Εκστρατεία τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας
Τήν εκστρατεία στήν Δυτική Στερεά Ελλάδα (Καρλέλι), γιά τό έτος 1823, τήν ανέλαβε ο
ικανότατος Μουσταή πασάς τής Σκόδρας, η
οποία ήταν η πόλη Σκουτάριον κατά τούς βυζαντινούς χρόνους, τού Θέματος τού Δυρραχίου.
Η Σκόδρα διέθετε τούς γενναιότερους γιά εκείνη τήν εποχή στρατιώτες
τού οθωμανικού στρατού, οι οποίοι είχαν στρατολογηθεί από τή βόρειο Αλβανία.
Η επιλογή τού Μουσταή πασά χαροποίησε τούς μουσουλμάνους αφού θεωρούσαν βεβαία
τήν επικράτηση τού στρατού τού Αλβανού πασά κατά τών απίστων γκιαούρηδων.
Ο Ομέρ Βρυώνης θά συνέπραττε μέ τόν
Μουσταή, ο οποίος είχε εντολή νά διέλθει από τά Άγραφα καί νά ζητήσει από τούς αρματολούς τής
περιοχής νά προσκυνήσουν, προκειμένου όλοι μαζί νά πολιορκήσουν καί νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, πού
ήταν τό προπύργιο τής αντίστασης στή Δυτική Ρούμελη.
Ο Μουσταή πασάς έφθασε στίς 20 Ιουλίου 1823 στά Τρίκαλα καί από εκεί κατευθύνθηκε ανενόχλητος
στήν απρόσιτη περιοχή τών Αγράφων. Ο ακόλουθος Χριστιανός τού Μουσταή πασά Γεώργιος Βουλπιώτης συνέταξε
γράμματα μέ τά οποία καλούσε τούς αρματολούς τών Αγράφων Καραϊσκάκη καί Στουρνάρη,
εντός δεκαπέντε ημερών νά έρθουν νά προσκυνήσουν τόν πασά, διαφορετικά θά τούς θεωρούσε εχθρούς του.
Ο φυματικός Καραϊσκάκης εκείνη τήν εποχή ήταν άρρωστος καί είχε καταφύγει στό μοναστήρι τού Προυσσού γιά
νά τόν περιθάλψουν οι μοναχοί. Σημειώνουμε τό γεγονός ότι ο Καραϊσκάκης βρισκόταν σέ αιματηρή διένεξη μέ τούς
Ρουμελιώτες αρματολούς διότι τούς θεωρούσε απειλή γιά τό αρματολίκι του στά Άγραφα καί δέν είχε φροντίσει
νά προβάλλει σοβαρή αντίσταση στούς Τουρκαλβανούς τού Μουσταή.
Όταν πέρασε η διορία τών δεκαπέντε ημερών, χωρίς φυσικά νά απαντήσουν οι Έλληνες αρματολοί, ο Μουσταή πασάς
διέταξε τόν Σούλτσα Κόρτσα νά εισβάλει στήν περιοχή τού Ασπροποτάμου (Ελάτη - Περτούλι) μέ δύναμη 4000 ανδρών.
Ο Κόρτσα επιτέθηκε κατά τών Ελλήνων στού Κόρμπου τό πηγάδι καί αφού σκόρπισε τούς λίγους αγωνιστές τού
Νικολού Στουρνάρη, τού Γρηγόρη Λιακατά καί τού Νάσιου Μάνταλου, λεηλάτησε καί έκαψε τά χωριά
Τύρνα, Περτούλι, Ελάτη, Βετερνίκο καί Πύρρα. Οι Τουρκαλβανοί, χωρίς νά συναντήσουν άλλη αντίσταση, έφθασαν
στό Καρπενήσι
σκορπίζοντας τόν όλεθρο σέ όλα τά χωριά τής περιοχής ενώ πυρπόλησαν καί τά μοναστήρια
πού βρήκαν στό διάβα τους, μεταξύ τών οποίων ήταν τό μοναστήρι τού Δούσικου καί τό
μοναστήρι τής Τατάρνας
κάνοντας στάχτη 2000 τόμους βιβλίων καί χειρογράφων πού υπήρχαν στίς βιβλιοθήκες τους.
«Ο Μουσταφά πασσάς βεζύρης τής Σκόδρας υποσχεθείς εις τόν σουλτάνον ότι θέλει εκστρατεύσει
κατά τής Ελλάδος, ήρχισε νά στρατολογή εις τάς επαρχίας τής Ιλλυρίας καί Αλβανίας καί συσσωματωθείς έλαβε τόν δρόμον
τής κάτω Μακεδονίας πρός τήν Θεσσαλίαν. Διαδοθείσης τής φήμης ότι ο πασσάς τής Σκόδρας εκστρατεύει κατά τής
Ελλάδος παραχρήμα διεδόθη εφ' όλων τών Οθωμανών τής ευρωπαϊκής Τουρκίας η είδησις αύτη καί ήρχισεν
ένας αλλαλαγμός χαράς, διότι άπαντες επίστευον μετά πολλής πεποιθήσεως, ότι εκστρατεύοντος τού πασσά τής
Σκόδρας κατά τής Ελλάδος, βεβαίως αύτη τετέλεσται, διότι εάν οι Έλληνες απειθήσωσι καί δέν υποταχθώσιν, ο ήρως
ούτος θέλει απεράσει όλους αυτούς εν στόματι μαχαίρας.
Περί τά μέσα τού
Ιουλίου 1823 ο Μουσταφά πασσάς έφθασεν εις Τρίκαλα τής Θεσσαλίας ένθα επεθεώρησε καί συνεκέντρωσε
τόν στρατόν του συγκείμενον ως επί τό πλείστον από πολίτας Σκοδριανούς καί από τούς ορεινούς Λατίνους (καθολικούς)
τής Λέσνιας καθώς καί από τά μικρά πασαλίκια τής Γκεκαριάς, Ιπέκα, Πίσδενα, Ιάκωβα, Βράννα, Τρίμπρα, Όχριδα,
Αλμπάσανη καί λοιπά καί από Αλβανούς, όλος δέ ο αριθμός ούτος ήτο περί τάς είκοσι χιλιάδας.
Η σουλτανική κυβέρνησις είχε διατάξει τόν βεζύρην τούτον νά μή λάβη τόν συνήθη δρόμον τών άλλων εκστρατειών,
αλλά νά διέλθη διά τών Αγράφων καί τών λοιπών ορεινών επαρχιών όπως πολεμήση καί υποτάξη τούς ορεινούς Έλληνας,
τούς οποίους εθεωρούσαν ως μαχιμωτέρους καί διά τούς οποίους έλεγεν εις τό πρός τόν βεζύρην τούτον διάταγμα
νά φροντίση ώστε νά καταστραφώσιν ούτοι, οίτινες δίδουσι τά καταφύγια εις τούς Έλληνας κατοίκους τών πεδινών
επαρχιών τής δυτικής Στερεάς. Μετά δέ τήν αποτελεσματικήν ταύτην ενέργειαν τόν διέτατε νά
μεταβή εις Μεσολόγγιον,
όπου ενούμενος μετά τού Βρυώνη νά καταπολεμήσουν καί υποτάξουν τήν οχυρωθείσαν ταύτην πόλιν.»
Εκείνη τήν εποχή η Δυτική Ελλάδα υπέφερε από τίς έριδες τών Ελλήνων όπως άλλωστε καί οι υπόλοιπες επαναστατημένες
περιοχές. Ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος είχε απονείμει τό αξίωμα τού στρατηγού στό Μάρκο Μπότσαρη, γεγονός πού είχε
δυσαρεστήσει τούς οπλαρχηγούς τής περιοχής, οι οποίοι έπρεπε νά βρίσκονται κάτω από τίς διαταγές ενός ξένου
πρός τήν περιοχή τους οπλαρχηγού. Άσβεστο παρέμενε επίσης καί τό μίσος τής φάρας τών Τζαβελαίων έναντι τών
Μποτσαραίων, ένα μίσος πού κρατούσε από τά χρόνια τού Αλή πασά καί τό οποίο υπέθαλπε ο Ζυγούρης Τζαβέλας, πού
έπνεε μέναια κατά τού Μάρκου Μπότσαρη.
Όταν ανέλαβε τόν έλεγχο τού Εκτελεστικού ο Κολοκοτρώνης, γιά νά μήν αφήσει τήν Αιτωλοακαρνανία υπό τήν επιρροή
τού Μαυροκορδάτου, όρισε ως έπαρχο τής περιοχής τόν Κεφαλλονίτη Κωνσταντίνο Μεταξά. Ο Μεταξάς αφού παρέλαβε
καί αρκετούς συμπατριώτες του απέπλευσε από τήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη) καί έφθασε στό Μεσολόγγι, όπου συνειδητοποίησε
πόσο δύσκολη ήταν η αποστολή του. Οι ντόπιοι δυσανασχετούσαν μέ τούς Σουλιώτες, οι Γριβαίοι είχαν δολοφονήσει
τρείς από τήν φάρα τών Χασαπαίων, οι Τζαβελαίοι μισούσαν τούς Μποτσαραίους, ο Καραϊσκάκης πολεμούσε
τόν Ράγκο κ.ο.κ. Ένα ακόμα πρόβλημα ήταν καί η τροφοδοσία τών εκατοντάδων Σουλιωτών μαχητών,
οι οποίοι από κοινού
μέ τούς αρματολούς τού Τσόγκα άρπαζαν τρόφιμα από τούς κατοίκους τού Μεσολογγίου. Αναρχία καί διαίρεση
επικρατούσαν στό Μεσολόγγι ενώ κατηφόριζε ο πανίσχυρος στρατός τού Μουσταή πασά από τή Σκόδρα
γιά νά καταπνίξει τήν επανάσταση σέ ολόκληρο τό Κάρλελι.
Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς μίλησε σέ όλους τούς οπλαρχηγούς καί ιδιαιτέρως
στόν Μάρκο Μπότσαρη καί τούς εξήγησε ότι ήρθε στό Μεσολόγγι μέ σκοπό νά ενώσει εχθρούς καί φίλους
καί όλοι μαζί από κοινού νά πολεμήσουν τόν μουσουλμάνο κατακτητή. Στή συνάντηση πού έγινε στά Κερασοβίτικα
Καλύβια, συμμετείχαν οι πρόκριτοι τού Μεσολογγίου Καραπιπέρης,
Ραζηκότσικας καί Μποσινέλης
καί οι αρματολοί Ίσκος, Ράγκος, Γρίβας, Πεσλής,
Γιολδάσης, Σαδήμας, καί Δημήτριος Μακρής καί όλοι μαζί άκουσαν
τόν Μεταξά νά τούς εκλιπαρεί γιά ομόνοια καί ειρήνη. Τούς κάλεσε δέ νά δεχτούν στίς τάξεις τους τούς Σουλιώτες
πού είχαν χάσει τήν πατρίδα τους καί πρότεινε νά τούς παραχωρηθεί τό τουρκοχώρι
Ζαπάντι, τό οποίο είχαν εγκαταλείψει οι κάτοικοί
του στίς αρχές τής επανάστασης.
Τήν επομένη συγκεντρώθηκαν καί οι Σουλιώτες, συμπεριλαμβανομένων καί τών Τζαβελαίων, στό παλάτι τού
πρώην Τούρκου βοεβόδα, όπου τούς είχε καλέσει ο Μάρκος Μπότσαρης καί μέσα σέ μία ατμόσφαιρα φορτισμένη
από τή συγκίνηση καί μιλώντας αρβανίτικα, τούς παρακάλεσε νά μονοιάσουν καί νά πολεμήσουν γιά
τήν κοινή τους πατρίδα τό
Ρωμέϊκο. Ήταν ντροπή γιά τά χαμένα τους εδάφη καί τό πολυαγαπημένο τους Σούλι, νά τσακώνονται μεταξύ τους
γιά αξιώματα καί τίτλους καί μέ μία κίνηση έσκισε τό δίπλωμα τού στρατηγού πού τού είχε αποδοθεί λέγοντας:
"Ό καλύτερος ας πάρει τό δίπλωμα αύριο από τόν εχθρό μέ τό αίμα του."
«Η Δυτική Ελλάς μετά τήν αναχώρησιν τού Μαυροκορδάτου ετέλει υπό τριμελή επιτροπήν,
ήν ούτος εσύστησε καί η κυβέρνησις επεκύρωσεν. Αλλά τό νέον νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό υπό τήν επιρροή τού
Κολοκοτρώνη), διά τήν πρός τούς φίλους τού Μαυροκορδάτου δυσπιστίαν, έπαυσε τήν επιτροπήν καί διώρισε τήν 5ην
Ιουνίου 1823 γενικόν έπαρχον Αιτωλίας καί Ακαρνανίας τόν τότε αρχηγόν τού τάγματος τών Κεφαλλήνων,
Κωνσταντίνον Μεταξάν· διά διατάγματος δέ τής 13ης Ιουνίου τώ έδωκε καί στρατιωτικήν
εξουσίαν καθ' όλην τήν Δυτικήν Ελλάδα.
Διέτριβεν ούτος (ο Μεταξάς) τάς ημέρας εκείνας εν τή επαρχία τών Πατρών μετά τών υπ' αυτόν στρατιωτών, καί η
μετάβασίς του εις Μεσολόγγι εφαίνετο επικίνδυνος διά τόν επικρατούντα θαλάσσιον αποκλεισμόν της πόλεως.
(Εκείνη τήν περίοδο βρισκόταν στό λιμάνι τών Πατρών ο οθωμανικός στόλος τού Χοσρέφ πασά).
Αλλά δύο ένοπλα πλοιάρια τού Μεσολογγίου διέπλευσαν αβλαβώς εις τήν αντίκρυ πελοποννησιακήν παραλίαν
καί αβλαβώς επανέπλευσαν φέροντα αυτόν υπό τό πύρ τών εχθρών.
Αθλία ήτον η κατάστασις τής Δυτικής Ελλάδος καθ' όν καιρόν επέκειτο τοιούτος κίνδυνος. Τά πλείστα τών ταγμάτων της,
περιφερόμενα τήδε κακείσε, έζων εξ αρπαγής· τινά δέ υπό τόν Μάρκον Μπότσαρην, τούς Τζαβέλλας, τόν
Μακρήν καί τόν Τσόγκαν διέτριβαν εντός τού Μεσολογγίου καί τού Ανατολικού (Αιτωλικού)
τρεφόμενα, διά τήν παντελή ένδειαν
τού ταμείου, υπό τών πολιτών, καί εκ τούτου προήρχετο μέγας γογγυσμός, καί συνέβαιναν συχναί καί βαρείαι συγκρούσεις.
Επεκράτει δέ καί διχόνοια τών οπλαρχηγών καί τών πολιτικών όλης σχεδόν τής Δυτικής Ελλάδος· διεφώνουν καί οι
οπλαρχηγοί πρός αλλήλους.
Οι Σουλιώται εζήτησαν νά συνοικισθώσιν εν Ζαπαντίω, κώμη εθνική πλησίον τού Βραχωρίου (Αγρινίου)·
η δέ κυβέρνησις καλώς
ποίουσα διέταξε νά τοίς χαρισθώσιν όλαι τής κώμης εκείνης αι γαίαι· αλλ' οι πλείστοι τών πολιτικών καί πολεμικών τών
μερών εκείνων καί οι κάτοικοι τών εν γένει δυσηρεστήθησαν καί παρήκουσαν τήν διαταγήν τής κυβερνήσεως,
θέλοντες νά οικειοποιηθώσι τάς περί ών ο λόγος γαίας. Μέγα δέ εμπόδιον εις πάσαν κατά τού εχθρού εκστρατείαν
εφαίνετο η περί τής υποθέσεως ταύτης λογομαχία.
Εις διόρθωσιν τού κακού τούτου καί εις κίνησιν τών στρατευμάτων συνεκάλεσεν ο γενικός έπαρχος Κωνσταντίνος
Μεταξάς, άμα φθάσας,
πολιτικήν καί στρατιωτικήν συνέλευσιν εις τά Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου γενομένου πολλού λόγου περί τής
επικινδύνου καταστάσεως τού τόπου, περί τών επικρατουσών διχονοιών, καί περί τής ανάγκης τής κοινής ενώσεως,
επείσθησαν όλοι ν' αγωνισθώσι πρώτον εις τό νά διατηρηθή ελεύθερος ο τόπος όν ηπείλει η επικειμένη εχθρική εισβολή,
καί έπειτα νά λύσωσιν εν αδελφική αγάπη τά περί συνοικισμού ζήτημα. Τούτου δέ γενομένου, εσυστήθησαν
δύο συμβούλια παρά τώ γενικώ επάρχω, τό μέν πολεμικόν τό δέ πολιτικόν, καί κοινή γνώμη απεφασίσθη οι μέν
Σουλιώται καί οι υπό τόν Καραϊσκάκην, τόν Γιολδάσην, τόν Σαδήμαν, τόν Κίτσον
καί άλλους οπλαρχηγούς νά συγκεντρωθώσι κατά τό Καρπενήσι πρός αντίκρουσιν τών δι' εκείνης
τής οδού ερχομένων εχθρών, οι δέ υπό τόν Τσόγκαν, τόν Μακρήν καί άλλους κατά τήν Λάσπην
πρός αντίκρουσιν τών υπό τόν Βρυώνην ερχομένων διά Καρβασαρά (Αμφιλοχίας).
