Η πρώτη εκστρατεία τού ελληνικού στόλου είχε σάν σκοπό νά ξεσηκώσει
τούς κατοίκους τής Χίου. Εμπνευστής αυτής τής ιδέας ήταν ο κληρικός Νεόφυτος Βάμβας
(1770 - 1855), ο οποίος ήταν Χιώτης. Ο Νεόφυτος Βάμβας, μέ σπουδές στό Παρίσι καί φιλικές σχέσεις
μέ τόν Αδαμάντιο Κοράη ήταν από τούς πρώτους πού
μυήθηκαν στή Φιλική Εταιρεία. Τόν Απρίλιο τού 1821 βρισκόταν
στήν Ύδρα καί σκέφτηκε ότι οι συμπατριώτες του μέ τόν πλούτο πού διέθεταν
θά μπορούσαν νά αποδειχθούν χρήσιμοι στήν επανάσταση η οποία πάνω από όλα είχε ανάγκη από χρήματα.
Οι Χιώτες έμποροι ήταν βαθύπλουτοι καθώς τό νησί
τους λόγω τού εμπορίου τής μαστίχας είχε φορολογικά προνόμια από τήν Πύλη. Πολλοί από τούς
Χιώτες διέμεναν στή Μασσαλία καί στό Λιβόρνο καί από εκεί κανόνιζαν τίς επαγγελματικές
τους υποχρεώσεις.
Έτσι οι Υδραίοι ξεκίνησαν τήν πρώτη ναυτική εκστρατεία
από κοινού μέ τά σπετσιώτικα καράβια τού Θεοδωράκη Μέξη, τού Νικολού Αδριανού, τού
Γκίκα Τσούπα, τού Γιάννη Μπόταση, τού Νικόλα Ράφτη, τού Γιάννη Ορλώφ καί τού Θανάση Γουδή βάζοντας
πλώρη γιά τά Ψαρά καί τή Χίο.
Συνάντησαν δύο εμπορικά τουρκικά πλοία τά οποία καί βύθισαν ενώ στήν προσπάθειά
τους νά ξεσηκώσουν τούς Έλληνες καθολικούς τής Τήνου,
Νάξου, Σύρου καί Σαντορίνης συνάντησαν τήν πλήρη άρνηση.
Ο ενωμένος ελληνικός στόλος, επανήλθε στό Αιγαίο στά μέσα Μαΐου, πάλι υπό τίς διαταγές τού
Ιάκωβου Τομπάζη. Ήδη ο τουρκικός στόλος είχε αποπλεύσει από
τό ναύσταθμο τής Πόλης καί περνούσε τόν Ελλήσποντο γιά νά επιβάλλει τήν τάξη στά νησιά τών ραγιάδων.
Ο αρχιναύαρχος τού οθωμανικού στόλου
Δελή Αβδουλλάχ, ήταν απασχολημένος στόν Εύξεινο Πόντο (Μαύρη Θάλασσα),
μέ τόν φόβο τών Ρώσων, καί έτσι τήν εκστρατεία στό
Αιγαίο Πέλαγος (Άσπρη Θάλασσα) τήν ανέλαβε ο Καρά Αλής καπετάνια βεγής. Από τόν στόλο
του όμως έλειπαν οι ικανότατοι ναύτες τσαμιτσαλίδες καί
σουλουτσαλίδες, οι οποίοι δέν ήταν άλλοι από τούς Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες
καί είχαν απομείνει στή διάθεση του μόνο
Τούρκοι φερμένοι από τήν Ανατολή, ικανοί ως στρατιώτες αλλα ανίδεοι στή ναυσιπλοΐα.
Οι ελληνικές μοίρες, εν αναμονή τού Καρά Αλή, συγκεντρώθηκαν στά Ψαρά.
Αποτελούνταν από 20 υδραίϊκα, 15 σπετσιώτικα καί άλλα τόσα ψαριανά,
μέ αρχηγούς αντίστοιχα τούς Γιακουμάκη Τομπάζη, Γεώργιο Ανδρούτσο
καί Νικολή Αποστόλη. Ο Τομπάζης
ασκούσε ένα είδος γενικής αρχηγίας. Η αρχική πρόθεση τών Ελλήνων ήταν νά αποκλείσουν τόν Ελλήσποντο,
αλλά κάτι τέτοιο θά μπορούσε νά οδηγήσει
σέ ναυμαχία μέ τόν τουρκικό στόλο κάτι πού δέν επιθυμούσαν οι Έλληνες. Τά ελληνικά μπρίκια δέν
ήταν σέ θέση νά αντιμετωπίσουν τά πανίσχυρα ντελίνια
καί τίς φρεγάτες τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Έτσι αποφεύχθηκε η απευθείας αναμέτρηση καί περιορίσθηκαν σέ κατοπτεύσεις
τών κινήσεων τού τουρκικού στόλου,
ενεργώντας επιδρομές εναντίον του. Τέτοιες άλλωστε ήταν καί οι οδηγίες πού είχαν έλθει από τήν Ύδρα.
«Στίς 23 τού Μάη στά 1821 ο ελληνικός στόλος βρισκόταν συναγμένος στά Ψαρά. Πενηντατρία καράβια υδραίϊκα, σπετσιώτικα, ψαριανά.
Ναύαρχος ο Γιακουμάκης Τομπάζης. Σκοπό είχαν νά μήν αφήσουν τήν αρμάδα νά σαλπάρει απ' τό Μπουγάζι τής
Πόλης (Δαρδανέλλια) πού ετοιμαζόταν νά
κτυπήσει τά νησιά τής Άσπρης Θάλασσας. Τά ξημερώματα αυτής τής μέρας, ειδοποιήθηκαν οι Έλληνες ότι φάνηκε ο εχθρικός στόλος. Ένα ψηλόθωρο βασέλο - ντελίνι
τρικούβερτο μ' ογδονταπέντε κανόνια, μέ γεμάτα πανιά, αρμένιζε ολομόναχο κατά τή Μυτιλήνη. Τό όνομά
του "Μπέτ τάς κοπάν" (κινούμενος βράχος).
Ρεΐζης (πλοίαρχος) ο Οσμάν Αρναούτ Γκέκας. Η απανεμιά τό ανάγκασε ν' αράξει στό λιμανάκι τής Ερεσού.
