ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο Άγιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
Άγρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

ΣΚΗΝΗ Δ΄

(Ο Ιερόθεος κάθεται μόνος στο σπίτι. Παίζει το κομποσκοίνι του. Χτυπά η πόρτα. Σηκώνεται, ανοίγει και βλέπει να μπαίνει ο ήσυχος Τούρκος Χουσεϊν Μπέης).

 

ΙΕΡΟΘ: Καλώς όρισες, Χουσεϊν Μπέη, στο φτωχικό μας. (υποκλίνεται) Έλα να κάτσεις (του προσφέρει κάθισμα. Ο Τούρκος κάθεται. Κοιτάζει επίμονα και εξεταστικά τον Ιερόθεο, χωρίς να μιλά) Συμβαίνει τίποτα, Μπέη μου; (Εξακολουθεί να το κοιτάζει από πάνω έως κάτω)

ΧΟΥΣΕΪΝ: Έλεγα πως ο θάνατος του Βαρούχα θα σας έβαζε μυαλό, μα εσείς δε βάζετε. Γιατί Ιερόθεε μας έκρυψες το θησαυρό που βρήκες;

(Ο καλόγερος τα' χει χαμένα, μένει με το στόμα ανοιχτό)

Δε μιλείς! Και τι θα πεις βέβαια;

ΙΕΡΟΘ: Για ποιο θησαυρό, μου λες, Χουσεϊν Μπέη;

ΧΟΥΣΕΪΝ: Έλα τώρα…αυτά θ' αρχίσουμε; Επαέ το κατέχει όλο το χωριό.

ΙΕΡΟΘ: Για το Θεό, Χουσεϊν! Τι είναι αυτά που λες; Πας να με τρελάνεις; Για ποιο θησαυρό μιλείς; Τι πράγματα είν' αυτά που ακούω;

ΧΟΥΣΕΪΝ: Εμένα ρωτάς, Ιερόθεε; Εσύ δεν όργωνες χτες στο "λιβάδι"; Εκεί δε βρήκες μια ολόκληρη περιουσία, έναν αληθινό θησαυρό; Τι ήταν χρυσάφι ή ασήμι; Γιατί δεν το παράδωκες στην εξουσία; Δεν το ήξερες;  Τώρα εγώ τι να σου κάμω; Ο νόμος είναι πολύ αυστηρός! Με θάνατο τιμωρείται  όποιος βρει κάτι στο χωράφι του και δεν το παραδώσει…

ΙΕΡΟΘ: Μα εγώ δε βρήκα τίποτα. Ποτέ μου δεν βρήκα. Ποτέ και πουθενά. Ορκίζομαι στο Θεό. Τίποτα, μα τίποτα δεν βρήκα  (Φωνάζει απελπισμένα)

ΧΟΥΣΕΪΝ: Εγώ τι να σου κάμω; (σηκώνεται) Αυτά να τα πεις αύριο στο καδή.

ΙΕΡΟΘ: (φοβισμένα)  Ώστε δε γίνεται τίποτα; Με καταδικάζετε σε θάνατο, χωρίς να φταίω;

ΧΟΥΣΕΪΝ: Εγώ; Ούτε σε καταδίκασα, ούτε σε καταδικάζω. Σε λυπούμαι μόνο, γι' αυτό σε ειδοποίησα κι αυτό να μη το μάθει κανείς. Α, και κάτι άλλο. Λένε πως το θησαυρό δεν τον βρήκες μοναχός. Είχες μαζί σου και το Δημητράκη, τον ανιψιό σου. Και πρέπει να' ναι αλήθεια, γιατί είσαστε συνέχεια μαζί. (Ανοίγει τη πόρτα και φεύγει, χωρίς να χαιρετήσει. Ο Ιερόθεος πέφτει αποκαμωμένος σε μια καρέκλα).

ΙΕΡΟΘ: Θεέ μου, κι άλλη δοκιμασία; (Πιάνει με τα χέρια το κεφάλι του και πέφτει σε συλλογή.)

Μετά από λίγο μπαίνει η μάνα με τα παιδιά

ΙΕΡΟΘ: Χαθήκαμε! Χαθήκαμε!

ΜΑΝΑ: Εγώ χάθηκα η έρμη, που μου σκότωσαν οι σκύλοι το προστάτη μου.

ΙΕΡΟΘ:  (κουνώντας το χέρι) Αυτό πάει…άλλα μας βρήκαν τώρα.