Αφ' ού επροσκύνησεν ο Βαρνακιώτης, διωρίσθη αντ' εκείνου στρατηγός κατά τήν Δυτικήν Ελλάδα ο Μάρκος Μπότσαρης.
Ο διορισμός ούτος επλήγωσε τήν φιλοτιμίαν τών οπλαρχηγών τού μέρους εκείνου. Ουδείς αυτών διεφιλονείκει τά
πολεμικά προτερήματα τού Μάρκου, αλλ' ουδείς ήθελε νά τώ δώση καί τά πρωτεία· η δε κυβέρνησις, είτε εις ταπείνωσιν
τού Μάρκου, όν υπέβλεπεν ως φίλον τού Μαυροκορδάτου, είτε εις καθησύχασιν τών ταραττομένων καί ταραττόντων
οπλαρχηγών καί αντιποιουμένων τήν αυτήν τιμήν, έστειλε πρός τινας αυτών διπλώματα στρατηγίας.
Ο Μάρκος εξέλαβε τήν αποστολήν τών διπλωμάτων τούτων ως ύβριν καί καταβιβασμόν, καί μή καταδεχόμενος
νά ήναι ίσος τών άλλων, έσχισεν, οργήν πνέων, ενώπιον πολλών οπλαρχηγών τό δίπλωμά του ειπών,
"όποιος είναι άξιος λαμβάνει δίπλωμα μεθαύριον έμπροσθεν τού εχθρού".
Ταύτα είπε, καί τήν επαύριον εξεστράτευσε μετά τών περί αυτόν. Εξεστράτευσαν κατόπιν αυτού καί τά λοιπά στρατεύματα.
Ο δέ εν Πάτραις Χουσρέφης, (Τούρκος ναύαρχος) βλέπων ότι η επαρχία Μεσολογγίου καί Ανατολικού
έμεινε κενή στρατευμάτων, εξέτεινε μετ' ολίγας ημέρας τήν ναυτικήν του γραμμήν από Ναυπάκτου εις Κανδύλαν (Μύτικα),
έκαυσε τό Νεοχώρι (χωριό δυτικά τού Αιτωλικού) καί τον Γαλατάν (χωριό κοντά στίς εκβολές τού Εύηνου ποταμού),
καί απεβίβασεν επί τής παρά τόν Γαλατάν παραλίας ικανούς στρατιώτας καί ναύτας καί έστησεν εκεί στρατόπεδον,
αλλ' οι εντόπιοι, Μεσολογγίται καί Ανατολικιώται, επεξήλθαν υπό τόν έπαρχον, καί μάχης γενομένης υπερίσχυσαν καί
ηνάγκασαν τούς αποβιβασθέντας νά αναβιβασθώσιν εις τά πλοία των.»
Μετά από τίς κατευναστικές προσπάθειες τού Κωνσταντίνου Μεταξά ξεκίνησαν τά ένοπλα σώματα τών οπλαρχηγών γιά νά πιάσουν
τίς ορεινές διαβάσεις καί νά περιμένουν τόν εχθρό. Ο
Ίσκος καί ο Ράγκος μέ τούς Βαλτινούς πήγαν στό
Μακρυνόρος, ο Μακρής στήν Λάσπη
(χωριό βορείως τής Τριχωνίδας) καί ο
Τσόγκας στήν Βόνιτσα. Τά σώματα αυτά θά έπρεπε νά διατηρούν τήν επικοινωνία
μεταξύ τους καί σέ περίπτωση κινδύνου νά σπεύσουν νά αλληλοκαλυφθούν. Ο Μάρκος Μπότσαρης μέ
τούς Σουλιώτες κινήθηκε πρός τό Καρπενήσι μαζί μέ τούς οπλαρχηγούς Γιολδάση, Πεσλή καί
Σαδήμα.
Ο Μεταξάς μόλις ανεχώρησαν
οι ένοπλοι από τήν πόλη τού Μεσολογγίου ασχολήθηκε μέ τήν οχύρωσή της καί μέ τήν προμήθεια πολεμοφοδίων
καί τροφίμων, ώστε νά είναι έτοιμο τό Μεσολόγγι σέ ενδεχόμενη πολιορκία.
Η οχύρωση τής πόλως τού Μεσολογγίου ανατέθηκε στό μηχανικό Μιχαήλ Κοκκίνη, ο οποίος είχε σπουδάσει στή Γαλλία.
O Kοκκίνης άρχισε τήν κατασκευή τών τειχών καί τών πυροβολείων τό Μάρτιο τού 1823 καί θά ολοκλήρωνε τό
έργο του τόν επόμενο χρόνο.
Μία προσπάθεια τών Τούρκων νά καταλάβουν
τό Μποχώρι (Ευηνοχώρι) καί τόν Γαλατά, μέ τήν υποστήριξη τού τουρκικού στόλου, απέβη άκαρπη, καθώς
οι Κωνσταντίνος Μεταξάς, Σπύρος Βαλσαμάκης καί Τσάτσος μέ Μεσολογγίτες καί Αιτωλικιώτες ενόπλους
αντέταξαν ισχυρή άμυνα στή θέση Τεκέ στούς πρόποδες τής Βαράσοβας καί ανάγκασαν τούς εχθρούς νά
υποχωρήσουν, αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα.
Θάνατος τού Μάρκου Μπότσαρη, 9 Αυγούστου 1823
Στίς 7 Αυγούστου 1823, o Μάρκος Μπότσαρης κατέλαβε τό Μικρό Χωριό, νοτίως τού
Καρπενησίου, ενώ ο Ζυγούρης
Τζαβέλας μέ τόν Λάμπρο Βέϊκο καί τόν Γεώργιο Κίτσο (αδελφό τής περίφημης κυρά-Βασιλικής
τού Αλή πασά) στρατοπέδευσαν στό Μεγάλο Χωριό. Μία επιστολή τού Μάρκου
γραμμένη μερικές ημέρες πρίν έχει ως εξής:
"Οι εχθροί επροχώρησαν εις τήν Δυτικήν Ελλάδα, καθυπέταξαν τόν Ασπροπόταμο (Αχελώο) καί Άγραφα, ηχμαλώτισαν
καί κατέστρεψαν πολλούς τών εγκατοίκων. Όσοι εξέφυγαν από τήν οργήν των κατέφυγον εις τά ενδότερα μέρη
Σοβολάκου, εις τόν Ζυγόν καί εις τάς χώρας. Ημείς εξέλθομεν εις απάντησίν των καί ευρισκόμεθα στρατοπεδευμένοι
εις τό μέρος τού Καρπενησίου. Τάς αναγκαίας θέσεις τού Καρλελίου τάς έχουν πιασμένας οι εντόπιοι. Αρχηγός τού
στρατεύματος, οπού έρχεται από τό μέρος τούτο είναι ο Σκόνδρα πασάς. Είθε η Θεία Δύναμη νά μάς δώση θάρρος
πρός αντίστασιν τών εχθρών καί νά εξοικονομήση τά πάντα."
Η εμπροσθοφυλακή τού εχθρού υπό τόν Τσελαλεντίν μπέη είχε καταλάβει τά Πλατάνια, ενώ τό κύριο σώμα του Μουσταή
πασά είχε στρατοπεδεύσει στό Κεφαλόβρυσο στά περίχωρα τού Καρπενησίου. Ο
Αλβανός πασάς, κάλεσε τόν αρματολό Γιαννάκη Γιολδάση νά έρθει νά προσκυνήσει, αλλά
ο Γιολδάσης γιά νά κερδίσει χρόνο μήνυσε στόν πασά ότι θά προσπαθούσε πρώτα νά πείσει καί τούς υπόλοιπους
οπλαρχηγούς νά δηλώσουν υποταγή καί αργότερα νά έρθουν νά τόν προσκυνήσουν όλοι μαζί οι Αγραφιώτες αρματολοί.
Τότε ο Μουσταής απαίτησε
δύο συγγενείς τού Γιολδάση ως ρεέμια (ομήρους) γιά εγγύηση καί αφού δέν τολμούσε κανείς νά πάει
προθυμοποιήθηκαν δύο απλοί Ρωμιοί νά πάρουν τή θέση τους. Ο ένας ήταν ένας πολεμιστής τού Γιολδάση καί
ο άλλος ένας παπάς από τό χωριό Λάσπη (Άγιος Νικόλαος).
Ο Μάρκος από νωρίς είχε συλλάβει τό σχέδιο νά κτυπήσει αιφνιδιαστικά τό τουρκικό ορδί (στρατόπεδο) καί νά
σκοτώσει τούς αρχηγούς, ώστε νά εξαναγκαζόταν πλέον τό ακέφαλο εχθρικό ασκέρι νά επιστρέψει στόν τόπο του.
Πού νά ήξερε ότι μέ τό παράτολμο σχέδιό του θά χανόταν η κεφαλή τού δικού του στρατού;
Από τό Μικρό Χωριό πού είχε καταλύσει ο Μάρκος απέστειλε τρείς έμπιστούς του μέσα στό στρατόπεδο τών
Τουρκαλβανών γιά νά συλλέξουν πληροφορίες. Ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Θανάσης Κουτσονίκας καί ο
Γιάννης Μπαϊρακτάρης,
εισήλθαν στό εχθρικό στρατόπεδο, ντυμένοι μέ τήν ενδυμασία τού εχθρού. Οι τρείς Σουλιώτες μιλώντας άπταιστα τά
αλβανικά, κατάφεραν νά συλλέξουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά μέ τίς θέσεις πού ήταν στημένα τά τσαντήρια τών
αξιωματούχων τού τουρκικού ασκεριού καί τά οποία αποτελούσαν τόν πρώτο στόχο τής επίθεσης τού Μάρκου.
Ο Μάρκος από τό Μικρό Χωριό έστειλε επιστολές στούς ντόπιους καπεταναίους πού βρίσκονταν
στά Λακώματα τής Καλιακούδας, αλλά καί σέ άλλους οπλαρχηγούς προτείνοντας νά επιτεθούν όλοι μαζί
τή νύκτα κατά τού τουρκικού στρατοπέδου, ενώ γιά τόν ίδιο σκοπό έστειλε τόν
Ζυγούρη Τζαβέλα, τούς Γιολδασαίους, τόν Φωτομάρα, τόν Ζέρβα,
τό Σιαδήμα, τόν Πεσλή, τόν Ζαγκανά καί τούς Κοντογιανναίους νά πλαγιοκοπήσουν τόν εχθρό από
τό χωριό Πλατάνια. Ο Γιολδάσης, φοβούμενος γιά τήν τύχη τών ομήρων, έφερε
σοβαρές αντιρρήσεις αλλά ο Μάρκος ήταν αμετάπειστος: "Ας πάν κι αυτοί κορμπάνι (θυσία) γιά τό Γένος!".
Εν τώ μεταξύ στό στρατόπεδο τού εχθρού επικρατούσε αδιαφορία γιά τήν οργάνωση στοιχειώδους άμυνας
καθώς ο Μουσταή πασάς υποτιμούσε τήν δύναμη τών Ελλήνων, οι οποίοι άλλωστε δέν είχαν απειλήσει ούτε κατά διάνοια
τόν πανίσχυρο αλβανικό στρατό του. Μόνο ο Τζελαλεντίν μπέης επέμενε ότι ο Μάρκος
Μπότσαρης ήταν επικίνδυνος εχθρός καί ότι θά έπρεπε νά φτιαχτούν ταμπούρια γιά τυχόν αιφνιδιαστική επίθεση.
Τά μεσάνυχτα τής 8ης πρός τήν 9η Αυγούστου τού 1823, ορίστηκε νά επιτεθούν τά δύο σώματα τών Σουλιωτών,
τού Μάρκου Μπότσαρη καί τού Ζυγούρη Τζαβέλα, στό αμέριμνο στρατόπεδο τών Τουρκαλβανών.
Ο Μάρκος, ακριβώς τά μεσάνυκτα, όρμησε μέ τά 400 παλληκάρια του καί αφού τούς χώρισε σέ μικρές ομάδες,
πρόσταξε νά ξεγυμνώσουν
τά γιαταγάνια τους. Αθόρυβοι οι Σουλιώτες άρχισαν νά πετσοκόβουν τούς κοιμισμένους εχθρούς,
ξεκινώντας από τούς φρουρούς. Γιά νά ξεχωρίζουν μεταξύ τους οι Σουλιώτες μέσα στό πυκνό σκοτάδι είχαν δέσει
μαντήλες στό κεφάλι καί είχαν σηκώσει τά μανίκια τους. Μιλώντας αλβανικά, καθησύχαζαν όποιον Αλβανό έβρισκαν
ξύπνιο, ώστε νά μήν προλάβει νά ξεσηκώσει τούς υπόλοιπους καί έτσι σχεδόν ανενόχλητοι οι Σουλιώτες
έσπερναν αθόρυβα τό θάνατο στούς κοιμισμένους στρατιώτες τού Μουσταή πασά. Τά αστραφτερά τους σπαθιά
γυάλιζαν μέσα στό φεγγαρόφωτο καθώς θέριζαν τά ανθρώπινα κεφάλια πού έπεφταν στό χώμα, μετατρέποντας
τό Κεφαλόβρυσο σέ ένα απέραντο σφαγείο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης έψαχνε τίς σκηνές τών πασάδων καί κάθε τόσο ρωτούσε τούς συντρόφους του:
"Πού είναι οι πασάδες;
πού είναι οι πασάδες;". Μόλις εντόπισε τίς μεγαλοπρεπείς σκηνές μέ τίς πολύχρωμες σημαίες τής ημισελήνου,
ο Μπότσαρης
έδωσε εντολή στόν σαλπιγκτή νά σαλπίσει επίθεση, ενώ ο ίδιος φώναξε: "Είμαι ο Μάρκος Μπότσαρης καί ήρθα νά σάς
ξεκάνω!". Μεγάλος ήταν ο πανικός τών Τουρκαλβανών καί τόν έκανε ακόμα μεγαλύτερο τό πυκνό σκοτάδι καί ο
αόρατος εχθρός. Δέν ήξεραν ποιόν νά πυροβολήσουν καί από ποιόν νά φυλαχτούν μέ αποτέλεσμα νά κτυπιούνται μεταξύ
τους. Ο Μάρκος, μέ τό αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι του, έμπαινε στίς μεγάλες σκηνές τών αξιωματικών καί σκότωνε
όποιον θεωρούσε σημαντικό. Ξαφνικά τραυματίστηκε στήν κοιλιά από βόλι, αλλά εκείνος έκανε ότι δέν τό κατάλαβε
καί συνέχισε απτόητος νά σπέρνει τό θάνατο στούς μουσουλμάνους εχθρούς πού τού είχαν στερήσει τήν
πολυαγαπημένη του πατρίδα καί τού είχαν εξοντώσει τήν οικογένεια του στό μοναστήρι τού Σέλτσου.
Ο τραυματισμένος Μάρκος έφθασε καί στή σκηνή τού παλαιού του γνώριμου Άγο Βασιάρη. Δέν τόν σκότωσε
αλλά τόν συνέλαβε καί τόν παρέδωσε στούς Σουλιώτες πού τόν ακολουθούσαν, ενώ συνέχισε νά αναζητεί τόν ίδιο
τόν Μουσταή πασά. Ο Τζελαλεντίν μπέης όμως είχε προλάβει νά φυγαδεύσει τόν αρχηγό του
καί οχυρώθηκε μαζί του πίσω από μία μάντρα μαζί μέ τούς σωματοφύλακές του, πυροβολώντας όποιον έρχονταν,
αδιαφορώντας εάν ήταν εχθρός ή φίλος. Εν τώ μεταξύ, η σάλπιγγα πού συνέχιζε νά ηχεί καλώντας καί τήν ομάδα
τού Ζυγούρη
Τζαβέλα νά επιτεθεί στίς σκηνές πού ήταν συγκεντρωμένοι οι πασάδες καί οι μπέηδες, σταμάτησε ξαφνικά.
Ο νεαρός σαλπιγκτής τού αρχηγού κειτόταν νεκρός από εχθρικό βόλι.
«O Μπότσαρης πιάνει τό Μικρό Χωριό καί οι Τζαβελαίοι τό Μεγάλο Χωριό.
