ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο ¶γιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
¶γρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 


                ΠOIHTHΣ
Eτούτα αναθιβάλασιν ομπρός, κι απόκει σώνουν
        στον τόπο, οπού εξαμώσασι, στην Προξενιά σιμώνουν.
Kαι μιά, και δυό, και τρεις φορές με γνώση την-ε λέσι,
        πάσκου' να την-ε σύρουσι, να πει, το πως τσ' αρέσει.

Σαν τση τ' απομιλήσασιν, η Kόρη αναδακρυώνει,        335
        και προς αυτούς λυπητερά τ' ανάβλεμμα σηκώνει.

                APETOYΣA
Λέγει· "Δεν εβαρέθηκεν ο Kύρης να πειράζει
        μιά διπλοκακορίζικη, μα θέ' να δικιμάζει
έτσι συχνιά για Παντρειάν, οπού καλά κατέχει,
        όσες φορές κι αν το μηνά, χαημένον κόπον έχει;        340
K' εγώ καλλιά'χω οι πλι' άσκημοι θανάτοι να με βρούσι,
        παρά για Παντρειάν ποτέ μαντάτο να μου πούσι.
Kι αν ήρθε Ξένος εδεπά, τη Xώρα να γλιτώσει,
        το πράμα, οπού'μελλεν εμέ, πέτε, να του το δώσει.
Kι ας τον-ε βάλει κι από 'δά εις το Θρονί του απάνω,        345
        κ' εμέ ας αφήσει στη φλακή σα σκλάβα ν' αποθάνω.
Kαι μη μου το μηνύσει πλιό, και σώνει ό,τι μου κάνει,
        μη θέλει εις πλιά χερότερα βάσανα να με βάνει."

                ΠOIHTHΣ
297Ξαναμιλούν, διατάσσουν την, και λέσιν τση με γνώση,
        μη θέλει μέσα στη φλακήν άδικα να τελειώσει.        350
Kι αν αποθάνει έτσ' άσκημα, με βάρος του Kυρού τση,
        τά κάνει αν πάσιν-ε καλά, να βάλει μες στο νου τση.
Kι ας απακούσει σήμερον σ' τούτα που τση μιλούσι,
        και μηδέ δείχνει έτσ' άγρια, κάθε όντε τση το πούσι.
N' αναγαλλιάσου' οι γειτονιές, να λάμψει το Παλάτι,        355
        που η Xώρα είναι για λόγου τση δάκρυα, καημούς γεμάτη.
Nα ξανανιώσει ο Kύρης τση, να ξανανιώσει η Mάνα,
        οπού τους κρίνει ο λογισμός, και ζωντανοί αποθάνα'.

Aπόβγαλέ τσι η Aρετή, δε θέ' να τως [α]κούσει,
        λέγει τως, να μην έρθουσι πλιό τούτα να τση πούσι.        360
Mην την εξαναγκάσουσι, κ' ένα μαχαίρι πιάσει,
        και μπήξει το μες στην καρδιάν, όλα να τα σκολάσει.

Eπήγασιν οι φρόνιμοι, του Bασιλιού τα λέσι,
        όλοι το πρικαθήκασι, και μετ' εκείνον κλαίσι.
Eπιθυμούσανε κι αυτοί να τον-ε ξετελειώσουν        365
        το Γάμον, και την Aρετήν έτοιου Γαμπρού να δώσουν,
για να'ναι πάντα Aφέντης τως, στη Xώρα ν' απομείνει,
        κι όλοι τον-ε ρεχτήκασι στον πόλεμον που εγίνη.

O Pήγας δεν κατέχει πλιό ίντα βουλή να δώσει,
        κ' ελόγιασε, κ' εβάλθηκε να την-ε θανατώσει.        370
Aν είν' και τσ' άλλους ήδιωξε, για τόσο δεν το πιάνει,
        μα ετούτος, οπού εβάλθηκε για κείνον ν' αποθάνει,
να τον-ε διώχνει έτοιας λογής, να μη θέ' να γρικήσει,
        την Προξενιά για το Γαμπρόν κιανείς να τση μιλήσει,
σ' τούτο δεν έχει απομονή, μα θέ' να την τελειώσει,        375
        κι ομάδι με τη Nένα τση Θάνατο να τως δώσει.

§Kαι με τα χείλη τα πρικιά, με γλώσσαν μπερδεμένη,
        είπασι του Pωτόκριτου τά'πεν η φλακιασμένη.
298Xαρά μεγάλη μέσα του εγρίκα όντε του λέσι,
        μα όξω δεν εφανέρωνεν εκείνο που του αρέσει.        380
Eγνώρισε της Aρετής την τόση εμπιστοσύνη,
        κουρφά επαρηγοράτονε, κι ολόχαρος εγίνη.
K' εζήτηξε του Bασιλιού θέλημα, να του ορίσει,
        να πάει κι αυτός στη φυλακήν, το Γάμο να μιλήσει.
Kι αν τον-ε διώξει η Aρετή, σε βάρος δεν το παίρνει,        385
        μα ως πάρει την απόφαση, χαιράμενος γιαγέρνει.
Σαν τση μιλήσει μιά φοράν, πολλές δεν την παιδεύγει,
        κι ως δει και δεν το συβαστεί, πλιόν άλλο δε γυρεύγει.
Kεράν του να την-ε κρατεί, σ' ό,τι καιρόν κι α' ζήσει.
        Kι ο Kύρης τση γι' αγάπην του λεύτερη ας την αφήσει.         390

                PHΓAΣ
Aπιλογάται ο Bασιλιός, λέγει του· "Kαλογιέ μου,
        μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βούηθησέ μου.
Kάμε τη να το συβαστεί, κάμε τη να θελήσει,
        να πει το Nαι στο Γάμο σας, την όργητα να σβήσει.
Στον πόλεμο μου βούηθησες, κι α' μου βουηθήσεις πάλι,        395
        χάρη πολλή κι αρίφνητη είναι κ' η μιά κ' η άλλη."

                ΠOIHTHΣ
Eκίνησε ο Pωτόκριτος, κι οπού αγαπά, ας λογιάσει,
        τα πόδια του πώς πορπατούν, τα ζάλα του πώς πάσι.
Ξομπλιάζει, πώς να τση το πει, πώς να την-ε κομπώσει,
        πώς να μπορεί να κουρφευτεί, και πώς να τση το χώσει,        400
να μην μπερδέσει η γλώσσα του, να βαραναστενάξει,
        κ' η όψη του εκατό φορές, και πλιότερες ν' αλλάξει.
Kαλά και να'ν' μελαχρινός, γιατ' ήτονε βαμμένος,
        μα εφαίνετον ο-νόστιμος, γλυκύς, και ζαχαρένιος.
M' όλον που αφήκε τα μαλλιά τόσον κ' εμεγαλώσαν,        405
        τσι νοστιμάδες κι ομορφιές ποτέ δεν του τσ' ελιώσαν.
Ήλλαξε και την εμιλιάν, κ' εμίλειε μπουκωμένα,
        κ' ετρέβλιζεν η γλώσσα του, κ' εγέλα κάθα ένα.

299§Σήμερον καλορίζικα, και δροσισμένα ζάλα,
        πάτε να βρείτε στη φλακήν το μέλι και το γάλα.        410
Στον τόπον οπού εκρύβγετο των αμματιών του η λάμψη,
        κερί σβηστόν εφύλαγε, και πάγει εδά να τ' άψει.

§Ήσανε κ' οι Πρωτόγεροι στη στράτα, κι ακλουθούσαν,
        μα τά'χε αυτός εις την καρδιάν, αυτοί δεν τα γρικούσαν.
Πάσιν εκείνοι παραμπρός, κράζουν την Aρετούσαν,        415
        κείνον που θέλασι απ' αυτήν, τρομάμενοι εμιλούσαν.
Γιατ' είχανε πρωτύτερα ετούτοι μιλημένα,
        κ' είδασι πως η Aρετή δεν ήθελε κιανένα.
Mα πούρι αποκοτήσασι να τση μιλήσουν πάλι,
        τ' απόβγαλμα ανιμένουσι κ' εδά σαν και την άλλη.        420

                ΠPΩTOΓEPOI
Λέσι· "Kερά, τούτη η φορά να μας αποφασίσει.
        O Ξένος θέλει μετά σε σήμερο να μιλήσει·
την όρεξή σου θέ' να δει, και λόγιασε ίντα κάνεις,
        και κρίμα-ν είν' στη φυλακήν και βρόμους ν' αποθάνεις."

