Αντωνυμίες λέγονται οι κλιτές λέξεις που χρησιμοποιούνται στον λόγο κυρίως στη θέση ονομάτων (ουσιαστικών ή επιθέτων), π.χ.
– ῥώμη μετὰ μὲν φρονήσεως ὠφέλησεν, ἄνευ δὲ ταύτης (δηλ. τῆς φρονήσεως) ἔβλαψε
– τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας πάντες τιμῶσι· τοιοῦτοι (δηλ. ἀγαθοί) καὶ ὑμεῖς γίγνεσθε.
Τα είδη των αντωνυμιών.
Οι αντωνυμίες είναι εννέα ειδών: 1) προσωπικές, 2) δεικτικές, 3) οριστικές ή επαναληπτικές, 4) κτητικές, 5) αυτοπαθητικές, 6) αλληλοπαθητική, 7) ερωτηματικές, 8) αόριστες, 9) αναφορικές και συσχετικές
Προσωπικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν τα τρία πρόσωπα του λόγου
Πρώτο πρόσωπο είναι εκείνο που ενεργεί: ἐγώ
Δεύτερο πρόσωπο είναι εκείνο που του απευθυνόμαστε: ἐσύ
Τρίτο πρόσωπο είναι εκείνο για το οποίο γίνεται λόγος: αὐτός, ἐκεῖνος, κ.τ.λ.
Η προσωπική αντωνυμία κλίνεται ως εξής:
Ενικός αριθμός | |||
α' πρόσωπο | β' πρόσωπο | γ' πρόσωπο | |
Ονομαστική | ἐγὼ | σὺ | |
Γενική | ἐμοῦ, μου | σοῦ, σου | (οὗ) |
Δοτική | ἐμοί, μοι | σοί, σοι | οἷ, οἱ |
Αιτιατική | ἐμέ με | σέ, σε | (ἕ) |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἡμεῖς | ὑμεῖς | (σφεῖς) |
Γενική | ἡμῶν | ὑμῶν | (σφῶν) |
Δοτική | ἡμῖν | ὑμῖν | σφίσι(ν) |
Αιτιατική | ἡμᾶς | ὑμᾶς | (σφᾶς) |
Όπως φαίνεται από την κλίση της αντωνυμίας στη γενική και στη δοτική του ενικού υπάρχουν δύο τύποι, ο δυνατός (ἐμοῦ, ἐμοί, σοῦ, σοί) και ο αδύνατος (μου, μοι, σου, σοι). Ο δυνατός τύπος χρησιμοποιείται όταν υπάρχει έμφαση, ενώ ο αδύνατος όταν δεν υπάρχει έμφαση.
Παραδείγματα:
● οὔθ’ ἡ πόλις αἰτία οὖσα Τιμάρχῳ οὔθ’ οἱ νόμοι οὔθ’ ὑμεῖς οὔτ’ ἐγώ...
● σὺ δέ μοι δοκεῖς τἀναντία τῆς φιλοσοφίας ἀπολελαυκέναι
● ὧν ἕνεκα καὶ ἐμοὶ δίκαιον ὑμᾶς μεταδοῦναι τῆς σωτηρίας
Η προσωπική αντωνυμία στη Ν.Ε.
- Εμένα ζήτησαν, όχι εσένα.
- Μου έδωσες το τετράδιο, όταν σου το ζήτησα; ή
- Μου το έδωσες, όταν σου το ζήτησα;
Όπως παρατηρείς οι αντωνυμίες έχουν και αδύναμους τύπους οι οποίοι δεν τονίζονται.
Δες κι ένα ωραίο βίντεο με τις προσωπικές αντωνυμίες
Δες και το βίντεο που ετοίμασε η Κωνσταντίνα Σάιτ
Δεικτικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν δείξιμο (αισθητό ή νοητό).
Δεικτικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής)
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε ή τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) (= τέτοιος)τέτοιος)
τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε ή τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν)
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε ή τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) (= τόσο μεγάλος)
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | οὗτος | αὕτη | τοῦτο |
Γενική | τούτου | ταύτης | τούτου |
Δοτική | τούτῳ | ταύτῃ | τούτῳ |
Αιτιατική | τοῦτον | ταύτην | τοῦτο |
Κλητική | οὗτος | αὕτη | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οὗτοι | αὗται | ταῦτα |
Γενική | τούτων | τούτων | τούτων |
Δοτική | τούτοις | ταύταις | τούτοις |
Αιτιατική | τούτους | ταύτας | ταῦτα |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε (= αυτός εδώ, αυτός δα, ο εξής) σχηματίστηκε από το άρθρο ὁ, ἡ, τὸ (που αρχικά είχε δεικτική σημασία) μαζί με το εγκλιτικό μόριο δὲ στο τέλος του.
Η αντωνυμία ὅδε, ἥδε, τόδε χρησιμοποιείται για πρόσωπα ή για πράγματα που βρίσκονται κοντά στον ομιλητή σε σχέση με τον τόπο ή με τον χρόνο. Όταν χρησιμοποιείται για έννοιες, αναφέρεται σ' αυτά που θα ακολουθήσουν, που θα ειπωθούν στη συνέχεια.
Παραδείγματα:
● Πρωταγόρας ὅδε ταῦτα ἀπεκρίνατο (πρόσωπο)
● οὐδέν μοι ἀρκέσει ὅδε ὁ βωμός (πράγμα)
● Ὁ δὲ ὅρκος ἔστω ὅδε·«ἐμμενῶ ταῖς ξυνθήκαις...» (έννοια)
Παραδείγματα στα Ν.Ε.
Να, αυτός εδώ είναι που με κοροϊδεύει.
Η αντωνυμία τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τοῖος μαζί με το εγκλιτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται μόνο κατά το πρώτο μέρος της, με το μόριο δὲ αμετάβλητο.
τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τοιόσδε | τοιάδε | τοιόδε |
Γενική | τοιοῦδε | τοιᾶσδε | τοιοῦδε |
Δοτική | τοιῷδε | τοιᾷδε | τοιῷδε |
Αιτιατική | τοιόνδε | τοιήνδε | τοιόδε |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τοιοίδε | τοιαίδε | τοιάδε |
Γενική | τοιῶνδε | τοιῶνδε | τοιῶνδε |
Δοτική | τοιοῖσδε | τοιαῖσδε | τοιοῖσδε |
Αιτιατική | τοιούσδε | τοιάσδε | τοιάδε |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τοῖος και την αντωνυμία οὗτος.
τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο(ν) | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τοιοῦτος | τοιαύτη | τοιοῦτο |
Γενική | τοιούτου | τοιαύτης | τοιούτου |
Δοτική | τοιούτῳ | τοιαύτῃ | τοιούτῳ |
Αιτιατική | τοιοῦτον | τοιαύτην | τοιοῦτο |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τοιοῦτοι | τοιαῦται | τοιαῦτα |
Γενική | τοιούτων | τοιούτων | τοιούτων |
Δοτική | τοιούτοις | τοιαύταις | τοιούτοις |
Αιτιατική | τοιούτους | τοιαύτας | τοιαῦτα |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τόσος μαζί με το εγκλιτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται μόνο κατά το πρώτο μέρος της, με το μόριο δὲ αμετάβλητο.
τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τοσόσδε | τοσήδε | τοσόνδε |
Γενική | τοσοῦδε | τοσῆσδε | τοσοῦδε |
Δοτική | τοσῷδε | τοσῇδε | τοσῷδε |
Αιτιατική | τοσόνδε | τοσήνδε | τοσόνδε |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τοσοίδε | τοσαίδε | τοσάδε |
Γενική | τοσῶνδε | τοσῶνδε | τοσῶνδε |
Δοτική | τοσοῖσδε | τοσαῖσδε | τοσοῖσδε |
Αιτιατική | τοσούσδε | τοσάσδε | τοσάδε |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τόσος και την αντωνυμία οὗτος.
τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτο(ν) | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τοσοῦτος | τοσαύτη | τοσοῦτο |
Γενική | τοσούτου | τοσαύτης | τοσούτου |
Δοτική | τοσούτῳ | τοσαύτῃ | τοσούτῳ |
Αιτιατική | τοσοῦτον | τοσαύτην | τοσοῦτο |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τοσοῦτοι | τοσαῦται | τοσαῦτα |
Γενική | τοσούτων | τοσούτων | τοσούτων |
Δοτική | τοσούτοις | τοσαύταις | τοσούτοις |
Αιτιατική | τοσούτους | τοσαύτας | τοσαῦτα |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τηλίκος μαζί με το εγκλιτικό μόριο δὲ στο τέλος του. Κλίνεται μόνο κατά το πρώτο μέρος της, με το μόριο δὲ αμετάβλητο.
τηλικόσδε, τηλικήδε, τηλικόνδε | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τηλικόσδε | τηλικήδε | τηλικόνδε |
Γενική | τηλικοῦδε | τηλικῆσδε | τηλικοῦδε |
Δοτική | τηλικῷδε | τηλικῇδε | τηλικῷδε |
Αιτιατική | τηλικόνδε | τηλικήνδε | τηλικόνδε |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τηλικοίδε | τηλικαίδε | τηλικάδε |
Γενική | τηλικῶνδε | τηλικῶνδε | τηλικῶνδε |
Δοτική | τηλικοῖσδε | τηλικαῖσδε | τηλικοῖσδε |
Αιτιατική | τηλικούσδε | τηλικάσδε | τηλικάδε |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) σχηματίστηκε από την αρχαιότερη αντωνυμία τηλίκος και την αντωνυμία οὗτος.
τηλικοῦτος, τηλικαύτη, τηλικοῦτο(ν) | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τηλικοῦτος | τηλικαύτη | τηλικοῦτο |
Γενική | τηλικούτου | τηλικαύτης | τηλικούτου |
Δοτική | τηλικούτῳ | τηλικαύτῃ | τηλικούτῳ |
Αιτιατική | τηλικοῦτον | τηλικαύτην | τηλικοῦτο |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τηλικοῦτοι | τηλικαῦται | τηλικαῦτα |
Γενική | τηλικούτων | τηλικούτων | τηλικούτων |
Δοτική | τηλικούτοις | τηλικαύταις | τηλικούτοις |
Αιτιατική | τηλικούτους | τηλικαύτας | τηλικαῦτα |
Κλητική | - | - | - |
Άσκηση στις δεικτικές αντωνυμίες
Άσκηση για τη δεικτική αντωνυμία οὗτος, αὕτη, τοῦτο (φόρμα Google) **
Συμπλήρωση κενών με τον κατάλληλο τύπο της αντ. οὗτος & μεταφορά στον άλλον αριθμό (Α' 08, 4η) **
Να συμπληρώσετε τα κενά με τον κατάλληλο τύπο της αντωνυμίας οὗτος, αὕτῃ τοῦτο ( Α΄ 10, 5η) **
Άσκηση στις δεικτικές αντωνυμίες ***
3. Οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία
αὐτός, αὐτή, αὐτό | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | αὐτός | αὐτή | αὐτό |
Γενική | αὐτοῦ | αὐτῆς | αὐτοῦ |
Δοτική | αὐτῷ | αὐτῇ | αὐτῷ |
Αιτιατική | αὐτόν | αὐτήν | αὐτό |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | αὐτοί | αὐταί | αὐτά |
Γενική | αὐτῶν | αὐτῶν | αὐτῶν |
Δοτική | αὐτοῖς | αὐταῖς | αὐτοῖς |
Αιτιατική | αὐτούς | αὐτάς | αὐτά |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία αὐτός, αὐτή, αὐτό στην αρχαία ελληνική είναι οριστική ή επαναληπτική.
1. Οριστική είναι η αντωνυμία αὐτός (σε όλες τις πτώσεις), όταν χρησιμοποιείται για να ορίσει κάτι (δηλ. να το ξεχωρίσει από άλλα), π.χ.
τὴν στρατείαν αὐτός Ξέρξης ἤγαγε ( = μόνος του ο Ξέρξης, αὐτός ο ίδιος και όχι άλλος)
ἔσωσε καὶ αὐτὸν καὶ τοὺς παῖδας (= και αυτόν τον ίδιο και τα παιδιά)
2. Επαναληπτική είναι η αντωνυμία αὐτός (μόνο στις πλάγιες πτώσεις), όταν χρησιμεύει για να επαναλάβει κάτι που γι' αυτό έγινε λόγος πρωτύτερα. Με τέτοια σημασία η αντωνυμία αὐτός στις πλάγιες πτώσεις χρησιμοποιείται στη θέση της προσωπικής αντωνυμίας του γ' προσώπου, π.χ.
● βασιλεὺς καὶ οἱ μετ' αὐτοῦ (δηλ. τοῦ βασιλέως) καὶ οἱ σὺν αὐτῷ (δηλ. τῷ βασιλεῖ)
● Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν (δηλ. τὸν Κῦρον) σατράπην ἐποίησε.