Άναψαν οι Γραικοί. Μέ τό λιγοστό αέρα θέλησαν νά τό ζυγώσουν. Πρώτος ο Ζάκας μέ τόν
γρήγορο "Αχιλλέα" του. Μόλις τόν είδαν οι Τούρκοι νά σιμώνει,
τού ρίχνουν μερικές κανονιές καί ο Ζάκας κάνει πίσω. Κι ο ναύαρχος Τομπάζης
πού στήν κουβέρτα τού "Θεμιστοκλή" είχε τά πιό μεγάλα κανόνια, έριξε
στό βασέλο δυό τρείς κανονιές. Πήγανε χαμένες οι μπάλλες στό νερό.»
Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα
Ολόκληρος ο ελληνικός στόλος δέν μπορούσε νά αντιμετωπίσει ένα καί μόνο τουρκικό πλοίο,
τό οποίο είχε τόση δύναμη πυρός όση δύναμη πυρός διέθετε ολόκληρος
ο ελληνικός στόλος. Οι στιγμές ήταν δύσκολες γιά τούς έμπειρους ναυτικούς, οι οποίοι
σέ σύσκεψη πού ακολούθησε αποφάσισαν τή χρήση του μόνου δυνατού
όπλου πού θα μπορούσε νά εξουδετερώσει τό τουρκικό δίκροτο καί δέν ήταν άλλο από τό πυρπολικό.
Σέ εκείνη τή δύσκολη νύχτα οι καπετάνιοι του ελληνικού στόλου δέν μπορούσαν νά φανταστούν τήν αποτελεσματικότητα πού θά είχαν αργότερα στίς επιχειρήσεις
τά πυρπολικά. Μπουρλοτιέρηδες πού έμελλε αργότερα νά οδηγούν τά μπουρλότα
τους στήν πρύμνη τών τουρκικών φρεγατών καί μέ τή δάδα
τους νά τίς αναγκάζουν νά αλλάζουν ρότα ήταν οι
Λάζαρος Μουσός, Λέκας Ματρόζος, Γουδής, Κοσμάς Μπαρμπάτσης, Τσατσαρώνης,
Γιώργος Λάμπρου, Καστελιώτης από τίς Σπέτσες,
Κωνσταντής Κανάρης, Δημητρός Παπανικολής, Γιώργης Βρατσάνος, Κωνσταντής Νικοδήμος,
Καλαρίτης, Σαρηγιάννης, Φιλίνης, Τσαπαρλής,
Γιωργής Γιάνναρης, Πλημμές, Καρύδας, Κασσέτας από τά Ψαρά, Αντρέας Πιπίνος, Γιώργος Πολίτης,
Αναγνώστης Δημαμάς, Δημητρός Τσαπελής,
Αντώνης Βώκος, Γιάννης Ματρόζος, Βατικιώτης, Καλογιάννης, Μανώλης Μπούτης, Γιώργος
Θεοχάρης, Στίπας,
Δημητρός Ραφαλιάς, Μπουδούρης,
Φωτιάς, Πινότσης, Βοβολίνης από τήν Ύδρα, Γιάννης Θεοφιλόπουλος (Καραβόγιαννος) από τά Λαγκάδια
καί Γιάννης Δημολίτσας (Πατατούκος) από τήν Πάργα.
«- "Απ΄τήν Πάργα είσαι";
- "Ναί καπετάνιε. Είμαι ο Γιάννης Δημολίτσας, μά οι Ψαριανοί μέ φωνάζουν Πατατούκο".
- "Καί πώς βρέθηκες σέ τούτα τά μέρη;"
- "Όταν οι Εγγλέζοι, καπετάν Γιακουμάκη, πούλησαν τήν πατρίδα μου τήν Πάργα στόν Αλή πασά, ξενιτεύτηκα. Μπήκα σ' ένα καράβι νά δουλέψω.
Ήταν τού γιού τού καπετάν Νικολή τού Αποστόλη".
- "Θά μπορέσεις νά φτιάξεις ένα μπουρλότο;"
- "Θά μπορέσω. Νά πάρω καί τόν Ρώσο τόν
Ιβάν Αφανάσιεφ πού είναι γεμιτζής στό καράβι τού καπετάν Λάζαρου Λαλεχού;"
- "Καί τό ρωτάς;"
Δούλεψαν ασταμάτητα νύχτα μέρα καί μπόρεσαν νά
ετοιμάσουν τό μπουρλότο. Έλειπε τώρα ο καπετάνιος του, ο μπουρλοτιέρης. Ο καθένας δίσταζε. Ποιός νάμπει σέ τούτο
τό καράβι πού τόσο βιαστικά τό κάνανε μπουρλότο.»
Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα
Πριν ξημερώσει η 25η Μαΐου 1821, ο Υδραίος Γιώργος Θεοχάρης οδήγησε
εναντίον τού δίκροτου τό πυρπολικό, πού είχε κατασκευαστεί από τόν Πατατούκο.
Πλήρωμα του είχε τόν Αντώνη Γκίκα Ζερβό, τόν Κωνσταντή Αμοργιανό
καί άλλους ναυτικούς από διάφορα αιγαιοπελαγίτικα νησιά.
Ο τιμονιέρης του Ζερβός τό έφερε από τήν ξηρά, αλλά οι
Τούρκοι πού τόν έβλεπαν από τήν παραλία άρχισαν νά τόν πυροβολούν.
Αλλά καί οι Τούρκοι από τό ντελίνι (navire de ligne = πολεμικό τής γραμμής) άρχισαν
νά κανονιοβολούν τό πυρπολικό. Ο Ζερβός όμως κατόρθωσε μέσα από καταιγισμό πυρών
νά κολλήσει τό πυρπολικό στό τούρκικο καράβι.
Ο Θεοχάρης έβαλε τή φωτιά καί όλοι μαζί πήδησαν
στή βάρκα γιά νά φύγουν. Έμεινε μόνο ο τιμονιέρης Γκίκας Ζερβός, τόν οποίον σκότωσαν οι Τούρκοι αφού κατάφεραν νά ξεκολλήσουν τό
μπουρλότο από τή φρεγάτα τους.
Οι Έλληνες ναυτικοί δέν τά παράτησαν.
Κατασκεύασαν δύο ακόμα πυρπολικά, τά οποία θά τά οδηγούσε
τό ένα ο Δημήτρης Παπανικολής καί τό άλλο ο
Γιώργης Καλαφάτης. Ο Καλαφάτης, ένα μήνα πρίν, όταν
οι Ψαριανοί προεστοί είχαν απορρίψει τό καράβι του από τόν στόλο του νησιού τους, είχε
προσφερθεί νά τό κάνει πυρπολικό καί νά τό οδηγήσει ο ίδιος σέ όποια επιχείρηση θά τού ανέθεταν.
