Ο εφημέριος της Σπιναλόγκας Iερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης
Τις τελευταίες ημέρες προβάλλεται σε επανάληψη η τηλεποτική σειρά "Το Νησί", η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο με τίτλο «Το νησί», της Αγγλίδας Victoria Hislop, το οποίο γυρίστηκε με μεγάλη επιτυχία σαν σήριαλ στην ελληνική τηλεόραση.
Ένα από τα ιστορικά στοιχεία που πληροφορούμαστε είναι ότι οι χανσενικοί που κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα ήταν οργισμένοι με τον Θεό, για το λόγο ότι η ασθένειά τους ήταν μια μεγάλη και αφόρητη δοκιμασία.
Ένας Γεραπετρίτης παπάς τόλμησε να τους επισκεφθεί κάποτε και να λειτουργήσει στον Άγιο Παντελεήμονα, που υπήρχε και ρήμαζε στο νησί, συντροφιά με τους νέους του κατοίκους. Λένε πως στην πρώτη Λειτουργία δεν πάτησε ψυχή.
Σε αυτές τις μορφές αξίζει να ξαποστάσουμε, να γυρέψουμε δύναμη και καλό παράδειγμα, να στρέψουμε την ανάγκη μας να στηριχτούμε.
Πρόσωπα που πιθανόν να μην ταιριάζουν με τους σύγχρονους τεχνοκρατικούς θεούς που μας κυβερνούν, όμως εμπνέουν δύναμη και αισιοδοξία στις ανηφόρες της ζωής …
Κάπως έτσι ήταν ο βίος ενός ιερέα που έγινε φάρος για πολλές πληγωμένες ψυχές.
Ο πατέρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης ήταν ο παπάς με το τριμμένο ράσο που αγάπησαν οι λεπροί της Σπιναλόγκα.
Ο μικρός αυτός τόπος εξορίας των χανσενικών, ογδονταπέντε στρέμματα όλα κι όλα, έγινε ξακουστός τα τελευταία χρόνια με το μυθιστόρημα της Victoria Hislop ("Το Νησί'') και το βασισμένο σε αυτό επιτυχημένο τηλεοπτικό σήριαλ. Τουριστική ατραξιόν πια, το καλοκαίρι ζωντανεύει ως σύμβολο του βουβού πόνου που συσσώρευσε στα χώματα του.
Το όνομα του πατρός Χρύσανθου Κατσουλογιαννάκη έχει παραμείνει στη λήθη και δεν λέει τίποτα σε όσους επισκέπτονται το νησί, αν και η μορφή του έχει συνδεθεί όσο τίποτα με την ιστορία των χανσενικών της Σπιναλόγκα – μια περιήγηση στο διαδίκτυο θα σας πείσει. Η ζωή του πιθανόν να μην είχε κάτι το ξεχωριστό, αν σκεφτεί κανείς ότι γεννημένος στα Μουλιανά της Σητείας το 1893 έζησε μέσα στη φτώχεια, ορφανός από γονείς και μεγαλωμένος από τον ιερέα θείο του. Τα γράμματα που ήξερε ήταν αυτά της έκτης δημοτικού, χωρίς καν να μπορέσει να πάρει απολυτήριο.
Όταν ο θείος του πέθανε, ο κατά κόσμον Ματθαίος ήταν μόλις δεκαπέντε ετών και τη φροντίδα του ανέλαβαν οι μοναχοί της Μονής Παναγίας Ακρωτηριανής. Αυτό το ριζικό της μοίρας, ο Θεός το είχε εντάξει στη Θεία Πρόνοια, αφού τον είχε επιλέξει να φέρει εις πέρας ένα ύψιστο ανθρωπιστικό έργο. Σύντομα ο Ματθαίος θα γίνει μοναχός στη Μονή Τοπλού, ιεροδιάκονος και ιερομόναχος με το όνομα πια Χρύσανθος.
Το 1941 τοποθετήθηκε στη Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Στη Σπιναλόγκα βρέθηκε ως εφημέριος, αναπάντεχα, χωρίς να το έχουν προγραμματίσει οι εκκλησιαστικές αρχές της περιοχής.
Το 1947 ο τότε ιερέας του νησιού Μελέτιος Βουργούρης έλαβε μία δίμηνη άδεια για να μεταβεί στο Άγιον ¨Ορος και ο Επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει αντικαταστάτη του. Οι λόγοι είναι προφανείς.
Στη Σπιναλόγκα – και εδώ η προσφορά του παραπάνω μυθιστορήματος που εξιστορεί τις απάνθρωπες συνθήκες των λεπρών είναι σημαντική – οι εξορισμένοι χανσενικοί ζούσαν ουσιαστικά ενταφιασμένοι ζωντανοί χωρίς ελπίδα, γεμάτοι με εξανθήματα και έλκη, οστά που ατροφούσαν ή νεκρώνονταν. Η απλωμένη φρίκη ήταν ταυτόσημη με το νησί. Ούτε οι Γερμανοί κατακτητές πάταγαν το πόδι τους εκεί, αφήνοντας τους χανσενικούς να ζουν στη στιγματισμένη ελευθερία τους.