ΜΑΝΑ: Ίντα άλλα;

ΙΕΡΟΘ: Δεν τους έφτασε το αίμα του άντρα σου κι αδερφού μου. Θέλουν να ξεπαστρέψουν όλη την οικογένεια μας.

ΜΑΝΑ: Για όνομα του Θεού, Ιερόθεε, ίντα' ναι ετούτα να που λες; Άρρωστος είσαι;

ΙΕΡΟΘ: Εγώ; Μόλις τώρα έφυγε από δω ο Χουσεϊν Μπέης.

ΜΑΝΑ: Κι ίντα γύρευε στο σπίτι μου ο σκύλος;

ΙΕΡΟΘ: Ήρθε να μου πει πως με κατηγορούν  ότι βρήκα, λέει, θησαυρό στο χωράφι που όργωνα χτες. Αύριο θα με πάνε στο καδή.

ΜΑΝΑ: Μ' αφού δε βρήκες πράμα;

ΙΕΡΟΘ: Κι ύστερα; Θα παρουσιαστούνε δυο ψευτομάρτυρες Τούρκοι, γιατί θα παρουσιαστούνε σίγουρα, και με καταδικάζουνε σε θάνατο.

ΜΑΝΑ: Παναγία μου! Να φύγεις, Ιερόθεε, να φύγεις εδά αμέσως. Εμείς δε χανόμαστε. Εσύ να μη πάθεις κακό. Να μη σε βρούνε αύριο επαέ.

ΙΕΡΟΘ: Έλα που δε κατηγορούν μόνο εμένα!

ΜΑΝΑ: Κι αμέ ποιον άλλο;

ΙΕΡΟΘ: Το Δημητράκη. Ήταν, λέει, κι αυτός μαζί μου.

ΜΑΝΑ: Παιδί μου! (τον αρπάζει στην αγκαλιά της)

              Ιερόθεε, ίντα θα γεννούμε; Λέγε…

ΙΕΡΟΘ: Η ίδια το' πες πριν. Μια λύση μοναχά υπάρχει, το φευγιό!

ΜΑΝΑ: Και να πάτε που;

ΙΕΡΟΘ: Όσο γίνεταιπιο μακριά. Στη Ιταλία, στη Βενετία…

ΜΑΝΑ: Μα έτσι το χάνω το παιδί μου!

ΙΕΡΟΘ: Δεν το χάνεις. Θα ξέρεις πως είναι ζωντανό και θα γυρίσει μια μέρα.

ΜΑΝΑ: (κουνάει το κεφάλι) Ψεύτικες ελπίδες…

ΙΕΡΟΘ: Όχι ψεύτικες. Αν μείνει το παιδί εδώ, θα το σκοτώσουν. Σίγουρα. Γι' αυτό πρέπει να πάρω το παιδί και να φύγουμε. Είναι η μόνη ελπίδα.

ΜΑΝΑ:  Μα μιλείς σοβαρά, Ιερόθεε, πως θα μου πάρεις το παιδί μου;

ΙΕΡΟΘ: Ναι μιλώ πολύ σοβαρά. Θες να το δεις νεκρό; Όχι. Λοιπόν, δεν έχουμε άλλη εκλογή. Λέγε, παιδί μου, κι εσύ;

ΔΗΜΗΤ: Εγώ, ίντα να πω; Ότι πείτε εσύ κι η μάνα μου. Εσείς  κατέχετε καλύτερα από μένα.

ΙΕΡΟΘ:  Λοιπόν, θα φύγουμε απόψε. Το ξημέρωμα δεν πρέπει να μας βρει στο χωριό. (Γυρίζει στη μάνα) Ετοίμασε τα πράγματα του παιδιού.

ΔΗΜΗΤ: Ίντα θα κάμομε, μάνα;

ΜΑΝΑ: Ό,τι είπε ο θείος σου. Θα φύγετε. Καλλιά ζωντανοί κι αλάργα μας, παρά σκοτωμένοι δίπλα μας. Έθαψα τον άντρα μου, να μη θάψω και το γιο μου. Πάω να ετοιμάσω τα πράγματα σας.

ΙΕΡΟΘ: Στάσου. Κάτσε να κουβεντιάσουμε πρώτα. Έχουμε ώρα.

ΜΑΝΑ:  Τότε να ετοιμάσω να φάτε κάτι και στο μεταξύ κουβεντιάζουμε.

