Η θεολογική ερμηνεία της εικόνας της Γεννήσεως
Το πνευματικό μεγαλείο, το μυστικό βάθος και το αισθητικό κάλλος της Ορθοδόξου τέχνης συνεργούν στη μετοχή του πιστού στο καλοάγγελτο γεγονός της ενανθρώπισης. Μέσα στο χώρο της Εκκλησίας ο πιστός ζει το μυστήριο της σαρκώσεως με τις αισθήσεις του, που μεταμορφώνονται για να γίνουν μέσα επικοινωνίας με το άρρητο. Προσκυνώντας την εικόνα της Γεννήσεως ανταποκρίνεται στο κέλευσμα της ψαλμωδίας «δεύτε ίδωμεν πιστοί» και «βλέπει» με τα μάτια του την θεολογία της σαρκώσεως αισθανόμενος την ευφροσύνη της θείας συγκαταβάσεως και κενώσεως.
Ο εικονογραφικός τύπος διαμορφώθηκε έτσι ώστε να συνοψίζει τη θεολογία της Γεννήσεως ντύνοντάς την με άρτια αισθητική μορφή. Η παράσταση έχει οργανωθεί αντιρρεαλιστικά και συμβολικά συνθέτοντας στοιχεία από την ιστορική πραγματικότητα, πνευματικά και διαχρονικά. Το βουνό, το σπήλαιο, η φάτνη, τα ζώα συνυπάρχουν με τον χρυσό κάμπο που είναι ο πνευματικός χώρος του ουρανού. Έτσι η εικόνα αμέσως παρουσιάζει την σύνθεση του γήινου και του ουράνιου, του ανθρώπινου και του θείου.
Όλες οι μορφές έχουν ειδικό νόημα και συμβολισμό. Η Γέννηση τοποθετείται μέσα σε σπήλαιο, στοιχείο που δεν προέρχεται από τα Ευαγγέλια, αλλά από την παράδοση που ξεκινάει μεν από το απόκρυφο το λεγόμενο Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου αλλά την παίρνει ο ορθόδοξος θεολογικός στοχασμός (Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς) και την καθιερώνει η υμνογραφία με τον Ρωμανό «και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει» (Κοντάκιον), και τους άλλους Υμνωδούς των Χριστουγέννων: «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ ότι ώφθης επί γης ως άνθρωπος… η γη το σπήλαιον» (Ιδιόμελον Εσπερινού), «τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι» (κάθισμα Όρθρου).
Το σκοτεινόχρωμο σπήλαιο συνδέεται και με τον Άδη που θα φωτίσει ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Συμβολίζει όμως και τη σκοτεινιά του προχριστιανικού κόσμου στην οποία θα λάμψει το χαρούμενο, λυτρωτικό φως «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα και τοις καθημένοις αυτοίς εν χώρα και σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς» (Ματθ. 4,16).
Ο Χριστός εικονίζεται σπαργανωμένος. Η εικονογραφία εδώ ακολουθεί πιστά την ευαγγελική διήγηση «και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινε αυτόν εν τη φάτνη» (Λουκ. 2,7). Το φασκιωμένο βρέφος παραπέμπει οπτικά σε μορφές νεκρών (όπως του Λαζάρου), δίνοντάς μας έτσι μια ακόμα νύξη για το σάββανο και την ταφή του Κυρίου.
Η θέση της Παναγίας είναι καίρια στην εικόνα δείχνοντας με αυτό τον τρόπο το ρόλο της μέσα στο έργο της σωτηρίας. Εικονίζεται σε άμεση σχέση με το γλυκύτατο Τέκνο της, αλλά διατηρεί και κάποια απόσταση απ’ Αυτό, υπαγορευόμενη από την γνώση της θεότητάς Του. Για τη στάση στην οποία ζωγραφίζεται η Θεοτόκος έχει διατυπωθεί η άποψη ότι καθορίζεται από τον με ή χωρίς ωδίνες τοκετό. Τόσο όμως η υμνολογία της Εκκλησίας όσο και μεγάλοι Πατέρες (Μ. Φώτιος) αποφαίνονται με σαφήνεια ότι έτεκεν ανωδίνως. Η μητρική τρυφερότητα και κάποια προορατική αίσθηση της ρομφαίας που θα διαπεράσει την καρδιά της ίσως προσδιορίζουν αυτή τη στάση της Θεομήτορος.
