Στή Ρούμελη, οι Τούρκοι, από τά μέσα τού 18ου αιώνα είχαν αναθέσει σέ
Ρωμιούς στρατιωτικούς αρχηγούς τήν φύλαξη τών διόδων (δερβένια περσ. ντερμπέντ)
καί τήν διαφύλαξη τής ασφάλειας μίας περιοχής από τίς δραστηριότητες τών κλεφτών.
Η περιοχή τής δικαιοδοσίας τους ονομαζόταν αρματολίκι.
Ο αρματολισμός στή Στερεά Ελλάδα είχε αναπτυχθεί περισσότερο από ότι στήν Πελοπόννησο καί
μέσω αυτού τού θεσμού αναδείχτηκαν ισχυρές αρματολικές οικογένειες, οι
οποίες ξεπέρασαν σέ δύναμη ακόμα καί τούς κοτζαμπάσηδες. Οι πιό γνωστές
οικογένειες αρματολών ήταν τού Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο, τού Ράγκου στόν Άνω Βάλτο, τού Σταθά καί αργότερα τού Καραΐσκου
ή Ίσκου στόν Κάτω Βάλτο, τού Γρίβα στή Βόνιτσα,
τού Μπουκουβάλα στά Άγραφα, τού Συκά ή Βλαχόπουλου στό Καρπενήσι,
τού Μπάκολα στό Ραδοβίτσι, τού Κοντογιάννη στό Πατρατζίκι (Υπάτη), τού Νικοτσάρα στόν Όλυμπο, τού Βλαχάβα στά Χάσια,
τού Αθανασίου Γραμματικού (παππού τού Διάκου)
στόν Παρνασσό καί τού Στουρνάρη στόν Ασπροπόταμο.
«Γώγος Μπακώλας πολεμάει μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους.
Ενώ στόν Μοριά η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προκρίτους κατάφερε, περί τό 1800 νά εξοντώσει τούς κλεφταρματολούς, στή Ρούμελη
η πολιτική τού Αλή πασά των Ιωαννίνων ενίσχυσε τούς αρματολούς εις βάρος τών προκρίτων.
Η σύγκρουση πού ακολούθησε, μεταξύ τού Αλή πασά καί τών σουλτανικών δυνάμεων,
είχε σάν αποτέλεσμα νά αυξηθεί ακόμη περισσότερο η δύναμη τών αρματολών.
Αρματολοί όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος
Καραϊσκάκης, ο Ιωάννης Ρούκης καί οι Γριβαίοι θά αντιμετώπιζαν
από κοινού μέ τόν Τεπελενλή τίς δυνάμεις τού σουλτάνου Μαχμούτ καί όταν
η τύχη τού Αλή θά τόν εγκατέλειπε, οι παραπάνω οπλαρχηγοί θά ξεκινούσαν
πρώτοι τήν επανάσταση ταυτίζοντας τό
μέλλον τους μέ τό μέλλον τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία.
«Η Στερεά Ελλάς κατεπιέζετο καί εξηντλείτο πολλά έτη υπό τόν Αλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός,
εγυμνούτο, καί ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δέ καί εφονεύετο. Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τούς Τούρκους κατά τών Χριστιανών, τούς
Χριστιανούς κατά τών Τούρκων καί τούς οικείους κατά τών οικείων, εβράβευε τήν κακίαν, επαίδευε τήν αρετήν, διέφθειρε τόν λαόν όλον καί εθεώρει καί αυτήν τήν οικειακήν
τιμήν τών αθλίων ραγιάδων καθημερινόν παίγνιον τών αισχρών καί απλήστων επιθυμιών του.
Στά τελευταία χρόνια τής τουρκοκρατίας, οι καπετάνιοι τής Ρούμελης ήταν πανίσχυροι. Τό αρματολίκι τού Στορνάρη γιά παράδειγμα περιελάμβανε
120 κτηνοτροφικά χωριά. Ο κάθε αρματολός φρόντιζε νά κληροδοτεί τό αρματολίκι του στόν αξιότερο γιό του.
Έτσι δημιουργήθηκαν οι οικογένειες τών αρματολών, τά
περίφημα ουτζάκια.
Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη πού έζησε μέ τούς αρματολούς τού Ολύμπου, η ζωή τους ήταν απίστευτα σκληρή, κινούνταν μέ μεγάλη ταχύτητα ακόμα καί μέσα
στή νύκτα, ενώ έπρεπε νά αντέχουν στήν πείνα, στή δίψα, στό δριμύ ψύχος καί στήν αφόρητη ζέστη. Τούς ένωνε όμως όλους τό
"ασίγαστον κατά τών Τούρκων μίσος", κάτι πού πιστοποιεί ότι οι κλεφταρματολοί
είχαν πλήρη συνείδηση τής εθνικοαπελευθερωτικής τους αποστολής.
«Τ' αντρειωμένου τάρματα δέν πρέπει νά πουλιούνται
Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, είχαν μυηθεί αρκετοί κάτοικοι τής περιοχής στήν Φιλική Εταιρεία.
Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν οι
Ιωάννης Στάμου Λογοθέτης, Λάμπρος
Νάκου, Ιωάννης Φίλων, Ησαΐας επίσκοπος Σαλώνων (Αμφίσσης), Ανανίας επίσκοπος
Θηβών καί Λεβαδείας, Αθανάσιος Διάκος, Ιωάννης Γκούρας,
Βασίλειος Μπούσγος, Πανουργιάς, Αθανάσιος Ζαρίφης, Δήμος Σκαλτσάς καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης.
Από τά τέλη τού 1820 η κίνηση τών Φιλικών είχε γίνει
απερίσκεπτα προκλητική καί σέ αυτή τήν κίνηση πρωτοστατούσε ο Ησαΐας, ο οποίος είχε
επιστρέψει από τήν Κωνσταντινούπολη μέ οδηγίες από τά ηγετικά
στελέχη τής Φιλικής Εταιρείας. Ιδιαίτερα η Φωκίδα αποτέλεσε γιά
τή Ρούμελη ότι η Αχαΐα γιά τόν Μοριά.
«Ο Αλής εκυρίευσε επί τών λαμπρών ημερών του τό Σούλι
καί ηνάγκασε τούς Σουλιώτας νά καταφύγωσιν εις ξένην γήν
καί νά ψωμοζητώσιν.
«Οι πρώτοι τής Ελλάδος κατακτηταί σουλτάνοι Οθωμανοί, διά νά
διατηρήσωσιν εις τέλειαν υποταγήν τούς Έλληνας μετώκισαν εκ τού Ικονίου τής Μικράς Ασίας
τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων Οθωμανών (η ιστορία επαναλαμβάνεται καί σήμερα τό 2011,
όταν η Τουρκία σέ συνεργασία μέ τήν Αριστερά καί τό ΠΑΣΟΚ εποικίζει
μέ εκατομμύρια πλέον μουσουλμάνους τήν πατρίδα μας), τούς υπό μέν τών Ελλήνων Κονιάρους,
υπό δέ τών Οθωμανών Ιβλιάτι Φατιχάν καλουμένους, ήτοι τέκνα τών
κατακτητών, τούς μετώκισαν, λέγω, εις τάς πεδινάς επαρχίας τής Θράκης, Μακεδονίας καί Θεσσαλίας, τούς δέ τά χωρία ταύτα κατοικούντας Έλληνας απεδίωξαν, ούτοι
δέ αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τά ορεινά μέρη καί απεκατεστάθησαν εις τά άγονα καί τραχέα τών χωρών τούτων μέρη.
«Άπαντες οι αρματωλοί τού Ολύμπου καταφυγόντες εις Σκιάθον καί συγκροτήσαντες αυτόθι καταδρομικόν στόλον εξ 70 περίπου πλοιαρίων εξηκολούθησαν τόν αγώνα
κατά θάλασσαν (1807). Οι επί τώ σκοπώ τούτω συνελθόντες ονομαστί άνδρες ήσαν ο εκ Βάλτου Γιάννης Σταθάς, γαμβρός τού Βουκουβάλα, ο Καζαβέρνης, οι
αρματολοί τού Ολύμπου Βλαχάβας, Λαζαίοι,
Τζαχίλας, Μπιζιώτης καί Σύρος, ο Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης, ο Ναούσης αρματολός
Ρομφέης καί ο Νίκος Τσάρας.
Γενικός αρχηγός τού στολίσκου προεχειρίσθη ο Σταθάς, όστις ανεπέτασεν, αντί τής πρότερον κυματιζούσης επί τών πλοίων εκείνων ρωσικής σημαίας, σημαίαν
ελληνικήν φέρουσα επί κυανού πεδίου λευκόν σταυρόν.
«Σταίς δεκαπέντε τού Μαγιού, σταίς είκοσι τού μήνα,
«Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε τό παλαί ποτέ μακαριστόν γένος
ημών τών Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός νά διδάσκη
τους νέους καν τήν γραμματικήν τέχνην.»
«Οι Αλβανοί κορεσθέντες αίματος, ζωγρήσαντες τά τήδε κακείσε εις τά δάση καί δρυμούς καί σπήλαια διασκορπισθέντα αδύνατα πλάσματα, απέστειλαν αυτά εις Ιωάννινα
δίκην κτηνών. Αυθημερόν δ' οι Αλβανοί απεφάσισαν νά εκστρατεύσωσι κατά τής Ρινιάσης, χωρίου κειμένου εν τή πετρώδει χώρα τής Λάμαρης μεταξύ Πρεβέζης καί Άρτης,
απέχοντος έξ ώρας τού Σουλίου καί ολίγον τής θαλάσσης, όπως εξολοθρεύσωσι καί τούς εκεί ευρισκομένους Σουλιώτας.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο καί ανομιά μεγάλη,
νά πολεμάν οι εκατό μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους!
Ο Γώγος έβγαλε φωνήν από τό μετερίζι.
- Γιά πολεμάτε δυνατά καί σκούζτε τά μεγάλα,
νά ραϊσθούνε τά βουνά καί νά σκισθούν οι κάμποι,
γιά νά γλυτώσουν τή σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια,
πού κυνηγιώνται σάν αρνιά, καί σκούζουν καί βελάζουν.
Ο πόλεμος εκράτησεν απ' τό πουρν' ως τό βράδυ,
κ' εγλύτωσαν οι Χριστιανοί κ' ετσάκισαν οι Τούρκοι.»
Επειδή εξ αιτίας τής τυραννίας επλεόναζεν η ληστεία, ο Αλής εις εξόντωσιν αυτής είχε χρείαν μεταβατικών οπλοφόρων καί η χρεία αύτη διετήρει τά πολυθρύλλητα
καπητανάτα τών μερών εκείνων. Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταίς ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο τόν στρατιωτικόν βίον, ευρίσκοντες εν αυτώ ασφάλειαν,
άνεσιν, τιμήν καί κέρδος, ώστε αυτός ο δεσποτισμός καί αυτή η τυραννία τού Αλή εγύμναζαν καί προητοίμαζαν αγνώστως τήν ευτυχή ανέγερσιν τής Ελλάδος.
Η καταδρομή του συνετέλεσε τά μέγιστα εις γενικήν εφόπλισιν τών βουλομένων καί δυναμένων Ελλήνων νά φέρωσι όπλα, τών μέν υπέρ αυτού, τών δέ κατ' αυτού,
ώστε η Στερεά Ελλάς εφαίνετο, κατ' εκείνας τάς ημέρας όλη στρατόπεδον.»
Η στολή τού καπετάνιου ήταν χρυσοκέντητη καί στό σελάχι του είχε όπλα πού έλαμπαν από τό ασήμι καί τό χρυσάφι.
Τά παλληκάρια του ήταν άριστοι χειριστές στό σπαθί, ικανοί στή σκόπευση καί τά αρματά τους δέν τά αποχωρίζονταν ποτέ,
αφού τά θεωρούσαν ιερά καί άσπιλα.
Σύμφωνα μέ τή λαϊκή παράδοση ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε φονεύσει
τόν Τουρκαλβανό Βεληγκέκα από εξαιρετικά μεγάλη απόσταση.
μόν'πρέπει τους στήν εκκλησιά κι'εκεί νά λειτουργιούνται.»
Ο άοκνος καί προσεκτικός Αλής ωφεληθείς εκ τής πρός τούς Σουλιώτας κακής διαθέσεως τού αντιπάλου του, καί εγκολπωθείς αυτούς, τοίς απέδωκε τήν πατρίδα των, τούς
εμίσθωσεν ως συναγωνιστάς του καί αντήλλαξεν εις αμοιβαίαν ασφάλειαν καί ομήρους. Εν ώ δέ ταύτα ενηργούντο, ούτε η ελληνική επανάστασις είχεν εκραγή, ούτε
οι Σουλιώται εγνώριζαν τά τής Εταιρείας.
Οι υπόλοιποι Έλληνες ατενίζοντες μακρόθεν εις τήν απότομον Κιάφαν, τήν έβλεπαν διά τού λογισμού των ως λαμπάδα καιομένην εφ' υψηλής περιωπής εις φωτισμόν
τών εν τή σκότει τής δουλείας καθημένων καί εις χειραγωγίαν των.»