ΙΕΡΟΘΕΟΣ: Ετοίμασε

              (Στρώνει το τραπέζι. Καθίζουν, κάνουν προσευχή:

"Κύριε ευλόγησε τη βρώση και τη πόση των δούλων σου". Αρχίζουν να τρώνε, χωρίς όρεξη)

ΙΕΡΟΘ: Τρώτε. Να μη ξημερωθούμε στο τραπέζι. Λέω να φύγουμε μετά τα μεσάνυχτα. Θα κοιμούνται όλοι και Δε θα μας δει κανείς. Το πρωί που θα μας ζητήσουν εσείς να πείτε πως σηκώθηκα πρωί-πρωί, πήρα το Δημητράκη κι έφυγα για τσι Απεζανές, το μοναστήρι μου, κι αύριο, μεθαύριο θα γυρίσω. Σύμφωνοι;

ΜΑΝΑ: Κι άμα περάσουνε οι μέρες και δε γυρίζετε; Ίντα θα πούμε τότε;

ΙΕΡΟΘ: Μετά από κάμποσες μέρες, θ' αρχίσεις να με κατηγορείς ότι πήρα το παιδί κι έφυγα, χωρίς να ξέρεις το γιατί. Να φωνάζεις πως θέλεις πίσω το παιδί σου και να με βρουν να μου το πάρουν.

ΜΑΡΙΑ: Και πότε θα γυρίσετε πίσω, θείε;

ΙΕΡΟΘ: Δε ξέρω, Μαρία μου. Να μας περιμένετε, όμως, εσύ κι η μάνα σου γιατί θα γυρίσουμε. Τον καιρό που θα λείπομε εσύ να είσαι καλή, φρόνιμη. Να μη στενοχωρείς τη μάνα σου. Να τη βοηθάς. Και να παρακαλάς τη Παναγία να μας έχει όλους καλά.

ΜΑΡΙΑ: Θείε, και στ' αλήθεια θα πάτε στ' Απεζανές;

ΙΕΡΟΘ: Όχι. Δεν αποφάσισα ακόμη πού θα πάμε προσωρινά, μέχρι να βρούμε καράβι να φύγουμε. Εσείς πάντως καλύτερα να μη ξέρετε. Και να μη φοβάστε. Θα τα καταφέρουμε. Πήγαινε τώρα, Ελένη και φτιάξε τα πράματα. Μα όχι πολλά-πολλά.

         (Αρχίζει να φτιάχνει δυο σακούλια. Αμίλητοι όλοι)

MANA: Να ετοιμάσω τίποτα  φαγώσιμο, να πάρετε; Να σας βάλω λίγο παξιμάδι, λίγο τυρί;

ΙΕΡΟΘ: Όχι, όχι. Μόνο τα ρούχα. Φαγητό θα βρούμε. Μη φοβάσαι, Δε θα πεινάσουμε.

        (Τα παιδιά κουτσοκοιμούνται. Σε λίγο ακούγεται λάλημα πετεινού)

ΜΑΝΑ: Μεσάνυχτα…

ΙΕΡΟΘ: Ναι, ήρθε η ώρα.

       (Η μάνα αγκαλιάζει το Δημήτρη και με κλάματα τον φιλεί και δεν θέλει να τον αφήσει. Η Μαρία που κλαίει κι αυτή πλησιάζει. Αγκαλιάζονται κι οι τρείς.

ΙΕΡΟΘ: (Έτοιμος κι αυτός να κλάψει) Καιρός να φύγουμε. Έλα, Δημήτρη παιδί μου, πάμε. Κι εσείς να μη κλαίτε. Θα δείτε πως ο Δημήτρης θα γίνει μεγάλος και τρανός και θα σας βοηθήσει. Κάνετε υπομονή.

             (Τραβά το Δημήτρη. Σκύβουν, παίρνουν τα σακούλια. Ανοίγουν τη πόρτα και βγαίνουν).

ΜΑΝΑ: Στην ευχή του Θεού. Να προσέχετε (κλαίει)

ΑΥΛΑΙΑ

                                                  