Τά χαράματα τής 27ης Μαΐου 1821, ξεκίνησαν ο Καλαφάτης καί ο Παπανικολής μέ
τά πυρπολικά τους γιά τό παράτολμο εγχείρημα.
Ο ελληνικός στόλος κανονιοβολούσε διαρκώς τό τουρκικό ντελίνι γιά νά καλύψει τούς μπουρλοτιέρηδες.
«Ήταν η ώρα έξι τό πρωΐ, όταν τά μπουρλότα ζύγωσαν τό εχθρικό καράβι. Πρώτος κολλάει στό ντελίνι ο Καλαφάτης. Βάζει φωτιά στό
μπουρλότο του καί μέ τούς συντρόφους του ξεμακραίνει μέ τή φελούκα του.
Τό μπουρλότο τού Καλαφάτη φουντώνει. Οι Τούρκοι όμως στά σύντομα
καταφέρνουν νά τό ξεκολλήσουν καί προκάνουν τό ντελίνι νά μήν αρπάξει φωτιά.
Τό μπουρλότο καίγεται παράμερα. Ο Καλαφάτης μπορεί νά μήν πέτυχε,
μά έκανε μεγάλο καλό. Γιατί η φωτιά τού μπουρλότου ξεσήκωσε μεγάλη αναταραχή στό
ντελίνι. Βρίσκει τότε τήν περίσταση ο Καραβόγιαννος
(Ιωάννης Θεοφιλόπουλος) καί μέ τεχνική μανούβρα τρακάρει καί χώνει τό μπομπρέσσο τού μπουρλότου
στήν πλώρη τού βασέλου.
Ψύχραιμα, μά στά γρήγορα, οι ναύτες πετάνε τούς γάντζους καί δένουν κολλητά τό μπουρλότο στό ντελίνι.
Ύστερα πηδάνε στή βάρκα τους. Ο Παπανικολής μέ τό
μπαρουτοφάγο, βάζει φωτιά στίς μίνες τής μπαρούτης καί πηδάει κι αυτός στή βάρκα πού τόν
πρόσμεναν οι συντρόφοι του. Στά γρήγορα λάμνουν τά κουπιά νά
ξεμακρύνουν καί νά γλυτώσουν. Φωτιά ξεπετάγεται απ' τή μπουκαπόρτα τής πλώρης τού βασέλου.
Σάν τήν είδανε οι Έλληνες, ξεσπάνε σέ χαρμόσυνα ξεφωνητά.
Στίς επτά άρχισε νά φυσάει στεριανός αέρας. Αυτός ο αέρας δυναμώνει τή φωτιά κι οι φλόγες τριγυρίζουν τό ντελίνι. Φτάνουν καί μέσα στά σωθικά του. Καπνός
ξεπετιέται απ' τίς μπουκαπόρτες τών κανονιών. Οι αξιωματικοί τρέχουν νάμπουν στίς βάρκες νά γλυτώσουν.
Ο ρεΐζης Οσμάν Γκέκας κατακρατάει τή βάρκα
γιά τήν αφεντιά του. Έρχεται στά λόγια μέ κάποιον αξιωματικό του καί αυτός τόν λαβώνει στό λαιμό.
Κατά τίς δέκα, καπνός φτάνει μεσούρανα καί τρομερός κρότος, λές καί πέσανε πενήντα αστροπελέκια αντάμα. Η φωτιά είχε φτάσει στό τζεπχανέ, μπαρουταποθήκη,
καί τό ντελίνι τινάχτηκε στόν αέρα. Γέμισε η θάλασσα κουφάρια, ξύλα, σίδερα, άρμενα. Γιά πολλά χρόνια, ως τό 1854, τά λείψανα τού καραβιού φαίνονταν στό βυθό.
Απ΄τούς χίλιους εκατό τσούρμο καί ασκέρια, πού είχε η φρεγάτα, ούτε εκατό δέν προκάνανε νά φύγουν. Στό σουλτάνο Μαχμούτ δέ θά ομολογήσουν τήν αλήθεια.
Θά τού πούν πώς τάχα η θάλασσα σέ άγρια φουρτούνα αφάνισε τό καράβι του.»
Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα
Ο Παπανικολής, ο πρώτος μπουρλοτιέρης τού Αγώνα, κατέκαψε τό τουρκικό δίκροτο τό οποίο βούλιαξε αύτανδρο, παρασύροντας μαζί του στόν υπόγειο τάφο
χίλιους μουσουλμάνους καί μερικούς σκλάβους Χριστιανούς πού δούλευαν στά αμπάρια του. Τό μπουρλότο τού Παπανικολή σκόρπισε τόν τρόμο
στόν τουρκικό στόλο, ο οποίος θά έσπευδε νά εξαφανισθεί μέσα στά στενά τού Ελλησπόντου.
Οι Ρωμιοί ναυτικοί θά κυριαρχούσαν στό Αρχιπέλαγος μέ
τά μικρά σιτοκάραβά τους καί θά μπορούσαν στή συνέχεια νά βοηθήσουν στήν πολιορκία τών
παραθαλάσσιων πόλεων τού Μοριά καί τής Ρούμελης.
Ο Δημήτριος Παπανικολής καταγόταν από τά Ψαρά καί ήταν γιός τού Γεωργίου Παπανικολή,
ο οποίος ήταν ξακουστός γιά τίς συγκρούσεις
του μέ τούς Αλγερινούς πειρατές. Ο μικρός Δημήτρης
σέ ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών, κατά τή διάρκεια μίας τρικυμίας,
είχε καταφέρει μόνος του ανάμεσα στούς υπόλοιπους ναύτες,
νά ανέβει στό πιό ψηλό κατάρτι καί νά δέσει τό πανί πού είχε λυθεί σώζοντας τό καράβι τού πατέρα του από πιθανό ναυάγιο. Σέ ηλικία δεκαεννέα ετών ήταν ήδη πλοίαρχος,
ενώ υπάρχουν πολλές μαρτυρίες τής εποχής γιά τήν παλληκαριά καί τό θάρρος του.
