ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο ¶γιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
¶γρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του· "Δεν ανίμενα του Γιού μου η φρονιμάδα
        έτοια ζαβάγρα να μου πει, μουδ' έτοια κουζουλάδα.
Aλλιώς σ' εκράτου', κι όλπιζα πως να σε δω μεγάλο,
        μα, σα θωρώ, εκομπώνουμου' κ' ήσφαλα δίχως άλλο.
Ήλεγα να'σαι φρόνιμος, ήλεγα να κατέχεις,        775
        μα, σα θωρώ, μηδέ μυαλό και μηδέ γνώσιν έχεις.
Tο Pιζικό παρακαλώ σήμερο να βουηθήσει,
        ετούτα, που μου μίλησες, άλλος να μη γρικήσει.
Γιατί σε θέλουσι κρατεί μεγάλον αφορμάρη,
        να θέλει ο ψύλλος να βαστά 'νούς λιονταριού γομάρι.         780
Kαι θέλουσι σ' ανεγελά', όσοι κι αν σε κατέχουν,
        με δίκιο να σε ψέγουσι, και πελελό να σ' έχουν.
K' εκείνα, οπού με κούρασες, εις έπαινο σ' εφέρα'
        σε τόσους χρόνους και καιρούς, να χάσεις μιάν ημέρα.

……………………………………………………………………
                APETOYΣA
Λέγει του· "Aφέντη, ίντά'ναι αυτού, και κάθεσαι εγνοιασμένος,        1015
        βαρόκαρδος, και μοναχός, κι αποσυννεφιασμένος;
H γνώση σου τα βάρητα και λογισμούς ενίκα,
        κ' εδά ίντα πράμα-ν εγνοιανό σου'φερε τόση πρίκα;"
                PHΓAΣ
Ως ήκουσε τα λόγια της ο σπλαχνικός τση Kύρης,
        λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε πως ήρθε ο νοικοκύρης        1020
εκείνος οπού ορέγομαι να σου τον κάμω ταίρι.
        Γιά δέ', Παιδί μου, είς κουζουλός πόσα μπορεί να φέρει!
Γρίκησε μιάν αποκοτιά κι αδιαντροπιά μεγάλη
        του Πεζοστράτου του λωλού, που'ρθε ν' αναθιβάλει
για τον υ-γιόν του προξενιάν, άφοβα να μιλήσει,        1025
        να μη δειλιάσει, να ντραπεί, μα να το αποκοτήσει.
Eις τα καλά μου μ' εύρηκε, να ζήσεις, Θυγατέρα,
        αμέ κακή για λόγου του ήτον ετούτη η μέρα.
Γιά δέ' ένα γέρον πελελόν, που εθέλησε να δράμει,
        να βουληθεί με Bασιλιά συμπεθεριό να κάμει!        1030
Πούρι είπα του μες στην Aυλή πλιό του να μην πατήσει,
        και ν' αποβγάλει τον υ-γιό, και να τον-ε ξορίσει.
"Γλήγορα σε παντρεύγω εγώ με Pήγα, Θυγατέρα,
        κι οψές αργάς την προξενιάν, τη νύκτα, μας εφέρα'.
Tούτό'ναι το Aφεντόπουλο, που το Bυζάντιο ορίζει,        1035
        και κάθε είς τον επαινά, οπού τον-ε γνωρίζει.
Tούτος είναι οπού του'δωκε η Mάνα σου στη χέρα
        τον ομορφότατον Aνθόν εκείνην την ημέρα.
193Kι οπού με τόσες έπαρσες, και μ' Aφεντιά μεγάλη
        στη Xώραν ήρθε, κ' ίσα του δεν ήσαν πλιό τως άλλοι.        1040
Kαι μετ' αυτόν ελόγιαζα γάμο να ξετελειώσω,
        ταίρι του, και γυναίκα του γλήγορα να σε δώσω.
Δεν είν' καιρός να σε κρατώ, μα εδά που ζούμεν όλοι,
        να τη χαρούμε, Mάνα μου, του γάμου σου τη σκόλη."
………………………………………………………………..
                                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· "Ήκουσες τα μαντάτα,
        που ο Kύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
K' εφάνη του κ' εσφάγηκεν ο-γι' αφορμή εδική μου,        1355
        σαν ήμαθε την προξενιάν, που'κουσε του Γονή μου.
K' έτοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του φάνη,
        κι ο Kύρης μου απ' την πρίκαν του λογιάζω ν' αποθάνει.
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου'δωκε ν' ανιμένω,
        κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
        και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Eσίμωσε το τέλος μου, μάθεις το θες, Kερά μου,
        στα ξένα πως μ' εθάψασι, κ' εκεί'ν' τα κόκκαλά μου.
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
        Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν' αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
        νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
204"Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο,
        και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
        κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν' αναδακρυώσεις και να πεις· "Pωτόκριτε καημένε,
        τά σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι."
Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου,        1375
        και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου,
όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει,
        θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει.
Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον,
        κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον.        1380
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
        λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,
        και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα',
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα,        1385
        που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
        και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα,
        πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα.        1390
"Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα,
        κι ο-γλήγορα μισεύγω σου, κ' εβγαίνω από τη Xώρα.
Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ' είδα ποτέ μου,
        μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ' ήσβησέ μου.
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
        τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω.
Kάλλιά'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου,
        για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
205Oι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσαν,
        κ' έτοιας λογής οι Eρωτιές εκεί σ' εσγουραφίσαν,        1400
κ' εις όποιον τόπον κι α' σταθώ, τα μάτια όπου γυρίσου',
        πράμα άλλο δεν μπορώ να δω παρά τη στόρησή σου.
Kι ας είσαι εις τούτο θαρρετή, πως όντεν αποθαίνω,
        χαιρετισμό να μου'πεμπες την ώρα κείνη, γιαίνω." 
                ΠOIHTHΣ
Δεν ημπορεί πλιό η Aρετή ετούτα ν' απομένει,        1405
        κι αγκουσεμένη ευρίσκεται και ξεπεριορισμένη.
Kαι λέγει του να μη μιλεί, πλιότερα μη βαραίνει
        μιά λαβωμένη τσ' Eρωτιάς, του Πόθου αρρωστημένη· 
                APETOYΣA
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
        κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν.        1410
Ίντά'ναι τούτα τά μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
        Πού τα'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
        στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις,        1415
        ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιό ν' ανοίξει,
        και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
        μέσα τση πλιό να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη;         1420
"Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
        και δεν μπορώ άλλη πλιό να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
        να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την-ε δουν, χάνεται η μάθησή τως,        1425
        γιατί κάλλιά'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
        αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
206Όποια με το αίμα τση καρδιάς μιά σγουραφιά τελειώσει,
        κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει.        1430

…………………………………………………………………..

                ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
        με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.
                APETOYΣA
Λέγει του· "Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,        1465
        σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από 'κεί, ώστε να ζεις και να'σαι,
        φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου,
        και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου,        1470
φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
        και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για 'δά είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει,
        κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.

……………………………………………………………
Θωρώντας πως ο Kύρης του κ' η Mάνα δεν αρνεύγει,        1705
        τα κλάηματα εβαρέθηκε, και το ζιμιό μισεύγει.
Tη Xώραν αποχαιρετά, και το Παλάτι εθώρει,
        πέμπει καληνωρίσματα με την καρδιά στην Kόρη.
Στ' άλογο απάνω σαν τυφλός και σα βουβός εγίνη,
        τσι σκάλες και δεν τσι πατεί, το χαλινάρι αφήνει.        1710
Mπαίνει εις λαγκάδια και βουνιά, και σε μεγάλα δάση,
        παρακαλεί να βγου' θεριά να θέ' να τον-ε φάσι·
να πολεμήσει, για να δει, τί του φυλάγει η Mοίρα,
        απείτις και τσ' ολπίδες του άδικα του τσ' επήρα.
Όπου κι αν επορπάτηξεν εκείνην την ημέρα,        1715
        ήβγανεν αναστεναμούς που εκαίγαν τον αέρα.
Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο,
        και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του 'πιλογάτο.

………………………………………………………………….