Μέσα στο σπήλαιο δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο από την Μητέρα και το Βρέφος. Μόνο τα δύο ζώα (βόδι και ονάριο), που η παρουσία τους είναι μια ζωγραφική υπόμνηση των καυτερών για το Ισραήλ λόγων του Ησαΐα. Η αποστασία του εκλεκτού λαού του Θεού στηλιτεύεται με τον διακριτικό αυτόν τρόπο μέσα στην εικόνα.
Ο Ιωσήφ κάθεται έξω και κάπως απόμακρα από το σπήλαιο. Μ’ αυτό το τρόπο διατρανώνει η βυζαντινή ζωγραφική την θεμελιώδη πίστη της Εκκλησίας για την απείρανδρο γέννηση του Ιησού. Ο Ιωσήφ κάθεται συλλογισμένος, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα μοιάζει να έχει σαν πρότυπο αγάλματα σκεπτόμενων μορφών. Η στάση αυτή υποσημαίνει τις αμφιβολίες που φαίνεται ακόμα να έχει.
Σε μερικές εικόνες μπροστά στον Ιωσήφ στέκεται και συνομιλεί ένας τσοπάνος, συνήθως γέρος, κακόμορφος, που σύμφωνα με τα Απόκρυφα είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος σε τσοπάνη που πειράζει τον Ιωσήφ δείχνοντας την ροζιασμένη μαγκούρα του λέγοντας ειρωνικά, πως αν αυτό το ξεραμένο ξύλο βλαστήσει με φύλλα και κλαδιά, τότε μπορεί και μια Παρθένα να γεννήσει. Σε κάποιες μάλιστα εικόνες, σαν άλλη επίρρωση της Παρθενίας της Θεοτόκου, ζωγραφίζεται βλαστημένη η ποιμενική ράβδος.
Οι ποιμένες, ανοιχτόκαρδοι, καλοκάγαθοι, ειρηνικοί άνθρωποι δέχονται με κατάπληξη, αλλά και χαρά το μήνυμα του ερχομού του Μεσσία, αντιπροσωπεύοντας την αγαθή μερίδα των αληθινών Ισραηλιτών που άκουσαν το καλό άγγελμα της σωτηρίας και το ενστερνίστηκαν αμέσως.
Οι Μάγοι είναι οι σοφοί και διαβασμένοι, που όμως η γνώση τους δεν στέκει εμπόδιο στην προσκύνηση του σαρκωθέντος Λόγου. Γι’ αυτό και η τέχνη της Εκκλησίας δίνει μεγάλη σημασία στην παρουσία τους. Οι Μάγοι, με τις λαμπρές και παράξενες στολές τους, είναι οι αναζητητές που πασχίζουν να βρουν την Αλήθεια έξω από το χώρο του Ισραήλ. Αντιπροσωπεύουν τους ανά τους αιώνες αναζητητές της αλήθειας που μέσα από τους πολυδαίδαλους ατραπούς της σκέψης ακολουθώντας τον αστέρα της εσώτερης παρόρμησής τους φτάνουν κάποτε με ταπείνωση στην απλότητα της Φάτνης για να καταθέσουν τα δώρα του πνευματικού τους μόχθου και να χαρούν μαζί με τους ποιμένες. Τέλος, οι Μάγοι εικονίζονται με διαφορετική ηλικία για να υποδηλωθεί ότι ο Χριστός φωτίζει όλους τους ανθρώπους ανεξάρτητα από ηλικία.