● πολλὰ καὶ δεινὰ συνειδὼς Σίμωνι, ὦ βουλή, οὐκ ἄν ποτ' αὐτὸν εἰς τοσοῦτον τόλμης ἡγησάμην ἀφικέσθαι (: αν και ξέρω, βουλευτές, ότι ο Σίμωνας έχει κάνει πολλά και φοβερά πράγματα, δεν πίστευα όμως ότι θα έφτανε ποτέ αυτός σε τέτοιο σημείο θράσους.)
Η αντωνυμία αὐτός, όταν εκφέρεται μαζί με το άρθρο, σημαίνει ταυτότητα, ὁ αὐτὸς = ο ίδιος, π.χ.
● τὴν Ἀττικὴν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεί (= οι ίδιοι πάντοτε)
Η οριστική ή επαναληπτική αντωνυμία στη Ν.Ε.
Στη Ν.Ε. ως οριστική αντωνυμία χρησιμοποιούνται τα επίθετα ίδιος και μόνος, π.χ.
- Μας φιλοξένησε ο ίδιος ο διευθυντής.
- Μόνοι μας πήγαμε.
Ως επαναληπτική αντωνυμία χρησιμοποιείται ο αδύνατος τύπος του γ' προσώπου της προσωπικής αντωνυμίας, π.χ.
- Όταν φανεί ο Γιώργος πες του να έρθει να με βρει.
Κτητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν σε ποιον ανήκει κάτι, δηλαδή ορίζουν τον κτήτορα.
Οι κτητικές αντωνυμίες έχουν τρία πρόσωπα, όπως και οι προσωπικές, και σχηματίζονται από τα θέματα των αντίστοιχων προσωπικών αντωνυμιών:
Α' Για έναν κτήτορα
α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν(= δικός μου, δική μου, δικό μου)
β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
γ' πρόσωπο: ἐός, ἐή, ἐόν (δικός του, δική του, δικό του)
Β' Για πολλούς κτήτορες
α' πρόσωπο: ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον (δικός μας, δική μας, δικό μας)
β' πρόσωπο: ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον (δικός σας, δική σας, δικό σας)
γ' πρόσωπο: σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον (δικός τους, δική τους, δικό τους)
Οι κτητικές αντωνυμίες κλίνονται ως εξής:
ἐμός, ἐμή, ἐμόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἐμός | ἐμή | ἐμόν |
Γενική | ἐμοῦ | ἐμῆς | ἐμοῦ |
Δοτική | ἐμῷ | ἐμῇ | ἐμῷ |
Αιτιατική | ἐμόν | ἐμήν | ἐμόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἐμοί | ἐμαί | ἐμά |
Γενική | ἐμῶν | ἐμῶν | ἐμῶν |
Δοτική | ἐμοῖς | ἐμαῖς | ἐμοῖς |
Αιτιατική | ἐμούς | ἐμάς | ἐμά |
Κλητική | - | - | - |
σός, σή, σόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | σός | σή | σόν |
Γενική | σοῦ | σῆς | σοῦ |
Δοτική | σῷ | σῇ | σῷ |
Αιτιατική | σόν | σήν | σόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | σοί | σαί | σά |
Γενική | σῶν | σῶν | σῶν |
Δοτική | σοῖς | σαῖς | σοῖς |
Αιτιατική | σούς | σάς | σά |
Κλητική | - | - | - |
ἐός, ἐή, ἐόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἐός | ἐή | ἐόν |
Γενική | ἐοῦ | ἐῆς | ἐοῦ |
Δοτική | ἐῷ | ἐῇ | ἐῷ |
Αιτιατική | ἐόν | ἐήν | ἐόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἐοί | ἐαί | ἐά |
Γενική | ἐῶν | ἐῶν | ἐῶν |
Δοτική | ἐοῖς | ἐαῖς | ἐοῖς |
Αιτιατική | ἐούς | ἐάς | ἐά |
Κλητική | - | - | - |
ἡμέτερος, ἡμετέρα, ἡμέτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἡμέτερος | ἡμετέρα | ἡμέτερον |
Γενική | ἡμετέρου | ἡμετέρας | ἡμετέρου |
Δοτική | ἡμετέρῳ | ἡμετέρᾳ | ἡμετέρῳ |
Αιτιατική | ἡμέτερον | ἡμετέραν | ἡμέτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἡμέτεροι | ἡμέτεραι | ἡμέτερα |
Γενική | ἡμετέρων | ἡμετέρων | ἡμετέρων |
Δοτική | ἡμετέροις | ἡμετέραις | ἡμετέροις |
Αιτιατική | ἡμετέρους | ἡμετέρας | ἡμέτερα |
Κλητική | - | - | - |
ὑμέτερος, ὑμετέρα, ὑμέτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὑμέτερος | ὑμετέρα | ὑμέτερον |
Γενική | ὑμετέρου | ὑμετέρας | ὑμετέρου |
Δοτική | ὑμετέρῳ | ὑμετέρᾳ | ὑμετέρῳ |
Αιτιατική | ὑμέτερον | ὑμετέραν | ὑμέτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὑμέτεροι | ὑμέτεραι | ὑμέτερα |
Γενική | ὑμετέρων | ὑμετέρων | ὑμετέρων |
Δοτική | ὑμετέροις | ὑμετέραις | ὑμετέροις |
Αιτιατική | ὑμετέρους | ὑμετέρας | ὑμέτερα |
Κλητική | - | - | - |
σφέτερος, σφετέρα, σφέτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | σφέτερος | σφετέρα | σφέτερον |
Γενική | σφετέρου | σφετέρας | σφετέρου |
Δοτική | σφετέρῳ | σφετέρᾳ | σφετέρῳ |
Αιτιατική | σφέτερον | σφετέραν | σφέτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | σφέτεροι | σφέτεραι | σφέτερα |
Γενική | σφετέρων | σφετέρων | σφετέρων |
Δοτική | σφετέροις | σφετέραις | σφετέροις |
Αιτιατική | σφετέρους | σφετέρας | σφέτερα |
Κλητική | - | - | - |
Αυτοπαθητικές λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν ότι το ίδιο υποκείμενο ενεργεί και συγχρόνως παθαίνει, πχ.