Είχαν κάτω από τίς προσταγές τους 1250 παλικάρια, πού απ' αυτά οι 400 Σουλιώτες. Καί τότε ο Μπότσαρης
στοχάζεται ένα τολμηρό
σχέδιο, άξιο γενναίου πολεμάρχη. Αποφασίζει, μέ νυχτερινό αιφνιδιασμό, νά μπεί μέσα στό τούρκικο ορδί
σμπαραλιάζοντάς το. Κι όπως τό ένδυμα, η οπλοφορία, τό ανάστημα καί η διάλεκτος τών Αλβανών δέν διέφερε ποσώς
τών Σουλιωτών, ο Μάρκος, γυρεύοντας νά μάθει τό καθετί γιά τό στρατόπεδο τού εχθρού στέλνει τρείς κατασκόπους νά
μπούνε σ' αυτό: τά δυό ξαδέλφια του, τόν Θανάση Τούσια Μπότσαρη καί τόν Θανάση Κουτσονίκα, καθώς καί τόν
Γιάννη Μπαϊρακτάρη, τόν σημαιοφόρο του δηλαδή.
Στίς 7 Αυγούστου 1823 φτάσανε στό Κεφαλόβρυσο κι αλώνισαν όλο τό ορδί. Κανείς δέν τούς υποπτεύθηκε κι αφού
παρατήρησαν τό καθετί έφυγαν καί γύρισαν στό Μικρό Χωριό. Τήν άλλη μέρα τό πρωΐ ο Μάρκος παίρνει τήν απόφαση
νά ριχτεί, τήν ίδια εκείνη νύχτα, στό στρατόπεδο τού εχθρού, νά σπείρει τόν όλεθρο σ' αυτό, πιάνοντας ή σκοτώνοντας
τούς αρχηγούς. Ένας ακόμα ήρωας σ' ολόκληρο τό Εικοσιένα θ' αποτολμήσει κάτι τέτοιο. Ο Καραϊσκάκης.
Τόν αιφνιδιασμό θά τόν έκανε ο ίδιος. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας μέ οκτακόσιους νοματαίους
θά χτύπαγε τούς Τούρκους στά Πλατάνια, εμποδίζοντάς τους νά τρέξουν σέ βοήθεια τών άλλων στό Κεφαλόβρυσο.
Σ' αυτό βρισκόταν στρατοπεδευμένος μέ τήν εμπροσθοφυλακή τού τουρκικού ασκεριού, ίσαμε τέσσερεις χιλιάδες άντρες,
ο Τζελαλεντίν μπέης, θείος από τή μητέρα τού Μουσταή πασά. Τό στράτευμά του εκλεκτό, συγκροτημένο από Γκέκηδες
καί καθολικούς Χριστιανούς τής ορεινής Λέστιας τών Μιρδιτών.
Αφού αποφάσισαν πώς η επίθεση θά γινόταν τά μεσάνυχτα, ακουμπώντας πάνω στό ντουφέκι του λέει στόν Κίτσο Τζαβέλα
αποχαιρετώντας τον:
- "Καλή αντάμωση στόν κάτω κόσμο".
Ο Μάρκος Μπότσαρης δίνει στά παλικάρια του τίς τελευταίες οδηγίες γιά τόν αιφνιδιασμό.
- "Θά μπούμε, τούς λέει, κρατώντας γυμνές τίς πάλες μας, χωρίς νά ρίξετε ούτε μιά ντουφεκιά, πρίν δώσω εγώ τό σινιάλο.
Γιά νά φτάσουμε ως τήν καρδιά τού ορδιού τους πρέπει νά τούς ξεγελάσουμε πώς είμαστε κι εμείς Αρβανίτες, καί γι' αυτό
θά μιλάμε ανάμεσά μας μονάχα αρβανίτικα. Επειδή, όταν θ' αρχίσει ο πόλεμος, θά είναι δύσκολο νά γνωρίσουμε ποιός
είναι ο φίλος καί ποιός ο εχθρός θά έχουμε τό σύνθημα 'κίστε' κι άν δέν πάρουμε τήν απάντηση 'στουρνάρι', μεμιάς
θά τόν βαράμε."
Πανσέληνος, μά συννεφιά. Μπήκαν οι τετρακόσιοι, όλοι Σουλιώτες, στή ρεματιά περπατώντας αλαφροπάτητα, ωσάν αγρίμια.
Σά φτάσανε στίς προφυλακές τού εχθρού μόλις είχανε περάσει τά μεσάνυχτα 8 μέ
9 τού Αυγούστου 1823. Τότε αρχίζουν
νά βρίζουν τούς Αρβανίτες αρχηγούς, παριστάνοντας πώς ήταν κι αυτοί Αρβανίτες, πού είχανε παράπονα ενάντιά τους.
Όποιος θέλησε νά τούς αντισταθεί έπεφτε σφαγμένος από τό σπαθί τους. Σέ λίγο τό στρατόπεδο αναστατώνεται.
Μερικά από τά ρετζάλια (σύμβουλοι), γυρεύοντας νά ησυχάσουν τό ταβατούρι, φωνάζουν:
- "Χατάς (λάθος) ώρε, χατάς! Δέν είναι γκιαούρηδες!"
Μά οι Έλληνες είχανε πιά σιμώσει στά τσαντίρια τών αρχηγών κι ο Μάρκος Μπότσαρης προστάζει τόν σαλπιγκτή του
νά βαρέσει γιουρούσι.
- "Δέν είναι ωρέ χατάς! Είναι ο Μάρκος Μπότσαρης καί θά σάς ξεκάνει ούλους!"
Ακούνε οι εχθροί τή σάλπιγγα νά βαρά μέσα στήν καρδιά τού ορδιού τους καί τά χάνουν. Σύγκαιρα ρίχνουν τήν πρώτη
μπαταριά οι δικοί μας.
- "Έρδε Μάρκο Μπότσαρη! (έρχεται ο Μάρκος Μπότσαρης!)"
Ο Μπότσαρης μπαίνει στήν πρώτη σκηνή πού βρίσκεται μπροστά του κι αντικρύζει τόν γνώριμό του από τά χρόνια τού
Αλήπασα Αρβανίτη αρχηγό Άγο Βασιάρη. Τόν πιάνει καί τόν παραδίνει στά παλικάρια του νά τόν φυλάνε. Καθώς
παράτολμα τρέχει πρώτος ξεμπροστιάζοντας τούς εχθρούς, λαβώνεται στόν βουβώνα. Τό κρύβει από τούς δικούς του
μήν τυχόν κιοτήσουν (δειλιάσουν).
Τήν πρώτη οργανωμένη άμυνα μπόρεσαν νά τήν αντιτάξουν οι Αρβανίτες στή θέση Αμπέλια όπου υπήρχε κουλούρα
(προμαχώνας). Οι δικοί μας συμβουλεύουν τόν Μάρκο πώς έπειτα από τόσο χαλασμό πού κάνανε καιρός ήταν ν' αποτραβηχτούν.
Εκείνος όμως, συνεπαρμένος από τήν παλικαριά του καί τή θέρμη τού αγώνα, γυρεύει νά ξεφωλιάσει κι από τούτο τό
πόστο τούς εχθρούς. Φτάνοντας μπροστά στή μάντρα ζητά νά ρίξει μιά ματιά νά πάρει μιάν ιδέα. Μά καθώς ανασήκωσε
τό κεφάλι του τόν βρίσκει θανατερό βόλι στό μηλίγγι, σιμά στό δεξιό του μάτι.
- "Βαρέθηκα αδέρφια... ", πρόλαβε μονάχα νά πεί καί σωριάζεται κάτω.
Μόλις σωριάστηκε ο Μάρκος, ο ξάδερφός του
Θανάσης Τούσιας Μπότσαρης τόν τύλιξε μέ τήν κάπα του καί τόν πήρε στόν
ώμο του. Καθώς αποτραβιόταν, ο ήρωας ξεψύχησε. Καί οι σύντροφοί του γιά νά τόν εκδικηθούν, σφάζουν τόν Άγο Βασιάρη.
Ο Μάρκος Μπότσαρης χάθηκε, μά τόν θάνατό του τόν πλέρωσαν πανάκριβα οι εχθροί.
"Χίλιους διακόσιους έκοψαν χωρίς τούς λαβωμένους." (δημοτικό τραγούδι)
Από τούς Έλληνες σκοτώθηκαν γύρω στούς σαράντα καί ίσαμε τριάντα λαβώθηκαν. Άπειρα στάθηκαν τά πολεμικά λάφυρα
πού πήραν οι δικοί μας. Άλλοι τ' ανεβάζουν σέ χίλια ντουφέκια κι άλλες τόσες μπιστόλες, κι άλλοι σέ 690 ντουφέκια,
1000 μπιστόλες, δύο μπαϊράκια (σημαίες) καί πολλά άλογα καί μουλάρια.»
Οι σύντροφοι τού αρχηγού τού πρότειναν νά αποχωρήσουν μετά από τήν μεγάλη ζημιά
πού είχαν κάνει στό ορδί τού εχθρού. Μά ο Μάρκος δέν άκουγε κανέναν αλλά αντιθέτως γύριζε από σκηνή σέ
σκηνή καί έψαχνε. Έψαχνε τόν ίδιο τόν Αλβανό πασά τόν οποίο ήθελε νά αιχμαλωτίσει. Καί τόν εντόπισε πίσω
από ένα μαντρότειχο. Αφού συγκέντρωσε τά παλληκάρια του, όρμησε μέ τόν αδελφό του Κώστα καί τόν ξάδελφό του
Τούσια κατά τών οχυρωμένων καί ήταν αυτός ο πρώτος πού ανέβηκε στόν μαντρότειχο.
Μά δέν πρόλαβε νά προχωρήσει περισσότερο. Ένας Αιθίοπας αράπης, σωματοφύλακας τού Μουσταή πασά,
πυροβόλησε μέ τήν πιστόλα του καί
βρήκε τόν Μπότσαρη κατακούτελα. Μόλις έπεσε, ο Σουλιώτης ήρωας φώναξε: "Αδέλφια, εβαρέθηκα...".
Αμέσως ο Τούσιας Μπότσαρης έτρεξε καί αφού κάλυψε τόν αρχηγό του μέ τήν χλαίνη του γιά νά μήν τόν
αναγνωρίσουν τά παλληκάρια του, τόν έβαλε στόν ώμο καί τόν μετέφερε έξω από τό στρατόπεδο,
ακολουθούμενος από τούς υπόλοιπους Σουλιώτες.
Καθ΄ οδόν ο Μάρκος Μπότσαρης ξεψύχησε, ενώ οι σύντροφοί του μάχονταν σώμα μέ σώμα μέ τούς Τουρκαλβανούς,
οι οποίοι είχαν ξυπνήσει από τόν λήθαργο καί είχαν περάσει στήν αντεπίθεση. Άν ο Ιωάννης Τσαούσης δέν προλάβαινε
νά πιάσει μία γέφυρα καί νά σκοτώσει τούς Τούρκους ιππείς πού επιχείρησαν νά τήν περάσουν, τότε οι απώλειες τών
Σουλιωτών θά ήταν πολύ μεγαλύτερες. Τόσος ήταν ο πόνος τών Σουλιωτών
γιά τόν λατρευτό τους αρχηγό, ώστε μόλις αντίκρυσαν τόν αιχμάλωτο Βασιάρη έπεσαν πάνω του καί τόν έσφαξαν.
Αμέσως ανεκήρυξαν ως αρχηγό τους, τόν αδελφό τού Μάρκου, τόν Κώστα Μπότσαρη. Τό σώμα τού νεκρού τό
τοποθέτησαν στηριγμένο μέ ξύλο ώστε νά μήν πέσει, όρθιο πάνω σέ ένα λευκό άλογο καί τό ακολούθησαν όλοι οι
Σουλιώτες μέ δάκρυα στά μάτια φέρνοντας μαζί τους τά άπειρα λάφυρα πού είχαν πάρει από τό εχθρικό στρατόπεδο
καί στά οποία περιλαμβάνονταν τέσσερεις πράσινες σημαίες μέ τήν ημισέληνο, χίλια εξακόσια τουφέκια,
χίλιες οκτακόσιες πιστόλες, τριακόσια γιαταγάνια καί εγχειρίδια, χίλια διακόσια άλογα καί εκατοντάδες αιγοπρόβατα.
«Ο Μάρκος Μπότσαρης λαμβάνων τό έγγραφον διά τού οποίου η ελληνική κυβέρνησις
διώριζεν αυτόν στρατάρχην τής Δυτικής Ελλάδος, ησπάσθη αυτό ευλαβώς καί είτα τό έσχισε ανακράζων:
"Σφραγίδας εκ τού αίματος ημών απαιτούσιν από τούδε οι διορισμοί! Φίλοι, η κοινή ημών πατρίς ευρίσκεται ή εν τή νίκη
ή εις τά ένδοξα τού Υψίστου σκηνώματα, ούτινος υπερασπίζομεν τόν αγώνα."
Είπομεν ότι ο
Μουσταή πασσάς απέσπασε μοίραν οκτώ χιλιάδων ανδρών, ήτις είχε καταλάβει
τό Καρπενήσιον, πόλιν κάτω τής οποίας εστρατοπέδευσε επί εδάφους επιπέδου διακοπτομένου υπό αμπελώνων
καί αγρών κυκλωμένων εκ τάφρων. Ο Μάρκος Μπότσαρης εβρίσκετο εις απόστασιν μιάς καί ημισείας λεύγας μακράν,
καί ευθύς ως ο ήλιος έδυσε, εξεκίνησε παραγγέλων τόν καπετάν Βεσλίν όστις εσχημάτιζε τό κέντρον του, νά απέλθη
πρός τά αριστερά, εκτελών μακράν περιστροφή όπως αποκόψη τήν αποχώρησιν τού εχθρού.
Τήν αυτήν διεύθυνσιν έδωκε καί εις 350 στρατιώτας τού
Καραΐσκου, ορίζων ως σύνθημα συνενώσεων τήν λέξιν στουρνάρι.
Διηύθυνε ακολούθως τόν οπλαρχηγόν Τζεγερή (Ζυγούρη)
Τζαβέλλα μετά μικρού αριθμού Σουλιωτών, καί τό τάγμα
τού αρχηγού Κίτσου όστις είχε 500 άνδρας πρός τήν Ανιάδα, όπου ο Ταξιάρχης Γιολδάσης ανεμένετο. Άφηκε τόν
αδελφόν αυτού Κωνσταντίνο μετά τής εφεδρείας, προειδοποιών καί αρχηγούς καί στρατιώτας όπως ουδόλως κινηθώσι
προτού ακούσωσι τάς σάλπιγγας άς έφερε μεθ' αυτού. Έκαστος ανεχώρησε, ο δέ Μάρκος Μπότσαρης, προσευχηθείς
περί τήν 10ην ώραν τής εσπέρας όπως καί οι στρατιώται αυτού, έδωκε τό σημείον τής αναχωρήσεως κραυγάζων:
"Ο Θεός μάς βλέπει καί μάς οδηγεί!" Τηρούντες τήν βαθυτέραν σιγήν εξεκίνησαν παραχρήμα κραυγάζοντες:
"Ο Θεός μάς βλέπει καί μάς οδηγεί! Ο 'Υψιστος ας μάς βοηθήση."
Ήτο μεσονύκτιον, ότε ο Μάρκος Μπότσαρης μετά τών διακοσίων τεσσαράκοντα παλληκαρίων καταλαμβάνουσι τήν εχθρικήν
προφυλακήν τής οποίας οι στρατιώται διεσκορπισμένοι ανά τόν λειμώνα εκοιμώντο ουδέν προφυλακτικόν λαβόντες.
Εις διάστημα μιάς ώρας άνω τών 500 βαρβάρων σφάζονται καί ο Μάρκος ικανοποιηθείς εκ τού φόβου τόν οποίον
διέσπειρε πρός τό μέρος τούτο ωπισθοχώρει πρός τήν εφεδρείαν, ήτις είχεν ακολουθήσει αυτόν εις απόστασιν ωρισμένην.
Έτεινε τό ούς εις τάς φωνάς αίτινες ήρχιζον ν' ακούονται, ότε συνηντήθη πρός δεκαπεντάδα τινά στρατιωτών του.
Ούτοι χάσαντες τά ίχνη αυτού καί μή δυνάμενοι νά τόν ακολουθήσωσιν εν τή ταχύτητει τής οπισθοχωρήσεως ενέπεσαν
εν τώ μέσω τήν Γκέκηδων Σκυπετάρων (Αλβανοί τής Σκόδρας), οίτινες έκραζον ότι τούς εδολοφόνουν καί ότι
οι Αλβανοί Ηπειρώται τούς επρόδιδον.
Ο Μάρκος εξακολούθει νά ερωτά: "Πού είναι οι πασσάδες; οι Έλληνες προσβάλουσι τάς προφυλακάς!