Οι ευτολμότεροι τούτων δράττοντες τά όπλα καί συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τούς άρπαγας καί αποξενώσαντας απ' αυτών τήν πατρώαν γήν καί διά
νά συντηρώνται ηναγκάζοντο νά φορολογώσι τούς κατοίκους, λαμβάνωντες παρ' αυτών τήν διά τούς υπ' αυτούς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ονομαζομένην, λουφές τών
παληκαριών. Ενίοτε δέ οι αρχηγοί ούτοι μετά τών υπ' αυτούς στρατιωτών καταβαίνοντες εις τά χωρία τά πεδινά παρηνώχλουν τούς κατοίκους οθωμανούς καί
φέροντες κατ' αυτών τό πύρ καί τόν σίδηρον, κατέστρεφον πάν τό προστυχόν, ηφάνιζον δέ ιδία τά
μεγάλα κτήματα τσιφλίκια τών ισχυρών Οθωμανών.
Ούτοι δέ, εις τήν φωνήν τής ανάγκης υπείκοντες, εμεσίτευον παρά τή εξουσία, όπως κηδομένη τού συμφέροντος τών κατοίκων καί εκείνου τής δημοσίας ασφαλείας,
γένη μερχαμέτη, νά λάβη δηλαδή πρόνοιαν διορίζουσαν αυτούς φύλακες κοινότερον δέ καπετάνιους. Αλλά, διά νά λάβη ο αρματωλός καπετάνιος τήν καπετανίαν τής
επαρχίας, έπρεπε νά έχη αρχαίαν καταγωγήν ή ο ίδιος εξερχομένος τής υποταγής τού ραγιαλικίου συσσωματούμενος μετ' άλλων συντρόφων νά διατρέξη ευρύ
στάδιον πάλης μετά τών Οθωμανών, αποδεικνύων ούτως εις τήν οθωμανικήν εξουσίαν τήν επιτηδειότητα, καρτεροψυχίαν καί ικανότητα αυτού.
Τότε πλέον ήρχιζε νά σκέπτηται περί τής προσφοράς τής παντουρίας, καπετανίας εις τόν άγριον τούτον αρματωλόν, εις τόν οποίον ευρισκόμενον εις τήν άγριαν ταύτην
κατάστασιν, απέδιδον τό επώνυμον κλέπτης, όταν δέ ούτος ελάμβανε τόν μουρασελέν, δικαστικήν απόφασιν ελέγετο παντούρης ή καπιτάνος.
Οι άνδρες ούτοι, οίτινες ένεκα τής δουλείας καί τής καταπιέσεως κατέφευγον εις τά όπλα, πολλάκις καί πολλαχώς απέδειξαν ότι είχον φρονήματα υψηλά υπέρ τής
ελευθερίας καί ανεξαρτησίας τής πατρίδος.
Αι μεγαλήτεραι λοιπόν τών ελπίδων τού έθνους υπήρχον εις τούς οπλαρχηγούς τούτους τής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου, διά τούτο καί οι απόστολοι τής Φιλικής
Εταιρίας εις αυτούς προσέδραμον, εξαιτούμενοι κατά πρώτον τήν συνδρομήν τής πρός απελευθέρωσιν τής πατρίδος, ευρόντες δέ τούτους προθυμοτάτους,
ήρχισαν αμέσως τάς προετοιμασίας διά τήν γενικήν τής Ελλάδος Επανάστασιν.»
Ο καταδρομικός ούτος στόλος, ού μόνον εις τά οσμανικά παράλια καί πλοία κατήνεγκε πληγάς πολλάς αλλά καί πρός αυτά τά πολεμικά σκάφη ετόλμησε ν' αντιπαραταχθή.
Μαύρο καράβ' αρμένιζε στά μέρη τής Κασσάνδρας,
Είχε πανιά κατάμαυρα καί τ' ουρανού παντιέρα,
Εμπρός κορβέτα μ'άλικο μπαϊράκι τού εβγήκε,
"Μάϊνα! φωνάζει τά πανιά, ριξέ τά, λέγει κάτω!"
"Δέν τά μαϊνάρω τά πανιά, ουδέ τά ρίχνω κάτω!
Εγώμαι ο Γιάννης τού Σταθά, γαμπρός τού Μπουκουβάλα.
Τράκο λεβέντες, ρίξετε στήν πλώρη τό καράβι,
Τών Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μή ψηφάτε"
Αλάχ, Αλάχ! οι άπιστοι κράζουν καί προσκυνούνε.
Εν αρχή τού 1808, ο αρματολός Χασιών παπά Ευθύμιος Βλαχάβας, συνεκάλεσε σύνοδον καί αναγορευθείς παρ' όλων αρχηγός επεχείρησε τήν διοργάνωσιν νέου
επαναστατικού κινήματος εκ συνεννοήσεως μετά τών άλλων τής Στερεάς Ελλάδος αρματολών καί αυτών τών εν Τρικκάλοις καί Λαρίση Τούρκων, οίτινες
ηγανάκτουν ωσαύτως κατά τής τυραννίας τού Αλή. Νέα δέ σύνοδος συνελθούσα εν Ολύμπω ώρισεν ημέραν τής ενάρξεως τού αγώνος τήν 29ην Μαΐου, τήν
ειμαρμένην ημέραν καθ' ήν έπεσεν η Κωνσταντινούπολις. Αλλά τό βούλευμα επροδόθη εις τόν Αλήν, πολλοί τών συνωμοτών καί πρώτοι οι Οσμανίδαι τής Θεσσαλίας
επαλιμβούλησαν, ολίγοι δέ μετά τού Βλαχάβα επέμειναν εις τό νά αναρρίψωσιν τόν κύβον.
Ο Αλής κατέφυγεν κατά τήν συνήθειάν του εις επιορκίας ίνα απαλλαγή τού φοβερού εκείνου αντιπάλου. Δι' αμνηστιών καί ποικίλων άλλων επαγγελιών παρέπεισεν
τόν Βλαχάβαν νά αναλάβει τό αρματολίκι του. Καί άμα τούτου γενομένου συνέλαβε τόν ήρωα καί μετά φοβεράς βασάνους καθυπέβαλεν εις οίκτιστον θάνατον.»
ο Βελή Γκέκας 'κίνησε νά πάη στόν Κατσαντώνη.
Επάτησε κ' εκόνεψε σενού παππά τό σπήτι.
- "Παππά ψωμί! παππά κρασί! νά πιούν τά παλληκάρια".
Κι εκεί πού τρώγαν κ' έπιναν, κ' εκεί πού λακρεντίζαν,
μαύρα μαντάτα τούρθανε από τόν Κατσαντώνη.
Στά γόνατα γονάτισε - "Γραμματικέ!" φωνάζει,
"Τά παλληκάρια μάζωξε, κι' όλον τόν ταϊφά μου,
κ' εγώ παγαίνω από μπροστά, στήν κρύα τή Βρυσούλα".
Στήν στράτα όπου 'πήγαινε, στή στράτα πού παγαίνει,
οι Κλέφτες τόν καρτέρεψαν καί τόν γλυκορωτούσαν.
- "Πού πάς Βελή Μπουλούκπαση, ρετζάλι τού Βεζίρη;"
- "Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα Κατσαντώνη."
Κι' ο Κατσαντώνης 'φώναξεν από τό μετερίζι.
- "Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είναι εδώ ραγιάδες,
γιά νά τούς ψένης 'σάν τραγιά, σάν τά παχυά κρυάρια!
Εδώ 'ναι λόγκοι καί βουνά, καί κλέφτικα τουφέκια."
Τρία τουφέκια τώδωκαν, τά τρία 'ράδα αράδα,
τό 'να τόν πήρε ξώδερμα, καί τ' άλλο στό κεφάλι,
τό τρίτο, τό φαρμακερό, τόν πήρε στήν καρδιά του,
τό στόμα τ' αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι.»
Νικόλαος Σοφιανός στόν επίλογο τής Γραμματικής του - 1544
Φθάσαντες οι εχθροί τή 23η Δεκεμβρίου 1803 εις Ρινιάσαν, κατέλαβον τούς κατοίκους αυτής εξ απροόπτου, ενασχολουμένους αμερίμνως εις τάς αγροτικάς εργασίας
καί άλλους μέν εφόνευσαν άλλους δέ εζώγρησαν. Μεταξύ τών αθλίων κατοίκων
τού χωρίου ευρίσκετο καί τίς πολυμελής οικογένεια τού Γεωργάκη Μπότση, συγκειμένη
εξ ένδεκα ψυχών. τής οικοδεσποίνης, συζύγου τού Μπότζη, απόντος,
Δέσπως καλουμένης, επτά θηλέων καί τριών ανηλίκων αρρένων τέκνων, εγγόνων καί νυμφών αυτής.
Η μήτηρ Δέσπω Μπότζη, τάς βανδαλικάς σφαγάς τών Αλβανών κατά τών αθώων συμπολιτών της βλέπουσα καί συμπεραίνουσα ότι καί αύτη μετά τών
πεφιλημένων τέκνων καί εγγόνων της μέλλει νά υποστή τήν αυτήν τύχην, κλείεται
μετά τών θυγατέρων, τών νυμφών καί τών εγγόνων της εν τώ πύργω
"Κούλα τού Δημουλά" λεγομένω καί εκπληρώσασα χρέος ανδρός, υπερασπίζουσα διά
τών όπλων μετά τών περί αυτήν τόν πύργον, πολεμούσα ανενδότως
κατά τών Αλβανών καί ιδούσα ότι πρός αποφυγήν τής ατιμίας καί τής αιχμαλωσίας
άλλη σωτηρία δέν υπήρχεν, ειμή ο θάνατος ...
ήναψεν διά τής χειρός της τήν πυρίτιδα καί εν τώ άμα
τά αθώα εκείνα πλάσματα, ένδεκα εν όλοις, εγένετο θύματα υπέρ πίστεως, τιμής καί ελευθερίας.»
H Aνατολική Στερεά Ελλάδα επαναστάτησε ταυτόχρονα μέ τήν Πελοπόννησο, στά τέλη Μαρτίου τού 1821.
Η εξέγερση έλαβε μέρος κυρίως στή Φωκίδα, τή Δωρίδα, τή Λιβαδιά καί τή Λοκρίδα.
Οι ψυχομένοι Ρουμελιώτες κλεφταρματολοί Οδυσσεάς Ανδρούτσος, Αθανάσιος Διάκος, Βασίλης Μπούσγος,
Πανουργιάς, Δήμος Σκαλτσάς καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης δέν πτοήθηκαν από τόν ισχυρό τουρκικό στρατό πού ήταν σταθμευμένος στό
Ζητούνι (Λαμία), στά Τρίκαλα καί τή Λάρισα καί άναψαν τή φωτιά στήν Ρούμελη. Είχαν φανεί άλλωστε οι προθέσεις τους στή σύσκεψη τής Αγίας Μαύρας
(Φεβρούαριος 1821), όπου είχαν αποφασίσει μέ ενθουσιασμό τήν επανάσταση, σέ αντίθεση μέ τούς προκρίτους τού Μοριά οι οποίοι στή σύσκεψη τής Βοστίτσας
είχαν φανεί διστακτικοί καί αναβλητικοί.
«Στή Ρούμελη οι προϋποθέσεις γιά σηκωμό στέκονταν πολύ πιό δύσκολες από τό Μοριά. Βρισκόταν σιμά σέ τέσσερεις σημαντικές
τούρκικες βάσεις: Γιάννενα, Λάρισα, Βόλο, Εύβοια. Ήταν ευτύχημα βέβαια πώς στά Γιάννενα ξακολούθαγε τήν αντίστασή του ο Αλήπασας.
Οι στρατιωτικές όμως δυνάμεις πού τόν πολιορκούσαν μπορούσαν νά στείλουν σημαντικά αποσπάσματα νά χτυπήσουν τούς επαναστάτες.
Στίς 27 Μαρτίου 1821, ξημερώματα, τά Σάλωνα βρέθηκαν σέ κατάσταση πολιορκίας. Στή μία μετά τά μεσάνυχτα δόθηκε τό σύνθημα. Η πρώτη μεγάλη φωτιά φάνηκε στό
Παλουμάκι τής Δεσφίνας καί ακολούθησαν οι άλλες στό Μετόχι τού Προφήτη Ηλία, στόν Κόφινα κοντά στά Λιβαδάκια, στόν Άϊ-Θανάση στό ρέμα τής Μηλιάς καί στήν
Κουτσουρέρα πάνω από τήν Αγία-Θυμιά. Τά παλληκάρια συγκεντρώθηκαν έξω από τήν πόλη σέ τρία τμήματα: τό αριστερό διοικούσε ο Γκούρας, τό δεξιό ο
Παπαντριάς και ο Θανάσης Μανίκας καί τό μεσαίο ο Πανουργιάς.
«Αγαπημένοι μου Γαλαξιδιώτες.
«Μαύρη ζωή πού κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες.
«Μαθών καί ο οπλαρχηγός τών επαρχιών Ζητουνίου (Λαμίας), Βοδωνίτσης (Μενδενίτσας) καί Τουρκοχωρίου, Γιάννης Δυοβουνιώτης, όσα επράχθησαν κατά τάς
άλλας επαρχίας καί έχων 80 συντρόφους εστρατολόγησεν άλλους 500 εκ τών κατοίκων τών υπό τά όπλα του επαρχιών, ύψωσε τής επαναστάσεως τήν σημαίαν, αν καί
ο υιός του ήτον υποχείριος τού Αλή, καί τήν 8ην Απριλίου επολιόρκησεν τό φρούριο τής Βοδωνίτσης, όπου εκλείσθησαν αι εν αυτή 70 τουρκικαί οικογένειαι.
«Τά πού βροντούν, μωρ' Πανουργία, τά πού βροντούν τά χαϊμαλιά,
«Γάλλος περιηγητής, περιγράφει τό παλούκωμα χριστιανού πού είδε τό 1739:
Η πρώτη πόλη τής Ρούμελης πού θά ελευθερωνόταν θά ήταν η πρωτεύουσα τής Φωκίδος, τά >Σάλωνα (Άμφισσα).
