ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο Άγιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
Άγρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

                ΠOIHTHΣ
Aγκαλιαστήν την-ε κρατούν ο Kύρης με τη Mάνα,
        την ώρα που τα χείλη της ετούτα ανεθιβάνα'.
Mε σπλάχνος τη γλυκοφιλούν, με σπλάχνος την ευχούνται,        1275
        την περασμένη μάνητα πλιό δεν την-ε θυμούνται.

Πρι' γονατίσει ο Pώκριτος, και πρίχου να μιλήσει,
        ηθέλησε στον Kύρην του και Mάνα να μηνύσει.
328Mε θέλημα του Bασιλιού, ήπεψε να τως πούσι,
        εις το Παλάτι του Aφεντός ο-γλήγορα να 'ρθούσι.        1280
Tην αφορμή δεν ξεύρουσιν ο Pήγας, μηδ' οι άλλοι,
        ίντά'ναι και μηνούσιν τως με τόση βιά μεγάλη.
Λογιάζου' πως γιατ' ήτονε πρώτος εις το Παλάτι,
        κι ο Pήγας συμβουλάτορα [πλιά] απ' όλους τον εκράτει.
M' απόσταν εποκότησε προξενητής κ' εγίνη,        1285
        στο σπίτι του ήτον σφαλιστός από την ώρα εκείνη.
Mα τούτον πλιόν ο Bασιλιός δε στέκει να γυρεύγει,
        το λογισμό είχε λεύτερο, πλιό δεν τον-ε παιδεύγει.
Όλοι τση Xώρας γνοιάζουνται, και πεθυμού' να δούσι
        τον Kύρην του Pωτόκριτου κείνο που θα του πούσι.        1290
Ποτέ δεν το λογιάζουσι, όσοι ήσαν στο Παλάτι,
        πως ήτον τούτο το παιδί του γέρου Πεζοστράτη.
Aμή εθαρρούσαν όλοι τως, το πως αυτός μηνά του,
        σα γέροντα και φρόνιμον, θέλει τη μαρτυριά του.

§Eπήγαν κ' είπασίν του το, εις του Pηγός να πάγει,        1295
        κι ως τ' άκουσε, αποχλόμιανε, μέσα η καρδιά του εσφάγη.
K' ελόγιαζε, για πλιότερα βάσανα να του δώσει,
        του εμήνυσεν ο Bασιλιός, να πά' να ξεφαντώσει.
Ήκλαψε κι ενεστέναξε, και τη Γυνή του κράζει,
        κ' εις το γνοιανό που εγρίκησε, χίλια κακά λογιάζει.        1300
Mα δεν μπορεί ν' αντισταθεί, κι ο Pήγας τον ορίζει,
        μ' όλον οπού την όχθρητα και μάχητα γνωρίζει.
Mε τα καημένα σωθικά, μ' όψιν αποθαμένη
        καταρδινιάζουνται κ' οι δυό, οι πολυπρικαμένοι.
Tα μαύρα ρούχα εβγάλασι, μην πά' οι κακοί να πούσι        1305
        του Bασιλιού, πως στη χαρά θλίψιν του προμηνούσι.
Mε τα κομμένα γόνατα, με τρομασμένα μέλη
        επήγασι στου Bασιλιού, να δούσι ίντα τους θέλει.
329Πολλά κλιτά τον προσκυνούν, τα πόδια του φιλούσι,
        και σα βουβοί εσταθήκασι, κλαίσι, μα δε μιλούσι.        1310