(Οι Σουλιώτες μιλούσαν αλβανικά, ώστε οι εχθροί νά νομίζουν ότι είναι δικοί τους καί ο Μάρκος έψαχνε τάχα τίς
σκηνές τών πασάδων γιά νά τούς σώσει από τούς Έλληνες πού έκαναν επίθεση.
Οι Τουρκαλβανοί βλέποντας νά τούς κτυπούν οι
Σουλιώτες θεώρησαν ότι έπεσαν θύματα προδοσίας καί άρχισαν νά κτυπιούνται μεταξύ τους).
Ο Μάρκος φθάνει πρό τής σκηνής τού Χάδο Βάσιαρη, αντιστρατήγου τού σερασκέρη, τόν οποίον συνέλαβε εκ τής
γενειάδας: "Δήμιε τών Σουλιωτών, δέν θά μού γλυτώσεις!". Καί μέ τάς λέξεις ταύτας εμπηγνύει τό εγχειρίδιον αυτού.
Αρπάζων τόν Σεφέρ πασσά ημιυπνώττοντα έτι, παραδίδει αυτόν εις τάς χείρας τών παλληκαρίων του, διατάσσων
νά τόν φονεύσωσιν εάν ωμίλει τι.
Πλήττων πανταχόθεν, ο Μάρκος Μπότσαρης καί μέρος εκ τών ιδικών του εισδύουσιν εις τό στρατηγείον. Τό πάν κύπτει
υπό τά κτυπήματά των καί ο Μάρκος μάτην καλών τόν Μουσταή πασσάν κατέσφαξε διαδοχικώς τόν σιλιχτάρ αυτού
καί επτά τών κυριωτέρων μπέηδων, ότε προσεβλήθη υπό σφαίρας κατά τήν οσφύν. Αιθίωψ τις τόν οποίον απηξίωσε
νά φονεύση επιστόλισεν αυτόν καθ' ήν στιγμήν εξήρχετο τής σκηνής τού σερασκέρη.»
Η είδηση τού χαμού τού Μάρκου Μπότσαρη έσκισε σάν αστραπή τά αγραφιώτικα βουνά. Οι ταλαίπωροι Χριστιανοί
χωριάτες έχασαν τόν φύλακα άγγελό τους καί οι αρματωμένοι έχασαν τόν ήρωά τους. Μόλις η πένθιμη πομπή
πέρασε από τό μοναστήρι τού Προυσού,
ξεπρόβαλε
ο άρρωστος Καραϊσκάκης καί αφού είδε τόν Μάρκο Μπότσαρη, συγκινημένος ψέλισσε:
"Άμποτε ήρωα Μάρκο καί γώ νά πάω από τέτοιο βόλι!" Η ευχή του θά έβγαινε αληθινή λίγα χρόνια
αργότερα, στό Φάληρο.
Εκεί στό Κεφαλόβρυσο ο Μάρκος Μπότσαρης διάβηκε τήν πύλη γιά τόν Άδη μαζί μέ εξήντα συντρόφους.
Τά αετόπουλα τού Σουλίου είχαν πάρει όμως μαζί τους στόν Κάτω Κόσμο καί δύο χιλάδες Τουρκαλβανούς,
καταφέροντας μεγάλο πλήγμα στόν εχθρικό στρατό καί στό γόητρο τού Μουσταή πασά τής Σκόδρας.
Ας μήν λησμονήσουμε καί τούς δύο ομήρους πού πήγαν εθελοντικά στόν πασά καί οι οποίοι είχαν διαφορετική τύχη.
Ο ένας απαγχονίστηκε, αλλά ο δεύτερος όμηρος, ο παπά Γιώργης κατάφερε τή νύκτα τού χαλασμού,
νά δραπετεύσει.
«Ο Μπότσαρης ως λαίλαψ ώρμησε κατά τών εχθρών μέ τό ξίφος εις τάς χείρας καί
οι Σουλιώται ήρχισαν ως
επιτηδειότατοι δρεπανοφόροι νά θερίζουν τούς απαντεμένους εχθρούς. Δεκαεπτά σκηναί ήσαν εις τήν σειράν μέχρι τής
σκηνής τού πασσά καί όλους τους εν αυταίς απνευστί διά τών ξίφων εθέρισαν, η σάλπιγξ τών Ελλήνων καί η πρώτη
αυτών πυρσοκρότησις τών όπλων εγένετο απέναντι τής τού πασσά σκηνής. Ο Βεζύρης ούτος, εις τόν οποίον είχον
τυφλήν αφοσίωσιν οι Σκοδριανοί εις τήν στιγμήν περιεκαλύφθει υπό φρουράς τριών χιλιάδων, οίτινες τόν έβαλαν εν τώ
μέσω καί τόν απεμάκρυναν εις τά όπισθεν καθώς καί άπας ο στρατός εσείσθη τής θέσεώς του καί έκλεινεν εις βραδείαν
υποχώρησιν, ο τρόμος τής αιφνιδίου προσβολής καί τό σκότος τής νυκτός έφερε τούς Οθωμανούς εις τήν
μεγαλειτέραν αταξίαν, ώστε καί μεταξύ των εφονεύοντο, οι Έλληνες όμως έχοντες τό υπό τού αρχηγού διδόμενον σημείον
εγνωρίζοντο εις τό σκότος.
Αφού ο εχθρός εγύρισε τά νώτα, όλοι οι οπλαρχηγοί επαρκεσθέντες εις τήν νίκην ήθελον πλέον νά σταματήσωσιν, αλλ' ο
αρχηγός αυτών Μπότσαρης θέλων νά φέρη εντελεστάτην τήν νίκην ώρμησεν επί μιάς τών θέσεων, ήτις ήτο διά τοίχους
περιφραγμένη καί εις ήν εγίνετο έτι αντίστασις. Ενταύθα θελήσας νά εισπειδήση εντός τούς τείχους εκτυπήθη εις τήν
κεφαλήν καί αμέσως έγυρε κάτω. Οι σύντροφοί του εν τώ άμα τόν άδραξαν καί επέμενον πολεμούντες καί αποκρύψαντες
τόν θάνατόν του, καί επειδή επλησίαζεν νά εξημερώση, απεφάσισαν νά υποχωρήσουν τακτικώς ειδοποιήσαντες όλον τόν
στρατόν μετά πολλής επιτηδειότητος.
Ο εξάδελφος τού Μάρκου Αθανάσιος Τούσιας, άρας τό σώμα τού Μάρκου επί τών ώμων του καί άλλοι ομοίως τούς
βαρέως πληγωμένους, απεσύρθησαν τού πεδίου τής μάχης καί έφθασαν εις τό Μικρόν Χωρίον φέροντες λάφυρα περί
τά χίλια τουφέκια καί άλλας τόσας πιστόλας, δύω σημαίας καί πολλούς ίππους καί ημιόνους. Η φθορά τών εχθρών
ήτο μεγίστη, από δέ τούς Έλληνας εφονεύθησαν περί τούς σαράντα καί έως τριάντα επληγώθησαν.
Μέγα πένθος διήγειρε καθ' όλην τήν Ελλάδα ο θάνατος τού Μάρκου, καί άπαν τό έθνος εθεώρησε δικαίως τόν θάνατον
αυτού ως εθνικόν δυστύχημα, η δέ κυβέρνησις τού σουλτάνου πληροφορηθείσα περί τού θανάτου τού Μάρκου
Μπότσαρη διέταξε νά γίνωσι κανονιοβολισμοί χαράς εις όλα τά φρούρια τής ευρωπαϊκής Τουρκίας, ειδοποιών
ότι εφονεύθη ο χαρούν (αχαλίνωτος) Μάρκος.
Αποθανόντος τού Μάρκου, οι υπ' αυτόν Σουλιώται ετέθησαν υπό τόν αδελφόν του Κώστα Μπότσαρη
καί κατέβησαν καί εσκήνωσαν
εις τά Γεφύρια τού Αλαΐμπεη, διότι είχαν υποφέρει πολύ είς τήν μάχην ταύτην, τό δέ νεκρόν τού Μάρκου εφέρθη τήν
10ην Αυγούστου 1823 εις τό Μεσολόγγιον, τό οποίον οι κάτοικοι άνδρες καί γυναίκες εξήλθαν πρός προϋπάντησιν
πενθηφορούντες μετά δακρύων λυπούμενοι πικρώς ως υστερηθέντες τού προστάτου τής ιδιαιτέρας αυτών πατρίδος,
εκηδεύθη δέ λαμπρώς εντός τής πόλεως, συνοδευόμενος μετά ποταμών δακρύων όλων τών πολιτών.
Ο πασσάς τής Σκόδρας παρατηρήσας τήν επιούσαν τόν αφανισμόν τού στρατού του, όστις υπερέβαινε τάς δύω χιλιάδας
έμεινεν απόπληκτος καί εάν δέν εντρέπετο ήθελεν επιστρέψη εις τήν πατρίδα του. Ο Ζυγούρης Τζαβέλας καί οι
λοιποί κατέλαβαν τήν θέσιν Καλιακούδα, εκεί έφθασαν τριακόσιοι Πελοποννήσιοι απεσταλμένοι υπό
τού Ανδρέου Λόντου, υπό τόν Ροντόπουλον, προσέτι καί ο Νίκος Κοντογιάννης μετά χιλιών
Στερεοελλαδιτών, γενόμενοι περί τάς δύω χιλιάδας,
οίτινες οχυρωθέντες εις τήν βραχώδη καί απρόσιτον ταύτην θέσιν επερίμεναν τόν εχθρόν, όστις τήν
28ην Αυγούστου 1823 έφθασε καί επετέθη κατ' αυτών τετράκις καί απεκρούσθη μετά μεγίστης αυτού
ζημίας, χωρίς νά δυνηθή νά διώξη εκείθεν
τούς Έλληνας, αλλ' οι εχθροί εξ άλλου μέρους κρημνώδους ανέβησαν περί τούς τετρακόσιους καί κατέλαβαν τά νώτα
τών Ελλήνων καί τούς έτρεψαν εις φυγήν γενόμενοι κύριοι τής θέσεώς των, οι δέ Έλληνες ιδόντες ότι όπισθεν
κατελήφθησαν τά νώτα των, ώρμησαν κατ' αυτών, τούς διέσχισαν καί απέρασαν, αλλ' εφονεύθησαν εξ αυτών περί τούς
εκατόν πενήντα, εν οίς καί ο Ζυγούρης Τζαβέλας καί Κοντογιάννης, οι δέ λοιποί διεσκορπίσθησαν.»
Ο γραμματικός τού Μπότσαρη Βασίλειος Γούδας ανήγγειλε τό θλιβερό γεγονός τού θανάτου τού Μάρκου,
στόν έπαρχο Κωνσταντινό Μεταξά, ο οποίος βρισκόταν στό Μεσολόγγι.
Αμέσως άρχισαν νά κτυπούν πένθιμα οι καμπάνες
τής πόλης καί οι κάτοικοι βγήκαν όλοι στούς δρόμους γιά νά συναντήσουν τόν ήρωα. Όταν η πένθιμη
πομπή μπήκε στήν πόλη τό σώμα τού νεκρού μεταφέρθηκε στό σπίτι τής αδελφής του
Μάρως Μπότσαρη, όπου περίμεναν
οι Σουλιώτισσες γιά νά τό κλάψουν καί νά τό στολίσουν μέ λουλούδια. Η γυναίκα του Χρυσούλα δέν θά έβλεπε
τόν αγαπημένο της άντρα νεκρό, καθώς ο Μάρκος, τόν προηγούμενο χρόνο, τήν είχε στείλει μαζί μέ τά παιδιά του
στήν Αγκώνα.
Κάθε τέταρτο τής ώρας γινόταν καί ένας
κανονιοβολισμός στά τείχη τού Μεσολογγίου. Ερίφθησαν 33 κανονιοβολισμοί, όσα ήταν καί τά χρόνια τόυ αετού
τού Σουλίου.
Στή συνέχεια ξεκίνησε η νεκρική πομπή γιά τήν εκκλησία. Προπορεύονταν οι αιχμάλωτοι Τούρκοι μέ τά χέρια δεμένα,
ακολουθούσαν οι τουρκικές σημαίες καί τά άλογα τών πασάδων, στή συνέχεια όλοι οι ιερείς τής πόλης μέ τόν
μητροπολίτη, οι Σουλιώτες πού μετέφεραν στούς ώμους τόν αρχηγό τους καί τέλος όλοι οι κάτοικοι τού
Μεσολογγίου, καθώς καί οι γυναίκες μέ λυμένα τά μαλλιά τους.
Καλά ήσουν Μάρκο στό γιαλό, καλά στό Μεσολόγγι,
καλά 'τρωγες, καλά 'πινες, καλά 'χτενες τό κάστρο,
στό Καρπενήσι τ' ήθελες νά πάς νά πολεμήσης;
Μαύρα χαμπέρια σούφεραν από τό Καρπενήσι,
νά βγής Μάρκο μου γλήγορα μ' όσους κι άν ημπορέσης
νά πιάσης τήν Τατάραινα, νά πιάσης τά γεφύρια.
Κι ο Μάρκος εξεκίνησε μέ χίλιους πεντακόσιους
κι εβγήκε στήν Τατάραινα κι έπιασε τά γεφύρια.
Πιάνει κι αλλάζει γράμματα μέ τούς καπεταναίους.
Οι Τούρκοι πούθε κάμανε κι αυτοίνοι Σκοντραλήδες;
Καραϊσκάκης τούγραψε καί τόνε χαιρετάει:
σέ χαιρετάω Μάρκο μου καί σού φιλώ τά μάτια,
άν ερωτάς γιά τήν Τουρκιά, 'γω νά σού φανερώσω.
Στό Μαραθιά 'χουνε τ' ορντί κι εκεί έχουν τά τσαντήρια
καί τού τζαούση τ' έκραξε καί τούς μπουλουκμπασήδες:
Τζαούση μοίρασ' τό ψωμί καί μοίρασ' τά φυσέκια.
Παιδιά θά κάμω πόλεμο, τ' αντέτι τών Σουλιώτων.
Στίς πέντε ώρες τής νυκτός θ' ανοίξω τό τουφέκι,
θέλω πασσάδες ζωντανούς καί μπέικα κεφάλια
κι αυτόν τόν Σκόντρα τόν πασσά ατός μου θά τόν πάρω.
Πρωί γιουρούσι έκαμε κι εμπήκε στά τσαντήρια
καί τούρκικα (αλβανικά) τούς φώναξε καί λέγει τών συντρόφων:
τουφέκι νά μή ρίξετε, τουφέκι νά μήν πέση
τ' ακονισμένα σας σπαθιά, νά κόψωμε τούς Τούρκους.
Κι οι Τούρκοι τότ' εσκούζανε, κι ένας τόν άλλο λένε:
τ' είν' τό κακό πού γίνεται, απόψ' αυτή τήν νύκτα.
Κι ο Μάρκος τούς εφώναξε καί τούρκικα τούς λέγει:
γιαγκίνι γίνεται παιδιά, απόψ' αυτή τή νύκτα.
Δέκα τσαντήρια έκαψε, πασσά μέσα δέν ηύρε
χίλιους ο Μάρκος έκοψε κι οχτώ μπουλουκμπασήδες,
κόβει τού Σκόντρα τόν υγιό κι άλλον υγιό δέν έχει.
Κι ένας Λατίνος (καθολικός Αλβανός), τό σκυλί, τό 'χερι νά τού πέση,
δίπλό ντουφέκι τού 'ριξε τόν πήρε στό κεφάλι.
Κι ο Μάρκος εβαρέθηκε κι ο Μάρκος ελαβώθη,
σάν δέντρος εραγίσθηκεν, σάν κυπαρίσσι πέφτει,
ο ήλιος εβασίλεψεν καί τό φεγγάρι εχάθη.
Ψιλή φωνή ανέδωκεν, όσον κι άν εδυνήθη:
Πού 'σαι βρέ Κώστα μ' αδελφέ, τόν πόλεμο μήν πάψης,
Σουλιώτες νά μήν κλάψετε, μήν μαυροφορεθείτε.
Κι η συντροφιά τόν πήρανε, τόν έβγαλαν στή ράχη.
«Είναι στιγμαί, πράγματι, κατά τάς οποίας ο ιστορικός εις τό βαρύ καί ξηρό έργον του θά ήθελε
νά γίνη διά μίαν σελίδαν ποιητής. Νά δώση μέ τήν συγκίνησίν του ζωήν εις τήν εικόνα ενός υπερόχου ανδρός, πού συναντά
μεταξύ τού δρώντος πλήθους, τού κινουμένου εις τόν δρόμον τών ιστορουμένων ανθρωπίνων πράξεων, τών γεμάτων
από αντιθέσεις, από λαμπράς ενεργείας, αλλά καί από τήν αντίδρασιν καί τάς θλιβεράς κινήσεις τών ενστίκτων, τών
πιεζομένων ή παρωθουμένων εκ τού ζωϊκού ανταγωνισμού. Αυτόν τόν υψηλόν πόθον καί τήν ψυχικήν ανάτασιν προκαλεί
η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη. Λάμπει από αρετήν καί από ηρωϊσμόν.
