ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΦΤΕΡΟΥΓΙΣΜΑΤΑ
ΗΡΩΙΚΑ
ΚΑΙ ΠΕΝΘΙΜΑ Σεπτέμβρης 1983
1. ΣΤΑ ΚΑΗΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΝΝΟΥ
Πέρα στα καημένα τα χωριά,
πέτρα από πέτρα οι οχτροί
τα σπίτια τα γκρεμίσανε.
Μέσα στα καημένα τα χωριά,
τα παλικάρια όλα ,οι οχτροί
οι φονιάδες τα χαλάσανε.
Οι γυναίκες με μάτια σα φωτιά,
με πυρωμένη τη καρδιά,
τους αετούς πήγαν και θάψανε.
Βάλανε πείσμα στη ψυχή
στα χέρια αρπάξανε ραβδιά
τις στράτες πήρανε.
Τρανούς βρήκανε ,
δίκιο δε βρήκανε.
Χτύπησαν πόρτες φτωχικές ,κλάψανε,
μα τα χωριά τους πάλι χτίσανε.
Τα δέντρα κόπηκαν
μα οι σπόροι μείνανε.
Φύτεψαν ,φυτευτήκανε, ζήσανε.
Τώρα στα ματωμένα τα χωριά,
μνημείο της σφαγής τους στήθηκε.
Μα των μανάδων κι αδερφάδων
η ματιά που πέφτει πάνω του
φέρνει στο νου τους τον αγώνα,
το μεγάλο αγώνα για τη νίκη.
2. ΕΝΑ ΠΑΛΙΚΑΡΙ
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ένα Σαββάτο βράδυ
μια Κυριακή πρωί
καλέσαν το λεβέντη ,
να παρουσιαστεί.
Γοργά το παλικάρι
κάνει το σταυρό
και φεύγει για να πάει
μ' άλλους στον πόλεμο.
Καβαλικεύει ράχες,
περνάει τα βουνά,
τα σύγνεφα αγγίζει,
πιάνει τ' άρματα.
Ο νιος μας ο λεβέντης
γίνεται θεριό,
μαζί μ’ άλλα θηρία,
διώχνει τον εχθρό.
Σαν τελειώσαν όλα,
γυρίζει στο χωριό.
Τον χειροκροτάνε !
μ’ αυτός είναι μισός.
Για τη γλυκειά πατρίδα,
Την πίστη, την τιμή,
χαλάλι χέρια, πόδια
κι η ίδια η ζωή.
3.
ΗΡΩΙΚΕΣ ΨΥΧΕΣ
Μέσα από το χαράκωμα, κοιτάζει τον εχθρό.
το όπλο του ετοιμάζει μ’ ακούει
βογκητό.
Γυρίζει και κοιτάζει. Βλέπει ένα αετό
στο χώμα να κυλάει με πληγωμένο το φτερό.
_Συνάδελφε! φωνάζει. Λαβώθηκες βαριά;
_Το νου σου! τ’ απαντάει. Πρόσεχε
την πλαγιά!
Γραμμή ήταν οι βιτσίλες και ζύγωναν κρυφά.
Με τη ματιά σφιγμένη, τον πόνο δεν κοιτά.
Ανήλιαγο γεράκι εσίμωνε κοντά
κι είναι έτοιμο να μπήξει τα νύχια του γερά.
Ο αετός λεβέντης, κρατά για μια στιγμή,
ώσπου να σημαδέψει τ’ άτιμου τη
ψυχή.
Το χρέος είχε τελέψει . Με μέτωπο ψηλά
κρατώντας τη σημαία, πέφτει και ξεψυχά.
Πηγαίνει ν’ ανταμώσει ψηλά στον ουρανό,
τ’ αδέρφια του που πέσαν για ίδιο μ’ αυτόν σκοπό.
Η Παναγιά, του κόσμου η οδηγήτρα η ξακουστή,
την ψυχή του αγκαλιάζει του τρανού πολεμιστή.