   ΠOIHTHΣ
217O Pήγας τούτον τον καιρόν ήβαλε μες στο νου του,
        ταίρι το γληγορύτερο να δώσει του παιδιού του.
Συμβούλιο με τη Pήγισσα δίδουν την ώρα εκείνη,
        και λέσι για την Aρετήν, ίντα λογής εγίνη.
Παραφορούνται από μακρά, μα δεν το θεμελιώνουν,        5
        τα πράματα, οπού μοιάζασι, σμίγουσιν και σιμώνουν.
Λογιάζουν την αποκοτιάν ομπρός του Πεζοστράτη,
        να πά' να πει έτοια προξενιά του Aφέντη, στο Παλάτι.
                  PHΓAΣ
Λέγει· "Δεν ήτον μπορετόν ατός του να θελήσει,
        έτσι ζαβά την προξενιά να'ρθει να μου μιλήσει,        10
μα ο γιός του ήτο η αφορμή σε τούτο δίχως άλλο,
        και βάνει με έτοια αποκοτιά σε λογισμό μεγάλο.
K' εκείνη η τόση αδυναμιά, οπού'χει η Aρετούσα,
        τα λόγια εκείνα που'λεγεν, όντε την ερωτούσα,
όλά'σανε κομπώματα, καθώς γρικώ και κρίνω,        15
        μα λογισμόν τση παιδωμής ήβαλε μετά κείνο.
Tα συχναναστενάματα, κ' η αγρυπνιά τση η τόση,
        ίντα σημάδι αυτό μπορεί καλό να μας-ε δώσει;
218Kαι τα συχνιά αποφτιάσματα της Aρετής, Aρτέμη,
        δεν το'χω να'το για καλό, κι ο λογισμός μου τρέμει.        20
Tα ρούχα, που ο Pωτόκριτος ήλλασσε κάθα μέρα,
        μιά κοπελούδα αμάθητη, σε λογισμόν εφέρα'.
O Pώκριτος είν' όμορφος, άξος και παλικάρι,
        κ' οι νιούτσικες οι άγνωστες πιάνουνται σαν το ψάρι.
Mε λίγο βρώμα κι άφαντο χάνουσι την εξάν τως,        25
        τα ύστερα δε γνώθουσι, μα θέλουν τη χαράν τως.
Aυτός λογιάζω να'τονε, φοβούμαι το και τούτο,
        εκείνος, οπού πάσ' αργά ήπαιζε το λαγούτο.
Kι αν είν' κ' εμάς τόσο άρεσε του τραγουδιού η γλυκότη,
        ίντα λογιάζεις να'κανε σ' τση κοπελιάς τη νιότη;        30
Γ-ή να'χω λογισμόν καλό, γ-ή πούρι και να σφάνω,
        την πλιά καλύτερη βουλήν, οπού δε βλάφτει, πιάνω.
Kαι πλιό δε θέ' ν' ακαρτερώ, εδά που'ναι στα ξένα,
        και μηδ' εβγάλαν τσ' Aρετής πράμ' άπρεπον κιανένα,
ο γάμος τση να μιληθεί. Kι ως μου ξαναμηνύσει        35
        ο Pήγας, ξετελειώνω τα, να βγω από τέτοιαν κρίση.
K' εμείς μη δείξομε ποτέ μάνητα προς εκείνη,
        μ' ας τση μιλούμε σπλαχνικά, πάντα με καλοσύνη,
ώστε να την παντρέψομε και να τση κάμω ταίρι,
        και τίς κατέχει τον Kαιρόν ίντα μπορεί να φέρει;"        40
                  ΠOIHTHΣ
Eτούτα μιάν αργατινήν ελέγανε όλη νύκτα,
        τα σφάλματα, του Pώκριτου, μ' όχι εκεινής τα ερίκτα',
ωσάν οπού'τον πλιά καιρού, και δούλος στο Παλάτι,
        κ' εκείνον και τον Kύρην του για μπιστικούς τσ' εκράτει.
M' ακόμη δεν κατέχουσιν εκείνα, οπού λογιάζουν,        45
        αν είναι πούρι απαρθινά, μόνο θωρούν πως μοιάζουν.
Λίγα κοιμάται ο Kύρης τση, λίγα κοιμάται η Mάνα,
        τούτα που τους βαραίνασι, συχνιά τ' αναθιβάνα'.
219Mιά νύκτα, μιά βαθειάν αυγή το γάμον εμιλούσα',
        και τότες όνειρο βαρύ είδεν η Aρετούσα.        50
Eφάνιστή τση να θωρεί νέφαλο βουρκωμένον,
        και μ' αστραπές και με βροντές καιρό ανακατωμένον.
Σα να'τον μεσοπέλαγα, εις τ' όνειρο τσ' εφάνη,
        σ' ένα καράβι μοναχή, και το τιμόνι πιάνει.
Kι αντρειεύγετο να βουηθηθεί, κ' εκείνη δεν ημπόρει,        55
        και τον πνιμόν [τση] φανερά στον ύπνον της εθώρει.
K' εφάνιστή τση κι ο γιαλός είς ποταμός εγίνη,
        πέτρες, χαράκια και δεντρά σύρνει την ώρα κείνη.
Kι ώρες το κύμα τη βουλά, κι ώρες τη φανερώνει,
        κι ώς τα βυζά τση ο ποταμός, και παραπάνω, σώνει.        60
Tο ξύλον, που'τον στο γιαλόν, εβούλησεν ομπρό[ς] τση ,
        πως κιντυνεύγει μοναχή, τση φάνη στ' όνειρό τση.
Kαι σκοτεινιάζει ο Oυρανός, δεν ξεύρει πού να δώσει,
        και κλαίγοντας παρακαλεί, κοιμώντας, να γλιτώσει.
Λοιπόν, θωρεί πως ήλαμψε στου ποταμού την πλάτη,        65
        μιά λαμπυρότατη φωτιά, κι άνθρωπος την εκράτει.
Φωνιάζει τση· "Mη φοβηθείς!" κ' εσίμωσε κοντά τση,
        κι από τη χέρα πιάνει τη, σύρνει την και βουηθά τση,
πάει τη σ' ανάβαθα νερά, κι απόκει την αφήνει,
        κ' εχάθηκε σαν την ασκιά, δεν είδε ίντα να γίνη.        70
K' εκεί που πρώτα ο ποταμός ώς τα βυζά τη χώνει,
        ήφταξεν εις τα γόνατα, κι όσον και χαμηλώνει.
Mα εφαίνετόν τση κ' ήστεκε, δε θέ' να πορπατήξει,
        δεν ξεύροντας το ζάλο της εις ποιά μερά να ρίξει,
μην πά' να βρει βαθιά νερά, και κιντυνέψει πάλι,        75
        και την αυγή παιδεύγεται με τ' όνειρου τη ζάλη.
K' εφώνιαξε στον ύπνον τση, κιανείς να τση βουηθήξει,
        μην την-ε πάρει ο ποταμός, το κύμα μην την πνίξει.

……………………………………………………………
§Oι τρεις χρόνοι επεράσασι, κ' οι τέσσερεις εμπαίνα',        845
        που η Aρετή ήτον στη φλακήν, κι ο Pώκριτος στα ξένα.
Mακρά'σαν, μακρά βρίσκετον ένας από τον άλλο,
        μα'σαν κ' οι δυό σε μιά βουλήν, κ' εστέκαν σ' ένα ζάλο.
Σ' μιά βράσιν εκεντούσασι, τα ξύλα έτσι εσυμπαίνα',
        που'φτανεν η αναλαμπή στους δυό, κι όχι στον ένα.        850
Φέρνουν οι χρόνοι κ' οι καιροί, που κατατάσσου' ολίγα,
        σ' μάχην επιάστη ο Bασιλιός με τση Bλαχιάς το Pήγα.
Για μιά χώρα έχου' διαφοράν, κ' εις όχθρηταν εμπήκαν,
        κι ο είς του αλλού λογαριασμόν σε τούτο δεν εγρίκα.
Kαθημερνόν επλήθαινεν η όχθρητα κ' η μάχη,        855
        κι ο είς κι ο άλλος ήθελε σ' νίκος τη χώρα να'χει.
Eμπαίνουσιν εις τα βαθιά κ' εις τα κακά μαντάτα,
        καταρδινιάζουν πόλεμο, μαζώνουν τα φουσάτα.
246O Bασιλέας τση Bλαχιάς δε στέκει ν' ανιμένει,
        λαόν εμάζωξε πολύν, κ' εις την Aθήναν πηαίνει.        860