Εγεννήθη καί εξετράφη εις τήν φωλέαν τών αετών τής Ηπείρου, τέκνον τής ενδόξου ήδη φάρας τών Μποτσαραίων, αναγόντων
τήν καταγωγήν των εις υπερήφανους πολεμιστάς τής στρατιάς τού Σκεντέρμπεη (Γεωργίου Καστριώτου),
οι οποίοι διά νά διατηρήσουν τήν
ανεξαρτησίαν των κατέφυγαν εις τούς εντεύθεν τών Ιωαννίνων απροσπέλαστους βράχους καί έκτισαν τό Σούλι.
Υιός τού Κίτσου Μπότσαρη, έζησεν έφηβος εις τήν Κέρκυραν τήν δραματικήν προσφυγικήν ζωήν καί πολύ νέος
υπηρέτησεν ως υπαξιωματικός εις τό συσταθέν υπό τών Γάλλων αλβανικόν τάγμα τής Επτανήσου, όπου ο πατέρας του είχε
τόν βαθμόν τού ταγματάρχου.
Εκεί έλαβεν τήν στρατιωτικήν εκπαίδευσιν, επεκοινώνησε μέ σημαντικούς Έλληνας, ανέπτυξεν ομιλών τά ολίγα γράμματα
πού τού είχε διδάξει ο περίφημος Σαμουήλ, έμαθε νά συνεννοήται ιταλιστί καί εγνώρισε τήν νοσταλγίαν
τής πατρίδος, η οποία διά τούς Σουλιώτας ήτο ταυτόσημος μέ τόν πόθον τής ελευθερίας, αφού τό Σούλι κατεπατείτο από τόν
κατακτητήν. Ο φόνος τού πατέρα του κατ' εντολήν τού σατράπου τών Ιωαννίνων επρόσθεσεν
εις τόν πόθον αυτόν καί τόν βαθύν πόνον.
Μοναδικόν φαινόμενον αγνού καί αδιαφθόρου χαρακτήρος, παρά τό καταθλιπτικόν εκείνο περιβάλλον τής αυλής τού πασά,
από όπου επέρασεν, όταν όλοι όσοι τό υφίσταντο είχαν τήν μοίραν σιδήρου βυθιζομένου εις διαβρωτικά οξέα, ανιδιοτελής,
πιστός εις τούς φίλους, αξιοπρεπής πρό τών εχθρών, γενναίος καί μετριόφρων ηνδρώθη σιωπών καί αναμένων.
Δέν εδολιεύθη ούτε αυτόν τόν Αλήν. Δέν τόν ήκουσαν ποτέ νά ομιλή διά τάς πράξεις του. Όταν κάποτε πρό τού πασσά
καί παρουσία πολλών άλλων εξεθειάζετο ο Κώστας Μπότσαρης ως ο ανδρειότερος τών Σουλιωτών, ο Αλής έδειξε τόν
παράμερα καθήμενον Μάρκον Μπότσαρην καί είπε:
- "Όχι, αυτός εκεί πού δέ βγάζει μιλιά θά φάη πολλή τουρκιά."
Όταν κατά τό τέλος τού 1821, συμμαχών ακόμη, όπως καί οι άλλοι Σουλιώται, μέ τόν Αλή εναντίον τών σουλτανικών
στρατευμάτων καί χάριν τού Σουλίου πάντοτε, κατώρθωσε νά έλθη εις επαφήν μέ τούς Αιτωλοακαρνάνας οπλαρχηγούς,
εθεώρησε τόν τοπικόν αγώνα του μέρος μόνον τού γενικού τής ελληνικής πατρίδος καί ετάχθη υπέρ τούτου οριστικώς.
Αρχίζει έκτοτε η γεμάτη πάθος δράσις του ως Έλληνος αρχηγού.
Καταπνίγων τά προσωπικά του αισθήματα εσυγχώρησε τόν φονέα τού πατρός του Μπακόλαν χάριν τού γενικού
συμφέροντος. Αυτός ευρήκε τόν τρόπον νά επιχειρήση τήν πραγματοποίησιν τής ελληνοαλβανικής συμπράξεως.
Τό σχέδιον τής εκστρατείας πρός τήν Ήπειρον (Νοέμβριος 1821) καί τής προσβολής τού εχθρού εις τό κέντρον του
ήτο ιδικόν του.
Τάς πλαστάς διαπραγματεύσεις (καπάκια)
μέ τόν Ομέρ Βρυώνην, πού έσωσαν τό Μεσολόγγι κατά τήν πρώτην πολιορκίαν,
τάς επενόησε καί τάς διεξήγαγεν ο Μάρκος. Η κατά τού Μουσταή εκστρατεία ενηργήθη εγκαίρως χάρις εις τήν
ευψυχίαν καί τήν δραστηριότητά του. Τό καθήκον καί ο φλογερός πόθος διά τήν ελευθερίαν τόν ωδήγησε εις τήν
τελευταίαν του επιχείρησιν κατά τού εχθρού πρός τό Καρπενήσι, καί
ο θάνατός του λαμβάνει τόν χαρακτήρα τής
αυτοθυσίας, διότι εγνώριζε πρός ποίον πιθανώτατον κίνδυνον έτρεχε.
Η δόξα του επέρασε τά ελληνικά όρια. Η συγκινημένη πρό τού ελληνικού αγώνος Ευρώπη ύψωσε τήν μορφήν του
εις σύμβολον ηρωϊσμού. Είδε νά αναγεννώνται εις τόν Μπότσαρην οι ομηρικοί ήρωες, οι αγνότεροι τών σταυροφόρων
καί οι νιμπελούνγκεν (Γερμανοί ήρωες). Ο ζωηρός ρωμαντισμός τής εποχής ευρήκε νέον βωμόν διά τούς θαυμασμούς του.
Τά ευρωπαϊκά κέντρα εγέμισαν από εικόνας του. Ο
Λουδοβίκος τής Βαυαρίας ανέλαβε τήν εκπαίδευσιν τού υιού του.
Υπήρξεν ο ευτυχέστερος τών Ελλήνων αγωνιστών. Κανείς δέν εγνώρισε τήν δόξαν τού Μπότσαρη.»
Η μάχη τής Καλιακούδας (28 - 29 Αυγούστου 1823)
Μετά από τό "χαστούκι" πού έφαγε από τόν Μπότσαρη ο Μουσταή πασάς, αναγκάστηκε νά παραμείνει
στό Καρπενήσι καί νά περιμένει τήν κάθοδο τού Ομέρ Βρυώνη από τό Μακρυνόρος, ώστε νά ενώσουν τίς
δυνάμεις τους γιά μία κοινή πορεία πρός τό Μεσολόγγι. Η ανακήρυξη τού Κώστα Μπότσαρη ως
αρχηγού τών Σουλιωτών
ερέθισε τόν Ζυγούρη Τζαβέλα μέ αποτέλεσμα νά ξαναρχίσουν οι έριδες μεταξύ τών Σουλιωτών. Ο
έπαρχος Κωνσταντίνος Μεταξάς προσπάθησε νά κατευνάσει τά πνεύματα καί αφού έστειλε τόν Κώστα
Μπότσαρη στού Αλάμπεη τά Γεφύρια στό Βλοχό Αιτωλοακαρνανίας, ζήτησε από τόν Τζαβέλα
νά παραμείνει στή θέση του καί νά προσπαθήσει νά σταματήσει τόν Μουσταή πασά.
Κάλεσε δέ από τόν Ράγκο καί τόν Ίσκο νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους μέ τούς Σουλιώτες.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας οχύρωσε τή θέση Καλιακούδα, τοποθεσία ιδανική γιά θανατερό καρτέρι
καί εκεί περίμενε τίς ενισχύσεις πού τού είχε υποσχεθεί ο Κωνσταντίνος
Μεταξάς.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας ήταν τριτότοκος γιός τού Λάμπρου Τζαβέλα καί τής Μόσχως καί αδελφός
τού Φώτου. Μετά τήν πτώση τού Σουλίου είχε βρεθεί στήν Κέρκυρα, όπου υπηρέτησε στόν
ρωσικό στρατό καί αργότερα βρέθηκε νά πολεμάει στό πλευρό τού Αλή πασά καί εναντίον τών σουλτανικών στρατευμάτων.
Μετά τό θάνατο τού Αλή πήγε στό Μεσολόγγι όπου μετείχε ενεργά στήν ελληνική επανάσταση, αλλά τό άστρο του
επισκιάστηκε από αυτό τού Μάρκου Μπότσαρη. Εκεί στήν Καλιακούδα, ο Ζυγούρης Τζαβέλας
αποφάσισε νά πάει νά συναντήσει τόν συμπατριώτη του στόν άλλο κόσμο.
Οι ενισχύσεις πού περίμενε ο Ζυγούρης επιτέλους έφτασαν. Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί όπως ο ξακουστός
Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης από τό Πατρατζίκι (Υπάτη), ο Καστανιώτης, ο Γιολδάσης από τό
Σοβολάκο, ο Κώστας Σιαδήμας τού Αποκόρου, καθώς καί μερικοί μικροκαπεταναίοι
από τά Κράβαρα (ορεινά χωριά τής Ναυπακτίας) έφθασαν στήν Καλιακούδα.
Αλλά καί ο Μοριάς θά έδινε τό παρόν του. Ο Ανδρέας Ζαΐμης μαζί μέ τούς Ανδρέα καί Αναστάση Λόντο
οργάνωσαν στρατιωτικό απόσπασμα καί ανέθεσαν στό Γεώργιο Ροδόπουλο νά τό μεταφέρει στήν Ευρυτανία,
ενώ ταυτόχρονα καί οι Βασίλειος καί Νικόλαος Πετμεζάς περνούσαν μέ μικρά πλοιάρια απέναντι στή Ρούμελη.
Συνολικά 2500 άνδρες συγκεντρώθηκαν στήν Καλιακούδα καί οχυρώθηκαν
στά υψώματά της γιά νά ελέγχουν τίς διαβάσεις από τίς οποίες θά περνούσε ο εχθρικός στρατός, στήν πορεία του
γιά τό Μεσολόγγι.
Ο Ζυγούρης Τζαβέλας έπιασε τά ταμπούρια στό κέντρο τής άμυνας, ενώ έστειλε τόν
Γιαννάκη Γιολδάση μέ 200 άνδρες βορειότερα γιά νά φυλάει τά νώτα του.
Ο υπερήφανος Μουσταής πασάς δέν άκουσε τούς συμβούλους του, πού
τού υπέδειξαν νά αποφύγει τή μάχη καί νά ακολουθήσει άλλο ασφαλές δρομολόγιο γιά τό Μεσολόγγι μέσω Φραγκίστας.
Αποφάσισε νά περάσει από τήν Καλιακούδα. Τό πρωΐ τής 28ης Αυγούστου 1823,
οι Γκέκηδες καί οι Μιρδίτες
(καθολικοί Αλβανοί) τού Σκοδριανού πασά
επιχείρησαν επίθεση. Ο τόπος πήρε φωτιά από τίς μπαταριές καί οι λάμες τών σπαθιών άστραψαν στόν καυτό
ήλιο τού Αυγούστου. Τέσσερα γιουρούσια έκαναν οι εχθροί καί τέσσερεις φορές αναποδογύρισαν πίσω.
Ο ίδιος ο Μουσταής πασάς έφιππος καί μέ τό γιαταγάνι στό χέρι φώναζε στό όνομα τού Αλλάχ:
"θάνατος στούς άπιστους!"
Εκατοντάδες τουρκικά κουφάρια σκέπασαν τό χώμα, καθώς η μάχη συνεχιζόταν μέ αμείωτο ρυθμό μέχρι πού έπεσε ο ήλιος.
Οι απώλειες τών Χριστιανών ελάχιστες. Τήν επόμενη ημέρα, η επίθεση τών ανδρών τού βεζύρη τής Σκόδρας
επαναλήφθηκε αλλά αποκρούστηκε πάλι μέ επιτυχία.
Ώσπου, ξαφνικά οι Έλληνες άκουσαν από πίσω τους πυροβολισμούς. Οι εχθροί είχαν περάσει από τό πέρασμα πού
φύλαγαν οι Σιαδήμας καί Γιολδάσης καί βρέθηκαν ψηλότερα καί στά νώτα τών αγωνιστών.
Η κατάσταση άλλαξε άρδην. Τώρα οι αμυνόμενοι άρχισαν νά έχουν σημαντικές απώλειες καί μή έχοντας άλλη
επιλογή ξεγύμνωσαν τά σπαθιά τους καί έκαναν κατά μέτωπο επίθεση αυτοκτονίας. Μπροστά οι Σουλιώτες
καί πιό πίσω οι υπόλοιποι, εν μέσω καταιγιστικών πυρών, έκαναν γιουρούσι ξαφνιάζοντας τούς Αλβανούς
τού Μουσταή καί καταφέρνοντας νά ανοίξουν δίοδο πρός τή σωτηρία. Οι απώλειες όμως ήταν βαριές καί ανάμεσα
στούς νεκρούς πού έμειναν στίς πλαγιές τής Καλιακούδας ήταν
ο Ζυγούρης Τζαβέλλας, ο Νικολός Μήτσου Κοντογιάννης, ο Δήμος Κίτσος καί ο Καστανιώτης.
Η προδοσία εκ μέρους τών Σιαδήμα καί Γιολδάση, οι οποίοι άφησαν αφύλακτο τό μονοπάτι στά νώτα τών Ελλήνων,
έφερε τήν ήττα στήν Καλιακούδα καί διέλυσε παντελώς τήν άμυνα στά ορεινά μέρη τής Δυτικής Ελλάδος. Ο
Μουσταής μπορούσε ανενόχλητος πλέον νά προελάσει πρός τά πεδινά τής Αιτωλοακαρνανίας, σκορπώντας τόν τρόμο στούς
κατοίκους πού εγκατέλειπαν μέ κάθε τρόπο τά χωριά τους. Ο Κωνσταντίνος Μεταξάς όμως είχε προλάβει νά διώξει τά γυναικόπαιδα
από τό Μεσολόγγι καί νά τά στείλει στό νησάκι Κάλαμος γιά προστασία, είχε εφοδιάσει τίς αποθήκες μέ
καλαμπόκι πού τού είχε στείλει ο Σισίνης από τή Γαστούνη καί τέλος είχε οργανώσει άριστα τήν
άμυνα τής πόλεως όπου μαζί μέ τούς οπλαρχηγούς Τσόγκα,
Κώστα Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Δήμο Τσέλιο
καί Δημήτριο Μακρή περίμενε τήν έλευση τού εχθρού.
«Οι Έλληνες ωχυρώθησαν μετά ταύτα εις Καλιακούδαν, όπου καί προσεβλήθησαν τήν 27ην
Αυγούστου 1823 υπό τών Τούρκων καί τούς αντέκρουον. Αλλά κακή μοίρα ο Σαδήμας αφήνει αφύλακτον
θέσιν τινά, από τήν οποίαν εφαίνετο σχεδόν αδύνατον νά εισχωρήση ο εχθρός, καί αυτόθεν παρ' ελπίδα εισδύσαντες
Τούρκοι εξαίφνης, επήραν τά νώτα τών Ελλήνων καί τούς εβίασαν ν' αποχωρήσωσιν απομαχόμενοι. Τότε δέ
εφονεύθησαν ο Ζυγούρης Τζαβέλας, ο υιός τού Μήτσου Κοντογιάννη, ο αδελφός τού Γεωργίου Κίτσιου καί άλλοι,
ότε κατεδιώκοντο από τόν εχθρόν φεύγοντες.
Όθεν ο Σκόδρα πασιάς προυχώρησεν εις τό
Αιτωλικόν, καί συνέστησε τήν πολιορκίαν αυτού, ενώ πλοία τουρκικά
είχον αποκεκλεισμένον τό Μεσολόγγι.
Εν τούτοις είχε φθάσει ο λόρδος Νοέλ Μπάυρον εις Κεφαλληνίαν καί ο
Μαυροκορδάτος αποστέλλει τόν Γεώργιον Πραΐδην νά τόν προσκαλέση εις τήν Ελλάδα. Ο λόρδος ούτος θέλει νά υπάγη
εις Μεσολόγγι νά συναγωνισθή μέ τούς Έλληνας υπέρ τής ελευθερίας, καί γράφων αμέσως πρός τήν κυβέρνησιν, προτείνει
ότι ήθελε νά διατηρήση τό σώμα τών Σουλιωτών μέ ιδίαν δαπάνην, εάν διωρίζετο επί κεφαλής των.