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Ιερόθεος με το Δημήτρη Βαρούχα φιλοξενήθηκαν για λίγες μέρες στο μοναστήρι του Άι Γιώργη του Απανωσήφη κι ύστερα με τη βοήθεια  του ηγουμένου πήραν  από το Μεγάλο Κάστρο το καράβι για τη Βενετιά. Εκεί ο Δημήτρης σπούδασε  αρχικά στο Φλαγγινιανό σχολείο της ελληνικής κοινότητας, από όπου τελείωσε με άριστα, αποκτώντας και το καινούριο όνομα "Δημήτρης Λόγιος" κι ύστερα, ενώ εργαζόταν, συγχρόνως  σπούδαζε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα. Εκεί έμαθε για το επαναστατικό κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη στα 1788 και με πολύ κόπο τον έπεισαν να μη παρατήσει τις σπουδές του και να τρέξει να πολεμήσει για τη λευτεριά της Ελλάδας και της Κρήτης. Στα 1789 μαθαίνει για τη Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες για δημοκρατία και ελευθερία των λαών. Οι ελπίδες του για λευτεριά της πατρίδας του αναπτερώνονται, μα όχι για πολύ. Στα 1792 ο Κατσώνης αναγκάζεται να σταματήσει τον αγώνα του, μετά την εγκατάλειψη της Ρωσίας στέλνοντας στη Τσαρίνα Αικατερίνη επιστολή, στην οποία αναφέρει: "Εάν η Αικατερίνη υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους, ο Κατσώνης δεν υπέγραψε ακόμη τη δική του…"

 

Ο Δημήτρης Λόγιος τελειώνει τις σπουδές του και γρήγορα αποκτά φήμη καλού γιατρού και πελατεία όλα τα αξιόλογα πρόσωπα της κοινωνίας της Πάντοβα. Κι ενώ δεν ξεχνά ποτέ τη Κρήτη κι ο πόθος του για επιστροφή παραμένει πάντα μεγάλος, πληροφορείται για το μεγάλο θεωρητικό επαναστάτη Ρήγα Βελεστινλή ή Φεραίο. Εντυπωσιάζεται από όσα μαθαίνει γι' αυτόν κι ιδιαίτερα από το θούριο του:

"Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά

μονάχοι Σα λιοντάρια, στις ράχες, στα βουνά;

σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπομεν κλαδιά

να φεύγομ' απ' τον κόσμο για τη πικρή σκλαβιά;

να χάνομεν αδέλφια, Πατρίδα και γονείς,

 τους φίλους, τα παιδιά μας και όλους τους συγγενείς;

Κάλλιο' ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις και είσαι στη σκλαβιά;

Στοχάσου πως σε ψένουν καθ' ώραν στη φωτιά

…………………………………………………..

Όσ' απ' την τυραννίαν πήγαν στη ξενιτιά

Στον τόπο του καθένας ας έλθει τώρα πια.

Και όσοι του πολέμου την τέχνην αγροικούν,

Εδώ ας τρέξουν όλοι, τυράννους να νικούν

Σουλιώτες και Μανιάτες, λιοντάρια ξακουστά

Ως πότε στις σπηλιές σας κοιμάσθε σφαλιστά;

Της Κρήτης  και της Νύδρας θαλασσινά πουλιά,

Καιρός είν' της Πατρίδος ν' ακούσετε λαλιά

Σας κράζει η Ελλάδα, σας θέλει, σας πονεί

Ζητά τη συνδρομή σας με μητρική φωνή

Καρφί στη καρδιά του μπήχτηκε η είδηση για τη σύλληψη του Ρήγα από τους Αυστριακούς Μεττερνίσκους  στα 1797 και τη παράδοση του στους Τούρκους για να τον θανατώσουν. Πάνω σ' αυτή τη θλίψη του έρχεται κι άλλη μία. Πεθαίνει ο θείος του ο Ιερόθεος. Τώρα η ξενιτιά δεν αντέχεται πια. Νιώθει πολύ μόνος. Κι ένα πρωί μαζεύει τα πράγματα του, αποχαιρετά τους φίλους του και φεύγει για τη Κρήτη. Φτάνει στο Μεγάλο Κάστρο το καλοκαίρι του 1800 και μετά από λίγο ο Δημ. Βαρούχας, το δεκάχρονο ορφανό, που έφυγε κυνηγημένο μέσα στη νύχτα, ξαναγύρισε επιστήμονας, ύστερα από είκοσι χρόνια, με το όνομα  Δημήτρης Λόγιος και χτύπησε τη πόρτα του πατρικού του σπιτιού στον Άγιο Θωμά.

ΠΡΑΞΗ Β΄

ΣΚΗΝΗ Ε΄

                                                               

ΜΑΝΑ: (Ανοίγει τη πόρτα) Δημήτρη μου! (Πέφτει λιπόθυμη)

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Μάνα! Μάνα! (Τη συνεφέρνει γρήγορα και κάθονται και κοιτάζονται αρχικά αμίλητοι με αγκαλιές και φιλιά)

ΜΑΝΑ: Παιδί μου, κι ήλεγα πως θ' αποθάνω και δε θα σε ξαναδώ. Ω! Παιδί μου! Καλωσόρισες, γιε μου!