Στις 24 Μαρτίου 1821, στό μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία (μία ώρα μακρυά από τά Σάλωνα), ο επίσκοπος Ησαΐας από κοινού
μέ τόν αρματωλό Πανουργιά καί τούς προεστούς τών Σαλώνων Αναγνώστη Γιαγτζή, Ρήγα Κοντορήγα καί Αναγνώστη Κεχαγιά, συγκέντρωσαν δεκάδες
παλληκάρια, έκαναν δοξολογία στή Μονή καί ύψωσαν τή σημαία τής Επαναστάσεως.
Ο Πανουργιάς είχε γεννηθεί στό χωριό Δρέμισα τής Παρνασσίδος τό 1767. Ο πατέρας τού Πανουργιά λεγόταν Ξηροδημήτρης, επειδή ήταν εξαιρετικά αδύνατος.
Ήταν προεστός τού χωριού Δρέμισα τής Παρνασσίδας. Όταν o γιός του βαπτιζόταν, ο ανάδοχός του τόν πέρασε γιά κορίτσι καί τού έδωσε τό όνομα Πανώρια. Οι γονείς του
Πανουργιά, που ήταν πολύ θεοσεβούμενοι, θεώρησαν αμαρτία νά αλλάξουν τό όνομα πού δόθηκε μέ τό μυστήριο καί απλά τόν φώναζαν
Πανουργιά. Τό όνομα αυτό τελικά έγινε οικογενειακό όνομα τών Πανουργιάδων.
Ο Πανουργιάς ως νέος διακρινόταν γιά τό ωραίο του παρουσιαστικό. Η εντυπωσιακή του εμφάνιση έγινε η αιτία νά σωθεί η ζωή
του όταν καταδικάστηκε σέ θάνατο γιά κάποια ασήμαντη αιτία. Ένας ισχυρός Τούρκος, ο Δελή Αχμέτ λυπήθηκε τό νεαρό Πανουργιά καί μεσολάβησε νά τού χαρίσουν τή ζωή.
Μάλιστα τόν πήρε στήν υπηρεσία του. Όταν πέθανε ο Τούρκος, ο δεκαεξάχρονος Πανουργιάς έγινε κλέφτης, συνεργάστηκε μέ τόν
Ανδρέα Ανδρούτσο Βερούση (Ανδρίτσο) καί έλαβε μέρος στίς επιχειρήσεις τού Λάμπρου Κατσώνη.
Μετά τόν θάνατο τού Ανδρίτσου ο Αλή πασάς, γιά νά απαλλαγεί από τόν Πανουργιά τόν έκανε αρματολό.
Αργότερα ο τελευταίος έγινε πάλι κλέφτης, όταν αντικαταστάθηκε στό αρματολίκι από τόν Λάμπρο Σουλιώτη. Επειδή ήταν αδύνατο νά τόν συλλάβει ο Αλή πασάς
έδωσε εντολή καί πήραν τήν οικογένειά του στά Ιωάννινα. Τότε ο Πανουργιάς αναγκάστηκε νά παραδοθεί στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο καί νά αποσταλεί στόν τύραννο τής
Ηπείρου. Ο Αλή πασάς δέν έβλαψε τόν Πανουργιά αλλά τόν κράτησε κοντά του από τό 1817 έως τό 1820.
Όταν ο Αλή πασάς πολιορκήθηκε στά Γιάννενα ο Πανουργιάς κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί νά επιστρέψει στήν ιδιαίτερη πατρίδα του.
Τότε οργάνωσε ένα πειθαρχημένο σώμα εξήντα ανδρών ντυμένων καί εξοπλισμένων ομοιόμορφα καί διάλεξε γιά πρωτοπαλίκαρά του τόν Γιάννη Γκούρα,
τόν Θανάση Μανίκα καί τόν Παπαντρέα από τήν Κουκουβίστα. Μόλις σήκωσε τό λάβαρο τής επανάστασης στή Μονή τού Προφήτη Ηλία, ο
Πανουργιάς έστειλε τόν Θανάση Μανίκα μαζί μέ τόν Παπανδρέα νά στρατολογήσουν στά Βλαχοχώρια τής Δωρίδας όσους μπορούσαν νά φέρουν όπλα, τόν
δέ ανιψιό του Γιάννη Γκούρα τόν έστειλε στό χωριό Άι-Γιώργης κοντά στά Σάλωνα, γιά νά έρθει σέ επαφή μέ τούς Γαλαξειδιώτες, ζητώντας τή σύμπραξή τους.
Οι θαρραλέοι Γαλαξειδιώτες μέ αρχηγούς τους τόν Γιάννη Μητρόπουλο καί τόν Φούντα δέχτηκαν μέ ενθουσιασμό τό κάλεσμα τού Πανουργιά καί
κινήθηκαν αμέσως πρός τήν Άμφισσα. Η συμμετοχή αυτή τού Γαλαξειδίου είχε εξαιρετική σημασία διότι τό Γαλαξίδι διέθετε 40 πλοία μεγάλα
καί πολλά μικρότερα, ικανά νά εκμηδενίσουν τήν απειλή τών τουρκικών πλοίων πού ευρίσκονταν στό λιμένα τής Ναυπάκτου.
Εξησφαλίζετο λοιπόν η ελευθερία τού Κορινθιακού κόλπου, η παρεμπόδιση τών συγκοινωνιών τών Τούρκων τής περιφέρειας,
ενώ διασφαλιζόταν η επικοινωνία μέ τούς Πελοποννησίους επαναστάτες.
Ο Γκούρας ενθουσιάστηκε τόσο πολύ, πού δέν περίμενε νά συνεννοηθεί μέ τόν Πανουργιά. Στάθμευσε μέ τούς 150 μαχητές του τή νύχτα στό χωριό
Άι-Γιώργης καί έστειλε γράμμα στόν Πανουργιά, δηλώνοντας τήν επιθυμία του νά "βαρέσει ταχιά τά Σάλωνα" .
Ο Πανουργιάς, γνωρίζοντας τήν αποφασιστικότητά του, έσπευσε νά στείλει αγγελιοφόρο ζητώντας του νά μήν επιτεθεί έως ότου πάρει νεώτερη διαταγή γιά νά μήν
καταστρέψει από βιασύνη τήν επανάσταση. Ευτυχώς ο Γκούρας συγκρατήθηκε.
Αντιστάθμιζε όμως τούτη τή δυσκολία η ύπαρξη μιάς μαχητικής από αιώνες παράδοσης - η κλεφτουριά καί τ' αρματολίκια. Ένας στρατός σχεδόν έτοιμος, μέ
θαυμάσια στελέχη γιά τόν άταχτο πόλεμο, πού τόσο τόν ευνοούσαν τά βουνά τής Ρούμελης.
Η ψυχή τού Πανουργιά ανάσαινε έλατο, θυμάρι καί λευτεριά. Έτσι, όταν στίς 24 τού Μάρτη 1821 έμαθε τό σηκωμό
τής Πάτρας, πήρε τούς λεβέντες του καί τράβηξε γιά τό μοναστήρι τού
Προφήτη Ηλία. Φωνάζει τούς προεστούς καί τούς λέει πως θ' ανεμίσει τό μπαϊράκι τού σηκωμού καί θά
κτυπήσει τούς Τούρκους. Στ' αναμεταξύ έφτασαν στά Σάλωνα οι
Τούρκοι τής Βοστίτσας, τού Αιγίου δηλαδή, τρομοκρατημένοι απ' όσα έτρεξαν στό Μοριά.
Η δύναμη τών ντόπιων Τούρκων μαζί μ' εκείνους που ήρθαν από τή Βοστίτσα
δεν ήταν αψήφιστη, έφτανε τά εξακόσια ντουφέκια.
Ο Πανουργιάς στέλνει στό Γαλαξείδι τόν Γκούρα, τόν γαμπρό του Μανίκα καί τόν Παπαντρέα νά στρατολογήσουν. Οι
Γαλαξειδιώτες μέ προθυμία δέχονται ν' αντιβγούν στό δυνάστη όχι μονάχα στή θάλασσα, παρά καί στή στεριά.
Όταν κάπως δυνάμωσε ο Πανουργιάς αποφασίζει, άν
και τ' ασκέρι του ήταν πιο αδύναμο από
τό τούρκικο τών Σαλώνων, νά κτυπήσει, λογαριάζοντας πως τό χειρότερο άπ'
όλα θά ήταν νά χασομερήσει δίνοντας καιρό στούς εχθρούς νά συνεφέρουν καί νά ετοιμαστούν.
Επειδή όμως έβλεπε πολλούς νά είναι διστακτικοί, σκαρφίζεται τούτο δώ τό κόλπο.
Ορμηνεύει κάποιον τής εμπιστοσύνης του νά πάει στήν Ιτέα κι όταν γυρίσει νά πει πώς
είδε τάχα στόν κόρφο τό ρούσικο στόλο. Όταν ήρθε καί ξεφούρνισε τήν ψεύτικη είδηση, φωνάζει ο Πανουργιάς:
- "Αδέρφια, τι καρτεράμε";
Ξεχύνονται - ήταν 27 τού Μάρτη - νά πάρουν τήν πολιτεία. Οι Τούρκοι, βλέποντας τήν ορμή τους,
τήν παρατάνε κι ανεβαίνουν στό φράγκικο κάστρο, πού τά ερείπια του
ίσαμε τίς μέρες μας ωσάν κορώνα στέκονται πάνω από τήν Άμφισσα, καθώς λένε τά Σάλωνα τώρα.»
Οι Γαλαξιδιώτες έφεραν ψιλά όπλα, πολεμοφόδια καί μικρά κανόνια από τά καράβια τους.
Ανάμεσά τους διακρινόταν ο Ιωάννης Καραλίβανος, αξιωματικός
γιά πολλά χρόνια στά τούρκικα πλοία, καί οι γενναίοι οπλαρχηγοί Γιάννης καί Νικολάκης Μητρόπουλος.
Η επίθεση άρτια οργανωμένη
κράτησε 4 ώρες. Καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν γιά νά κλειστούν στό κάστρο,
ένας σκοπευτής τους, οχυρωμένος στά τούρκικα λουτρά (χαμάμ) έριξε καί τό βόλι βρήκε
τον άτυχο Σταμάτη Τράκα στό μέτωπο.
Ήταν ο πρώτος νεκρός στήν πρώτη επίσημη μάχη τής επαναστατημένης Ρούμελης.
Ο πατέρας του Θεόδωρος Τράκας,
βλέποντας νεκρό τό παιδί του, έσφιξε τήν καρδιά καί είπε στούς
στρατιώτες: "Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται". Οι ελάχιστοι Τουρκαλβανοί πού ξέμειναν
στήν πόλη παραδόθηκαν καί βρήκαν μαρτυρικό θάνατο.
Ωστόσο, οι Σαλωνίτες έκρυψαν γιά πολλές μέρες μέσα σέ κάδους καί πιθάρια μερικές τουρκικές οικογένειες
μέ τίς οποίες συνδέονταν φιλικά. Στήν οικία του Αναγνώστη Κεχαγιά υψώθηκε τό λάβαρο τής επαναστάσεως.
Αμέσως συγκροτήθηκε Ελληνική Διοίκηση. Τήν αποτελούσαν οι Αναγνώστης Κεχαγιάς, Αναγνώστης Γιαγτζής, Ρήγας Κοντορήγας, Γιωργάκης Παπαηλιόπουλος,
Ηλίας Κόκκαλης, Ευστάθιος Μαρκίδης ή Μαρκόπουλος, Δεστερλής, Βασίλειος Χαντζάρας, Ευθύμιος Κρανάκης, Παπαϊωάννης Οικονόμος καί Χαρίτος μέ πρόεδρο τόν
Επίσκοπο Ησαΐα.
Την ίδια ημέρα άρχισε η πολιορκία τού κάστρου. Τά μπρούτζινα γαλαξιδιώτικα
κανόνια στήθηκαν στό σπίτι τού Στράγκα, πού βρισκόταν στό άκρο τής πόλης.
Μέ τούς πρώτους πυροβολισμούς σκοτώθηκαν μία γυναίκα καί δύο παιδιά καί καταστράφηκαν δύο φορτώματα άλευρα τών Τούρκων. Καθώς όμως, οι υπόλοιποι
πυροβολισμοί πήγαιναν χαμένοι, τά κανόνια μεταφέρθηκαν στά Μνήματα, πάνω από τήν συνοικία Χάρμαινα, κοντά στό στρατηγείο τού Πανουργιά.
Οι Τούρκοι αρνούνταν νά παραδοθούν, ελπίζοντας σέ ενισχύσεις από Εύβοια καί Λαμία. Ο Πανουργιάς
κάλεσε τούς οπλαρχηγούς σέ συμβούλιο, καμία πρόταση
δέν φαινόταν αρκετά καλή, μέχρι πού πήρε τό λόγο ο Καραπλής. Ζήτησε μαραγκούς, σανίδια καί πάτερα.
Ήταν πρωταπριλιά, παραμονή τού Λαζάρου. Στό χώρο
κάτω από τά πηγάδια, ο Καραπλής κατασκεύασε σκαλωσιά καί ανέβηκε μαζί μέ 30-40 παλληκάρια, γκρεμίζοντας την στό τέλος.
"Πως θά γυρίσουμε πίσω"; ρώτησε κάποιος.
"Εδώ ήρθαμε γιά νά νικήσουμε ή νά σκοτωθούμε", απάντησε ο Καραπλής.