● ἐγώ τιμῶ ἐμαυτὸν (= εγώ τιμώ τον εαυτό μου)
● γνῶθι σαυτόν (= γνώρισε τον εαυτό σου)
● οὗτος ἐπιμελεῖται ἐαυτοῦ (= αυτός φροντίζει για τον εαυτό του)
Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
α' πρόσωπο: ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς
β' πρόσωπο: σεαυτοῦ, σεαυτῆς
γ' πρόσωπο: ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς
Οι αυτοπαθητικές αντωνυμίες εξαιτίας της σημασίας τους δε συνηθίζονται στην ονομαστική, παρά μόνο στις πλάγιες πτώσεις.
ἐμαυτοῦ, ἐμαυτῆς (α' πρόσωπο) | ||
Ενικός αριθμός | ||
αρσενικό | θηλυκό | |
Γενική | ἐμαυτοῦ | ἐμαυτῆς |
Δοτική | ἐμαυτῷ | ἐμαυτῇ |
Αιτιατική | ἐμαυτὸν | ἐμαυτὴν |
Πληθυντικός αριθμός | ||
Γενική | ἡμῶν αὐτῶν | ἡμῶν αὐτῶν |
Δοτική | ἡμῖν αὐτοῖς | ἡμῖν αὐταῖς |
Αιτιατική | ἡμᾶς αὐτοὺς | ἡμᾶς αὐτὰς |
σεαυτοῦ, σεαυτῆς, (β' πρόσωπο) | ||
Ενικός αριθμός | ||
αρσενικό | θηλυκό | |
Γενική | σεαυτοῦ | σεαυτῆς |
Δοτική | σεαυτῷ | σεαυτῇ |
Αιτιατική | σεαυτὸν | σεαυτὴν |
Πληθυντικός αριθμός | ||
Γενική | ὑμῶν αὐτῶν | ὑμῶν αὐτῶν |
Δοτική | ὑμῖν αὐτοῖς | ὑμῖν αὐταῖς |
Αιτιατική | ὑμᾶς αὐτοὺς | ὑμᾶς αὐτὰς |
ἑαυτοῦ, ἑαυτῆς (γ' πρόσωπο) | ||
Ενικός αριθμός | ||
αρσενικό | θηλυκό | |
Γενική | ἑαυτοῦ | ἑαυτῆς |
Δοτική | ἑαυτῷ | ἑαυτῇ |
Αιτιατική | ἑαυτὸν | ἑαυτὴν |
Πληθυντικός αριθμός | ||
Γενική | ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν | ἑαυτῶν ή σφῶν αὐτῶν |
Δοτική | ἑαυτοῖς ή σφίσιν αὐτοῖς | ἑαυταῖς ή σφίσιν αὐταῖς |
Αιτιατική | ἑαυτοὺς ή σφᾶς αὐτοὺς | ἑαυτἀς ή σφᾶς αὐτἀς |
ουδέτερο μόνο ο τύπος στην αιτιατική ενικού και πληθυντικού: ἑαυτὰ ἑαυτὰ
Αλληλοπαθητική λέγεται η αντωνυμία που φανερώνει ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούν και παθαίνουν αμοιβαίως, πχ.
● οὗτοι ἠδίκουν ἀλλήλους (= ο ένας αδικούσε τον άλλον, δηλαδή ο καθένας αδικούσε τους άλλους και συγχρόνως τον αδικούσαν)
Η αλληλοπαθητική αντωνυμία, επειδή είναι λέξη που φανερώνει δύο ή περισσότερα πρόσωπα, έχει μόνο δυϊκό και πληθυντικό. Δε συνηθίζεται στην ονομαστική αλλά μόνο στις πλάγιες πτώσεις. Έχει τρία γένη και κλίνεται όπως τα επίθετα της β' κλίσης.
Δυϊκός | Πληθυντικός αριθμός | |||
Γενική | ἀλλήλοιν | ἀλλήλων | ἀλλήλων | ἀλλήλων |
Δοτική | ἀλλήλοιν | ἀλλήλοις | ἀλλήλαις | ἀλλήλοις |
Αιτιατική | ἀλλήλω | ἀλλήλους | ἀλλήλας | ἄλληλα |
Ερωτηματικές λέγονται οι αντωνυμίες που εισάγουν ερωτήσεις, πχ.
● πόσαι σοι οἰκίαι ἦσαν;
● Μανία δὲ τίνος ἦν;
● Κῦρος ἤρετο τίς ὁ θόρυβος εἴη
Ερωτηματικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
1. τίς, τίς, τί (=ποιος;)
2. πότερος, ποτέρα, πότερον (= ποιος από τους δύο;)
4. ποῖος, ποία, ποῖον (= τι λογής;)
5. πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον (πόσο μεγάλος; ή ποιας ηλικίας;)
6. ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν (από ποιο τόπο;)
7. πόστος, πόστη, πόστον (= τι θέση έχει σε μια αριθμητική σειρά;)
8. ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον (σε πόσες μέρες;)
τίς, τίς, τί | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τίς | τίς | τί |
Γενική | τίνος ή τοῦ | τίνος ή τοῦ | τίνος ή τοῦ |
Δοτική | τίνι ή τῷ | τίνι ή τῷ | τίνι ή τῷ |
Αιτιατική | τίνα | τίνα | τί |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τίνες | τίνες | τίνα |
Γενική | τίνων | τίνων | τίνων |
Δοτική | τίσι(ν) | τίσι(ν) | τίσι(ν) |
Αιτιατική | τίνας | τίνας | τίνα |
Κλητική | - | - | - |
πότερος, ποτέρα, πότερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | πότερος | ποτέρα | πότερον |
Γενική | ποτέρου | ποτέρας | ποτέρου |
Δοτική | ποτέρῳ | ποτέρᾳ | ποτέρῳ |
Αιτιατική | πότερον | ποτέραν | πότερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | πότεροι | πότεραι | πότερα |
Γενική | ποτέρων | ποτέρων | ποτέρων |
Δοτική | ποτέροις | ποτέραις | ποτέροις |
Αιτιατική | ποτέρους | ποτέρας | πότερα |
Κλητική | - | - | - |
πόσος, πόση, πόσον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | πόσος | πόση | πόσον |
Γενική | πόσου | πόσης | πόσου |
Δοτική | πόσῳ | πόσῃ | πόσῳ |
Αιτιατική | πόσον | πόσην | πόσον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | πόσοι | πόσαι | πόσα |
Γενική | πόσων | πόσων | πόσων |
Δοτική | πόσοις | πόσαις | πόσοις |
Αιτιατική | πόσους | πόσας | πόσα |
Κλητική | - | - | - |
ποῖος, ποία, ποῖον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ποῖος | ποία | ποῖον |
Γενική | ποίου | ποίας | ποίου |
