Γιατί ο Χριστός στο Μυστικό Δείπνο είπε «Πίετε εξ’ αυτού πάντες» και δεν είπε και «Λάβετε φάγετε πάντες»
Σε κάθε Θεία Λειτουργία, κατά την Αγία Αναφορά, ο ιερέας, ευχαριστεί ιδιαιτέρα τον Θεό για την έλευση του Υιού του στον κόσμο, αλλά και για την παράδοση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας.
Διηγείται μάλιστα και τα σχετικά με τον Μυστικό Δείπνο, επαναλαμβάνοντας τα ίδια λόγια του Κυρίου
(Μτθ 26, 26-28) :
«…λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου…» και
«…πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου…»
Κάποια στιγμή, βρέθηκαν κάποιοι «ευσεβείς» -ικανοί χειριστές της γλώσσας- και διαπίστωσαν ένα λάθος στη διατύπωση αυτών των λόγων και μάλιστα πρότειναν την «διόρθωσή τους».
Γιατί, έλεγαν, δε γίνεται ο Κύριος να είπε για το μεν Σώμα Του, «Λάβετε φάγετε», έτσι αορίστως (δηλαδή ούτε πόσοι ούτε ποιοί), και αμέσως μετά, να λέει για το Αίμα Του, «Πίετε εξ αυτού πάντες», προτρέποντας άπαντες να πιουν από τους παρόντες στον Μυστικό Δείπνο.
Πρότειναν, λοιπόν, είτε να απαλειφθεί εντελώς η λέξη «πάντες» από τη δεύτερη φράση, είτε να προστεθεί η ίδια λέξη και στην πρώτη φράση, και έτσι να υπάρξει «διόρθωση».
Όμως, υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος ο Κύριος, στην διατύπωση αυτή των λόγων Του; Ασφαλώς και όχι.
Γνώριζε πολύ καλά, ότι όλοι οι παριστάμενοι στον Μυστικό Δείπνο θα έπιναν από το Ποτήριο που τους έδωσε, αλλά δεν θα έτρωγαν όλοι.
Γιατί, ο Ιούδας τον άρτο δεν τον έφαγε, λένε οι ερμηνευτές, αλλά τον έκρυψε, (ή έφαγε μέρος και έκρυψε τον υπόλοιπο), για να τον δείξει στους Σταυρωτές Του ως αποδεικτικό στοιχείο και να τους πει: Ορίστε, κοιτάξτε, Αυτός λέει ότι αυτό το ψωμί είναι το Σώμα Του πράγμα που σημαίνει ότι είναι δεισιδαίμων, πλάνος, παραβάτης του Νόμου.
Όμως τον οίνον, δεν μπορούσε να τον κρύψει ούτε να τον πάρει μαζί του, επομένως ήπιε αναγκαστικά.
Να λοιπόν, για ποιο λόγο ο Κύριος δεν είπε το «όλοι» για τον άρτο ενώ το είπε μόνο για το ποτήριο.
Πηγή: Συναξαριστής υπό Ματθαίου Λάγγη, τόμος 13
Η δίκη του Χριστού ήταν δίκαιη δίκη, έγινε σύμφωνα με το νόμο της εποχής;
Η δίκη του Χριστού, μια νομική ανάλυση που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για νομικούς και μη.
Όταν ο Πιλάτος βεβαιώθηκε για την αθωότητα του Χριστού και θέλησε να τον απολύσει τότε οι Ιουδαίοι φώναξαν: «Ημείς νόμον έχομεν και κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι Θεού υιόν εαυτόν εποίησε.» (Ιωάν.10’7). Αυτή είναι και η σημερινή θέση των Εβραίων.
Ισχυρίζονται ότι ο Χριστός παρέβη πράγματι το Μωσαϊκό Νόμο και δίκαια κατεδικάσθη σε θάνατο. Είναι δυνατόν όμως η ανθρώπινη Δικαιοσύνη να έφθασε σε τέτοια αντίθεση προς τη Θεία Δικαιοσύνη, ώστε να καταδικάσει σε θάνατο τον ίδιο το Θεό και εν ονόματι του Νόμου να θανατώσει το Δημιουργό; Το βασικό λοιπόν ερώτημα είναι αν η δίκη του Χριστού ήτανε μία δίκαιη δίκη, κατά το ανθρώπινο μέτρο, αν δηλαδή έγινε σύμφωνα με το νόμο και τη δικονομία.
Η δικαιοσύνη την εποχή του Χριστού βρισκόταν σε αρκετά ψηλό επίπεδο. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο σε λίγα θέματα υστερούσε από το σημερινό ευρωπαϊκό δίκαιο και το εβραϊκό ήτανε ιεροκρατικό και στηριζόταν στο Μωσαϊκό Νόμο.
Τα εβραϊκά δικαστήρια ήτανε πολυμελή. Ανώτατο Δικαστήριο ήταν το Μέγα Συνέδριο που είχε και άλλες εξουσίες. Εδρευε στην Ιερουσαλήμ, απετελείτο από 120 μέλη με πρόεδρο τον Αρχιερέα και είχε στη διαταγή του στρατιωτική δύναμη, την κουστωδία.
Οι θανατικές καταδίκες των εβραϊκών δικαστηρίων έπρεπε να επικυρωθούν από τη Ρωμαϊκή εξουσία όπως αναφέρεται στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του θεολόγου Δημήτριου Καππαή.
Η θανατική ποινή προβλεπόταν για αρκετά αδικήματα αλλά σύμφωνα με τις αντιλήψεις του λαού σπανίως επιβαλλόταν. Η εκτέλεση γινόταν με διάφορους τρόπους, από τους οποίους πιο βασανιστικός και εξευτελιστικός ήταν ο θάνατος επί του σταυρού, ο οποίος συνηθίζετο από τα Ρωμαϊκά δικαστήρια, τα οποία δεν είχαν ενδοιασμούς στην επιβολή θανατικής καταδίκης.
Κατά την εβραϊκή δικονομία η προανάκριση ήταν άγνωστη και δεν υπήρχε δημόσιος κατήγορος. Η απόφαση δεν μπορούσε να στηριχθεί στην παραδοχή του κατηγορουμένου αλλά μόνο στις μαρτυρίες.
Η δίκη διεξαγόταν μέρα, με ανοικτές τις πόρτες, ενώπιον του λαού. Ξεκινούσε με τους μάρτυρες υπερασπίσεως και ακολουθούσαν δύο τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, που έπρεπε να δώσουν σαφή και πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας το δεξί τους χέρι πάνω στο κεφάλι του κατηγορουμένου και σε περίπτωση θανατικής καταδίκης έπρεπε να συμμετέχουν στην εκτέλεση και να ρίξουν τις πρώτες πέτρες, εάν η θανάτωση θα γινόταν με λιθοβολισμό.
Ο Κατηγορούμενος εθεωρείτο αθώος μέχρι την τελική του καταδίκη, εδικαιούτο να μιλήσει, να φέρει μάρτυρες και να τύχει καλής μεταχείρισης.
Κατά τη γνώμη των συγγραφέων δεν ετηρούντο πρακτικά αλλά η ίδια η καταδίκη εκδιδόταν με γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Εβραϊκή Αρχαιολογία, Β’4). Πάντως διάταγμα καταδίκης του Χριστού δεν έχει βρεθεί.
Οι Δικαστές έπρεπε να είναι αμερόληπτοι, δίκαιοι και μερικοί απ’ αυτούς να υπερασπίζουν τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση θανατικής καταδίκης ανεβάλλετο η τελική απόφαση για τη μεθεπόμενη μέρα και εάν επικυρωνόταν η θανατική καταδίκη η εκτέλεση έπρεπε να γίνει την άλλη μέρα και όχι αυθημερόν. Από την έναρξη της ακροάσεως μέχρι την εκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στον τόπο της εκτέλεσης συνόδευε τον κατηγορούμενο έφιππος δικαστής, που καλούσε το λαό να αναφέρει αμέσως στο Δικαστήριο, το οποίο συνεδρίαζε εκείνη την ώρα, οτιδήποτε ελαφρυντικό για τον κατηγορούμενο και τότε σταματούσε αμέσως η εκτέλεση.
Αυτά για τη Δικαιοσύνη στο Ισραήλ.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι στα χρόνια της ρωμαϊκής υποτέλειας υπήρχε μεγάλη φαυλότητα και ηθικός ξεπεσμός, με αποτέλεσμα οι άρχοντες να είναι πρόσωπα φαύλα, που εξασφάλιζαν τη θέση τους δωροδοκώντας τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Οι Δικαστές δεν είχαν πλέον την εντιμότητα και την ανθρωπιά που είχαν οι προκάτοχοι τους. Ολόκληρο το έθνος βρισκόταν σε ξεπεσμό και αθλιότητα.
Μετά την ανάσταση του Λαζάρου πολλοί Ιουδαίου πίστεψαν στον Χριστό. «Συνήγαγον ουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι συνέδριον και έλεγον. Τι ποιούμεν, ότι ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί; …. Εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς …. ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.» (Ιω. ΙΑ’48-50)
«Εβουλεύσαντο δε οι αρχιερείς ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν, ότι πολλοί δι’ αυτόν υπήγον των Ιουδαίων και επίστευον εις τον Ιησούν.» (Ιω. ΙΒ’10)
Και η στρατιωτική κουστωδία, μαζί με ένοπλους υπηρέτες, όταν συνέλαβε τον Ιησούν δεν τον έφερε στο δικαστήριο αλλά στον πεθερό του αρχιερέα, τον ΄Αννα, που υπηρέτησε στο παρελθόν σαν αρχιερέας.
Και ο Αννας, χωρίς να έχει καμιά εξουσία άρχισε ανάκριση για να βρει αιτία εναντίον του συλληφθέντος. Κι ο Χριστός απαντά. «Επερώτησον τους ακηκοότας» «εν κρυπτώ ελάλησα ουδέν». (Ιω. ΙΗ’,20).
Η απάντηση δεν άρεσε και ένας υπηρέτης ερράπισε τον Ιησούν λέγοντας «ούτως αποκρίνη τω αρχιερεί;» Σε λίγη ώρα οδήγησαν τον Χριστό στο σπίτι του αρχιερέα Καϊάφα και μέχρις ότου μαζευτούν τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου οι υπηρέτες έδερναν, έβριζαν και κορόιδευαν τον Χριστό. Το εβραϊκό δίκαιο απαγόρευε την ανάκριση και την κακοποίηση του κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Και άρχισε η συνεδρίαση του Ανωτάτου Εβραϊκού Δικαστηρίου με άλλες τρεις δικονομικές παραβάσεις.
Το Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου και συνεδρίασε νύκτα, πράγμα απαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς να προϋπάρχει σαφής κατηγορία από δύο τουλάχιστον μάρτυρες, όπως απαιτούσε η δικονομία.
Μετά την έναρξη της δίκης βρέθηκαν δύο ψευδομάρτυρες που διαστρέβλωσαν το λόγο του Κυρίου «λύσατε τον ναόν τούτον και εν τρισίν ημέρας εγερώ αυτόν» (Ιω. Β’19), που οπωσδήποτε ελέχθηκε για την Ανάσταση του ιδίου και όχι για το ναό του Σολομώντος.