Οι πυρπολητές πού ακολούθησαν τόν Παπανικολή στό τολμηρό εγχείρημά του ήταν οι
Ιωάννης Θεοφιλόπουλος, Πλημμές, Καμπούρης, Κασσέτας, Σταματάρας, Γιαννάρας, Διασσάκης, Κονδήλος, Χατζή Ζαχαριάς, Κομνηνός, Ζεύλης, Μικέ Ντεληγιάννης,
Χατζή Μανιάτης, Χωριάτης, Πιππίνος, Γεωργίου, Βρουλιώτης, Παργιανός, Αθανάσιεφ, Κεφαλής καί Λέλες.
Τή μανία τών Τούρκων πού έχασαν τό ντελίνι τους θά τήν πλήρωνε τό Αϊβαλί (Κυδωνιές).
Εκεί ξέσπασαν οι ζεϊμπέκηδες καί οι γιουρούκηδες σκορπίζοντας τό θάνατο στούς
δρόμους τής πόλης πού μέχρι τότε τήν κατοικούσαν τριάντα χιλιάδες Ρωμιοί. Ο
λαός έτρεξε νά σωθεί στίς φελούκες καί τίς σκαμπαβίες τού στόλου τού Τομπάζη,
οι οποίες φορτωμένες ώς τά μπούνια, κουβαλήσαν χιλιάδες ψυχές μέχρι τά ελληνικά καράβια.
Όσοι άνδρες δέν πρόλαβαν ν' ανεβούν σφάχτηκαν, ενώ οι γυναίκες
καί τά παιδιά πουλήθηκαν στά παζάρια καί κατέληξαν στά χαρέμια τών μουσουλμάνων αγάδων.
«But no place suffered like Aivali, or Cydonia. This flourishing and most interesting spot, was inhabited solely by Greeks; who enjoyed the rare
privilege of living under their own town rulers. There were 30,000 inhabitants in the town previous to the revolution, many of whom however had fled. It had a college,
and its population was one of the most enhghtened of any Greek town. Situated as they were in the heart of the Turkish empire, the thought of revolt could never
have entered their minds;
But the Pasha of the province was determined that it should; he therefore, upon pretence of the discovery of a conspiracy, sent a thousand soldiers to be quartered
among them. The next day a larger number arriving, began to commit every outrage upon the inhabitants, and wanted only an excuse, to fall upon and massacre them.
The third day, the Greek fleet appeared off the harbour, but merely by accident, not having had any communcation with it.
This however was the signal for the Turks, who began to
massacre all that fell in their way, and set fire to the houses.
All the men, the young and aged, were murdered in cold blood; the women and boys, whose beauty made them valuable prizes, were carried off, to sell in the markets of
Constantinople, and serve the brutal lusts of the rich. The buildings were all burnt, and of the flourishing Aivali, there remained but the ashes of its houses and the
bones of its inhabitants.»
Historical Sketch of the Greek Revolution - Samuel Gridley Howe (1801 - 1876)
Έπαχτος - Αποτυχία τού μπουρλοτιέρη Παξινού
Η Ναύπακτος αποτελούσε τήν πιό ισχυρή ναυτική βάση τών Τούρκων στόν Κορινθιακό κόλπο. Προστατευμένη η πόλη καί τό φρούριό της από τά ισχυρά καστέλια τού Ρϊου
καί τού Αντιρρίου θεωρείτο από τούς Οθωμανούς απρόσβλητη. Κάθε απόπειρα γιά επίθεση εναντίον της ήταν καταδικασμένη σέ αποτυχία. Κι όμως οι
οπλαρχηγοί Διαμαντής Χορμόβας, Κωνσταντίνος Σιαδήμας καί Γεώργιος Πιλάλας μέ 3000 άνδρες επιχείρησαν νά επιτεθούν στήν πόλη. Χωρίς όμως
κανόνια καί πλοία η πολιορκία δέν θά έφερνε κάποιο θετικό αποτέλεσμα καί γι' αυτό ζήτησαν ενίσχυση από τά νησιά.
Στίς 20 Μαΐου 1821 μικρή μοίρα πλοίων από
τήν Ύδρα, τίς Σπέτσες καί τό Γαλαξείδι αγκυροβόλησε μπροστά στό φρούριο τής
Ναυπάκτου (Έπαχτου). Σέ σύσκεψη τών οπλαρχηγών καί τών ναυάρχων,
αποφασίστηκε νά γίνει πρώτα έφοδος κατά τού Αντιρρίου (Καστέλι τής Ρούμελης).
Στίς 24 του ίδιου μήνα, οι επαναστατικές δυνάμεις κατέλαβαν τήν οχυρή θέση Παναγιά,
μεταξύ Αντιρρίου καί Ναυπάκτου, διακόπτοντας έτσι τήν μεταξύ
τους επικοινωνία. Στή συνέχεια, μετέφεραν από τά πλοία στήν ακτή πυροβόλα μέ αρχηγό
τής κανονιοστοιχίας τόν Σπετσιώτη πλοίαρχο Μανώλη Ορλάνδο καί ξεκίνησαν
τόν κανονιοβολισμό τού Αντιρρίου καί τής Ναυπάκτου.
Οι Τούρκοι τής Ναυπάκτου έκαψαν τά σπίτια τής πόλης καί αποσύρθηκαν στό
βενετικό φρούριο πού δεσπόζει στόν Πατραϊκό Κόλπο.
Τήν άλλη μέρα, ο Διαμαντής Χορμόβας εξόρμησε μέ
τά παλλικάρια του γιά τήν κατάληψη τού Αντιρρίου. Σέ ένα παράτολμο επιχείρημα, προσπαθώντας
νά ανέβει στίς επάλξεις τού κάστρου, σωριάστηκε νεκρός από βόλι, αναγκάζοντας
τά παλληκάρια του σέ υποχώρηση. Μετά τήν αποτυχία τού Χορμόβα, αποφασίστηκε η
πυρπόληση τού τουρκικού στόλου από τόν υποπλοίαρχο Γιώργο Μυργιαλή,
πού υπηρετούσε στόν "Αχιλλέα" τού Νικολάου Μπόταση,
καί από τόν ναύτη Γεώργιο Παξινό πού υπηρετούσε σέ πλοίο τής Μπουμπουλίνας.
Ο Nικόλαος Mπότασης υπήρξε ο Γενάρχης τών Mποτασαίων.
