ΔΙΚΤΑΜΝΟΣ-ΔΙΚΤΑΜΟΣ-ΕΡΩΝΤΑΣ |
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είσοδος σπηλαίου Ειλειθυίας στην Αμνισσό Φυτό μικρό με χνουδωτά κυκλικά ή ωοειδή λευκοπράσινα φυλλαράκια και άνθη ρόδινα. Φυτό αρχαίο όσο και η Κρήτη. Ο πατέρας της ιατρικής Ιπποκράτης το θεωρεί «ωκυτόκον», δηλαδή διευκολύνει τον τοκετό, δικαιολογώντας έτσι το μύθο σύμφωνα με τον οποίο ήταν φυτό της θεάς των τοκετών Ειλειθυίας ή Ελεύθειας*. Ίσως δεν είναι τυχαίο το ότι η θεότης αυτή είχε σύμφωνα με τον Όμηρο, ως κύριο λατρευτικό της χώρο την Κρήτη και συγκεκριμένα το επ' ονόματί της γνωστό σπήλαιο στην περιοχή της Αμνισσού και ίσως πάλι να μην είναι τυχαίο ότι η περιοχή βρίσκεται αρκετά κοντά στο φαράγγι του Καρτερού όπου φύεται η ποικιλία του πλατύφυλλου δίκταμου. Και μιας κι αναφερθήκαμε ήδη στο κοινά αποδεκτό όνομα του φυτού, μήπως θα ήταν ορθότερο το όνομα «δίκταμνος» όπως αναφέρεται από τους αρχαίους συγγραφείς (ποιητές και φιλοσόφους) τον Όμηρο, τον Αριστοτέλη, το Θεόφραστο, τον Ιπποκράτη, τον Πλούταρχο, το Διοσκουρίδη, το Γαληνό κ.ά.; Να προτιμήσουμε μήπως το όνομα «έρωντας» όπως λέγεται στο χωριό μου τον Ξενιάκο Ηρακλείου, όπου και πρωτοκαλλιεργήθηκε, επειδή κατά την παράδοση όποιος ήθελε να δηλώσει την αγάπη του, το πάθος του έρωτά του, ανέβαινε στα βουνά κι εκεί κρεμασμένος από σκοινιά σε απόκρημνους δέτες και φαράγγια έκοβε τον πιο όμορφο μάτσο και τον πρόσφερε στην αγαπημένη του, δείχνοντάς της έτσι ότι για κείνη μπορούσε να κάνει και τα πιο δύσκολα πράγματα;
ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Όπως ήδη αναφέραμε, ο Ιπποκράτης αναφέρει το φυτό ως «ωκυτόκον δίκταμνον». Ο Διοσκουρίδης πίστευε ότι αποβάλλει τα νεκρά έμβρυα. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι από την Κρήτη εξαγόταν στην ηπειρωτική Ελλάδα για ποικίλες φαρμακευτικές χρήσεις (παθήσεις νεφρών και εντέρων, δηλητηριάσεις ). Ο Αριστοτέλης γράφει «επεί και εν Κρήτη φασί τας αίγας τας αγρίας , όταν τοξευθώσι ζητείν τον δίκταμνον, δοκεί δε τούτον εκβλητικόν είναι των τοξευμάτων εν τω σώματι» (στην Κρήτη λένε ότι οι άγριες αίγες όταν βληθούν από τόξα, ψάχνουν τον δίκταμνο γιατί φαίνεται ότι τις βοηθά να εκβάλουν τα βέλη από το σώμα τους). Ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα» αναφέρει ότι όταν ο Αινείας τραυματίστηκε σοβαρά στη μάχη της Ρώμης μετά τον Τρωικό πόλεμο και κινδύνευε η ζωή του, η μητέρα του θεά Αφροδίτη έτρεξε στην Κρήτη , του έφερε δίκταμνο και σώθηκε. Ο δίκταμος χρησιμοποιήθηκε παλιά με τη μορφή καταπλάσματος για το σταμάτημα του αίματος και την επούλωση των πληγών. Σήμερα χρησιμοποιείται ως αφέψημα ( για πόνους της κοιλιάς), για το αρωμάτισμα των κρασιών , ως καρύκευμα φαγητών και το αιθέριο έλαιό του στην ποτοποιΐα ( ο οίκος ποτών Martini & Rossi εισάγει στην Ιταλία μεγάλες ποσότητες δίκταμου). Στο αιθέριο έλαιό του απομονώθηκε τελευταία μια ουσία η «καρβακρόλη» που αποτελεί πανίσχυρο αντιμικροβιακό και δικαιολογεί τη φαρμακευτική χρήση του φυτού από την αρχαιότητα. Η «δικταμνίνη» επίσης που ανακάλυψε, προ 30 ετών περίπου, ερευνητής στα φύλλα του φυτού, μπορεί να προκαλέσει συσπάσεις των μυών, δικαιώνοντας έτσι όσα αναφέραμε τόσο για τη βοήθεια που προσφέρει στις επίτοκες γυναίκες, όσο και για τις άγριες αίγες και την αποβολή των βελών.