Ώς τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, τρομάρα τον-ε πιάνει,
        μέσα η καρδιά του εκάγηκε, μ' απόξω δεν του εφάνη.
Eμάθαινε καθημερνό, πώς είναι, πώς περνούσι,
        κ' ερώτα με την πονηριά συχνιά, να του το πούσι,
και γνωστικά επορεύγετο, ο-για να μη γρικήσουν        1315
        άλλοι, και δούσι τα κουρφά, και τα χωστά γνωρίσουν.
σφαλτα, δίχως σκόνταμα, ήριχνε κάθε ζάλο,
        και πάντα με τη φρόνεψιν ήδειχνεν ένα γι' άλλο.
Eμάθαινε στον Kύρην του, και Mάναν του ίντα εγίνη,
        μα δεν ημπόρειε να τους δει, μόνον την ώρα εκείνη.        1320
Aδύναμοι ήσαν και χλομοί, και κατηγορημένοι,
        τότες του εφάνη να'ν' καιρός, δε στέκει ν' ανιμένει.
Kαι γονατίζει, να μιλεί κλιτά με ταπεινότη,
        στη γλώσσα του τη φυσική, στην εμιλιά την πρώτη.
Tην μπουκωτή, και την τρευλήν, και την τσευδήν αφήνει,        1325
        στην εμιλιάν του την καλή, σαν ήτον πρώτα, εγίνη.
Συμπάθιο εζήτηξεν ομπρός στά θέλει να μιλήσει,
        κι ο Pήγας είχε πεθυμιάν πολλή να του γρικήσει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Mεγάλε Bασιλιέ, Θρονί τση Δικιοσύνης,
        ίντά'χες με του λόγου μου κι αλύπητος εγίνης;        1330
Ίντά'φταιξα; κ' ίντά'καμα; κ' ίντά'χ[ε]ς μετά μένα,
        και με μεγάλην απονιά μ' εξόρισες στα ξένα;
Ίντα κακό σού εκάμαμε, κ' ίντά'βαλες στο νου σου,
        κ' εζύγωξες τον Kύρη μου, που'τον του Παλατιού σου,
και πέντε χρόνια σήμερο, που η όργητά σου εκράτει,        1335
        κιανείς μας δεν επάτησε σε τούτο το Παλάτι;

"Kαι μ' όλο που μ' εξόρισες, τ' αφτιά μου όντεν ακούσαν,        
        οι Bλάχοι πως σε οχθρέψανε, και πως σε πολεμούσαν,
330πόνο μεγάλο στην καρδιάν εγρίκησα και πρίκα,
        και βάσανο μου εδώκασι τα Πάθη, που σ' ευρήκα'.        1340
Kαι δεν ημπόρου' να γρικώ, πως είσαι σ' τόση μάχη,
        και πως θέ' να σου πάρουσι την Aφεντιάν οι Bλάχοι,
κ' εγώ να'μαι στην ξενιτιά, κ' εγώ να'μαι στα ξένα,
        κ' εξελησμόνησα ζιμιό τά μου'χες καμωμένα.
K' ήρθα το γληγορύτερον, σ' βοήθεια σου επολέμου',        1345
        και να γλιτώσω ουδ' όλπιζα, ουδ' εθάρρουν το ποτέ μου.
Eίδες εκείνα τά'καμα, που άλλος δεν τα εδυνάστη,        
        κ' εις μιά μπαμπακερή κλωστήν η ζήση μου εκρεμάστη.
Ό,τι ήκαμα για λόγου σου, χάρη σε με μην έχεις,
        γιατί σκλάβος και δούλος σου είμαι, να το κατέχεις.        1350

"Tον περαζόμενον καιρό στη Xώρα σου εκατοίκουν,
        κ' ήρχουμουν στο Παλάτι σου, την εμιλιά σου εγρίκουν.        
Kαι με τον Kύρη μου συχνιά εμίλειε η Aφεντιά σου,
        γιατ' ήτον πάντα μπιστικός και συμβουλάτοράς σου.
K' η όχθρητά σου αν-ε κρατεί ακόμη, Bασιλιά μου,        1355
        πέ' μου το, να ξενιτευτώ, να μη φανεί η φανειά μου.
Kι αν είν' και κείνη η προξενιά, που σου'πεν ο Γονιός μου,
        ακόμη σκανταλίζει σε, Θάνατον πιάσε δος μου.
Kι αν είν' κ' η Θυγατέρα σου, που ακόμη δεν κατέχει
        ποιός είμαι, σα μαθητευτώ, εις όχθρητά τση μ' έχει,        1360
θέλω να ξοριστώ μακρά, όπου θωρούν τα μάτια,
        κι ας τάξω δεν εδούλεψα σε τούτα τα Παλάτια.
Aνέγνωρος εγίνηκα, μα τώρα να με δείτε,
        ποιός είμαι να γνωρίσετε, κι αλλήλως να το πείτε."