Ο Ιεροπετρίτης ιερέας προθυμοποιείται να μεταβεί στο νησί ως αναπληρωτής του Μελέτιου και αφού εξασφαλίζει τη σχετική άδεια από τον επίσκοπο του φθάνει το 1947 για να μείνει εκεί δέκα ολόκληρα χρόνια! Ο Μελέτιος δεν επέστρεψε ποτέ στη θέση του. Λέγεται ότι την πρώτη φορά που έκανε τη Θεία Λειτουργία στον έναν από τους δύο ναούς της Σπιναλόγκα, αυτόν του Αγίου Παντελεήμονα, κανένας χανσενικός δεν πάτησε το πόδι του. Το κλάμα και ο οδυρμός τους για την άσχημη μοίρα τους είχε νικήσει την πίστη τους στο Θεό και η λαχτάρα να κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου είχε σβήσει μέσα στην δικαιολογημένη πικρία που κουβαλούσαν. Ζούσαν κυριολεκτικά έναν Γολγοθά χωρίς Ανάσταση. Είχαν εγκαταλείψει συγγενείς και σπιτικά και ζούσαν περηφρονημένοι από όλους, ακόμα και από το κράτος που, πάμπτωχο, αδυνατούσε να προσφέρει τις σωστές υγειονομικές υπηρεσίες.
Ως καλός ποιμένας, ο π. Χρύσανθος παρηγορούσε τους χανσενικούς και τους ζητούσε να πιστέψουν στο θαύμα της Ανάστασης, αφού χωρίς αυτό η πίστη είναι μάταιη, είναι κενή και ο θάνατος η μόνη βέβαιη προσμονή. Δεν ήταν εύκολο να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Αναφέρεται πως ένας ασθενής του υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν να κοινωνήσει, αν μετά, κοινωνούσε και ο ίδιος ο ιερέας από το ιερό ποτήριο. Τότε, ναι, θα είχαν όλοι πειστεί για το θαύμα και θα προσέρχονταν στην κοινή Ανάσταση.
Έτσι κι έγινε!
Όταν ο λεπρός είδε στο τέλος, εκεί στην ιερά Πρόθεση, τον π. Χρύσανθο να καταλύει την Θεία Κοινωνία που είχε απομείνει, και όχι να τη ρίχνει στο χωνευτήρι όπως ο προκάτοχός του, τότε κατάλαβε πόσο μεγαλείο έκρυβε η αλήθεια της πίστης και ο ιερέας αυτός. Ο ιερέας που λίγο πριν και πάλι δεν φοβήθηκε να μοιράσει το αντίδωρο, ενώ οι λεπροί του ασπάζονταν το χέρι ….
Ο π. Χρύσανθος τελώντας τα καθήκοντά του ως ιερέας στη Σπιναλόγκα, όχι μόνο δεν αρρώστησε, αλλά συνδεόταν όλο και περισσότερο με το ποίμνιό του.
Το 1957 η ανακάλυψη των αντιβιοτικών οδήγησε στη θεραπεία των λεγόμενων χανσενικών και πολλοί επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κάποιοι σε πιο βαριά κατάσταση μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της πρωτεύουσας και το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε οριστικά τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου. Στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα ζωντανό κοιμητήριο ψυχών κι έτσι το μνημονεύουμε ως σήμερα.
Ο π. Χρύσανθος δεν θέλησε να φύγει από το νησί και παρέμεινε εκεί ολομόναχος, για δύο ακόμη χρόνια, αφού θεωρούσε χρέος του να τελεί τη Θεία Λειτουργία στους δύο ναούς του νησιού και να κάνει τρισάγια στους τάφους των νεκρών. Ζούσε με τις προσφορές των ψαράδων, τα τρόφιμα της αποθήκης του νησιού που είχαν απομείνει και κάποια κηπευτικά που έβαζε ο ίδιος. Όταν κλονίστηκε η υγεία του, δέκα χρόνια μετά, έφυγε από τη Σπιναλόγκα για να εγκατασταθεί στη Μονή Φανερωμένης.
Μέχρι το θάνατό του, στις 3 Απριλίου του 1972, ο π. Χρύσανθος διαβιούσε σε πλήρη ακτημοσύνη προσφέροντας τη βοήθειά του σε όποιον τη χρειαζόταν, άξιος μαθητής Χριστού. Στη δράση του έβλεπε κανείς το θαύμα της Ανάστασης, την εκπλήρωση του ευαγγελίου της Κρίσης, όπως το ζήτησε ο Ιησούς ταπεινά από όλους μας. Αναγνωρίζοντας τη σπουδαιότητα της δράσης του στη Σπιναλόγκα, ο μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης απένειμε το 1970 εκκλησιαστικό οφφίκιο και δίπλωμα ευφήμου μνείας με την Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης να ακολουθεί, τιμώντας τον με υποτροφία που χορήγησε σε άπορο σπουδαστή στη μνήμη του.