Τό Νομοτελεστικόν (Εκτελεστικό) εδέχθη τήν πρότασίν του, νομίσας τήν έλευσιν ανδρός τοιούτου διά τήν
Ελλάδα σωτήριον, καί τόν έδειξεν εις τήν πρός αυτόν απάντησίν του φιλοφροσύνην καί εμπιστοσύνην.
Η κυβέρνησις εχρεώστει νά υποδέχεται φιλοφρόνως καί νά περιποιήται όλους τούς
Χριστιανούς οποιουδήποτε
έθνους, όσοι ήθελον προσέλθει νά βοηθήσωσι, καθ' ότι άν ηδύνατο έκαστος, τήν Ελλάδα. Είχε δέ μεταβή ήδη
εις τήν Σαλαμίνα καί τό Βουλευτικό σώμα.»
Ο Μουσταή πασάς, αφού μέ τή φωτιά καί τό σίδερο ανάγκασε τά χωριά τού Καρπενησίου, τών Κραβάρων καί τού
Απόκουρου (χωριά τής λίμνης Τριχωνίδας) νά προσκυνήσουν, προχώρησε μέχρι τό Βραχώρι (Αγρίνιο), όπου
συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη.
Οι δύο πασάδες θεώρησαν αδύνατη τήν άλωση τού Μεσολογγίου καί κατευθύνθηκαν πρός τό Ανατολικό (Αιτωλικό), όπου
στρατοπέδευσαν στίς 20 Σεπτεμβρίου 1823 στή θέση Παλιοσάλτσενα. Γιά νά εξασφαλίσουν τόν ανεφοδιασμό τους από τόν
Γιουσούφ πασά τών Πατρών, κατέλαβαν τά παραθαλάσσια χωριά τού Γαλατά καί τού Μποχωρίου (Ευηνοχώρι).
Τό Αιτωλικό, κτισμένο πάνω σέ ένα νησάκι τής λιμνοθάλασσας τού Μεσολογγίου ήταν ατείχιστο,
είχε λίγους κατοίκους καί διέθετε 500 υπερασπιστές, οι οποίοι είχαν κτίσει τέσσερα κανονοστάσια.
Στίς 2 Οκτωβρίου 1823 ξεκίνησε ο
κανονιοβολισμός τής πόλης, ο οποίος θά κρατούσε περίπου δύο μήνες. Οι απώλειες τών αμάχων ήταν πάρα πολλές, αλλά
ο χειρότερος εχθρός ήταν η πείνα καί η δίψα, καθώς οι αμυνόμενοι δέν είχαν φροντίσει γιά προμήθειες.
Ενώ οι κάτοικοι σκέπτονταν ακόμα καί τήν συνθηκολόγηση, μία εχθρική βόμβα έπεσε στήν εκκλησία τών Ταξιαρχών καί
άνοιξε μία τρύπα από τήν οποία ανάβλυσε πόσιμο νερό ικανό νά καλύψει τίς ανάγκες όλης τής πόλης.
Οι Χριστιανοί πήραν κουράγιο
καί κράτησαν τήν άμυνα μέχρι τά μέσα Νοεμβρίου, οπότε ο χειμώνας πού πλησίαζε άρχισε νά δυσχεραίνει τίς προσπάθειες
τού εχθρού.
Ο Κίτσος Τζαβέλας σέ μία ενέδρα πού έστησε στή θέση Σκαλί επιτέθηκε αιφνιδιαστικά σέ
300 Τούρκους ιππείς πού μετέφεραν προμήθειες στό στρατόπεδο τού Μουσταή μέ αποτέλεσμα νά τούς
αποδεκατίσει καί νά τούς αρπάξει όλες τίς
προμήθειες. Ο πασάς βλέποντας τό αδιέξοδο στό οποίο είχε περιέλθει αφενός από τίς αρρώστειες πού θέριζαν τούς
στρατιώτες του καί αφετέρου από τήν έλευση τού χειμώνα, αποφάσισε νά λύσει τήν πολιορκία καί νά αποσυρθεί στήν
πατρίδα του, διαλύοντας τόν τεράστιο στρατό του. Έτσι καί η εκστρατεία τής Δυτικής Στερεάς απέτυχε, φέρνοντας
χαμόγελα καί στό πρόσωπο τού Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος φοβόταν μήπως θεωρηθεί ο μοναδικός υπεύθυνος από
τόν σουλτάνο γιά τήν μέχρι τότε αδυναμία του νά καταστείλει τήν εξέγερση τών άπιστων ραγιάδων τής Δυτικής
Ρούμελης.
Έμασε τά τζατίργια (μάζεψε τίς σκηνές) του, σήκωσε τά κανόνια,
τέτοια ντροπή δέν έπαθεν, εις όλα του τά χρόνια,
έκαψε τά λαντζόνια (λέμβους) του, χάλασε καί τ' αμπέλια,
έκοψε καί πολλές ελιές, σχεδόν καί περιβόλια.
«Μετά ταύτα οι Έλληνες ωχυρώθησαν εις Καλιακούδαν, όπου τήν 27ην Αυγούστου 1823
επιτεθέντες κατ' αυτών οι Τούρκοι αντεκρούοντο μέν, αλλ' αίφνης καταλαβόντες καί τά νώτα τών Ελλήνων διά
τινος κρημνώδους πρός τό νότιον ανηφόρου αφυλάκτου εξ αμελείας τού Σαδήμα, καί τρέψαντες εις φυγήν κατεδίωξαν
αυτούς, εν δέ τώ φεύγειν εφονεύθησαν ό,τε Ζυγούρης Ντσαβέλας, ο Γιώργης Κοντογιάννης καί άλλοι, μεθ' ό οι Τούρκοι
προχωρήσαντες εις τό Αιτωλικόν επολιόρκησαν αυτό, πολιορκημένου όντος καί τού Μεσολογγίου διά θαλάσσης, τών
αναγκαίων στερουμένου καί βοηθείας ζητούντος.
Εζήτει δέ η κυβέρνησις από τούς εν Ύδρα προκρίτους τών νήσων νά σταλή μοίρα τις τού στόλου νά διαλύση τήν διά
θαλάσσης πολιορκίαν του καί εφοδιάσει αυτό, αλλ' άνευ μηνιαίων πλοία τότε δέν εξέπλεον, η δέ κυβέρνησις δέν είχε
νά προκαταβάλη τά αιτούμενα. Όθεν οι Τούρκοι έμενον κύριοι τών θαλασσών εκείνων. Τών δέ περί τό Αιτωλικόν εις
Παληοσάλτσεναν πρός πολιορκίαν στρατοπεδευσάντων Τούρκων, καταλαβόντων νυκτός τά χωρία Μποχώρι (Ευηνοχώρι)
Γαλατά, οι εντός αυτού Έλληνες παρατηρούντες τάς τών Τούρκων κινήσεις, αποβάντες τήν νύκτα τής 4ης πρός 5ην
Οκτωβρίου 1823 εις τήν αντίκρυ παραλίαν, καί ενεδρεύσαντες, εκ διακοσίων ιππέων Τούρκων εμπεσόντων εις τήν
ενέδραν των, εφόνευσαν τινάς καί πολλούς επλήγωσαν. Ηχμαλώτισαν δέ καί επτά, παρά τών οποίων βεβαιωθέντες, ότι οι
Τούρκοι προυτίθεντο νά πολιορκήσουν στενώς τό Αιτωλικόν, προλαβόντες ωχύρωσαν αυτό κατά ενόντα.
Αναγείραντες δέ οι Τούρκοι κανονοστάσια, καί κανονοβολούντες καί βομβοβολούντες τήν πόλιν, ουδέν κατώρθουν
προτείναντες δέ καί συμβιβασμόν απορριφθέντα, προσεκάλεσαν καί τήν συνδρομήν τού εν Πάτραις οθωμανικού στόλου.
Μή προσεγγιζόντων δέ μεγάλων πλοίων διά τό αβαθές τών υδάτων, κατεσκεύσαν δύω πλοιάρια, αλλ' εις ταύτα απήντησαν
δέκα όμοια ελληνικά ένοπλα. Όθεν καύσαντες τά ιδικά των οι Τούρκοι απεμακρύνθησαν άπρακτοι. Αλλ' έπασχον οι εντός
έλλειψιν μεγάλην ποσίμου ύδατος. Βόμβα δέ τις έξωθεν πεσούσα εντός τού εκεί ιερού ναού τού Ταξιάρχου Μιχαήλ,
ανέσκαψε λάκκον εις τό λιθόστρωτον έδαφός του, καί εξ αυτού ανέβρυσεν ύδωρ πόσιμον, εις χαράν καί θαυμασμόν πάντων,
δοξολογούντων τόν Θεόν καί πιστευόντων ότι τούτο δέν ήτο συμβάν τι τυχαίον, αλλ' ένδειξις ότι ευδοκεί εις τόν
αγώναν των.
Εκ Πατρών δέ διά Μποχωρίου λαμβανόντων τών Τούρκων τάς τροφάς των, ο Κίτσος Ντσαβέλας μετά 350 παραφυλάξας
κατά τά μέσα Νοεμβρίου 1823 τήν πορείαν, ενεδρεύσας καί επιτεθείς εφόνευσε πολλούς, διεσκόρπισε τούς λοιπούς
καί ελαφυραγώγησε τά κομιζόμενα. Έκτοτε ο Μουσταή πασάς αμηχανών καί τάς σκηνάς του καύσας, διέλυσε τήν
πολιορκίαν κατά τά τέλη Νοεμβρίου.
Εν τούτοις, ο λόρδος Μπάϋρον, αφού συνέπραξε τό καθ' εαυτόν εν Αγγλία, όπου λήγοντος Μαρτίου εσυστήθη
φιλελληνική εταιρία εις επιτυχίαν δανείου, ελθών κατ' αρχάς Νοεμβρίου 1823 εις Κεφαληνίαν διωρισμένος καί επίτροπος
τής ρηθείσης εταιρίας, έμεινεν εκεί εβδομάδας τινάς. Προτιθέμενος δέ νά υπάγη εις Μεσολόγγι νά συναγωνισθή μέ τούς
εκεί υπέρ τής ελευθερίας αγωνιζομένους, επρότεινεν εις τήν κυβέρνησιν ότι επεθύμει νά διατηρήση τό σώμα τών
Σουλιωτών ιδίαις δαπάναις, έαν διωρίζετο επ' αυτών. Η δέ κυβέρνησιν δεχθείσαν τήν πρότασίν του μετ' εγκωμίων,
παρεκάλει αυτόν νά έλθη παρ' αυτή. Ήλθε δέ εις Μεσολόγγι τήν 24ην Δεκεμβρίου 1823, έχων καί ειδήσεις περί τής
εκβάσεως τού δανείου ότι πραγματοποιείται καί ότι μετ' ου πολύ καταβληθήσεται καί δόσις τις.
Η δέ μετά τού έν Ύδρα Μαυροκορδάτου αγγλίζουσα φατρία τών βουλευτών, συνταραχθείσα, μήτοι η κυβέρνησις
(τό Εκτελεστικό τό οποίο μέχρι τότε ήταν ελεγχόμενο από τόν Κολοκοτρώνη) λάβη σχέσεις
μετά τού λόρδου, καί μεταδούσα αυτώ πληροφορίας περί τής τών πραγμάτων αληθούς καταστάσεως, θέση αυτόν εις
αμφιβολίας καί δισταγμούς, εξ ών εδύναντο νά γεννηθώσι προσκόμματα εις τάς ιδικάς των ενεργείας καί τά σχέδια.
Ούτω δέ κατορθωθέντος νά εκπλεύση ελληνικός στόλος υπό τόν Παναγιώτην Μποτάσην κατά τήν 20ην
Νοεμβρίου 1823 πρός
τό Μεσολόγγι, ότε καί ανάγκη αυτού πλέον εκεί δέν υπήρχε,
(οι Υδραίοι, οι οποίοι μέχρι τότε δέν είχαν οργανώσει στόλο γιά νά βοηθήσουν τό Μεσολόγγι στό οποίο ο έπαρχος
ήταν συνεργάτης τού Κολοκοτρώνη, μόλις έμαθαν τήν άφιξη τού Βύρωνα αμέσως έστειλαν τά πλοία τους μαζί μέ τόν
Μαυροκορδάτο γιά νά καλοπιάσουν τόν Άγγλο ευγενή καί τά λεφτά τά οποία τόν συνόδευαν)
δι' αυτού μετέβησαν εις Μεσολόγγι αυτός τε ο
Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος καί ο Άρτης Πορφύριος, διατεθειμένοι πάντες αυτοί τε καί ο Μπότασης καί παρηγγελμένοι
νά προκαταλάβωσι τόν ρηθέντα λόρδον άμα έλθει εις Μεσολόγγι, καί καταμεμφόμενοι καί κακοσυσταίνοντες τούς
αντιπάλους των ν' αποτρέψωσι τήν μετ' αυτών αντάμωσίν του, προσελκύσωσιν εις τό μέρος των καί προδιαθέσωσιν
αυτόν νά συμπράξη εις τό νά περιέλθη εις τήν διαχείρισιν αυτών τό δάνειον, καί εις τήν μελετωμένην καί ενεργουμένην
ήδη υπό τής Βουλής (Βουλευτικό) αναγκαίαν αντικατάστασιν τινών εκ τού υπάρχοντος προσωπικού τού Εκτελεστικού,
ως αντενεργούντων δήθεν εις τά τού δανείου, καθ' ό μή αγγλιζόντων, έπεισαν δέ αυτόν διά τών τοιούτων μέσων
νά εξέλθη καί μείνη εις Μεσολόγγι, όπου καί ο Μαυροκορδάτος προαπήλθε διά νά τόν υποδεχθή εκεί.»
Πολιτικές αντιθέσεις στήν Πελοπόννησο (1823)
Στήν Πελοπόννησο, τό φρούριο τής Ακροκορίνθου πού είχαν καταλάβει τό προηγούμενο έτος οι Τούρκοι τού Δράμαλη,
βρισκόταν σέ στενή πολιορκία από τόν Στάικο Σταϊκόπουλο. 'Οταν, τόν Ιούλιο τού 1823, επιχείρησε ο τουρκικός στόλος νά
ενισχύσει τούς υπερασπιστές τού κάστρου μέ επιπλέον φρουρά καί τρόφιμα, ο Γενναίος Κολοκοτρώνης
ματαίωσε τό τουρκικό σχέδιο μέ αποτέλεσμα οι αμυνόμενοι νά βρεθούν σέ απόγνωση. Στίς 26 Οκτωβρίου 1823, οι Τούρκοι
τής Ακροκορίνθου κάλεσαν τόν Κολοκοτρώνη νά έρθει γιά νά διαπραγματευθούν καί νά τού παραδώσουν
τό φρούριο.
Πράγματι ο Γέρος τού Μωριά παρέλαβε τό κάστρο καί ανέθεσε στόν ανηψιό του Νικηταρά νά συνοδεύσει
τούς αιχμαλώτους μέχρι τά πλοία πού θά τούς μετέφεραν μέ τόν οπλισμό τους στήν Θεσσαλονίκη.
Φρούραρχος τής Ακροκορίνθου διορίστηκε ο Ιωάννης Νοταράς μέ τόν Χελιώτη.
Η Ακροκόρινθος γιά δεύτερη φορά περνούσε σέ χέρια ελληνικά.
Ο Μαυροκορδάτος, πού χαρακτηριζόταν γιά τίς ραδιουργίες του καί τόν δόλιο τρόπο
συμπεριφοράς του, γνώστης ών ξένων γλωσσών, συκοφαντούσε στούς ξένους, τούς κομματικούς του αντιπάλους. Έτσι
ο Αμερικάνος φιλέλλην Χάου, στό βιβλίο του γιά τήν Ελληνική Επανάσταση,
μόνο χολή ρίχνει εναντίον τού Κολοκοτρώνη
αλλά καί τού Ανδρούτσου, μή γνωρίζοντας σέ βάθος τό παρασκήνιο τών πολεμικών γεγονότων.
Στό απόσπασμα πού ακολουθεί, αναφέρει ότι οι Τούρκοι δέν ήθελαν νά παραδοθούν στόν Κολοκοτρώνη,
κάτι πού δέν επιβεβαιώνεται από άλλους συγγραφείς τής εποχής.
«Ο Ανδρούτσος μπορούσε νά παραβλέψει, άν όχι καί νά θυσιάσει συχνά, τό καλό τής πατρίδος
του, γιά νά εξασφαλίσει τό στενό ατομικό του συμφέρον, πού πίστευε ότι ήταν χωριστό από τό συμφέρον τής χώρας του.
Αδίκως προσπαθούσαν νά τόν δικαιολογήσουν οι φίλοι του ότι δέν μπόρεσε νά αντισταθεί στήν εισβολή τού Δράμαλη.
Δέν δοκίμασε καθόλου νά τόν αντιμετωπίσει. Ματαίως επίσης, προσπαθούσαν νά τόν καλύψουν γιά τήν εχθρότητά του
πρός τόν Μαυροκορδάτο. Ήταν καθήκον του νά εφορμήσει καί νά επισπεύσει τά σχέδια τού προέδρου, χωρίς αντιρρήσεις.