Δοτική | ποίῳ | ποίᾳ | ποίῳ |
Αιτιατική | ποῖον | ποίαν | ποῖον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ποῖοι | ποῖαι | ποῖα |
Γενική | ποίων | ποίων | ποίων |
Δοτική | ποίοις | ποίαις | ποίοις |
Αιτιατική | ποίους | ποίας | ποῖα |
Κλητική | - | - | - |
πηλίκος, πηλίκη, πηλίκον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | πηλίκος | πηλίκη | πηλίκον |
Γενική | πηλίκου | πηλίκης | πηλίκου |
Δοτική | πηλίκῳ | πηλίκῃ | πηλίκῳ |
Αιτιατική | πηλίκον | πηλίκην | πηλίκον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | πηλίκοι | πηλίκαι | πηλίκα |
Γενική | πηλίκων | πηλίκων | πηλίκων |
Δοτική | πηλίκοις | πηλίκαις | πηλίκοις |
Αιτιατική | πηλίκους | πηλίκας | πηλίκα |
Κλητική | - | - | - |
ποδαπός, ποδαπή, ποδαπόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ποδαπός | ποδαπή | ποδαπόν |
Γενική | ποδαποῦ | ποδαπῆς | ποδαποῦ |
Δοτική | ποδαπῷ | ποδαπῇ | ποδαπῷ |
Αιτιατική | ποδαπόν | ποδαπήν | ποδαπόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ποδαποί | ποδαπαί | ποδαπά |
Γενική | ποδαπῶν | ποδαπῶν | ποδαπῶν |
Δοτική | ποδαποῖς | ποδαπαῖς | ποδαποῖς |
Αιτιατική | ποδαπούς | ποδαπάς | ποδαπά |
Κλητική | - | - | - |
πόστος, πόστη, πόστον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | πόστος | πόστη | πόστον |
Γενική | πόστου | πόστης | πόστου |
Δοτική | πόστῳ | πόστῃ | πόστῳ |
Αιτιατική | πόστον | πόστην | πόστον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | πόστοι | πόσται | πόστα |
Γενική | πόστων | πόστων | πόστων |
Δοτική | πόστοις | πόσταις | πόστοις |
Αιτιατική | πόστους | πόστας | πόστα |
Κλητική | - | - | - |
ποσταῖος, ποσταία, ποσταῖον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ποσταῖος | ποσταία | ποσταῖον |
Γενική | ποσταίου | ποσταίας | ποσταίου |
Δοτική | ποσταίῳ | ποσταίᾳ | ποσταίῳ |
Αιτιατική | ποσταῖον | ποσταίαν | ποσταῖον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ποσταῖοι | ποσταῖαι | ποσταία |
Γενική | ποσταίων | ποσταίων | ποσταίων |
Δοτική | ποσταίοις | ποσταίαις | ποσταίοις |
Αιτιατική | ποσταίους | ποσταίας | ποσταία |
Κλητική | - | - | - |
Δες και το βίντεο που ετοίμασε η Κωνσταντίνα Σάιτ
Αόριστες λέγονται οι αντωνυμίες που φανερώνουν κάτι αόριστο, που δεν μπορεί κανείς ή δε θέλει να το ονομάσει, πχ.
● Κῦρε, λέγουσί τινες ( = κάποιοι) ὅτι πολλὰ ὑπισχνεῖ... ἔνιοι (= μερικοί) δὲ ὅτι οὐκ ἄν δύναιο ἀποδοῦναι ὅσα ὑπισχνεῖ
Αόριστες αντωνυμίες είναι κυρίως οι ακόλουθες τρεις:
1. τὶς, τὶς, τὶ (= κάποιος)
3. ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια (= μερικοί)
Στις αόριστες αντωνυμίες ανήκουν και τα ακόλουθα επίθετα που λέγονται και επιμεριστικές αντωνυμίες, γιατί σημαίνουν επιμερισμό από ένα σύνολο δύο ή περισσότερων ουσιαστικών:
1. πᾶς, πᾶσα, πᾶν (καθένας χωρίς καμιά εξαίρεση· μ' αυτή τη σημασία ο πληθ. πάντες = όλοι), π.χ.
● οὐ παντὸς πλεῖν ἐς Κόρινθον (= δεν είναι εύκολο στον καθένα κ.τ.λ.)
● πάντες ἐθαύμαζον (= όλοι θαύμαζαν)
4. οὐδείς, ουδεμία, οὐδέν - μηδείς, μηδεμία, μηδέν (κανείς)
5. ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα (= και οι δυο μαζί)
6. ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον (= καθένας από τους δύο)
7. ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον (= άλλος· λέγεται για δύο ουσιαστικά)
8. οὐδέτερος, οὐδετέρα, οὐδέτερον - μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον (= ούτε ο ένας ούτε ο άλλος)
9. ποσός, ποσή, ποσόν (= κάμποσος)
10. ποιός, ποιά, ποιόν (= κάποιας λογής)
11. ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν (= από άλλο τόπο)
τὶς, τὶς, τὶ | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | τὶς | τὶς | τὶ |
Γενική | τινὸς ή του | τινὸς ή του | τινὸς ή του |
Δοτική | τινὶ ή τῳ | τινὶ ή τῳ | τινὶ ή τῳ |
Αιτιατική | τινὰ | τινὰ | τὶ |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | τινὲς | τινὲς | τινὰ ή ἄττα |
Γενική | τινῶν | τινῶν | τινῶν |
Δοτική | τισὶ(ν) | τισὶ(ν) | τισὶ(ν) |
Αιτιατική | τινὰς | τινὰς | τινὰ ή ἄττα |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία δεῖνα ή μένει άκλιτη ή κλίνεται ως εξής:
δεῖνα | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | δεῖνα | δεῖνα | δεῖνα |
Γενική | δεῖνος | δεῖνος | δεῖνος |
Δοτική | δεῖνι | δεῖνι | δεῖνι |
Αιτιατική | δεῖνα | δεῖνα | δεῖνα |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | δεῖνες | δεῖνες | |