Οι μαρτυρίες όμως δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι δόθηκαν αντικανονικά με την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο μαρτύρων. Επρεπε λοιπόν να καταδικαστούν σε θάνατο οι ψευδομάρτυρες σύμφωνα με το Δευτερονόμιον (ΙΘ’ 18-21). «και ιδού μάρτυς άδικος εμαρτύρησεν άδικα, αντέστη κατά του αδελφού αυτού, και ποιήσετε αυτώ ον τρόπον πονηρεύσατο ποιήσαι κατά του αδελφού αυτού …. Και οι επίλοιποι ακούσαντες φοβηθήσονται ….»
Το Συνέδριο αποφάσισε ότι δε μπορεί να στηριχθεί σ’ αυτούς τους μάρτυρες και ο Πρόεδρος του, ο αρχιερέας Καϊάφας, ερώτησε το Χριστό «συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού; λέγει αυτώ ο Ιησούς. Συ είπας …. Τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε. Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου ΚΣΤ’ 63).
Η ομολογία του κατηγορούμενου, αν τέτοια θεωρηθεί η απάντησή Του, δεν αποτελούσε κατά το Μωσαϊκό Νόμο απόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «επί στόματος δύο μαρτύρων και επί στόματος τριών μαρτύρων στήσεται παν ρήμα» (Δευτερονόμιον ΙΘ’15).
Δεν υπήρξε καθόλου υπεράσπιση, που εθεωρείτο απαραίτητο μέρος της δικαστικής διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Την υπεράσπιση την ανελάμβανε ένας τουλάχιστον από τους δικαστές για να μην μείνει κανένας κατηγορούμενος ανυπεράσπιστος.
Ο αρχιερέας «διέρρηξε τα ιμάτια του» πράγμα που απαγορεύει ο Μωσαϊκός νόμος στους ιερείς (Λευϊτικόν 6, ΚΑ’10).
Και τα μέλη του Συνεδρίου απεκρίθησαν «ένοχος θανάτου εστί» (Ματθαίου ΚΣΤ’67).
Η ψηφοφορία έγινε ταυτόχρονα, ενώ έπρεπε να γίνει με τη σειρά, από το νεότερο δικαστή προς τους παλαιότερους για να μην επηρεαστούν μεταξύ τους.
Μετά την καταδίκη άρχισαν άλλα έκτροπα «και ήρξαντο τινές εμπτύειν αυτώ και περικαλύπτειν το πρόσωπον αυτού και κολαφίζειν αυτόν και λέγειν αυτώ προφήτευσον ημίν τις εστίν ο παίσας σε. Και οι υπηρέται ραπίσμασιν αυτόν έβαλον» (Μάρκον ΙΔ’ 65).
Για να τηρήσουν οι αρχιερείς και οι Φαρισσαίοι τα προσχήματα περίμεναν να ξημερώσει και συνεδρίασαν πάλιν για να επικυρώσουν την καταδίκη στο κτίριο του Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στα τείχη της Ιερουσαλήμ. «Και ευθέως επί το πρωϊ συμβούλιον ποιήσαντες οι αρχιερείς μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων και όλον το συνέδριον, δήσαντες τον Ιησούν απήνεγκαν και παρέδωκαν τω Πιλάτω» (Μάρκον ΙΕ’,1).
Ο Χριστός συνελήφθη την Πέμπτη το βράδυ και η επίσημη δίκη διεξήχθηκε, ολοκληρώθηκε και εκτελέστηκε η θανατική ποινή μέσα στην ίδια μέρα, την Παρασκευή, κατά παράβαση των κανόνων (Sanhedrin IV,I), ενώ έπρεπε να περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στην Ακολουθία των Αγίων Παθών πριν από το 12ο Ευαγγέλιο ότι: «Ηδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων και Ιησούς δικάζεται και κατακρίνεται Σταυρώ. Και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον. Αλλ’ ο φύσει σώματος δι’ εμέ πάσχων, Αγαθέ, Κύριε, δόξα σοι.»
Κατά το Μωσαϊκό Νόμο η Θεοποίηση ανθρώπου αποτελούσε βλασφημία και αδίκημα. Ο κατηγορούμενος όμως εδικαιούτο υπεράσπιση.
Ο Χριστός έκανε αναρίθμητα θαύματα μπροστά στο λαό. Και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ τον υποδέχτηκαν μερικές μέρες πριν από τη δίκη ψάλλοντας «Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο Βασιλεύς του Ισραήλ.» (Ιω.ΙΒ’13).
Εξ άλλου η ανθρωπότητα περίμενε το Σωτήρα, «την προσδοκία των εθνών», «τον καθολικό διδάσκαλο» του Σωκράτη, το «Λόγο» του Πλάτωνα, τον «Άγνωστο Θεό» των Αθηναίων, τον «νέο Θεό» των 3 μάγων, τον «Άγιο» του Κομφούκιου και τον αναμενόμενο από όλους τους Προφήτες του Ισραήλ «Μεσσία».
Οι μορφωμένοι εβραίοι γνώριζαν καλά όλες τις προφητείες, που συνέκλιναν και συμφωνούσαν ότι ο κατηγορούμενος Ιησούς ήταν ο ίδιος ο Μεσσίας – Χριστός όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Ιώσηπου Contra Apionem Lib. II 17.
Η ζωή, η διδασκαλία Του και τα απειράριθμα θαύματα Του δεν χωρούσαν καμιά αμφιβολία. Το Μεγάλο Συνέδριο όμως απαξιεί να μελετήσει το θέμα και να εξετάσει μήπως ενώπιον του αντί Θεοποίηση ανθρώπου έχει ενανθρώπιση Θεού. Μάλλον δεν απαξιεί, αλλά σε γνώση του καταδικάζει το Μεσσία, εφ’ όσον ο αρχιερέας είχε πει μετά την ανάσταση του Λαζάρου «ούτος ο άνθρωπος πολλά σημεία ποιεί …», όπως αναφέρεται και στο βιβλίο «Η δίκη του Ιησού» του εισαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι και Αρχιερείς κατεδίκασαν σε θάνατο το Θεό τους και δέσμιο τον οδηγούν στον ρωμαίο Πιλάτο για να επικυρώσει τη θανατική καταδίκη.
Μια νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινά.
Ήτανε πρωϊ της Παρασκευής, της προηγούμενης μέρας του εβραϊκού Πάσχα, που έφεραν οι εβραίοι τον Ιησούν έξω από το Πραιτώριο. Οι εβραίοι δεν ήθελαν να μπουν στην κατοικία ειδωλολάτρη για να μη μολυνθούν πριν από το Πάσχα και στην επιμονή τους ο ρωμαίος ηγεμόνας διέταξε και τοποθέτησαν στο λιθόστρωτο μπροστά από το Πραιτώριο τη δικαστική του έδρα για να δικάσει εκεί τον κατηγορούμενο.
Κατά το τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο η δικαστική εξουσία ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με την έδρα, την τήβεννο και τη σφραγίδα του δικαστή παρά με το άτομο του.
Με την έναρξη της δίκης παρατηρείται η πρώτη δικονομική παράβαση. Ο κατηγορούμενος ήτανε δέσμιος κατά τη διάρκεια της δίκης ενώ έπρεπε να θεωρείται ο κατηγορούμενος αθώος μέχρι την καταδίκη. Και αρχίζει η δίκη με την ερώτηση του Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;»
Έπρεπε λοιπόν οι εβραίοι να κατηγορήσουν τον Ιησούν. Αλλά κατηγορία για βλασφημία δε θα ενδιέφερε τον ρωμαίο ηγεμόνα. Ούτε θα επέφερε θανατική καταδίκη. Ο αρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ενώπιον του λαού νέα, εντελώς ψευδή, κατηγορία λέγοντας «τούτον εύρομεν διαστρέφοντα το έθνος και κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα εαυτόν Χριστόν Βασιλέα είναι». (Λουκά ΚΓ’,2)
Η απάντηση του Καϊάφα ήτανε εντελώς ψευδής γιατί το Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τον Ιησούν με άλλη κατηγορία, την βλασφημία.
Ήτανε ψέμα όμως και το περιεχόμενό της, γιατί ο Χριστός είχε δώσει διαφορετική απάντηση στους μαθητές των Φαρισαίων, όταν τον ρώτησαν για τη ρωμαϊκή φορολογία «απόδοτε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματθ. ΚΒ’,21)
Έπρεπε βάσει του Ρωμαϊκού Δικαίου να γίνει γραπτή αίτηση για εισαγωγή σε δίκη.
Έπρεπε να αναφερθεί το όνομα και τα στοιχεία του κατηγορούμενου και να διατυπωθεί ακριβώς η κατηγορία.
Έπρεπε να συνταχθεί πρωτόκολλη κατηγορίας.
Επρεπε να καθοριστεί η μέρα της δίκης και να κληθούν και να ακουστούν, εκείνη τη μέρα, οι μάρτυρες. (Δημαρά: Ιστορία Ρωμαϊκού Δικαίου, Β 132).
Εάν όμως θεωρηθεί ότι δεν επρόκειτο για πρωτόδικη υπόθεση αλλά για επικύρωση της θανατικής καταδίκης του εβραϊκού δικαστηρίου τότε η εισαγωγή στη δίκη έπρεπε να γίνει με καταχώριση γραπτής αίτησης μαζί με την πρωτόδικη απόφαση.
Ο Πιλάτος δεν έκανε τίποτε απ’ αυτά. Κατέβη από την έδρα του, πράγμα που κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ότι δεν έχει πλέον δικαστική εξουσία, μπήκε στο Πραιτώριο και εκεί συνομίλησε με τον κατηγορούμενο, μακριά από το μαινόμενο πλήθος των εβραίων, ενεργώντας κάποιας μορφής ανάκριση.
«Συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων;» (Λουκά ΚΓ’3), ρώτησε ο Πιλάτος τον Ιησούν, ο οποίος απεκρίθη «η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου …. εγώ …. εις τούτο ελήληθα εις τον κόσμον, ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». (Ιω. ΙΗ’, 35 επ.)
Την απάντηση του Ιησού την κατάλαβε ο Πιλάτος. Ο Χριστός ήτανε πνευματικός ηγέτης και όχι κοσμικός άρχοντας. Έκρινε αμέσως ότι δεν ευσταθούσε η κατηγορία και δεν υπήρξε ο Ιησούς ένοχος αντιποίησης εξουσίας.
Ο Πιλάτος επιβεβαίωσε τη θέση του με τη φράση που εξεστόμισε «τι έστιν αλήθεια;» Μια ερώτηση που δεν περίμενε απάντηση γιατί η αλήθεια ήτανε κατ’ εκείνον μια φιλοσοφική ουτοπία. Με το πρακτικό ρωμαϊκό πνεύμα που τον χαρακτήριζε ο Πιλάτος βγήκε από το Πραιτώριο και αθώωσε αμέσως τον κατηγορούμενο λέγοντας στους Ιουδαίους «εγώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω εν αυτώ». (Ιω. ΙΗ’ 38).
Έπρεπε ο Ιησούς να αφεθεί αμέσως ελεύθερος.