ΔΗΜ: Σ' ευχαριστώ μάνα, σ' ευχαριστώ. Μη νομίζεις πως και για μένα ήταν εύκολη η ξενιτιά, μάνα. Πέρασα κι εγώ λαχτάρες και κόπους και βάσανα. Έζησα και καλές στιγμές. Δε λέω,  ευλογημένος ο Κύριος. Γνώρισα ανθρώπους σπουδαίους και τόπους άγνωστους. Μα πες μου. Η αδελφή μου1 Η Μαρία μας τι κάνει;

ΜΑΝΑ: Η Μαρία μας…Είναι καλά γιε μου. Όπου να' ναι θα' ρθει. Δε γίνεται. Πάντα έρχεται. Θα γνωρίσεις και τον άντρα της. Είναι καλό παλικάρι, θα δεις.

ΔΗΜ: Έχει παιδί; Τι είναι;

ΜΑΝΑ: Ναι, 'έχει ένα κοριτσάκι. (Χτυπά η πόρτα) Μπορεί να' ναι αυτή (Ανοίγει τη πόρτα)

ΜΑΡΙΑ: Ώρα καλή, μάνα. Ίντα κάνεις, σήμερα; Μα…μουσαφίρη έχεις; Και ποιος είναι;

ΜΑΝΑ: Δε σου θυμίζει πράμα, Μαρία; Δεν τον αναγνωρίζεις;

ΜΑΡΙΑ: Κάτι μου θυμίζει το πρόσωπο του, μα… Μάνα! Είναι ο Δημήτρης μας;  (Βλέπει τη μάνα να της γνέφει ναι χαμογελώντας και βγάζοντας χαρούμενη κραυγή ορμά και τον αγκαλιάζει) Δημήτρη μου! Αδερφέ μου! Μάνα, το' ξερες πως θα' ρθει και δε μου πες πράμα; Μπράβο σου

ΔΗΜ: Μη παραπονιέσαι, Μαρία. Ξαφνικά ήρθα. Η μάνα δεν ήξερε τίποτα. Μα κάτσε να τα πούμε.

   (Κάθονται όλοι. Μουσική. Δείχνουν χαρούμενοι και μιλάνε. Χτυπά η πόρτα. Η Μαρία ανοίγει. Μπαίνει  άντρας της)

ΜΑΡΙΑ: Έλα, Κοσμά, να δεις ποιος μας ήρθε

ΚΟΣΜΑΣ: Ποιος είναι; Καλησπέρα σας.

ΔΗΜ: Ο Δημήτρης είμαι, Κοσμά, ο κουνιάδος σου. Ήρθα πριν από λίγο από τη ξενιτιά. Έλα να σ' αγκαλιάσω (ανοίγει την αγκαλιά)

ΚΟΣΜΑΣ: Δημήτρη! Καλωσόρισες, αδερφέ μου (τον αγκαλιάζει) Μια χαρά φαίνεσαι. Πες μας τα νέα σου (καθίζουν)

ΔΗΜ: Ξέρετε, βέβαια, ότι σπούδασα γιατρός στην Ιταλία. Λένε μάλιστα πως είμαι και καλός. Έφερα μαζί μου τα πιο τέλεια ιατρικά εργαλεία που υπάρχουν στην Ευρώπη και τα πιο σύγχρονα φάρμακα. Σκέφτομαι να μείνω εδώ στο χωριό μας και να βοηθώ όσους έχουν την ανάγκη μου. Μπορεί ν' ασχοληθώ και με τη γεωργία.

ΚΟΣΜΑΣ: Η γη δεν έχει ανάγκη από τη δική σου εργασία, Δημήτρη. Οι  άνθρωποι σ' έχουν ανάγκη.

ΔΗΜ: Μπορεί να' χεις δίκιο, μα τα βρίσκω όλα τόσο όμορφα, τόσο αγαπητερά, που θέλω να βρίσκομαι κοντά τους.

ΜΑΡΙΑ: Μπορείς, όποτε θέλεις να χαίρεσαι την ομορφιά της φύσης, χωρίς να πάψεις να γιατρεύγεις τσ' ανθρώπους.

ΔΗΜ:  Καλά, καλά, σύμφωνοι. Όλα θα γίνουν, όπως πρέπει

ΜΑΝΑ: Το πιο σπουδαίο το ξεχάσατε!