Οι Άγγελοι ολόσωμοι, ευγενικοί και μεγαλόπρεποι, ντυμένοι με τα αρχαία ενδύματά τους (ιμάτιο και χιτώνα), σε στάσεις και κινήσεις που δείχνουν το σεβασμό στο Βρέφος αναγγέλλουν στους ποιμένες το μέγα γεγονός ότι «ετέχθη σήμερον σωτήρ ος εστίν Χριστός Κύριος». Και όταν όμως σκύβουν για να εκφράσουν το σεβασμό τους δεν ζωγραφίζονται μέσα στη σπηλιά, αλλά στέκουν απ’ έξω, ώστε να προβάλλεται ανεμπόδιστα και αδιάσπαστα το κεντρικό θέμα. Οι αγγελικές δυνάμεις προσφέρουν τη δοξολογία. Σε κάποιες εικόνες υπάρχει σε κυκλικό σχήμα η επιγραφή από το κατά Λουκά Ευαγγέλιο, «Δόξα εν υψίστοις Θεό και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία».
Από τον ουρανό εξέρχεται μια ακτίνα και καταλήγει στο σπήλαιο πάνω από το βρέφος. Η ακτίνα αυτή σημαίνει την μια ουσία του Θεού αλλά χωρίζεται σε τρεις λάμψεις, για να προσδιορίσει τη συμμετοχή των τριών προσώπων στην θεία οικονομία της σωτηρίας.
Η όλη σύνθεση κλείνει με ένα ακόμα επεισόδιο, που προέρχεται από τα Απόκρυφα: το πρώτο λουτρό του βρέφους. Στο πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου περιγράφονται διάφορες φροντίδες για τον τοκετό της Μαρίας καθώς και η μαία και η βοηθός της που συνδράμανε την Παναγία και έλουσαν το αρτιγέννητο. Εικονογραφικά η σκηνή κατάγεται από αρχαία παράσταση λουτρού του Διονύσου. Η χριστιανική τέχνη από τους πρώτους αιώνες προσέλαβε το θέμα. Εξαίρεση σημειώνεται τον 18ον αι. στο Άγιο Όρος, όπου η σκηνή θεωρήθηκε μειωτική της θεότητος και κατά συνέπεια απόβλητη. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης αναφέρει ότι «το δε να ιστορούνται γυναίκες τινες πλύνουσαι τον Χριστόν εν λεκάνη, ως οράται εν πολλαίς εικόσι της Χριστού γεννήσεως, τούτο είναι παντάπασιν ατοπώτατον». Εξηγώντας αυτή τη θέση του ο Άγιος λέει ότι η Θεοτόκος δε γέννησε με πόνους και ωδίνες όπως οι άλλες γυναίκες για να χρειάζεται η σκηνή του λουτρού. Έτσι το θείο βρέφος ήταν καθαρό από την ακαθαρσία.
Παραταύτα όμως η σκηνή επεκράτησε. Στην ορθόδοξο αίσθηση του λαού της εκκλησίας δεν προξένησε κανένα σκανδαλισμό. Είδε στην απεικόνιση αυτή μια ακόμη έκφανση της σαρκώσεως και ενανθρωπίσεως. Μερικοί μελετητές και θεολόγοι βλέπουν και μια προεικόνιση της Βαπτίσεως.
Η ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως μορφοποιεί την διδασκαλία της Εκκλησίας κρατώντας όλο το θεολογικό βάθος της, καθώς βρήκε στην έκφραση το μέτρο ανάμεσα στο θείο και το ανθρώπινο. Με την ταυτόχρονη αναπαράσταση μέσα στη ίδια σύνθεση γεγονότων που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά σημαίνει απελευθέρωση από την αντίληψη του χρόνου ροής και διαδοχής, δίνεται μια άλλη αίσθηση του χρόνου που τα αντιμετωπίζει όλα σαν παρόν. Αυτή η αντίληψη είναι αποτέλεσμα της κατανόησης του μυστηρίου της Σαρκώσεως, σαν γεγονότος ιστορικού, αλλά και μυστηριακού, εξωχρονικού. Γιατί ο Χριστός που γεννήθηκε στην ορισμένη χρονική στιγμήν «ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» (Γαλ. 4,4) δεν έπαυσε να είναι ο «προ αιώνων υπάρχων» ο άχρονος Υιός.