Ήταν γεννημένος στό Kρανίδι, αλλά ανδρώθηκε στίς Σπέτσες. Oι τρείς γίοι του, ο
Γκίκας, ο Aναγνώστης καί ο Παναγιώτης μαζί μέ τόν πατέρα τους είχαν δημιουργήσει μία πλούσια οικογένεια η οποία
διέθετε τά μεγαλύτερα καί τά καλύτερα πλοία τών Σπετσών, τή ναβέττα "Αχιλλεύς" καί
τήν γκαβάρα "Διομήδης", 460 τόννων.
Oι Mποτασαίοι δαπάνησαν γιά τίς ανάγκες τού Aγώνα, σύμφωνα
μέ τόν βιογράφο τους Αναστάσιο Γούδα σύνολικά 61.861 ισπανικά τάληρα.
- «Καπετάν Νικολάκη Μπόταση, λόγου μου δέχομαι νάμπω καί νά κουμαντάρω τό μπουρλότο.»
- «Πώς σέ λένε λεβέντη μου;»
- «Τ' όνομά μου είναι Γιώργης Ανεμογιάννης απ' τούς Παξούς καί γι' αυτό οι πιό πολλοί μέ φωνάζουν Παξινό.»
- «Σέ ποιό καράβι είσαι γεμιτζής;»
- «Στής Λασκαρίνας τής Μπουμπουλίνας.»
- «Τί ζητάς γιά πλερωμή;»
- «Άν δώσει ο Θεός καί πετύχω, δώσε μου δέκα τάλλαρα νά τά κάνω χάρισμα τής αρραβωνιαστικιάς μου.»
Ο Γιώργος Παξινός μπήκε στό μπουρλότο ολομόναχος. Στάθηκε στό διάκι κι άρπαξε στά χέρια του τή λαγουδέρα. Ξωπίσω έσερνε τή βάρκα πού θά τόν έπαιρνε
ύστερα από τή φωτιά. Ήταν μέσα σ' αυτή ο Μυργιαλής μέ δέκα ακόμα
γεροδεμένα παλληκάρια γιά λαμνοκόπους. Πιό πέρα ακολουθούσε ο
Ανδριανός Σωτηρίου μέ τό καράβι του "Λυκούργος" νά τούς πάρει.
Ήταν αυγή στίς 10 Ιουνίου 1821, όταν μέ πρίμο καιρό καί μ' ολοφούσκωτα πανιά ξεκίνησε
ο Ανεμογιάννης.
Οι Τούρκοι σάν βλέπουν τό ελληνικό καράβι τό βάζουν στό κανονίδι καί από τή στεριά
καί από τό μπούρτζι (παράκτιο οχυρό). Ο Παξινός ατάραχος έχει σκοπό
νά φέρει τό μπουρλότο ανάμεσα στ' αραγμένα εχθρικά πλοία. Οι μπάλλες τών κανονιών πέφτουν γύρω απ' τό μπουρλότο του. Κι όσο ζυγώνει, τά βόλια απ' τίς
ντουφεκιές χαλάζι. Γιά κακή του τύχη τό μπουρλότο αρπάζει φωτιά καί καίγεται.
- «Πέσε στή θάλασσα Γιώργη νά σέ γλυτώσουμε. Θά σέ κάψει η φωτιά!»
- «Λευτεριά ζητάμε ορέ αδέρφια, κι εγώ γιά τήν πίστι μας θέλ' αποθάνει πρώτος,
μά τήν χρυσή πατρίδα μας άν διά μιάς καή ο φλόκος!»
Τάκη Λάππα - Οι μπουρλοτιέρηδες τού εικοσιένα
O Παξινός μήν μπορώντας νά παραμείνει περισσότερο στό σκάφος πού καιγόταν,
έπεσε στη θάλασσα καί άρχισε νά κολυμπά πρός τά ελληνικά πλοία.
Μάταια όμως. Καθώς είχε οδηγήσει τό μπουρλότο μέχρι απόσταση βολής πιστολιού από
τά εχθρικά σκάφη, έξι λέμβοι, πού στάλθηκαν επίτηδες, τό απώθησαν
μέ αποτέλεσμα νά καεί άσκοπα. Καί όχι μόνον αυτό. Συνέλαβαν ζωντανό τόν άτυχο Παξινό,
τόν οποίο ανέμενε φρικτή τύχη. Μεταφέρθηκε στήν τουρκική
ναυαρχίδα, στό κατάστρωμα τής οποίας, αφού σουβλίστηκε μέ τέχνη ώστε
νά μείνει ζωντανός, ψήθηκε σέ σιγανή φωτιά, ενώ οι σπαρακτικές κραυγές
του έφθαναν μέχρι τά ελληνικά πλοία. Στή συνέχεια τό καμμένο σώμα
του κρεμάστηκε από τά τείχη τής Ναυπάκτου. Η αρραβωνιαστικιά
του η Κωνσταντινιά Λέκα ούτε τά
τάλληρα θά έπαιρνε ούτε καί θά ξανάβλεπε τόν αγαπημένο της.
Δέν παντρεύτηκε ποτέ της καί τό 1871 ταξίδεψε τό ταξείδι χωρίς επιστροφή καί πήγε νά τόν συναντήσει.
Σάμος - Λυκούργος Λογοθέτης
Τόν Μάϊο τού πρώτου έτους τής Ελευθερίας, τά ελληνικά πλοία διέσχιζαν ανενόχλητα
τό Αιγαίο Πέλαγος. Μόνο μελανό σημείο ήταν η ανυπακοή τών πληρωμάτων
καί η φιλαρχία τών καπετάνιων, γεγονός πού οδηγούσε σέ αναρχία, ότι
χειρότερο μπορούσε νά υπάρξει γιά τήν αποτελεσματικότητα τού ελληνικού στόλου.
Εν τώ μεταξύ, η αργοπορία τού τουρκικού στόλου, οδηγούσε τό ένα νησί μετά τό άλλο στόν ξεσηκωμό.
Στήν Κάσο ο πλοίαρχος Θεόδωρος Κανταρτζόγλου
ξεσήκωσε τό νησί καί ακολούθησε η Κάρπαθος, η Δήλος, η Νίσσυρος, η Κάλυμνος, η Λέρος, η
Πάτμος. Η Σάμος σήκωσε τήν σημαία τού Σταυρού
στίς 17 Απριλίου 1821, όταν εμφανίστηκαν στίς ακτές της δύο σπετσιώτικα πλοία τά οποία καί
βύθισαν ένα τουρκικό μπρίκι.