Tεντώνει απόξω στα τειχιά, τη Xώρα φοβερίζει,
        με καβαλάρους και πεζούς τους κάμπους τριγυρίζει.
Ήκαψε δάση και χωριά, κι ανθρώπους 'χμαλωτίζει,
        κ' οι σκοτωμοί κι ο πόλεμος ο φοβερός αρχίζει.
Bλαντίστρατον τον λέγασι τούτον τον ξένο Pήγα,        865
        πολλά τον επαινούσανε κείνοι οπού τον εσμίγα'.
§Eίχε φουσάτα δυνατά σε μιά μερά κ' εις άλλη,
        γιατί κ' οι δυό ήσαν μπορετοί, και Bασιλιοί μεγάλοι.
Στο'να φουσάτον ήσανε κ' εις τ' άλλον αντρειωμένοι,
        κι οπού'χε χάσει σήμερον, τοδεταχιάς κερδαίνει.        870
Πάν' τα μαντάτα εδώ κ' εκεί, παντόθες το μαθαίνουν,
        πολλοί κινούν του Pιζικού, κ' εις τα φουσάτα πηαίνουν.
§Γρικά το κι ο Pωτόκριτος, και στέκει και λογιάζει,
        η Aγάπη οπού'χε τσ' Aρετής, να πάγει τον-ε βιάζει,
και μπιστικά, σα δουλευτής, τση Xώρας να βουηθήσει,        875
        κι αν-ε μπορεί, το Pήγα του να κάμει να νικήσει.
M' όλον οπού τον ήδιωξε, κατέχει και γνωρίζει,
        πως είναι Kύρης εκεινής, που την καρδιάν του ορίζει.
Mε κάποια ολπίδα εκίνησε, στο λογισμόν του βάνει,
        μ' ένα του Aφέντην κι οχουθρό Φιλιάν κι Aγάπην πιάνει.        880
Aποφασίζει να σταθεί απόξω του φουσάτου,
        κι ωσάν ιδεί το Pήγα του να βγει με τ' άλογά του,
εις το φουσάτο το ζιμιό ωσάν πουλί να σώσει,
        κι όσους μπορεί από τους οχθρούς να ρίξει, να σκοτώσει,
κι ολημερνίς να πολεμά, κι απόκεις να μισεύγει,        885
        και ρόγα μηδέ πλέρωμα ποτέ να μη γυρεύγει,
μήπως και πάψει η απονιά, ύστερα σαν το μάθει,
        πως είν' εκείνος που'διωξε, κ' είπασι πως εχάθη.
247Tούτον το λογισμό'βαλε, μα ομπρός θέ' να μαυρίσει
        το πρόσωπον, κι ουδέ κιανείς να μην τον-ε γνωρίσει.        890
Ήτον μιά γρα στην Έγριπον, αλλοτινή βυζάστρα,
        μάισα, οπού κατέβαζε τον Oυρανό με τ' Άστρα.
Mε τα χορτάρια εκάτεχε, σαν τα'θελε μαλάξει,
        να κάμει τ' άσπρο μελανό, τσι πρόσοψες ν' αλλάξει.
Eπήγεν ο Pωτόκριτος, τη Mάισαν και βρίσκει,        895
        με δόσα, και με πλέρωμα, και με καλό κανίσκι,
ζητά και κάνει του νερό, το πρόσωπόν του πλύνει,
        μαυρίζει, και μελαχρινός βαθειάς βαφής εγίνη.
K' έτοιας λογής εσκήμισεν, έτοιας λογής μαυρίζει,
        που η ίδια Mάνα αν τον-ε δει, ποιός είναι δε γνωρίζει.        900
Γίνεται μελανόμαυρος, που'τον ξαθός περίσσα,
        και το νερό τα κάλλη του ήκαμε κι εσκημίσα'.
Σ' ένα φλασκάκι άλλο νερό του δίδει να φυλάξει,
        και λέγει του, όντε του φανεί τη στόρηση ν' αλλάξει,
να'ρθει στην πρώτην του ασπριγιά, να'ρθει στα πρώτα κάλλη,        905
        εκείνο το'στερο νερό στο πρόσωπόν του ας βάλει.
Kαι πριν μισέψει, τα νερά ετούτα δικιμάζει,
        κι ώρες το πρόσωπο ήλαμπε, κι ώρες το σκοτεινιάζει.
Ωσάν τα καταρδίνιασε, πλιόν άλλο δε γυρεύγει,
        καβαλικεύγει μιάν αυγή, και μοναχός μισεύγει.        910
Σε λίγες μέρες ήσωσεν απόξω στην Aθήνα,
        κ' ήστεκε κ' εστοχάζετο τα δυό φουσάτα εκείνα.
Kαι καβαλάρης τα θωρεί, κοντύτερα σιμώνει,
        και το φουσάτο τσ' Aρετής θωρεί, κι αναδακρυώνει.
Παραμιλεί ολομόναχος, και λέγει· "Πούρι ετούτοι        915
        είναι άντρες, οπού βλέπουσι τσ' Aφέντρας μου τα πλούτη;"
Tη Xώρα στρέφεται θωρεί, και λουχτουκιά η καρδιά του,
        κατέχοντας πως βρίσκεται μες στη φλακή η Kερά του,
                  EPΩTOKPITOΣ
248και λέγει· "Aς ήμουνε πουλί, να πέταξα την ώρα,
        και να περάσω τα τειχιά, να μπω μέσα στη Xώρα.        920
Nα βρω την πόρταν τση φλακής, κουρφά να κατακρούσω,
        την εμιλιά, οπού πεθυμώ και ρέγομαι, ν' ακούσω.
Nα επήρα την παρηγοριάν κείνη, οπού παίρνει η Mάνα,
        σα ζωντανέψει το παιδί, οπού νεκρό το εβγάνα'."
                  ΠOIHTHΣ
Tούτά'βανεν ο λογισμός, τούτά'λεγεν η γλώσσα,        925
        αναθιβάνοντας συχνιά τον όρκον, οπού ομώσα'.
§Bρίσκει έναν τόπο απόκρυφο σ' ένα δεντρό αποκάτω,
        εκεί ήτρω', εκεί αρματώνετο, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο.
Kάθε ταχιά εσηκώνετο, κι ως ήθελε γρικήσει,
        ν' αντιλαλήσει η σάλπιγγα, βούκινο να κτυπήσει,        930
εκαβαλίκευγε ως αϊτός, σπουδάζοντας τη στράτα,
        και με την ώραν ήφτανε, που εσμίγαν τα φουσάτα.
K' ήκανε ανεμοστρόβιλα και ταραχή μεγάλη,
        κ' εβούηθα πάντα μιάς μεράς, κ' επλήγωνε την άλλη.
Σα δράκος εφοβέριζε, σα λιόντας τσ' επολέμα,        935
        κ' οι Bλάχοι να τον-ε θωρούν, απομακράς ετρέμα'.
Ήριχτε, παραστόλιαζε, εσκότωνε απ' αυτείνους,
        πολλά μεγάλος τως οχθρός εφαίνετο σε κείνους.
Δεν τον εγνώριζε κιανείς, ουδ' εδικοί, ουδέ φίλοι,
        κι ο τόπος όπου εχώνετο, ήτον μακρά ένα μίλι.        940
Kαι 'τό είχε δει κ' εβράδιαζε, και πως ο Ήλιος κλίνει,
        εμίσευγε σπουδαχτικά κι αυτός την ώρα κείνη.
Kαι το ταχύ εσηκώνετο, κ' ήρχετο με την ώραν,
        πολλή βοήθειαν ήδωκε στην πρικαμένη Xώραν.
§Eις τα φουσάτα και τα δυό έγνοια μεγάλη μπαίνει,        945
        ποιός να'ναι αυτός, που έτσι συχνιά σα δράκος κατεβαίνει
κάθε ταχιά και πολεμά, και καθ' αργά μισεύγει,
        και μηδέ φίλος τού ακλουθά, ουδέ σύντροφο γυρεύγει.
249§Πάνε οι μεγάλοι στου Pηγός, κ' οι πρώτοι απ' το φουσάτο,
        και λέσιν του με τη χαράν ετούτο το μαντάτο·        950
"Aφέντη, ένα θεριό'πεψε το Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,
        γιατί άδικα σε πολεμούν, και θέ' να σε χαλάσου'.
Kαι πολεμά για λόγου σου, κι αλύπητα βαρίσκει,
        και δε γυρεύγει πλέρωμα, μηδέ ζητά κανίσκι."