Ο όχλος όμως δημιουργούσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στο ανάκτορο επιμένοντας στη θανατική καταδίκη. Μέσα από τις φωνές ο Πιλάτος ξεχώρισε ότι ο Ιησούς ήτανε Γαλιλαίος. Και η Γαλιλαία ήταν έξω από τη δικαιοδοσία του Πιλάτου. Η Γαλιλαία είχε άρχοντα, τετράρχη, τον εξηρτημένο βασιλιά Ηρώδη τον Αντύπα.
Ο Πιλάτος λοιπόν παρά το γεγονός ότι είχε αμέσως προηγουμένως αθωώσει τον Ιησούν, επικαλέστηκε την τοπική αρμοδιότητα του Ηρώδη. Και για να απαλλαγεί από κάθε ευθύνη έστειλε τον Ιησούν στον Ηρώδη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στην Ιερουσαλήμ. (Λουκά ΚΓ’ 6-7)
Ο Ιησούς δεν απάντησε σε καμιά από τις ερωτήσεις του Ηρώδη, που αποκεφάλισε τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Ο πανούργος Ηρώδης δεν θέλησε να ξαναβάψει τα χέρια του με άγιο αίμα και απεφάσισε ότι δεν έχει αρμοδιότητα γιατί το αδίκημα του Ιησού και η εβραϊκή καταδίκη του έγιναν έξω από τα δικά του σύνορα της Γαλιλαίας.
Ο Χριστός λοιπόν αθωώθηκε για δεύτερη φορά από τη Ρωμαϊκή εξουσία με την απόφαση του Ηρώδη.
Αντί όμως να αφεθεί ελεύθερος οδηγείται και πάλιν δέσμιος στον Πιλάτο, αφού ο Ηρώδης και οι στρατιώτες του τον εξευτέλισαν και του φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκά ΚΓ’ 11) πράγματα εντελώς απαράδεκτα με την απαλλαγή του κατηγορούμενου, έστω και για έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας.
Ο Πιλάτος βγήκε στον εξώστη του Πραιτωρίου και αθώωσε γι’ άλλη μια φορά τον Ιησούν λέγοντας «ιδού εγώ ενώπιον υμών ανακρίνας ουδέν εύρον εν τω ανθρώπω τούτω αίτιον ων κατηγορείτε κατ’ αυτού. Αλλ’ ουδέ Ηρώδης. Ανέπεμψα γαρ υμάς προς αυτόν. Και ιδού ουδέν άξιον θανάτου εστί πεπραγμένον αυτώ». (Λουκά ΚΓ’ 15-16)
Οι Ιουδαίοι φώναζαν περισσότερο και στο δίλημμα του Πιλάτου προστέθηκε και το μήνυμα της γυναίκας του Πρόκλας «μηδέν σοι και τω δικαίω εκείνω. Πολλά γαρ έπαθον σήμερον κατ’ όναρ δι’ αυτόν» (Ματθαίου ΚΖ’20). Αξίζει να σημειωθεί ότι η Πρόκλα βαφτίστηκε Χριστιανή και εορτάζεται η μνήμη της σαν αγίας στις 27 Οκτωβρίου.
Ο Πιλάτος παρουσίασε το Χριστό και το ληστή Βαρραβά μπροστά στο λαό και ρώτησε ποιόν από τους δύο να απολύση για τη γιορτή του Πάσχα. Και ακούγονταν ακόμη δυνατότερες οι φωνές του όχλου που ζητούσε την απόλυση του Βαρραβά και τη θανάτωση του Ιησού.
Ο σκληρός τύρρανος, που ήτανε ταυτόχρονα άβουλος και αναποφάσιστος, διέταξε να μαστιγωθεί ο Ιησούς. Η μαστίγωση ήτανε σκληρή ποινή που συνόδευε την έσχατη ποινή της σταυρώσεως. Μπορούσε να επιβληθεί και σαν αυτοτελής ποινή. Σε καμιά περίπτωση όμως δε μπορούσε να επιβληθεί σε πρόσωπο που αθωώθηκε ή έστω σε κατηγορούμενο πριν από την τελική καταδίκη του. Η νομοθεσία του Ιουλίου Καίσαρος (Τίτλος Ι θέμα 1ον και τίτλος 6ος θέμα 7ον) ήτανε σαφής και παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές που θα ντροπιάζουν την ανθρωπότητα και ειδικότερα την ανθρώπινη δικαιοσύνη ακολούθησαν. Μετά από το βάναυσο φραγγέλωμα στην αυλή του Πραιτωρίου έντυσαν το ματωμένο σώμα του ενανθρωπίσαντος Θεού με βασιλική χλαμίδα, στεφάνωσαν την κεφαλή του αιώνιου Βασιλέα με ακάνθινο στεφάνι και βασάνισαν και εξευτέλισαν τον αμνό του Θεού τον αίροντα την αμαρτία του κόσμου. (Ιω. ΙΘ’ 1-3)
Ο εκπρόσωπος της ανθρώπινης δικαιοσύνης, ο Πιλάτος, βγήκε πάλι από το Πραιτώριο, κάθισε στην δικαστική έδρα στο ύψωμα του Λιθόστρωτου και απευθυνόμενος στους αρχιερείς και τον όχλο «λέγει αυτοίς. Ιδε ο άνθρωπος. Ότε ουν είδον αυτόν οι αρχιερείς και οι υπηρέται, εκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος. Λάβετε αυτόν υμείς και σταυρώσατε. Εγώ γαρ ουχ ευρίσκω εν αυτώ αιτίαν. Απεκρίθησαν αυτώ οι Ιουδαίοι: ημείς νόμον έχομεν, κατά τον νόμον ημών οφείλει αποθανείν, ότι εαυτόν Θεού υιόν εποίησεν.» (Ιω.ΙΘ’ 6-7)
Ο Πιλάτος αθώωσε το Χριστό για άλλη μια φορά, αλλά πάλε δεν τον απέλυσε. Και οι Ιουδαίοι παραδέχθηκαν ότι ο κατηγορούμενος βρέθηκε από το Μέγα Συνέδριο ένοχος θανάτου κατά το Μωσαϊκό δήθεν Νόμο γιατί απεκάλεσε τον εαυτό του υιό Θεού, πράγμα που απέκρυψαν από τον Πιλάτο μέχρι τη στιγμή αυτή.
Ο Πιλάτος παρέβη τη βασική νομική αρχή του Ρωμαϊκού Δικαίου «non bis in idem» (όχι δις επί της αυτής υποθέσεως) και ξαναμπήκε στο Πραιτώριο για να ανακρίνει και πάλε τον Ιησούν.
Η νέα απροσδόκητη κατηγορία ότι «εαυτόν υιόν Θεού εποίησε», η επιβλητική προσωπικότητα του Κυρίου, η γαλήνη που ακτινοβολούσε, το μήνυμα της γυναίκας του Πιλάτου και ο θρησκευτικός φανατισμός των Ιουδαίων συγκλόνισαν και σύγχισαν τον Πιλάτο.
Ο Πιλάτος συνομίλησε πάλε με τον Κύριο. Ο κατηγορούμενος δεν ήτανε συνηθισμένος άνθρωπος και μιλούσε σαν να είχε θεϊκή εξουσία. Ο κατηγορούμενος ήτανε ανώτερος από το δικαστή του. «Εκ τούτου εζήτει ο Πιλάτος απολύσαι αυτόν.» (Ιω. ΙΘ’13)
Ξανακάθησε ο Πιλάτος στη δικαστική έδρα και άνοιξε νέα συζήτηση με τον όχλο σε μια τελευταία προσπάθεια να αποφύγει τη σταύρωση του Ιησού. «οι δε Ιουδαίοι έκραζον λέγοντες. εάν τούτον απολύσης ουκ ει φίλος του Καίσαρος. πας ο βασιλέα εαυτόν ποιών αντιλέγει το Καίσαρι» (Ιω.ΙΘ’13).
Το τελευταίο τέχνασμα των εβραίων συγκλόνισε τον Πιλάτο γιατί βρισκόταν σε κάποια δυσμένεια του αυτοκράτορα Τιβερίου (Ιωσήπου Lib. XIII, Cap. III, p.1) και αποφάσισε αμέσως να σώσει το τομάρι του παρά να υπερασπιστεί τη δικαιοσύνη. Για να αποφύγει το βάρος της άδικης καταδίκης δεν εξέδωσε δικιά του απόφαση αλλά «λαβών ύδωρ απενίψατο τας χείρας απέναντι του όχλου λέγων. Αθώος ειμί από του αίματος του δικαίου τούτου. Υμείς όψεσθε. Και αποκριθείς πας ο λαός είπε. Το αίμα αυτού εφ’ ημάς και επί τα τέκνα υμών. Τότε απέλυσεν αυτοίς τον Βαρραβάν, τον δε Ιησούν φραγγελλώσας παρέδωκεν ίνα σταυρωθή.» (Ματθ. ΚΖ’ 24)
Εάν θεωρηθεί ότι η πράξη του Πιλάτου να νήψει τα χέρια του και να επιτρέψει στους Εβραίους να σταυρώσουν το Χριστό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη τότε πρέπει να θεωρήσουμε ότι κατεδικάσθη ο Ιησούς σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία επειδή παρουσιαζόταν σαν βασιλέας, πράξη αντίθετη προς την Lex Julia Majestatis και τα Crimina Imminutae Majestatis.
Και ακολούθησε η εκτέλεση. Οι άνθρωποι σταύρωσαν τον ίδιο το Θεό τους. Και στάθηκαν οι Εβραίοι απέναντι από τον Σταυρό και έβριζαν και κορόϊδευαν. (Μάρκον ΙΕ΄31) «Ομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες προς αλλήλους μετά των γραμματέων έλεγον άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι.» Παραδεχόταν δηλαδή και ενώπιον του Σταυρού ότι ο Χριστός έκανε θαύματα και έσωσε άλλους.
Σταυρώθηκε λοιπόν ο Χριστός και απέθανε και την τρίτη ημέρα ανεστήθη. Τι απέγιναν όμως οι άνθρωποι που ήταν υπόλογοι για την άδικη καταδίκη Του;
Ο προδότης Ιούδας επέστρεψε στον Ναό, έριξε πίσω τα τριάκοντα αργύρια και κρεμάστηκε σε δένδρο έξω από την Ιερουσαλήμ και αυτοκτόνησε.
Στο βίο της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής (Μέγας Συναξαριστής, ΄Εκδοση Ε, Τόμος 7ος, σελ. 425) αναφέρεται ότι πήγε στη Ρώμη και κατήγγειλε στον Τιβέριο Καίσαρα τον Πόντιο Πιλάτο και τους αρχιερείς. Ο Καίσαρας ακούοντας για τα θαύματα του Χριστού και γνωρίζοντας ότι κατά τον χρόνο της σταύρωσης, έγινε σκότος σε ολόκληρη την οικουμένη διέταξε την προσαγωγή του Πιλάτου, του Άννα και του Καϊάφα στη Ρώμη. Ο Καϊάφας πέθανε κατά το ταξίδι και ο Άννας εκτελέστηκε στη Ρώμη. Ο Πιλάτος φυλακίστηκε έξω από τη Ρώμη και πέθανε στην φυλακή. Αντίθετα στα «χρονικά» του Ζωναρά, βιβλίο Στ’, γράφεται ότι ο διάδοχος του Τιβερίου ο Καλλιγούλας εξόρισε τον Πιλάτο στην Γαλλία και στο Γ’ βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Ευσέβιου γράφεται ότι ο Πιλάτος όταν ήταν εξόριστος στην Γαλλία ήρθε σε απόγνωση και αυτοκτόνησε.
