ ημέρες γκιζερούσαν εις τά δάση όλοι κ' έτρωγαν
αγριοβέλανα καί εγώ βύζαινα κ' έτρωγα αυτό τό γάλα. Μήν υποφέρνοντας πλέον
τήν πείνα, αποφάσισαν νά περάσουνε από τό γιοφύρι, καί ως βρέφος εγώ μικρό, νά μήν
κλάψω καί χαθούνε όλοι, αποφάσισαν καί μέ πέταξαν εις τό δάσος, εις τόν
Κόκκινον ονομαζόμενον, καί προχώρεσαν διά τό γιοφύρι. Τότε μετανογάει η μητέρα μου καί τούς λέγει
"Η αμαρτία τού βρέφου θά μάς χάση, περνάτε εσείς καί
σύρτε εις τό τάδε μέρος καί σταθήτε... τό παίρνω κι' άν έχω τύχη καί δέν κλάψη, διαβαίνομε".
η μητέρα μου κι' ο Θεός μάς έσωσε.
Σέ δύο ημέρες χτύπησε ντουφέκι στήν Πάτρα.
Οι Τούρκοι κάμαν κατά τό κάστρο καί οι Ρωμαίγοι τήν θάλασσα. Τότε πήρα καμμιά δεκαριά παιδιά από τό καράβι μέ
τ' άρματά τους καί βγήκαμε έξω. Εις τήν ντογάνα (τελωνείο) κουβαλιώνταν ο κόσμος καί
γιόμωσε η θάλασσα γυναικόπαιδα, ως τό λαιμό μέσα. Τότε βλέπω καί τόν φίλο μου τόν
πραματευτή, έφερνε στό 'να του χέρι τήν φαμιλιά του καί στ' άλλο τά παιδιά του καί
τίποτας άλλο από τόσο βιόν οπού 'χε οπού θά ξύπναγε νά βρη Ρωμαίικον,
(Αυτός πού είχε πεί ότι θά κοιμόταν μέ τούς Τούρκους καί θά ξυπνούσε μέ τούς Ρωμιούς).
Μεγάλοι άνθρωποι, μεγάλα λάθη, οι μικροί θά κάμουν μικρά.
Τούς πήρα καί τούς πήγα μέσα εις τό καράβι καί τούς παρηγορούσα.
Ξημερώνοντας τών Βαγιών, τήν νύχτα (ότ' ήταν καιρός ανάντιος)
βλέπομε από αγνάντια στήν Πάτρα φωτιά πολλή καί κανονισμός καί ντουφεκίδι. Τό γιόμα έρχεται εκεί
εις τό πόρτο ο Βλασσόπουλος καί άλλα καϊκια μέ φαμιλιές. Ρώτησα,
μού είπαν, μπήκε ο Ισούφ πασσάς μέσα εις τήν Πάτρα καί τήν ρήμαξε καί αφάνισε τούς κατοίκους...
Τότε γύρισαν όλους αυτούς καί κολάκεψαν τόν Αλήπασσα όλοι αυτείνοι καί τού είπαν
ότι μίλησαν μέ τόν Χουρσίτ πασσά καί έστειλε εις τόν σουλτάνο νά τόν
συχωρέση νά βγή νά κάμη φέτι τούς ραγιάδες, οπού σήκωσαν κεφάλι.
Χάρηκε σ' αυτό ο τύραγνος - καί δέν έβαινε φωτιά νά καγή,
ν' αθανατίση τ' όνομά του καί νά τούς
αναποδογυρίση όλους. Όμως ήθελε πίσου νά γένη τύραγνος.
Τόν γέλασαν ότι τού 'ρθε η συχώρεση. Τόν έβγαλαν εις τό νησί, από πέρα τήν λίμνη,
και τού κοψαν τό κεφάλι του σαν τού γουμαριού καί τό 'στειλαν τού αλλουνού
τύραγνου σουλτάνου νά τό φκειάση πατσά νά τό φάγη.»
Μακρυγιάννης, γιά τήν γέννησή του (1794), γιά τήν καταστροφή τών Πατρών (1821),
γιά τό θάνατο τού Αλή πασά (1822)
Είδα τότε ότι, ό,τι κάμομε, θά τό κάμομε μοναχοί καί δέν έχομε ελπίδα καμμία από τούς ξένους.
Όποιο χωριό δέν ήθελε νά ακολουθήσει τήν φωνήν τής πατρίδος τζεκούρι καί φωτιά»
Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα - Τερτσέτης Γεώργιος
Philip James Green (Άγγλος πρόξενος Παλαιών Πατρών - Sketches of the war in Greece, Εμπρησμός τών Πατρών από τόν Γιουσούφ πασά