Αυτή τη θεώρηση του χρόνου δίνει η Ορθόδοξη εικόνα της Γεννήσεως και με αυτό το τρόπο κάνει σύγχρονο το γεγονός και καλεί τον πιστό να συμμετάσχει και να δει τον τόπο όπου εγεννήθη ο Χριστός. Αυτό είναι και το μεγάλο επίτευγμα της Βυζαντινής ζωγραφικής. Πέτυχε να φανερώσει με χρώματα και σχήματα την ενανθρώπιση στην σωτηριώδη, θεολογική διάσταση και χωρίς να μας στερήσει την αισθητική χαρά που γεννιέται από την μεγάλη τέχνη, κατόρθωσε να καταστήσει την εικόνα πύλη εισόδου στο μυστήριο που μπαίνουμε με ευφροσύνη και δοξολογία.
Τα Θεοφάνεια στην ιστορία, στην τέχνη και την παράδοση
Με την εορτή των Θεοφανείων η Επιφανείων και Φώτων, κλείνει και ο κύκλος του λεγομένου Δωδεκαημέρου,
που αρχίζει από την Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων και περιλαμβάνει και τις άλλες ενδιαμέσους εορτές.
Ο κύκλος αυτός των εορτών, είναι αυτούσιος Χριστιανικός διότι ο εορτασμός του Πάσχα προέρχεται και σχετίζεται εν μέρει με τον Εβραικό εορτασμό, με διαφορετική όμως έννοια. Καί το μεν Εβραικό Πάσχα συσχετίζεται με την διέλευση της Ερυθράς Θάλασσας, δηλ. από τη δουλεία προς την ελευθερία, το δε Χριστιανικό Πάσχα με την Ανάσταση του Κυρίου δηλ. «εκ του θανάτου προς την ζωήν και την εκ γης προς Ουρανόν διαβίβασιν των πιστών υπό του Αναστάντος», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας.
Η εορτή των Θεοφανείων ήταν κατ’ αρχάς ενωμένη με την εορτή των Χριστουγέννων και συνεορτάζονταν και στην Ανατολή και στη Δύση την ίδια ημέρα, ο δε διαχωρισμός προήλθε από την Δυτική Εκκλησία επί Πάπα Ρώμης Ιουλίου (336-352 μ.Χ.). Αυτός ο διαχωρισμός επικράτησε έκτοτε και στην Ανατολική Εκκλησία με διάφορη όμως τυπική διάταξη και εορταστική υμνολογία.
Επεκράτησε δε να αποκαλείται και εορτή των Φώτων και τούτο διότι οι Κατηχούμενοι βαπτίζονται ομαδικώς, και σε μεγάλη ηλικία, την παραμονή των Θεοφανείων στους ποταμούς, την θάλασσα, τις κολυμβήθρες και πολλοί κατά προτίμηση στον Ιορδάνη ποταμό όπως ο Κύριος. Επειδή το βάπτισμα επέφερε τον φωτισμό από το σκότος της ειδωλολατρείας, κρατούσαν συμβολικώς και αναμμένες λαμπάδες για το φωτισμό τους. Κατηχούμενοι λέγονταν όσοι είχαν δεχθεί τον χριστιανισμό και παρακολουθούσαν τις ιερές ακολουθίες από τον νάρθηκα της Εκκλησίας, χωρίς όμως να συμμετέχουν και σε αυτές.
Κατ’ αντίθεση με τα Χριστούγεννα τα οποία και δανειστήκαμε από τη Δύση, τα Θεοφάνεια είναι καθαρός ελληνικός εορτασμός και ένας από τους αρχαιότερους της εκκλησίας μας.
Πρωτοεμφανίστηκε στην Αίγυπτο μεταξύ των Ελλήνων χριστιανών, καλλιεργήθηκε εν συνέχεια στην Παλαιστίνη, ανεπτύχθη στην χριστιανική Ανατολή και διαδόθηκε εν συνέχεια και στη Λατινική Δύση. Επειδή όμως ο εορτασμός των Χριστουγέννων πήρε πολύ μεγάλη και δικαίως εορταστική μεγαλοπρέπεια και η ενδιάμεση εορταστική κόπωση που επακολούθησε μέχρι τα Θεοφάνεια, υποτίμησε κάπως τον εορτασμό τους.
