Το ντύσιμο και ο οπλισμός των Ελλήνων την εποχή της Επανάστασης του 1821
Μετά την απελευθέρωση το ντύσιμο των Ελλήνων αρχίζει να έχει ευρωπαϊκές επιρροές. Ίσως να μη ντύνονται ακόμα όλοι «ευρωπαϊκά» αλλά και οι ελληνικές φορεσιές αρχίζουν να παίρνουν πολλές μεταλλαγές.
Οι στολές της προεδρικής φρουράς και οι τυποποιημένες και πανομοιότυπες«παραδοσιακές ενδυμασίες» που υπάρχουν σήμερα μικρή σχέση είχαν με τις πραγματικές φορεσιές της εποχής.
Το ντύσιμο από τα χρόνια 1600-1829 είναι ένα σπουδαίο θέμα για έρευνα, γιατί το θέαμα που παρουσιάζει η υπόδουλη Ελλάδα δεν απαντάται σε καμία άλλη σχεδόν χώρα του κόσμου. Δηλαδή δεν υπάρχουν μικροπαραλλαγές από περιοχή σε περιοχή, αλλά ολότελα αλλιώτικο ντύσιμο από ένα χωριό στο άλλο, χωριά που η απόστασή τους δεν ήταν δυο ώρες δρόμος.
Σχεδόν κανείς γειτονοχωρίτης δεν ήταν όμοια ντυμένος και αυτό ξεχώριζε περισσότερο στο γυναικείο ντύσιμο. Τα χρόνια εκείνα μπορούσες μια χαρά να καταλάβεις αμέσως πούθε κρατάει ο ξενοχωρίτης. Όχι από την προφορά και τους ιδιωματισμούς του, μα αρκούσε η φορεσιά του για να προδώσει το χωριό του. Το ίδιο μπορούσε κανείς να τους ξεχωρίσει επαγγελματικά ή ταξικά. Αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης, ο ξωτάρης… Στην συνέχεια θα δούμε το ντύσιμο Ρουμελιωτών και Μοραϊτών. Το ντύσιμο στην επανάσταση κρατήθηκε το ίδιο πού είχαν οι κλέφτες και οι αρματολοί.
Κεφάλι
Ας κάνουμε αρχή από το κεφάλι. Φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντηλοδεσιά. Η μαντυλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα. Στο σημείο αυτό της φορεσιάς τους βρίσκει κανείς την τούρκικη επίδραση.
Σαν παραδείγματα από γνωστούς καπεταναίους και χαλκογραφίες εκείνης της εποχής φανερώνεται ότι κασπαστή είχανε μονάχα οι Αθηναίοι, πόσι ο Νικηταράς, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Μακρυγιάννης και πότε πότε ο Γέρος του Μοριά. Με σερβέτα μας είναι γνωστοί ο Οδυσσέας Αντρούτσος κι ο Πανουργιάς.
Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. Τέτοιο συνήθιζε πάντα ο Γκούρας και ο Κολοκοτρώνης. Την περικεφαλαία του ο Γέρος την είχε από τότε που ήταν μαγκιόρος – ταγματάρχης – του εγγλέζικου στρατού στα Επτάνησα το 1808 και την έβαζε στις επίσημες στιγμές της ζωής του, όπως και το θώρακά του. Άλλοι φορούσαν μεγάλο τουρλωτό κόκκινο φέσι όπως ο Καραϊσκάκης, οι Πετμεζάδες, κι η φούντα του ήταν μικρή και σ’ αυτό και στέκονταν στην κορφή. Μακριά φούντα όσο σχεδόν ολόκληρο το φέσι φορούσαν αργότερα στα χρόνια του Όθωνα κι ήταν παρμένη απ’ τους Σουλιώτες που τόσο τη συνήθιζαν.
Αυτή έγινε και το επίσημο στοιχείο της φορεσιάς της προεδρικής φρουράς (βασιλικής παλαιότερα). Και γενικότερα η στολή της προεδρικής φρουράς ακολουθεί την στολή των Σουλιωτών σε μεγάλο βαθμό. Επίσης πολλοί φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. Γενικά τους προηγούμενους αιώνες στην Ευρώπη αλλά και στην Ανατολή το μέγεθος του καπέλου που φορούσε κανείς ήταν ανάλογο της κοινωνικής του τάξης και της εξουσίας του. Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.
Μαλλιά
Απ’ τη μαντηλοδεσιά τους ή το φέσι, ξεχύνονταν ως τις πλάτες τα καλοχτενισμένα μακρυά μαλλιά τους. Γιατί τότε δεν κόβανε κοντά τα μαλλιά τους, μα τ’ αφήνανε περήφανα σαν χαίτη να ξανεμίζουν στους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακρυά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Κι απόμειναν ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.
Γελέκι
Στο κορμί φορούσαν εσωτερικά το άσπρο πουκάμισο, όχι όμως φαρδομάνικο όπως τα μεταγενέστερα χρόνια. Πάντα ξεκούμπωτο και ανοιχτό μπροστά στο στήθος, χειμώνα καλοκαίρι. Ύστερα βάζανε το γελέκι, κι από πάνω τη φέρμελη με τις δυο αράδες ασημοκεντημένα μεγάλα κουμπιά. Μερικοί και αργότερα όλοι, αντί για φέρμελη βάζανε το μεϊντάνι που η διαφορά τους ήταν στο ότι στη φέρμελη φορούσαν τα μανίκια, ενώ στο μεϊντάνι ήταν ψεύτικα φοδραρισμένα με κόκκινο πανί και βρίσκονταν στις πλάτες πίσω σταυρωτά. Τα μεϊντανογίλεκα όπως λέγανε το γελέκι ή το μεϊντάνι, ήταν πάντα κεντημένα με χάρτσια μεταξένια πολύχρωμα και χρυσά τερτήρια, κορδόνια.Φουστανέλα
Ζωσμένη στη μέση τους κρεμόταν γύρω τους η φουστανέλα. Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά ίσα με το γόνατο και κάτω ακόμα, με πυκνές και πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. Για τα παλληκάρια και τους νεώτερους ήταν κοντή η φουστανέλα ως τους μηρούς και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες. Στη Ρούμελη συνηθίζονταν πιο πολύ η κοντή με πολλές δίπλες – όπως σήμερα της προεδρικής φρουράς – ενώ στο Μοριά μακρυά κι όχι πολύ πυκνή. Η φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα. Για αυτό όσους έρχονταν απ’ το εξωτερικό ντυμένοι «ευρωπαϊκά» τους λέγανε πειραχτικά ψαλιδοκέριδες ή σπλινάντερους. Τους νησιώτες και τους ναυτικούς με τις βράκες τους λέγανε ντουντούμιδες ή χαλτούπιδες.
Η φουστανέλα μ’ όλο που ήταν καμωμένη με άσπρο ύφασμα σπάνια κρατούσε για πολύ την όψη της. Τη χρησιμοποιούσαν για πολλές δουλειές. Μ’ αυτή σκούπιζαν το πρόσωπό τους και τα χέρια τους, το σουγιά τους και καμιά φορά τ’ άρματά τους. Πολλά παλληκάρια για να μην πιάνει η φουστανέλα τους εύκολα «λέρα» την άλειφαν με ξύγκι! Πολλοί επίσης από τους αγωνιστές δε γνωρίζανε τι θα πει σώβρακο, το απόφευγαν μια και τους σκέπαζε τόσο καλά η φουστανέλα τους.