Σε γωνιά του παραδείσου μ’ άπειρες τις ομορφιές ,
με χρυσά γράμματα γράφει: Είναι Ηρωικές ψυχές!
4. ΛΕΥΤΕΡΗ ΖΩΗ
Στη γης μας, τούτη
τη γωνιά του παραδείσου,
Τα πουλιά ΄τανε βουβά,
τα δέντρα δεν ανθίζαν,
ο σπόρος δεν εφύτρωνε
κι αν φύτρωνε τον τρώγαν τα κοράκια.
Κι έμενε άκαρπη κι αστόλιστη,
χωρίς γιορτές και γλέντια,
πολλά καλοκαίρια και χειμώνες
κι άνοιξες τετρακόσιες.
Είδε ο Θεός, απόειδε,
έβγαλε φωνή, φώναξε:
«Λευτεριά στο γένος τούτο
λυτρωμό στο λαό!»
Ευτύς το θάμα γίνηκε.
Τα πουλιά κελάηδησαν
σε κάμπους και κορφές.
Αρνιά πασχαλιάτικα
χύσανε το αίμα τους
περασμένα στις σούβλες,
ποτίσανε τη γης
κι άνθισαν τα λουλούδια
και κάρπισαν τα δεντρά.
Και γύρισαν τα χελιδόνια
στη ζεστή , στη λεύτερη χώρα,
να τραγουδήσουν στις αυλές τις φτωχικές,
να χαρούν το γέλιο των παιδιώ
που φύτρωσαν λεύτερα
από λεύτερο σπόρο.
Χτύπησαν αργά αργά
οι
καμπάνες της εκκλησιάς τ’ Άγιου Καβαλάρη.
Κηδεύανε το παλικάρι
που χάθηκε στη πλατεία.
Τα
μάτια μου βλέπουν θάνατο,
η
καρδιά κι ο λογισμός μου Ανάσταση.
Βλέπω να σηκώνονται πρώτοι
οι
Μαραθωνομάχοι κι οι Σαλαμινομάχοι
κι
οι τρακόσιοι
με
τον καπετάνιο τους μπροστάρη.
Γύρισαν το κεφάλι κατά την Εσπερία
κι
είπαν:
Εμείς πολεμήσαμε για Σας!
Κρίμα!
Βγήκε κατόπιν ο Βασιλιάς, ο Άγιος
Παλαιολόγος,
με
το κοντάρι του σπασμένο
στη μάχη Ανατολής με Δύση
κι
είχε πίκρα πολλή η μορφή του
σαν και τότε που πρόσμενε
μάταια
τη
βοήθεια της Βενετιάς.
Κοίταξε κι εκείνος
κατά τα μέρη των νέων Οστρογότθων και των Βανδάλων
κι
είπε:
Εμείς σας προστατέψαμε πλήθος φορές!
Κρίμα!
Ξάφνου αντάρα μεγάλη σκέπασε την
πλατεία,
ήχος καλπασμού αλόγων πολλών
ακούστηκε
και φάνηκαν ο Μακρυγιάννης κι ο Κολοκοτρώνης κι ο
Νικηταράς
με
τους πολεμιστές τους.
Ύψωσαν τα χέρια
δείχνοντας κατά το παλάτι του
Όθωνα
και αγανακτισμένοι φώναξαν:
Εμείς για
τούτο το χώμα πολεμήσαμε.
Δεν το πουλήσαμε, δεν
προσκυνήσαμε.
Κρίμα!
Ρίγος με κατέλαβε
βλέποντάς τους να αφιππεύουν
και γονατίζοντας να φιλούν
την ποτισμένη με το αίμα τους
γη.
Δάκρυσα κι ορκίστηκα
ν’
ακολουθήσω τις προσταγές του Δαβάκη
στα ηπειρώτικα βουνά
και να βροντοφωνάξω
με
τον τρόπο μου κι εγώ
ΟΧΙ!