Τα Θεοφάνεια στην Αγιογραφία
Ο εικονογραφικός εορτασμός των Θεοφανείων παρά την ελληνική τους προέλευση με όλους τους συμβολισμούς τους, διασώζεται από την αρχαιότερη διατύπωσή τους όχι στην Ανατολή αλλά στη Δύση και μάλιστα στη Ρώμη στις Κατακόμβες του Αγίου Καλλίστου, στη Ραβέννα όπως η εικόνα του Βαπτιστηρίου της και αλλού.
Στην ελληνική Ανατολή το θέμα της εικονογραφίας της βαπτίσεως με κάποια πληρότητα, μας δίνει ο Διονύσιος εκ Φουρνά Ευρυτανίας (1670-1746), στο περίφημο βιβλίο του «Ερμηνεία των Ζωγράφων».
Ο Διονύσιος, αξιόλογος ζωγράφος και εφάμιλλος του Πανσέληνου, μαθήτευσε τη ζωγραφική στο Άγιο Όρος όπου και διασώζονται θαυμάσια έργα του καθώς και στους Ναούς της ιδιαίτερής του πατρίδος Φουρνά Ευρυτανίας.
Ο εορτασμός στο Βυζάντιο
Στο Βυζάντιο την πρωτεύουσα της Μεσαιωνικής μας Αυτοκρατορίας, τα Θεοφάνεια εορτάζονταν με εξαιρετική λαμπρότητα.
Ο εορτασμός άρχιζε από την παραμονή οπότε και γινόταν ο καθαγιασμός των υδάτων στον Ι. Ναό του Αγίου Στεφάνου, με την παρουσία του Αυτοκράτορα, των Αυλικών και της Συγκλήτου.
Ο Αυτοκράτωρ ήταν ενδεδυμένος με ολόλευκα και χρυσά πολυτιμότατα ενδύματα, ειδικά για την ημέρα των Θεοφανείων.
Γιά την παρέλαση της επομένης, ο έπαρχος (Κυβερνήτης) της πόλεως φρόντιζε για τον καθαρισμό, τον διάκοσμο και το στρώσιμο των δρόμων με πριονίδι, πευκόκλαδα, δάφνες και μυρσίνες, καθώς και το στρώσιμο με τάπητες για τη μετάβαση εν πομπή του αυτοκράτορα στον Ι. Ναό της του Θεού Σοφίας.
Κατά την επιστροφή του ο λαός επευφημούσε λέγοντας το «Πολυχρόνιον ποιήσαι ο Θεός την Βασιλείαν», οι δε Πράσινοι και Βένετοι έψαλλαν επίκαιρα τροπάρια. Ο Αυτοκράτωρ μετά τη Λειτουργία και την επιστροφή, παρέθετε μεγάλο και επίσημο γεύμα στην αίθουσα των «Δεκαεννέα Ακκουβίτων» (τράπεζα επισήμων).
Η υμνολογία της εορτής
Το θέμα της Βαπτίσεως του Κυρίου δεν ενέπνευσε μόνο την Τέχνη (Ζωγραφική) αλλά και την υμνολογία. Από την θαυμάσια υμνολογία της εορτής, εκτός από τους ύμνους των Μ. Ωρών, του Εσπερινού και του Όρθρου, η ενδεικτική αναφορά στα Τροπάρια του Μ. Αγιασμού του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Σοφρωνίου (†638) είναι ένα εξαίρετο δείγμα της θείας εμπνεύσεως.
Ήχος πλ. δ΄. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων βοά λέγουσα. Δεύτε λάβετε πάντες, πνεύμα σοφίας, πνεύμα συνέσεως, πνεύμα φόβου Θεού του επιφανέντος Χριστού».
«Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις και ρήγνυται ο Ιορδάνης, και των ιδίων ναμάτων, επέχει το ρεύμα, Δεσπότην ορών ρυπτόμενον».
«Προς την φωνήν του βοώντος εν τη ερήμω, ετοιμάσατε την οδόν του Κυρίου· ήλθες Κύριε μορφήν δούλου λαβών, βάπτισμα αυτών ο μη γνούς αμαρτίαν».
Από τα υψιπετέστερα ακούσματα, εκτός από το γνωστό Απολυτίκιο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…», είναι και η ευχή του Ιωάννου του Δαμασκηνού (†754), η οποία απαγγέλεται μεγαλοφώνως κατά την τελετή του καθαγιασμού των υδάτων.