Αυτά λοιπόν για τη δίκη του Χριστού και για τη δίκη των δικαστών Του, στην οποία ο Αυτοκράτορας κατεδίκασε τους δικαστές και κατά συνέπεια αυτή η απόφαση αποτελεί την έβδομη και τελική αθώωση του Χριστού.
Στην εβραϊκή δίκη του Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 από τις παραβάσεις του Μωσαϊκού Νόμου.
Στη δίκη του Πιλάτου σημειώσαμε άλλες 16 σοβαρές παραβάσεις του Ρωμαϊκού Δικαίου.
Η όλη όμως διεξαγωγή των δικών, από τη βραδινή σύλληψη μέχρι την μεσημβρινή Σταύρωση, οι ψευδείς και εναλλασσόμενες κατηγορίες, η συνεχής εναλλαγή της δίκης και της ανάκρισης, η μεταφορά του Χριστού από τα σπίτια των αρχιερέων στο Πραιτώριο, στο λιθόστρωτο, στον Ηρώδη, οι βασανισμοί του κατηγορουμένου και η Σταύρωση Του ενώ βρέθηκε 6 φορές αθώος από τον Πιλάτο και τον Ηρώδη, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν σαν δίκη, ούτε σαν παρωδία δίκης αλλά σαν το μεγαλύτερο κακούργημα της ανθρωπότητας και την αιώνια ντροπή που βαρύνει τον κόσμο όλο. Μεγαλύτερο έγκλημα δε μπορούσε να διαπράξει ο άνθρωπος. Και όμως τον Σταυρό του θανάτου μετέτρεψε ο Κύριος σε ξύλο της ζωής και το μέγα έγκλημα το μετέτρεψε σε Θείο Σχέδιο Σωτηρίας για μας, τους δήμιούς Του.
Τίποτε αντάξιο της θυσίας Του δεν έχουμε να του αντιπροσφέρουμε και περιοριζόμαστε στο μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως. Το Αίμα του Χριστού δεν είναι «εφ’ υμάς και επί τα τέκνα ημών» αλλά μας προσφέρεται για να σωθούμε εμείς και τα παιδιά μας.
Ευχόμαστε η Σταυρική θυσία του Κυρίου μας να σώσει εμάς από τη δικαία καταδίκη.
Χρήστος Δερμοσσονιάδης
Πηγή: Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου.
Η Δ' Σταυροφορία αποτέλεσε το άλλοθι των Φραγκολατίνων για τη διάλυση της Ρωμιοσύνης
«Η λεηλασία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους δεν έχει το αντίστοιχό της στην Ιστορία», σύμφωνα με τον Σερ Στήβεν Ράνσιμαν. Όπως, μάλιστα, υποστηρίζεται η Δ´ Σταυροφορία αποτέλεσε το άλλοθι των Φραγκολατίνων για τη διάλυση της Ρωμιοσύνης.
“Ιστορία των Σταυροφοριών”
Ενώ τονίζεται η 29η Μαϊου 1453 ως το τέλος της χιλιόχρονης αυτοκρατορίας μας, το κυριότερο γεγονός που κλόνισε την ύπαρξή της ανεπανόρθωτα, και οδήγησε στον οριστικό τερματισμό της υλικής και οικονομικής υπεροχής του κράτους μας σε όλη την Ευρώπη, και τελικά στο 1453, δηλαδή η καταστροφή της Ρωμανίας από τη Δύση, με την Άλωση της Νέας Ρώμης/Κωνσταντινούπολης την 13η Απριλίου 1204 από τους Σταυροφόρους, αποσιωπάται ή δεν του δίνεται η πρέπουσα σημασία. Θα έλεγε κανείς, ότι επειδή ο προσανατολισμός του νεοελληνικού κράτους ήταν προς τη Δύση, οι ηγέτες του σκέφτηκαν ότι αυτός ο προσανατολισμός συνεπάγεται απαραίτητα και τη λήθη της ιστορίας, τη λήθη του γεγονότος ότι εξαιτίας της Άλωσης του 1204 η Ρωμηοσύνη στάθηκε αδύναμη να αντιμετωπίσει τους Τούρκους.
Με άλλα λόγια, η Άλωση του 1204 οδήγησε στα 400-600 χρόνια Τουρκοκρατίας, αλλά αυτό το συμπέρασμα απωθήθηκε, πιθανότατα λόγω του ιδεολογικού προσανατολισμού της ηγετικής τάξης του Ελληνικού κράτους. Είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, πως αυτή ήταν η αιτία της επικράτησης των Τούρκων στη Μικρά Ασία και τα Βαλκάνια. Ένα Ρωμαίικο Κράτος που δεν θα είχε υποστεί την Άλωση του 1204, πιθανότατα θα ανέκαμπτε, όπως είχε κάνει πολλές φορές στο παρελθόν άλλωστε, και θα αντιμετώπιζε τους Τούρκους νικηφόρα, όπως και τους Άραβες. Αλλα αυτή η ευκαιρία δεν δόθηκε στην Ρωμιοσύνη.
Η ευκαιρία να χτυπηθεί η Ρωμιοσύνη, δεν άργησε να δοθεί στους Φραγκολατίνους. Ήδη από τον 12 αι πολλές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη. Απολάμβαναν προνόμια και ήταν προκλητικοί προς τους Ρωμιούς της Κωνσταντινούπολης. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α’ Κομνηνός παραχώρησε το 1082 υπέρμετρα δικαιώματα που τους έκαναν μισητούς στους Ρωμαίους. Ο Ιωάννης ο Β’ έκανε κάποιες προσπάθειες ώστε θα θέσει τέλος στα προνόμια αυτά. Αλλά η ενέργεια του αυτή, είχε ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες από μέρους τους τόσο στο Αιγαίο, όσο και στο Ιόνιο και την Αδριατική. Αναγκάστηκε, ο αυτοκράτορας να ξαναδώσει πίσω τα προνόμια, όταν ο στόλος των Βενετών κινήθηκε εχθρικά προς τα εδάφη της Ρωμανίας. Οι Λατίνοι. είχαν αλλοιώσει πολλές πλευρές της δημόσιας ζωής και οικονομικά διείσδυαν στον εμπορικό/επαγγελματικό ιστό συμβάλλοντας στην παρακμή της αυτοκρατορίας. Η Ρωμαϊκή οικονομία, πλέον ήταν υποχείριο της δύσης.
Ο λαός της Ρωμιοσύνης, αντιστάθηκε στις προκλήσεις τους, με μεγάλες εξεγέρσεις, οι οποίες βάφτηκαν με αίμα. Τον Μάιο του 1182, έγινε η πρώτη εξέγερση κατά των Λατίνων. Μια επανάσταση που χαρακτηρίστηκε από σφαγές και εξανδραποδισμούς. Κάτω από την πίεση της κατάστασης ο Ανδρόνικος ο Α’ αναγκάστηκε να υιοθετήσει την αντιλατινική πολιτική. Όπως είναι φυσικό, οι Λατίνοι αντέδρασαν κατά της Ρωμανίας. Η επεκτατική πολιτική τους εκφράστηκε με την επίθεση των Ούγγρων στη βαλκανική το 1183 καθώς και με την επίθεση των Νορμανδών κατά των Ρωμαϊκών εδαφών το 1185, με αποτέλεσμα την άλωση της Θεσσαλονίκης. Ακολούθησε νέα επανάσταση του δυσαρεστημένου από τα γεγονότα λαού στη την οποία σφαγιάστηκε ο Ανδρόνικος.
Αυτοκράτορας έγινε ο Iσαάκιος ο B΄ ο Άγγελος. Δυστυχώς, εκείνη την περίοδο, η Ρωμανία έπασχε από ελλιπή ηγεσία Οι Άγγελοι ήταν ίσως η χειρότερη δυναστεία! Ο Παπαρρηγόπουλος λέει (Δ΄ Β 237): “η ολεθρία των Αγγέλων γενεά”. ο Iσαάκιος προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με τους Λατίνους και να τους παραχωρήσει ξανά, ευνοϊκή μεταχείριση. Το 1187 επαναφέρει τα προνόμια των Βενετών, οι οποίοι έχουν πλέον την υποχρέωση να μην συνάπτουν συμμαχίες ενάντια στην Αυτοκρατορία. Το 1195 ανατρέπεται ο Ισαακιος από τον Αδελφό του Αλέξιο Γ’ , πράγμα το οποίο κάνει τους Βενετούς σκεπτικούς, αν και τα προνόμια τους ανανεώνονται.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ’ ήταν ο πνευματικός πατέρας της 4ης Σταυροφορίας. Υπήρχε σε αυτήν ένα ανάμεικτο πνεύμα αρρωστημένης θρησκευτικότητας και «ιπποτικής» ιδεολογίας. Έστειλε τους Λατίνους ιεροκήρυκες να προωθήσουν την υπόθεση του ιερού πολέμου στην Δυτική Ευρώπη. την κήρυξη του ιερού πολέμου. Ο Θεοβάλδος ο Γ΄., κόμης της Καμπανίας, κήρυξε τελικά τον (ανίερο) πόλεμο. Οι Σταυροφόροι “Ήταν ένα περίεργο ανακάτωμα από ευσεβείς και θρήσκους άνδρες, αλλά και από αποβράσματα της κοινωνίας, από ανθρώπους, δηλαδή, που ήταν ικανοί για κάθε έγκλημα” [Παντίτ Νεχρού “Παγκόσμιος Ιστορία”, επιστολή 62α]. Μυριάδες λαού έσπευσαν στο κάλεσμα των κηρύκων της Σταυροφορίας. Η θρησκευτικότητα ήταν πρόσχημα και επικάλυψη της κατάκτησης. Οι ελευθερωτές των Αγίων Τόπων έγιναν κατακτητές της Ανατολής, κοσμικοί και πνευματικοί αφέντες και δυνάστες. Το φεουδαρχικό κλίμα της Φράγκικης Δύσης μεταφυτεύτηκε στην Ανατολή.
To συμβούλιο που αποτελείτο από τους Φεουδάρχες οι οποίοι λάμβαναν μέρος στην σταυροφορία αποφάσισε πως η συγκέντρωση θα γινόταν στην Βενετία και κατόπιν θα κατευθύνονταν είτε στην Συρία, είτε στην Αίγυπτο. Οι σταυροφόροι έπασχαν τόσο από πλευράς οργάνωσης και εξοπλισμού, όσο και στα οικονομικά. Γι’ αυτό συνάψανε συμφωνία με τους Βενετούς, με την οποία θα παρείχετο τροφή και υποστήριξη, έναντι 85.000 μάρκων. Επίσης προσέφεραν και τα μισά εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Οι περισσότεροι έφτασαν το 1202, αργοπορημένα στην Βενετία. Η οργάνωση, ο εξοπλισμός και τα οικονομικά τους ήταν σε άθλια κατάσταση. Μια και δεν μπορούσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, οι σταυροφόροι αναγκάστηκαν να βοηθήσουν τους Βενετούς χτυπώντας εχθρικές πόλεις, ως «πληρωμή». Κατέστρεψαν και λεηλάτησαν την πόλη Ζάρα.