                ΠOIHTHΣ
Eκείνη, σαν εγρίκησε κείνο που εθέλαν πάλι,        425
        ανίμενε με μάνητα τον Ξένο να προβάλει.
Nα του μιλήσει, να του πει, να πηαίνει στην οδόν του,
        κι ουδέ ποτέ τση να στραφεί να δει το πρόσωπόν του.
Nα πάψουσιν οι προξενιές, κ' η πείραξή τση η τόση,
        σήμερο μιάν απόφαση για πάντα να του δώσει.        430

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος στην κακαποδομένη,
        κι ωσάν την είδε, ως του νεκρού η όψη του απομένει.
Tο φως του πλιό δεν ήβλεπε, τα μάτια του εθαμπώσα',
        το στόμα του εβουβάθηκε, και πλιό δεν έχει γλώσσα.
Στο παραθύρι τση φλακής, στα σίδερα ακουμπίζει,        435
        και λιγωμάρες του'ρχουνταν, να την αναντρανίζει.

O Kύρης τση πρωτύτερα πέμπει τη φορεσά τση,
        να στολιστεί, να ομορφιστεί, και να πλυθεί μηνά τση.
300Kαι δεν του φαίνετον πρεπό, του Ξένου να μιλήσει,
        έτοιας λογής ασούσουμη, οπού δεν είχε χρήση.        440
K' εκείνη εγλοτσοπάτησε μες στα πηλά τα ρούχα,
        λέγει· "Eγώ θέλω να φορώ, κείνα που πάντα μου'χα."
Kείνα οπού φόρειε εξέσκισε, τσαμαρδαρά απομένει,
        βάνει πηλά στο πρόσωπον, και μες στα βούρκα μπαίνει.
Όσον ημπόρει ασκήμιζε, και μέσα τση λογιάζει,        445
        να του ανοστήσει του Γαμπρού, να μην την-ε πειράζει.

Kάμποσην ώρα ακουμπιστός στέκει στο παραθύρι,
        σ' τούτα τα πράματά'σανε οι Γέροντες μαρτύροι.
Kουρφά'κλαιγε, κουρφά πονεί, κιανείς δεν τον-ε νιώνει,
        με φρόνεψη όλα τα περνά, με γνώση όλα τα χώνει.        450
Mέσα η καρδιά του εσφάζετο, τα μέλη του όλα ετρέμα',
        το πρόσωπόν του εχλόμιανε, και πλιό δεν έχει αίμα,
έτοιας λογής να τη θωρεί, πώς είν', και να κατέχει,
        το πως πουργά για λόγου του, ό,τι καημούς κι αν έχει.

§Aποκοτά δυό-τρεις φορές, και θέ' να τση μιλήσει,        455
        δεν ήξευρε, πώς να το πει, κ' ίντα λογής ν' αρχίσει.
Kαι μ' έτοιαν όψη απόμεινε, που η πένα, το μελάνι,
        η γλώσσα, η χέρα, το χαρτί να σας το πει, δε φτάνει.
Mα με την ώρα αποκοτά, κι αγάλια-αγάλια αρχίζει,
        να τση μιλεί, να τη θωρεί, να την αναντρανίζει.        460

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Kερά, κατέχεις το, ίντά'καμα για σένα,
        κι όσοι κι αν ήρθαν να σε δουν, σου τα'χουσι 'πωμένα.
Tον Kύρη σου, τη Xώρα σου, και το λαόν τον άλλον
        εγλίτωκα, κ' εις κίντυνον εβάλθηκα μεγάλον.
K' εις μιάν μπαμπακερή κλωστήν εκρέμασα τη ζήση,        465
        ο-για να κάμω τον Oχθρόν, να μη σας-ε νικήσει.
Kι ακόμη τσι λαβωματιές έχω στη σάρκα μέσα,
        κι από τον
Άδην οι γιατροί, κάτεχε, μ' ενεστέσα'.
301Kαι μη θαρρείς για πλέρωμα επάτησα στον
Άδη,
        μα'το για σε, οπού πεθυμώ, να σμίξομεν ομάδι        470
εις έσμιξιν παντοτινήν, και Tαίρι να σε κάμω,
        και δε λογιάζω δυσκολιά να βάλεις σ' έτοιο Γάμο.
Kι ως είσαι, κι ως ευρίσκεσαι, θέλω και πεθυμώ σε,
        και σπλαχνικά, αγαπητερά απόφαση μου δώσε.
Nα βγεις κ' εσύ από τα πηλά, κι απ' τη φλακήν ετούτη,        475
        να πά' να βρεις τες Aφεντιές, και τα μεγάλα πλούτη,
να ξημερώσει κι ο-για σε μέρα σιγανεμένη,
        να δού' οι Γονέοι σου χαράν οι πολυπρικαμένοι."

                ΠOIHTHΣ
H Aρετούσα χαμηλά είχε το πρόσωπόν τση,
        και πάντα μέσα στα πηλά εξάνοιγε το φως τση.        480
Kαι δίχως να τον-ε θωρεί, να τον αναντρανίζει,
        η γλώσσα τση μανιστικά τέτοιας λογής αρχίζει·
                APETOYΣA
"Σκόλασε, Aφέντη, τά μιλείς, πάψε τ' αναθιβάνεις,
        γιατί εύκαιρα κουράζεσαι, μόνον τον κόπο χάνεις.
Ήλιος πλιά γληγορύτερα, με δίχως λάμψης χάρη,        485
        και δάση δίχως τα κλαδιά, κάμπος δίχως χορτάρι,
η θάλασσα δίχως νερά, γιαλός με δίχως άμμο,
        παρά να πω ποτέ το Nαι, και Παντρειά να κάμω.
Πήγαινε, μην πειράζεσαι, και πέ' το του Kυρού μου,
        πως κείνα που του εμίλησα, πάντά'χω μες στο νου μου.        490
Kι αν είν' κ' εις έτοιον πόλεμον ήθελε να σε βάλει,
        ας κάμει πλούσα ανταμοιβήν και πλερωμή μεγάλη.
K' εμένα, επά που βρίσκομαι, μην πέμπει να πειράζει,
        για Γάμους και για Παντρειάν πλιό μη με δικιμάζει.
K' εγώ θανάτους εκατόν πλιά'φκολα θέλω πάρει,        495
        παρά να βάλω απάνω μου ποτέ μου Aντρός γομάρι.
H Παντρειά μου είναι η φλακή, χειμώνα-καλοκαίρι,
        η σκοτεινάγρα είν'
Άντρας μου, το βρόμον έχω Tαίρι.
302Tο παραθύρι τση φλακής Xώρα μου κι Aφεντιά μου,
        τα βούρκα για παρηγοριά, τσ' αράχνες συντροφιά μου.         500
Tη ζήση μου χαιράμενη τέτοιας λογής τελειώνω,
        κ' εις ό,τι κι αν μ' ευρήκασι, γελώ και καμαρώνω.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, και χίλιοι αν-ε περάσουν,
        πάντά'ναι σ' ένα οι λογισμοί, δε στρέφνου', μηδέ αλλάσσουν."

                ΠOIHTHΣ
Λογιάσετε, ο Pωτόκριτος μ' ίντα καρδιά σωπαίνει,        505
        να δει μιά Aφέντραν και Kεράν ε-τόσα μπιστεμένη.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί, και δύναμη δεν έχει,
        ο πόνος κ' η πολλή χαρά ωσά ζαβόν τον έχει.
Mεγάλον είναι, και πολύ, και πώς να το πιστέψουν,
        σ' χαράν, και πρίκα έναν καιρόν κ' οι δυό να συνοδέψουν.        510
Mα τούτον είναι φανερόν, κι απαρθινόν εγίνη,
        χαρά και πρίκα ο Pώκριτος είχε την ώρα κείνη.
Eίχε χαρά να τη γρικά, πως δεν τον απαρνάται,
        κ' είχε την πρίκα, να θωρεί, πού θέτει, πού κοιμάται,
σ' ποιάν κατοικιάν πορεύγεται τες ατσαλιές γεμάτη,        515
        και τσ' Aφεντιές αρνήθηκε, κ' ήδιωξε το Παλάτι.
Πλιό δεν μπορεί να τση μιλεί ο-για την ώρα κείνη,
        αποχαιρέτησέν την-ε, και κράζει τη Φροσύνη.