«Τριάς υπερούσιε, υπεράγαθε, υπέρθεε, παντοδύναμε, παντεπίσκοπε, αόρατε, ακατάλυπτε, δημιουργέ των νοερών ουσιών και των λογικών φύσεων, η έμφυτος αγαθότης, το φως το απρόσιτον, το φωτίζων πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, λάμψον καμοί τω αναξίω δούλω σου· φώτισόν μου της διανοίας τα όμματα, όπως ανυμνήσαι τολμήσω την άμετρον ευεργεσίαν και δύναμιν…».
Καί επισφραγίζεται η όλη ακολουθία με το κοινωνικό.
«Επεφάνη η χάρις του Θεού η Σωτήριος πάσιν ανθρώποις».
Τα Θεοφάνεια στη Λαογραφία
Εκτός από την υμνολογία της εκκλησίας μας, όπως και μερικώς αναφέρθηκε, αξιόλογα είναι και τα διάφορα και κατά περιοχή Κάλαντα των Φώτων.
Τα παλαιότερα γνωστά που διασώθηκαν σε ένα χειρόγραφο των Ιεροσολύμων είναι τα κατωτέρω:
Σήμερον η κτίσις φωτίζεται
Καί πανηγυρίζει ευφραίνεται.
Από της ερήμου ο Πρόδρομος
ήρθε να βαπτίσει τον Κύριον κ.τ.λ.
……………………
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών.
Δέξασθε λουτήραν βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος.
Δώη σας υγείαν να χαίρεσθε κ.τλ.
Οι αναμνήσεις των παλαιών χρόνων είναι άπειρες καθώς και τα έθιμα, διαφέρουν στις λεπτομέρειες και έχουν την ίδια κεντρική άποψη.
Χαρακτηριστικό είναι το ότι στις Βόρειες επαρχίες της Ελλάδος, στη Βέροια, Νάουσα, Γιαννιτσά, Θεσσαλία και Αλμυρό, συνήθιζαν να μασκαρεύονται τα Φώτα από την παραμονή και να λένε τα Κάλαντα της εορτής.
Οι μασκαράδες υποδύονται πάντα τους ίδιους ρόλους: τον γαμπρό, την νύμφη, την πενθερά, τον γιατρό, τον Αράπη και άλλους. Πρώτα πηγαίνουν στο σπίτι του παπά να πάρουν την ευχή του και του λένε τα Κάλαντα:
Αύριο τα Φώτα και ο Φωτισμός
και χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας…
Ύστερα ακολουθεί ο έπαινος προς το πρόσωπο του ιερέως και ο έπαινος προς την παπαδιά.
Με την εορτή των Θεοφανείων, εκτός από τον αγιασμό των υδάτων, σχετίζεται και ο αγιασμός των σπιτιών, των υποστατικών, των αγρών και όλης της φύσεως για τον καθαρμό από τους Καλλικαντζαραίους που είναι φαντασιώσεις του λαού και που εμφανίζονται το δωδεκαήμερο. Η αναφορά στους Καλλικαντζαραίους οφείλεται σε παλαιά ειδωλολατρική δεισιδαιμονία και εξ αυτής επικράτησε η ιδέα ότι αυτές τις ημέρες έμπαιναν στα σπίτια και προκαλούσαν σοβαρές καταστροφές.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις, οι Καλλικάντζαροι φοβούνται μόνον τον Αγιασμό και στο άκουσμά του συγκεντρώνονται φωνάζοντας ο ένας προς τον άλλον «Φύγετε να φύγουμε κι έφτασε ο Τρουλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του!». Κατ΄ αυτόν τον τρόπο καταδιωκόμενοι κατακρημνίζονταν στα Τάρταρα και ελευθερώνονταν οι άνθρωποι και η φύση από την καταστρεπτική επιρροή τους. Αυτή η δεισιδαιμονία τα τελευταία χρόνια σχεδόν εξέλιπε.
Πηγή: http://www.defencenet.gr/defence/item/τα-θεοφάνεια-στην-ιστορία-την-τέχνη-την-παράδοση