Τό πρωί τών Βαΐων ένας Τούρκος κατέβηκε γιά νερό στά πηγάδια. Μιά μπαταριά καί
ξαπλώθηκε νεκρός. Χωρίς νερό, οι εχθροί περιήλθαν σέ δεινή θέση. Η απόπειρά τους νά καταλάβουν τήν πηγή στις 8 Απριλίου, έληξε άδοξα μέ 13 Τούρκους νεκρούς,
ανάμεσά τους καί τό πρωτοπαλίκαρο Χάϊτας. Μήν αντέχοντας τή δίψα, οι Τούρκοι βρέθηκαν σέ απόγνωση καί έστειλαν τούς μπέηδες νά διαπραγματευτούν. Ο
Πανουργιάς τούς υποσχέθηκε ασφάλεια ζωής, τιμής καί περιουσίας. Στίς 10 Απριλίου 1821, ανήμερα τής Λαμπρής, άνοιξε η πύλη τού κάστρου καί οι Τούρκοι
άρχισαν νά βγαίνουν παραδίδοντας τά όπλα στόν Πανουργιά, μετά από 13 μέρες πολιορκίας. Παρά τήν συνθήκη οι Τούρκοι
δολοφονούνταν άγρια από όποιον Έλληνα τούς έβρισκε απομονωμένους.
Η κήρυξη τής επανάστασης στά Σάλωνα καί τό πάρσιμο τού κάστρου τους έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στή μετέπειτα εξέλιξη τού Αγώνα. Οι Έλληνες οπλίστηκαν μέ
600 όπλα καί ανάλογα πολεμοφόδια, λάφυρα από τούς έγκλειστους. Ο Παπαηλιόπουλος ανέλαβε τό ταμείο τής επαναστατημένης επαρχίας, φροντίζοντας νά βοηθήσει καί τίς
γειτονικές επαρχίες: Λιδωρίκι, Υπάτη, Καρπενήσι, Αταλάντη, Λιβαδειά.
Ο αρματολός Δήμος Σκαλτσάς καταγόταν από τήν Αρτοτίνα, καί φημιζόταν γιά τή γενναιότητά του ενώ έχαιρε τής εκτιμήσεως τών υπόλοιπων οπλαρχηγών.
Είχε υπηρετήσει καί αυτός στόν Αλή πασά καί τόν είχε καταδιώξει γιά νά τόν θανατώσει ο φοβερός Μπεχλιβάν ή Μπαμπά πασάς, χωρίς ευτυχώς νά τά καταφέρει.
Στίς 28 Μαρτίου 1821, ο Σκαλτσάς, αμέσως μόλις έμαθε γιά τήν κατάληψη τών Σαλώνων, συνεννοήθηκε μέ τόν Αναγνώστη Λιδωρίκη, τόν
παπα Γιώργη Πολίτη,
καί ύψωσε τήν επαναστατική σημαία. Στή συνέχεια μπήκε στό Λιδωρίκι όπου οι Τούρκοι κάτοικοι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Αντίθετα στό
γειτονικό Μαλανδρίνο, ο υπαρχηγός τού Σκαλτσά, Θεόδωρος Χαλβατζής συνάντησε πεισματική αντίσταση. Τελικά τό Μαλανδρίνο
έπεσε στίς 30 Μαρτίου 1821.
Βορειότερα, ο Δυοβουνιώτης προήλασε πρός τή Μενδενίτσα καί τό Τουρκοχώρι τής Ελάτειας, όπου κήρυξε τήν επανάσταση καί κυρίεψε
τό βυζαντινό κάστρο τής Βοδονίτσας (18 Απριλίου 1821). Ο Πανουργιάς, μαζί μέ τόν επίσκοπο Ησαΐα, κινήθηκαν μέσω Γραβιάς,
πρός τήν Μονή Δαμάστας καί από κεί στό χωριό Μουσταφάμπεη (Ηράκλεια) τό οποίο καί κατέλαβαν στίς 20 Απριλίου 1821.
Ήτανε φαίνεται από τόν Θεόν γραμμένον νά αδράξωμεν τά άρματα
μίαν ημέραν καί νά χυθούμεν κατεπάνω εις τούς τυράννους μας, πού τόσα χρόνια ανελεήμονα μάς
τυραγνεύουν. Τι τήν θέλομεν, βρε αδέρφια, αυτήν τήν πολυπικραμένην ζωήν, νά ζούμεν αποκάτω εις τήν σκλαβιά καί τό σπαθί τών Τούρκων νά ακονιέται εις τά κεφάλια μας;
Δεν τηράτε όπου τίποτα δέν μας απόμεινεν; Αι εκκλησίαις μας γενήκανε τζαμιά καί αχούρια τών Τούρκων. Κανένας δέν ημπορεί νά πει, πως τάχα έχει
τίποτε εδικόν του,
γιατί τό ταχυά βρίσκεται φτωχός, ωσάν διακονιάρης εις τήν στράτα. Αι φαμελιαίς μας καί τά παιδιά μας
είναι εις τά χέρια καί εις τήν διάκρισιν τών Τούρκων.
Τίποτε, αδέλφια, δέν μας έμεινε. Δέν είναι πρέποντος νά σταυρώσωμεν τά χέρια καί νά τηράμεν τόν ουρανόν.
Ο Θεός μας έδωκεν χέρια, γνώσιν καί νούν. Ας ρωτήσωμεν τήν καρδιά μας καί ο,τι μάς απαντιχαίνει,
ας τό βάλωμεν ογλήγορα εις πράξιν, καί ας είμεθα,
αδέρφια βέβαιοι, πως ο Χριστός μας, ο πολυαγαπημένος, θά βάλει τό χέρι επάνω μας.
Ό,τι θά κάμωμεν, πρέποντος είναι νά τό κάμωμεν, μίαν ώραν αρχίτερα,
γιατί ύστερα θά χτυπάμε τά κεφάλια μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σέ
πολέμους, καί δέν έχει ασκέρια νά στείλει καταπάνω μας.
Ας ωφεληθούμε από τήν περίστασιν, όπου ο Θεός, ακούοντας
τά δίκαια παράπονά μας, μάς έστειλεν δια ελόγου μας μίαν ώραν, πρέποντας είναι νά ξεσπάσει αυτό τό
μαράζι, οπού μας τρώγει τήν καρδιά. Στά άρματα, αδέρφια! Ή νά ξεσκλαβωθούμεν ή
όλοι νά πεθάνωμεν. Καί βέβαια, καλλίτερον θάνατον δέν ημπορεί νά προτιμήσει
κάθε Χριστιανός καί Έλληνας.
Εγώ, καθώς τό γνωρίζετε καλότατα, αγαπητοί μου Γαλαξειδιώτες, ημπορώ νά ζήσω βασιλικά, μέ πλούτια, τιμαίς καί δόξαις. Οι Τούρκοι, ο, τι καί νά ζητήσω μου τό
δίνουνε παρακαλώντας, γιατί το σπαθί τού Οδυσσέα δέν χωρατεύει. Έπειτα, κοντά καί εις τά άλλα, ενθυμούνται
τόν πατέρα μου, οπού τούς εζεμάτισε.
Μα, σας λέγω τήν πάσαν αλήθειαν, αδέρφια, δέν θέλω εγώ μονάχα νά καλοπερνάω, καί το γένος μου νά βογγάει εις τήν σκλαβιά.
Μου καίεται η καρδιά μου σάν βλέπω καί συλλογούμαι πως ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν.
Από τό Μωρηά μου στείλανε γράμματα πως είναι τά πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στό ποδάρι μέ τά παλληκάρια μου. Μα θέλω πρώτα νά είμαι βέβαιος τό πως θά μέ
ακολουθήσετε καί σεις. Άν εσείς κάμετε αρχή από τή μία μεριά, κι εγώ από τήν άλλη, θά σηκωθή όλη η Ρούμελη. Γιατί ο κόσμος φοβάται. Μα σάν ίδη ελόγου σας,
που έχετε τά καράβια καί ξέρετε καλύτερα τά πράγματα τό πως σηκώνετε τό μπαϊράκι, θενά τελείωση ότι καλύτερο τό πράγμα.
Περιμένω απόκρισι μέ τόν ίδιο πού φέρνει τό γράμμα μου. Τή μπαρούτη καί τά βόλια τά έλαβα καί τά εμοίρασα. Να μέ οικονομήσετε καί στουρνάρια καί αν σας
περισσεύη καί άλλη μπαρούτη νά μου στείλετε, γιατί θά τήν δώσω στούς Πατρατσικιώτας. Τού Πανουριά τά λόγια μην τά πολυακούτε. Είναι φοβιτσιάρης.
Μα σάν τό σηκώσωμε εμείς, αλλέως δέν μπορεί νά πράξη πάρεξ νά έρθη μέ τό μέρος μας.
Αύριο τό βράδυ νά έρθη ένας στό μοναστήρι καί θά εύρη τόν Γκούραν γιά νά μιλήση σάν νά ήμουνα εγώ ο ίδιος. Τον Γκούρα νά τόν αγαπάτε.
Είναι παιδί δικό μας καί καλό παλληκάρι. Χαιρετίσματα σ' όλους πέρα καί πέρα. Σας χαιρετώ καί σας γλυκοφιλώ.
Ο αγαπητός σας Οδυσσέας Ανδρούτσος.»
Ποτέ μας δέν αλλάζουμε καί δέν ασπροφορούμε,
ολημερίς στόν πόλεμο τή νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στούς κλέφτες καπετάνιος,
Ζεστό ψωμί δέν έφαγα, δέν πλάγιασα σέ στρώμα,
τόν ύπνο δέν εχόρτασα, τού ύπνου τή γλυκάδα,
τό χέρι μου προσκέφαλο καί τό σπαθί μου στρώμα,
καί τό καριοφιλάκι μου σάν κόρη αγκαλιασμένο.
Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νά γίνεις νοικοκύρης,
γιά ν' αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν.
- Μάνα μου εγώ δέν κάθομαι νά γίνω νοικοκύρης.
νά κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν,
και νάμαι σκλάβος τών Τουρκών, κοπέλι στούς γερόντους.
Φέρε μου τ' αλαφρό σπαθί καί τό βαριό ντουφέκι
νά πεταχτώ σάν τό πουλί ψηλά 'ς τά κορφοβούνια,
νά πάρω δίπλα τά βουνά, νά περπατήσω λόγγους,
νά βρω λημέρια τών κλεφτών, γιατάκια καπετάνιων.».
Τήν αυτήν ημέραν ήλθεν εις επικουρίαν καί ο Κόμνας Τράκας, σταλείς παρά τού Πανουργιά μετά διακοσίων καί ο Διάκος μετά τών περί
αυτόν καί ώρμησαν όλοι επί τό φρούριον, όπερ άν καί μικρόν, δέν ήτον αλώσιμον ειμή διά τής πείνας ή τής δίψας ως κείμενον επί δυνατής θέσεως, διά τούτο
οι ρηθέντες οπλαρχηγοί, αφήσαντες δύναμίν τινα εις διατήρησιν τής πολιορκίας, ανεχώρησαν εις Ζητούνι, καί τήν 10ην Απριλίου, έφθασαν εις τήν επί τού
Σπερχιού γέφυραν, όπου δευτέρας σκέψεως γενομένης, απεφάσισαν νά μή προχωρήσωσι πρός τό Ζητούνι, πρίν συννοηθώσι καί μετά τού οπλαρχηγού τής επαρχίας
τού Πατρατσικίου (Υπάτης) Μίτσου Κοντογιάννη, έχοντος καί δύναμιν ικανήν καί επιρροήν.
Οι οπλαρχηγοί εκάλεσαν τότε τόν Κοντογιάννην εις συνεκστρατείαν, δέν τούς ήκουσε, τόν εκάλεσαν καί εκ δευτέρου, ουδέ καί τότε τούς ήκουσε. Η παρακοή του,
αφορμήν έχουσαν τό κινδυνώδες τού επιχειρήματος, δέν ήταν άλογος, αλλά ήτο παράκαιρος καί βλαπτική πρός τούς αποστατήσαντας λαούς καί πρός τούς
συναδέλφους του οπλαρχηγούς, τόν εκάλεσαν καί εκ τρίτου, έστειλαν καί παραινέτας τόν Γεώργην Δεσποτόπουλον καί τούς αξιωματικούς τού Διάκου,
Καλύβαν καί Μπακογιάννην, αλλ ' ούτε αυτοί τόν έπεισαν, ώστε τό ελληνικόν στρατόπεδον εκάθητο αργόν οκτώ ημέρας.»
μωρέ Λάμπρο Σουλιώτη, τά πού βροντούν τ' αλύσια;
Στού Πανουργία τά γόνατα, στού Πανουργία τή μέση,
εκεί βροντούν τά χαϊμαλιά, εκεί βροντούν τ' αλύσια.»
"Ξαπλώνουν τό μελλοθάνατο καταγής μπρούμυτα κι ο δήμιος ανοίγει
τό κάτω μέρος τού σώματος μ' ένα ξουράφι. Ύστερα μπήγουν στήν πληγή ένα μυτερό παλούκι
μακρύ οχτώ πόδια καί αρκετά χοντρό κτυπώντας τήν άκρη μέ ξύλινο κόπανο.
Όταν η μυτερή άκρη βγει από τό δεξιό ώμο τού θύματος δένουν τά χέρια στό παλούκι
και τό καρφώνουν όρθιο στό χώμα".»
Η Λιβαδειά δέν καθυστέρησε νά ξεσηκωθεί. Πώς μπορούσε άλλωστε αφού υπήρχαν εκεί ο Βασίλειος Μπούσγος καί ο Αθανάσιος Διάκος.