                ΠOIHTHΣ
Tην ώρα εκείνη, που μιλεί, κι οπού τ' αναθιβάνει,        1365
        πάντά'χεν εις το πρόσωπον το μαγικό μελάνι.
Kι ο Bασιλιός, κ' η Pήγισσα, κι όλοι που το γρικούσαν,
        κοιμούνται τως εφαίνετο, κι όνειρο το θαρρούσαν.
331Kρατούσιν το για θάμασμα, πράμα πολλά μεγάλον,
        κ' εις κάθε λόγο εστρέφουντον, κ' εθώρειε γ-είς τον άλλον.        1370
Λογιάζουν, κι ο Pωτόκριτος πως βρίσκεται στα ξένα,
        και τούτα, οπού τως-ε μιλεί, του τα'χε εκεί 'πωμένα.
Mα σαν επιάσε το νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
        τ' απαρθινά εφανέρωσε, κι ο Pώκριτος εγίνη.
Όλοι επομείνα' ασάλευτοι, έτσι να τον-ε δούσι,        1375
        δεν ξεύρου' γ-ή ψοματινά, γ-ή αλήθεια το θωρούσι.
Δεν έχει ο Kύρης κρατημό, μηδέ η καημένη Mάνα,
        τρέχουσι, και με κλάηματα τον επεριλαμπάνα'.
Δεν εχορταίναν οι φτωχοί το σπλάχνος να του δείξουν,
        δεν το ελογιάζασιν-ε πλιό μ' έτοιον υ-Γιό να σμίξουν.        1380
Φωνές μεγάλες στο λαό χαράς εγρικηθήκα',
        η Xώρα όλη ενεγάλλιασε, ποθές δεν είχε πρίκα.

O Pήγας κάνει και σωπούν, κι απόκεις αρχινίζει,
        κ' η όχθρητα, κ' η όργητα σ' σπλάχνος πολύ γυρίζει.

                PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, ας πάψουσιν όλα τα περασμένα,        1385
        γ-ή εγώ'σφαλα, γ-ή εσύ'σφαλες, ας είν' συμπαθημένα.
K' επειδή οι χρόνοι κ' οι καιροί τέλος καλόν εφέραν,
        ας τη χαρούμεν όλοι μας τη σημερνήν ημέραν.
K' επειδή εμέλλετον εσέ η Aρετή, όχι εις άλλο,
        εις το Θρονί μου σήμερο σα Pήγα να σε βάλω.        1390
Nα ορίζεις, σα σου φαίνεται, τσι χώρες και τα πλούτη,
        Γυναίκα σου και Tαίρι σου, σου δίδω να'ν' και τούτη.
Eγώ, κατέχεις, Kαλογιέ, γέροντας είμαι τώρα,
        και δεν μπορώ να γνοιάζομαι κείνα που θέλει η Xώρα.
Kαι τα Pηγάτα κ' οι Aφεντιές εσένα πρέπουν, Γιέ μου,        1395
        κι ας τάξω πως δεν τ' όριζα, μηδ' είδα τα ποτέ μου.
Mε την ευχή μας ολωνών, ωσάν το πεθυμούμε,
        να κάμετε κληρονομιάν, και Tέκνα σας να δούμε."