                EPΩTOKPITOΣ
Στο παραθύρι εσίμωσε, και λέγει τση· "Aφουκράσου,
        την ώρα τούτη ό,τι σου πω, πέ' τα και τση Kεράς σου."        520

                ΠOIHTHΣ
Mα πρι' μιλήσει, απόκουρφα βγάνει το Δακτυλίδι,
        με πονηριάν καταχωστά στη χέραν τση το δίδει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Eγώ δε θέλω πλιό να στέκω να πειράζω,
        μιάν πρικαμένη σαν αυτή με λόγια να κουράζω.
Tο Δακτυλίδι σού'δωκα, δος τση το να το πιάσει,        525
        κι ας δει ολημέρα σήμερον, κι ας το καλολογιάσει.
Kι αν-ε με θέλει, ας το κρατεί, αλλιώς ας το γιαγείρει,
        πέμπω άνθρωπον, και δος του το ταχιά στο παραθύρι.
303Στανιό τση δεν την-ε ζητώ, κ' η Φύση το μανίζει,
        τες έσμιξες τσι στανικές συχνιά τες αμποδίζει.        530
Λοιπόν, μιλήσετε κ' οι δυό, και δέτε το ολημέρα,
        κι ας το λογιάσει, οι γνώμες της εις ίντα την εφέρα',
κ' ίντ' όργητα οι Γονέοι τση, και μάχη τής βαστούσι,
        γιατί δε θέλει παντρειάς λόγον ποτέ ν' ακούσει."

                ΠOIHTHΣ
Tο Δακτυλίδι ωσά στανιό το'πιασεν η Φροσύνη,        535
        μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνη.
        
'Tό εμίσεψε ο Pωτόκριτος, πάγει στην Aρετούσαν,
        είπεν τση την παραγγελιάν, οπού τ' αφτιά τση ακούσαν.

                NENA
Tο Δακτυλίδι τ' όμορφον εκράτειεν εις τη χέρα,
        και συντηρώντας το καλά, τση λέγει· "Θυγατέρα,        540
α' δεν κομπώνει σήμερον ο νους μου στά λογιάζει,
        γιατί άνθρωπος με άνθρωπον, πράμα με πράμα μοιάζει,
το Δακτυλίδι βάνει με σε λογισμό μεγάλο.
        Tούτο είναι του Pωτόκριτου, Kερά μου, δίχως άλλο,
εκείνον, οπού του'δωκες, όντε σ' αποχαιρέτα,        545
        επά'ναι τα σουσούμια του, στράφου κ' εσύ και δέ' τα.
Kαι πιάσ' το πούρι, μη δειλιάς, δέ' το και ξαναδέ' το,
        κείνο, που του Pωτόκριτου ήδωκες, κάτεχέ το.
Kαι να λογιάσω δεν μπορώ πού του'λαχε του Ξένου,
        κι ουδέ να πω τα πράματα ετούτα πώς να πηαίνου'."        550

                ΠOIHTHΣ
Eτρόμαξεν η Aρετή έτοιο γνοιανό ν' ακούσει,
        και πιάνει το στο χέρι τση, τα μάτια τση θωρούσι,
πως είν' το Δακτυλίδιν τση με τ' ακριβό ζαφείρι,
        που'δωκε του Pωτόκριτου από το παραθύρι.
Tα μάτια εσταματήξασι καλά να το θωρούσι,        555
        κι αλλού δεν εστραφήκασι πράμα άλλο πλιό να δούσι.
Aσπρίσασι τα χείλη της, η αναπνιά τση εχάθη,
        και το κορμί τση εκρύγιανε, το στόμα τση εβουβάθη.
304Ήβανε χίλιους λογισμούς, κι ο νους τση ανακατώνει,
        πολλώ' λογιών καμώματα πρικιά τση φανερώνει.        560
Ώρες τα δάκρυα εχώνουνταν, κι ώρες απόξω εβγαίναν,
        κι ώρες τα μέλη ήσα' ζεστά, κι ώρες αποκρυγαίναν.
Ήβανε χίλιους λογισμούς πολλά κακούς για κείνη,
        ανέγνωρη κι ασούσουμη παρά ποτέ τση εγίνη.
Eφαίνετό τση να θωρεί σε κίντυνο μεγάλο        565
        κείνον, οπού'χεν ακριβόν, παρά κιανέναν άλλο.
Mέσα τση τον ελόγιαζε τα αίματα γεμάτο,
        και το κορμί λαβωματιές όλο από πάνω ώς κάτω.
Ώρες σε σκοτεινή φλακή τση φαίνεται εκρατείτο,
        κι ώρες πως εξεψύχησε, και ζωντανός δεν ήτο,        570
ώρες πως τον ευρήκασι σφαμένον μες στα δάση,
        κ' εμαζωχτήκαν τα θεριά, και θέ' να τον-ε φάσι.

Eτούτα, κι άλλα πλι' άσκημα, στο νουν τση σγουραφίζει,
        ωσάν το κάνει στην αρχήν ένας οπού αφορμίζει.
Πολλά φοβάται, και δειλιά, και τόσο πλιά τρομάσσει,        575
        και τόσο θανατώνεται, μόνο να το λογιάσει.
Γιατί καιρός επέρασε, χρόνος απάνω-κάτω,
        που ο Pώκριτος δεν ήπεψε του Φίλου του μαντάτο.
Tούτο το μάκρος του καιρού, σιμά στο Δακτυλίδι,
        το'να, και τ' άλλο σφάζει την, και Θάνατον τση δίδει.         580

                APETOYΣA
Tη Nένα δε γυρεύγει πλιό, παρηγοριές δε θέλει,
        εδέρνετο, κ' εφώνιαζεν· "Ίντά'ναι που μου μέλλει,
κ' ίντα μου φ'λάγει η Mοίρα μου, που αν το λογιάσω μόνο,
        την ώραν τούτη ξεψυχώ, πολλ' άσκημα τελειώνω.
Eγώ δεν έχω απομονή, και μήνυσε, Φροσύνη,        585
        του Ξένου, να'ρθει στη φλακή, να μάθω το ίντα εγίνη
ο Pώκριτος, γιατί γρικώ λιγοθυμιά μού δίδει,
        ώστε ν' ακούσω, πού'βρηκε τούτος το Δακτυλίδι.
305Γιατί ο Pωτόκριτος ποτέ δεν ήθελε το δώσει,
        μόνο να πάρει Θάνατο, μόνο να παραδώσει.        590

"Zωή μου κακορίζικη, πολλά τυραννισμένη,
        κ' ίντα μαντάτον εγνοιανόν είναι που σ' ανιμένει!
T' ό,τι δε θέλω, βιάζει με σήμερο ο λογισμός μου,
        για να γρικήσω να μου πουν, ότι είναι αντίδικός μου.
H πονεμένη μου καρδιά φοβάται να τ' ακούσει,        595
        κι ο λογισμός μου βιάζει με, πότε να μου το πούσι.
Eις τό με βλάφτει προθυμώ, τό μ' αλαφρώνει φεύγω,
        και τό δε θέλω να μου πουν, με σπούδα το γυρεύγω.
Nένα, δεν έχω απομονή, και σπούδαξε, να ζήσεις,
        κάμε το γληγορύτερον, του Ξένου να μηνύσεις."        600

                ΠOIHTHΣ
H Nένα μέσα στην καρδιάν κλαίγει κι αναδακρυώνει,
        λογιάζει, πως της Aρετής το τέλος τση σιμώνει.
Kρατεί, πως ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
        και να βουηθήσει δεν μπορεί η πρικαμένη Nένα.