Η Σάμος, τού Πυθαγόρα καί τού Αρίσταρχου, πανέμορφο νησί από τήν αρχαιότητα είχε γνωρίσει ημέρες δόξας καί πλούτου.
Αλλά τόν 14ο αιώνα είχε γίνει στόχος μουσουλμάνων πειρατών καί τελικά καταληστεύθηκε, ρημάχθηκε καί ερημώθηκε, μέχρι πού τήν εποίκησε
ο γενίτσαρος ναύαρχος τού οθωμανικού στόλου Κιλίτζ Αλή τόν 16ο αιώνα, μέ Χριστιανούς από τή Μικρά Ασία,
τή Χίο καί τήν Εύβοια. Τό 1714, κατοικούσαν
στή Σάμο 15000 κάτοικοι, ενώ μετά τά Ορλωφικά,
μετανάστευσαν πρόσφυγες από τήν Πελοπόννησο καί τά νησιά τού Αιγαίου μετατρέποντάς τη σέ μία
πλούσια καί εύπορη πόλη.
Στήν εξεγερμένη πλέον Σάμο έφθασε ο Λυκούργος Λογοθέτης στίς 24 Απριλίου 1821
γιά νά εδραιώσει τήν επανάσταση αλλά καί νά οργανώσει τήν εσωτερική διοίκηση.
Τό πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Παπλωματάς καί είχε γεννηθεί στό Καρλόβασι τό 1772. Ήταν γιός τού Γιάννη καί τής Μαρούδας Παπλωματά
καί είχε σπουδάσει στήν Κωνσταντινούπολη, όπου διορίστηκε γραμματέας στό Πατριαρχείο. Λίγα χρόνια αργότερα, έφυγε γιά τίς
Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όπου διορίστηκε γραμματέας τού ηγεμόνα τής Βλαχίας, Κωνσταντίνου Υψηλάντη.
Ο Αλέξανδρος Σούτσος τόν προβίβασε σέ Λογοθέτη καί τόν τίτλο αυτό χρησιμοποίησε ως όνομα στό υπόλοιπο τής ζωής του.
Ο Λογοθέτης επέστρεψε στή Σάμο τό 1808, όπου υπήρχε έντονη διαμάχη
μεταξύ δύο παρατάξεων γιά τή διοίκηση τού τόπου.
Οι προοδευτικοί "Καρμανιόλοι" καί οι συντηρητικοί "Καλλικάντζαροι" βρίσκονταν σέ οξεία αντιπαράθεση.
Ο Λυκούργος Λογοθέτης είχε τεθεί στό πλευρό τών δημοκρατικών Καρμανιόλων. Τελικώς επικράτησαν οι
Καλλικάντζαροι τών προυχόντων πού εξόρισαν τόν Λογοθέτη στήν Σμύρνη.
Ο Λογοθέτης, όταν επέστρεψε μετά τήν κήρυξη τής επαναστάσεως στό νησί του, έθεσε τέρμα στήν αναρχία καί οργάνωσε τέσσερα
στρατιωτικά σώματα τίς χιλιαρχίες, επικεφαλής τών οποίων διορίσθηκαν οι Κωνσταντής Λαχανάς, Κωνσταντής Κονταξής,
Σταμάτης Γεωργιάδης καί Εμμανουήλ Μελαχροινός. Παράλληλα εισήγαγε σύστημα πολιτικό,
σύμφωνα μέ τό οποίο η εξουσία πήγαζε από τόν λαό, ενώ οργάνωσε άριστα τήν άμυνα τού νησιού.
Οι Σάμιοι διαρκώς επιχειρούσαν καταδρομές στή μικρασιατική ακτή μέ σκοπό νά αποτρέψουν τούς Τούρκους νά κάνουν απόβαση στό νησί τους
από τήν ακτή τής Μύκαλης. Όσες φορές καί νά προσπάθησαν τά τουρκικά αγήματα νά αγκιστρωθούν στό νησί απέτυχαν όπως
αφηγούνται οι έφοροι τής Σάμου:
"Επειδή επήραν από Κουσάντασι αρκετούς Κρητικούς (εννοούν Τούρκους) διά τήν έλλειψιν, τούς ανδρειοτέρους,
καί έκαμαν
τήν συνηθισμένην τούρκικην φαντασίαν μέ τάς συχνάς μπάλας των, τάχα διά νά μάς φοβίσουν, όμως ημείς, δυνάμει τού Τιμίου Σταυρού, αντεστάθημεν γενναίως,
ως νά ήσαν πλοιάρια.
Παρατηρήσας ο εχθρός μας έν μέρος έχον βάρδιαν τριάντα μόνους άνδρας τρέξασα η δυνατωτέρα εις βοήθειαν τής άλλης, όμως αδελφοί, τόσον
ηφανίσθησαν οι εχθροί ώστε οι μείναντες ζωντανοί έπεσαν εις θάλασσαν, οι δέ θανατωθέντες είναι τόν αριθμόν διακόσιοι. Λοιπόν αδελφοί, μή δειλιάτε ακούοντας
τόν αριθμόν τών τόσων καραβίων, επειδή τούς κρατούμεν γενναίως.
Αφήσαμεν όλας μας τάς χρειώδεις υπηρεσίας, τά μούρκια μας καί τά χωράφια καί τά κατέφαγαν τά ζώα καί στέκομεν μόνον εις τά άρματα. Λοιπόν αδελφοί,
διά τό Γένος, διά τήν φιλογενειάν σας, διά τά ηρωϊκά σας κατορθώματα μήν αμελήσετε
αλλά προφθάσατε γλήγορα καί χωρίς αναβολήν."
Στίς αρχές Ιουλίου ξαναβγήκε η αρμάδα τού σουλτάνου στό Αιγαίο Πέλαγος
μέ ναύρχο τόν Καρά Αλή. Περιελάμβανε δώδεκα
κορβέτες, έξι φρεγάτες καί δεκάδες μικρότερα πλοία. Η εντολή τού σουλτάνου πρός τόν καπιτάν πασά
ήταν νά σβήσει τό νησί τής Σάμου από τόν χάρτη.
Ο τουρκικός στόλος έφθασε στά νερά τής Σάμου στίς 3 Ιουλίου 1821 καί άρχισε νά κανονιοβολεί
τήν παραλία τής πρωτεύουσας μέ πυκνότατα πυρά.