ΔΗΜ: Και πιο είναι το πιο σπουδαίο, μάνα;

ΜΑΝΑ: Να βρεις μια καλή κοπελιά, να παντρευτείς, να κάμεις οικογένεια. Να χαρώ κι εγώ τα κοπέλια σου, εδά που ζω.

ΔΗΜ: Κι αυτό θα γίνει, μάνα. Μην ανησυχείς.

          (Μουσική)

                                                 ΑΥΛΑΙΑ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Ο Δημ. Λόγιος προσέφερε τη βοήθεια του σαν γιατρός, σ' όλους όσους τον είχαν ανάγκη. Γρήγορα η φήμη του απλώθηκε σ' όλη την επαρχία. Οι χριστιανοί τον φώναζαν "Δασκαλο-Δημητράκη" και οι Τούρκοι "Ντόρτογλου". Εκείνος εξέταζε αδιάκοπα κι αδιάκριτα Τούρκους και χριστιανούς κι έδινε σ' όλους τη χαρά. Έκλεινε πληγές, στέγνωνε δάκρυα. Σιγά-σιγά άρχισε να συγκεντρώνει πλούτη και να λογαριάζεται σαν ένας από τους πιο πλούσιους ανθρώπους του τόπου. Έκαμε και τη επιθυμία της μάνας του. Διάλεξε μία κοπέλα, τη ζήτησε σε γάμο και τη στεφανώθηκε. Ό,τι ποθούσε, το απέκτησε. Πλούτη, δόξα, εκτίμηση, οικογενειακή γαλήνη, όλα τα είχε. Κι όμως, δεν ήταν ευτυχισμένος. Και πώς να ήταν, όταν γύρω του βασίλευαν η δυστυχία, ο πόνος, το κλάμα; Τα μαρτύρια των χριστιανών τον συγκλόνιζαν. Βέβαια, βοηθούσε όσο μπορούσε, μα η βοήθεια του όσο μεγάλη κι αν ήταν, δεν μπορούσε να περιλάβει όλους τους κρητικούς, όλους τους χριστιανούς. Ακούστε τι έγραψε σ' ένα γράμμα που έστειλε σε φίλο του στην Ιταλία:

 

 " …Μεγαλύτερη χαρά και μεγαλύτερη λύπη δεν αισθάνομαι από τότε που γνωρίζω τον κόσμο, παρά όταν ζω στη Κρήτη…Σου μίλησα πολλές φορές για το όμορφο νησί μου και δε θέλω να σου τα επαναλάβω. Μα η Κρήτη κλαίει και κλαίω κι εγώ μαζί της. Δεν ακούς το κλάμα της; Δε νιώθεις το πόνο της; Ποταμός τα δάκρυα. Βρύσες τα μάτια μας τρέχουν. Σπαράζει η καρδιά μας. Τι κάνουν οι Γάλλοι; Οι ελπίδες που στηρίξαμε σ' αυτούς ήταν ψεύτικες1 Ο σπόρος του Ρήγα δε βλάστησε ακόμη; Αργεί… αργεί πολύ και δεν αντέχουμε άλλο…Κάθε μέρα που περνάει μεγαλώνει τη προσμονή μας, μεγαλώνει την αγωνία μας  μεγαλώνει τη λαχτάρα μας…Κι εγώ δεν κρατιέμαι. Κάνω ό,τι μπορώ, μα είναι τόσο λίγο που μοιάζει σαν να τραβώ μια σταγόνα από έναν ωκεανό. Μπορεί ν' αδειάσει ο ωκεανός με λίγες σταγόνες που θα πάρω; Μα δεν σταματώ. Συνεχίζω κι ελπίζω. Ελπίζω στα παιδιά. Ελπίζω στα νιάτα. Ο Θεός να τα βοηθήσει και να τα δυναμώσει, για να κρατήσουν στα χέρια τους της λευτεριάς τα σύνεργα…

   Χαιρέτα μου τους άλλους συμπατριώτες και παρακάλεσε τους να μη ξεχνούν το σκοτάδι που ζούμε…"              

Παρόλα αυτά, ο Λόγιος δεν το μετάνιωσε που γύρισε στη Κρήτη. Η οικογένεια του δεν στερούνταν σχεδόν τίποτα. Το ίδιο κι η οικογένεια της αδερφής του. Ο άντρας της, ο νέος, ο φιλότιμος, ο εργατικός Κοσμάς, είχε την εκτίμηση όλου του χωριού. Συχνά οι δυο οικογένειες κάθονταν μαζί και χαίρονταν τα ελέη του Θεού.