Καί δέν έπρεπε νά αφήσει τά προσωπικά του αισθήματα νά τόν παρασύρουν καί νά τόν οδηγήσουν σέ ανταρσία
πρός όφελος τού εχθρού.
Εν τώ μεταξύ, ο αποκλεισμός τής Κορίνθου επαρακολουθείτο στενά από Πελοποννησίους
πολεμιστές μέ διαφόρους
άξιους οπλαρχηγούς, πού ανάμεσά σ' αυτούς ξεχώριζε ο Στάικος, ο οποίος βρισκόταν εκεί από τότε πού έπεσε τό
Ναύπλιο. Η φρουρά είχε περιέλθει σέ απελπιστική κατάσταση, γιατί τής έλειπαν οι προμήθειες, αλλά άντεχε ακόμα, μέχρι
πού η υποχώρηση τού Περκόφτσαλη ματαίωσε κάθε ελπίδα γιά βοήθεια.
Ο Στάικος αφού επικοινώνησε μέ τήν κυβέρνηση, έλαβε εξουσιοδότηση νά προχωρήσει σέ διαπραγματεύσεις. Ο
Κολοκοτρώνης καί οι αγροίκοι οπαδοί του, πού οσμίστηκαν πλούσια λάφυρα όπως τά όρνεα μυρίζονται τήν λεία τους,
μαζεύτηκαν στήν Κόρινθο γιά νά παρευρεθούν στήν παράδοση τού κάστρου. Αλλά η τουρκική φρουρά αρνήθηκε
νά διαπραγματευθεί μέ άλλους, εκτός από τόν Στάικο.
Έτσι ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε νά αποσυρθεί.»
Στόν Μοριά δέν πάτησε πόδι μουσουλμάνου καθ' όλη τή διάρκεια τού 1823 καί έτσι οι Πελοποννήσιοι ανάλωσαν
τόν χρόνο τους καί τίς δυνάμεις τους σέ φιλονικίες, καί σέ εμφύλιες συγκρούσεις. Τό Βουλευτικό, υπό
τήν καθοδήγηση τού Μαυροκορδάτου καί τή στήριξη τών αδελφών Κουντουριώτη,
τού προκρίτου τών Καλαβρύτων Ανδρέα Ζαΐμη καί τού προκρίτου τής Βοστίτσας Ανδρέα Λόντου ήταν
από τήν μία πλευρά καί χαρακτηριζόταν ως αγγλική φατρία.
Στήν άλλη πλευρά ήταν τό Εκτελεστικό μέ πρόεδρο τόν Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη, αντιπρόεδρο τόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί στηριζόταν από τόν
Σωτήρη Χαραλάμπη, τόν Ανδρέα Μεταξά, τόν πρόκριτο τής Γαστούνης Γεώργιο Σισίνη καί
όλους σχεδόν τούς Μωραΐτες οπλαρχηγούς. Ο κύκλος τού Μαυροκορδάτου ήταν
μορφωμένος, μπορούσε νά συντάξει έγγραφα καί νά αλληλογραφεί μέ τούς Ευρωπαίους ενώ είχε μεγάλη ικανότητα
στά πολιτικά θέματα. Ο κύκλος τού Κολοκοτρώνη ήταν αγράμματος αλλά είχε ευρεία απήχηση στά λαϊκά στρώματα.
Επιπλέον, οι υποστηρικτές τού παλαιού Κλέφτη ήταν άριστοι γνώστες τής στρατιωτικής τέχνης.
Τό κόμμα τών πολιτικών κέρδιζε ολοένα έδαφος. Ο Μαυροκορδάτος μέ δόλιο τρόπο έγινε πρόεδρος τού
Βουλευτικού, γεγονός πού εξόργισε τόν Κολοκοτρώνη τόσο ώστε νά απειλήσει τόν Φαναριώτη πολιτικό καί
τόν Πορφύριο Άρτης, πού τόν υπερασπίστηκε ότι "θά τούς πάρει μέ τά λεμόνια".
Ο Μαυροκορδάτος τελικά εγκατέλειψε τήν Τριπολιτσά καί κατέφυγε στήν Ύδρα, όπου έγινε
δεκτός μέ τιμές. Ο Κολοκοτρώνης, μή μπορώντας νά παρακολουθήσει τίς παρασκηνιακές ενέργειες τού Μαυροκορδάτου,
αναγκάστηκε νά παραιτηθεί από τό Εκτελεστικό τόν Οκτώβριο τού 1823.
Έκτοτε τά δύο σώματα τής διοικήσεως,
τό Εκτελεστικό καί τό Βουλευτικό μετακινούνταν διαρκώς, προσπαθώντας νά ενισχύσουν τήν πολιτική τους δύναμη.
Ο Κολοκοτρώνης, σύμφωνα μέ τόν Φωτάκο, εφθάρη μέ τήν είσοδό του στήν πολιτική, αφού
"ιδόντες τόν Κολοκοτρώνην γενόμενον
όργανον τών πολιτικών, καί περιφερόμενον πρός είσπραξιν εράνων, ελυπήθησαν όλοι, διότι ήθελαν
νά τόν βλέπουν αρχηγόν τών στρατιωτικών πραγμάτων, νά έβγη εις τήν Στερεάν, όπου τότε όλοι οι καπεταναίοι τόν
εζήτουν διά νά τούς βοηθήση. Όλοι δέ τών εκεί οπλαρχηγών τόν απεδέχοντο ως ανώτερον διά τήν ηλικίαν, τήν φρόνησιν
καί τήν φήμην του. Ούτως ο Κολοκοτρώνης εξέπεσε τότε τής στρατιωτικής του αξίας".
Μέ τέτοιες συνθήκες, η πολιορκία τού φρουρίου τών Πατρών δέν ήταν δυνατό νά έχει αίσιο τέλος.
Οι Τούρκοι τής πόλης έβλαπταν περισσότερο από οποιοδήποτε άλλον τήν επανάσταση, καθώς
αποτελούσαν τόν πρώτο σταθμό ανεφοδιασμού
όλων τών οθωμανικών στρατευμάτων πού κατέφθαναν στήν περιοχή. Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε νά οργανώσει
εκστρατεία γιά τήν κατάληψη τού φρουρίου, αλλά απέτυχε. Οι Δεληγιανναίοι, καί οι πρόκριτοι Ζαΐμης
καί ο Λόντος επ' ουδενί δέν θά επέτρεπαν στόν πολιτικό τους αντίπαλο
νά δράξει καί άλλες δάφνες δόξας από τυχόν κατάληψη τού κάστρου τής
πόλης τών Παλαιών Πατρών. Σημειωτέον ότι ο Κολοκοτρώνης θά έπρεπε νά είναι αποκομμένος από τό
Μεσολόγγι, όπου κατέφθανε ο Lord George Gordon Byron (1788-1824) καί ο οποίος ήταν
ο διαχειριστής τού δανείου πού επρόκειτο νά εκταμιευτεί από τίς αγγλικές τράπεζες.
Η διχόνοια καλά κρατούσε καί η κάθε παράταξη προσπαθούσε νά εκμηδενίσει η μία τήν άλλη, όχι μόνο γιά
τήν εξουσία αλλά καί γιά τήν διαχείριση τών χρημάτων πού κατέφθαναν από τό Λονδίνο.
Τά λεφτά τού πρώτου αγγλικού δανείου θά ήταν η αιτία τού εμφυλίου πόλεμου
πού θά ακολουθούσε τόν επόμενο χρόνο.
«Τό μεταξύ Κολοκοτρώνη καί Μαυροκορδάτου, γραμματέως τού Εκτελεστικού, χάσμα ήτο
αγεφύρωτον, μολονότι η συνεργασία μεταξύ τού ικανώτερου στρατιωτικού καί ικανώτερου πολιτικού θά ηδύνατο νά
αποβεί εξαιρετικώς επωφελής διά τήν Επανάστασιν. Αλλ' ο Κολοκοτρώνης έβλεπεν εις τόν Μαυροκορδάτον τόν
Φαναριώτην, ο οποίος ήτο ικανός διά πάσαν πράξιν εξυπηρετούσαν τό πολιτικό του συμφέρον καί τούς
συνεργαζόμενους κοτζαμπάσηδες, εις βάρος τών αγώνων καί τών θυσιών τού λαού. Διά τόν Μαυροκορδάτον πάλιν
ο Κολοκοτρώνης ήτο ο αγροίκος, ο ονειρευόμενος στρατιωτικήν δικτατορίαν, ο μή πειθαρχών εις τήν στρατιωτικήν
τάξην, ο στερούμενος προσόντων καί αγωγής πολιτικός ανήρ. Έβλεπε δέ τήν θέσιν του εις τήν κυβέρνησιν ως αποτέλεσμα
εκβιασμού πού σκοπόν είχε νά τόν εκμηδενίσει ως έπραξε μέ τόν Υψηλάντη.
Η αλληλοϋπόβλεψις καί αι αντιθέσεις εντός τής κυβερνήσεως είχον ως αποτέλεσμα νά αγωνίζεται εκάστη παράταξις
πρός ίδιαν κατίσχυσιν καί νά παραμελούνται τά σοβαρά καί απαιτούντα επίλυσιν προβλήματα. Όταν δέ μέσω πολλών
αντιγνωμιών καί προστριβών απεφάσισε τό Βουλευτικόν όπως εκστρατεύση τό Εκτελεστικόν εις Κόρινθον, ο
Μαυροκορδάτος, γραμματεύς ών τού Εκτελεστικού, εχρονοτρίβει εις Τριπολιτσάν. Τά άλλα μέλη τού Εκτελεστικού
ανέμενον τόν Μαυροκορδάτον εις Σοφικόν, αλλ' ούτος αντί νά μεταβή πρός συνάντησιν των, ως είχεν υποσχεθεί,
εφρόντισε νά εκλεγή πρόεδρος τού Βουλευτικού διά νά δύναται από τής θέσεως αυτής νά ραδιουργή καλύτερον
καί νά αντιδρά κατά τού Εκτελεστικού.
Πληροφορηθείς ότι ο Μαυροκορδάτος εξελέγη πρόεδρος τού Βουλευτικού, ο Κολοκοτρώνης εξεμάνη. Είχεν ήδη αποφασίσει
πρό πολλού νά τόν εκδιώξη εκ τής διοικήσεως καί θεώρησε ότι τού εδίδετο η κατάλληλος ευκαιρία πρός τούτο.
Δι' ό καί επέστρεψεν εις τήν Τριπολιτσάν καί υπεχρέωσε τόν Μαυροκορδάτον νά υποβάλλη τήν παραίτησίν του ενώπιον
τού Βουλευτικού καί κατόπιν, απειλών ότι θά τόν διαπομπεύση εις τάς οδούς τής πόλεως, τόν εξεδίωξεν εκ Τριπολιτσάς.
Έντρομος ο Μαυροκορδάτος ενώπιον τής οργής τού Κολοκοτρώνη εγκατέλειψεν τήν πόλιν καί κατέφυγεν εις
Ύδραν, όπου τή βοηθεία τών Υδραίων προκριτών άρχισε νά προετοιμάζη τήν εκδίκησίν του κατά τού Κολοκοτρώνη.
Συντόμως ο Κολοκοτρώνης εβαρύνθη τήν άσκησιν τής εξουσίας, δεδομένου ότι συνήντα συνεχώς αντιδράσεις καί
μετά ολιγόχρονον παραμονήν εις τήν θέσιν τού αντιπροέδρου τού Εκτελεστικού υπέβαλε τήν παραίτησίν του. Κατόπιν
τούτου τό Εκτελεστικόν απήλλαξε τών καθηκόντων του τόν προσκείμενον πρός τόν Κολοκοτρώνην Ανδρέαν Μεταξάν
διά νά διορίση αντ' αυτού τόν Κωλέττην. Έκτοτε τό Εκτελεστικόν προέβαινεν εις ψηφίσματα στρεφόμενα κατά τού
Κολοκοτρώνη. Ο στρατηγός, εκμανείς καί πάλιν, απέστειλεν εις τό Άργος όπου είχε μεταφέρει τήν έδραν του τό
Εκτελεστικόν, σώμα υπό τον υιόν του Πάνον, τόν Νικηταράν καί τόν Χατζηχρήστον μέ τήν εντολήν νά προβούν
εις τήν διάλυσιν τού Εκτελεστικού. Οι αντίπαλοι τού Κολοκοτρώνη βουλευταί κατέφυγαν τότε εις Κρανίδιον, όπου
συνελθόντες εις συνεδρίασιν ανέδειξαν νέον Εκτελεστικόν, μέ πρόεδρο τόν Υδραίο Γεώργιο
Κουντουριώτη καί μέλη
τούς Παναγιωτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Ανδρέα Λόντο καί Ανδρέα Ζαΐμη.»
Στίς 30 Νοεμβρίου 1823, ο Μαυροκορδάτος έφυγε από τήν Ύδρα καί πήγε στό Μεσολόγγι,
γιά νά αναλάβει τήν αρχηγία τής Δυτικής Ελλάδος,
παραμερίζοντας τόν προσκείμενο στό κόμμα τού Κολοκοτρώνη Κωνσταντίνο Μεταξά. Ο Μαυροκορδάτος είχε κατά νού
νά υποδεχθεί τόν λόρδο Βύρωνα καί νά τόν επηρεάσει υπέρ τού δικού του κόμματος. Καί ενώ στό Μεσολόγγι,
όλοι περίμεναν τόν Άγγλο ποιητή, στήν Πελοπόννησο είχαν αρχίσει οι εμφύλιες διαμάχες.
Η πρώτη ένοπλη σύγκρουση ξέσπασε στήν Καρύταινα μεταξύ τών Δεληγιανναίων καί τών
Πλαπουταίων (Κολλιόπουλων).
Αφορμή στάθηκε ένα επεισόδιο πού είχε γίνει στήν Δημητσάνα, όταν ο γαμπρός τών Πλαπουταίων Τζεραλής,
πυροβόλισε καί τραυμάτισε τόν Αναστάσιο Δεληγιάννη. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης γιά νά εκδικηθεί, έστειλε τόν
αδελφό του Δημήτριο μέ 100 ενόπλους στό χωριό Παλούμπα (Δήμος Ηραίας), όπου σκότωσε τόν Τζεραλή καί έκοψε τά μαλλιά τής
γυναίκας του. Ο Δημήτριος Πλαπούτας συγκέντρωσε μέ τή σειρά του ενόπλους καί εισέβαλε στήν Άκοβα (Βυζίκι)
καίγοντας περιουσίες τών Δεληγιανναίων. Ο Κανέλλος Δεληγιάννης ζήτησε τή βοήθεια
τού Πετμεζά, τού Γιατράκου καί τού
Παπατσώνη προσπαθώντας νά γενικέψει τήν σύρραξη, ενώ αργότερα θά έγραφε στόν Ζαΐμη ότι οι ενέργειες τών αντιπάλων
δέν στρέφονται μόνο εναντίον τών Δεληγιανναίων, αλλά στρέφονται κατά τού συστήματος όλων τών προυχόντων
καί τών προκρίτων.
Άφιξις Βύρωνος εις Μεσολόγγιον (Δεκέμβριος 1823)
Η ελληνική επανάσταση βρήκε στό πρόσωπο τού λόρδου Βύρωνα έναν μεγάλο υποστηρικτή.
Ο μεγαλοφυής ποιητής, πού είχε εμπνευστεί τά καλύτερα ποιήματά του από τήν αξιοθρήνητη θέση τών Ελλήνων,
θέλησε από τήν πρώτη στιγμή πού βρήκαν τό θάρρος οι σκλάβοι νά αντιμετωπίσουν τόν δυνάστη τους, νά τούς βοηθήσει.
Επηρεασμένος από τό μεγαλείο τής Αρχαίας Ελλάδος, είχε σάν όνειρο
νά ξαναδεί τούς απογόνους της νά παίρνουν τήν θέση πού τούς άξιζε, μαζί μέ τά μνημεία τους, τά οποία
δέν είχαν τύχει ούτε τού στοιχειώδους σεβασμού από τούς βάρβαρους κατακτητές. Ο μέχρι τότε άσωτος Βύρωνας κουρασμένος από τίς
αστικές ματαιοδοξίες καί τήν υποκρισία τών ευρωπαϊκών σαλονιών καί αναζητώντας μία αλλαγή στήν προσωπική του ζωή
αποφάσισε νά έρθει στή φλεγόμενη Ελλάδα μέ τήν ελπίδα η φωτιά τής επανάστασης νά τού εξαγνίσει τήν ίδια του
τήν ψυχή. Η φιλελληνική εταιρεία στό Λονδίνο, πού είχε τήν ευθύνη τού αγγλικού δανείου, όταν έμαθε ότι ο Βύρωνας
θά ταξίδευε γιά τήν Ελλάδα, τόν όρισε αντιπρόσωπό της.