Στήν πρωτεύουσα τής Βοιωτίας ζούσαν λίγοι μουσουλμάνοι, ελάχιστοι εβραίοι καί πολλοί
Χριστιανοί καί έτσι οι Οθωμανοί τήν αποκαλούσαν Γκιαούρ - Λιβαδειά. Αποτελούσε
βακούφι τής βαλιδέ Σουλτάνας (βασιλικής μητέρας) καί είχε μεγάλη ανάπτυξη σέ σχέση μέ τίς
γειτονικές πόλεις ενώ ταυτόχρονα χρησίμευε καί ως
ορμητήριο τών κλεφταρματολών τής Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος.
«Τή 24η Μαρτίου 1821
αναχωρήσας ο Βούσγος, έμαθε τήν επιούσαν (επομένη)
εν τή Οιάνθη (Γαλαξείδιον) τήν κίνησιν τής Αχαΐας, καί αυθημερόν
επανέκαμψεν εις τήν επί τού Παρνασσού μεγάλην κωμόπολιν Ανεμώρειαν (Αράχωβαν). Εκεί διαβεβαιώσας τούς γέροντας τά τε εν Πελοποννήσω γινόμενα
καί τάς συμφώνους προθέσεις τών Λεβαδειέων, προέτρεψε τούτους, ίνα καταλάβωσι πάσης τάξεως άνθρωπον διαβαίνοντα από Αμφίσσης εις Λεβαδείαν καί τανάπαλιν.
Καί ούτοι μέν έπραξαν, ως ωδηγήθησαν, διακοπείσης έκτοτε πάσης ανταποκρίσεως τών Τούρκων τής Λεβαδείας καί τής Αμφίσσης.
Σύμφωνα λοιπόν μέ τή διήγηση τού Φιλήμονα, ο Διάκος έκανε στρατολογία τών Ρωμιών μέ διαταγή τού ...Τούρκου διοικητή γιά νά κτυπήσει τελικώς τούς
Τούρκους κατοίκους τής Λιβαδειάς! Μέ τούς πρώτους οπλοφόρους πού μάζεψε ο
Διάκος μετέβη στή Μονή τού Οσίου Λουκά όπου μαζί μέ τόν
επίσκοπο Σαλώνων Ησαΐα, τόν επίσκοπο Αταλάντης Νεόφυτο καί τόν
φιλικό Αθανάσιο Ζαρίφη ύψωσαν τό λάβαρο τής επαναστάσεως. Μετά
τή δοξολογία, ο Διάκος κινήθηκε κατά τής Λιβαδειάς
όπου οι Τούρκοι είχαν προλάβει νά κλειστούν στό φρούριο τής πόλης έχοντας πάρει μαζί τους καί σάν ομήρους
τόν Ιωάννη Λογοθέτη καί τό Νικόλαο Νάκο.
«Εις τό σεράι τού Μέρ αγά εξειλίχθησαν δραματικαί σκηναί. Είχαν κλεισθή εκεί αρκετοί ένοπλοι Τούρκοι καί επυροβολούσαν κατά τών τρεχόντων
εις τούς δρόμους επαναστατών. Μεταξύ τών πολιορκούντων καί τών πολιορκουμένων διημείβοντο ύβρεις. Ηκούοντο αι θρηνώδεις επικλήσεις τών χανουμισσών νά
σταματήσουν οι πυροβολισμοί. Ο Διάκος έτρεξεν εκεί. Εκάλεσε τούς Τούρκους νά παραδοθούν καί εκείνοι απάντησαν μέ πυροβολισμούς. Τότε διέταξε νά φέρουν
φρύγανα καί εμπρηστικάς ύλας. Τό σεράι επυρπολήθη καί κανείς από τούς εγκλείστους, πού ήρχισαν νά πηδούν από τά παράθυρα διά νά σωθούν, δέν διέφυγε.
Τόν πρώτο μήνα τής επανάστασης είχαν αποτινάξει τόν κατακτητή από
πάνω τους τά Σάλωνα (Άμφισσα), η Λιβαδειά, η Θήβα, τό Ταλάντι (Αταλάντη), τό Λιδωρίκι,
η Μενδενίτσα καί τό Πατρατζίκι (Υπάτη).
«Μετά τό τέλος τής τελετής εις τήν Λεβαδίαν, ο Αθανάσιος Διάκος εξεφώνησε
συγκινητικώτατον λόγον, απολήξαντα εις τό
"καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή".
Αποκαταστήσας δέ αμέσως καί πολιτικήν αρχήν εκ τών προκρίτων τής χώρας,
ονομασθέντων κονσόλων, έπεμψεν εις μέ τήν Αταλάντην τόν Αντώνιον Κοντοσόπουλον μεθ' ικανής δυνάμεως, εις δέ τάς
Θήβας τόν Ιωάννην Λάππαν μετά διακοσίων, ίνα εξώσωσι τούς Τούρκους.
«Εκ τών πολλών τής Ανατολής χωρών, αίτινες επέπρωτο νά καταπλακώθωσιν
υπό τήν βαρείαν πλάκα τής βαρβαρότητος καί τής αποξενώσεως παντός εθνικού χρήματος,
πρωτίστως έλαβε δυστυχίαν νά είναι η Μικρά Ασία ως πρωιμότερον απολέσασα τήν
προγονικήν γλώσσαν καί τά παρεπόμενα αυτή εθνικά αγαθά. Ακόμη καί περί τά
μέσα τού ΙΗ' αιώνος (1750) ουδαμού τής Μικράς Ασίας υπήρχον σχολεία εκτός τής Σμύρνης
καί τής Καισαρείας. Πανταχού τής Μικράς Ασίας γενική υπήρχεν
αμάθεια καί άγνοια τών εν τοίς ναοίς αναγιγνωσκομένων, άπερ κατά πατροπαράδοτον
μόνον συνήθεια ήσαν εν χρήσει.»
«Αδελφοί μου, τόσον τά εμελέτησα τά γράμματα, καθώς ο χρυσικός λογαρίζει τό ασήμι.....και τότε είναι λαμπρόν καί καθαρόν καί τό αγοράζει μέ κάθε προθυμίαν ο
άνθρωπος, έτσι καί εγώ ηύρα καθαρά, άγια καί αληθινά, λαμπρά καί υπερελαμπρότερα από τόν ήλιον τά λόγια καί τά προστάγματα τού Χριστού, καί όποιος πιστεύει τόν
Χριστόν καί τόν λέγει Θεόν καί κάμνει τά πράγματά του, οπού λέγει τό άγιον Ευαγγέλιον, εκείνος είναι καλότυχος καί τρισμακάριστος καί καμμίαν φοράν δέν
θέλει εντροπιασθή, καί δια τούτο πρέπει νά στερεώνετε σχολεία Ελληνικά, νά φωτίζονται οι άνθρωποι.
«Βασίλης Μπούσγος
«Ουχί μόνον κοπιώντες, αλλά καί κινδυνεύοντες εσπούδαζον οι πατέρες ημών
γράμματα. Έκαστος τών Τούρκων καί ο έσχατος, ως γνωστόν, είχε τό
δικαίωμα νά τυραννεί, νά φορολογεί καί νά φονεύει τούς οπαδούς τού Χριστού.
Επειδή δέ τά σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών καί κατέστρεφον παντοιοτρόπως, καί
διδάσκαλοι καί μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους επίσης τρόπους διά νά αποφεύγωσιν τήν οργήν των.
Καί οσάκις συνήρχοντο εις τό σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος
πλησίον τού παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού
τό βλέμμα καί έδιδεν πρός τούς άλλους τήν είδησιν ότι έβλεπεν οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν...»
Τόσο οι πρόκριτοι τής πόλεως Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης, Ιωάννης Φίλων, Εμμανουήλ
Σπυρίδωνος καί Παναγιώτης Λιδωρίκης όσο καί οι οπλαρχηγοί είχαν μυηθεί στήν Φιλική Εταιρεία καί περίμεναν μία σπίθα γιά νά αρπάξουν τ' άρματα καί νά
κτυπήσουν τόν τύραννο. Μάλιστα οι κινήσεις τους ήταν τόσο απρόσεκτες ώστε ο βοεβόδας Καρά Ισμαήλ αγάς είχε ζητήσει από τόν διοικητή τής Εύβοιας
Γιουσούφ πασά τήν άδεια νά τούς θανατώσει ώς υπόπτους ταραχών,
χωρίς ευτυχώς νά τά καταφέρει, διότι οι πρόκριτοι πρόλαβαν καί δωροδόκησαν μέ ρουσφέτι
(τουρκ. rusvet) τόσο τόν Γιουσούφ πασά όσο καί τόν Μαχμούτ Δράμαλη πασά.
Μόλις έγιναν γνωστές οι εξεγέρσεις στά Καλάβρυτα, τήν Πάτρα καί τήν Άμφισσα, ο Αθανάσιος Διάκος επρότεινε νά κινηθούν αμέσως καί νά κτυπήσουν τούς Τούρκους
τής Λιβαδειάς. Ο γέρος Νικόλαος Νάκος ήταν διστακτικός καί πρότεινε νά στείλουν τόν Βασίλη Μπούσγο στήν Πάτρα καί συγκεκριμένα στόν πρόξενο τής Ρωσίας
Ιωάννη Βλασσόπουλο γιά νά πάρουν έγκυρες πληροφορίες.
Ο δέ Βούσγος (Μπούσγος) καταβαίνων περί τό μεσονύκτιον τής 25ης πρός τήν 26η Μαρτίου τό στενόν τού Ζεμενού, εφόνευσε τυχόντας εν
τώ εκεί ξενοδοχείω, ένα τάταρην τουρκικόν (ταχυδρόμον) καί ένα Τουρκαλβανόν, πεμπομένους εφίππους παρά τών Τούρκων τής Αμφίσσης εις τούς εν Λεβαδεία
διά τά πράγματα τής Πελοποννήσου καί τάς επιτοπίους αυτών υπονοίας καί ανησυχίας.
Αφιχθείς εις τήν Λεβαδείαν άνευ αναβολής, ανήγγειλε τά πάντα τώ Διάκω καί τοίς προκρίτοις, ούς συσκεπτομένους ήδη περί τού πρακτέου, προσεκάλεσε
παρ' εαυτώ μετά σπουδής ο βοεβόνδας τής Λεβαδείας Χασάν αγάς. Ήτο ήδη ημέρα τής 26ης Μαρτίου. Ο Διάκος ενεθάρρυνε τούτους, φοβηθέντες τότε,
καί συνώδευσε μετά τού Βούσγου καί είκοσι στρατιωτών. Άμα δέ παρουσιασθέντας ηρώτησεν ο βοεβόνδας, πώς φέρετε μεθ' υμών τόν Μπούσγον, εν ώ
εθανάτωσε χθές τόν ταχυδρόμον Τούρκον καί έναν Αλβανόν εν τώ ξενοδοχείω τού Ζεμενού;
Ο Διάκος κατά πρώτον μέν ανήρεσεν ως ψευδή τά κατά τού Βούσγου διαθρυλλούμενα, έπειτα δέ αποταθείς πρός τόν βοεβόνδαν είπε:
- "Ξέρεις, αγά, ότι τόν μουκατά (υπό διοίκηση περιοχή) σου δέν θά μπορέσης νά συμμάσης εφέτος; Έμαθα ότι ο Δυσσέος ευγήκε ζορμπάς (αντάρτης) εις τόν
Μοριά μέ δέκα χιλιάδες καί άν κάμη εδώθε, αλλοίμονο εις τόν κόσμον Τούρκους καί Ρωμιούς!"
- "Απρόσβλητος άρα έσεται παρά σού ο Οδυσσεύς;"
- "Καί πως μπορώ νά τόν βαρέσω αγά, μέ μόνο εκατό στρατιώτας πού έχω;"
- "Οι χωρικοί τής επαρχίας έχουσιν όπλα."
- "Άρματα μπορώ νά συνάξω, αλλά πρέπει νά 'χω καί μπουγιουρδί (εντολή)."»
Οι πιό θαρραλέοι Τούρκοι μεταξύ τών οποίων ήταν ο Σουλεϊμάν Ποταμάς, ο Ζαήμ αγάς καί ο Ιβραχήμ αγάς κλείστηκαν στά κονάκια τους, ενώ ο πρώην
βοεβόδας Καρά Ισμαήλ ταμπουρώθηκε στήν ορεινή θέση τής Ώρας.
Η πρώτη ενέργεια τού Διάκου ήταν νά αιχμαλωτίσει τόν αδελφό του βοεβόδα τής Λιβαδειάς,
ο οποίος ήταν ζαμπίτης (αστυνόμος) στό Δίστομο
καί νά τόν ανταλλάξει μέ τούς προκρίτους πού είχε συλλάβει ο Χασάν αγάς.
Όσοι Τούρκοι από άλλες πόλεις καί κυρίως από τήν Θήβα βρίσκονταν στήν Λιβαδειά καί δέν
πρόλαβαν νά ανεβούν στό φρούριο, εσφάγησαν από τούς επαναστάτες.
Τά μεσάνυχτα τής 30ης Μαρτίου 1821 οι Ρωμιοί μέ επικεφαλείς τούς Διάκο, Μπούσγο, Σιμαρέση,
Λογοθέτη, Φίλωνα καί Νάκο, μπήκαν στά κυριότερα μέρη τής πόλης, κρατώντας τή σημαία τού Αγίου Γεωργίου.