Υποδήματα
Τα πόδια τους τα σκέπαζαν ως πάνω στα σκέλια με τις μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα.
Οι τσόχινες μαύρες κάλτσες, κι’ ύστερα κόκκινες – μοιάζανε με τις γκέτες – σκέπαζαν μονάχα τη γάμπα και το πάνω μέρος του παπουτσιού και φορέθηκαν στα οθωνικά χρόνια. Στο Εικοσιένα αυτές οι κάλτσες ήταν άγνωστες. Η ποδεμή τους ήταν τα τσαρούχια, όχι όμως με φούντα μπροστά αλλά μυτερά. Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί – τις θηλιές – και το λουρί αυτό το έπιαναν απ’ την κάλτσα τους κάτω απ’ το γόνατο με το τσαρουχοτοκά. Υπήρχε και άλλος τρόπος να πιάνουν τα τσαρούχια τους με ένα πισινό λουρί, το τσαγκαρόλουρο. Τα πρώτα τα φορούσαν στη Ρούμελη, ενώ τ’ άλλα στο Μοριά. Οι φτωχότεροι φορούσαν γουρνοτσάρουχα, φτιαγμένα από δέρμα χοίρου.
Ντουλαμάς
Η φορεσιά κλείνει με τον ντουλαμά. Τον ρίχνανε πάνω τους σαν έπιανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι.
Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. Τις ύφαιναν με «φλόκο» – κρόσια – που τον φορούσαν από μέσα για να ξεσταίνονται πιο πολύ και το συνηθισμένο χρώμα του ήταν το άσπρο.
Σαν βρίσκονταν έξω το χειμώνα, χρησιμοποιούσαν τη φλοκάτα για στρωσίδι και για σκέπασμα. Για τον ίδιο σκοπό άλλοι είχανε την κάπα – ίδιο σχέδιο με τη φλοκάτη φτιαγμένη όμως από τραγόμαλλο και βαλμένη στις νεροτριβές για να πήξει και να μην περνάει η βροχή και το κρύο.
Σελλάχι
Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους, αλλά να πιάνει στα πλάγια στην αριστερή μεριά και μπροστά το μισό αριστερό πλευρό. Ήταν φτιαγμένο το σελλάχι από τσόχα κόκκινη, σπάνια μαύρη, φύλλα – φύλλα για να κάνουν τις θήκες και κεντημένο με πολλών τεχνοτροπιών χρυσά κεντήματα, μα τα πιο συνηθισμένα δράκοντες και γοργόνες. Ανεξήγητο μένει γιατί οι στεριανοί αγαπούσαν τα θαλασσινά πλουμίδια, όπως και αυτά που στόλιζαν τις γκλίτσες και τις πίπες τους. Το πέτσινο σελλάχι φορέθηκε στα χρόνια του Όθωνα. Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόγι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. Σε κάποια άκρη πάντα θα βρισκόταν και το αντίδοτο φάρμακο για τα δηλητήρια, το παντσεχρί. Μα δεν ήταν μονάχα αυτά που έπαιρνε το σελλάχι, πιο κάτω θα δούμε τα υπόλοιπα.
Στολίδια
Την όλη τους φορεσιά συμπλήρωναν και τα στολίδια τους, τα τσαπράζια ή τουσλούκια, όπως τα έλεγαν. Πρώτο ήταν το κουτσέκι. Στόλισμα ασημωμένο που στις τέσσερες πλευρές του κρεμόνταν σειρά από ψιλές αλυσίδες και κάλυπτε ολόκληρο το στήθος. Στηρίζονταν με θηλιές στις τέσσερες άκρες του στήθους, με τρίγωνα θηλικωτήρια που είχαν ζωγραφισμένο πάνω τους με σαββάτι (μαύρο σμάλτο) συνήθως το δικέφαλο αητό και στη μέση το κουτσέκι σε μεγάλη πλάκα είχε τους πολεμικούς αγίους, τον Αη-Γιώργη και τον Αη-Δημήτρη. Επειδή τα πιο πολλά τσαπράζια ήταν ζωγραφισμένα με σαββάτι, τα λέγανε σαββατλίδικα. Απ’ το αριστερό τους ώμο ήταν κρεμασμένο μ’ ασημένια αλυσίδα το στρογγυλό χαϊμαλί που έκλεινε μέσα του διάφορα φυλαχτά. Στις δυο όψεις του είχε σκαλισμένα τον προστάτη άγιο του και το Βαγγελισμό ή την Ανάσταση. Στην δεξιά μεριά είχαν μεριά είχαν το γυριστό ασημένιο σουγιά τους. Στο πίσω μέρος, στη μέση τους, στο λουρί του σελλαχιού, ήταν περασμένες οι δυό μπαλάσκες που πάνω τους είχαν πελεκημένη ανάγλυφα σχέδια π.χ. την Παρθένα Αθηνά. Μέσα βάζανε τα φουσέκια για τα ντουφέκια τους. Αριστερά πάλι απ’ τη λουρίδα του σελλαχιού κρεμόντανε τα φυσεκλίκια, με φουσέκια για τις κουμπούρες και μια θήκη που βάζανε τις τσακμακόπετρες, το μεδουλάρι, άλοιμα για τα ντουφέκια φτιαγμένο από μεδούλι και άλλες λιπαρές ύλες. Δεξιά μεριά κρεμόνταν κι η πέτσινη καπνοσακκούλα τους. Όλα τούτα τα δένανε μ’ ασημένια και πλουμιστά ζωστάρια. Μπροστά στον αριστερό μηρό, σε μακριά λουριά περασμένα – σε δυο σε τρεις αράδες – κρεμόνταν τα στρογγυλά ή και τρίγωνα ασημένια γαντζούδια ή τοκάδες. Δυο όμοια γαντζούδια σκέπαζαν τα γόνατά τους. Τούτο το στόλισμα το συνήθιζαν πολύ πριν το 1800. Και βλέπουμε να φοράει κάτι τεράστια ο πατέρας του Οδυσσέα, ο γερο Αντρούτσος όπως μας τον παρουσιάζει παλιά ζωγραφιά.
Άρματα
Δεν μπορούσε εκείνη την εποχή να νοηθεί η φορεσιά χωρίς τα άρματα. Ήταν αναπόσπαστο μέρος. Γυμνοί και κουρελήδες πολλοί, μα χωρίς άρματα κανείς. Φλωροκαπνισμένα, ασημοστόλιστα, σκαλιστά και σαββατλίδικα. Δεν είχε σημασία αν κάποιος ήταν πλούσιος ή φτωχός, καπετάνιος ή παληκάρι το μεράκι για τα άρματα ήταν το ίδιο. Τις περισσότερες φορές τα άρματα δεν ήταν αγορασμένα, αλλά λάφυρα αρπαγμένα από το χέρι ή το κορμί του εχθρού.