Ο Βολταίρος έλεγε ότι η “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους” δεν ήταν ούτε αγία, ούτε ρωμαϊκή ούτε καν αυτοκρατορία! Η Βενετική “Serenissima Repubblica” (Γαληνότατη Δημοκρατία) κατ’ αναλογία , ούτε γαλήνια, ούτε και Δημοκρατία ήταν. Ήταν ένα κράτος βαθιά ιμπεριαλιστικό, πλουτοκρατικό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό / αριστοκρατικό. Το Βενετικό κράτος ήταν «εμπορικό».
Βεβαίως, δεν γνωρίζουμε αν το να είσαι κλέπτης και κλεπταποδόχος είναι «εμπόριο». Ο Φράγκος σταυροφόρος εντυπωσίασε, κλέβοντας και διαλύοντας την Ρωμηοσύνη. Δεν είναι μόνο τα «ελγίνεια» μάρμαρα που ξέρουμε όλοι. Όποιος έχει επισκεφθεί την Ιταλία, θαυμάζει, τα τέσσερα χάλκινα άλογα που κοσμούν τον εξώστη του ναού, τα οποία κάποτε στόλιζαν τον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης!
Ακόμα και η βαριά μεγαλοπρεπής χαλύβδινη πόρτα του ναού, κάποτε κοσμούσε την Αγία Σοφία! Η Βενετία, ξεκίνησε ως μία καθαρά Ρωμαίικη πόλη, αλλά τελικά κατάληξε να αλωθεί πολιτισμικά από τους Φράγκους και να γίνει και αυτή Φραγκική. Αυτό συνέβη, κυρίως, μετά την κατάληψη του Πατριαρχείου Ρώμης από τους Φράγκους. Για παράδειγμα, ως τον 10ο αιώνα τα δημόσια έγγραφα της Βενετίας άνοιγαν με το όνομα του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Στα τέλη του 12ου αιώνα όλοι οι Δόγηδες έφεραν τίτλους Ρωμηών αυλικών αξιωματούχων. Το σύστημα χρονολόγησης των εγγράφων παρέμεινε Ρωμαϊκό και συνέχισε να χρησιμοποιεί το μεσαιωνικό Index, ενώ ως την ενθρόνιση του τελευταίου βενετού Δόγη το 1789 το τελετουργικό ακολουθούσε αυστηρά τη Ρωμαίικη παράδοση. [GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004] Μόνο μετά το 1797, οπότε και εγκαθιδρύθηκε η «Γαληνότατη Δημοκρατία», η Βενετία απέταξε εντελώς τα σύμβολα της Ρωμαίικης αυτοκρατορίας.
Στην πόλη Ζάρα στην Αδριατική Ακτή, αρχές του 1203, οι σταυροφόροι δέχτηκαν τους αντιπροσώπους του Αλέξιου Δ΄ Αγγελου , υιού του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισάκιου Β΄ Αγγελου,. Η αδελφή του Αλέξιου είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Σουηβίας Φίλιππο. Ο Αλέξιος Δ΄ έχει χαρακτηριστεί ο «Εφιάλτης» της Ρωμανίας! Αυτός έφερε τους Λατίνους Σταυροφόρους στην Κωνσταντινούπολη. Ήθελε να αποκαταστήσει, στον θρόνο, τον πατέρα του Ισαάκιο. Συνεργάστηκε όμως, με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, για να πετύχει τον σκοπό του. Οι Σταυροφόροι δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν, και απέπλευσαν προς Κέρκυρα, όπου ο Αλέξιος επανέλαβε τις προτάσεις του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε ο δόγης της Bενετίας Eρρίκος Δάνδολος, ο οποίος έτρεφε μίσος κατά των Ρωμηών. Ο Δάνδολος έγινε Δόγης όταν ήταν 85 ετών. Είχε τυφλωθεί στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ήταν επικεφαλής μίας πρεσβείας των Βενετών στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Το 1171, ο αυτοκράτορας, έχοντας απηυδήσει από την “ανυπόφορη” συμπεριφορά των Βενετών εμπόρων, είχε συλλάβει μερικούς από αυτούς. Ο Δάνδολος θα έλθει, τότε, σε σύγκρουση με τον Μανουήλ Α΄ και σε μια συμπλοκή στην Πόλη, τραυματίστηκε και τυφλώθηκε, σύμφωνα με τον Στήβεν Ράνσιμαν. Έτσι, ο Δάνδολος μισούσε θανάσιμα τους Ρωμηούς και ανέμενε κάποια ευκαιρία, για ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Επόμενο ήταν να «αρπάξει την ευκαιρία» και να ασκήσει και αυτός επιρροή, ώστε η εκστρατεία να κατευθυνθεί προς την Νέα Ρώμη / Κωνσταντινούπολη.
Τον Μάιο του 1203 ο στόλος των σταυροφόρων έφυγε από την Κέρκυρα και έφθασε στην Βασιλεύουσα τον Ιούνιο. O ιππότης Γοδεφρείδος Bιλλεαρδουΐνος, που μετείχε ο ίδιος στη Σταυροφορία, έκπληκτος και αυτός, έγραψε χρονογραφία («Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης») που δίνει σαφή εικόνα των εντυπώσεων, σχετικά με το μέγεθος του ρωμαϊκού πολιτισμού, που αντίκρισαν οι στρατιώτες:
Παράγραφος 128.: «Τώρα μπορείτε να μάθετε πως κοίταζαν επίμονα την Κωνσταντινούπολη εκείνοι που δεν την είχαν δει ποτέ [σ.σ.: αναφέρεται στην στιγμή όπου τα δυτικά στρατεύματα πρωτοαντίκρισαν την Πόλη, 24 Ιουνίου 1203]. Γιατί δεν μπορούσαν καθόλου να σκεφτούν πως μπορεί να υπάρχει σε όλο τον κόσμο μια τόσο ΠΛΟΥΣΙΑ πόλη, όταν είδαν αυτά τα ψηλά της τείχη και τους ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ πύργους κι αυτά τα ΠΛΟΥΣΙΑ παλάτια με τις ψηλές εκκλησίες, που ήταν τόσες πολλές που κανείς δεν θα το πίστευε αν δε το έβλεπε με τα μάτια του, και ακόμα το μήκος της πόλης που κυβερνούσε τις υπόλοιπες. Και μάθετε πως δεν υπήρξε άνθρωπος, άνθρωπος τόσο ασυγκίνητος, που να μην ανατριχιάσει. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου περίεργο, γιατί ποτέ δεν ανέλαβαν άνθρωποι μια τόσο μεγάλη επιχείρηση από τότε που χτίστηκε ο κόσμος.»
Τρομοκρατημένος ο σφετεριστής αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ διέφυγε στην Θράκη παίρνοντας μαζί του το κρατικό θησαυροφυλάκιο. Με την βοήθεια των Φράγκων που παρέμειναν έξω από την πόλη, ο τυφλωμένος πρώην αυτοκράτορας Ισαάκιος Β΄ Άγγελος αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Συναυτοκράτορας έγινε ο υιός του Αλέξιος Δ΄ Άγγελος. Ο Iσαάκιος επικύρωσε με χρυσόβουλλο όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει απέναντι στους Σταυροφόρους ο Aλέξιος ο Δ΄. Η βασιλεία τους, όμως, δεν κράτησε πολύ.
Ο λαός αντέδρασε στην υποδούλωση στους δυτικούς, που ήταν εμφανής και ξέσπασε επανάσταση. Την αγανάκτηση του πληθυσμού προκάλεσαν η επιβολή βαριάς φορολογίας και η ληστρική συμπεριφορά των σταυροφόρων. Η επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα ο Αλέξιος Δ” να χάσει τόσο το στέμμα, όσο και την ίδια τη ζωή του. Στο θρόνο ανέβηκε ο γαμπρός του Αλέξιου Γ”, Αλέξιος Ε” Δούκας Μούρτζουφλος τον Ιανουάριο του 1204. Οι σταυροφόροι εκμεταλλεύθηκαν την ευκαιρία και αποφάσισαν να επέμβουν, αυτή τη φορά όμως για να τοποθετήσουν όχι μια Ρωμαίικη κυβέρνηση, αλλά μια δική τους. Με εισήγηση του δόγη της Βενετίας Δάνδολου υπέγραψαν μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης συμφωνία διανομής των εδαφών της Ρωμανίας (Partitio Romaniae) και άρχισαν την πολιορκία της πόλης που έπεσε στα χέρια τους στις 13 Απριλίου 1204. Η ειρωνεία της τύχης είναι πως ο Δάνδολος πέθανε στην Κων/πολη και θάφτηκε στην Αγία Σοφία.
Η «βασιλίδα των πόλεων», απόρθητη από την εποχή της ίδρυσής της υπέκυψε για πρώτη φορά στον εχθρό. Φοβερές λεηλασίες και σφαγές ακολούθησαν την άλωση της Πόλης. Kύριοι της Kωνσταντινούπολης οι σταυροφόροι και οι συνεργάτες τους Bενετοί επέβαλαν το δίκαιο του κατακτητή. Οι σφαγές και η λεηλασία των δημόσιων κτηρίων και των ιδιωτικών κατοικιών ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Άπληστοι και ακόρεστοι οι ιππότες της Δύσης επέπεσαν πάνω στα θαυμαστά πλούτη και τους θησαυρούς που είχαν συγκεντρώσει αιώνες πολιτισμού στη Bασιλεύουσα. [«H Δ’ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης», Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντ. Eρευνών, ενθετο «Επτά Ημέρες» εφημ «Καθημερινή», 1-11-98].
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ” (1198-1216), θα απειλήσει, δήθεν, τους Σταυροφόρους με αφορισμό, αλλά θα φροντίσει να λησμονήσει, εγκαίρως, την απειλή του. Μετά την καταστροφή της Βασιλεύουσας, θα γράψει προς τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Θεόδωρο Λάσκαρη ότι «οι Λατίνοι υπήρξαν όργανο της Θείας Προνοίας, που τιμώρησε τους “Ελληνες για την άρνησί τους να δεχθούν την ηγεσία της Ρωμαϊκής Εκκλησίας» [Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, “’Ελληνες και Λατίνοι”, Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα , σ. 278,] Σε ολόκληρη την Δύση θα ψάλλουν ύμνους για να πανηγυρίσουν την πτώση της «μεγάλης ανίερης (profana) πόλεως».
Στη θέση του αυτοκράτορα τοποθετήθηκε νέα λατινική κυβέρνηση. Οι κληρονόμοι του Ρωμαϊκού θρόνου, από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας, επρόκειτο να συνεχίσουν τους αγώνες, μέχρι την ανάκτησή της το 1261 από το Μιχαήλ Η” Παλαιολόγο.