Αμέσως ξεκίνησαν οι μάχες μέ όσους Τούρκους είχαν οχυρωθεί στά σπίτια τους αλλά καί μέ τούς Τούρκους
πού βρίσκονταν στό κάστρο τής Λιβαδειάς.
Ο υπαρχηγός τού Διάκου, Βασίλης Μπούσγος, ήταν από τούς πρώτους
πού πληγώθηκε όταν όρμησε στό σεράϊ τού Σουλεϊμάν Ποταμά, ενώ ο
Θανάσης Αντάρας έπεφτε νεκρός.
Τή νύκτα, ο Τριαντάφυλλος Βουγιουκλής και ο Ανδριτσάκος Βέργος
προσπάθησαν νά ανέβουν στό κάστο, αλλά πληγώθηκε σοβαρά ο Βουγιουκλής
καί επανήλθαν στίς θέσεις τους.
Η άλωση τού κάστρου ήταν δύσκολη υπόθεση καί τότε ο Διάκος μέ τόν Ιωάννη Λογοθέτη επικοινώνησαν μέ τούς Αλβανούς πού
φύλαγαν τό εξωτερικό τείχος καί τούς πρότειναν νά εγκαταλείψουν τή θέση τους μέ τήν υπόσχεση ότι θά ήταν ελεύθεροι νά φύγουν κρατώντας τά όπλα τους.
Πράγματι οι Αλβανοί μαχητές συμφώνησαν καί όταν ο Χασάν αγάς
διαπίστωσε ότι έχανε τό εξωτερικό τείχος παρέδωσε τό κάστρο τής Λιβαδειάς στίς
31 Μαρτίου 1821.
Εις τό μεγάλο σπίτι τού εγκλείστου ήδη εις τό φρούριον βοεβόδα είχαν οχυρωθή άλλοι
Τούρκοι. Έγινεν έφοδος καί εκεί, καί οι Τούρκοι εσφάγησαν.
Ο Διάκος έγινε κύριος τού φρουρίου τήν 31ην Μαρτίου 1821. Τά όπλα τών
Τούρκων επέρασαν εις τάς χείρας τών Ελλήνων καί διενεμήθησαν μεταξύ τών στερουμένων
τοιούτων ανδρών τών στρατιωτικών σωμάτων. Ο Διάκος
κατόρθωσε τότε νά σώση αρκετούς Τούρκους από τήν μανίαν τών επαναστατών.
Τήν 1η Απριλίου 1821, η ελληνική σημαία υψώθη επί τού
φρουρίου καί αμέσως μετά τούτο ο Διάκος ωμίλησεν εις τούς ελευθερωτάς τής Λιβαδειάς καί
τόν λαόν από τόν εξώστην τής μητροπόλεως. Είπεν ότι δέν είχεν αμφιβολίαν διά τή νίκην καί ότι
τό Γένος θ' απελευθερούτο τελικώς. Επρόσθεσε ότι ο αγών μόλις ήρχισε
καί έπρεπε νά ετοιμασθούν γιά μεγάλας θυσίας.
Ωμίλησε περί τής ελευθερίας καί ετελείωσε τόν λόγον του μέ τούς στίχους τού Ρήγα:
"Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά καί φυλακή."»
Η Ανατολική Ρούμελη μαζί μέ τόν Μοριά ήταν οι πρώτες περιοχές
πού έδιωξαν τούς βάρβαρους μουσουλμάνους μετά από 400 χρόνια απάνθρωπης κατοχής
καί σκληρής τυραννίας,
η οποία είχε σάν αποτέλεσμα τήν υπερβολική μείωση τού αριθμού τών ελληνορθόδοξων κατοίκων τής πάλαι ποτέ πανίσχυρης βυζαντινής
αυτοκρατορίας. Οι Οθωμανοί επέδειξαν μία σκληρή συμπεριφορά τήν οποία υπαγορεύει αφενός η θρησκεία τους καί αφετέρου η ασιατική καταγωγή τους.
Η μουσουλμανική θρησκεία υποστηρίζει τό δίκαιο τού ισχυρού, τό μίσος κατά τών απίστων, τήν τιμωρία, τήν εκδίκηση καί τήν περιφρόνηση τών γυναικών ενώ αδιαφορεί
γιά τά ανθρώπινα δικαιώματα, τήν ισότητα, τή δημοκρατία καί τήν ελευθερία. Έννοιες όπως ο οίκτος, η αγάπη, ο σεβασμός καί η ανοχή είναι άγνωστες γιά τό Ισλάμ.
Βιώσαμε τή μουσουλμανική κατοχή γιά 500 χρόνια καί αποτελεί προσβολή στούς παλουκωμένους,
στούς αποκεφαλισμένους καί στούς απαγχονισμένους η λήθη, η αδιαφορία γιά
τόν εποικισμό τής Ελλάδος από τούς μουσουλμάνους καί ακόμα περισσότερο
η ανέγερση μουσουλμανικού τεμένους στά απελευθερωμένα εδάφη.
Η Ανατολική Στερεά μέ τήν εξέγερση έκλεινε τούς δρόμους πού θά έφερναν ενισχύσεις στούς Τούρκους τού Μοριά από τά ισχυρά στρατιωτικά κέντρα τής
Λάρισας, τών Τρικάλων καί τής Λαμίας (Ζητουνίου). Οι επαναστάτες τής Πελοποννήσου ήθελαν κλειστούς αυτούς τούς δρόμους γιά νά προλάβουν νά πάρουν τά κάστρα πού
ήταν ακόμα στά χέρια τών Οθωμανών.
Καί οι μέν τής Αταλάντης αντισταθέντες τό πρώτον, ηναγκάσθησαν ταχέως νά υποκύψωσιν, οι δέ τών Θηβών, ού μόνον αντέστησαν, αλλά καί
απέκρουσαν μετ' επαισθητής ζημίας τόν Λάππαν καί ητοιμάζοντο νά εκστρατεύσωσιν εις Λεβαδείαν. Μαθών τούτο ο Διάκος έπεμψε τόν
Μπούσγον μετά πεντακοσίων, μόλις δέ διαδοθείσης τής μή
αληθούς ειδήσεως, ότι φθάνει αυτοπροσώπως ο Διάκος, καί οι εν Θήβαις Τούρκοι αποσύρονται αμαχητί σχεδόν εις Χαλκίδα, καί ούτως απαλλάσονται τούτων
καί αι τρείς επαρχίαι εν ολίγαις ημέραις τή συναινέσει τού Διάκου.
Αμέσως ούτος σπεύδει εις Βουδουνίτζαν πρός επικουρίαν τού φίλου του Δυοβουνιώτου. Εκπολιορκηθέντων δέ καί εκεί τών Τούρκων, πάντων
μάλιστα καταστραφέντων δι' ούς αλλαχού είδομεν πολιτικούς λόγους, ο Διάκος, ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουριάς καί ο Τράκας έσπευσαν εις
Υπάτην, ίνα εξώσωσι καί εκείθεν τούς Τούρκους.»
Αναστάσιος Γούδας - Στερεοελλαδίτες πολέμαρχοι τού 1821
Δανιήλογλου, Πρόδρομοι τής Αναγεννήσεως, Κωνσταντινούπολις 1865, γιά τήν αμάθεια τής περιόδου τής τουρκοκρατίας
Διότι διαβάζοντες τά Ελληνικά τά ηύρα οπού λαμπρύνουν καί
φωτίζουν τόν νούν τού μαθητού ανθρώπου, καθώς φωτίζει ο ήλιος τήν γήν, όταν είναι ξαστεριά καί βλέπουν τά μάτια μακρυά, έτσι βλέπει καί ο νους τά μέλλοντα.
Δέν βλέπετε οπού αγρίεψε τό γένος μας από τήν αμάθειαν καί εγίναμε ως θηρία;»
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, Διδαχές
Ο Βασίλης Μπούσγος στάθηκε γιά τή Ρούμελη ό,τι γιά τό Μοριά ο Νικήτας Σταματελόπουλος. Συνειδητός επαναστάτης αγωνίζεται γιά τήν ιδέα τής λευτεριάς, χωρίς
ν' αποβλέπει σέ προσωπικά κέρδη...
Ακολούθησε από νωρίς τήν κλέφτικη ζωή. Οι γραμματικές του γνώσεις είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Μέ κόπο κατορθώνει νά υπογράψει. Από μικρός περισσότερο θά τόν
ενδιέφερε τό γιαταγάνι καί τό καριοφύλλι παρά τό φτερό καί τό οκτώηχο. Όταν διωρίστηκε απ' τόν Αλή πασά, αρματολός Λιβαδειάς ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, βρίσκουμε
μαζί του παλληκάρι καί τό Βασίλη Μπούσγο...
Όταν ο Θανάσης Διάκος ανακηρύχτηκε αρματολός Λιβαδειάς, στή θέση τού Αντρούτσου - 26 τού Οκτώβρη 1820 - ο Μπούσγος δικαιωματικά έγινε τό πρώτο παλληκάρι του.
Τό Γενάρη τού 1821 "από τούς ελθόντες τότε αποστόλους έγινα μέλος τής υπέρ τής ελευθερίας τής πατρίδος εταιρίας".
Τά χαράματα τού ξεσηκωμού τόν βρίσκουν πλάϊ στό Διάκο...
Στίς 24 τού Μάρτη έφυγε γιά τήν Πάτρα. Αφού πήρε δυό έμπιστα παλληκάρια μαζί του, έφυγε παραμονή τού Βαγγελισμού τό βράδυ απ' τή Λιβαδιά. Τήν ίδια μέρα
συνάντησε τόν Πανουριά μ' εκατό παλληκάρια καί τού 'δωσε μιά γραφή τού Διάκου. Ο γέρο αρματολός ενθουσιάστηκε καί τού έδωσε γιά συντροφιά του τόν
Γιάννη Γκούρα, μπουλουξή του τότε. Τήν άλλη μέρα φύγανε γιά τή Σκάλα τών Σαλώνων, τή σημερινή Ιτιά, γιά νά βρούνε καράβι νά περάσουν στό Γαλαξείδι...
Φθάνοντας στό Γαλαξείδι μέ μία φελούκα ζήτησε από τούς κοτζαμπάσηδες αμέσως πλοίο γιά νά περάσουν στήν Πάτρα. Αλλά ο πρωτογέροντας είπε στόν Μπούσγο:
- "Εσείς κοιμάσθε ακόμα στή Λιβαδειά; Στό Μοριά άνοιξε τό ντουφέκι από μέρες καί καίγεται τό λιθάρι. Νά καί τά καΐκια πού έρχονται απ' τή Βοστίτσα
καί φέρνουν τούς Τούρκους πού μπαρκάρισε ο Αντρέας Λόντος..."»
Τάκης Λάππας (1904-1995)
Ο πολιτικός καί συγγραφέας Νικόλαος Δραγούμης (1809 - 1879)
Ανάμεσα στά παλληκάρια τού καταγόμενου από τήν Αγία Ευθυμία
τρομερού κλέφτη Κωνσταντάρα, πού έδρασε στή Ρούμελη στίς αρχές τού 18ου αιώνα,
ήταν καί ο Θανάσης Γραμματικός. Ο Γραμματικός γεννημένος στή Μουσουνίτσα είχε βγεί στό βουνό μαζί μέ τόν αδελφό του.
Όταν πέθανε ο Κωνσταντάρας τό 1755, ο Γραμματικός έκανε δικό του σώμα καί αγωνιζόταν κυρίως στίς περιοχές τού Παρνασσού. Σέ μία όμως συμπλοκή μέ τούς
Τούρκους σκοτώθηκε ο αδελφός του, τό κλέφτικο σώμα διαλύθηκε καί ο ίδιος ο Θανάσης γύρισε στό χωριό του όπου έζησε ειρηνικά τά υπόλοιπα χρόνια τής ζωής του.
Πεθαίνοντας ο Θανάσης Γραμματικός άφησε τρείς γιούς καί μία θυγατέρα: τό Μήτρο, τόν Κωστούλα, τό Νίκο καί τή Στάμω.
«Λίαν δ' ευειδής ών, αλλά κόσμιος καί αιδήμων, καί υπηρετών ποτέ Δερβέναγαν, ευθυμούντα εν τή Μονή, έκυψε νά θέση, παρά τήν χθαμαλήν
τότε ούσαν τράπεζαν, λάγηνον πλήρη οίνου, καί ο μέν Δερβέναγας εκπλαγείς υπό τού κάλλους, εθώπευσε διά τής χειρός τήν παρειάν τού Διάκου καί διέταξε νά
παραμείνη εν τή τραπέζη, ίνα υπηρετή, ο δέ Διάκος απέφυγε τούτο, αντικαταστήσας δέ άλλον καί προφασιζόμενος ετέραν ασχολίαν, εξήλθεν.
Μετά τό φονικό τού δερβέναγα πού ασέλγησε πάνω του, ο
Διάκος πέταξε τά ράσα, φόρεσε τή φουστανέλα καί μπήκε στόν ταϊφά τού Σκαλτσά.
Δέν άργησε νά διακριθεί ανάμεσα στά άλλα
παλληκάρια, αφού ήταν άριστος τόσο στήν σκοποβολή όσο καί στό γιαταγάνι.
Όταν σέ μία μάχη κατάφερε νά σκοτώσει τρείς Αλβανούς, ο
Σκαλτσάς τόν έκανε πρωτοπαλλήκαρό του.
«Κατ' εκείνην τήν εποχήν ήλθεν εις τόν Διάκον η είδησις τού θανάτου τού πατρός του καί ενός αδελφού του, τού Αποστόλη.