Κατόπιν, οι εχθρικές δυνάμεις επιχείρησαν απόβαση, τήν οποία όμως απέκρουσαν επιτυχώς οι Σάμιοι χάρις τόν ηρωισμό τους αλλά καί τήν
οργανωμένη αντίσταση τού Λογοθέτη.
"Ο Θεός τών δυνάμεων είναι μαζί μας. Αυτός ως παντοδύναμος θά πολεμήση τούς εχθρούς,
Θά νικήσωμεν καί θά έλθη ημέρα πού θά βραβευθούν οι αγώνες μας.
" Λυκούργος Λογοθέτης
Μάλιστα ο Λογοθέτης είχε ντύσει τίς γυναίκες μέ αντρικά ρούχα καί τούς είχε δώσει κοντάρια γιά νά φαίνονται οι αμυνόμενοι πολλαπλάσιοι.
Ο "Κάβο Τζωρτζής", πού επιχείρησε ο Καπλάν αγάς νά αποβιβαστεί, βάφτηκε κόκκινος από τό αίμα τών
Τούρκων καί από τότε κράτησε τό όνομα "Κάβο Φονιάς".
Όλες οι λέμβοι τών Οθωμανών βούλιαξαν στή θάλασσα. Τά κανόνια πού διηύθυναν οι
Σταμάτης Γεωργιάδης, Εμμανουήλ Μελαχροινός, Εμμανουήλ Μαθιουδάκης,
Χριστόδουλος Πασχάλης καί Πανταζής προξένησαν απίστευτη φθορά καί πολλούς νεκρούς.
Ο αρχηγός τής αποβατικής δύναμης Καπλάν αγάς σκοτώθηκε.
Από τήν Σμύρνην καί τήν Νέαν Έφεσον εστέλλοντο εκθέσεις μέ παράπονα
πρός τόν σουλτάνον καί εζητούσαν πολεμικήν ενέργειαν
πρός εκμηδένισιν τής Σάμου. Ο σουλτάνος ηγανάκτησε καί εζήτησε νά τού φέρουν γεωγραφικόν χάρτην διά νά
ιδή πού ευρίσκετο καί πόση ήτο
η Σάμος.
Αφού παρετήρησε τό στενόν θαλάσσιον χώρισμα μεταξύ τής Σάμου καί τής μικρασιατικής ακτής παρήγγειλε νά
δοθή αμέσως η εντολή νά
τό επιχώσουν καί νά τό καταστήσουν διαβατόν διά νά περάσουν εις τήν Σάμον τουρκικά στρατεύματα.
Αι σουλτανικαί διαταγαί πού εδόθησαν εις τόν Καρά Αλήν ήσαν φοβεραί. Ο σαμιακός πληθυσμός έπρεπε
ν' αφανισθή.
Οι άνω τών οκτώ ετών άνδρες νά φονευθούν, τά κάτω αυτής τής ηλικίας παιδιά νά περιτμηθούν καί αι γυναίκες όλαι
νά συρθούν
εις τήν αιχμαλωσίαν.
Διονύσιος Κόκκινος - Ελληνική Επανάστασις
Τό μόνο πού κατάφερε ο Καρά Αλής ήταν νά σκοτώσει μέ φρικτό θάνατο δύο ελληνόπουλα πού είχε αιχμαλωτίσει από ένα σαμιακό πλοιάριο.
Τά πασάλειψε μέ κατράμι, τά κρέμασε από τά πόδια στό κατάρτι τής ναυαρχίδος γιά νά φαίνονται από τήν ακτή καί τούς έβαλε φωτιά.
Στή συνέχεια μή θέλοντας νά θυσιάσει άλλους άντρες του, έστειλε μεταγωγικά σκάφη στήν απέναντι ακτή τής
Μυκάλης (Τσαγκλί) καί τής Νέας Εφέσου (Κουσάντασι) γιά νά μεταφέρουν από εκεί 7000 ατάκτους καί νά τούς
αποβιβάσουν στήν Σάμο.
Τήν κρίσιμη αυτή ώρα, 7 Ιουλίου 1821, έφθασε ο ελληνικός στόλος,
συγκροτημένος από τρείς ναυτικές μοίρες, τίς οποίες αποτελούσαν τριάντα υδραίικα πλοία μέ αρχηγούς τούς
Γιακουμάκη Τομπάζη, Αναστάσιο Τσαμαδό, Γιάννη Βούλγαρη καί Λάζαρο Λαλεχό,
είκοσι έξι σπετσιώτικα, μέ αρχηγούς τούς Γκίκα Τσούπα, Θεοδόση Μπόταση, Ιωάννη Κυριακού,
Κωνσταντίνο Μπουκουβάλα, Ιωάννη Κούτση, Θεοδωράκη Μέξη, Ανάργυρο Ανάργυρου,
Δημήτρη Μπούκουρη, Αδριανό Σωτηρίου, Δημήτριο Ορλώφ καί Νικόλα Ράπτη
καί τριάντα ένα ψαριανά σύν τέσσερα πυρπολικά καί
δέκα μίστικα μέ καπετάνιους τούς Νικολή Αποστόλη, Γιάννη Καλάρη, Δημήτρη Λένο, Αντώνη Σαρή,
Γιώργη Μικέ, Νικόλα Χ. Κοτζιά, Γιώργη Σκανδάλη,
Κωνσταντή Καμπούρη, Μανώλη Βαλαβάνο, Γεώργιο Παγκάρα, Νικόλα Αργύρη καί Ανδρέα Γιαννίτση.
Μέ τόσους όμως αρχηγούς ο συντονισμός ήταν πολύ δύσκολος. Παρά ταύτα,
τά ελληνικά πλοία έδρασαν αποτελεσματικά.
Εισπλέοντας στό στενό βρήκαν τά τουρκικά μπεϊλίδικα γεμάτα ασκέρια.
Μόλις τά πληρώματά τους είδαν τά ελληνικά πολεμικά, καί καθώς δέν
μπορούσαν νά επικοινωνήσουν μέ τόν δικό τους στόλο, καταπτοήθηκαν καί ετράπησαν σέ φυγή.
Έξι μεταγωγικά (τρανσπόρτα) ρίχθηκαν στήν ξηρά, ενώ
αλλά δύο πυρπολήθηκαν. Οι ζεϊμπέκηδες βγαίνοντας μέ σπουδή από τά πλοία, έτρεξαν πρός τό εσωτερικό καί
έτσι οι νησιώτες ανενόχλητοι
έκαψαν τά υπόλοιπα έξι μεταγωγικά. Αργότερα, οι άτακτοι Τούρκοι ξέσπασαν στούς Ρωμιούς κατοίκους
τού Κουσάντασι, τούς έκαψαν
τά σπίτια καί έσφαξαν 400 από αυτούς. Ο έντιμος διοικητής τής Νέας Εφέσου Ερέζογλου
δέν μπόρεσε νά αποσωβήσει τίς σφαγές.