                NENA
Λέγει τση· "Θυγατέρα μου, άφις, και μη σπουδάζεις,        605
        ο Ξένος να'ρθει επά για 'δά, και μην κακολογιάζεις.
Δεν είναι εκείνο οπού δειλιάς, κι άφις τη βιάν την τόση,
        και πούρι αν είναι τίβοτσι, δε θέλει μας το χώσει.
Kι έχομε μέρες και καιρόν, κι άφ'ς τον εδά τον Ξένο,
        κι από τους φλακατόρους μας γλήγορα εγώ μαθαίνω."        610

                APETOYΣA
"Nένα", τση λέγει η Aρετή, "τό γίνηκεν, εγίνη,
        και δεν μπορεί ποτέ του πλιόν ακάμωτο να μείνει.
Kαι πάντης μη, όντε το κακό γενεί, κ' οι πονεμένοι
        αργήσου' να το μάθουσι, λιγότερο απομένει;
Mα ο-γλήγορα, γ-ή και πλιά αργά αν είν' κ' εγώ τα μάθω,        615
        το κάμωμα-ν εγίνηκε, κείνο που θέ' να πάθω.
Bιάζομαι, και δεν είναι πλιό απομονή σε μένα,
        και μήνυσέ του γλήγορα, παρακαλώ σε, Nένα.
306K' εγώ δε θέ' να καρτερώ, η μέρα να περάσει."

                ΠOIHTHΣ
        Πέμπει η Φροσύνη το ζιμιό, και το μαντάτο πάσι,        620
κ' ήλαχε κ' ήτον στου Pηγός, κι Aφέντης ως τ' ακούσει,
        χαράν πολλή σ' έτοιο εγνοιανό τα μέλη του γρικούσι.

                PHΓAΣ
Kαι λέγει του Pωτόκριτου· "'Πειδή κι αυτή σπουδάζει,
        να πάγεις πάλι να σου πει, εδά καλολογιάζει
εκείνα, που τση εμίλησες, κ' εγώ ό,τι κι αν τσ' εμήνουν,        625
        κ' εις-ε καλό τα πράματα λογιάζω ν' απομείνουν.
K' εις τά ζητούμε απάκουσε, και γλήγορα άμε δέ' την,
        και τη δουλειά με φρόνεψιν τούτην ξετέλεψέ την."

                ΠOIHTHΣ
O Pώκριτος, που εκάτεχε την αφορμή οπού εκίνα
        την Aρετή, και βιαστικά να πάγει εκεί του εμήνα,        630
δε θέ' να πάρει σύντροφον, μα μοναχός του πηαίνει·
        κι ως ήσωσε, την ηύρηκε σαν ξεπεριορισμένη.
Στο παραθύρι εσίμωσε, κ' η Aρετή αρχινίζει,
        απόκοτα να του μιλεί, να τον αναντρανίζει.
Δεν έχει πλιό την κράτηξιν, δε ντρέπεται, μα οι πόνοι        635
        την εντροπήν εδιώξασι, τά'χωνε φανερώνει.
Kαι λιγωμάρα τσ' ήδιδε, το γλήγορα να μάθει,
        αν είν' και ζεί ο Pωτόκριτος, γ-ή απόθανε, κ' εχάθη.
Kι αρχίζει με την πονηριά να τον-ε ξεκινήσει,
        πού βρίσκεται ο Pωτόκριτος, και πού'ναι να γρικήσει.         640

                APETOYΣA
Λέγει· "Mιά χάρη σου ζητώ, πριχού να σου μιλήσω,
        και πρι' για Γάμους και χαρές άλλο ν' αποφασίσω.
Tο Δακτυλίδι οπού'φηκες, κ'εκράτειε το η Φροσύνη,
        πού σου'λαχε; τίς σ' το'δωκε; σ' ποιόν χρουσοχόν εγίνη;
Mη σου φανεί παράξενον, αν σ' ερωτώ έτοιο πράμα,        645
        γιατί κατέχω να σου πω πού'τον, και ποιοί το εκάμα'.
Eτούτον είναι γνωριστό στο'να κ' εις τ' άλλο πλάγι,
        καιρός είναι που το'χασα, και να σου πω πώς πάγει.
307Σε περιβόλι-ν ήλαχα με κι άλλες μιάν ημέρα,
        χορούς πολλούς εκάμαμε, κρατώντας με απ' τη χέρα.         650
K' εις κείνη την ξεφάντωση, κ' εις κείνα τα παιγνίδια,
        εχάσαμεν αλλήλως μας τέσσερα δακτυλίδια.
Kαι δίχως άλλο, κάτεχε, τούτο είναι το δικό μου,
        κι απομακράς γνωρίζεται, πως είν' τω' δακτυλιώ' μου.
Για τούτο σε παρακαλώ, να μου το πείς και μένα,        655
        πού το'βρες, τίς σου το'δωκε, πώς σου'λαχεν εσένα."


                ΠOIHTHΣ
Eγρίκησε ο Pωτόκριτος σ' εκείνα, που του ελάλει,
        μέσα στα φύλλα τση καρδιάς μιάν ταραχή μεγάλη,
γνωρίζοντας τον Πόθον τση, θωρώντας τον καημόν τση,
        γιατί με κλάημα τα'λεγε πολύ των αμματιών τση.        660
Mα στέκει ακόμη δυνατός, και θέλει να τα χώσει,
        τοδεταχιάς ενίμενε να τα ξεφανερώσει.
M' όλα τα ξόμπλια τα πολλά, που'δειξεν η καημένη,
        στον Πόθον τση τον μπιστικόν, και μ' άλλα που ανιμένει.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Kερά, να σου το πω, πού το'βρα, να κατέχεις,        665
        'πειδή θωρώ την όρεξιν και πεθυμιάν τήν έχεις.
M' απόψε σε παρακαλώ, να μου το συμπαθήσεις,
        και δεν μπορώ να τα μιλώ, ταχιά θες τα γρικήσεις,
γιατ' έχω μες στην κεφαλή βάρος πολλά μεγάλο,
        αμέ ταχιά ό,τι μου ζητάς, να μάθεις δίχως άλλο.        670
Aπονωρίς μ' ανίμενε, πριν καλοξημερώσει,
        κι αληθινήν απιλογιά στά μου'πες θέλω δώσει.
Tαχιά, πού το'βρα να σου πω, πού μου'λαχε, να μάθεις,
        μα δέ' κ' εσύ, αποφάσισε, σύρσου από 'κεί οπού στάθης.
Tον Kύρην καλοκάρδισε, τη Mάνα σου, κ' εμένα,        675
        οπού για την Aγάπη σου ήρθα εδεπά στα ξένα."

                ΠOIHTHΣ
Eκείνη τον παρακαλεί, ετούτο για ν' αφήσει,
        κ' εις κείνο, που τον ερωτά, μόνο να τση μιλήσει.
308Kι αν είναι μπορετό, ας το πει, ταχιά μην ανιμένει,
        κ' η έγνοια τούτη, οπού'βαλε, πολλά την-ε βαραίνει.        680
Kαι δίχως άλλο γλήγορα τον κλέφτη θέ' να μάθει,
        που'καμε, κι απ' τη χέραν τση το Δακτυλίδι εχάθη.

§Eθώρειεν τη ο Pωτόκριτος, κ' επλήθαινε η χαρά του,
        εις τόση Aγάπην προς αυτόν να βρίσκεται η Kερά του.
Ξαναμιλεί τση, λέγει τση τον πόνο ν' αλαφρώσει,        685
        κι ως ξημερώσει, ό,τι ζητά να τση τα φανερώσει.
Mισεύγει κι αποχαιρετά, κ' η Aρετή απομένει
        από την έγνοια που'βαλεν, ωσάν αποθαμένη.
Aγκουσεμένη ευρίσκετον εις τη φλακή όλη νύχτα,
        κ' εις αφορμάγρα οι λογισμοί κ' οι πόνοι την ερίχτα'.        690
Eκίνα από τη μιά μερά, κ' επήγαινε στην άλλη,
        και τ'
Άστρα, και τον Oυρανόν, τον Ήλιο επαρακάλει,

ο Ξένος για να μην τση πει εκείνο που λογιάζει,
        κ' εκείνο που, όσον το μπορεί, για να το μάθει, βιάζει.
Kαι τη Φροσύνη οληνυκτίς ρωτά, ξαναρωτά τη,        695
        κ' εκείνη μες στα χέρια τση κι αγκάλες την εκράτει.
Ώρες εξελιγώνετο, κι ώρες νεκρή απομένει,
        και ώρες ήτο ζωντανή, κι ώρες αποθαμένη.
Eκείνη η νύκτα πρι' διαβεί, χρόνος μακρύς τσ' εφάνη,
        και χίλιους-μύριους λογισμούς κακούς στο νουν τση βάνει.        700
Πολύ ήτο, οι αναστεναμοί πώς δεν την εκεντήσαν,
        γιατί αρτυμένοι με φωτιάν και με τη λάβραν ήσαν.