Ο πατήρ μετά τού Αποστόλη είχον ασπασθή τόν ποιμενικόν βίον καί έτυχε νά είνε τότε μετά τών ποιμνίων των εις τά χειμαδιά. Πρωΐα τινά είχον επισκεφθή
αυτούς δέκα εκ τών πέριξ κλεφτών εις τούς οποίους προσέφερον τήν καρδάραν πλήρη γάλακτος νά πίουν. Αλλά κατ' εκείνην τήν ώραν έτυχε νά διέρχηται τόν
δρόμον απόσπασμα τουρκικόν κατά τού οποίου ώρμησαν οι σκύλοι υλακτούντες. Οι κλέφται εννοήσαντες εκ τών υλακών ετράπησαν εκ τού αντιθέτου εις φυγήν.
Στήν αφήγηση τού Καρκαβίτσα διαβάζουμε γιά τό θάνατο συγγενικών προσώπων τού Διάκου, κάτι πού έχουμε διαπιστώσει στήν πλειονότητα τών
επωνύμων Ελλήνων αγωνιστών τού 21. Τό γεγονός αυτό διαψεύδει φυσικά τούς λάτρεις τής οθωμανικής διοίκησης οι οποίοι μέσα από τά μεγάλια κανάλια, τίς εφημερίδες
καί τά σχολικά βιβλία πρσπαθούν νά μάς πείσουν γιά τήν αρμονική συνύπαρξη τών σκλάβων καί τών αγάδων μέσα στήν πολυπολιτισμική καί "ανεκτική"
οθωμανική αυτοκρατορία.
«Μές τήν καρυά στόν έλατο
Για κάποιο διάστημα οι αρματολοί τής Δωρίδος ζούσαν ήσυχοι στήν περιοχή τους. Ο Σκαλτσοδήμος καί οι αγάδες τού Λιδωρικίου συνεννοήθηκαν ώστε
Τούρκοι καί Ρωμιοί νά μήν συναντώνται ποτέ καί νά απέχουν δύο βολές τουφεκιού μεταξύ τους.
«Μέ τό Σκαλτσοδήμο ο Αθανάσιος Διάκος έμεινε κοντά οχτώ χρόνια. Ραδιουργίες όμως διαφόρων στάθηκαν αφορμή νά χωριστούν.
Ο καπετάνιος έδωσε πίστη στά λόγια τών σπιούνων, ότι ο πρωτοκλέφτης του τάχα θά τόν σκότωνε γιά νά πάρει τό καπετανλίκι. Ο Σκαλτσοδήμος άρχισε νά
φυλάγεται καί νά τόν αποφεύγει. Σέ κάποιο πανηγύρι τής Αρτοτίνας συναντήθηκαν. Ο Δήμος Σκαλτσάς απόφυγε νά χαιρετήσει τόν
πρωτοκλέφτη καί τού φέρθηκε κρύα. Ο άδολος Διάκος ζήτησε εξηγήσεις από τόν καπετάνιο του γιά τόν τρόπο αυτό. Ο Σκαλτσάς τού είπε:
Τό 1818, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ορκίστηκε στό Ευαγγέλιο τόν όρκο τών Φιλικών καί τήν ίδια εποχή ο Κωνσταντίνος Σακελλίωνος Κοκοσιώτης
κατήχησε τόν Διάκο και έδωσε κι εκείνος τόν "Υπέρ Πίστεως καί Πατρίδος όρκο τών Φιλικών". Όταν επιτέθηκαν τά σουλτανικά στρατεύματα στόν
Αλή τών Ιωαννίνων, ο Ανδρούτσος ψυχράνθηκε μέ τόν Διάκο καί αποσύρθηκε χάνοντας τό αρματολίκι τής Λιβαδειάς.
Τά επτά πρωτοπαλλήκαρα τού Ανδρούτσου,
έδωσαν τήν αρχηγία στόν Διάκο καί συμφώνησαν μέ αυτό καί οι Τούρκοι.
Έτσι ανήμερα τού Αγίου Δημητρίου τό 1820 ο Αθανάσιος Διάκος διορίστηκε καπετάνιος τού
καζά Λιβαδειάς γιατί σύμφωνα μέ τόν εξάδελφο τού Διάκου Αντώνη Κοντοσόπουλο (Γεράντωνο),
"τόν Διάκο Τούρκοι καί Ρωμαίοι εκάθησαν αμέσως καπετάνιο,
γιατί όλοι τόν υπεραγαπούσανε καί τόν είχανε μεγάλη εμπιστοσύνη".
«Έκτοτε αμφοτέροις τοίς ήρωσι τούτοις ηνεώχθη
ευρύ καί ένδοξον στάδιον ενεργείας εν τώ μετ' ου πολύ εκραγέντι ελληνικώ αγώνι.
Ο Διάκος, κάτοχος γενόμενος τών μυστηρίων, ήρξατο νά προπαρασκευάζηται σπουδαίως, ίνα πρωταγωνιστήση καί εκτελέση όπως επεθύμει καί πρό πολλού
εκαλλιέργει τό πρός τήν πατρίδα καθήκον. Ευτυχώς δέ είχεν εν μέν τοίς πέριξ αρίστους, ως είδομεν συναθλητάς, τόν Δυοβουνιώτην, τόν Πανουργιάν,
τόν Τράκαν καί τούς εν Παρνασσίδι καί Λεβαδεία ενθουσιώτας μέν, αλλά καί συνετούς προύχοντας Ιωάννη Φίλωνα, Ιωάννην Λογοθέτην, Νικόλαον Νάκον,
Λάμπρον Νάκον, Γιαννούλην Νάκον καί άλλους.
«Τό παιδομάζωμα.
«Δωριεύς τήν γενέθλιαν γήν εκ τού χωρίου Μοσενίτσης, έκλινε δεκαεπταετής ών, γόνυ μετανοίας
εν τώ μοναστηρίω τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, κειμένω κατά τό Ερίνεον (Αρτοτήναν).
Αγαπήσας δ' ούτω τόν βίον τών μοναστών, διετέλει πρώτον παίς μοναστού (καλογαιροπαίδι) καί μετέπειτα
εχειροτονήθη Διάκονος. Αλλά καί πρότερον καί ήδη ενοχλούμενος,
ως ωραίος, υπό τής βδελυρίας ενός τών αγάδων τής Δωρίδος Φερχάτ εφφένδου, εγκατέλειψε
προτροπή τού ηγουμένου τήν Μονήν καί πρός τόν οπλαρχηγόν Σκαλτσάν
κατέφυγε, γενόμενος από ρασοφόρου μοναχού, στρατιώτης αρματωλός.
«Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά στή Χαλκουμάτα.
«Διά τού παρόντος φανερούμεν οι κάτωθεν γεγραμμένοι αγάδες καί κοτζαμπάσηδες τού καζά Λεβαδείας ότι διά τήν φύλαξιν τού καζά μας, κατά τό μπουγιουρδί
τού υψηλοτάτου ντερπεντάτ ναζίρ Μαχμούτ πασιά εφέντου μας καί κατά τόν μουρασελέ τής ιεράς κρίσεως από κλέπτας καί κακοποιούς ανθρώπους εδιωρίσαμεν
παντούρην καί καπετάνιον τού καζά μας τόν καπετάν Αθανάσι Διάκον από τήν σήμερον άχρις ερχομένου Αγίου Γεωργίου μέ νάδτζα σαράντα υποσχόμενοι νά
αποκριθώμεν τόν ολουφέν (μισθό), ως η
συνήθεια τού καζά (επαρχία) μας, τόν μέν καπετάνιον πρός είκοσι γρόσια τόν μήνα, τών δέ νεφεριών πρός πέντε γρόσια τόν μήνα καθ' έν.
«Όποιος είναι ζωντανός ακόμα θυμάται τήν μαχαίρα τών αθάνατων Ελλήνων.
Ξαγόρασαν όλοι αυτείνοι οι γενναίοι άντρες τό αίμα τού συναγωνιστού τους περίφημου
Διάκου, οπού πρωτοκινήθη αυτός μ' ολίγους ανθρώπους κι' απάντησε τήν πρώτη ορμή τών Τούρκων,
αυτός κι' ο αγείμνηστος Δεσπότης Σαλώνου. Αυτείνοι κι' ο αδελφός
τού Διάκου κι' ο Μπακογιάννης κι' ο Καλύβας κι' ο αδελφός τού Δεσπότη κι'
άλλοι αξιωματικοί μέ τούς ολίγους τους στρατιώτες έλυωσαν απάνου εις τό
γιοφύρι τής Αλαμάνας πολεμώντας μέ τόσον πλήθος Τούρκων.
Κι' ο περίφημος γενναίος Διάκος, αφού τελείωσε τόν τζεμπιχανέ, καταπληγωμένον καί μισοσκοτωμένον τόν έλαβαν
ζωντανόν οι Τούρκοι καί τόν παλούκωσαν. 'Στην θέσιν οπού επέθανες εσύ Λεωνίδα,
μέ τους τρακόσους σου, πέθαναν κι' αυτείνοι διά τήν θρησκεία καί πατρίδα»
«Αιδεσιμώτατε Άγιε Πρωτόπαπα καί Παπαδημήτρη ευλαβώς προσκυνώ καί αγαπητέ μου Γιωργάκη Σιδηρά καί
Γιάννη Αλεξανδρή. Σείς καιρό λαμβάνοντες τό παρόν μου
αμέσως νά σηκωθήτε νά μαζόξητε όλους τούς ραγιάδες μέ τ' άρματά σας
όλοι νά μού ξημερώσετε τό πουρνό (πρωΐ) στό Λυκούριον όπου νά έλθητε όλοι διακόσιοι ονομάτοι
καί τής ώρας, μαζύ μέ τ' άρματά σας καί δέκα φορτώματα ψωμί καί κρασί καί ελιές
καί όλον τόν τζεμπιχανέν όπ' έχετε μπαρούτι καί κουρσούμια (μολύβια ή βόλια) καί νά
μού φέρετε έξη άλογα καλά μεντζιλιάρικα (ταχυδρομικά) καί έτζι νά μ' ακολουθήσετε εξ αποφάσεως. Υγιαίνετε.
Ο Κωστούλας καί ο Μήτρος ακολούθησαν τούς αρματολούς Βλαχοθανάση, Ανδρίτσο (πατέρα τού Οδυσσέα) καί Λουκά Καλιακούδα καί σκοτώθηκαν σέ μάχες
μέ τούς Τουρκαλβανούς τό 1796 καί τό 1802 αντιστοίχως. Ο αδελφός τους Νίκος δέν ακολούθησε τήν κλέφτικη ζωή αλλά προτίμησε νά ζήσει στή Μουσουνίτσα φιλήσυχος
τσοπάνης. Παντρεύτηκε τήν Χρυσούλα Καφούρα στήν Αρτοτίνα καί έκανε πέντε παιδιά: τή Σοφία, τήν Καλομοίρα, τόν Απόστολο, τόν Κωνσταντίνο καί τό Θανάση.
Γιά τόν τόπο γέννησης, τήν ημερομηνία γέννησης καί τό επίθετο του Θανάση υπάρχουν δύο εκδοχές. Η μία είναι ότι λεγόταν Μασαβέτας καί είχε γεννηθεί
στήν Άνω Μουσουνίτσα τό 1788 καί η άλλη ότι λεγόταν Γραμματικός καί είχε γεννηθεί στήν Αρτοτίνα τό 1792. Στήν περίοδο τής τουρκοκρατίας, δέν υπήρχαν καταγεγραμμένα
μητρώα μέ τά στοιχεία τών κατοίκων, η εκπαίδευση ήταν παρατημένη στήν τύχη τής ή στίς διαθέσεις τού κάθε πασά καί τό μόνο πού λειτουργούσε άψογα ήταν
η συλλογή τών φόρων. Αυτός είναι ο λόγος γιά τόν οποίο διΐστανται οι απόψεις
πού αφορούν τά βιογραφικά στοιχεία τών αγωνιστών τού 21.
Όταν ο μικρός Θανάσης έγινε δώδεκα χρονών, η μητέρα του τόν έκλεισε τρόφιμο στό μοναστήρι τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, κοντά στήν Αρτοτίνα όπου
έμαθε τά λεγόμενα κολυβογράμματα έχοντας σάν αναγνωστικά τό Ψαλτήρι καί τήν Οκτώηχο.
Επιμένοντος δέ τού Δερβέναγα νά επανέλθη ο Διάκος ίνα φέρη δήθεν έτερον οίνον, ο Αθανάσιος προσευξάμενος εν κατανύξει καί κρύψας έξωθεν μέν τής Μονής
πανοπλίαν, υπό δέ τό ένδυμα αυτού πιστόλιον καί πληρώσας οίνου τήν λάγηνον, καθ' ήν στιγμήν έκυπτεν, ίνα αποθέση τό αγγείον παρά τήν τράπεζαν, ησθάνθη
τά μυσαρά χείλη τού Δερβέναγα νά εγγίζωσι τήν ροδόχρουν παρειάν του.
Ουδέ στιγμήν δέ τότε απολέσας, εξεκένωσε τό όπλον, εφόνευσε τόν ασελγή οινόφλυγα, εξήλθε δρομαίως τής Μονής, έλαβεν τήν πανοπλίαν καί προσήλθεν
εις τόν Γούλαν Σκαλτσάν, αρματολόν τότε διατελούντα.»
Υπάρχει ακόμα μία άλλη εκδοχή γιά τόν τρόπο πού βγήκε στό κλαρί ο Διάκος.