……………………………………………………………… * Ο προστάτης άγιος των επιτόκων , σήμερα, είναι ο ¶γιος Ελευθέριος.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ – ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο δίκταμος είναι βότανο που καλλιεργείται στην Κρήτη κι αυτό βοήθησε στη διάσωσή του, σε αντίθεση με άλλα αυτοφυή βότανα που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, Η πρώτη καλλιέργειά του έγινε στο χωριό Ξενιάκος του Ηρακλείου και ξεκίνησε έτσι: Η κτηνοτροφική οικογένεια του Γεωργίου Φραγκάκη (Κουρουπάκη), είχε κατά το 1930 μάντρα στην περιοχή Αρμίχια (θέση «πηγαϊδάκι») του ορεινού όγκου της Δίκτης . Ο ίδιος φρόντιζε τις αίγες και τα πρόβατα μαζί με τους γιους του τον Κωστή, το Μανώλη και το μικρό Γιάννη. Τα μεγάλα παιδιά όταν δεν απασχολούνταν με τα ζώα, ασχολούνταν με τη συλλογή του έρωντα, προϊόν πανάκριβο τότε (δράμι και φράγκο, έλεγαν οι έμποροι) και επειδή οι ποσότητες που συλλέγονταν ήταν μικρές και επειδή το εγχείρημα είχε υψηλή επικινδυνότητα. Από τα γύρω χωριά είχαν σκοτωθεί: ο Σοφοκλής του Τζαγκατογιάννη από το Μηλλιαράδω, ο Μανώλης Βερυκοκάκης από την Έμπαρο και ο Μανώλης του Γιάννη Βιαννιτάκη (Λαλέ) από το Κατωφύγι. Πάμπολλοι δε είχαν τραυματιστεί. Μια μέρα λοιπόν ο δεκάχρονος Γιάννης βρήκε στα δετάρια κοντά στη μάντρα μικρά φυτά στενόφυλλου δίκταμου που φύεται σ' όλα τα ορεινά της Δίκτης. Τα τράβηξε κι αυτά ξεριζώθηκαν . Τα έφερε στη μάντρα κι εκεί δίπλα (παίζοντας είχε φτιάξει ένα περιβολάκι) τα φύτεψε μαζί με άλλα χρήσιμα ή όχι φυτά. Τα πότιζε και τα προστάτευε, όπως κάθε παιδί, κρύβοντάς τα με κλαδίστρες από τα αδιάκριτα μάτια των άλλων που πιθανόν να τον μάλωναν αν ανακάλυπταν ότι έπαιζε αντί να βοηθά τον πατέρα και τ' αδέλφια του. Πέρασε κάμποσος καιρός όταν μια μέρα πιάστηκε επ' αυτοφώρω από το μεγάλο του αδερφό Μανώλη.
_Ίντα κάνεις μωρέ ετά;
Κι ενώ ο μικρός προσπαθούσε να εξηγήσει, ο μεγάλος παρατηρούσε το «περιβόλι» και το φυτεμένο έρωντα που είχε πετάξει νέα βλαστάρια.
_Πόσο καιρό τον έχεις μωρέ φυτεμένο;
_Εε, θάναι μια κοσαρά μέρες!
_Μα τότεσάς μωρέ πιάνει!