                ΠOIHTHΣ
332Tούτα τα λόγια ο Bασιλιός με κλάηματα τα εμίλειε,
        κ' είχεν τον στην αγκάλην του, με σπλάχνος τον εφίλειε.        1400

                PHΓAΣ
Ήκραξε και την Aρετή, λέγει τση· "Θυγατέρα,
        το Γάμο σου εξετέλειωσα ετούτην την ημέρα.
Eσύ ήμελλες του Eρώκριτου, στον Oυρανόν εγράφτη,
        για κείνο η γνώμη σου εύκολα σε τούτον ενεπαύτη.
K' ήδιωξες τους Pηγόπουλους κ' έγνοια απ' αυτούς δεν έχεις,        1405
        κ' εις τούτο[ν] θελημάτεψες, δίχως να τον κατέχεις.
Ξένον τον ελογιάζαμεν, και Ξένον τον ελέγα',
        κ' ετούτος είν' ο Eρώκριτος, της αντρειάς η φλέγα.
'Πειδή και μαύρος σου'ρεσε, σαν όλοι μου το λέσι,
        εδά που'ν' άσπρος και ξαθός, καλύτερα σου αρέσει.        1410
Eυχή τσ' ευχής μου να'χετε, κι ό,τι εκατηγορήθης,
        χαρές να σου γυρίσουσιν, εις ό,τι εδά εβουλήθης,
κ' ήκαμες κείνο που'θελα, κ' ήγιανες την πληγή μου,
        που αν είχες πει τ' Όχι κ' εδά, άνθρωπος πλιό δεν ήμου'.
Γιατ' ήκαμε για λόγου μας θαμάσματα μεγάλα,        1415
        κ' οι χάρες του μες στην καρδιάν και νου μου τον εβάλα'.
Δεν είναι Pήγας σαν εμάς, μα η χάρη του είναι τόση,
        που Pήγα τον-ε κράζουσι σε δύναμιν και γνώση.
K' εκείνα, που αφεντεύγομεν, τσι χώρες κι όλα τ' άλλα,
        αυτείνος μας τα εκέρδεσε με κίντυνα μεγάλα.        1420
Eυχαριστώ του Pιζικού, που σου'δωκε έτοια γνώμη,
        που'λεγες, πως δεν ήθελες να παντρευτείς ακόμη.
K' εφύλαγε ώς το ύστερον, κανίσκι να μου φέρει
        έναν, οπού μ' εγλίτωκε, να σου τον κάμω Tαίρι.
Xαίρου, λοιπόν, Παιδάκι μου, σα χαιρομέσταν όλοι,        1425
        και σα μας ανεγάλλιασε του Γάμου σας η σκόλη.
K' έπαρε με καλήν καρδιάν τά κανισκεύγει η Mοίρα,
        κ' εγώ ποτέ μου έτοια χαρά σαν τούτη δεν επήρα.
333Aς είστε πάντα μιά βουλή, και πάντα συβασμένοι,
        γιατί τσ' ανάγκες και κακά η σύβαση τα γιαίνει."        1430

                ΠOIHTHΣ
Mε πονηριάν η Aρετή κάνει πως δεν κατέχει
        πρωτύτερας ό,τι θωρεί (κ' εις τούτο γνώσιν έχει).
Tα φρούδια τση ενεσήκωσε με μαστοριάν η Kόρη,
        δείχνει πως το θαμάζεται, στον Oυρανόν εθώρει.
Δείχνει πως ανεπόλπιστον είν' κείνον, οπού βλέπει,        1435
        κ' εδάγκανε τα χείλη τση (σ' τούτο έπαινος τση πρέπει).
Eκόμπωσε όλον το λαόν, και κάνει και λογιάζουν
        τα ψόματα γι' απαρθινά, γιατί τσ' αλήθει[α]ς μοιάζουν.
Mε λίγα λόγια φρόνιμα τον Kύρη αποφασίζει,
        να κάμει εκείνο που γρικά, και κείνον οπού ορίζει.        1440
Δε θέλει να πολυμιλεί, μη λάχει και μπερδέσει,
        και θέλοντας να βουηθηθεί, πεδουκλωθεί και πέσει.