Γενική | δείνων | δείνων | |
Δοτική | δεῖσι | δεῖσι | |
Αιτιατική | δεῖνας | δεῖνας | |
Κλητική | - | - | - |
Η αντωνυμία βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό και κλίνεται ως εξής:
ἔνιοι, ἔνιαι, ἔνια | |||
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἔνιοι | ἔνιαι | ἔνια |
Γενική | ἐνίων | ἐνίων | ἐνίων |
Δοτική | ἐνίοις | ἐνίαις | ἐνίοις |
Αιτιατική | ἐνίους | ἐνίας | ἔνια |
Κλητική | - | - | - |
πᾶς, πᾶσα, πᾶν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | πᾶς | πᾶσα | πᾶν |
Γενική | παντός | πάσης | παντός |
Δοτική | παντί | πάσῃ | παντί |
Αιτιατική | πάντα | πᾶσαν | πᾶν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | πάντες | πᾶσαι | πάντα |
Γενική | πάντων | πασῶν | πάντων |
Δοτική | πᾶσι | πάσαις | πᾶσι |
Αιτιατική | πάντας | πάσας | πάντα |
Κλητική | - | - | - |
ἕκαστος, ἑκάστη, ἕκαστον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἕκαστος | ἑκάστη | ἕκαστον |
Γενική | ἑκάστου | ἑκάστης | ἑκάστου |
Δοτική | ἑκάστῳ | ἑκάστῃ | ἑκάστῳ |
Αιτιατική | ἕκαστον | ἑκάστην | ἕκαστον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἕκαστοι | ἕκασται | ἕκαστα |
Γενική | ἑκάστων | ἑκάστων | ἑκάστων |
Δοτική | ἑκάστοις | ἑκάσταις | ἑκάστοις |
Αιτιατική | ἑκάστους | ἑκάστας | ἕκαστα |
Κλητική | - | - | - |
ἄλλος, ἄλλη, ἄλλο | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἄλλος | ἄλλη | ἄλλο |
Γενική | ἄλλου | ἄλλης | ἄλλου |
Δοτική | ἄλλῳ | ἄλλῃ | ἄλλῳ |
Αιτιατική | ἄλλον | ἄλλην | ἄλλο |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἄλλοι | ἄλλαι | ἄλλα |
Γενική | ἄλλων | ἄλλων | ἄλλων |
Δοτική | ἄλλοις | ἄλλαις | ἄλλοις |
Αιτιατική | ἄλλους | ἄλλας | ἄλλα |
Κλητική | - | - | - |
οὐδεὶς, οὐδεμία, οὐδὲν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | οὐδεὶς | οὐδεμία | οὐδὲν |
Γενική | οὐδενὸς | οὐδεμιᾶς | οὐδενὸς |
Δοτική | οὐδενὶ | οὐδεμιᾷ | οὐδενὶ |
Αιτιατική | οὐδένα | οὐδεμίαν | οὐδὲν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οὐδένες | - | - |
Γενική | οὐδένων | - | - |
Δοτική | οὐδέσι(ν) | - | - |
Αιτιατική | οὐδένας | - | - |
Κλητική | - | - | - |
μηδείς, μηδεμία, μηδέν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | μηδεὶς | μηδεμία | μηδὲν |
Γενική | μηδενὸς | μηδεμιᾶς | μηδενὸς |
Δοτική | μηδενὶ | μηδεμιᾷ | μηδενὶ |
Αιτιατική | μηδένα | μηδεμίαν | μηδὲν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | μηδένες | - | - |
Γενική | μηδένων | - | - |
Δοτική | μηδέσι(ν) | - | - |
Αιτιατική | μηδένας | - | - |
Κλητική | - | - | - |
ἀμφότεροι, ἀμφότεραι, ἀμφότερα | |||
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἀμφότεροι | ἀμφότεραι | ἀμφότερα |
Γενική | ἀμφοτέρων | ἀμφοτέρων | ἀμφοτέρων |
Δοτική | ἀμφοτέροις | ἀμφοτέραις | ἀμφοτέροις |
Αιτιατική | ἀμφοτέρους | ἀμφοτέρας | ἀμφότερα |
Κλητική | - | - | - |
ἑκάτερος, ἑκατέρα, ἑκάτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἑκάτερος | ἑκατέρα | ἑκάτερον |
Γενική | ἑκατέρου | ἑκατέρας | ἑκατέρου |
Δοτική | ἑκατέρῳ | ἑκατέρᾳ | ἑκατέρῳ |
Αιτιατική | ἑκάτερον | ἑκατέραν | ἑκάτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἑκάτεροι | ἑκάτεραι | ἑκάτερα |
Γενική | ἑκατέρων | ἑκατέρων | ἑκατέρων |
Δοτική | ἑκατέροις | ἑκατέραις | ἑκατέροις |
Αιτιατική | ἑκατέρους | ἑκατέρας | ἑκάτερα |
Κλητική | - | - | - |
ἕτερος, ἑτέρα, ἕτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἕτερος | ἑτέρα | ἕτερον |
Γενική | ἑτέρου | ἑτέρας | ἑτέρου |
Δοτική | ἑτέρῳ | ἑτέρᾳ | ἑτέρῳ |
Αιτιατική | ἕτερον | ἑτέραν | ἕτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἕτεροι | ἕτεραι | ἕτερα |
Γενική | ἑτέρων | ἑτέρων | ἑτέρων |
Δοτική | ἑτέροις | ἑτέραις | ἑτέροις |
Αιτιατική | ἑτέρους | ἑτέρας | ἕτερα |
Κλητική | - | - | - |
οὐδέτερος, ούδετέρα, οὐδέτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | οὐδέτερος | οὐδετέρα | οὐδέτερον |
Γενική | οὐδετέρου | οὐδετέρας | οὐδετέρου |
Δοτική | οὐδετέρῳ | οὐδετέρᾳ | οὐδετέρῳ |
Αιτιατική | οὐδέτερον | οὐδετέραν | οὐδέτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οὐδέτεροι | οὐδέτεραι | οὐδέτερα |
Γενική | οὐδετέρων | οὐδετέρων | οὐδετέρων |
Δοτική | οὐδετέροις | οὐδετέραις | οὐδετέροις |
Αιτιατική | οὐδετέρους | οὐδετέρας | οὐδέτερα |
Κλητική | - | - | - |
μηδέτερος, μηδετέρα, μηδέτερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | μηδέτερος | μηδετέρα | μηδέτερον |