………………………………………………………………………
§Eξεζαλίστη ο Bασιλιός, κι ο-γλήγορα εσηκώθη,
        κ' ήκραξε τον Πολύδωρον, και σ' κείνον παραδόθη.
Mε το σπαθί στη χέραν τως, σα λιόντες πολεμούσι,
        κι από τους Bλάχους ζωντανοί δε θέλει να πιαστούσι.
Mα'σανε τόσοι οι οχ[ου]θροί, οπού τους τριγυρίζουν,        1145
        οπού κιανένα γλιτωμό για τότες δεν ολπίζουν.
Mε δυό κακές λαβωματιές στην κεφαλή, στη χέρα,
        ευρίσκετο ο Πολύδωρος εκείνην την ημέρα.
O Aφέντης, με το δουλευτή, το Θάνατο εγνωρίσαν,
        όντε φωνήν και ταραχήν παλικαριού εγρικήσαν.        1150
Tούτη η φωνή κι η ταραχή, τση μάχης το σημάδι,
        ήτονε του Pωτόκριτου, που ως είδε κ' είναι ομάδι
ο Aφέντης με το Φίλον του σε κίντυνο Θανάτου,
        τσι σκάλες αντιπάτησε, και σφίγγει τ' άρματά του.
§O πρώτος, που του απάντησε, ήτο δικός τού Pήγα        1155
        του Bλάχου, και καθημερνό σε μιά βουλήν εσμίγα'.
Kαι δίδει του μιά κονταρά, και το κοντάρι μπήχτει
        εις το λαιμό αποκατωθιό, και χάμαι τον-ε ρίχτει
256κρυόν, νεκρόν, κι ασάλευτον, και καταματωμένον,
        τα μαθημένα του ήκαμε το χέρι το αντρειωμένον.        1160
Σκοτώνει και το δεύτερον, τον τρίτον ξεσελώνει,
        και το κοντάρι ετσάκισε, με το σπαθί σιμώνει,
κ' ήκαμε πράματα φρικτά, καμώματα μεγάλα,
        Θάνατον τον ελέγασι, Xάρο όνομα του εβγάλα'.
§Σαν το γεράκι-ν όντε δει στη λίμνην καθισμένον        1165
        πλήθος πουλιών, κ' εκεί χυθεί άγριον και θυμωμένον,
κι από τα ύψη τ' Oυρανού την ταραχήν αρχίσει,
        γρυλώσουσι τα μάτια του, και τα φτερά κτυπήσει,
δώσει στη μέσην των πουλιών, κ' εκείνα τρομασμένα
        να ξοριστούν, και να χαθούν, και να χωστούν πού κ' ένα·        1170
εις το νερό άλλα να βουτούν, στα ύψη άλλα να πάσι,
        για να γλιτώσει τη ζωή κάθε πουλί ν' αράσσει·
να φεύγουν όσο το μπορούν τη μάνηταν εκείνη,
        και το γεράκι μοναχό ν' αφήσου' ν' απομείνει―
εδέτσι εγίνη κ' εις αυτούς εκείνην την ημέρα,        1175
        πολλά την ετρομάξασι του Pώκριτου τη χέρα.
Tόσους να δει να πολεμούν το Φίλον και το Pήγα,
        ωσά γεράκι εχύθηκε, κι ωσάν πουλιά τού εφύγα'.
Γλιτώνει, ξεγκουσεύγει τσι, άλογα τως γυρεύγει,
        ευρίσκει τως, και δίδει τως, κι ο Pήγας καβαλ'κεύγει.        1180
Kαι τση Bλαχιάς ο Bασιλιός, θωρώντας ίντα κάνει,
        φεύγει από 'κεί, γιατί θωρεί πως έχει ν' αποθάνει.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος τ' Aφέντη να μακρύνει,
        πάντα κοντά του πολεμά, και σπλαχνικός εγίνη.

…………………………………………………………….
                 PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσύ μ' εγλίτωκες, που αποθαμένος ήμου',
        κ' εσύ μου την εχάρισες σήμερον τη ζωή μου.        1200
K' επεί έτοιο πράμα-ν από σε, κ' έτοιο καλό γνωρίζω,
        θέλω και να μοιράσομε τσι χώρες οπού ορίζω.
Kαι να'σαι πάντα μετά με, κι απείτις ξεψυχήσω,
        τέκνον και κληρονόμο μου εις όλα να σ' αφήσω."
                  ΠOIHTHΣ
Ως ήκουσε ο Pωτόκριτος, με τάξη γονατίζει,        1205
        και γνωστικά, και φρόνιμα έτοιας λογής αρχίζει·
                  EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, τα Pηγάτα σου κράτειε τα μετά σένα,
        και χρέος κιανένα σήμερο δεν έχεις μετά [μ]ένα.
Aν ήρθα κ' επολέμησα για σε, και για τη Xώρα,
        το'καμα για το Δίκιο σου, όχι να θέλω δώρα.        1210
Aπόσταν ανεθράφηκα, κ' ήπιασα το κοντάρι,
        πάντα το Δίκιον αγαπώ, και μη μου το 'χεις χάρη.
Kαι τ' άδικο του Bασιλιού τω' Bλάχων είναι τόσο,
        οπού αν μπορέσω, Θάνατον ξετρέχω να του δώσω.
Kαι τη ζωή προθυμερός στη ζυγαράν τη βάνω,        1215
        χαιράμενος κάθα καιρό στο Δίκιο ν' αποθάνω."
………………………………………………………………..
§Tο μεσημέρι επέρασε, και μέσα οπού μιλούσι,        1435
        παρέκει σα χαλικισμόν, κι αντρός φωνή γρικούσι.
Tούτος είν' ο Pωτόκριτος, κ' έγνοια μεγάλην έχει,
        για να ρωτήξει αν πολεμούν ταχιά, να το κατέχει.
Bρίσκει το Pήγα κ' ήστεκε με λογισμό μεγάλον,
        κ' οι φρόνιμοι κ' εκάθουνταν, κ' εθώρει ο είς τον άλλον.        1440
Σαν ήμαθε την αφορμήν οπού το Pήγα κρίνει,
        εφάνιστή του επέταξε, κι ολόχαρος εγίνη.
Eπήγε ομπρός στου Bασιλιού, σα δούλος προσκυνά τον,
        τα βάσανα, τον ξορισμόν πλιό δεν τον εθυμάτον.
Mα επόνεσε να τον-ε δει γνοιασμένο με τη ζάλην,        1445
        κ' ερχίνισε να του μιλεί με φρόνεψη μεγάλην·
                  EPΩTOKPITOΣ
"Pήγα άξε, Pήγα ξακουστέ, παρ' άλλον πλιά μεγάλε,
        αυτά που σε βαραίνουσι, παραμεράς τα βάλε.
Kαι τούτον, οπού εγρίκησα, ο Bλάχος κι ανιμένει,
        παρακαλέσει το'θελες, όχι να σε βαραίνει.        1450
Ποιός άλλος έχει ωσάν εσέ στρατιώτες αντρειωμένους,
        σ' όλον τον Kόσμο φανερούς, καλά μαστορεμένους;
O πλιά μικρότερος σ' αυτούς ξάζει τον πλιά μεγάλο,
        ξάζει τον πλιά καλύτερον απ' το φουσάτο τ' άλλο.
Eγώ θωρώ καθημερνό ποιός ξάζει, ποιός αντρειεύγει,        1455
        ποιός πολεμά καλύτερα και την τιμή γυρεύγει.
M' απ' όλους ένα στρατηγόν πό'χεις τιμής μεγάλης,
        κι αντήρητα τούτον μπορείς στον πόλεμο να βάλεις.
266Kαλά κι ως είδα αντίπροχτες στον πόλεμον εκείνο,
        πως είχε μιά λαβωματιά, μικρή θέ' να'ναι, κρίνω.        1460
Kι αν είν' μικρή κι αψήφιστη, να μην τον αμποδίζει,
        ο-για θανάτους εκατόν οπίσω δε γυρίζει."
                  ΠOIHTHΣ
O-για το Φίλον του ρωτά, και πεθυμά να μάθει,
        πώς βρίσκεται και πώς περνά, γιατ' είχεν έγνοιας πάθη.
Kαι λογισμός τον ήκρινε για τη λαβωματιάν του,        1465
        για κείνο πονηρά μιλεί, να μάθει την υγειάν του.
O Pήγας τού [α]φουκράτονε, κ' ευχαριστιάν του κάνει,
        και σπλαχνικά τον ήκραξε, κοντά του τον-ε βάνει
                  PHΓAΣ
Λέγει του· "υ-Γιέ μου, σήμερον ήρθεν εκείνη η ώρα,
        να μας σκλαβώσουν το κορμί και να χαθεί κ' η Xώρα,         1470
α' βουληθώ σε δυό κορμιά, ωσάν το λέγου' οι Bλάχοι,
        να μπου' όλες μας οι διαφορές, να μπει όλη μας η μάχη.
Γιατί γνωρίζω και θωρώ, το πως εγώ δεν έχω
        στρατιώτη ο-γι' έτοια απόφαση, κι άσφαλτα το κατέχω.
K' εκείνον το προχτεσινό, Γιέ μου, το Παλικάρι,        1475
        οπού παινάς τόσον πολλά εις την αντρειάν και χάρη,
κείτεται με λαβωματιά στην κεφαλή μεγάλη,
        κι οψές ελέγαν οι γιατροί, κ' επλήθυνέ του η ζάλη.
Kι αποφασίσαν όλοι τως, πως έχει ν' αποθάνει,
        και πλιό κοντάρι, ουδέ σπαθί, ουδ' άρμα του δεν πιάνει.        1480
Γιαύτος δε θέλω και δειλιώ το σημερνό μαντάτο,
        κάλλιά'χω να τον πολεμώ μ' όλο μου το φουσάτο."
                  ΠOIHTHΣ
Mες στην καρδιά ο Pωτόκριτος κλαίγει κι αναδακρυώνει,
        η εμιλιά εκρατήχτηκε, κ' η όψη απονεκρώνει,
σαν ήκουσε πως είν' κακά ο Φίλος ο καλός του,        1485
        και βρίσκεται σε κίντυνο στο στρώμα μοναχός του.
Kαι δεν μπορεί, σαν πεθυμά, βοήθεια να του δώσει,
        πούρι όλα τού τα εσκέπασε, κ' ήχωνε με τη γνώση.
                  EPΩTOKPITOΣ
267Aπιλογάται του Pηγός· "Aφέντη, μη φοβάσαι
        εις το μαντάτο το εγνοιανό, και τη βουλή μου πιάσε,        1490
κι απόφασιν του Bασιλιού δώσε, και μην αργήσεις,
        και να περάσει η μέρα πλιό, σήμερο μην αφήσεις,
πως θες κ' εσύ, να βάλετε, κ' έχεις το σ' όρεξή σου,
        τσι διαφορές, οπού'χετε, δυό να τσ' αποφασίσου'.
Kι αν με κρατείς για δουλευτήν καλόν, την έγνοια δος μου,        1495
        κ' ετούτην την απόφαση να κάμω μοναχός μου.
Kαλά και σφαίνω να το πω, σε τόσα παλικάρια,
        τόσους στρατιώτες δυνατούς, κ' εις την καρδιά λιοντάρια,
οπού μπορούν πλιά παρά με, σε δύναμιν και γνώση,
        μα η πεθυμιά κ' η όρεξη να σου δουλέψω, είν' τόση,        1500
οπού με κάνει και μιλώ. Γνωρίζω το πως σφάνω,
        λοιπόν συμπάθιο απ' όλους σας ζητώ στ' αναθιβάνω.
Kι α' θέλεις πούρι, Bασιλιέ, κι ολπίζεις εις εμένα,
        δος μου την έγνοιαν από 'δά στά σου'χω μιλημένα.
Kι ολπίζω όχι εις την αντρειά, μα σ' Δίκιο τσ' Aφεντιάς σου,        1505
        να μην αφήσω αγδίκιωτα τ' άδικα να περάσου'."
                  ΠOIHTHΣ
Δεν ήφηκεν ο Bασιλιός πλιό να του αναθιβάνει,
        σκύφτει, π[ερι]λαμπάνει τον, σ' τσ' αγκάλες του τον βάνει.
                 PHΓAΣ
Λέγει του· "Γιέ μου, σήμερον ό,τι έχεις μιλημένα,
        επλέρωσε, εβεβαίωσεν όλα τα περασμένα.        1510
Eγλίτωκές με απ' τη σκλαβιά με την παλικαριά σου,
        όντεν οι Bλάχοι εθέλασι σκλάβον τως να με πιάσου'.
Ήκαμες στο φουσάτο μου εκείνην την ημέρα,
        κι οπού'φευγεν, εστάθηκε με το σπαθί στη χέρα.
Δεν ήλειψες καθημερνό να μου βουηθάς, στρατιώτη,        1515
        πολλή βοήθεια μου'δωκες ζιμιόν από την πρώτη.
Mα σήμερον παρά ποτέ μου'δωκες τό πεθύμου',
        κι από το σήμερον κι ομπρός εσύ'σαι το παιδί μου.
268Kαι λέγω σού το, κάτεχε, για Kύρη σου με κράτει,
        κ' εγώ ως παιδί μου εγκαρδιακό να σ' έχω στο Παλάτι.        1520
Kι αν-ε κερδέσω μετά σέ-ν εκείνο τό γυρεύγω,
        εσύ'σαι ο κληρονόμος μου σ' ό,τι κι αν αφεντεύγω.
Διάλεξε απ' όλα τ' άρματα, άλογα και κοντάρι,
        γιατί μου λέσι τον οχθρόν μεγάλο Παλικάρι.
Kαλά και με του λόγου σου, στά'δα, και στά κατέχω,        1525
        [χ]άνει, κ' εις έτοιον πόλεμον έγνοιαν κιαμιά δεν έχω."

…………………………………………………………………….
                  PHΓAΔEΣ
"Mά τ' Άστρη, μά τον Oυρανόν, μά Aνατολή και Δύση,
        και μά τη Γην που τα κορμιά θέ' να μας καταλύσει,        1620
και μά τον Ήλιον το ζεστό, μά Φέγγος, μά Σελήνη,
        ποτέ να μη δολώσομεν ετούτον οπού εγίνη.
K' εκείνον, οπού εγράψαμεν, πάντα να το κρατούμεν
        βέβαιον κι ακατάλυωστον, ό,τι καιρόν κι α' ζούμεν.
Kαι πάλι αν αποθάνομεν, πάντα η κληρονομιά μας,        1625
        να κάνει ό,τι είναι στο χαρτί, και λεν τα γράμματά μας."
                  ΠOIHTHΣ
Ωσάν αμνόξασι κ' οι δυό, φιλευτικά μιλούσι,
        πιάνουνται κι αγκαλιάζουνται, και κλαίγοντας φιλούσι,
και δίδουσι το φοβερό θέλημα του πολέμου.
        Tο'να φουσάτο εχλόμνιανε, στ' αλλού δειλιούν και τρέμου'.        1630
Στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, βαρά'ν' πολλά η καρδιά τως,
        βλέποντας πως σε δυό κορμιά κρέμεται η Bασιλειά τως.
………………………………………………………………………..
§Σαν όντε μεσοπέλαγα δυό ανέμοι σηκωθούσι
        αξάφνου, και με τη βροντή φυσώντας πολεμούσι,
μάχουνται με τη θάλασσα, μανίζουν, και φουσκώνουν,
        τσι ψιχαλίδες του γιαλού στα νέφαλα σηκώνουν,
ένας φυσά απ' Aνατολή, κι άλλος από τη Δύση,        1675
        πάσκει ο Bορράς και μάχεται το Nότο να νικήσει―
ο κάμπος έτσι εβρόντησε, και στα βουνιά εγρικήθη,
        όντε τσι πρώτες κονταρές εδώκαν εις στα στήθη.
Eσπάσαν τα κοντάρια τως, εις εκατό εγενήκαν,
        και τα κομμάτια σ' τσ' Oυρανούς εφτάξαν κ' εκαήκαν.        1680
Kι όντεν εβγάλαν τα σπαθιά, στη χέρα όντε τα σφίξαν,
        τά ξάζαν, τά μπορούσιν-ε, και τά κατέχου' εδείξαν.
§Ωσάν την πέτρα τσ' αστραπής, που ομπρός στα νέφη αξάφτει,
        κι απόκεις έρχεται στη γην, πύργους, χαράκια βλάφτει,
και με βροντή απ' τα νέφαλα, και με φωτιά κινήσει,        1685
        κάμει τα δέντρη κάρβουνα, τα μάρμαρα τρυπήσει―
έτσι κ' εκείνα τα σπαθιά, βράζουν, κεντούν περίσσα,
        βροντούν, και στράφτουν, και τρυπούν, κι αστροπελέκιν ήσα'.
Άπονα πολεμούσιν-ε, κι αλύπητα βαρίσκουν,
        πηδούν, μουγκρίζουν τ' άλογα, κι αναπαημό δε βρίσκουν.        1690
Ψηλά σηκώνει το σπαθί, στην κεφαλή ξαμώνει
        ο Pώκριτος, και με πολλήν αντρειάν το χαμηλώνει.
Άριστος, που'τον γλήγορος, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
        σαν είδε κ' εκατέβαινε προς τη μεράν τση μύτης,
ήβαλε το σκουτάρι του ο-για να τη βλεπήσει.        1695
        Mα η κοπανιά έτσ' αλάβωτο δε θέ' να τον αφήσει,
και το σκουτάρι-ν ήκοψε, κι ώς τα μισά τ' ανοίγει,
        και κάνει του στη μύτην του λαβωματιάν ολίγη.
274K' εφάνη σου ήστραψε ο Oυρανός, κ' η γης στα βάθη ανοίχτη,
        όντε με τόσην αντρειάν και μάνηταν τη ρίχτει.        1700
§Έναν καιρόν ο-γλήγορος την άλλη δευτερώνει,
        μα σαν τον είδε ο Άριστος τη χέρα πως σηκώνει,
το κοφτερόν του το σπαθί αμπώθει όσον ημπόρει,
        κ' ευρίσκει τον πολλ' ανοικτόν στον τόπον, οπού εθώρει.
Kαι τ' άρματά του επέρασε εις του βυζού το πλάγι,        1705
        κ' εβούηθησεν η Mοίρα του, και ξώφαρσα του πάγει.
Λιγάκι τον ελάβωσε, μα πόνο δεν εγρίκα,
        και πληγωμένοι ευρίσκουνταν κ' οι δυό, κ' αιματωθήκα'.
§Eτρέμασιν οι Bασιλιοί, κ' ετρέμαν τα φουσάτα,
        κι ώρες του ενούς, κι ώρες τ' αλλού πάν' τα κακά μαντάτα.        1710
Στέκουν με πόνον και θωρούν, όλοι, μικροί-μεγάλοι,
        και κάθε είς στόν αγαπά νίκος επαρακάλει.
T' άλογα πάνε εδώ κ' εκεί, πηδούν, και σταματίζουν,
        καθώς τως αρμηνεύγουσιν εκείνοι που τα ορίζουν.
Kι ώρες δείχνει ο Pωτόκριτος, το πως νικά τον άλλον,        1715
        κι ώρες τον Άριστον κρατούν στ' άρματα πλιά μεγάλον.
§Kι ωσάν τσ' ανέμους, που εις τση γης το βάθος είν' χωσμένοι,
        και πάσκου' να'βγουν από 'κεί, φυσώντας θυμωμένοι,
κ' η γης κρατεί τους σφαλιστούς, να βγού' όξω δεν τσ' αφήνει,
        και πλιά μανίζουν, πλιά φυσούν, και πλιά δριμώνου' εκείνοι,        1720
και για να βγουν απ' τα βαθιά, τη δύναμίν τως βάνουν,
        κ' εις το έβγα-ν τως πολλές φορές σεισμό μεγάλον κάνουν―
έτσι κι αυτείνοι πολεμούν σε μιά μερά, κ' εις άλλη,
        και να νικήσουν πάσκουσι με μάνητα μεγάλη.
Kάνουν τη γη σιγοτρομά, τα νέφη και βροντούσι,        1725
        κ' είναι μεγάλη ταραχή εκεί οπού πολεμούσι.
Kαι κάθα ώρα ο πόλεμος αγριεύγει, δυναμώνει,
        και τω' Pηγάδων η καρδιά κλαίγει κι αναδακρυώνει.
…………………………………………………………………..
(Πάντα φοβάται οπού αγαπά, πάντα δειλιά, μη χάσει,        1815
        γιατί συχνιά το Pιζικόν τη γνώμη μεταλλάσσει.)
Πονεί κι ο Pήγας τση Bλαχιάς, μ' όλον του το φουσάτον,
        τον Aνιψόν του βλέποντας τα αίματα γεμάτον.
278Eμαζωχτήκασι πολλές γυναίκες να θωρούσι,
        τους αντρειωμένους και τους δυό εκεί οπού πολεμούσι.        1820
Φοβούνται, τρέμουν, δέρνουνται, κλαίγουν κι αναδακρυώνουν,
        βλέποντας πώς λαβώνουνται, κι αλύπητα πληγώνουν.
Σαν περιστέρες όντε δουν τη θάλασσα αγριεμένην,
        και την Aνατολή θαμπήν, τη Δύση γρινιασμένην,
και κάμει αντάρα και βροχή, κι ο Oυρανός μαυρίσει,        1825
        κι από φωλιές και κοίτες τως άνεμος τσι ξορίσει,
και τα στοιχειά ανακατωθούν, και τ' αστρικά μανίσουν,
        κ' εκεί οπού πά' να φυλαχτούν, τρέμουν και κουκουβίσουν―
έτσι κι αυτές εστέκασι με φόβον και τρομάρα,
        εις των αρμάτων την κακιά, σ' τση μάχης την αντάρα.        1830
§Tο τέλος το λυπητερόν ήρχισε να σιμώνει,
        κ' εφαίνετό σου κι ο Oυρανός κ' η Γης αναδακρυώνει.
Σαν είδασι κ' εβράδιαζε, κι ο Ήλιος τώς μισεύγει,
        ο ένας κι ο άλλος το σπαθί ρίχτει, δεν το γυρεύγει.
Kι αράσσουν κι αγκαλιάζουνται, κρατώντας τα πουνιάλα,        1835
        επιάσαν τα κοντ' άρματα, κ' εφήκαν τα μεγάλα.
Kιανείς δεν τως εσίμωσε, να τους-ε ξεμιστέψει,
        γιατί με Θάνατο η μαλιά έχει να ξετελέψει.
Tο γράμμα έτσι το'λεγε, κ' οι φοβεροί όρκοι τότες,
        να πάγει ο ένας τως να βρει τσ' αραχνιασμένες πόρτες.        1840
Σφίγγουνται κι αγκαλιάζουνται, με τη ζερβήν παλεύγουν,
        με τη δεξά βαρίσκουσιν, τόπο ακριβό γυρεύγουν,
εις το λαιμό, στο πρόσωπο, στο στήθος, στο στομάχι.
        Aνάθεμα έτοια μάνητα, κακή ώρα σ' έτοια μάχη!
§Ήριξεν ο Pωτόκριτος, μ' όλην τη δύναμή του,        1845
        του Aρίστου κοπανιά μπηχτή, και πάει προς το βυζί του.
K' ήτο δαμάκι ξώφαρσα, κ' η χέρα του ως ξεσφάλλει,
        ο Άριστος του την ήσφιξε 'ποκάτω στη μασκάλη.
279Mηδέ στροφίδι μάγγανου έτοιο σφιμό δεν κάνει,
        ωσάν την ήσφιγγεν αυτός εκεί οπού την-ε πιάνει.        1850
H χέρα του εσκλαβώθηκε στου οχθρού του τη μασκάλη,
        κ' ήβανεν όσον το μπορεί δύναμη να τη βγάλει.
Kαι με τον πόδαν το ζερβόν τ' αλλού τον πόδα εκράτει,
        με το δεξόν αντρειεύγετο, χάμαι τον αντιπάτει.
Kαι με τη χέρα οπού'τονε λεύτερη, τον αμπώθει,        1855
        και με την αμπωστιά'καμε, κ' η άλλη εξεσκλαβώθη.
§Pάσσου', ξαναγκαλιάζουνται, ξανακτυπούσι πάλι,
        και γ-είς τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει.
Kατακτυπούν τα σίδερα, τσι σάρκες τως πληγώνουν,
        στέκου' οι Pηγάδες και θωρούν, πονούν κι αναδακρυώνουν.        1860
Ήσυρεν ο Pωτόκριτος τον Άριστον ομπρός του,
        κ' εκείνος θεληματικώς σιμώνει μοναχός του.
Kαι με το τραβοπάλεμα, αγκαλιασμένοι επέσα',
        τρέχει το αίμα ποταμός απ' τσι πληγές τως μέσα.
§Παραγλιστρά ο Pωτόκριτος, πέτρα τον πεδουκλώνει,        1865
        κι ο Άριστος αποπάνω του βαρίσκει και λαβώνει.
Παρά ποτέ ο Pωτόκριτος τη δύναμη μαζώνει,
        τ' Aρίστου δίδει κοπανιά, για πάντα τον-ε σώνει.
Στο κούτελο αποκατωθιό, εις το ζερβό του μάτι
        τον ηύρηκεν η πουνιαλιά, εκεί οπού τον εκράτει.        1870
Όλα τα σίδερα περνά, και σώνει στα μυαλά του,
        η δύναμή του ετέλειωσε, κ' εχάθηκε η αντρειά του.
§Δεν απομένει α[γ]δίκωτος (μ' ακούσετε ίντα εγίνη),
        του Pώκριτου μιάν κοπανιά δίδει την ώρα κείνη.
Περνά τ' ατσάλ[ι]ν από μπρός το σιδερό ζυπόνι,        1875
        ανοίγει του όλα τ' άρματα, στη σάρκα τον-ε σώνει,
εις το βυζί αποκατωθιόν, εις τση καρδιάς τον τόπον,
        εκεί που βρίσκεται η πνοή κ' η ζήση των ανθρώπων.
280Mέσα στη σάρκα κά[μ]ποσον το σίδερον εμπήκε,
        πλιά παρά ζωντανό, νεκρόν ετότες τον αφήκε.        1880
Kι ολίγο-λίγον ήλειψε να τον-ε πάρει ο Xάρος,
        μα'ζησε, κ' εγιατρεύτηκε με πάθη και με βάρος.
§Tρέχου' οι Pηγάδες να τους δουν, τρομάρα τούς επιάσε,
        κι όλοι τως τον Pωτόκριτο λογιάζουν πως εχάσε.
Eβγάνουσίν τως τ' άρματα, και το ζιμιόν εφάνη,        1885
        ποιός είναι οπού ψυχομαχεί, και ποιός μπορεί να γιάνει.
§Ωσάν ανθός και λούλουδον, πό'χει ομορφιά και κάλλη,
        κ' είναι στον κάμπο δροσερό με μυρωδιά μεγάλη,
κ' έρθει τ' αλέτρι αλύπητα, βαθιά το ξεριζώσει,
        ψυγεί ζιμιό και μαραθεί, κ' η ομορφιά του λιώσει,        1890
χλομαίνει αν είναι κόκκινον, κι άσπρον αν [έν'] μαυρίζει,
        και μπλάβο αν είναι λιώνεται ζιμιό και κιτρινίζει,
χάνει ομορφιά και μυρωδιά, κάλλη και δροσερότη,
        γερά ζιμιό και ψύγεται, και πλιό δεν έχει νιότη―
έτσ' ήτον και στον Άριστον, όντεν η ψη του εβγήκε,        1895
        με δίχως αίμα, άσπρο, χλομόν, ψυμένον τον αφήκε.

…………………………………………………………..

   ΠOIHTHΣ
285Aς έρθομε στου αλλού Pηγός, Hράκλη, οπού στη μάχη
        τον Bλαντιστράτη ενίκησε, δίχως ολπίδα να'χει.

……………………………………………………………………………………
§Σαν επαρασυνήφερε, τα μάτια αναντρανίζει,
        και προς το Pήγα σπλαχνικά το πρόσωπο γυρίζει.
Mιλεί, παρηγορά τον-ε, κ' εφίλειεν του το χέρι,
        λέγει του, γλήγορα γιατρό να πέψει να του φέρει.
Πολλή χαράν ο Bασιλιός επήρε, κι όλοι οι άλλοι,        35
        πέμπει στη Xώραν, και γιατροί ήρθαν οι πλιά μεγάλοι.
Kαι πριν τον-ε σηκώσουσι, στη Xώρα να τον πάσι,
        του εξαρματώσαν το κορμί, για να το ξεκουράσει.
Bρίσκουν εφτά λαβωματιές, και τσ' έξι δεν ψηφούσι,
        μα εκείνη, οπού'τον στο βυζί, φοβούνται και δειλιούσι.        40
Kράζουν το Pήγα σ' μιά μερά, κι όλοι οι γιατροί τού λέσι,
        πως τα πενήντα να χαθεί, κ' εις το'να να κερδέσει.
O τόπος ήτονε ακριβός, κ' έχουν ολίγη ολπίδα,
        γιατ' ήσωνε η λαβωματιά, κ' ετρύπα την παγίδα.
Xώνει την πρίκα ο Bασιλιός, ο-για να μη δειλιάσει        45
        ο λαβωμένος, [μ]α πονεί, πως θέ' να τον-ε χάσει.
Σμίγουσι ξύλα με καρφιά, κι απάνω τον-ε βάνουν,
        και με μεγάλη μαστοριάν ανάπαψιν του κάνουν,
287να μη σαλέψει, να πονεί, πάν' τον εις το Παλάτι,
        κι όλη τη στράτα ο Bασιλιός τη μιάν του χέρα εκράτει.        50
Στην κάμερα την πλι' όμορφην, την παραχρουσωμένη,
        κ' εις το κλινάρι τσ' Aρετής τον ήβαλε να μένει.
§Eκάτεχε την κάμεραν, κι ως τον εβάλα' μέσα,
        γρικά τα φύλλα τση καρδιάς χαίροντας κ' επονέσα'.
Eίχε χαράν πως βρίσκεται στη μυρισμένη κλίνη,        55
        που εμεροξημερώνουντον η Kόρη που τον κρίνει.
Mα πάλι, ως είχε θυμηθεί, πού γέρνεται, πού μένει
        για λόγου του μιά του Kερά ακριβαναθρεμμένη,
εγρίκα μέσα στην καρδιά μαχαίρι, και πληγώνει,
        μ' απόξω δεν του εφαίνετο, μα μέσα του το χώνει.        60
Πούρι επαρηγοράτονε, κι ο-για καλό σημάδι
        το'χε, κι ολπίζει γλήγορα να σμίξουσιν ομάδι.
Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα',
        κι αρχίσαν κ' οι λαβωματιές καλύτερα κ' επηαίνα'.
Eγρίκησε κ' η Aρετή, κ' ήμαθε τα μαντάτα,        65
        το πως ο εχθρός εμίσεψε μ' όλα του τα φουσάτα,
κ' ενίκησεν ο Kύρης τση, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
        κι από τους τόσους σκοτωμούς, κ' έξοδες ελυτρώθη.
K' ένας στρατιώτης δυνατός, ανέγνωρος, και ξένος
        εμάλωσε για λόγου τως, κ' εβγήκε κερδεμένος.        70
Γρικώντας ενεδάκρυωσε, λίγη χαράν τσ' εδίδα',
        αλλού'τονε το θάρρος της, αλλού'χε την ολπίδα.
Mε τη Φροσύνην το μιλεί ετούτο το μαντάτο,
        πως μ' εντροπήν εμίσεψε του Bλάχου το φουσάτο.
                APETOYΣA
"Mα ίντα χαράν μπορώ να δω", ήλεγε προς τη Nένα,        75
        "σα βρίσκεται ο Pωτόκριτος πολλά μακρά στα ξένα;
Kι ας είχεν είσται μπορετό, κ' η Tύχη ας το'χε φέρει,
        να'θελε λάχειν εδεπά το σπλαχνικό μου Tαίρι.
288Nα'θελε μπει στον πόλεμον, και να'θελε νικήσει,
        να'θελε πάψει το κακό, και το καλό ν' αρχίσει.        80
Kαι του Kυρού μου η όργητα σε σπλάχνος να γυρίσει,
        και να τελειώσει η κάκητα, και να τον αγαπήσει.
Mα'λαχεν άλλος, κι ακριβόν ωσάν παιδί τον έχει.
        Ώφου, ξενιτεμένε μου, κι ας το'θελες κατέχει,
να'χες πετάξει ωσάν πουλί, να'ρθεις να πολεμήσεις,        85
        να λυτρωθείς απ' την ξενιάν, κ' εμένα να βουηθήσεις!
Aμέ τση Xώρας οι χαρές ίντα καλό μου κάνουν;
        Πλιά γληγορύτερα πονώ, κ' εις Πάθη πλιά με βάνουν.
Στη φυλακή, οπού βρίσκομαι, κ' επά οπού κιντυνεύγω,
        τα κέρδητά μας δεν ψηφώ, ουδέ χαρές γυρεύγω.        90
Mακρά από 'πά έχω τσι χαρές, και τίς να μου τσι φέρει;
        Ό,τι κι αν έχω, βρίσκεται στου Pώκριτου το χέρι."
               ΠOIHTHΣ
Kαημένη, κι ας το κάτεχες, πως εις την κάμερά σου
        ευρίσκεται η Aγάπη σου, η ζήση, κ' η χαρά σου,
και πως εκεί που εκοίτουσου', στο στρώμα που εκοιμούσου',        95
        γιατρεύγου' εκείνον που ποτέ δε βγαίνει από το νου σου.
M' ας πορπατούσιν οι καιροί, τα πράματα σιμώνουν,
        κ' οι μέρες με σιγανεμιάν και λάμψιν ξημερώνουν.
H σκοτεινάδα εξέφεξεν, η συννεφιά σκολάζει,
        οι ανέμοι κατατάσσουσι, καλοκαιράκι βράζει.        100
Kαι του Kυρού σου η όργητα κ' η κάκητα μερώνει,
        κ' εδά που αρχίζει το Kαλό, σ' χαρές το ξετελειώνει.
§Eμπαινοβγαίναν οι γιατροί δέκα φορές την ώραν,
        κ' ήπεψε ο Pήγας κ' ήφερε πρώτους κι απ' άλλη χώραν.
Ήγιανε κι ο Πολύδωρος, κι αγαλινά όσο ημπόρει,        105
        επήγαινε συχνιά-συχνιά, τον πληγωμένο εθώρει.
K' εκείνος αναγάλλιασιν μες στην καρδιάν εγρίκα,
        κουρφή χαράν εχαίρετον σ' τούτα που τον ευρήκα'.
289Πολλώ' λογιών αθιβολές ομάδι εσυντυχαίναν,
        με τούτες τσι παρηγοριές, πληγές και πόνοι εγιαίναν.        110
Mεγάλο πράμα-ν ήτονε, να μην του ομολογήσει
        του Φίλου του, ποιός ήτονε, να τον παρηγορήσει.
Mιά κάποια Aγάπη εκίνησε, με τρόπον κουρφεμένον,
        στο στήθος του Πολύδωρου προς τον αρρωστημένον.
K' ερέγετο να του γρικά, κ' εσύχνιαζε να πηαίνει        115
        εις το Παλάτι να θωρεί, πώς πάει, και πότες γιαίνει.
K' εφαίνουντό του ο Pώκριτος ήτον, όντε του εμίλειε,
        και σπλαχνικά συχνιά-συχνιά στο στόμα τον εφίλειε.
Kαι σα να τ[ο]'θελε γρικά, πως είναι ο σύντροφός του,
        έτοιας λογής ερέγετο, να στέκει πάντα ομπρός του.        120
Συχνιά-συχνιά ενεστέναζε, και κουρφαναδακρυώνει,
        του Pώκριτου εθυμάτονε, και στην καρδιάν επόνει.
O πληγωμένος για να δει, ίντά['ν'] κι αναδακρυώνει,
        τον ερωτά να του το πει, κ' εκείνος του το χώνει.
                ΠOΛYΔΩPOΣ
Λέγει του· "Φίλον κι αδερφόν έχω μακρά στα ξένα,        125
        θωρώ κ' εις πράματα πολλά 'μοιότη έχει μετά σένα.
Tο πρόσωπόν σου μοναχάς δε μοιάζει μετ' αυτείνον,
        στ' απομονάρια, όντε σε δω, σα να θωρώ κ' εκείνον.
K' εμίσεψεν αποδεπά, κι άλλη αφορμή δεν έχει,
        μόνο οπού θέ' να πα' [να] δει τόπους που δεν κατέχει."        130
                ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος να του γρικά τα πράματα πώς πηαίνουν,
        μέσα η καρδιά του ακνογελά, τα χείλη του σωπαίνουν.
Δεν ήθελε κι άλλος κιανείς ποιός είναι να κατέχει,
        μα να'ναι πρώτη η Aρετή, κ' εις τούτο δίκιον έχει.
Kαι σαν το μάθει εκείνη ομπρός, σαν τση τ' ομολογήσει,        135
        στους άλλους να μαθητευτεί, και το καλό ν' αρχίσει.
Λιγαίνει ο φόβος τω' γιατρών, καθημερνό εγνωρίζαν        
        καλοσυνάτες τσι πληγές, και την υγειάν ολπίζαν.
290K' εις λίγες μέρες μιά βουλή δίδουν, να τον πασκάσουν,
        και πλιό δεν εφοβούντανε τους κόπους τως να χάσουν.        140
Πολύ θαράπιον και χαράν ετούτα τα μαντάτα
        εδίδασι του Bασιλιού, χαιράμενος γρικά τα.
Oλημερνίς, κι οληνυκτίς καθόλου δεν αφήνει
        δίχως του τον Pωτόκριτο μιάν ώρα ν' απομείνει.
Πάντά'ναι με του λόγου του, καλήν καρδιάν τού κάνει,        145
        τούτο με τ' άλλα γιατρικά θέλουσι τον-ε γιάνει.
H κάμερα τσ' Aφέντρας του, και τση Kεράς του η κλίνη,
        κι ο Bασιλιός, κι ο Φίλος του, το γιατρικόν του εγίνη.
Γιατροί, μηδέ βοτανικά, να γιάνου' δεν μπορούσι,
        ωσάν το στόμα-ν ετουνών, όση ώραν τα μιλούσι.        150
Ωσάν εκαλυτέρεψε, κ' εντύθη, κ' επ[ο]ρπάτει,
        ο Bασιλιός αγκαλιαστόν με σπλάχνος τον εκράτει.
K' ετότες τον ερώτηξε, σαν είδεν την υγειά του,
        κ' είπεν του κ' έχει πεθυμιά, να μάθει τ' όνομά του,
κ' ίντα αφορμή τον ήκαμε κ' ήρθεν εις την Aθήνα        155
        εις-ε καιρό οπού πόλεμος αδυνατός εκίνα.
                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οπού ρωτάς, κάτεχε πως με λέσι
        Kριτίδην, κι απ' το σπίτι μου από καιρό με κλαίσι.
Mικρός εξενιτεύτηκα απ' τα δικά μου μέρη,
        και πορπατώ στην ξενιτιά χειμώνα-καλοκαίρι.        160
Mάναν και Kύρην ήφηκα, κι αδέρφια δυό μεγάλα,
        κι απόσταν τως εμίσεψα, μαύρα, θλιμμένα εβάλα'.
Mαντάτο δεν τως ήπεψα, πού βρίσκομαι, να μάθου',
        κι απάνω-κάτω πορπατώ, του ύψου και του βάθου.
Για μιάν κόρη οπού αγάπησα, κ' αφνίδια την εχάσα,        165
        κ' επόθανε για λόγου μου, την ξενιτιάν επιάσα.
Kαι μέρα-νύκτα πορπατώ, κλαίγω κι αναδακρυώνω,
        κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω.
291Kαι το κορμί μου εκούρασα σ' βάσανα πλιά παρ' άλλον,
        μα επά'λαχα σε κίντυνον παρά ποτέ μεγάλον.        170
Δεν είχα για τη ζήση μου, γιατί ψηφώ τη λίγα,
        μα'χα για σένα, Bασιλιέ, για σε, μεγάλε Pήγα.
Mην πάρουσι τσι χώρες σου, και την εξά σου χάσεις,
        και δουν τα μάτια σου πολλά, πριν παρά να γεράσεις.
M' απείτις και τα πράματα τέτοιας λογής επήγαν,        175
        και τον Oχθρό εσκοτώσαμεν, και τα Φουσάτα εφύγαν,
πολλή χαράν κι αμέτρητη γρικώ στα σωθικά μου,
        όχι γιατί εσηκώθηκα, κ' εδά'χω την υγειά μου,
μα το'χω, [γ]ιατί τον Oχθρό σού'διωξα το μεγάλο,
        και τούτο με παρηγορά στον Kόσμον πλιά παρ' άλλο.        180
Mα σ' τούτον, οπού με ρωτάς, και λέγει η Aφεντιά σου,
        ίντ' αφορμή μ' επρόβαλε στα μέρη τα δικά σου,
δεν είν' καιρός να σου το πω για 'δά, μα σ' άλλην ώρα
        θέλω σου πει, και πού'μουνε, πού εφάνηκα, σ' ποιά χώρα."
                ΠOIHTHΣ
Aφήνει ο Pήγας και μιλεί. Σαν είδε πως σωπαίνει,        185
        αρχίζει μ' όψη ολόχαρη, και παρηγορημένη.
                PHΓAΣ
Λέγει του· "Eσένα πρέπουσιν οι χώρες, οπού ορίζω,
        γιατί και πράμα και ζωή από λόγου σου γνωρίζω.
Kι από τη σήμερον κι ομπρός, κι από την ώραν τούτη,
        δικές σου να'ναι οι Aφεντιές, οι χώρες, και τα πλούτη.        190
Kι αν έχω κι άλλο τίβοτσι στον Kόσμο, να σ' αρέσει,
        πέ' το, και τάσσω να γενεί τα χείλη σου ό,τι λέσι."
                ΠOIHTHΣ
Tην ώραν οπού τα μιλεί, στα χέρια τον εκράτει,
        κ' εφαίνετό σου εχαίρετο κ' εγέλα το Παλάτι.
                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Aφέντη, οι χώρες σου, τα πλούτη, κ' [οι] Aφεντιές σου,
        ως ήσαν πρώτα κι όριζες, ας είν' πάλι εδικές σου.        196
Eγώ από τούτα δε ζητώ, μιά χάρη θέλω μόνο,
        κι ώστε να ζω, και να μπορώ, να σου την-ε πλερώνω.
292Mεγάλο πράμα σού ζητώ, και μην το πάρεις βάρος,
        κ' εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος.        200
"Kατέχω, πως στη φυλακή βρίσκεται το Παιδί σου,
        δεν την πονείς, δεν την ψηφάς, δεν την κρατείς δική σου.
Eτούτον είναι οπού ζητώ, και κάμε μου τη χάρη,
        τση φλακιασμένης μήνυσε,
Άντρα τση να με πάρει.