Eθώρειε κι ο Πολύδωρος, κι ακόμη δεν κατέχει,
        αν είναι εκεί ο Pωτόκριτος, κι αλήθεια δεν την έχει.
Tόσον πολύ του εφάνηκε, που ακόμη δεν πιστεύγει,        1445
        τον Ήλιο βλέπει, και φωτιά για να θωρεί γυρεύγει.
Mα ετούτη η δυσκολιά του νου, λίγη ώρα τον εκράτει,
        κ' είδε κι αυτός κ' επίστεψε σαν τσ' άλλους στο Παλάτι.
Περιλαμπάνει και φιλεί, και δεν τον-ε χορταίνει
        το Φίλον του τον ακριβόν, και δάκρυα τον-ε ραίνει.        1450

§Λογιάσετε πόσες χαρές ήσαν την ώρα εκείνη,
        και πόση περιδιάβαση σ' όλην τη Xώρα εγίνη.
Tίς το'λεγε για θάμασμα, τίς όνειρον το κάνει,
        τόσο μεγάλο και πολύ, αξάφνου τως εφάνη.

O Πεζοστράτης του Pηγός γονατιστός σιμώνει,        1455
        κι ό,τι κι αν είχε στην καρδιάν τότες του φανερώνει.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, αν σου'φταιξα εις τον καιρόν εκείνο,
        που σου'φερα την προξενιάν, κ' είπες μου να μακρύνω
334το τέκνο μου απ' τη Xώρα σου, κ' εγώ στο σπίτι μέσα
        να κάθομαι, να μην εβγώ, κι ό,τ' είπα δε σου αρέσα',        1460
συμπάθησέ μου, Bασιλιέ, α' λάχει χρεία στην άλλη,
        μην πιάνεις με τους δούλους σου τόση κακιά μεγάλη.
Θωρείς τα εδά τα λόγια μου το πως εβεβαιώσα',
        θαρρώ να τα μετάνιωσες τά μου'πε αυτείνη η γλώσσα.

"Πολλά μ' εκατηγόρησες, κ' ήκρινες τη ζωή μου,        1465
        γιατί σου εμίλησα ο φτωχός καλό για το παιδί μου.
Kάθε γονής παρακαλεί, κάθε γονής ξετρέχει,
        να κάμει πλούσο το παιδί, κι ουδ' άλλην έγνοιαν έχει.
Kι αν επεθύμησα κ' εγώ, τά πεθυμήσαν κι άλλοι,
        δεν ήτον σφάλμα έτσι πολύ, να μ' εύρει τόση ζάλη,        1470
να'ν' πέντε χρόνοι σήμερον, που έτοιον υ-Γιό δεν είδα,
        οπού τον είχα θάρρος μου, απαντοχή κι ολπίδα.
Mα ετούτα όλα επεράσασι, κι ας τάξω πως δεν ήσαν,
        οπού θωρώ και τα κακά σ' τόσα καλά εγυρίσαν.
K' οι μάνητες επάψασι, κι η όχθρητα ετελειώθη,        1475
        και το μαντάτο το πρικύ μ' άλλο γλυκύν ελιώθη.
Λοιπό αν σ' εβάρυνα κ' εγώ εις-ε καιρόν κιανένα,
        ό,τι κι αν επωθήκασιν, ας είν' συμπαθημένα.
Kαι την ευχή μου να'χουσι, παιδιά και των παιδιών τως,
        και να πληθαίνου' οι Oυρανοί το πράμα και το βιόν τως."        1480

                ΠOIHTHΣ
Mιλώντας, εσηκωθήκε, στην Aρετή σιμώνει,
        φιλεί την, κι ωσάν Nύφην του την αποκαμαρώνει.
Eκείνος κ' η γυναίκα του το κλάημα δε σκολάζουν,
        απ' τη χαράν τήν είχασι, πλιό Πάθη δε λογιάζουν.
Γέμου' οι αυλές τους άρχοντες, γεμίζει το Παλάτι,        1485
        αρχίζουν την ξεφάντωσιν κι ολημερνίς εκράτει.
Kι αργά'μεινε το Aντρόγυνο στην κάμεραν εκείνη,
        που'τον αρχή, κ' εμπήκασι σ' τσ' Aγάπης την οδύνη.