Γενική | μηδετέρου | μηδετέρας | μηδετέρου |
Δοτική | μηδετέρῳ | μηδετέρᾳ | μηδετέρῳ |
Αιτιατική | μηδέτερον | μηδετέραν | μηδέτερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | μηδέτεροι | μηδέτεραι | μηδέτερα |
Γενική | μηδετέρων | μηδετέρων | μηδετέρων |
Δοτική | μηδετέροις | μηδετέραις | μηδετέροις |
Αιτιατική | μηδετέρους | μηδετέρας | μηδέτερα |
Κλητική | - | - | - |
ποσός, ποσή, ποσόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ποσός | ποσή | ποσόν |
Γενική | ποσοῦ | ποσῆς | ποσοῦ |
Δοτική | ποσῷ | ποσῇ | ποσῷ |
Αιτιατική | ποσόν | ποσήν | ποσόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ποσοί | ποσαί | ποσά |
Γενική | ποσῶν | ποσῶν | ποσῶν |
Δοτική | ποσοῖς | ποσαῖς | ποσοῖς |
Αιτιατική | ποσούς | ποσάς | ποσά |
Κλητική | - | - | - |
ποιός, ποιά, ποιόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ποιός | ποιά | ποιόν |
Γενική | ποιοῦ | ποιᾶς | ποιοῦ |
Δοτική | ποιῷ | ποιᾷ | ποιῷ |
Αιτιατική | ποιόν | ποιάν | ποιόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ποιοί | ποιαί | ποιά |
Γενική | ποιῶν | ποιῶν | ποιῶν |
Δοτική | ποιοῖς | ποιαῖς | ποιοῖς |
Αιτιατική | ποιούς | ποιάς | ποιά |
Κλητική | - | - | - |
ἀλλοδαπός, ἀλλοδαπή, ἀλλοδαπόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἀλλοδαπός | ἀλλοδαπή | ἀλλοδαπόν |
Γενική | ἀλλοδαποῦ | ἀλλοδαπῆς | ἀλλοδαποῦ |
Δοτική | ἀλλοδαπῷ | ἀλλοδαπῇ | ἀλλοδαπῷ |
Αιτιατική | ἀλλοδαπόν | ἀλλοδαπήν | ἀλλοδαπόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἀλλοδαποί | ἀλλοδαπαί | ἀλλοδαπά |
Γενική | ἀλλοδαπῶν | ἀλλοδαπῶν | ἀλλοδαπῶν |
Δοτική | ἀλλοδαποῖς | ἀλλοδαπαῖς | ἀλλοδαποῖς |
Αιτιατική | ἀλλοδαπούς | ἀλλοδαπάς | ἀλλοδαπά |
Κλητική | - | - | - |
Εντόπισε τις 14 αόριστες αντωνυμίες στις παρακάτω προτάσεις
Άσκηση στις αόριστες αντωνυμίες
Να συμπληρώσετε τους τύπους της αόριστης αντωνυμίας πᾶς, πᾶσα, πᾶν * © Γρηγόριος Αμπόνης
Άσκηση για την αόριστη αντωνυμία τὶς (συμπλήρωση κενών) ***
Δες και το βίντεο που ετοίμασε η Κωνσταντίνα Σάιτ
Αναφορικές λέγονται οι αντωνυμίες με τις οποίες κανονικά μια ολόκληρη πρόταση αναφέρται σε λέξη άλλης πρότασης ή στο όλο νόημά της, πχ..
● ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ' ὁρᾷ
● Δερκυλίδας ἐστάθη τὴν ἀσπίδαν ἔχων, ὅ δοκεῖ κηλὶς εἶναι...
Αναφορικές αντωνυμίες είναι οι εξής:
1. ὅς, ἡ, ὅ (= ο οποίος, αυτός που)
2. ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ (= αυτός ακριβώς που)
3. ὅστις, ἥτις, ὅ,τι (= όποιος)
4. ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον (= όποιος από τους δύο)
6. ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον (= όσος)
7. οἷος, οἵα, οἷον (= τέτοιος που)
8. ὁποῖος, ὁποῖα, ὁποῖον (χωρίς άρθρο = όποιας λογής)
9. ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον (= όσο μεγάλος)
10. ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον (= όσο μεγάλος)
11. ὁποδαπὸς, ὁποδαπὴ, ὁποδαπὸν (= από ποιον τόπο· σε πλάγια ερώτηση)
ὅς, ἥ, ὅ | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὅς | ἥ | ὅ |
Γενική | οὗ | ἧς | οὗ |
Δοτική | ᾧ | ᾗ | ᾧ |
Αιτιατική | ὅν | ἥν | ὅ |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οἵ | αἵ | ἅ |
Γενική | ὧν | ὧν | ὧν |
Δοτική | οἷς | αἷς | οἷς |
Αιτιατική | οὕς | ἅς | ἅ |
Κλητική | - | - | - |
ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὅσπερ | ἥπερ | ὅπερ |
Γενική | οὗπερ | ἧσπερ | οὗπερ |
Δοτική | ᾧπερ | ᾗπερ | ᾧπερ |
Αιτιατική | ὅνπερ | ἥνπερ | ὅπερ |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οἵπερ | αἵπερ | ἅπερ |
Γενική | ὧνπερ | ὧνπερ | ὧνπερ |
Δοτική | οἷσπερ | αἷσπερ | οἷσπερ |
Αιτιατική | οὕσπερ | ἅσπερ | ἅπερ |
Κλητική | - | - | - |
ὅστις, ἥτις, ὅ,τι | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὅστις | ἥτις | ὅ,τι |
Γενική | οὗτινος και ὅτου | ἧστινος | οὗτινος και ὅτου |
Δοτική | ᾧτινι και ὅτῳ | ᾗτινι | ᾧτινι και ὅτῳ |
Αιτιατική | ὅντινα | ἥντινα | ὅ,τι |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οἵτινες | αἵτινες | ἅτινα ή ἅττα |
Γενική | ὧντινων | ὧντινων | ὧντινων |
Δοτική | οἷστισι(ν) | αἷστισι(ν) | οἷστισι(ν) |
Αιτιατική | οὕστινας | ἅστινας | ἅτινα ή ἅττα |
Κλητική | - | - | - |
ὁπότερος, ὁποτέρα, ὁπότερον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὁπότερος | ὁποτέρα | ὁπότερος |
Γενική | ὁποτέρου | ὁποτέρας | ὁποτέρου |
Δοτική | ὁποτέρῳ | ὁποτέρᾳ | ὁποτέρῳ |