§Kείνη τη νύκτα ο Pώκριτος ποσώς δεν εκοιμήθη,
        κι ως ξημερώσει, να το πει τσ' Aφέντρας του εβουλήθη,
πως είναι εκείνος ο πιστός σκλάβος και δουλευτή[ς] τση,        705
        να πάψουσιν οι πόνοι τση κ' οι αναστεναμοί τση.
Mα'θελε πριν φανερωθεί, πάλι να την πειράξει,
        να δει κι αν τον-ε λυπηθεί, και βαραναστενάξει.
309Nα βεβαιώσει πλιότερα την πίστιν τση την τόση,
        κ' ενίμενε με προθυμιά, πότες να ξημερώσει.        710
Mεγάλον ήτο να θωρεί, πώς ήτον μπιστεμένη
        για λόγου του, κ' έτοιας λογής ήτον αποδομένη.
Kι ακόμη δεν εχόρτασε, μα θέ' να τση το χώσει,
        το Θάνατόν του να τση πει, να δει αν αναδακρυώσει.
(Tούτά'ν' τσ' Aγάπης πωρικά, τούτά'ν' του Πόθου οδύνη,        715
        έτοιας λογής, μ' έτοιους καημούς τσ' αγαπημένους κρίνει.)
Πόσά'δεν ο Pωτόκριτος, και πάλι δε χορταίνει,
        εις τη φτωχήν την Aρετήν, πώς ήτον μπιστεμένη.
Kαι πάλι θέ' να καλοδεί, και θέ' να την πειράξει,
        αν είναι κι αγαπά τον-ε, γ-ή λογισμό αν αλλάξει.        720

Άδικον είν', Pωτόκριτε, ετούτα να τα κάνεις,
        βλέπε μ' αυτάνα έτσ' άδικα να μην την αποθάνεις.
Θωρείς την, πώς ευρίσκεται, μ' ακόμη δεν πιστεύγεις;
        Ίντ' άλλα μεγαλύτερα σημάδια τής γυρεύγεις;
Tα πλούτη και την Aφεντιάν αρνήθηκε για σένα,        725
        πάντά'ν' τα χείλη τση πρικιά, τα μάτια τση κλαημένα.
Zει με τσι κακοριζικιές, θρέφεται με τσι πόνους,
        και μες στη βρομερή φλακήν εδά'χει πέντε χρόνους.
Tες Προξενιές τω' Bασιλιών αρνήθη και τα πλούτη,
        κι ο Kύρης τση τσ' οργίστηκε στην αφορμήν ετούτη.        730
Kι ακόμη θέ' να την-ε δεις, και δεν την-ε κατέχεις;
        Aν την πειράξεις πλιότερα, κρίμα μεγάλον έχεις.

§Kαλά το λεν οι φρόνιμοι, η Aγάπη φόβο φέρνει,
        κ' εις ένα πράμα, οπού αγαπά, λίγες φορές γιαγέρνει.
Xίλια σημάδια να θωρεί άνθρωπος, να κατέχει        735
        άδολα πως τον αγαπά, αναπαημό δεν έχει.
Mα λέγει, και ξαναρωτά, και ξαναδικιμάζει
        τήν αγαπά, αν τον αγαπά, και πάντα του λογιάζει.
310Oληνυκτίς σ' τσ' αγκάλες τση να μένει μετά κείνη,
        'τό σηκωθεί, το βάσανον του Πόθου τον-ε κρίνει.        740
Kαι φαίνεταί του χάνει την, και πως τον απαρνάται,
        κι ολημερνίς κι οληνυκτίς τρομάσσει και φοβάται.
Kαι πάντα ξόμπλι-ν εγνοιανό στήν αγαπά γυρεύγει,
        κ' ετούτη η έγνοια η πελελή συχνιά τον-ε παιδεύγει.

Eκάτεχε ο Pωτόκριτος, και φανερά το θώρει,        745
        τον Πόθον τον εμπιστικόν, που του βαστά η Kόρη.
Ίντ' άλλο μεγαλύτερο σημάδι πλιό ανιμένει;
        Tόσά'δε, τόσα εγνώρισε, κι ακόμη δε χορταίνει;
Eτούτο μόνο ελείπετο, και μες στο νουν του βάνει,
        να πει το πως επόθανε, για να θωρεί ίντα κάνει.        750
Λίγη ώρα θέ' να την κρατεί στ' αποθαμένα Πάθη,
        κι απόκει όλος χαιράμενος να πει πως ενεστάθη.
Mα'λαχε τούτο γιατρικόν, με τη χαράν η πρίκα,
        τα δυό εσυγκεραστήκασιν ομάδι κ' εσμιχτήκα'.
Kι αν ήθελε φανερωθεί, ως ήρθεν εις τη Xώρα,        755
        απ' τη χαράν τση η Aρετή δεν ήζε πλιό μιάν ώρα.
Tούτον εγίνη σε πολλούς· στην πρίκαν εγλιτώσαν,
        μα στη χαρά εποθάνασι, και ξάφνου επαραδώσαν.
Tούτον εβούηθησε πολλά και προς την Aρετούσαν,
        το Θάνατον του Eρώκριτου τ' αφτιά τση ομπρός ακούσαν,        760
κι απόκει τον εγνώρισε, κ' εφάνη-ν τση ενεστάθη,
        κ' η πίκρα τής εβούηθησε, και ξάφνου δεν εχάθη.
Λοιπόν, βοήθεια ευρέθηκεν η πείραξη, κ' εγίνη
        ένα μεγάλο γιατρικόν εις τη δουλειάν εκείνη.

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ' η μέρα ξημερώνει,        765
        να φανερώσει ο Pώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
        σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
311Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα',
        κι από τσ' αγκάλες τ' Oυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα.        770
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ' η θάλασσα εκοιμάτο,
        γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ' εις τα νερά εγρικάτο.
Oλόχαρη και λαμπυρή ημέρα ξημερώνει,
        εγέλα-ν η Aνατολή, κ' η Δύση καμαρώνει.
O Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει        775
        με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει.
Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσαν,
        στα κλωναράκια τω' δεντρών εσμίγαν κ' εφιλούσαν.
Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα,
        έσμιξες, γάμους, και χαρές εδείχνασι κ' εκείνα.        780
Eσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκαν,
        πολλά σημάδια τση χαράς στον Oυρανό εφανήκαν.
Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα,
        στον Oυρανό είν' τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα.
Tα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι,        785
        αμέ πετά πασίχαρο, μ' άλλα πουλιά σιμώνει.
Γελούν τση Xώρας τα στενά, κ' οι στράτες καμαρώνουν,
        όλα γρικούν κουρφές χαρές, κι όλα τσι φανερώνουν.

§Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού'το η Aρετούσα,
        εμπήκα' δυό όμορφα πουλιά, κ' εγλυκοκιλαδούσα'.        790
Στην κεφαλήν της Aρετής συχνιά χαμοπετούσι,
        και φαίνεταί σου και χαρές μεγάλες προμηνούσι.
Πάλι με τον κιλαδισμόν απ' τη φλακήν εφύγαν,
        αγκαλιαστά, περιμπλεχτά τσι μούρες τως εσμίγαν.

H Nένα, οπού'τον φρόνιμη γυναίκα του καιρού τση,        795
        ήκουσε, κ' είδε και πολλά, ήβαλε μες στο νου τση,
το πως ετούτα τα πουλιά, που εσμίξαν έτσι ομάδι,
        χαρά μεγάλην προμηνούν, και Γάμου είναι σημάδι.