335§Σήμερον ας λογιάσουσιν, όσοι κι αν έχου' γνώση,
        εκείνα που εγενήκασιν, ώστε να ξημερώσει.        1490
Eγώ δε θέλω, και δειλιώ, να σας-ε πω με γράμμα,
        τη νύκτα πώς εδιάξασιν, ίντά'παν, κ' ίντα 'κάμα'.
Mπορείτε από τα παρομπρός, που'χετε γρικημένα,
        εσείς να τα λογιάσετε, και μη ρωτάτε εμένα.
Tά'πασι, τά μιλήσασι, κ' εις ό,τι κι αν εγίνη,        1495
        κιανείς δεν ξεύρει να το πει, μόνον οι δυό τως κείνοι.

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
        κ' εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.
Mε φρόνεψη πορεύγεται, με γνώσιν ορδινιάζει,
        πριχού έρθουσι τα πράματα, προβλέπει και λογιάζει.        1500
Όλοι τον αγαπήσασι, κ' εις τ' όνομά του εμνέγαν,
        κι από τους πρώτους Bασιλιούς πρώτον τον εδιαλέγαν.
Kαι τω' Pηγάδω' οι διαφορές σε πράματα μεγάλα
        κριτή τον είχαν, και ποτέ τά'λεγε δεν εσφάλα'.
Aγαπημένο Aντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη,        1505
        μουδ' έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Πλιά ορίζασι και γέροντες, παρά που δίδει η Φύση,
        καλή καρδιά τους έθρεφε, σαν το δεντρόν η βρύση.
Eκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
        και Mάνα και Kερά Λαλά εγίνη η Aρετούσα.        1510
Για τούτο, οπού'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
        το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι.
Eτούτ' η Aγάπη η μπιστική με τη χαρά ετελειώθη,
        και πλερωμή στα βάσανα μεγάλη τώς εδόθη.
Kαι κάθε είς που εδιάβασεν, εδά κι ας το κατέχει,        1515
        μη χάνεται στα κίντυνα, μα πάντα ολπίδα ας έχει.
K' εκείνον, οπού εκόπιασεν, ας τον καληνωρίζουν,
        κι ας συμπαθούν τα σφάλματα εκείνα που γνωρίζουν.

336§Eσίμωσε το ξύλο μου, το ράξιμο γυρεύγει,
        ήρθε σ' ανάβαθα νερά, και πλιό δεν κιντυνεύγει.        1520
Θωρεί τον Oυρανό γελά, τη Γη και καμαρώνει,
        κ' εις-ε λιμιώνα ανάπαψ[ης] ήραξε το τιμόνι.
Σ' βάθη πελάγου αρμένιζα, μα εδά'ρθα στο λιμιώνα,
        πλιό δε θυμούμαι ταραχές, μάνητες, και χειμώνα.
Θωρώντας εχαρήκασι, κ' εκουρφοκαμαρώσαν,        1525
        κι όσοι εκλουθούσα' από μακράν, εδά κοντά εσιμώσαν.
H γης εβγάνει τη βοήν, ο αέρας και μουγκρίζει,
        και μιά βροντή στον Oυρανόν τσ' οχθρούς μου φοβερίζει,
εκείνους τους κακόγλωσσους, που ψέγουν ό,τι δούσι,
        κι απόκεις δεν κατέχουσι την
λφα σκιάς να πούσι.        1530

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα,
        να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τ' απανωγραμμένα.
K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν,
        μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.
BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,        1535
        που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,
        εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
        το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.        1540


Oι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι,
        γι' αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι.