ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο ¶γιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
¶γρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

  

           

  Η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας στις 28 Οκτωβρίου 1940 βάζει τέρμα στην εικοσαετία του ελληνικού μεσοπολέμου και υποχρεώνει τη χώρα να εμπλακεί στη μεγάλη παγκόσμια σύγκρουση. Η αποτυχία της ιταλικής επίθεσης και οι ελληνικές νίκες, σε μια περίοδο που οι δυνάμεις του  ¶ξονα δείχνουν ανίκητες, χαιρετίζονται με μεγάλο ενθουσιασμό από τις δημοκρατικές χώρες, αλλά από την άλλη προκαλούν την επέμβαση της Γερμανίας.

Στις 6 Απριλίου 1941 ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στην Ελλάδα μέσω των ελληνοβουλγαρικών συνόρων, τη στιγμή που ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού πολεμά στο αλβανικό μέτωπο. Παρά την απελπισμένη αντίσταση των ελληνικών και βρετανικών δυνάμεων, το μέτωπο καταρρέει και ως τα τέλη Απριλίου το σύνολο σχεδόν του ελληνικού εδάφους είναι υπό κατοχή. 

 Χιλιάδες είναι οι Κρητικοί που, ενταγμένοι στις μονάδες του ελληνικού στρατού, πολεμούν στο αλβανικό μέτωπο. Η κατεξοχήν κρητική μονάδα είναι η 5η Mεραρχία, που διακρίνεται στη μάχη του όρους Τρεμπεσίνα και στην Κλεισούρα. Όταν μετά τη γερμανική εισβολή το μέτωπο καταρρέει και μονάδες του ελληνικού στρατού συνθηκολογούν, ελάχιστοι είναι αυτοί που καταφέρνουν να γυρίσουν στο νησί πριν τη γερμανική εισβολή. Ο κύριος όγκος των Kρητών πολεμιστών παραμένει αποκλεισμένος στην ηπειρωτική Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, όπου δεν είναι λίγοι εκείνοι που πέφτουν θύματα της φοβερής πείνας, που πλήττει την πρωτεύουσα τον πρώτο χειμώνα της Κατοχής.  

Από τις πρώτες ημέρες του Μαΐου 1941 η γερμανική πολεμική αεροπορία πραγματοποιεί επιδρομές που αρχικά επικεντρώνονται εναντίον των πλοίων, που επιχειρούν να εφοδιάσουν το νησί. Από τις 14 του μήνα όμως το Ηράκλειο γίνεται συστηματικά στόχος των γερμανικών αεροπλάνων, που δεν περιορίζονται μόνο στη ρίψη βομβών, αλλά συχνά πολυβολούν επιπλέον ό,τι μπορεί να θεωρηθεί στόχος. Μέρα με τη μέρα οι επιδρομές γίνονται πιο σφοδρές. Πολλοί από τους κατοίκους εγκαταλείπουν την πόλη και καταφεύγουν στα χωριά της ενδοχώρας. Όσοι μένουν πίσω προσπαθούν μαζί με τους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων να προσαρμοστούν στη νέα απειλή.

Ό,τι απέμεινε από τους σφοδρούς βομβαρδισμούς της πόλης, 1941

Το Μάιο του 1941 οι γερμανικές δυνάμεις εξαπολύουν την επίθεσή τους εναντίον του νησιού. Η Μάχη της Κρήτης αρχίζει. Σφοδροί αεροπορικοί βομβαρδισμοί πλήττουν κυρίως τα αστικά κέντρα και σημαντικό τμήμα της πόλης του Ηρακλείου καταστρέφεται από τις βόμβες. Ακολουθούν μαζικές ρίψεις αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι βρίσκονται αντιμέτωποι όχι μόνο με τα οργανωμένα στρατιωτικά σώματα, ελληνικά και βρετανικά, αλλά και με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι μάχες διαρκούν ένα δεκαήμερο και είναι εξαιρετικά σκληρές, όμως η αεροπορική υπεροχή των επιτιθέμενων κρίνει τελικά την έκβαση του αγώνα. Αρχίζει έτσι και για την Κρήτη η δύσκολη περίοδος της γερμανοϊταλικής κατοχής. Για το Ηράκλειο η απελευθέρωση έρχεται τον Οκτώβριο του 1944, αλλά οι τελευταίοι κατακτητές αποχωρούν από το νησί μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, το Μάιο του 1945.

Οδυσσέας Ελύτης, Αλβανικό Μέτωπο 1941

 

 

Απ' το «¶ξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη

Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.

Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. ¶λλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.


Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.
Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.

Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.
Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.

Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.

Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.

Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

   Β' Παγκόσμιος πόλεμος (1940 - 1945)