Την επόμενη μέρα ο Μανώλης γυρίζοντας στα βουνά να μαζέψει έρωντα, προσπαθούσε να ξεριζώσει όσα φυτά μπορούσε. Πράγματι το βράδυ κατεβαίνοντας στο Ξενιάκο είχε μέσα στο βρεγμένο μαντήλι του μερικά φυτά έρωντα που φύτεψε σε γλάστρες του πατρικού του σπιτιού. Τα φυτά ρίζωσαν κι άρχισαν να βλασταίνουν . Όλοι παρατηρούσαν το επίτευγμα κι ανάμεσά τους ο θείος του Γιάννης Αντωνακάκης που τον παρακίνησε να μη συλλέξει τους βλαστούς για να δουν αν θα κάμει σπόρο. Πράγματι όταν άνθισε το φυτό και ωρίμασε , ο Μανώλης μάζεψε μισή δαχτυλήθρα σπόρο που αργότερα έσπειρε σε μια πρασιά στην άκρη του καινούριου δικού του σπιτιού που έχτιζε τότε. Λίγο αργότερα μικρά φυτά φάνηκαν να ξεπροβάλουν, μα δεν έμοιαζαν καθόλου με έρωντα κι όλοι πίστευαν ότι κάτι άλλο ήταν που φύτρωνε. Οι φόβοι τους διασκεδάστηκαν μόλις τα νεαρά φυτά μεγάλωσαν λίγο. Είδαν τότε με χαρά τα χαρακτηριστικά του δίκταμου. Τότε ήταν που ο Αντωνακογιάννης, άνθρωπος πονηρός και τετραπέρατος, πήγαινε κρυφά και ξερίζωνε φυτά από την πρασιά του Μανώλη (δίδοντας αφορμή για καβγάδες μεταξύ τους) για να τα φυτέψει ο ίδιος σε ντενεκέδες, κάνοντας μάλιστα κι ένα αυτοσχέδιο αυτόματο πότισμα με ανακύκλωση νερού. Κι ο μεν Μανώλης Φραγκάκης οικονόμησε τότε, μεταφυτεύοντας κι αυτός τα φυτά σε ντενεκέδες, 800 δραχμές (το μεροκάματο του χτίστη ήταν 60), ο δε Αντωνακάκης κατάφερε παρουσιάζοντας έναν περιποιημένο ντενεκέ έρωντα στην έκθεση Θεσσαλονίκης να πάρει βραβείο. ¶ρχισαν τότε πολλοί στο Ξενιάκο μα και στ' άλλα γειτονικά χωριά να καλλιεργούν σε πρασιές αρχικά το στενόφυλλο δίκταμο που ήρθε από τα Αρμίχια χάριν του παιδικού παιχνιδιού του Γιάννη Φραγκάκη κι αργότερα τον πλατύφυλλο που όπως έμαθα έφερε στην Έμπαρο από το φαράγγι του Καρτερού ο Μανώλης Καραπιδάκης (Λεβέντης). Δυστυχώς ενώ για πολλά χρόνια τα χωριά της λεκάνης της Εμπάρου είχαν την αποκλειστικότητα της παραγωγής γι' αυτό ονομάζονταν και «ερωντοχώρια», σήμερα, επειδή κανείς δε φρόντισε για το αντίθετο, η καλλιέργεια του έρωντα ή δίκταμου ή δίκταμνου απλώθηκε και σε άλλες περιοχές της Κρήτης κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή, άρα την υπερπροσφορά , άρα τη μείωση της τιμής μέχρι και την ανύπαρκτη ζήτησή του. Ακόμα και οι γιορτές, τα λεγόμενα «ερώντεια» που είχαν ξεκινήσει το 2002 και στα οποία βραβεύτηκαν οι πρωτεργάτες Ιωάννης Φραγκάκης (Κουρουπογιάννης), Εμμανουήλ Φραγκάκης (Κουρουπομανώλης) και Ιωάννης Αντωνακάκης, σήμερα μετατράπηκαν απλά σε γιορτές των πολιτιστικών συλλόγων των χωριών , χωρίς καμμιά αναφορά στο φυτό που τιμήθηκε τόσο στ' αρχαία χρόνια κι έδωσε συμπληρωματικό εισόδημα και ανάπτυξη στα χωριά μας στα νεώτερα.
Αυτοφυής δίκταμος σε απόκρημνο βράχο
Ο τελευταίος επιζών (τότε) πρωτεργάτης Γιάννης Φραγκάκης , 85 ετών , μέσα στο περιβόλι του με έρωντα. Δικές του και οι παρακάτω μαντινάδες που είπε κατά τη τελετή βράβευσής του στην Α΄ Εορτή Δίκταμου που έγινε στην Έμπαρο το καλοκαίρι του 2002:
« Ο έρωντας εφύτρωσε στου Δία το μιτάτο
και είναι φαρμακευτικό λουλούδι μυρωδάτο».
«Ο έρωντας είναι φυτό κι ο έρωτας αγάπη
τον πόνο γειαίνει ο έρωντας κι ο έρωτας τα πάθη».
¶λλες μαντινάδες για τον έρωντα:
«Ένα παιδί δέκα χρονών κατάφερε να μάθει
πώς να φυτεύουν έρωντα και να ξεχνούν τα πάθη».
«Ο έρωντας εγειάτρεψε κάποτες το κορμί μου
μα ο έρωτας δε σταματά να τρώει την ψυχή μου».
«Τον έρωντα τον βράζουνε μαζί μ' άλλα βοτάνια
και πίνουν όσοι θέλουνε να έχουνε ζωντάνια».
«Τα ενενήντα ήπιασε η μάνα μου κι ακόμη
τον έρωντα δε παραιτά κι ας την πονούν οι ώμοι».
«Του έρωντα τσ' ανθοβλαστούς κόβουν οι ατσελέγοι
στα ταίρια τους να σάσουνε μια μυρισμένη στέγη».
|