Δεν πουλάμε!
Δεν πουλιόμαστε!
Δεν γονατίζουμε!
Χίλιες φορές φτωχοί
παρά αφέντες να ‘χομε!
Χτύπησαν αργά αργά
οι καμπάνες της εκκλησιάς τ' Άγιου Καβαλάρη.
Κηδεύανε το παλικάρι
που χάθηκε στη πλατεία.
Τα μάτια μου βλέπουν θάνατο,η καρδιά κι ο λογισμός μου Ανάσταση.
Βλέπω να σηκώνονται πρώτοι
οι Μαραθωνομάχοι κι οι Σαλαμινομάχοι
κι οι τρακόσιοι
με τον καπετάνιο τους μπροστάρη.
Γύρισαν το κεφάλι κατά την Εσπερία
κι είπαν:
Εμείς πολεμήσαμε για Σας!
Κρίμα!
Βγήκε κατόπιν ο Βασιλιάς, ο Άγιος Παλαιολόγος,
με το κοντάρι του σπασμένο
στη μάχη Ανατολής με Δύση
κι είχε πίκρα πολλή η μορφή του
σαν και τότε που πρόσμενε μάταια
τη βοήθεια της Βενετιάς.
Κοίταξε κι εκείνος
κατά τα μέρη των νέων Οστρογότθων και των
Βανδάλων
κι είπε:
Εμείς σας προστατέψαμε πλήθος φορές! Κρίμα!
Ξάφνου αντάρα μεγάλη σκέπασε την πλατεία,
ήχος καλπασμού αλόγων πολλών ακούστηκε
και φάνηκαν ο Μακρυγιάννης κι ο Κολοκοτρώνης κι ο
Νικηταράς
με τους πολεμιστές τους.
Ύψωσαν τα χέρια
δείχνοντας κατά το παλάτι του Όθωνα
και αγανακτισμένοι φώναξαν:
Εμείς για τούτο το χώμα πολεμήσαμε.
Δεν το πουλήσαμε, δεν προσκυνήσαμε.
Κρίμα!
Ρίγος με κατέλαβε
βλέποντάς τους να αφιππεύουν
και γονατίζοντας να φιλούν
την ποτισμένη με το αίμα τους γη.
Δάκρυσα κι ορκίστηκα
ν' ακολουθήσω τις προσταγές του Δαβάκη
στα ηπειρώτικα βουνά
και να βροντοφωνάξω
με τον τρόπο μου κι εγώ
ΟΧΙ!
Δεν πουλάμε!
Δεν πουλιόμαστε!
Δεν γονατίζουμε!
Χίλιες φορές φτωχοί
παρά αφέντες να χωμε!
Χτύπησαν αργά αργά
οι καμπάνες της εκκλησιάς τ' Άγιου Καβαλάρη.
Κηδεύανε το παλικάρι
που χάθηκε στη πλατεία.
Τα μάτια μου βλέπουν θάνατο,
η καρδιά κι ο λογισμός μου Ανάσταση.
Βλέπω να σηκώνονται πρώτοι
οι Μαραθωνομάχοι κι οι Σαλαμινομάχοι
κι οι τρακόσιοι
με τον καπετάνιο τους μπροστάρη.
Γύρισαν το κεφάλι κατά την Εσπερία
κι είπαν:
Εμείς πολεμήσαμε για Σας!
Κρίμα!
Βγήκε κατόπιν ο Βασιλιάς, ο Άγιος Παλαιολόγος,
με το κοντάρι του σπασμένο
στη μάχη Ανατολής με Δύση
κι είχε πίκρα πολλή η μορφή του
σαν και τότε που πρόσμενε μάταια
τη βοήθεια της Βενετιάς.
Κοίταξε κι εκείνος
κατά τα μέρη των νέων Οστρογότθων και των
Βανδάλων
κι είπε:
|