Κουμπούρες-Χαρμπί
Μέσα από το σελλάχι ξεπεταγόντανε πάντα δυο δίδυμες κουμπούρες. Παφίλια και λαβή, μαλαματοκαπνισμένα ή από ασήμι. Στην έξω θήκη του σελλαχιού βρίσκονταν το χαρμπί – οβελός όπως τον έλεγαν οι λογιώτατοι. Αυτό είχε πολλές χρήσεις. Όπως ήταν μεσα στη θήκη του, το χρησιμοποιούσανε βέργα για να γεμίζουν τις κουμπούρες. Όταν το ξεθηκαρώνανε γίνονταν φονικό όπλο στα χέρια του πολεμιστή. Ήταν κοφτερό και μυτερό, στρογγυλεμένο απ’ όλες τις πλευρές. Μπροστά ήταν διχαλωτό και το μεταχειρίζονταν αντί για πηρούνι και με τη διχάλα πιάνανε και το κάρβουνο απ’ το τσιμπούκι τους.
Γιαταγάνι
Απ’ το σελλάχι ήταν έξω-έξω πιασμένο το γιαταγάνι. Μαχαίρι μισό μέτρο λάμα ή και περισσότερο, φτιαγμένο από γερό ατσάλι. Τα πιο καλά ήταν της Δαμασκού γνωστά με το όνομα δαμασκί. Ηταν τόσο γερά που τρυπούσαν λαμαρίνα και άντεχαν να κόψουν χοντρή αλυσίδα. Το γιαταγάνι είχε τη λαβή αργυροσκαλισμένη και το θηκάρι του ασημοκαπνισμένο και πλουμιστό με γοργόνες και άγρια πουλιά. Μερικές φορές το θηκάρι ήταν από τομάρι αγριομερινού ή φιδιού.
Μπελ χατζάρι – Τσεκούρι – Τοπούζι
Στη μέση του πολεμιστή, δεξιά μεριά από το λουρί του σελλαχιού βρίσκονταν πιασμένο το δίκοπο μικρό μαχαίρι, το μπελ χατζάρι. Αυτό το μεταχειρίζονταν πιο πολύ οι Τούρκοι, οι Έλληνες το είχαν όσοι το απέκτησαν σαν λάφυρο. Κατά την ίδια μεριά πιο πέρα ήταν ζωσμένο το τσεκούρι τους. Τέτοιο συνήθιζαν να φέρουν μονάχα οι καπεταναίοι και ήταν συμβολικό. Είχαν ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης, οι Μαυρομιχαλαίοι κ.ά. Άλλο πράγμα η στραταρχική ράβδος, αυτή ήταν το τούρκικο τοπούζι. Ένα ραβδί, δυο πιθαμές μάκρος που στη μια μεριά είχε ένα στρογγύλεμα με χυτό μολύβι μέσα για να βαραίνει και στην άλλη μεριά τελείωνε σε βέλος αγκαθωτό. Από παλιά το είχανε οι πασάδες και σαν έφερναν μπροστά τους κανένα φταίχτη και ήθελαν οι ίδιοι να τον τιμωρήσουν, αν το φταίξιμό του ήταν μικρό, με το στρογγύλεμα από το τοπούζι του δίνανε κάμποσες στο κεφάλι, αν παλι ήταν βαρύ το κρίμα τον τρυπούσαν στην κοιλιά με το βέλος.
Σπάθα – Πάλα
Απ’ το αριστερό μέρος του κορμιού τους, από μεταξόπλεχτη λουρίδα, κρεμόντανε η αστραφτερή και καμπυλωτή πάλα. Η λαβή της πάντα έμοιαζε με κεφάλι άγριου δράκοντα, που πολλές φορές πολύτιμα πετράδια στόλιζαν τα μάτια του. Το θηκάρι ήταν όμορφα στολισμένο με ερπετά, λιοντάρια, αγριομερινά και η θήκη έκλεινε μοιάζοντας με ουρά δράκοντα. Σε επιδέξια χέρια ήταν από τα πιο φονικό όπλα. Με μια σπαθιά μπορούσαν να κόψουν από τον ώμο άνθρωπο στα δύο. Ξακουστή ήταν η τέχνη και η δύναμη του Γκούρα και του Νικηταρά στην πάλα.
Καριοφίλια
Ξακουστό ήταν το ντουφέκι του Εικοσιένα, το περίφημο καριοφίλι. Στην Ελλάδα πρωτοεμφανίστηκε γύρω στα 1700 και υπήρξαν πολλές εικασίες για το όνομά του. Ο Σάθας υποστήριξε ότι πήρε το όνομά του από τον κατασκευαστή του στη Βενετία Carlo Figlio (Καρόλου Υιός). Ο Βαλαωρίτης δίνει την ποιητική εξήγηση «Ωνομάσθησαν ούτω, διότι έφερον κεχαραγμένον εν κυκλοειδή ζώνη το ομώνυμον εύοσμον φυτόν όπερ καλούμεν καρυοφίλλι». Άλλος πάλι ο Λεβίδης το μεταθέτει από την λέξη φυλλοκάρδι! Όλα τα ντουφέκια τα λέγανε καριοφίλια, αντίθετα με εκείνα που κρατούσανε οι ταχτικοί που τους είχαν δώσει το όνομα «σολντάτοι». Όμως αν και το σύνολο των ντουφεκιών έκλεινε στο όνομα καριοφίλι, τα ξεχωρίζανε σε είδη ανάλογα με το λαμνί (κάννη), τις φωτιές, το μάκρος του και τα παφίλια που το κρατούσανε δεμένο στο κοντάκι, πέντε ως οκτώ παφίλια. Μερικά από τα είδη καριοφιλιών ήταν: Φιλύντρα, Λαζαρίνα, Μιλιώνι, Νταλιάνι, Τρικιώνι, Αρμούτι, Γκιζαήρ, Σισανές, Ντάντσικα, Σαρμάς, Σαρμά-Σισανές, Χαρέ Σαρμά, Παπά Καριοφίλι, Ψαλιδιάς, Σαντέ, Μαντζάρι κ.ά. Σώζεται και το δημοτικό τραγούδι:
«Νταλιάνι μου στον πόλεμο κι’ Αρμούτι στο σημάδι,
και καριοφίλι στη φωνή σαν άξιο παλληκάρι»
Το καριοφίλι ήταν από τα αγαπημένα όπλα των αγωνιστών που τα βάφτιζαν και με ξεχωριστό όνομα. Ο Θανάσης Διάκος το έλεγε «παπαδιά», ο Καραϊσκάκης «Βασιλική», ο Δημ. Μακρής «Λιάρο» κλπ. Χαρακτηριστική ήταν και η παροιμία «γυναίκα, ντουφέκι και άλογο δεν δανείζεται».
https://theancientwebgreece.wordpress.com
Ο Αθηναϊκός στόλος στο απόγειό του κατά το 325-322 π.Χ. (φωτό)
Η Αθήνα δεν αποτελούσε μια από τις παραδοσιακές ναυτικές δυνάμεις της Ελλάδας.
Ο στόλος της γύρω στο 500 πΧ ήταν μάλλον ασήμαντος μπροστά στους ισχυρούς στόλους τριήρων και διήρων της Κορίνθου, της Μιλήτου, της Σάμου, της Αίγινας και άλλων πόλεων, αποτελούμενος από 50 απηρχαιωμένες πεντηκοντόρους.
Το ναυτικό της είναι σχετικά νεότευκτο αφού ναυπηγήθηκε χάρη στη επιμονή του Θεμιστοκλή, στην ουσία λίγα χρόνια πριν τη μεγαλειώδη νίκη του στη Σαλαμίνα (480 πΧ) επί του στόλου των Αχαιμενιδών.
Στο μεγαλύτερο μέρος του «χρυσού» 5ου αιώνα πΧ, ο αθηναϊκός στόλος αποτελείτο από 300 τριήρεις από τις οποίες επανδρώνονταν συνήθως οι 200, ή το πολύ 250. Ένα μέρος των πληρωμάτων δεν ήταν Αθηναίοι ή μέτοικοι της Αττικής, αλλά μισθοφόροι και σύμμαχοι από τις διάφορες ναυτικές πόλεις του Αιγαίου.
ΠΙΝΑΚΑΣ
Η ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ 5ο-4ο αι. π.Χ.
Χρονολογία | Αριθμός πλοίων |
| |
Περί το 500 πΧ | 50 πεντηκόντοροι |
| |
Ναυμαχία Σαλαμίνας 480 πΧ (μαζί με τους Αθηναίους κληρούχους στη Χαλκίδα) | 200 τριήρεις |
468 πΧ | 200 τριήρεις |
Μετά την αποτυχημένη εκστρατεία στην Αίγυπτο | 200 τριήρεις |
Αρχή Πελοποννησιακού πολέμου (431 πΧ) | 300 τριήρεις |
Νικίειος Ειρήνη (421 πΧ) | 300 τριήρεις |
Σικελική καταστροφή (413 πΧ) | 108 τριήρεις |
Ναυμαχία Αργινουσών (406 πΧ) | 180 τριήρεις |
Στους Αιγός Ποταμούς (405 πΧ) | 180 τριήρεις |
Μετά την τελική ήττα της Αθήνας (404 πΧ) | 12 τριήρεις |
370 πΧ | 100 τριήρεις |
Περί το 350 πΧ | 300 τριήρεις |
325-3 πΧ | 417 πολεμικά, τα οποία είναι: τριήρεις (360), τετρήρεις (50) και πεντήρεις (7). |
Εκτός από αυτόν τον στόλο, η Αθήνα είχε υπό τον έλεγχο της και τις 180 τριήρεις των ναυτικών συμμάχων της, ήτοι της Χίου, Λέσβου και Σάμου. Έτσι το σύνολο των τριήρων που διέθετε έφθανε τις 480. Όταν η πόλη της Παλλάδας νικήθηκε τελικά στον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι Σπαρτιάτες της επέτρεψαν να διατηρήσει μόνο 12 τριήρεις ως ακτοφυλακή της Αττικής, έναντι πειρατών ή άλλων απειλών (404 πΧ). Ίσως πίστεψαν ότι έτσι εξουδετέρωσαν το αθηναϊκό ναυτικό, όμως έσφαλαν. Η θαλάσσια δύναμη της Αθήνας δεν βρισκόταν στα σκάφη του στόλου της. Όπως αποδείχθηκε, ακόμη και αν τα έχανε κατά εκατοντάδες, τα ναυπηγεία του Πειραιά μπορούσαν να τα αντικαταστήσουν. Η ναυτική ισχύς της Αθήνας βρισκόταν στη ναυτική και ναυπηγική δεινότητα των ανδρών της, αλλά και στην επιμονή του λαού της.
Διάγραμματα τριήρους κατά τον J.F. Coates.
Η Αθήνα ανένηψε σταδιακά από τη συμφορά του 404, και περίπου το 370 π.Χ. είχε πάλι έναν στόλο 100 τριήρων. Εως τα μέσα του 4ου αι., αύξησε αυτόν τον αριθμό σε 300, φτάνοντας έτσι το μέγεθος που είχε ο «εθνικός» στόλος της κατά τον 5ο αι. Oι Αθηναίοι του 4ου αιώνα είναι αποφασισμένοι να πρωταγωνιστήσουν πάλι στα ελληνικά πράγματα και γνωρίζουν καλά ότι η μόνη οδός για αυτό, είναι εκείνη της θάλασσας. Έτσι παρά την συντριβή τους από τον Φίλιππο της Μακεδονίας στη Χαιρώνεια (338 πΧ) και τη νέα υποταγή τους στον Μέγα Αλέξανδρο (335), οι Αθηναίοι διατήρησαν τον υψηλό ρυθμό ναυπηγήσεων καταρρίπτοντας κάθε προηγούμενο «ρεκόρ» τους. Σε αυτό τους έσπρωξε η απίστευτη επιτυχία του Αλεξάνδρου να καταλύσει την Περσική αυτοκρατορία το 330 π.Χ.
Οι Αθηναίοι κατανόησαν ότι ένας στόλος 300 πολεμικών σκαφών δεν αρκούσε πλέον για να μπορέσουν να συναγωνισθούν το νέα Μακεδονία, της οποίας τα σύνορα άγγιζαν πλέον τα Ιμαλάια (Ιμαον Ορος). Κύριος υπεύθυνος για αυτό το νέο αθηναϊκό επίτευγμα, ήταν ο Λυκούργος, ο «νέος Θεμιστοκλής».
Ο συγκεκριμένος μεγάλος και εν πολλοίς λησμονημένος Αθηναίος ο οποίος είχε ουσιαστικά τον έλεγχο των οικονομικών της πόλης του επί τουλάχιστον 10 χρόνια, μέχρι τον θάνατο του το 324 πΧ, εφάρμοσε ένα μεγαλόπνοο ανορθωτικό πρόγραμμα με κύριο σκοπό την ενίσχυση της οικονομίας και του στόλου. Ανήκοντας στην αντιμακεδονική παράταξη και γνωρίζοντας ότι η ρήξη με τον Αλέξανδρο ήταν αναπόφευκτη, ο Λυκούργος είχε φροντίσει ιδιαίτερα για την ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Αθήνας. Ανάμεσα στα άλλα που επιτεύχθηκαν εκείνα τα χρόνια, ήταν και η περαιτέρω ενίσχυση του στόλου όχι μόνο αριθμητικά αλλά και ποιοτικά. Έτσι στις υπάρχουσες τριήρεις προστέθηκαν δύο νέοι τύποι πολεμικών σκαφών, οι οποίοι έμελε σύντομα να κυριαρχήσουν στα πελάγη της Μεσογείου: η τετρήρης και κυρίως η πεντήρης.
Οι κατάλογοι του αθηναϊκού στόλου για το έτος 325/4 πΧ περιλάμβαναν σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες 417 σκάφη: 360 τριηρεις, 50 τετρηρεις και 7 πεντηρεις.
Ο αριθμός αυτός επιβεβαιώνεται από τους 372 νεωσοίκους που υπήρχαν στα λιμάνια του Πειραιά αυτή την περίοδο. Αν προστεθούν οι νεώσοικοι που υπήρχαν σε άλλα λιμάνια της Αττικής, τότε αυτοί υπερβαίνουν συνολικά τους 400. Και αν προστεθούν τα πλοία ακτοφυλακής και αποστολών που βρίσκονταν εν πλω, καταλήγουμε σε έναν αριθμό περισσοτέρων από 417 σκάφη.
Αρχαίοι Ελληνες «επιβάτες» (πεζοναύτες) έχουν αποβιβασθεί σε ακτή. Πρόκειται για οπλίτες και πελταστές. Οι Αθηναίοι ήταν ικανοί πεζοναύτες, λόγω της ναυτικής παράδοσης της πόλης τους (αναπαράσταση από τον Βρετανικό Ιστορικό Σύλλογο Comitatus)
Πρόκειται για το απόγειο του αθηναϊκού ναυτικού και όχι μόνο από την αριθμητική άποψη. Όπως αναφέρθηκε ο νέος στόλος περιλάμβανε τετρήρεις και πεντήρεις που δεν είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί από την Αθήνα. Επιπλέον οι πολίτες της δεν υστερούσαν σε ναυτικές και ναυπηγικές ικανότητες, συγκρινόμενοι με τους προγόνους τους του 5ου αιώνα πΧ. Βέβαια και πάλι ο αριθμός των σκαφών που μπορούσαν πραγματικά να επανδρωθούν ήταν μικρότερος: υπήρχαν αρκετά πληρώματα μόνο για 200 από τα 417 σκάφη. Με την προσθήκη μισθοφορικών πληρωμάτων, θα μπορούσαν να επανδρωθούν 240-250 πλοία, όπως έγινε κατά την έκρηξη του Λαμιακού πολέμου όταν χρησιμοποιήθηκαν τα υπεξαιρεθέντα χρήματα του Μακεδόνα θησαυροφύλακα Αττάλου, για την πρόσληψη πληρωμάτων. Συμπερασματικά, το απόγειο του αθηναϊκού ναυτικού δεν σημειώθηκε τον 5ο αιώνα πΧ, όπως θεωρείται ευρέως, αλλά μάλλον κατά τα έτη 325-322 π.Χ.
Η αναβάθμιση του ναυτικού όπλου δεν αφορούσε μόνο τα σκάφη. Ένα μέρος των 372 προαναφερόμενων νεωσοίκων του Πειραιά κατασκευάσθηκαν τη συγκεκριμένη περίοδο, για να αντεπεξέλθουν στην αριθμητική αύξηση. Επιπρόσθετα αυτή την περίοδο οικοδομήθηκε η περίφημη Σκευοθήκη του Φίλωνος στο λιμάνι της Ζέας, για τη φύλαξη των εξαρτήσεων των πλοίων.
O Λυκούργος ήταν σε μεγάλο βαθμό εκείνος ο οποίος επέτυχε όλα αυτά. Με την ισχυροποίηση του στόλου, ο μεγάλος Αθηναίος αναζωογόνησε και τον Πειραιά. Λόγω αυτών των υπηρεσιών του μπορεί να συγκριθεί με τον Θεμιστοκλή, στον οποίο οφείλεται η δημιουργία του αθηναϊκού ναυτικού και του λιμένα του Πειραιά.
Ενας ακόμη θαυμασιος πίνακας από τον Igor Dzis, με θέμα μία τριήρη και τους «επιβάτες» (πεζοναύτες) της (copyright: Igor Dzis).
Ωστόσο, κατά τον Λαμιακό πόλεμο ο οποίος ακολούθησε (323/322 π.Χ.) οι Αθηναίοι και οι περιορισμένοι ναυτικοί σύμμαχοι τους αντιμετώπισαν τον στόλο των Μακεδόνων (του νεκρού πλέον Μεγάλου Αλεξάνδρου), αποτελούμενο από πολεμικά πλοία Ελλαδιτών, Φοινίκων, Κυπρίων, Κιλίκων και Φιλισταίων συμμάχων και υποτελών της Μακεδονίας. Ο μακεδονικός στόλος περιελάμβανε υψηλό ποσοστό τετρήρων και πεντήρων (προερχόμενες κυρίως από την Ανατολική Μεσόγειο), οι οποίες ήταν ισχυρότερες από τις τριήρεις. Αυτό το στοιχείο φαίνεται πως έκρινε το τελικό αποτέλεσμα του πολέμου.
Οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους αντιμετώπισαν τον στόλο των Μακεδόνων υπό τον Λευκό Κλείτο, σε μία σειρά από ναυτικές αναμετρήσεις, με σημαντικότερη τη ναυμαχία της Αμοργού κατά την οποία ο αθηναϊκός στόλος συνετρίβη (322 π.Χ.). Μετά το τέλος του πολέμου, περίπου 200-250 πολεμικά σκάφη της Αθήνας (πιθανώς μόνο τριήρεις) είχαν μείνει στους νεωσοίκους της Αττικής. Αλλά επρόκειτο για έναν «στόλο-φάντασμα» αφού δεν υπήρχαν πια κωπηλάτες για να τον κινήσουν, μετά την εξορία πάνω από 12.000 Αθηναίων (κυρίως ναυτικών) από τον νικητή Μακεδόνα στρατηγό Αντίπατρο, και φυσικά λόγω των μεγάλων απωλειών κατά τον πολεμο. Τα πλοία αυτά αφέθηκαν να σαπίσουν και δε ναυπηγήθηκε ποτέ πάλι αξιόλογος στόλος.
Οι λόγοι για αυτό το γεγονός ήταν διάφοροι:
1) η ολιγανθρωπία που άρχισε να μαστίζει την Αθήνα λόγω και της μετανάστευσης των Αθηναίων στην Ανατολή
2) η συνειδητοποίηση της αδυναμίας συναγωνισμού των κολοσσιαίων ελληνιστικών βασιλείων από τις παλαιές πόλεις-κράτη και
3) η επικράτηση των τετρήρων και πεντήρων. Αν οι Αθηναίοι ήθελαν να πρωταγωνιστούν στα πολιτικά πράγματα του ελληνικού κόσμου, θα έπρεπε να χτίσουν νέο στόλο αποτελούμενο από αυτά τα πλοία, και όχι από τις μάλλον απηρχαιωμένες τριήρεις. Αλλά το οικονομικό βάρος ενός τέτοιου εγχειρήματος θα ήταν αβάστακτο για την Αθηνα.
Έτσι τα χρόνια 325-322 πΧ σημειώθηκε το μέγιστο του αθηναϊκού στόλου, αλλά και το ουσιαστικό τέλος του αφού στο εξής η Αθήνα διατήρησε μόνο έναν μικρό αριθμό τριήρων και δεν ενεπλάκη πάλι σε αξιόλογες ναυτικές επιχειρήσεις. Εντούτοις η ναυτοσύνη των πολιτών της επιβιώνει για αιώνες στο μέλλον. Η Αθήνα συμμετέχει σε θαλάσσιους πολέμους της Ρώμης μαζί με άλλους ναυτικούς συμμάχους της (socii navales), ενώ παρέχει πληρώματα για τον Ρωμαϊκό και αργότερα για τον Βυζαντινό αυτοκρατορικό στόλο έως τον Μεσαίωνα.
https://theancientwebgreece.wordpress.com
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα (φωτό
Η αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα είναι παρόμοια με την αγωγή των νέων σε άλλες ελληνικές πόλεις, με εξαίρεση την Σπάρτη. Απλώς γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην αγωγή των Αθηναίων νέων, γιατί η αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα αποτελεί γενικότερο πρότυπο σε αυτό το βιβλίο.
Στην αθηναϊκή οικογένεια, την αγωγή αναλάμβανε ο πατέρας ο οποίος ήταν και ο αρχηγός της οικογενείας. Μπορούσε, όμως, η αγωγή να ανατεθεί σε άλλους. Μέχρι τα 7 τους έτη τα αγόρια και τα κορίτσια μεγάλωναν μαζί στον γυναικωνίτη και έπαιζαν μαζί διάφορα ευχάριστα παιχνίδια. Από τα 7 τους έτη τα αγόρια, με τη συνοδεία του παιδαγωγού, πήγαιναν στο σχολείο. Ο παιδαγωγός ήταν ένας ηλικιωμένος και έμπιστος δούλος της οικογενείας. Σε ό,τι αφορά τα κορίτσια, αυτά έμεναν στο σπίτι και η μητέρα τους τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, μουσική, χορό και την οικοκυρική τέχνη.
Φυσικά, ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί γιατί τα κορίτσια δεν πήγαιναν σχολείο μαζί με τα αγόρια. Η απάντηση είναι ότι οι γυναίκες την εποχή εκείνη ασχολούνταν με το νοικοκυριό και την οικογένειά τους και όχι με κάποιο επάγγελμα. Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, γιατί όπως και οι δούλοι στερούντο μορφώσεως, κάτι που είναι απαραίτητο στην άμεση δημοκρατία. Αν λάβουμε υπόψιν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι απαράδεκτη παγκοσμίως, με το παραπάνω σκεπτικό, κανείς δεν θα είχε δικαίωμα ψήφου στις εκλογές!!!
Στην αρχαία Αθήνα οι άνδρες ήταν αυτοί που εργάζονταν και συντηρούσαν την οικογένεια και συμμετείχαν, όντας πνευματικά καλλιεργημένοι, στις πολιτικές αποφάσεις. Η θέση της γυναίκας ήταν – με εξαίρεση την Σπάρτη και την μινωική Κρήτη – μέτρια στην αρχαία Ελλάδα όπως και στις άλλες χώρες, τότε. Ουσιαστικά, στις περισσότερες – βασικά στις δυτικές – χώρες, μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα άρχισαν οι γυναίκες να αποκτούν πολιτικά δικαιώματα και ισότητα με το ανδρικό φύλο, σε όλους τους τομείς.
Επιστρέφοντας στην αγωγή των νέων στην αρχαία Αθήνα, οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να πληρώσουν κάποιον δάσκαλο που θα αναλάμβανε την αγωγή των παιδιών τους.
Τα μαθήματα δεν γίνονταν σε κάποιο σχολείο, αλλά στην οικία του δασκάλου. Κάτι σαν ιδιαίτερο ολιγομελές φροντιστήριο! Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι γίνεται αναφορά στα ανήλικα παιδιά και όχι στους ενηλίκους που μπορούσαν να σπουδάσουν δίπλα σε φιλοσόφους και σε φιλοσοφικές σχολές, μοναδικές και ανεπανάληπτες για την ανθρωπότητα.
Οι ανήλικοι, λοιπόν, διδάσκονταν την βασική εκπαίδευση από 4 δασκάλους: τον «γραμματιστή΄΄, τον δάσκαλο τηςμουσικής, τον γυμναστή και τον χοροδιδάσκαλο. Η γυμναστική αγωγή των νέων αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα.
Τα παιδιά διδάσκονταν από τον γραμματιστή ανάγνωση και γραφή. Επίσης, τα παιδιά διδάσκονταν ποίηση όπως του Ομήρου και του Ησιόδου και μάθαιναν από την αρχή της εκπαίδευσής τους να αποστηθίζουν ποιήματα. Όταν μάθαιναν ανάγνωση και γραφή, τότε διάβαζαν και αποστήθιζαν ποιήματα μεγάλων ποιητών της εποχής. Πέρα από την ανάγνωση, την γραφή και την διείσδυση των νέων στα κείμενα των σοφών της εποχής, η μουσική θεωρείτο απαραίτητο στοιχείο στην αγωγή τους.
Στην αρχαία Ελλάδα ο «μουσικός ανήρ΄΄ήταν ο μορφωμένος άνθρωπος. Ως γνωστόν, η διδασκαλία της μουσικής στην αρχαία Ελλάδα προηγήθηκε από αυτή των γραμμάτων. Η μουσική εκπαίδευση περιλάμβανε την διδασκαλία μουσικού οργάνου, τραγουδιού και χορού. Τα παιδία διδάσκονταν από τον «κιθαριστή΄΄ λύρα ή αυλό.Το παίξιμο της λύρας συνοδευόταν από την απαγγελία στίχων λυρικών ποιημάτων ή από τραγούδια συχνά ηρωικά κατορθώματα. Από εκεί βγήκε και η λυρική ποίηση.
Στην αρχαία Ελλάδα δεν επικρατούσε η αδιαφορία, η φασαρία και η ανοησία των σύγχρονων μαθητών. Κατά την διάρκεια των μαθημάτων οι νέοι στέκονταν σοβαροί, δεν μιλούσαν μεταξύ τους και παρακολουθούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την διδασκαλία. Κανένα εκπαιδευτικό σύστημα και κανένας δάσκαλος δεν κατάφερε ποτέ στην ιστορία να κρατήσει πραγματικά το ενδιαφέρον των μαθητών.
Στην αρχαία Ελλάδα οι μαθητές αγαπούσαν το σχολείο το οποίο δεν τους πίεζε να βαθμοθηρούν για να φοιτήσουν σε κάποιοι πανεπιστήμιο, ούτε τους πίεζε και τους καθιστούσε ανταγωνιστές από την τρυφερή τους ηλικία με διάφορες εξετάσεις, «credits΄΄ και βαθμολογίες που τα σύγχρονα γελοία εκπαιδευτικά συστήματα όλου του κόσμου κάνουν.
Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε, σήμερα η εκπαίδευση αποσκοπεί στην μετάδοση στείρων γνώσεων και στην παραγωγή επαγγελματιών. Επίσης, ο εκπαιδευτικός με την υποκειμενική του αξιολόγηση κολλάει μια ταμπέλα στον νέο λέγοντας του ότι είναι «καλός΄΄ ή «κακός΄΄ μαθητής ή φοιτητής, τουτέστιν άχρηστος … Ποίος, όμως, είναι ο αλάνθαστος που θα κρίνει έναν άνθρωπο και μάλιστα έναν νέο και θα καθορίσει την μετέπειτα επαγγελματική και κοινωνική του ζωή;
Η αγάπη των Αθηναίων νέων για το σχολείο φαίνεται από το μάθημα της μουσικής στο οποίο πήγαιναν παραταγμένοι σε ομάδες και σιωπηροί, χωρίς να οχλαγωγούν – όπως οι σημερινοί νέοι.
Στα μαθήματα αναφέρθηκε ότι οι νέοι παρέμεναν κόσμιοι και σοβαροί, δεν έκαναν αστεία και ποτέ δεν αντιμιλούσαν στον δάσκαλο, κάτι που γίνεται κατά κόρον σήμερα. Εντούτοις, αν κάποιος μαθητής έδειχνε ασέβεια στο μάθημα και γελούσε ή έκανε φασαρία, τότε ο δάσκαλος τον χτυπούσε. Σήμερα, οι δάσκαλοι φοβούνται να ρίξουν ένα χαστούκι ή με το ραβδί να χτυπήσουν τα χέρια ενός άτακτου μαθητή, για να μην μηνυθούν από τους γονείς του και χάσουν την δουλεία τους από την πειθαρχική επιτροπή του υπουργείου παιδείας. Και όμως, χωρίς να προτείνεται το (πάλαι ποτέ) δεσποτικό γερμανικό σύστημα, είναι εμφανές ότι η αντιμετώπιση των άτακτων μαθητών στην αρχαία Αθήνα σωφρόνιζε τους ιδίους και παραδειγμάτιζε τους άλλους.
Οι νέοι στην αρχαία Ελλάδα, εν αντιθέσει με τους σημερινούς νέους, έδειχναν σεβασμό στους μεγαλυτέρους και τους δασκάλους τους, και ας λέει ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (445 -385 π.Χ.) ότι πείραζαν τους γέροντες. Ο Αριστοφάνης, επί τη ευκαιρία, είναι γνωστός για την υπερβολή του (…ποιητική αδεία) και δεν μπορεί να προσφέρει αξιόπιστες ιστορικές πληροφορίες.
Γνωστό παράδειγμα είναι το πώς παρουσιάζει τον Σωκράτη. Επιστρέφοντας στους νέους της Αθήνας, οι «σωφρονιστές΄΄ και οι παιδαγωγοί ήταν αυτοί που επέβλεπαν τη συμπεριφορά τους που έπρεπε να ήταν κοσμία. Οι νέοι στέκονταν μπροστά στους ηλικιωμένους σιωπηρά, χωρίς να μιλούν – εκτός αν τους ρωτούσαν κάτι. Αν ήθελαν να πουν κάτι το έλεγαν χαμηλοφώνως, μιας και η δυνατή φωνή (που έχουν οι νέοι σήμερα) έδειχνε κακή αγωγή. Η ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα ήταν γενικά συγκρατημένη, ενώ οι σύγχρονοι νέοι έχουν χάσει το μέτρο.
Οι Έλληνες έφηβοι είχαν για διασκέδαση τις παλαίστρες, τα δημόσια γυμναστήρια και τις εορτές. Μάλιστα στα Παναθήναια της Αθήνας, εορτή προς τιμήν της πολιούχου θεάς Αθηνάς, συμμετείχαν στην πομπή του πέπλου της προς το Ερέχθειο, ως αναβάτες σε άλογα, γεμίζοντας με μεγάλη περηφάνια τους Αθηναίους πολίτες. Οι νέοι δεν είχαν δικαίωμα να μπουν στην αγορά (τόπος συνάθροισης των Αθηναίων), ούτε στην Ηλιαία (δικαστήριο της Αθήνας).
Όπως προαναφέρθηκε, οι νέοι σέβονταν τους δασκάλους τους. Αυτό το έκαναν, όχι από φόβο ή ιδιοτέλεια όπως οι σύγχρονοι νέοι που άλλωστε η πλειοψηφία τους δεν σέβεται τους δασκάλους, αλλά επειδή συνειδητοποιούσαν τον παιδαγωγικό ρόλο του δασκάλου και γοητεύονταν από την μαγεία της εκπαίδευσης που δέχονταν. Αναγνώριζαν ότι η σωματική και η ηθικοπνευματική τους αγωγή τους οδηγούσε στην ευδαιμονία, όπως άλλωστε συμφωνούσε και ο Πλάτωνας.
Οι νέοι της Αθήνας συμμετείχαν στις εορτές της πόλεως με χορούς και χορωδίες. Τις εορτές αυτές αναλάμβαναν να χρηματοδοτήσουν υποχρεωτικά οι χορηγοί που ήταν εύποροι Αθηναίοι!!! Η χρηματοδότηση αυτή ονομαζοταν «χορηγία΄΄ και δεν έχει καμία σχέση με τους συγχρόνους χορηγούς (μάλλον σπόνσορες να τους αποκαλούμε), δηλαδή τις πολυεθνικές και τις μεγάλες εταιρίες που αυτοπροβάλλονται και πλουτίζουν από την διαφήμιση.
Στην αρχαία Αθήνα οι χορηγοί, οι πλούσιοι της πόλης, με δικά τους έξοδα πλήρωναν χοροδιδασκάλους που μάθαιναν στους νέους χορό και τραγούδι λυρικών ποιημάτων τα οποία και παρουσίαζαν στα θέατρα και στις διάφορες εορτές, μπροστά στο περήφανο για τα νιάτα του αθηναϊκό κοινό. Σήμερα ποίο κράτος δίδει σημασία στην αγωγή των νέων και αισθάνεται για αυτούς περήφανο;
Δεν είναι αλήθεια ότι η σημερινή κοινωνία προτιμάει μια νεολαία με μονοδιάστατη υπερεξειδικευμένη παιδεία και αδιάφορη για τα πάντα εκτός από την καλοπέραση, την καριέρα και το χρήμα; Στις θεοκρατικές χώρες τους προτιμάνε αμόρφωτους και θρησκευτικά φανατισμένους, έρμαια του κάθε δικτάτορα … Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η ενότητα αυτή είναι σημαντική.
Στην αρχαία Αθήνα ο πολίτης είχε σχέση παιδιού προς μητέρας με την πολιτεία και απολάμβανε τα αγαθά της όπως την εκπαίδευση και της φιλοσοφικές της σχολές, το θέατρο, τους αγώνες, τις εορτές, τον αθλητισμό και γενικά τον πολιτισμό της. Γι’ αυτό, όπως προαναφέρθηκε, οι Αθηναίοι αυτοθυσιαζόταν στον πόλεμο, όχι μόνον για να μην χάσουν οι ίδιοι τα αγαθά της πόλης τους, αλλά να μην τα χάσουν οι επερχόμενες γενιές. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της αρχαιοελληνικής παιδείας: η αρμονική, διαλεκτική σχέση πολίτη πολιτείας και η ανάδειξη της νέας γενιάς.
Οι νέοι στην Αθήνα, έπειτα από την βασική τους εκπαίδευση, έπαιρναν ανώτερη μόρφωση. Διδάσκονταν γεωμετρία, μαθηματικά, φυσική, αστρονομία, ιατρική, ρητορική, φιλοσοφία και διάφορες τέχνες. Στην αρχαία Αθήνα οι νέοι μπορούσαν να μαθητεύσουν δίπλα σε κάποιον φιλόσοφο ή σοφιστή. Αυτοί δίδασκαν επί πληρωμή, με κάποιες εξαιρέσεις όπως του Σωκράτη και του σκυλοσόφου Διογένη.
Οι σοφιστές και οι φιλόσοφοι δίδασκαν συνήθως στις στοές. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Ακαδημία του Πλάτωνα, η Περιπατητική σχολή του Αριστοτέλη, η ρητορική σχολή του Ισοκράτη, η σχολή του Επίκουρου, η Στοά του Ζήνωνα, η Κυνική σχολή του Αντισθένη, η Κυρηναϊκή σχολή του Αρίστιππου από την Κυρήνη (ελληνική αποικία στη Λιβύη) και η Μεγαρική σχολή του Ευκλείδη από τα Μέγαρα. Ιατρικές σχολές υπήρχαν στο νησί Κω – υπό την διεύθυνση του Ιπποκράτη, στην Πέργαμο (ελληνική πόλη στην Μ.Ασία), στην Κυρήνη, στον Κρότωνα (ελληνική αποικία στην Κάτω Ιταλία) υπό την διεύθυνση του Αλκμαίονα, και αλλού.
Στην αρχαία Ελλάδα δινόταν τεραστία σημασία στην αγωγή, την εκπαίδευση και την παιδεία των νέων. Σήμερα δίδεται έμφαση μόνον στην στείρα και μονοδιάστατη εκπαίδευση που αποτελεί υποσύνολο της παιδείας … Τελικά, η αρχαιοελληνική παιδεία προβάλλεται ως ανεπανάληπτο επίτευγμα, μιας και αναδεικνύεται ως η μοναδική που ανέδειξε την προσωπικότητα των νέων και δεν τους αντιμετώπισε ως νούμερα ενός σχολείου.
Σκοπός της αρχαιοελληνικής παιδείας ήταν η απόκτηση του αγαθού και του κάλλους, δηλαδή η ανάπτυξη του πνεύματος, της ψυχής και του σώματος. Έτσι, η πολιτεία αποσκοπούσε στην συγκρότησή της από ώριμους πολίτες με ηθικοπνευματική καλλιέργεια και σωματική ευεξία. Άλλωστε, οι Αθηναίοι πολίτες του 5ου π.Χ αιώνα, μεσώ της εκκλησίας του δήμου και της Βουλής των πεντακόσιων, αποφάσιζαν για την τύχη της πόλης. Δεν αποφάσιζε κάποιος τύραννος ή βασιλιάς ή αρχηγός ή με τα σημερινά δεδομένα κάποια κυβέρνηση που «αντιπροσωπεύει΄΄ το λαό…
Η αγωγή των Αθηναίων έφηβων περιλάμβανε και την τέχνη του πόλεμου, γιατί ήταν οι μελλοντικοί στρατιώτες που θα προστάτευαν την πόλη από τους πολέμιούς της.
Έτσι, ο λαός όριζε τους «παιδοκρίτες΄΄ και ειδικούς δασκάλους που μάθαιναν στους εφήβους να μάχονται σαν οπλίτες και τους ασκούσαν στα όπλα (ξίφος, ακόντιο, δόρυ, τόξο, σφενδόνα).
Η αγωγή των νέων στην Αθήνα κρατούσε ως τα 18 τους χρόνια, δηλαδή ως την ενηλικίωσή τους. Στα 18 τους οι νέοι γίνονταν πλέον Αθηναίοι πολίτες (αν οι γονείς τους ήταν Αθηναίοι), αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα και εντάσσονταν στην στρατιωτική δύναμη της πόλης.
Όταν έφτανε τα 18 του ο Αθηναίος έφηβος έδινε τον«όρκο των εφήβων΄΄ στο ιερό της Αλιαύρου που βρισκόταν βόρεια της Ακροπόλεως.
Ο όρκος των εφήβων έλεγε:
«Δεν θα ντροπιάσω τα ιερά μου όπλα, δεν θα εγκαταλείψω στη μάχη τον συμπολεμιστή μου, θα αγωνισθώ για τα ιερά και την πόλη μου και θα την παραδώσω, όχι μικρότερη απ ότι την παρέλαβα, αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όσο οι δυνάμεις μου και οι συμπολίτες μου με βοηθήσουν. Θα υπάκουω στους άρχοντες και στους νόμους, τόσο τους ισχύοντες, όσο και σε αυτούς που θα θεσπιστούν στο μέλλον. Αν οποιοσδήποτε προσπαθήσει να ανατρέψει τους νόμους, θα τον εμποδίσω με σθένος και με την βοήθεια των συμπολιτών μου. Θα τιμώ πάντοτε τους πατέρες (προγόνους) μου και παίρνω για μάρτυρές μου: τους θεούς, τα όρια της πατρίδος μου, τα σιτηρά, τα αμπέλια, τις ελιές, τις συκιές, τα κριθάρια και όλα τα αγαθά που αυτή προσφέρει΄΄.
Η αρχαία Αθήνα φρόντιζε οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των πεσόντων στον πόλεμο. Σημειώνεται ότι η Αθήνα ήταν η μοναδική πόλη όπου γινόταν η μεγαλειώδης τιμητική πομπή του «Επιταφίου΄΄ για τους πεσόντες στη μάχη οι οποίοι θάβονταν σε περίλαμπρο τάφο και η αυτοθυσία τους για την πόλη ήταν η μέγιστη τιμή που μπορούσε να νιώσει η οικογένειά τους και οι απόγονοί τους.
Σε ό,τι αφορά την ανατροφή των ορφανών των νεκρών ανδρών, αυτή άρχιζε από τη στιγμή του θανάτου του πατέρα τους και κρατούσε μέχρι τα 18 τους χρόνια, όποτε και ενηλικιώνονταν. Η πολιτεία, λοιπόν, γινόταν κηδεμόνας των ορφανών. Το τέλος της κηδεμονίας αυτής γινόταν με μια δημόσια εκδήλωση στο θέατρο του Διονύσου, κατά την διάρκεια της εορτής των Μεγάλων Διονυσίων.
Κατά τον Αθηναίο ρήτορα Αισχύνη (389 – 314 π.Χ.), πριν αρχίσουν στο θέατρο οι δραματικοί αγώνες των ποιητών (το δράμα που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα περιλαμβάνει την τραγωδία, την κωμωδία και το σατυρικό δράμα) κάποιος κήρυκας παρουσίαζε στο κοινό τους ορφανούς εφήβους που πλέον είχαν ενηλικιωθεί. Οι νέοι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους την πανοπλία του οπλίτη που η πολιτεία τους είχε δωρίσει τιμητικά.Τότε ο κήρυκας σήμαινε τη λήξη της κηδεμονίας από την πολιτεία και έλεγε ότι οι νέοι αυτοί μπορούσαν να συνεχίσουν μόνοι τη ζωη τους, με την αγάπη όλων των Αθηναίων συμπολιτών τους.
Προαναφέρθηκε ότι η καθημερινή ζωή των νέων στην αρχαία Ελλάδα περιλάμβανε την σχολική εκπαίδευσή τους σε δασκάλους και αργότερα σε φιλοσόφους ή σοφιστές, την μουσική αγωγή τους, την ενασχόλησή τους με τον χορό, την απαγγελία και το τραγούδι ποιημάτων και επών και την αθλητική αγωγή τους στα γυμναστήρια (για αθλητισμό βλ.Κεφ. «Ο αθλητισμός στην αρχαία Ελλάδα΄΄).
Επιπρόσθετα, οι νέοι συμμετείχαν σε ομαδικά παιχνίδια, βοηθούσαν τον πατέρα τους στο επάγγελμα που ασκούσε και πήγαιναν για κυνήγι ή αλιεία, ανάλογα με το αν η περιοχή που διέμεναν ήταν κοντά στο βουνό ή στην θάλασσα. Μέρος της ζωής των νέων ήταν και η συμμετοχή τους σε αθλητικά γεγονότα, καθώς και εορτές.
Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης, η Βιβλιοθήκη και τα Παλίμψηστα
Το Μοναστήρι |
Βάση στήριξης βιβλίου της Stokes |
Η σημασία της ανακαλύψεως των νέων χειρογράφων του Σινά έχει ακόμη πολλά να συνεισφέρει όσο αυτά μελετώνται και δημοσιεύονται παρέχοντας υλικό για αρκετές γενεές. |
Πηγή: https://ellinondiktyo.blogspot.gr