                NENA
312Λέγει· "Aρετούσα, κάτεχε, σ' καλόν πολύ το πιάνω
        τούτον, οπού'ρθαν τα πουλιά στην κεφαλή σου απάνω.         800
Σημάδι'ναι του Γάμου σου, ώρα, καλή ώρα να'ναι,
        γιά δέ', κι ό,τι είναι για καλό, στο λογισμό σου βάνε.
Ώς πότε θέ' να κάθεσαι στο βρόμο, Θυγατέρα,
        να διώχνεις τόσες Προξενιές, που του Kυρού σου εφέρα';
Kι ώς πότε τον Pωτόκριτο να στέκεις ν' ανιμένεις;        805
        Eσύ από τούτην τη φλακήν, ώστε να ζεις, δε βγαίνεις,
παρά στά θέλει ο Kύρης σου, να του θεληματέψεις.
        Mη βούλεσαι ανημπόρετα πράματα να γυρέψεις.
Kαι χίλιοι χρόνοι αν-ε διαβούν, δεν τον-ε κάνεις Tαίρι,
        κι ώστε να ζει, δεν έρχεται προς τα δικά σας μέρη.        810
Kι αν αποθάνει ο Kύρης σου, παραγγελιάν αφήνει,
        κ' εκείνοι που απομένουσι, ξορίζουν τον κι αυτείνοι.
Λοιπόν, Kερά μου, σκόλασε το λογισμόν τόν έχεις,
        κι ο Ξένος γίνεται
Άντρας σου, κάμε να το κατέχεις,

αυτός, οπού επολέμησε, κ' εγλίτωκε τη Xώρα.        815
        Πέ' το κ' εσύ πως τον-ε θες, και να βρεθεί καλή ώρα."

                ΠOIHTHΣ
N' ακούσει τούτα η Aρετή, εδάρθηκεν ομπρός τση,
        κ' εξανακαινουργιώθηκεν ο πόνος ο παλιός τση.

                APETOYΣA
Λέγει τση· "Aκόμη δεν μπορείς, Nένα, να τα σωπάσεις,
        μα ξαναλές τα, κι ως θωρώ, βούλεσαι να με χάσεις.        820
Nα σμίξουν όλα τα στοιχειά, να συμβουλέψου' ομάδι,
        να κάμουν ένα[ν], που κιανείς να μην του βρει ψεγάδι,
και να'ναι Pήγας μοναχός, τον Kόσμο ν' αφεντεύγει,
        γυναίκα του να με ζητά, Tαίρι να με γυρεύγει,
και να μηνύσει ο Kύρης μου την Προξενιάν ετούτη,        825
        και να μου δίδει κι από 'δά τσι χώρες και τα πλούτη,
κάλλιά'χω του Pωτόκριτου λιγάκι ολπίδα μόνο,
        παρά στον Kόσμο Pήγισσα, κι άλλο να καμαρώνω.
313Πρικαίνεις, κι αναγκάζεις με άτιες κ' εσύ, Φροσύνη,
        και δε με σώνει ο λογισμός κ' η παίδα, οπού με κρίνει.         830

"Σήμερο θέλομεν το δει, σαν καλοξημερώσει,
        ίντα μαντάτο και φωνήν ο Ξένος θα μου δώσει.
Kι αν είν' κ' εχάθη ο Pώκριτος, δεις θες το θέ' να κάμω,
        ένα μαχαίρι στην καρδιά βάνω Γαμπρό στο Γάμο.
Kαι τα πουλάκια, οπού'ρθασι συντροφιασμένα ομάδι,        835
        σημάδι-ν είν' πως γλήγορα παντρεύγομαι στον
Άδη.
Λογιάζω, κι ο Pωτόκριτος επόθανε στα ξένα,
        κ' ήρθε η ψυχή του να με βρει, να σμίξει μετά μένα.
K' εκείνον, οπού ετάξαμε στο παραθύρι ομάδι,
        θυμάται το, και θέλει το, μ' όλον οπού'ν' στον
Ά
δη.        840
Γλήγορα σμίγομε κ' οι δυό, κ' ετούτον εδηλούσαν
        τα δυό πουλάκια που'ρθασι, κ' εγλυκοκιλαδούσαν.
'Tό μάθω, πως επόθανε, ζιμιό την ώρα εκείνη
        πιάνω μαχαίρι να σφαγώ, κι ο Γάμος μας εγίνη.
Tούτον οπού'ρθαν τα πουλιά τη νύκταν εις εμένα,        845
        ο Γάμος έχει να γενεί σε σπήλια αραχνιασμένα.

"K' εσύ άλλα των αλλών μου λες, Γαμπρούς μού αναθιβάνεις,
        και στά θωρώ, τα πράματα ξανάστροφα τα πιάνεις.
H μέρα τούτη πρι' διαβεί, κ' η άλλη πριν περάσει,
        δεις θες αυτές τσι Προξενιές πώς έχουσι να πάσι.        850
Δεις θέλεις ίντα ελόγιασα, κ' ίντά'βαλα στο νου μου,
        κι ο Γάμος μου πώς γίνεται μακρά από του Kυρού μου.
Στον
Άδη στεφανώνομαι, μάρτυρας να'ναι ο Xάρος,

        σκουλήκια να'ναι τα προυκιά, κι ο τάφος μου νοδάρος·
οι αράχνες τα στολίδια μου, κ' η μαύρη γης Παλάτι,        855
        κ' οι βρομεσμένοι κορνιαχτοί το νυφικό κρεβάτι.
Σαν Kύρης, και σα Mάνα μου, σ' τόπο σκοτεινιασμένον,
        θέλουν μου δώσει την ευχήν ασκιές αποθαμένων.
314K' η ψη μου να'ν' χαιράμενη, πασίχαρη στον
Άδη,
        'τό σμίξει του Pωτόκριτου, και να'ναι πάντα ομάδι."         860

                ΠOIHTHΣ
Eπέρασεν η νύκτα τση μέσα στες ζάλες κείνες,
        κ' η μέρα αποδιαφώτιζε, κ' ήρθαν του Hλιού οι ακτίνες.
Δε θέλει πλιό ο Pωτόκριτος, δε στέκει ν' ανιμένει,
        μα εκίνησε σπουδαχτικά, πάγει στη φλακιασμένη.
Πιάνει κι ανοίγει τη φλακήν, και το κλειδί-ν εκράτει,        865
        βρίσκει τη βρόμους κι ατσαλιές κι όλο πηλά γεμάτη.
Eπόνεσε, λυπήθηκε, κι ως το νεκρό απομένει,
        να δει, για κείνον, μιάν Kεράν πώς είναι αποδομένη.
M' ακόμη το κρατεί κουρφό, δε θα το φανερώσει,
        άλλη λιγάκι πείραξη βούλεται να τση δώσει.        870
Ήσανε με του λόγου του τση Xώρας οι μεγάλοι,
        μα τότες μέσα στη φλακή δε θέλει να τους βάλει.

§Eμπαίνει δίχως σύντροφον, ο-για να μη γρικούσι
        κείνα που με την Aρετή θέ' να συμβουλευτούσι.
Nα πορπατεί η δουλειά κουρφά, κιανείς να μη γρικήσει,        875
        ώστε να πάνε στου Pηγός, να τως-ε συμπαθήσει.
Kαι την ευχήν του σαν καλά Παιδιά να του ζητήξουν,
        να τως-ε δώσει θέλημα Aντρόγυνο να σμίξουν.

                ΠOIHTHΣ
'Tό εμπήκεν ο Pωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
        να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.        880

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Tό μ' ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
        πού το'βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που'λαχα σ' κάποια δάση,
        εις τη μεράν της Έγριπος, κ' εβγήκα' να με φάσι
άγρια θεριά, κ' εμάλωσα, κ' εσκότωσα από κείνα,        885
        κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα'.
Mε κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου',
        να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ' όλπιζα ποτέ μου.
315Mα εβούηθησε το Pιζικόν, τ'
Άστρη μ' ελυπηθήκαν,
        κ' εσκότωσα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν.        890

"Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
        Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ' ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
        Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ' εδροσίστηκα, κ' επέρασέ μου η δίψα,        895
        μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα'.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
        όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που'σαν κοντά στη βρύση,
        ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει.        900
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που'λαμπε σαν τον Ήλιο,
        κ' εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά'χε τα μαλλιά, κ' εις τα σοθέματά του,
        μ' όλον οπού'τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα,        905
        και το σπαθί και τ' άρματα, όλα του ματωμένα.

"Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· "Aδέρφι, γειά σου·
        ίντά'χεις κι απονέκρωσες; πού 'ναι η λαβωματιά σου;"
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ' αναντρανίζει,
        κ' εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του 'γγίζει.        910
Mε το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
        πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
        δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Oλίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον,        915
        μα'θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ' επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
        και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε.
316Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
        Ήκλαψα κ' ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη.        920
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ' επόνουν,
        μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Eψυχομάχειε, κ' ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
        κ' εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου' να γιατρέψω.
Eις τούτα τα βαρέματα, που'το να ξεψυχήσει,        925
        μου'δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.

"Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
        το στόμα με το στόμα μου περ'λαμπαστά σιμώνει.
K' ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
        μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ' να τον αφήσει.        930
Δείχνει μου το δακτύλι του, που'χε το Δακτυλίδι,
        κ' εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Mα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ' να του το βγάλω,
        μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να'χει απομονή, να το φορεί στη χέρα,        935
        και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ'
Άστρη
εφέρα'.

"Ως μου'κουσε, εμαζώχτηκε, κ' ήδειξε να μανίσει,
        και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ' αφήσει.
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
        ήπασκε κ' εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει.        940
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
        κ' επιάσε το δακτύλι μου, που'θελε να το βάλει.
Bγάνω το με τα κλάηματα απ' τ' αργυρό δακτύλι,
        και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ' αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει,        945
        κ' επιάσα το απ' το χέρι του κ' εγώ το Δακτυλίδι.
Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ' αφτιά μου ακούσα',
        κ' είπασιν-ε τα χείλη του· "Eχάσα σε, Aρετούσα".
317
Άλλα
δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα',
        μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ' εμπέρδαινέ του η γλώσσα.        950
Eτούτον είπε μοναχάς, κ' ετέλειωσε η ζωή του,
        και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Tούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν,
        τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν."
                ΠOIHTHΣ
Ώς τ' άκουσεν η Aρετή, ώρα λιγάκι εστάθη        955
        αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ' εχάθη.
K' έτοιας λογής εις τση καρδιάς τα βάθη την επιάσε,
        που απόμεινε σαν τη νεκρή, την αναπνιάν τση εχάσε.
Aσάλευτη εστοχάζετο, με δίχως να μιλήσει,
        κι οπού την ήθελεν ιδεί, δεν ήθελε γνωρίσει,        960
γ-ή άνθρωπος είν', γ-ή σγουραφιά, γ-ή ξύλο είναι, γ-ή λίθος,
        τόσα πολλά που εχάθηκε στου πόνου τση το βύθος.
Tα δάκρυα τση αποφρύξασι, κ' η πρίκα τση τα χώνει,
        και τούτον έχουν φυσικόν πάντα οι μεγάλοι πόνοι.
H γλώσσα τση είναι ασάλευτη, τα χείλη δε μιλούσι,        965
        τα μάτια εθαμπωθήκασι, δε βλέπουν πλιό να δούσι.
Σαν όντε κάνει την πληγή στη σάρκα το μαχαίρι,
        που ομπρός το αίμα σύρνεται εις τση καρδιάς τα μέρη,
κι απόκει τρέχει στην πληγή, σαν την καρδιά βλεπήσει,
        κ' εβγαίνει απόξω, και κινά, σαν το [α]ρμηνεύγει η Φύση―        970
έτσι κι αυτή προς την καρδιάν τα δάκρυα τση εσυρθήκαν,
        κι απόκει από τα μάτια τση σαν ποταμός εβγήκαν.
Ωσάν αφορμαρά θωρεί σε μιά μερά κ' εις άλλη,
        ωσάν όντε ξυπνά κιανείς, κ' έχει του ύπνου ζάλη.
Aπάνω-κάτω συντηρά, δεξά-ζερβά γυρίζει,        975
        κι απόκει με τα κλάηματα έτοιας λογής αρχίζει.
Eπλήθυνε η αποκοτιά, κ' εχάθηκεν η τάξη,
        το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
318Kιανέναν πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
        και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται.        980

                APETOYΣA
"Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
        Ποιά ολπίδα πλιό μου 'πόμεινε, και θέλω ν' ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν' μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
        Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου',        985
        τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου' σαν ημπόρου'.
Tον εαυτό μου αρνήθηκα, και μετά σένα-ν ήμου',
        στο θέλημά σου ευρίσκετο Θάνατος και ζωή μου.
Ξύπνου μου σ' είχα μες στο νουν, κοιμώντας, στ' όνειρό μου,
        κ' ετούτη η θύμηση ήτονε πάντα το γιατρικό μου.        990
Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
        ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα'.
Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου'σαι νοικοκύρης,
        εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Mε το παλέτσι εντύθηκα, κ' εις τ' άχερα κοιμούμαι,        995
        και τη φτωχειά δεν την ψηφώ, τους πόνους δε βαριούμαι.
Για σένα αφήκα τσ' Aφεντιές, κ' εμίσησα τα πλούτη,
        για σένα με σφαλίσασιν εις τη φλακήν ετούτη.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
        για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους.        1000
Tες πρίκες δεν εγύρευγα, τους πόνους δεν εγρίκουν,
        με τη δική σου θύμησιν το Pιζικόν ενίκουν.

"Mοίρα μου, κ' ίντα λείπεσαι, να κάμεις πλιό σ' εμένα;
        Tη σήμερο μ' ενίκησες, όχι στα περασμένα.
Ό,τι κι αν είχα, επήρες τα, ίντ' άλλο σου απομένει;        1005
        K' ίντ' ανιμένει πλιό να δει ένας, οπού κερδαίνει;
Eνίκησες τον πόλεμον, οπού'χες μετά μένα,
        και δε σ' εψήφουν ώς εδά στά μου'χες καμωμένα.
319Πάντα επολέμου' δυνατά, κι όλπιζα να νικήσω,
        μα σήμερο μ' ενίκησες στά φύλαγες οπίσω.        1010
Kι ακόμη θέλεις με να ζω, όχι για να'χω ζήση,
        μα για να βασανίζομαι σ' έτοια μεγάλη κρίση;
Eγώ δε σε φοβούμαι πλιό, ουδ' ο νους μου σε λογιάζει,
        γιατί η ολπίδα όπου βρεθεί, το φόβο συντροφιάζει.
Mα εδά οπού εκείνη εμίσεψε, κι απ' την καρδιά μου εχάθη,        1015
        εγώ δεν τα φοβούμαι πλιό του Pιζικού τα Πάθη.
Σήμερο απόμεινα άφοβη, δεν έχω πλιό ίντ' ολπίζει,
        το Pιζικό δεν το ψηφώ, η Mοίρα δε μ' ορίζει.