Κατά τή διάρκεια ενός γάμου στήν Αρτοτίνα πυροβόλησε στόν αέρα μαζί μέ
άλλους χωρικούς πού διασκέδαζαν. Από τούς πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε
ο γιός τής Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια τής Κωσταρίτσας, χωριού τής
Δωρίδας. Γιά τό φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος καί καταδιώχτηκε.
Έτσι αναγκάστηκε νά κρυφτεί στά περίχωρα γιατί τόν αναζητούσαν τά τουρκικά αποσπάσματα.
Τόν Δεκαπενταύγουστο, στό πανηγύρι τής Παναγίας, οι Τούρκοι παραμόνευσαν καί έπιασαν
τόν Διάκο μαζί μέ τόν σύντροφό του Καφέτζο.
Τούς πήγαν δεμένους στόν αγά τού Λιδωρικίου καί αυτός
τούς έριξε σέ μία μικρή φυλακή. Ο Διάκος παρατήρησε πώς τά σανιδένια κάγκελα τής φυλακής ήταν σάπια.
Έτσι τή νύχτα, έσπασε δύο σανίδες καί πήδηξε έξω.
Ο Καφέτζος όμως ήταν εύσωμος καί δέν μπορούσε νά γλιστρήσει από τό μικρό άνοιγμα καί χρειάστηκε ο Διάκος
πολύ προσπάθεια γιά νά τόν τραβήξει έξω. Καί οι δύο μαζί ανέβηκαν στά
βουνά καί έφτασαν στό λημέρι τού ξακουστού κλέφτη τής Δωρίδας
Τσάμ Καλόγερου, ο οποίος είχε ένα σώμα εβδομήντα ανδρών,
πού ανάμεσά τους ήταν δύο πρωτοπαλήκαρα, ο Γούλας καί ο Σκαλτσοδήμος.
Τότε οι Τούρκοι επλησίασαν εις τήν καλύβην καί παρατηρήσαντες τήν καρδάραν καί τά κοχλιάρια καί τάς σειράς τού γάλακτος τό οποίον απέσταζεν εκ τών
κοχλιαρίων καθ' ήν ώραν έπινον δίκην ακτίνων επί τών χόρτων πέριξ, υπωπτεύθηκαν ευθύς καί συλλαβόντες τόν γέροντα καί τόν Αποστόλην έφεραν αυτούς δεσμίους είς
Πατρατζίκι (Υπάτη). Οι δύο ούτοι τήν ιδίαν νύκτα απέθανον εν τή φυλακή φονευθέντες παρά τών Τούρκων.
Ο Διάκος μαθών τόν θάνατον αυτών ήρχισε νά ζητή εκδίκησιν, επιπίπτων κατά πολλών αποσπασμάτων, τά οποία διεσκόρπιζον καί συνέτριβον οι κλέφται.»
Ο Διάκος συνέχισε τήν κλέφτικη ζωή καί έγινε πλέον ισάξιος
τού περίφημου Οδυσσέα Ανδρούτσου στήν παλληκαριά καί τήν ευστροφία
ενώ ήταν περισσότερο αγνός καί ανιδιοτελής. Μία ημέρα οι άνδρες
τού Σκαλτσοδήμου άρπαξαν τήν όμορφη Κρυστάλλω, τήν
ομορφότερη κόρη τού Αναγνώστη Μπαμπαλή, κοτζαμπάση τής Δωρίδας καί
τήν πήγαν στήν Καρυά, στό λημέρι τους.
Γιά νά ελευθερώσουν τήν Κρυστάλω, ζήτησαν από τόν Μπαμπαλή νά πάει στόν Αλή πασά καί νά τόν πείσει νά δώσει τό αρματολίκι τού Λιδωρικίου στόν Σκαλτσοδήμο.
Οι Κλέφτες σεβάστηκαν τήν Κρουστάλλω καί τήν περιποιήθηκαν. Ύστερα από δύο εβδομάδες. όταν ο Αλή πασάς αναγνώρισε τόν Σκαλτσοδήμο
σάν αρματολό τής περιοχής τού Λιδωρικίου, οι Κλέφτες επέστρεψαν τήν όμορφη θυγατέρα στόν πατέρα της.
κάθετ' ο Σκαλτσοδήμος,
μέ τήν Κρυστάλλω στό πλευρό
τήν κοτσαμπασοπούλα.
Ο Διάκος απ' τή μιά μερά
κι' ο Γουλάς απ' τήν άλλη.
- "Κέρνα Κρυστάλλω,
κέρνα μας μ' εν' ασημένιο τάσι."
- "Εγώ κερνάω Διάκο μου
κ' εγώ σάς τραγουδάω.
Διάκο σού κάνω ΄να ριτσιά,
Διάκο σέ προσκυνάω.
Νά φκιάσεις σύ ένα χαρτί
πικρό, φαρμακωμένο,
νά στείλεις τού πατέρα μου
γιά νά μέ ξαγοράσει."
"Χίλια φλουριά τήν ξαγορά
κι' οκτώ χιλιάδες γρόσια.
καί σύρε μές στούς μπέϊδες
καί στού ντιβάν εφέντι,
νά πάει στού Βελή πασσά,
νά πάει στού Βεζύρη,
γιά νά μάς στείλει μπουγιουρντί,
νά γείνω καπετάνιος,
νά περπατήσ' αρματωλός,
νά περπατώ καί κλέφτης."»
- "Τί τό θές. Δύο άτια σ' ένα ταβλά δέν κάνουν. Ή εγώ νά φύγω ή εσύ."
Ο Διάκος προτίμησε νά φύγει. Πήγε στά Σάλωνα κοντά στόν Κοσμά Σουλιώτη. Ο Κοσμάς ήταν διωρισμένος από τόν Αλή πασά, αρματολός τής επαρχίας Σαλώνων.
Τέτοιο άξιο πρωτοκλέφτη τόν δέχτηκε μέ χαρά. Αλλά δέν τό άκουσε μ' ευχαρίστηση ο Αλή πασάς. Δέν είχε ξεχάσει τόν ταραξία τής Δωρίδος καί τή δράση του.
Έστειλε μπουγιουρντί στόν αρματολό τών Σαλώνων νά ξεκάνει τό Διάκο καί τό κεφάλι του νά τό στείλει στά Γιάννενα.
Ο Κοσμάς Σουλιώτης τότε συμβούλεψε τό Διάκο νά φύγει καί νά πάει κοντά στόν Οδυσσέα Ανδρούτσο πού ήταν αρματολός τής Λιβαδειάς. Μάλιστα συνέστησε στόν
Οδυσσέα νά προσέξει τό Διάκο από τόν Αλή γιατί "είναι αμαρτία νά χαθεί τέτοιο παλληκάρι..."»
Ο Διάκος παρέλαβε τότε ως πρωτοπαλίκαρά του καί τούς ανδρείους Βασίλειον Μπούσγον, Παπανδρέαν καί Ιωάννην Γκούραν. Μετά τούτων
απάντων καί ιδίως μετά τών αρματολών καί προυχόντων, συνεννοούμενος καταλλήλως, προπαρασκεύαζε μέν όσα εδύνατο πρός επανάστασιν, αλλ' ήτο καί
ανυπόμονος νά ίδη τήν έκρηξιν αυτής.»
Βαρύτερος όμως όλων ήτο ο φόρος τού αίματος, τό παιδομάζωμα. Από καιρού εις καιρόν Τούρκοι αξιωματικοί περιέρχοντο τάς πόλεις καί τά χωρία,
διά νά στρατολογήσουν τά Ελληνόπουλα. Από αυτά τά καλύτερα, τά υγιέστερα, ωδηγούντο εις ιδιαιτέρους στρατώνας. Εμάνθανον τήν τουρκικήν γλώσσαν καί
εγυμνάζοντο ως στρατιώται. Ήσαν μικρά καί ελησμόνουν ευκόλως γονείς καί γλώσσαν, θρησκείαν καί πατρίδα.
Ήσαν οι γενίτσαροι. Αυτοί εθεώρουν ως οικογένειαν τό τάγμα, ως πατέρα τόν σουλτάνον καί ως σκοπόν τής ζωής των τόν πόλεμον κατά τών απίστων.
Αλλά καί τά κοράσια δέν είχον καλυτέραν τύχην. Τά ήρπαζον οι Τούρκοι διά νά τά κλείσουν εις τούς γυναικωνίτας (χαρέμια) ή νά τά
οδηγήσουν εις τά σκλαβοπάζαρα τής Ασίας καί τής Αφρικής.»
Ιστορία Έκτης Δημοτικού 1969 (Τό αντίστοιχο βιβλίο τού 2011 αποσιωπά όλα τά αρνητικά τής τουρκοκρατίας καί ψάχνει γιά τά ...θετικά.)
Ιδού ο ως στρατιώτης Διάκος καί ο μεγάλας ως οπλαρχηγός υπισχνούμενος τή πατρίδι υπηρεσίας Διάκος.
Εάν ήλλαξεν είδος βίου,
ως προωρισμένος δι' έργα γενικά, διετήρησεν όμως τόν τίτλον τής προτέρας αυτού επαγγελίας,
ίνα δείξη ότι ο καλός στρατιώτης τού Χριστού εστί καί καλός στρατιώτης
τής πατρίδος. Ήν δέ ελευθερόφρων λίαν, αγαθός τή καρδία, αφιλοχρήματος καί αγαπών τό αείποτε λαμπρώς ενδύεσθαι.
Τού Διάκου η σφραγίς, ωοδείς τώ σχήματι, σύμβολον έφερε τόν δικέφαλον αετόν τών βυζαντινών αυτοκρατόρων, επί κεφαλής δέ τόν Σταυρόν μετά τών κεφαλαιωδών
στοιχείων Ο Θ Ν Κ (Ο Θεός Νικά).»
Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής Ελληνικής Επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος
Τό 'να τηράει τή Λιβαδειά καί τ' άλλο τό Ζητούνι,
τό τρίτο τό καλύτερο μοιρολογάει καί λέει:
- "Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σάν καλιακούδα.
Μήν ο Καλύβας έρχεται, μήν ο Λεβεντογιάννης;"
- "Νούδ' ο Καλύβας έρχεται νούδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυώνης πλάκωσε μέ δεκαοχτώ χιλιάδες."
Ο Διάκος σάν τ' αγροίκησε πολύ τού κακοφάνη.
Ψηλή φωνή εσήκωσε, τόν πρώτο τού φωνάζει.
- "Τόν ταϊφά μου σύναξε, μάσε τά παλληκάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή καί βόλια μέ τίς χούφτες,
γλήγορα γιά νά πιάσουμε κάτω στήν Αλαμάνα,
πού 'ναι ταμπούρια δυνατά κι όμορφα μετερίζια".
Παίρνουνε τ' αλαφριά σπαθιά καί τά βαριά τουφέκια,
στήν Αλαμάνα φτάνουνε καί πιάνουν τά ταμπούρια.
"Καρδιά, παιδιά μου" φώναξε, "παιδιά μή φοβηθείτε,
σταθείτε αντρειά σάν Έλληνες καί σά Γραικοί σταθείτε".
Ψιλή βροχούλα έπιασε κι ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια έκαμαν, τά τρία αράδα αράδα.
Έμεινε ο Διάκος στή φωτιά μέ δεκαοχτώ λεβέντες.
Τρείς ώρες επολέμαε μέ δεκαοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τά ταμπούρια του κι ανάψαν τά τουφέκια
κι ο Διάκος εξεσπάθωσε καί στή φωτιά χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε κι εφτά μπουλουκμπασήδες
καί τό σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ' τή χούφτα
καί ζωντανό τόν έπιασαν καί στόν πασά τόν πάνουν.
Χίλιοι τόν πάν από μπροστά καί χίλιοι από κατόπι.
Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στόν δρόμο τόν ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τήν πίστη σου ν' αλλάξεις,
να προσκυνήσεις στό τζαμί, τήν εκκλησιά ν' αφήσεις;"
Κι εκείνος τ' αποκρίθηκε καί στρίβει τό μουστάκι:
- "Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας, μουρτάτες νά χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω.
Ά, θέλετε χίλια φλωριά καί χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω νά μου χαρίστε,
όσο νά φτάσει ο Οδυσσεύς καί ο Θανάσης Βόγιας".
Σαν τ' άκουσε ο Χαλίμπεης, αφρίζει καί φωνάζει:
- "Χίλια πουγκιά σας δίνω γω κι ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο νά χαλάσετε, τό φοβερό τόν κλέφτη,
γιατί θά σβήσει τή Τουρκιά κι όλο μας τό ντοβλέτι".
Το Διάκο τότε παίρνουνε καί στό σουβλί τόν βάζουν.
Ολόρτο τόν εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τούς ύβριζε, τούς έλεγε, μουρτάτες:
- "Σκυλιά, κι α' μέ σουβλίσετε ένας Γραικός εχάθη.
Ας είναι ο Οδυσσεύς καλά καί ο καπετάν Νικήτας,
που θά σας σβήσουν τήν Τουρκιά κι όλο σας τό ντοβλέτι".»
Δημοτικό τραγούδι - Ο θάνατος τού Διάκου
1820 Οκτωβρίου 26 Λεβάδεια»
Διορισμός τού Διάκου στό αρματολίκι τής Λιβαδειάς
Απομνημονεύματα Στρατηγού Μακρυγιάννη
1821:28 Μαρτίου, Κάπερνα,
Αγαπητός σας Θανάσης διάκος»
Η μόνη αυτόγραφη επιστολή τού Διάκου πού σώθηκε, σταλμένη στήν Ιερά Μονή Βαρνάκοβας
--------------------------------------