ΔΙΑΒΑΖΟΥΜΕ:
«Οι επιπτώσεις της Τέταρτης Σταυροφορίας επί του ευρωπαϊκού πολιτισμού υπήρξαν εξ ολοκλήρου καταστρεπτικές. Η λάμψη του ελληνικού πολιτισμού, την οποία το Βυζάντιο (σ.σ: διάβαζε Ρωμανία) συντηρούσε επί εν¬νέα αιώνες μετά από την επιλογή της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύου¬σας, έσβησε ξαφνικά… Το έγκλημα της Τέταρτης Σταυροφορίας παρέδω¬σε την Κωνσταντινούπολη και τη Βαλκανική Χερσόνησο σε έξι αιώνες βαρβαρότητας…
Προκειμένου να αντιληφθούμε την πλήρη σημασία της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, πρέπει να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε ποιος θα ήταν σήμερα ο πολιτισμός της Δυτικής Ευρώπης, αν η προ έξι αιώνων Ρωμανία δεν είχε καταστραφεί. Μπορεί κανείς να φανταστεί όχι μόνο τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο και τον Μαρμαρά να περιβάλλονται από προοδευτικά και πολιτισμένα έθνη. αλλά ακόμα και τα ανατολικά και νότια παράλια της Μεσογείου να έχουν επι¬στρέψει υπό μια καλή διακυβέρνηση και υπό μια θρησκεία η οποία δεν αποτελεί φραγμό στον πολιτισμό…» [σερ Έντουιν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»].
Η λεηλασία και απογύμνωση της Κωνσταντινουπόλεως από όλα της τα πλούτη, δεν είχε όμοιο της. Όσοι τολμούσαν να αντισταθούν σφάζονταν επί τόπου. Δεν έμεινε παλάτι, αρχοντικό εκκλησία μεγάλη ή μικρή, μοναστήρι, χαμοκέλα, που να μην υποστεί φρικώδη λεηλασία. Ιδίως τους προσέλκυσε ο μυθικός πλούτος της Αγίας Σοφίας. Μπήκαν μέσα στον Ιερό Ναό με άλογα και μουλάρια που λέρωναν με τις κοπριές τους το μαρμάρινο δάπεδο.
Και άρχισαν με φρενιτιώδη ταχύτητα να ξηλώνουν και να παίρνουν τα πάντα: από άγια δισκοπότηρα, ευαγγέλια, ιερά άμφια, άγιες εικόνες, την Αγία Τράπεζα, και το ασημένιο εικονοστάσιο του Τέμπλου, αφού προηγουμένος το έκαναν κομμάτια, μανουάλια, πολυκάνδηλα, μέχρι και κουρτίνες. Μάλιστα κατά τη διάρκεια της λεηλασίας μια Γαλλίδα πόρνη ανεβασμένη στον πατριαρχικό θρόνο χόρευε ασεμνα μισόγυμνη και τραγουδούσε. Ούτε οι τάφοι των Αυτοκρατόρων γλύτωσαν: συλήθηκαν όλοι, ενώ τα λείψανα πετάχτηκαν εδώ κι εκεί. π.χ. το πτώμα του Βασίλειου Β’ Μακεδόνα πετάχτηκε έξω και στα χέρια του τοποθέτησαν οι Φράγκοι μια φλογέρα –ειρωνικά -. Με αφορμή αυτό το γεγονός ο Παλαμάς έγραψε το ποίημα «η φλογέρα του βασιλιά».
Κυρίως όμως καταστράφηκαν αναρίθμητα έργα τέχνης. Τόσο της κλασσικής αρχαιότητας (π.χ. αγάλματα του Δια, του Απόλλωνα, των Διοσκούρων, το χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή από τον Λύσσιπο τον Σικυώνιο, της Άρτεμης, της Ηρας, της Ελένης του Μενελάου κ.ά. που κοσμούσαν δρόμους, πλατείες και παλάτια της Βασιλεύουσας) όσο και της Ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία κομμάτιαζαν για να αφαιρέσουν το χρυσό, το ασήμι και τους πολύτιμους λίθους, ενώ τα κατασκευασμένα από χαλκό τα έλυωναν στα καμίνια για να κόψουν νομίσματα. Τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα καίγονταν από τους σταυροφόρους, για να ψήσουν τα κρεατικά τους! Οι πιο φρικτοί από όλους ήταν οι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί, ενώ αντιθέτως οι Βενετοί που ήταν εξοικειωμένοι με το Ρωμάϊκο πολιτισμό ήταν οι πλέον φιλεύσπλαχνοι έναντι των ηττημένων: Ήταν τέτοια η έκταση της καταστροφής που στο τέλος το άλλοτε περικαλλές άστυ, η Βασιλίδα των πόλεων της οικουμένης, που επί 9 αιώνες είχε συσσωρεύσει αμύθητα πλούτη, κατάντησε σκέτο κουφάρι!
Μεθυσμένοι από τη νίκη τους οι Φραγκοδυτικοί περιγελούσαν τους νικημένους, φορούσαν με γελοίο τρόπο τα ρούχα που τούς είχαν αρπάξει, τοποθετούσαν στα κεφάλια των αλόγων τους τις καλύπτρες και τα κοσμήματα των Ρωμηών. Άλλοι κρατούσαν αντί για σπαθί χαρτιά, μελανοδοχεία, και βιβλία, και περιφέρονταν στους δρόμους της Πόλης, παριστάνοντας τους λογίους. Το πιο τραγικό από όλα ήταν όμως ότι ολόκληρος ο γυναικείος πληθυσμός της Κωνσταντινουπόλεως, αδιακρίτως ηλικίας ή ιδιότητας (μοναχές) υποβλήθηκε στην τρομερή διαδικασία του βιασμού. Τότε ακριβώς εσφάγησαν οι περισσότεροι από τους άρρενες κατοίκους: διότι στην προσπάθειά τους οι πατεράδες και οι σύζυγοι να διαφυλάξουν την τιμή των θυγατέρων και των συζύγων έπεσαν θύματα των αποχαλινωμένων Δυτικών. Βόγκηξε η Κωνσταντινούπολη από τον ατελείωτο βιασμό. Δεν περιγράφονται τα μαρτύρια που υπέστησαν οι κάτοικοι επί τρεις συνεχείς ημέρες, διότι τους βασάνιζαν απάνθρωπα για να τους αποκαλύψουν τα μέρη όπου είχαν κρύψει χρυσά και αργυρά νομίσματα και κυρίως τιμαλφή. Μόνο όταν κορέστηκε η δίψα τους για αρπαγή, αίμα και γενετήσιες απολαύσεις, ησύχασαν, αφού πρώτα τους τρόμαξε μια έκλειψη σελήνης. Κατόπιν συγκέντρωσαν όλη τη λεία και την έθεσαν υπό την φύλαξη των ευγενών.
Γράφει κι ο Νικήτας Χωνιάτης για την Άλωση της Πόλης:
«Κι έτσι, καθένας είχε πόνο, στα στενά θρήνος και κλάματα, στα τρίστρατα οδυρμοί, στους ναούς ολοφυρμοί, φωνές των ανδρών, κραυγές των γυναικών, απαγωγές, υποδουλώσεις, τραυματισμοί και βιασμοί σωμάτων. (..)Το ίδιο και στις πλατείες, και δεν υπήρχε μέρος ανεξερεύνητο που να δώσει άσυλο σε αυτούς. Χριστέ μου, τι θλίψη και φόβος υπήρχαν τότε στους ανθρώπους (…) Τέτοιες παρανομίες έκαναν οι στρατοί από τη Δύση εναντίον της κληρονομιάς του Χριστού, χωρίς να δείξουν σε κανένα φιλανθρωπία, αλλά γυμνώνοντάς τους όλους από χρήματα και κτήματα, από σπίτια και ρούχα. (…) και το πιο σημαντικό, αυτοί που πήραν το σταυρό στους ώμους και πολλές φορές ορκίστηκαν σε αυτόν και στα θεία λόγια ότι θα περάσουν δίχως να πειράξουν τις χώρες των Χριστιανών, χωρίς να κοιτάξουν αριστερά ή να εκκλίνουν προς τα δεξιά, αλλά θα οπλιστούν κατά των Σαρακηνών και να βάψουν τα ξίφη τους με το αίμα τους.(…)
Οι δε Σαρακηνοί δεν έκαναν έτσι, και φέρθηκαν πολύ φιλάνθρωπα και ευγενικά όταν κυρίευσαν την Ιερουσαλήμ. Γιατί ούτε πείραξαν τις γυναίκες των Λατίνων, ούτε τον κενό τάφο του Χριστού έκαναν ομαδικό τάφο,(…) και αφήνοντας όλους να φύγουν με ένα ορισμένο αριθμό χρυσών νομισμάτων και από τον καθένα έπαιρναν μερικά πράγματα αφήνοντας τα υπόλοιπα στους κατόχους τους, ακόμα κι αν αυτά ήταν σαν την άμμο. Κι έτσι φέρθηκε το γένος που μάχονταν το Χριστό [οι Άραβες] προς τους αλλόπιστους Λατίνους, ούτε με ξίφος ούτε με φωτιά ούτε με λιμό ούτε με διωγμούς ούτε με άλλα δεινά. Σε εμάς όμως τα προκάλεσαν αυτά τα παραπάνω οι φιλόχριστοι και ομόδοξοι [οι Δυτικοί της Δ΄ Σταυροφορίας], όπως είπαμε με συντομία, αν και δεν είχαμε κάνει κάποιο αδίκημα»
Και βεβαίως , είναι φυσικό που οι Ρωμηοί ένοιωθαν απορία με το μέγεθος της καταστροφής, αφού, με τον πόλεμο με τους άραβες , ουδέποτε είχαν γνωρίσει τέτοια κτηνωδία, τους φαινόταν ΑΔΙΑΝΟΗΤΟ πως άνθρωποι με πίστη στον Χριστό, ήταν δυνατόν να φέρονται έτσι. Σε αντίθεση με την γενικότερη έλλειψη ανεκτικότητας της Δύσης, στη Ρωμανία οι «μισαλλόδοξοι Ρωμηοί» (όπως αρέσκονται κάποιοι να αποκαλούν) είχαν κτίσει ήδη από τις αρχές του 8ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη τζαμί, για να προσεύχονται οι μουσουλμάνοι που περνούσαν από εκεί (π.χ. εμποροι), κι αργότερα έχτισαν και άλλα δύο. Ας μάς πει κανείς, πότε πρωτοχτίστηκε ισλαμικό τέμενος σε κράτος της Δυτικής Ευρώπης; Από τον 8ο αιώνα, οι Ρωμηοί δεν είχαν πρόβλημα να υπάρχει τζαμί στην πρωτεύουσα ενός χριστιανικού κράτους, το οποίο αντιμαχόταν τους Μουσουλμάνους και ήταν σε πόλεμο με αυτούς. Αν αυτό δε σημαίνει ανεκτικότητα, τότε τι σημαίνει, σε μια εποχή όπου οι Δυτικοί έκαναν Σταυροφορίες;
Διαβάζουμε, από την περιγραφή του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου, που συμμετείχε στη πολιορκία, στο “Χρονικό της Κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης”:
247. “Εκείνη τη νύχτα [σ.σ: 12 προς 13 Απριλίου 1204], μπροστά στο στρατόπεδο του Βονιφάτιου του Μονφερατικού, δεν ξέρω ποιοι άνθρωποι, που φοβόντουσαν μην τους επιτεθούν οι Έλληνες, βάλανε φωτιά στο χώρο ανάμεσα σε αυτούς και στους Έλληνες. Και η πόλη άρχισε να αρπάζει φωτιά και να καίγεται πολύ άσχημα, και καιγόταν όλη εκείνη τη νύχτα και την άλλη μέρα μέχρι το απόγευμα. Και τούτη ήταν η τρίτη πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη από τότε που ήρθανε οι Φράγκοι στην χώρα. Και υπήρχαν περισσότερα καμένα σπίτια από όσα υπήρχαν στις τρεις πιο μεγάλες πόλεις του βασιλείου της Γαλλίας.
248. Και τα λάφυρα ήταν τόσα πολλά που κανείς δεν ήξερε να πει πόσα, χρυσάφι, και ασήμι και σκεύη και πολύτιμα πετράδια και μετάξια και γούνινα φορέματα από γκρίζο σκίουρο και από ερμίνα, και όλα τα ακριβά πράγματα που βρέθηκαν ποτέ στη γη. Και δίνει βέβαιη μαρτυρία ο Γοδεφρίδος ο Μαρεσάλης της Καμπανίας, αληθινά και έχοντας σωστά τα λογικά του, πως από τότε που χτίστηκε ο κόσμος δεν πάρθηκαν τόσα λάφυρα από μια μόνο πόλη.
249. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μονφερράτου προχώρησε κατά μήκος της ακτής προς το παλάτι του Βουκολέοντα. Και σαν έφτασε εκεί, του το παρέδωσαν, για να σώσουν τη ζωή τους, εκείνοι που ήταν μέσα. Εκει βρήκε τις περισσότερες από τις πιο σπουδαίες κυρίες όλου του κόσμου, που είχαν καταφύγει στο κάστρο. Εκεί βρισκόταν η αδελφή του βασιλιά της Γαλλίας, που ήταν κάποτε αυτοκράτειρα [Αγνή, κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄], και η αδελφή του βασιλια της Ουγγαρίας που ήταν κι αυτή αυτοκρατειρα, και πολλές σπουδαίες κυρίες. Για το θησαυρό που βρισκόταν σε εκείνο το παλάτι, δε πρέπει καθόλου να μιλάμε. Γιατί υπήρχαν τόσα που δεν έχουν ούτε τέλος ούτε αριθμό.
251. Ο καθένας πήρε για να μείνει όποιο σπίτι ήθελε, και υπήρχαν πολλά. Και έπρεπε να δοξάσουν πολύ τον Κύριο Ημών, γιατί δεν είχαν πάνω από είκοσι χιλιάδες οπλισμένους ανθρώπους ανάμεσά τους και με τη βοήθεια του Θεού νίκησαν τετρακόσιες χιλιάδες ανθρώπους ή και περισσότερους, και μάλιστα μέσα στην πιο ισχυρή πόλη που υπήρξε σε όλον τον κόσμο, που ήταν μεγάλη πόλη, και η πιο καλά οχυρωμένη.
Όμως η λεηλασία και η άλωση, δεν σταμάτησε στο «1204». Η Φραγκικη αγνωμοσύνη και τάση προς την καταστροφή, συνεχίστηκαν και στους επόμενους αιώνες. Χαρακτηριστικό , είναι το εξής: Το 450 μ.Χ. ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη στην Παναγία. Κατόπιν, το 1453, κάτω από την κυριαρχία των Τούρκων πλέον, εξελίχθηκε σε τζαμί. Το 1674, ο Γάλλος πρεσβευτής Μαρκήσιος του Nointel επισκεύτηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον Jacques Carrey, ο οποίος έκανε κάποια σχέδια του Παρθενώνα. Στα σχέδια του Carrey φαίνεται ότι εκείνη την εποχή ο Παρθενώνας παρέμενε ακόμα άθικτος. Δεκατρία χρόνια αργότερα, το 1687, ο Βενετός στρατηγός Francesco Morosini πολιόρκησε την Ακρόπολη. Τη βομβάρδισε παρά το γεγονός ότι γνώριζε πως οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούσαν ως πυριτιδαποθήκη. Από την έκρηξη που δημιουργήθηκε καταστράφηκε μεγάλο μέρος του Παρθενώνα.
http://www.romanity.oodegr.com
Η Ιστορία - οι θρύλοι και η τέχνη πίσω από τον Ακάθιστο Ύμνο
Το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει ένα από τα δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους διαφέρουν πολύ.
Η ακολουθία ονομάζεται Ακάθιστος Ύμνος από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί καθ’ όλη τη διάρκεια της ψαλμωδίας της, εκφράζοντας έτσι τη τιμή, την ιδιαίτερη ευλάβεια και τις ευχαριστίες προς την Θεομήτωρ.
Τελείται τμηματικά κάθε Παρασκευή στις τέσσερις πρώτες εβδομάδες των Νηστειών, ενώ την Παρασκευή της Ε’ Εβδομάδος ανακεφαλαιώνεται ολόκληρος ο ύμνος. Θεωρείται δικαίως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας.
Η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και πλουτίζεται από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου. Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου.
Αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε «οίκος» ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα).
Το γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Ο πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος, όπου εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή (ο Ευαγγελισμός , η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ, οι αμφιβολίες του Ιωσήφ, η προσκύνηση των ποιμένων και των Μάγων, η Υπαπαντή και η φυγή στην Αίγυπτο).
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της.
Το πρόβλημα της σύνθεσης του Κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου παραμένει ένα από τα δυσκολότερα φιλολογικά προβλήματα, καθώς οι μελετητές όχι μόνο δεν έχουν ακόμη καταλήξει στο ποιος, πότε και γιατί συνέθεσε τον ύμνο αυτό, αλλά οι γνώμες τους διαφέρουν πολύ. Σύμφωνα με την παράδοση πάντως ο ύμνος αποδίδεται στον μεγάλο υμνογράφο του 6ου αιώνα Ρωμανό Μελωδό.
Ο Ύμνος έχει συνδεθεί με σημαντικά ιστορικά γεγονότα της Βασιλεύουσας. Το έτος 626, όταν ο αυτοκράτορας Ηράκλειος έκανε εκστρατεία με τα βυζαντινά στρατεύματα εναντίον των Περσών, η Βασιλεύουσα πολιορκήθηκε αιφνιδίως από τους Αβάρους, οι οποίοι γνώριζαν την απουσία του στατεύματος από την Κωνπόλη.
Στις 6 Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών και την επομένη νύχτα ετοίμαζαν την τελική επίθεση. Ο πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενεθάρρυνε το λαό στην αντίσταση.
Τότε ξέσπασε ένας φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θαύμα της Παναγίας, καθώς σήκωσε τέτοια τρικυμία που ο εχθρικός στόλος καταστράφηκε, ενώ η αντεπίθεση των αμυνόμενων προκάλεσε βαρύτατες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι έλυσαν την πολιορκία.
Η ψαλμωδία όμως του Ακάθιστου συνδέεται από τις ιστορικές πηγές και με άλλα παρόμοια γεγονότα: τις πολιορκίες και την σωτηρία της Κωνσταντινουπόλεως επί Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673), επί Λέοντος του Ισαύρου (717-718) και επί Μιχαήλ Γ΄ (860). Κάποιοι ερευνητές από το περιεχόμενό του υποθέτουν ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527-565), υπόθεση που αν ισχύει σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφ’ ετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626.
Για ποιόν λόγο όμως ψάλλεται κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή και όχι τις ημερομηνίες των λύσεων των πολιορκιών που αναφέραμε, οι οποίες όλες συντελέστηκαν το θέρος; Είναι προφανές ότι συνδέθηκε προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου: Στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρας της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να κάλυψη η ψαλμωδία του Ακάθιστου ύμνου.
Το βράδυ της Παρασκευής ανήκει λειτουργικώς στο Σάββατο, ημέρα που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο εορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά ο Ακάθιστος ψαλόταν πέντε ημέρες προ της εορτής του Ευαγγελισμού και κατ’ άλλα τον όρθρο της ημέρας της εορτής. Συνεπώς, ο Ακάθιστος ύμνος είναι το κοντάκιο του Ευαγγελισμού και ο ύμνος της σαρκώσεως του Λόγου του Θεού.
http://www.dogma.gr
Ο εφημέριος της Σπιναλόγκας Iερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης
Τις τελευταίες ημέρες προβάλλεται σε επανάληψη η τηλεποτική σειρά "Το Νησί", η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop, το οποίο γυρίστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση.
Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία.
Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Σε αυτές τις μορφές αξίζει να ξαποστάσουμε, να γυρέψουμε δύναμη και καλό παράδειγμα, να στρέψουμε την ανάγκη μας να στηριχτούμε.
Πρόσωπα που πιθανόν να μην ταιριάζουν με τους σύγχρονους τεχνοκρατικούς θεούς που μας κυβερνούν, όμως εμπνέουν δύναμη και αισιοδοξία στις ανηφόρες της ζωής …
Κάπως έτσι ήταν ο βίος ενός ιερέα που έγινε φάρος για πολλές πληγωμένες ψυχές.
Ο πατέρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης ήταν ο παπάς με το τριμμένο ράσο που αγάπησαν οι λεπροί της Σπιναλόγκα.
Ο μικρός αυτός τόπος εξορίας των χανσενικών, ογδονταπέντε στρέμματα όλα κι όλα, έγινε ξακουστός τα τελευταία χρόνια με το μυθιστόρημα της Victoria Hislop ("Το Νησί'') και το βασισμένο σε αυτό επιτυχημένο τηλεοπτικό σήριαλ. Τουριστική ατραξιόν πια, το καλοκαίρι ζωντανεύει ως σύμβολο του βουβού πόνου που συσσώρευσε στα χώματα του.
Το όνομα του πατρός Χρύσανθου Κατσουλογιαννάκη έχει παραμείνει στη λήθη και δεν λέει τίποτα σε όσους επισκέπτονται το νησί, αν και η μορφή του έχει συνδεθεί όσο τίποτα με την ιστορία των χανσενικών της Σπιναλόγκα – μια περιήγηση στο διαδίκτυο θα σας πείσει. Η ζωή του πιθανόν να μην είχε κάτι το ξεχωριστό, αν σκεφτεί κανείς ότι γεννημένος στα Μουλιανά της Σητείας το 1893 έζησε μέσα στη φτώχεια, ορφανός από γονείς και μεγαλωμένος από τον ιερέα θείο του. Τα γράμματα που ήξερε ήταν αυτά της έκτης δημοτικού, χωρίς καν να μπορέσει να πάρει απολυτήριο.
Όταν ο θείος του πέθανε, ο κατά κόσμον Ματθαίος ήταν μόλις δεκαπέντε ετών και τη φροντίδα του ανέλαβαν οι μοναχοί της Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής. Αυτό το ριζικό της μοίρας, ο Θεός το είχε εντάξει στη Θεία Πρόνοια, αφού τον είχε επιλέξει να φέρει εις πέρας ένα ύψιστο ανθρωπιστικό έργο. Σύντομα ο Ματθαίος θα γίνει μοναχός στη Μονή Τοπλού, ιεροδιάκονος και ιερομόναχος με το όνομα πια Χρύσανθος.
Το 1941 τοποθετήθηκε στη Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Στη Σπιναλόγκα βρέθηκε ως εφημέριος, αναπάντεχα, χωρίς να το έχουν προγραμματίσει οι εκκλησιαστικές αρχές της περιοχής.
Το 1947 ο τότε ιερέας του νησιού Μελέτιος Βουργούρης έλαβε μία δίμηνη άδεια για να μεταβεί στο Άγιον ¨Ορος και ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει αντικαταστάτη του. Οι λόγοι είναι προφανείς.
Στη Σπιναλόγκα – και εδώ η προσφορά του παραπάνω μυθιστορήματος που εξιστορεί τις απάνθρωπες συνθήκες των λεπρών είναι σημαντική – οι εξορισμένοι χανσενικοί ζούσαν ουσιαστικά ενταφιασμένοι ζωντανοί χωρίς ελπίδα, γεμάτοι με εξανθήματα και έλκη, οστά που ατροφούσαν ή νεκρώνονταν. Η απλωμένη φρίκη ήταν ταυτόσημη με το νησί. Ούτε οι Γερμανοί κατακτητές πάταγαν το πόδι τους εκεί, αφήνοντας τους χανσενικούς να ζουν στη στιγματισμένη ελευθερία τους.
Ο Ιεροπετρίτης ιερέας προθυμοποιείται να μεταβεί στο νησί ως αναπληρωτής του Μελέτιου και αφού εξασφαλίζει τη σχετική άδεια από τον επίσκοπο του φθάνει το 1947 για να μείνει εκεί δέκα ολόκληρα χρόνια! Ο Μελέτιος δεν επέστρεψε ποτέ στη θέση του. Λέγεται ότι την πρώτη φορά που έκανε τη Θεία Λειτουργία στον έναν από τους δύο ναούς της Σπιναλόγκα, αυτόν του Αγίου Παντελεήμονα, κανένας χανσενικός δεν πάτησε το πόδι του. Το κλάμα και ο οδυρμός τους για την άσχημη μοίρα τους είχε νικήσει την πίστη τους στο Θεό και η λαχτάρα να κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είχε σβήσει μέσα στην δικαιολογημένη πικρία που κουβαλούσαν. Ζούσαν κυριολεκτικά έναν Γολγοθά χωρίς Ανάσταση. Είχαν εγκαταλείψει συγγενείς και σπιτικά και ζούσαν περηφρονημένοι από όλους, ακόμα και από το κράτος που, πάμπτωχο, αδυνατούσε να προσφέρει τις σωστές υγειονομικές υπηρεσίες.
Ως καλός ποιμένας, ο π. Χρύσανθος παρηγορούσε τους χανσενικούς και τους ζητούσε να πιστέψουν στο θαύμα της Ανάστασης, αφού χωρίς αυτό η πίστη είναι μάταιη, είναι κενή και ο θάνατος η μόνη βέβαιη προσμονή. Δεν ήταν εύκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Αναφέρεται πως ένας ασθενής του υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να κοινωνήσει, αν μετά, κοινωνούσε και ο ίδιος ο ιερέας από το ιερό ποτήριο. Τότε, ναι, θα είχαν όλοι πειστεί για το θαύμα και θα προσέρχονταν στην κοινή Ανάσταση.
Έτσι κι έγινε!
Όταν ο λεπρός είδε στο τέλος, εκεί στην ιερά Πρόθεση, τον π. Χρύσανθο να καταλύει την Θεία Κοινωνία που είχε απομείνει, και όχι να τη ρίχνει στο χωνευτήρι όπως ο προκάτοχός του, τότε κατάλαβε πόσο μεγαλείο έκρυβε η αλήθεια της πίστης και ο ιερέας αυτός. Ο ιερέας που λίγο πριν και πάλι δεν φοβήθηκε να μοιράσει το αντίδωρο, ενώ οι λεπροί του ασπάζονταν το χέρι ….
Ο π. Χρύσανθος τελώντας τα καθήκοντά του ως ιερέας στη Σπιναλόγκα, όχι μόνο δεν αρρώστησε, αλλά συνδεόταν όλο και περισσότερο με το ποίμνιό του.
Το 1957 η ανακάλυψη των αντιβιοτικών οδήγησε στη θεραπεία των λεγόμενων χανσενικών και πολλοί επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κάποιοι σε πιο βαριά κατάσταση μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της πρωτεύουσας και το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε οριστικά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ζωντανό κοιμητήριο ψυχών κι έτσι το μνημονεύουμε ως σήμερα.
Ο π. Χρύσανθος δεν θέλησε να φύγει από το νησί και παρέμεινε εκεί ολομόναχος, για δύο ακόμη χρόνια, αφού θεωρούσε χρέος του να τελεί τη Θεία Λειτουργία στους δύο ναούς του νησιού και να κάνει τρισάγια στους τάφους των νεκρών. Ζούσε με τις προσφορές των ψαράδων, τα τρόφιμα της αποθήκης του νησιού που είχαν απομείνει και κάποια κηπευτικά που έβαζε ο ίδιος. Όταν κλονίστηκε η υγεία του, δέκα χρόνια μετά, έφυγε από τη Σπιναλόγκα για να εγκατασταθεί στη Μονή Φανερωμένης.
Μέχρι το θάνατό του, στις 3 Απριλίου του 1972, ο π. Χρύσανθος διαβιούσε σε πλήρη ακτημοσύνη προσφέροντας τη βοήθειά του σε όποιον τη χρειαζόταν, άξιος μαθητής Χριστού. Στη δράση του έβλεπε κανείς το θαύμα της Ανάστασης, την εκπλήρωση του ευαγγελίου της Κρίσης, όπως το ζήτησε ο Ιησούς ταπεινά από όλους μας. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της δράσης του στη Σπιναλόγκα, ο μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης απένειμε το 1970 εκκλησιαστικό οφφίκιο και δίπλωμα ευφήμου μνείας με την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης να ακολουθεί, τιμώντας τον με υποτροφία που χορήγησε σε άπορο σπουδαστή στη μνήμη του.
Πώς όμως προέκυψε η ονομασία Πάσχα;
Το Πάσχα, εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου μη συμπεριλαμβανομένης, κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο στην Ορθόδοξη εκκλησία και κατά το Γρηγοριανό στην Ρωμαιοκαθολική. Εορτάζεται η ανάσταση του Ιησού Χριστού, η οποία πιστεύεται ότι έγινε το 33 μ.Χ. Πώς όμως προέκυψε η ονομασία Πάσχα;
Για εμάς τους Χριστιανούς η λέξη «Πάσχα» σημαίνει, το πέρασμα του Χριστού από τον θάνατο στη ζωή. Λέγεται και αλλιώς «Λαμπρή», ονομασία που προήλθε από τους αναστάσιμους κανόνες της εκκλησίας, οι οποίοι ονομάζουν «Λαμπροφόρο» την ημέρα του Πάσχα και συνιστούν στους πιστούς «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
Το Πάσχα, στον Ιουδαϊσμό καθιερώθηκε ως ανάμνηση της Εξόδου, που ελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε ως εορτασμός από τους Χριστιανούς αναφορικά με τον θυσιαστικό θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.
Το γεγονός της απελευθέρωσης αυτής συνέβη με μια σειρά θεϊκών προνοιακών παρεμβάσεων, από τις οποίες η σημαντικότερη εκδηλώνεται τη νύχτα κατά την οποία θα εξολοθρεύονταν τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των ζώων των Αιγυπτίων, ενώ τα σπίτια των Εβραίων θα προστατεύονταν αφού οι πόρτες τους είχαν σημαδευτεί με το αίμα του αρνιού που είχαν θυσιάσει.
O όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό πασ’ά και το εβραϊκό πέσαχ. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει ως προέλευση του εβραϊκού όρου ξένη ετυμολογία, όπως η ασσυριακή πασαχού (πραύνω) ή η αιγυπτιακή πασ’ (ανάμνηση) ή πεσάχ (πλήγμα).
Κάποιοι ερευνητές ανιχνεύουν τις αρχές των εορταστικών εκδηλώσεων του πάσχα σε χαναανιτικές γιορτές που σχετίζονται με την συγκομιδή κριθαριού την άνοιξη.
Άλλοι μελετητές πάλι, θεωρούν ότι η ρίζα του Πάσχα βρίσκεται σε γιορτές και ιεροτελεστίες της άνοιξης της προ-ισραηλιτικής εποχής με την έννοια των ποιμένων που υποβάλλουν αίτημα στο θεό για την προστασία του κοπαδιού τους.
Ωστόσο, καμία από αυτές τις υποθέσεις δε θεωρείται επαρκώς τεκμηριωμένη.
Πάντως, η Βίβλος συσχετίζει το πέσαχ με το ρήμα πασάχ πού σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία (Γ’ Βασ. 18:21,26), είτε, μεταφορικά, «ξεφεύγω», «προσπερνώ», «απαλλάσσω».
Το Πάσχα, είναι η προσπέραση του αγγέλου του Θεού πάνω από τα σπίτια των Ισραηλιτών, ενώ έπληττε με θάνατο τα πρωτότοκα αγόρια των σπιτιών των Αιγυπτίων. Σύμφωνα δε με τις Εβραϊκές Γραφές, το Πάσχα αποτελούσε ανάμνηση της εξόδου από την δουλεία της Αιγύπτου υπό την ηγεσία του Μωυσή μέσω θεϊκής παρέμβασης. Το Πάσχα αποτελούσε οικογενειακή εορτή. Εορταζόταν νύχτα, στην πανσέληνο της εαρινής ισημερίας, την 14η του μήνα Αβίβ (που ονομάστηκε Νισάν μετά την Βαβυλωνιακή εξορία) με προσφορά στο νεαρού ζώου, χρονιάρικου, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το κοπάδι. Το σφάγιο ήταν αρνί ή κατσίκι, αρσενικό και αρτιμελές (Εξ. 12:3-6), δεν έπρεπε να σπάσει κανένα κόκαλο του (Έξ. 12:46, Αρ. 9:12) ενώ το αίμα του ως ένδειξη προστασίας, το έβαζαν στην είσοδο κάθε σπιτιού (Εξ. 12:7,22). Οι μετέχοντες στο δείπνο ήταν ντυμένοι, έτοιμοι για ταξίδι (Έξ. 12:8-11).
Αυτά τα στοιχεία νομαδικής, οικογενειακής ζωής μας δείχνουν μια πολύ παλαιότερη προέλευση του Πάσχα, που θα μπορούσε να είναι η θυσία που ζήτησαν οι Ισραηλίτες από τον Φαραώ να πάνε να γιορτάσουν στην έρημο (Έξ. 3:18, 5:1 εξ). Παρ’ όλα αυτά όμως, η έξοδος από την Αίγυπτο έδωσε στο Πάσχα την οριστική του σημασία.
http://www.dogma.gr