Ο Byron ταξίδεψε
από τήν Αγγλία στή Γένοβα καί στή συνέχεια έφθασε στό Αργοστόλι στίς αρχές Αυγούστου 1823,
συνοδευόμενος από τόν συμπατριώτη του
Edward Trelawny (Τρελώνη), τόν Ιταλό κόμη Pietro Gamba (Γκάμπα) καί από άλλους Ευρωπαίους
φιλέλληνες.
Τήν ίδια εποχή στήν Ελλάδα επικρατούσαν ανωμαλίες καί ταραχές καί γιά τό λόγο αυτό ο Βύρωνας έστειλε μέ
τόν Τρελώνη επιστολές στήν ελληνική κυβέρνηση, μέ τίς οποίες ανακοίνωνε τήν επικείμενη άφιξή του.
Έδωσε επίσης εντολή στούς συντρόφους του νά περιοδεύσουν καί στήν υπόλοιπη Ελλάδα γιά νά διαπιστώσουν
ποιά ήταν η κατάστασή της.
«The wind becoming fair, on the 28th of December 1823 (νέο ημερολόγιο),
at 3 p.m. we set sail, he in the mistico
(μίστικο), myself in the larger vessel. On the 29th in the morning, we were at Zante.
Towards six in the evening we set sail for Missolonghi, without the slightest suspicion that the turkish fleet could have left the
Gulf of Lepanto (κόλπος Ναυπάκτου). We knew that the Greeks were anchored before Missolonghi, nearly at the entrance
of the Gulf, and we expected to fall in with the Leonidas (μπρίκι Λεωνίδας), or some other greek vessel,
either in search of, or waiting for us.
We sailed together till after ten at night; the wind favourable - a clear sky, the air fresh but not sharp. Our sailors sang alternately
patriotic songs, monotonous indeed, but to persons in our situation extremely touching, and we took part in them. We
were all, but Lord Byron particularly, in excellent spirits. The mistico sailed the fastest. When the waves divided us,
and our voices could no longer reach each other, we made signals by firing pistols and carabines "Tomorrow we meet
at Missolonghi!"
The wind freshened towards three o'clock in the morning; my captain, Spiro Valsamarchi, of Cephalonia, was
afraid of sailing any further in the dark on account of the shallows. We again proceeded at five; at half past
six it was daylight, and we found ourselves near the insulated rocks which are seen in front of the shallows of Missolonghi.
A little before us to the right, a large vessel was perceived coming slowly towards us: at first it was thought to be one of the greek
fleet, but it was too large: we then believed it an imperial frigate. In outward form and appearance it was superior to a
turkish ship; nor was it like an english nor an american. How could a turkish vessel be alone, and there? It veered towards
us: we hoisted the ionian flag (σημαία τών Ιονίων νήσων πού βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή), they the
ottoman. How great was our astonishment! the captain and sailors were amazed almost in despair. What was to be done?
Fly? there was no time; and then, if we were caught, it would be worse. In the mean time, the Turks approached, and
called the captain aboard. The poor fellow gave himself up for lost.
- "What shall I say ?"
- "Say what your papers declare, that you are freighted by travellers for Calamo, leave the rest to me: for God's sake,
no schemes, no contradictions."
We put our captain on board the frigate (τρομοκρατημένος o Σπύρος ο καπετάνιος μας ανέβηκε στήν τουρκική φρεγάτα).
When Spiro first came on board he was received by the turkish captain with his drawn sword.
The Turks thought our bombard was a fireship, and our poor Greek heard the order:
- "Cut off his head, and sink the ship!"
It was a trying moment. The turkish captain asked him, in a threatening tone, whether he was not going to Missolonghi?
He had not the power to say "no;" but, on a sudden, fear seems to have opened his eyes, and permitted him to recognise, in
the person of the turkish captain, one whom he had before seen.
- "What! are you going to take away the life of him who saved your life? Don't you recollect Spiro Valsamarchi, whom you
saw in the Black Sea?"
- "Is it possible, you Spiro?''
He embraced the trembling Greek, took him into his cabin, showed the utmost solicitude on his behalf, and frequently,
when we were afterwards together, took the opportunity of testifying his gratitude to his old deliverer, who, it seems,
had saved the Turk, his brother, and eight others, from shipwreck in a merchant vessel, to the no small hazard of his own life.
(Tήν ώρα πού ετοιμαζόταν ο Τούρκος νά αποκεφαλίσει τόν Κεφαλλονίτη ναυτικό καί νά βουλιάξει τό μίστικο,
ο τελευταίος τόν θυμήθηκε καθώς τού είχε σώσει τή ζωή κάποτε στόν Εύξεινο Πόντο. Ο Τούρκος τού χάρισε τή
ζωή καί έτσι σώθηκε τόσο ο Έλληνας ναυτικός, όσο καί ο Πιέτρο Γκάμπα, ο οποίος θά έφθανε ασφαλής στό Μεσολόγγι,
μία ημέρα πρίν από τόν Μπάϋρον.)
Lord Byron's arrival was welcomed with salvos of artillery, firing of muskets, and wild music. Crowds of soldiery, and
citizens of every rank, sex, and age, were assembled on the shore to testify their delight. Hope and content were pictured
in every countenance. His Lordship landed in a speziot boat, dressed in a red uniform. He was in excellent health,
and appeared moved by the scene. I met him as he disembarked, and in a few minutes we entered the house prepared for
him - the same in which Colonel Stanhope resided. The Colonel and Prince Mavrocordato, with a long suite of european and
greek officers, received him at the door.
All the chieftains of western Greece, that is, of all the mountainous districts occupied by the Greeks, from the plains of
Arta on the one side to the territories of Salona on the other, were now collected at Missolonghi in a general assembly,
together with a great many of the primates of the same countries. Mavrocordato had been named governor - general of the province,
and president of the assembly. More than 5000 armed men had followed that chief, and were in the town.
After the departure of the Captain Pacha (ναύαρχος Χοσρέφ) from the eastern shores of Greece, and that
of the Pacha of Scutari (Μουσταή πασάς) from Missolonghi, there was no fear of their return until the
next spring. The Peloponnesus, with the exception of the castles of the Morea (κάστρο Ρίου) and of Patras,
of Modon and of Coron, was in the hands of the Greeks; so was the northern shore of the Gulf of Lepanto,
with the exception of the two castles (Αντιρρίου καί Ναυπάκτου). Boeotia and Attica were entirely in the
power of the Greeks, together with the Isthmus of Corinth.
But the discord of the Greeks amongst themselves had now
began to assume a most inauspicious aspect. The whole year, during which by law the executive body (Εκτελεστικό) was to exist,
had not expired; but their inertness and their rapacity had, not only in the islands, but in the Morea, so raised public opinion against
them, that the legislative body (Βουλευτικό Σώμα) resolved upon the energetic measure of dispossessing them at once of their power.
(Ο Ιταλός, προφανώς επηρεασμένος από τόν Μαυροκορδάτο κατηγορούσε σφόδρα τούς πολιτικούς αντιπάλους
τού Φαναριώτη πού ήλεγχαν τό Εκτελεστικό Σώμα καί εκθείαζε φυσικά τό Βουλευτικό στό οποίο ηγείτο ο Μαυροκορδάτος.)
This they did, alleging that the constitution had been infringed by the late men in power; and they elected a new executive,
at the head of which they placed George Conturiottis, one of the most zealous, respectable, and richest patriots in Greece.
(Αμέσως μετά τήν αποχώρηση τού Κολοκοτρώνη από τό Εκτελεστικό, ο Υδραίος Γεώργιος Κουντουριώτης,
συνεργάτης τού Μαυροκορδάτου έγινε πρόεδρος αυτού τού σώματος, παραγκωνίζοντας από τήν εξουσία
όλα τά μέλη τού κόμματος τών στρατιωτικών).
The former executive body, however, would not tamely submit to this measure, but, gathering round them some of those who
had profited by their exertions, they seized on several strong places, and openly resisted the government.
Such was the state of affairs when Lord Byron arrived in Greece. His situation was one of extreme delicacy and difficulty:
his own dignity, and the true interest of Greece, forbade him to mix himself up with any party; and he at once perceived
that if by such a conduct he could finally reconcile the factions, he would play a part the most glorious that a stranger
could attempt to perform.»
Ο απεσταλμένος τού Βύρωνος Τρελώνη, εκτός τών άλλων συνάντησε καί τόν Οδυσσέα Ανδρούτσο στό λημέρι του,
ο οποίος καί τόν γοήτευσε. Έγιναν στενοί φίλοι καί μάλιστα ο Ανδρούτσος θά τού προξένευε καί τήν αδελφή του γιά νύφη.
Τό λημέρι τού Ανδρούτσου ήταν μία απόκρημνη σπηλιά τού Παρνασσού, η οποία βρισκόταν σέ ύψος
εκατό μέτρων πάνω από τήν πεδιάδα. Ο Οδυσσέας τήν είχε μετατρέψει σέ οχυρό καταφύγιο καί εκεί
φύλαγε τήν οικογένειά του καί όλα τά υπάρχοντά του. Ο μόνος τρόπος γιά νά ανέβει κάποιος στήν σπηλιά ήταν
μέ σκάλες τίς οποίες τίς αφαιρούσαν κατά τή διάρκεια τής νύκτας καί γι' αυτό τό λόγο η σπηλιά θεωρείτο απόρθητη.
Οι προσδοκίες πού γεννήθηκαν από τήν άφιξη τού Βύρωνα στήν Ελλάδα κινητοποίησαν ολόκληρη τή χώρα.
Η κυβέρνηση τόν κάλεσε στήν έδρα της, ενώ οι επίσημοι Έλληνες προσπαθούσαν μέ
επιστολές καί απεσταλμένους νά τόν πάρουν μέ τό μέρος τους. Ο Βύρωνας, πού είχε αναλάβει τήν διαχείριση τών χρημάτων
τού πρώτου αγγλικού δανείου ήξερε ότι έπρεπε νά είναι προσεκτικός, ώστε τά λεφτά αυτά νά μήν πέσουν σέ λάθος
χέρια. Μέ τίς επιστολές του καλούσε όλους τούς Έλληνες νά αφήνουν κατά μέρος τά πάθη καί νά μονοιάσουν.
Αμφιταλαντευόμενος αρκετό καιρό, αποφάσισε τελικώς νά πάει στό Μεσολόγγι στό οποίο ήδη βρισκόταν
ο παμπόνηρος Μαυροκορδάτος. Οι Υδραίοι πού δέν είχαν κινητοποιήσει τό στόλο τους, όταν τούς τό ζητούσε
επειγόντως ο έπαρχος τού Μεσολογγίου Κωνσταντίνος Μεταξάς, όλως περιέργως βρήκαν ξαφνικά τούς μισθούς
γιά τούς ναύτες καί κατέπλευσαν μέ τά πλοία τους καί αυτοί στό Μεσολόγγι, γιά νά υποδεχθούν τόν Άγγλο
φιλέλληνα.
«Διεκρίνετο διά τόν φιλελληνισμόν του ο λόρδος Βύρων.
Ο μεγαλοφυής ούτος ποιητής, όστις έψαλε παθητικώτατα τήν Ελλάδα δούλην, εβουλήθη αφ' ης ώρας έλαβε τά όπλα νά
τή δώση καί χείρα βοηθείας εις ανόρθωσιν, καί νά βάλη εις κίνδυνον υπέρ αυτής καί αυτήν τήν ζωήν του.
Ενίσχυσε τόν σκοπόν τού λόρδου καί η εν Λονδίνω σύστασις τής φιλελληνικής εταιρίας, ήτις, μαθούσα
ότι εμελέτα ν' απέλθη εις Ελλάδα, τόν ανέδειξεν αντιπρόσωπόν της.
Επί τής συστάσεως τής εταιρίας ταύτης διέτριβεν ο λόρδος εν Γενούη· εκείθεν απέπλευσε τήν 1ην Ιουλίου 1823
καί κατευωδώθη αρχομένου τού Αυγούστου εις Αργοστόλι· τόν συνηκολούθουν δέ ο κόμης Γάμβας καί ο
ιατρός Βρούνος Ιταλοί, καί ο Τρελώνης καί ο Βράων Άγγλοι.
Ανωμαλίαι καί εμφύλιοι ταραχαί
επεκράτουν εν Ελλάδι καθ' όν καιρόν έφθασεν ο λόρδος εις Κεφαλληνίαν· διά τούτο απέστειλε τούς
δύο συνοδοιπόρους του Άγγλους εις τήν ελληνικήν κυβέρνησιν αναγγέλλων διά τών πρός αυτήν γραμμάτων
του τούς φιλελληνικούς σκοπούς του καί τούς τής αγγλικής εταιρίας· παρήγγειλε δέ αυτοίς νά περιοδεύσωσι
καί τήν λοιπήν Ελλάδα ίνα ίδωσι τήν κατάστασίν της· απομείνας δέ αυτός εν Κεφαλληνία
διέτριψεν έξ εβδομάδας επί τού πλοίου· μετά ταύτα απέβη εις Μεταξάτα επτά μίλια μακράν τού Αργοστολίου,
επί σκοπώ νά ενδιαμείνη έως ού εμάνθανεν ακριβώς τά τής Ελλάδος καί έβλεπε πού καί πώς νά διευθύνη τά βήματά του.»
Ο Βύρωνας μετά από ένα περιπετειώδες ταξείδι έφθασε στίς 24 Δεκέμβριου 1823 στό Μεσολόγγι,
όπου έγινε δεκτός μέ εξαιρετικές τιμές από τόν απλό λαό καί τούς επισήμους. Αμέσως οι αρχές έθεσαν στήν διάθεσή
του τό ωραιότερο αρχοντικό τής πόλης. Η πρώτη φροντίδα τού Βύρωνα ήταν νά
ανάλάβει τήν μισθοδοσία τών Σουλιωτών, οι οποίοι έχοντας χάσει τήν πατρίδα τους,
αντιμετώπιζαν καθημερινά τό φάσμα τής πείνας, καθώς είχαν νά θρέψουν εκτός από τούς εαυτούς τους
καί τίς οικογένειές τους.
Λίγο νωρίτερα είχε φθάσει στή σκλαβωμένη Ελλάδα, ως αντιπρόσωπος τού φιλελληνικού κομιτάτου τού Λονδίνου,
ο συνταγματάρχης Leicester Stanhope (1784-1862).
Ο Άγγλος στρατιωτικός είχε προηγουμένως επισκεφθεί τίς φιλελληνικές οργανώσεις τής Γερμανίας καί
τής Ελβετίας καί κατόπιν είχε πάει στήν Κεφαλλονιά γιά νά συναντήσει τόν Βύρωνα.
Ο Στάνχωπ πέρασε στό Μεσολόγγι όπου ασχολήθηκε
μέ τή συγκέντρωση τών λειψάνων τής γερμανικής λεγεώνας πού είχε σκορπιστεί στήν Πελοπόννησο, ενώ
προσπάθησε νά κατασκευάσει μηχανουργείο γιά νά βοηθήσει στήν αύξηση τών τεχνικών γνώσεων τών Ελλήνων.
Εξαιτίας όμως τών ταλαιπωριών τών ανδρών τής λεγεώνας βρήκε ελάχιστους, τούς οποίους έθεσε μαζί μέ
μερικούς Έλληνες κάτω από τίς εντολές τού Άγγλου Πέρι. Ο Πέρι είχε σταλεί από τό φιλελληνικό κομιτάτο
στήν Ελλάδα μαζί μέ όπλα, μπαρούτι, σφαίρες, ένα βομβοβόλο, ένδεκα κανόνια, χάρη στίς συνεισφορές
τών φιλελλήνων, στίς οποίες συμπεριλαμβάνονταν καί χίλιες λίρες από τό δήμαρχο τού Λονδίνου.
Ο Στάνχωπ φρόντισε επίσης μέ δικά του έξοδα γιά τή δημιουργία ιατρείων, ταχυδρομείων, νοσοκομείου,
ενώ χάρη στήν βοήθειά του εκδόθηκε η εφημερίδα "Ελληνικά Χρονικά", σέ συνεργασία
μέ τόν γερμανόφωνο Ελβετό Ιωάννη Ιάκωβο Μάγερ.
Τά "Ελληνικά Χρονικά" θά ενημέρωναν τούς αγράμματους Έλληνες γιά τά δικαιώματα τού ατόμου, τήν
υπακοή στούς νόμους, τόν σεβασμό στόν συνάνθρωπο, τήν ελευθερία τού τύπου, τίς βασικές αρχές τού Συντάγματος
τής Επιδαύρου, κ.λ.π, βγάζοντάς τους σιγά σιγά από έναν πνευματικό λήθαργο πού διαρκούσε ήδη τέσσερεις αιώνες.