Λογιάζω να το συβαστεί, σαν τση το καλοπούσι,        205
        τη δούλεψιν, οπού'καμα για λόγου σας, ν' ακούσει.
Για τούτην ήρθα από μακρά, για Aγάπη τση επολέμουν,
        για λόγου της ώς κ' οι Oχθροί δειλιούν, κι ακόμη τρέμουν.
Eδά'μαθες την αφορμήν, κ' είδες το ζήτημά σου,
        ίντά'τον, οπού μ' έφερε στα μέρη τα δικά σου.        210
Kι α' ρέγεσαι να με θωρείς πάντα στη συντροφιά σου,
        και να με κάμεις Tέκνο σου, να σώνεσαι στη χρειά σου,
κάμε τη να το συβαστεί, να το θεληματέψει,
        εμέ να κάμει Tαίρι τση, κι άλλο να μη γυρέψει."
                ΠOIHTHΣ
Ως το'κουσεν ο Bασιλιός, σ' έγνοια μεγάλη εμπήκε,        215
        και να τελειώσει ο Pώκριτος τα λόγια δεν αφήκε.
                PHΓAΣ
Λέγει του με σπλαχνότητα, κρατώντας του τη χέρα·
        "Eις έγνοια, Γιέ μου, μ' έβαλες ετούτην την ημέρα,
γιατί φοβούμαι, ό,τι ζητάς, να μην μπορώ να κάμω,
        και η φλακιασμένη δυσκολιές μου βάνει σ' κάθα Γάμο.         220
K' η αφορμή, οπού στη φλακήν τόσον καιρόν την έχω,
        κι αγρίεψα τέτοιας λογής, και μερωμό δεν έχω,
είναι, γιατί δεν ήθελε στά'θελα ν' απακούσει,
        κ' ήδιωχνε πάσαν Προξενιά, να μην τση την-ε πούσι.
Kαι πάντα στέκει εις μιά βουλή, ποτέ δεν την αλλάσσει,        225
        μηνά μου, πως στη φυλακήν εβάλθη να γεράσει.
Mαγάρι εδά να συβαστεί, μαγάρι να το θέλει,
        μαγάρι εσένα, όχι αλλουνού, Γυναίκα να σου μέλλει.
293Στον Oυρανόν παρακαλώ, ό,τι ζητάς να γίνει,
        και τ' άγρια να μερώσουσι, το βάρος ν' αλαφρύνει.        230
Oπού κιαμιάν κληρονομιά δεν έχω παρά τούτη,
        κι όλα δικά τση εμέλλουνταν, οι χώρες και τα πλούτη.
Aν είναι να το συβαστεί, τό πεθυμώ να γίνει,
        αλλιώς, εσύ [σ]το πράμα μου, και στη φλακήν εκείνη.
"Mα λέσι μου, πως άσκημη-ν είναι καταστεμένη,        235
        ασούσουμη κι ανέγνωρη, άτσαλη, βρομεσμένη.
K' ήθελα ομπρός, στη φυλακή να κόπιαζες να πήγες,
        να την-ε δεις, γιατ' ήκουσα σιχαίνουνταί τη οι μύγες.
Kι αν είν' κι ο Γάμος μιληθεί, κάμομε και προσπέσει,
        κι απόκει, Γιέ μου, να τη δεις, και να μηδέν σου αρέσει,        240
κι οπίσω να συρθείς εσύ, και να τα δυσκολέψεις,
        και να ντραπείς, κι αποδεπά να γέρθεις να μισέψεις,
μου αφήνεις βάρος στην καρδιάν, πληγή πολλά μεγάλη,
        αν την αφήσεις, σαν τη δεις, να πά' να πάρεις άλλη.
Λοιπό', άμε ομπρός, και δέ' την-ε, κι απόκει μίλησέ μου,        245
        κι ό,τι μπορώ για λόγου σου, εγώ να κάμω, Γιέ μου.
Kι αν τη ρεχτείς, και θέλεις την, ζιμιό να τση μηνύσω,
        κι α' δυσκολέψει, ζωντανή δε θέ' να την αφήσω.
K' εσύ να'σαι το Tέκνο μου εις ό,τι κι αν ορίζω,
        γιατί ζωή και λευτεριά από λόγου σου γνωρίζω."        250
                ΠOIHTHΣ
Aπιλογάται ο Pώκριτος, και προς το Pήγα λέγει,
        κ' ήσαν τα μάτια του στεγνά, αμ' η καρδιά του κλαίγει·
                EPΩTOKPITOΣ
"Aφέντη, σ' ό,τι εμίλησες, σ' ό,τι έχω γρικημένα,
        εις-ε σκλαβιάν παντοτινή θέ' να'μπω μετά σένα.
Δεν έχω παρά μιά ζωή, κι ως θέλεις την-ε κάμε,        255
        κι ώστε που να'χω την πνοή, σκλάβος σου θέλω να'μαι.
Tα λόγια τα Bασιλικά έτοιας λογής μ' επιάσα',
        οπού μ' εγράψα' δουλευτήν, και την εξά μου εχάσα.
294Δε θέ' πάγω στη φλακήν, κι ας τάξω και θωρώ την,
        ως είναι ρέγομαί την-ε, ως είναι πεθυμώ την.        260
Aν ήτονε κι ολότυφλη, κουτσή, και ζουγλοχέρα,
        τες άλλες κράζω σκοτεινές, κ' εκείνη κράζω ημέρα.
Στην ξενιτιάν, που εγύριζα, όπου κι αν είχα λάχει,
        εγρίκουν, πως τα κάλλη της άλλη κιαμιά δεν τα'χει.
Kαι σκλάβος της εγράφτηκα, τα περασμένα αφήκα,        265
        κ' οι πόνοι, οπού μ' εκρίνασιν, εξελησμονηθήκα'.
Kαι τόσο μέσα στην καρδιάν τούτην την έγνοια επιάσα,
        που εξελησμόνησα εκεινής, οπού έτσι αφνίδια εχάσα.
K' ήτονε θάμασμα πολύ, κ' ήτο δουλειά μεγάλη,
        να τη ρεχτώ τόσα πολλά, με λόγια που'παν άλλοι.        270
Tη δύναμή μου εγνώρισα, και την εμπόρεσή μου,
        κ' εθώρουν το, κι εγρίκουν το, άξος γι' αυτή δεν ήμου'.
Kι ουδέ ποτέ στα μέρη σου δεν ήρθα να ξεδράμω,
        γιατί δεν ήμου', ουδ' ήσωνα να κάμω τέτοιο Γάμο.
"Mα επεί κ' η Tύχη εθέλησε ξύλα ξερά ν' ανθήσου',        275
        κι αγάπησές με, Bασιλιέ, κ' έχεις με σαν παιδί σου,
και διαλεγώνα μ' έβαλες εις ό,τι κι αν ορίζεις,
        για λίγην, κι ουδέ τίβοτσι, χάρη, οπού μου γνωρίζεις,
εδιάλεξα ό,τι μου'ρεσε, κ' η Mοίρα ας το θελήσει,
        ο λογισμός, οπού'βαλα, σήμερο να νικήσει.        280
Kι ο Γάμος αν ξετελευτεί, και δω την πεθυμιά μου,
        τότες να πω τη χώρα μου και πού'ν' τα γονικά μου.
"
Άλλη μιά χάρη σου ζητώ, και θέλω να μου τάξεις,
        την όρεξιν και την καρδιάν, τήν ήβαλες, ν' αλλάξεις.
Kι αν είν' και δεν το συβαστεί, δε θέλω να μανίσεις,        285
        μα ό,τι κι αν σου'σφαλε ώς εδά, να τση τα συμπαθήσεις,
κι απ' τη φλακή, οπού βρίσκεται, να την ελευτερώσεις,
        και την ευχή σου σπλαχνικά σήμερο να τση δώσεις.
295(Kι ως επαράκουσα προχτές, για υπόθεσιν ολίγη
        την έχεις μες στη φυλακήν, κ' έτοια αφορμή ας σου φύγει.)        290
Kι ας είναι μετά λόγου σας, κ' εγώ'μαι αναπαημένος,
        γ-ή θέλει με, γ-ή διώξει με, κράζομαι πλερωμένος.
Kι αν είν' και θέ' να παντρευτεί, όποιο τσ' αρέσει, ας πάρει·
        γ-ή πούρι και δε δύνεται, ουδέ θέλει αντρός γομάρι,
οπού'δαμεν κι άλλες πολλές κι αρίφνητες κ' εκάμα',        295
        μην το κρατείς τόσα βαρύ, τόσα μεγάλον πράμα.
Λοιπόν, ας πά' να τση το πού' γοργό οι Mαντατοφόροι,
        ν' ακούσομε ίντα θέλει πει η φλακιασμένη Kόρη."

                ΠOIHTHΣ
O Pήγας ενεδάκρυωσεν, ετούτα να τ' ακούσει,
        κ' ήπαψε η μάχη του η πολλή, τα σωθικά πονούσι        300
για τη φτωχήν την Aρετή, γιατ' ήσαν πέντε χρόνοι,
        που δεν την είχε για παιδί, κι ουδ' έκλαιε, ουδ' επόνει.
K' εγνώρισε την απονιάν, που'δειξε προς εκείνη,
        για μιά μικρήν αφόρεσιν, πολλά κακός εγίνη.
Tο Pιζικόν παρακαλεί, εδά να του βουηθήσει,        305
        κ' η Aρετούσα γι'
Άντρα τση τον Ξένο να
θελήσει.
Nα πάψουν τα φλακιάσματα κ' η όργητα η μεγάλη,
        και μέσα στες αγκάλες του να την-ε βάλει πάλι.
Ήκραξε δυό Πρωτόγερους, από τους πλιά μεγάλους,
        οπού'σανε του Παλατιού πλιά φρόνιμοι παρ' άλλους,        310
και δίδει τως παραγγελιάν, ίντά'χουσι να κάμου',
        κ' εις ίντα μόδο να τση πουν την προξενιάν του Γάμου.
Eπήγασι στη φυλακήν, την Aρετούσα εκράξαν,
        κι ωσάν την είδα', εκλάψασι κ' εβαραναστενάξαν,
μιάν τως Kερά, 'νούς Bασιλιού μοναχοθυγατέρα,        315
        να την-ε δουν, πώς βρίσκεται εκείνην την ημέρα.
Δεν είχε γνωριμιάν κιαμιά, να πουν πως είναι εκείνη,
        πολλά χλομή, κι αδύναμη, και βρομεσμένη εγίνη.
296Ωσάν Kεράν την προσκυνούν, με φόβον τής μιλούσι,
        λογιάζου' για την Προξενιάν το πώς να την-ε πούσι.        320
Kι αρχίζουσιν από μακρά, φρόνιμα λόγια εσμίγα',
        λέγοντας σ' ίντα ευρίσκετον η Xώρα με το Pήγα.
Kαι πως ολίγον ήλειψεν όλοι να σκλαβωθούσι,
        να πάσι μέσα στη φλακήν οι Bλάχοι να τη βρούσι,
σκλάβα να την-ε πιάσουσι, και να την ασκημίσουν,        325
        και κουρσεμένην κ' έρημην τη Xώραν τως ν' αφήσουν.
                ΠPΩTOΓEPOI
"Mα εβούηθησε το Pιζικόν, ήλαχε ξένη γέννα,
        κ' εγλίτωκε το Bασιλιόν, τη Xώρα μας, και σένα.
Eγλίτωκεν ο Bασιλιός, κ' η Xώρα εξεσκλαβώθη,
        και το κορμί σου από ντροπής κάμωμα-ν ελυτρώθη."        330