Κατά τόν Ιούλιον τού 1821 σύμπασαι καί αι τών τριών νήσων μοίραι εκπλέουσιν
επί τά παράλια τής Ιωνίας, όπου καταπλεύσαντες εις Μυκάλην
(Τσαγλί) απέναντι τής Σάμου ενέπρησαν οκτώ πολεμίας ναύς,
κακείθεν ορμώσιν εις αναζήτησιν τού τουρκικού ναυτικού, όντος εξ 25 πλοίων μικρών τε καί μεγάλων,
παραπλεόντων τήν νήσον εκείνην.
Άμα ούν οι Έλληνες μακρόθεν κατοπτεύσαντες τούς πολεμίους απάραντες καί επιτεθέντες
τρέπουσιν εις φυγήν καί καταδιώκοντες καταλαμβάνουσι παρά τή Κώ,
όπου συναφθείσης μάχης σφοδράς εμπίπρανται τρία πυρπολικά εις μάτην καί τέταρτον υδραϊκόν
καταληφθέν υπό τών εν αυτώ ενέπεσεν εις τάς χείρας τών Οθωμανών,
καθώς καί η ιμιολία (γολέττα) Ιωάννου τού Βρατσάνου
Ψαριανού παρ' ολίγον εκεινδύνευε νά πάθη τό αυτό, ειμή έσπευδεν Γκίκας ο Τσούπας πλοίαρχος Σπετσιώτης.
Επί τούτοις στραφείσαι αι μοίραι εις Ρόδον, αι μέν δύο απήλθον εις τά ίδια, η δέ ψαριανή
εις Γέροντα καί κακείθεν εις Ψαρρά.
Πασπαλιώτη Γεωργίου, Βίος Παπανικολή εκ Ψαρών, εν Ερμουπόλει 1865
Ανίκανος ο τουρκικός στόλος νά επέμβει, αποχώρησε καί κατέφυγε στήν Αλικαρνασσό (Μπουντρούμ).
Τόν ακολούθησε ο ελληνικός στόλος καί στίς
12 Ιουλίου 1821 τόν πρόλαβε στό στενό μεταξύ Κώ καί Αλικαρνασσού. Καθώς ο άνεμος γύρισε
ενάντιος στά ελληνικά πλοία, αυτά αναγκάστηκαν νά φύγουν καί μάλιστα χωρίς τάξη.
Κατά τήν υποχώρησή τους, τά πυρπολικά πού
ήταν παλιά καί δυσκίνητα, πυρπολήθηκαν από τά πληρώματα τους, τά οποία διέφυγαν στά πλοία τού στόλου
μέ τίς βάρκες τους.
Μέ δυσκολία διέφυγε τή σύλληψη τό βραδυκίνητο μίστικο τού Iωάννου Βρατσάνου,
τόν οποίο διέσωσε ο Σπετσιώτης πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας.
Η καταστροφή τών πυρπολικών δημιούργησε πύρινη ζώνη μεταξύ τών δύο στόλων
καί τά ελληνικά πλοία επωφελήθηκαν καί κατέφυγαν στόν όρμο τού Γέροντα,
όπου ο τουρκικός στόλος φοβούμενος τά πυρπολικά, δέν τόλμησε νά καταδιώξει.
Η τρικυμία πού ακολούθησε, σκόρπισε τόν ελληνικό στόλο καί τμήματα του κατέφυγαν στή Λέρο,
τή Σάμο καί τήν Κάλυμνο. Ο τουρκικός στόλος, πού
βρισκόταν μέχρι τήν ώρα εκείνη στήν Κώ, έπλευσε στή Ρόδο, όπου
συνάντησε αιγυπτιακή μοίρα από δεκατέσσερα πλοία μέ διοικητή τόν Ισμαήλ Γιβραλτάρ.
Ενωμένοι τώρα ο τουρκικός μέ τόν αιγυπτιακό στόλο γύρισαν στήν Κώ, γιά νά
προετοιμάσουν τήν επίθεσή τους κατά τών Ελλήνων.
Εκείνοι πάλι μεταστάθμευσαν απέναντι στή Νίσυρο καί στά συμβούλια πού ακολούθησαν, επικράτησε
διχογνωμία καί διατυπώθηκαν αλληλοκατηγορίες.
Τά πληρώματα, σέ έξαψη, ζήτησαν νά γυρίσουν στά νησιά τους ενώ υπήρχε έλλειψη σέ
πολεμοφόδια καί πυρπολικά. Ήταν μία έκρυθμη κατάσταση, η οποία ανάγκασε τούς
Υδραίους καί τούς Σπετσιώτες προκρίτους νά στείλουν
γράμματα γεμάτα συμβουλές καί υποσχέσεις.
Προσπάθησαν πολύ οι απεσταλμένοι τών νησιών γιά νά πείσουν τά πληρώματα νά μείνουν. Τούς
έταξαν ότι θά τούς έστελναν τό συντομότερο τροφές, πολεμοφόδια καί χρήματα.
Στίς 29 Ιουλίου 1821 συναντήθηκαν οι δύο στόλοι καί αντάλλαξαν κανονιές,
ο σφοδρός όμως άνεμος τούς σκόρπισε. Τότε ο ελληνικός στόλος κατέφυγε
στήν Πάτμο καί τή Σάμο. Οι Τούρκοι δέν τούς κατεδίωξαν ούτε επιχείρησαν απόβαση στη Σάμο. Στίς αρχές Αυγούστου φάνηκε ο μουσουλμανικός
στόλος στά νερά τής Λέρου, πλανήθηκε κατόπιν γιά λίγες μέρες στό Ικάριο πέλαγος καί τελικά στράφηκε στό βορρά καί μπήκε στόν Ελλήσποντο. Οι Έλληνες
τόν ακολούθησαν από μακριά καί μετά γύρισαν στά νησιά τους.
Ωστόσο, φάνηκε πολύ έντονα καί αυτή τή φορά η έλλειψη γενικού αρχηγού του στόλου
καί η απειθαρχία τών πληρωμάτων.