Αιτιατική | ὁπότερον | ὁποτέραν | ὁπότερον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὁπότεροι | ὁπότεραι | ὁπότερα |
Γενική | ὁποτέρων | ὁποτέρων | ὁποτέρων |
Δοτική | ὁποτέροις | ὁποτέραις | ὁποτέροις |
Αιτιατική | ὁποτέρους | ὁποτέρας | ὁπότερα |
Κλητική | - | - | - |
ὅσος, ὅση, ὅσον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὅσος | ὅση | ὅσον |
Γενική | ὅσου | ὅσης | ὅσου |
Δοτική | ὅσῳ | ὅσῃ | ὅσῳ |
Αιτιατική | ὅσον | ὅσην | ὅσον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὅσοι | ὅσαι | ὅσα |
Γενική | ὅσων | ὅσων | ὅσων |
Δοτική | ὅσοις | ὅσαις | ὅσοις |
Αιτιατική | ὅσους | ὅσας | ὅσα |
Κλητική | - | - | - |
ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὁπόσος | ὁπόση | ὁπόσον |
Γενική | ὁπόσου | ὁπόσης | ὁπόσου |
Δοτική | ὁπόσῳ | ὁπόσῃ | ὁπόσῳ |
Αιτιατική | ὁπόσον | ὁπόσην | ὁπόσον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὁπόσοι | ὁπόσαι | ὁπόσα |
Γενική | ὁπόσων | ὁπόσων | ὁπόσων |
Δοτική | ὁπόσοις | ὁπόσαις | ὁπόσοις |
Αιτιατική | ὁπόσους | ὁπόσας | ὁπόσα |
Κλητική | - | - | - |
οἷος, οἵα, οἷον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | οἷος | οἵα | οἷον |
Γενική | οἵου | οἵας | οἵου |
Δοτική | οἵῳ | οἵᾳ | οἵῳ |
Αιτιατική | οἷον | οἵαν | οἷον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | οἷοι | οἷαι | οἷα |
Γενική | οἵων | οἵων | οἵων |
Δοτική | οἵοις | οἵαις | οἵοις |
Αιτιατική | οἵους | οἵας | οἷα |
Κλητική | - | - | - |
ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὁποῖος | ὁποία | ὁποῖον |
Γενική | ὁποίου | ὁποίας | ὁποίου |
Δοτική | ὁποίῳ | ὁποίᾳ | ὁποίῳ |
Αιτιατική | ὁποῖον | ὁποίαν | ὁποῖον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὁποῖοι | ὁποῖαι | ὁποῖα |
Γενική | ὁποίων | ὁποίων | ὁποίων |
Δοτική | ὁποίοις | ὁποίαις | ὁποίοις |
Αιτιατική | ὁποίους | ὁποίας | ὁποῖα |
Κλητική | - | - | - |
ἡλίκος, ἡλίκη, ἡλίκον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ἡλίκος | ἡλίκη | ἡλίκον |
Γενική | ἡλίκου | ἡλίκης | ἡλίκου |
Δοτική | ἡλίκῳ | ἡλίκῃ | ἡλίκῳ |
Αιτιατική | ἡλίκον | ἡλίκην | ἡλίκον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ἡλίκοι | ἡλίκαι | ἡλίκα |
Γενική | ἡλίκων | ἡλίκων | ἡλίκων |
Δοτική | ἡλίκοις | ἡλίκαις | ἡλίκοις |
Αιτιατική | ἡλίκους | ἡλίκας | ἡλίκα |
Κλητική | - | - | - |
ὁπηλίκος, ὁπηλίκη, ὁπηλίκον | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὁπηλίκος | ὁπηλίκη | ὁπηλίκον |
Γενική | ὁπηλίκου | ὁπηλίκης | ὁπηλίκου |
Δοτική | ὁπηλίκῳ | ὁπηλίκῃ | ὁπηλίκῳ |
Αιτιατική | ὁπηλίκον | ὁπηλίκην | ὁπηλίκον |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὁπηλίκοι | ὁπηλίκαι | ὁπηλίκα |
Γενική | ὁπηλίκων | ὁπηλίκων | ὁπηλίκων |
Δοτική | ὁπηλίκοις | ὁπηλίκαις | ὁπηλίκοις |
Αιτιατική | ὁπηλίκους | ὁπηλίκας | ὁπηλίκα |
Κλητική | - | - | - |
ὁποδαπός, ὁποδαπή, ὁποδαπόν | |||
Ενικός αριθμός | |||
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |
Ονομαστική | ὁποδαπός | ὁποδαπή | ὁποδαπόν |
Γενική | ὁποδαποῦ | ὁποδαπῆς | ὁποδαποῦ |
Δοτική | ὁποδαπῷ | ὁποδαπῇ | ὁποδαπῷ |
Αιτιατική | ὁποδαπόν | ὁποδαπήν | ὁποδαπόν |
Κλητική | - | - | - |
Πληθυντικός αριθμός | |||
Ονομαστική | ὁποδαποί | ὁποδαπαί | ὁποδαπά |
Γενική | ὁποδαπῶν | ὁποδαπῶν | ὁποδαπῶν |
Δοτική | ὁποδαποῖς | ὁποδαπαῖς | ὁποδαποῖς |
Αιτιατική | ὁποδαπούς | ὁποδαπάς | ὁποδαπά |
Κλητική | - | - | - |
Συσχετικές λέγονται οι ερωτηματικές, οι αόριστες, οι δεικτικές και οι αναφορικές αντωνυμίες, γιατί έχουν μεταξύ τους κάποια σχέση, δηλαδή σε κάθε ερωτηματική αντωνυμία αντιστοιχεί μια από τις άλλες, π.χ. τίς; > οὐδείς > οὗτος > ὅς
Πίνακας συσχετικών αντωνυμιών | |||
Ερωτηματικές | Αόριστες | Δεικτικές | Αναφορικές |
τίς; | τίς, οὐδείς, μηδείς, πᾶς, ὁ δεῖνα, ἔνιοι, ἔκαστος, ἄλλος | ὅδε, οὗτος, ἑκεῖνος | ὅς, ὅστις, ὅσπερ |
πότερος; | οὐδέτερος, μηδέτερος, ἀμφότεροι, (ἄμφω) ἕτερος, ἑκάτερος | (ὁ ἕτερος = ο ένας από τους δύο) | ὁπότερος |
πόσος; | ποσός | τοσόσδε, τοσοῦτος | ὅσος, ὁπόσος |
ποῖος; | ποιός | τοιόσδε, τοιοῦτος | οἷος, ὁποῖος |
πηλίκος; | - | τηλικόσδε, τηλικοῦτος | ἡλίκος, ὁπηλίκος |
ποδαπός | ἀλλοδαπός | - | ὁποδαπός |
1. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής, Μιχ. Χ. Οικονόμου, ΟΕΔΒ
2. Γραμματική της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αχ. Τζάρτζανος, ΟΕΔΒ
3. Γραμματική Αρχαίας Ελληνικής, Λιναρδής Ιωάννης, εκδ. Χατζηθωμά, Θεσσαλονίκη, 2007
4. Συμφραστικός πίνακας λέξεων του Ανθολογίου Αττικής Πεζογραφίας