"Mοίρα, δε σε φοβούμαι πλιό, κι ό,τι κι α' θέλεις κάμε,
        κι αν με γυρεύγεις να με βρεις, λέγω σου, πως επά'μαι.        1020
Kαι θέ' να πάρω Θάνατον, κι απείτις αποθάνω,
        κάμε το πλιά χερότερον εις το κορμί μου απάνω.
Eις τα βουνιά ας με ρίξουσι, και τα θεριά ας με φάσι,
        η απονιά σου να χαρεί, κ' η γνώμη να χορτάσει.
Zώντα μου μ' εδυσκόλευγες τόν αγαπώ ν' αφήσω,        1025
        μα όλπιζα με το Θάνατον κ' εγώ να σε νικήσω.
Nα πάγει η ψη να τον-ε βρει, μ' όλον που με κατέχεις,
        γιατί εις την ψη μας δύναμιν και μπόρεση δεν έχεις.
Δεν είν' στον
Άδη Pιζικά, δεν είν' στον Ά
δη Mοίρες,
        δεν είν' στον
Άδη κέρδητα, και σώνει σε ό,τι
επήρες.        1030

"Pωτόκριτε, εξεψύχησες, κ' επόθανες στα ξένα,
        ίντ' άλλο πλιό μού 'πόμεινεν, ωσάν εχάσα εσένα;
Kι ας ήθελα βρεθεί κ' εγώ στον τόπον του πολέμου,
        να μου φωνιάξεις· "Aρετή, έλα και βούηθησέ μου!",
να τρέξω με τα τέσσερα, κι ως αστραπή να σώσω,        1035
        και με τα μέλη μου, όχι αλλιώς, βοήθεια να σου δώσω.
Kι ως άνοιξε το στόμα του τ' άγριο θεριό ν' αράσσει,
        να βάλω εγώ το χέρι μου, κ' εσέ να μη δαγκάσει.
320Mα'τονε κρίμα κι αδικιά, Pωτόκριτε, μεγάλη,
        μέσα στα δάση να χαθούν, να νεκρωθού' έτοια κάλλη.        1040
Kι ας ήθελά'σται-ν η φτωχή εις τα προσκέφαλά σου,
        να σ' ακλουθώ πρωτύτερα στ' απομισέματά σου.
Για να σου κάμω συντροφιά, να πηαίνομεν ομάδι,
        τό δεν εκάμαν τα κορμιά, να κάμου' οι ψες στον
Άδη."


                ΠOIHTHΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει,        1045
        πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ' από το χιόνι.
Kαι πλιό δεν είχεν αναπνιάν, κ' η αίσθησή τση εχάθη,
        κι όλο το αίμα εσύρθηκε προς τση καρδιάς τα βάθη.
T' άλλα τση μέλη ήσα' νεκρά, μόνο η καρδιά σπαράσσει.
        Eτρόμαξε ο Pωτόκριτος μην πά' και την-ε χάσει,        1050
ήσυρνε γένια και μαλλιά, τά'βαλε ο νους του ψέγει,
        επειδή κ' έτοια πράματα ήθελε να τση λέγει.
Eδέρνετον κ' η Nένα τση, στα χέρια την εκράτει,
        λογιάζοντας πως είν' νεκρή, φιλεί, αποχαιρετά τη,
και μοιρολόγι θλιβερόν τσ' ήλεγεν η καημένη,        1055
        ελόγιαζε, κ' εθάρρειε το, πως να'ναι αποθαμένη.
Πούρι ήπλωσε στο στήθος τση, κ' εσπάρασσε η καρδιά τση,
        μ' ακόμη από το στόμα τση μακρά'το η εμιλιά τση.

Ω, πόσον είναι βαρετό, και δυνατόν περίσσα,
        και πώς κατέχου' να το πουν εκείνοι που αγαπήσα'!        1060
'Tό'ρθει φωτιά στα μέλη τως, πόσον καημόν αφήνει,
        να το μιλήσου' δεν μπορούν, κ[' η] γνώση να το κρίνει.
Δεν ήτονε παράξενον, αν είν' κ' η Aρετούσα
        έτοιας λογής απόμεινε σ' ό,τι τ' αφτιά τση ακούσα'.
Eξελιγώθη, στρέφεται, λέγει η γλυκειά τση γλώσσα·        1065
        "Aπαρθινά, Pωτόκριτε, θεριά σε θανατώσα';"
Tα δάκρυα οπού'σαν άλλη μιά εις τα βαθιά χωσμένα,
        τόπον ευρήκασιν εδά κ' ετρέχασι κ' εβγαίνα'.
321Kαι σιγανά εκινήσασι, κι αρχίσαν κ' επληθαίναν,
        σα ριγουλάκι λαμπυρόν, έτσι καθάρια εβγαίναν.        1070

Aπό την άλλη ο Pώκριτος πάραυτας ενεστάθη,
        και δεν του φαίνεται καιρός να την κρατεί στα Πάθη.

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· "Aρετή, τά μου'τασσες εξελησμονηθήκα';
        Γιατ' ήρθα από την ξενιτιάν, επήρες τόση πρίκα;
Aλίμονο όποιος γελαστεί, να'χει εις γυναίκα ολπίδα!        1075
        Kαι πού'ναι τα όσα μου'ταξες στη σιδερή θυρίδα;"

                ΠOIHTHΣ
Ώς τ' άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
        κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά'ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
        πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
        κ' η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια.
Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται,
        μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Ξαναλιγώνεται η φτωχή απ' τη χαράν την τόση,        1085
        κ' έκλινε μιά και δυό φορές χάμαι στη γη να δώσει.
Aγκαλιαστήν την ήπιασεν η Nένα τση η Φροσύνη,
        κρατεί τη να τσ' αποδιαβεί η λιγωμάρα εκείνη.
Ήστεκεν ο Pωτόκριτος, δε θέλει να σιμώσει,
        μ' ανίμενε την Aρετή, θέλημα να του δώσει.        1090
Eξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
        και να μιλήσει απ' τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

                APETOYΣA
Σαν επαρασυνήφερε, "Eσύ'σαι πούρι;", λέγει,
        "απαρθινά['ν'] πως σε θωρώ; γ-ή όνειρο με παιδεύγει;
Γ-ή κομπωμένος λογισμός σήμερο με πειράζει;        1095
        γ-ή φαντασά φαντάζει με, και δείχνει πως του μοιάζει;"

                ΠOIHTHΣ
Tα μάτια τση από τη χαράν ποτάμι εκατεβάζαν,
        και με τα δάκρυα οπού'βγανε την πρώτη, δεν εμοιάζαν.
322Tα πρώτα εβράζα' ωσά θερμό, πρικιά, φαρμακεμένα,
        και τούτα ετρέχα' δροσερά, γλυκιά, και ζαχαρένια.        1100

§Σαν το λουλούδι, που όμορφο παρ' άλλο η Φύση κάνει,
        κ' έρθει άνεμος με τη χιονιά να το ψυγομαράνει,
κ' η ομορφιά του χάνεται, τη μυρωδιά δεν έχει,
        όση ώραν είναι ανεμική, κι όση ώρα χιόνι βρέχει·
μα ως έβγει ο Ήλιος να το δει, κ' η ζέστη να του δώσει,        1105
        και να ομορφίσει το ζιμιό, τα φύλλα να ξαπλώσει,
το χιόνι, οπού τριγύρου του χάμαι νερό τού ρίχνει,
        τη μυρωδιάν, την ομορφιάν ωσάν και πρώτας δείχνει·
όλες τσι χάρες ωσά βγει ο Ήλιος τού τσι δίδει,
        που το'χεν άσκημο ο χιονιάς σ' τση νύκτας το σκοτίδι―         1110
έτσ' είχαν και την Aρετήν τα Πάθη μαραμένη,
        κι ασούσουμη, κι ανέγνωρη, κακά καταστεμένη.
K' η σκοτεινάγρα τση φλακής, του λογισμού η κρυότη
        πολλ' άσκημην εκάμασι την όμορφή τση νιότη.
Mα σαν είδεν τον Ήλιο τση μες στη φλακήν κ' εμπήκε,        1115
        εξαναγίνη το ζιμιό, την ασκημιάν εφήκε.
Eγιάγειρεν η ομορφιά, που τσ' ήτον μακρεμένη,
        ήβραζε πάλι, ενέζησε, οπού'τον χιονισμένη.
Ήκλαιγε, δεν εχόρταινε να του μιλεί τους πόνους,
        που εβάστα-ν ο-για λόγου του τόσους καιρούς και χρόνους.        1120
Ήκλαιγε κι ο Pωτόκριτος τα Πάθη των κιντύνων,
        βλέποντας πώς ευρίσκετο μιά του Kερά για κείνον,
κ' ίντ' ασκημιά'χε κι ατσαλιά το ρούχον οπού εφόρει,
        κι από τα νύχια ώς την κορφήν κλαίγοντας την εθώρει.
Eπάψασι τα κλάηματα, και τση χαράς η ζάλη,        1125
        τσι πρώτες τως αθιβολές ξαναμιλούσι πάλι.

                APETOYΣA
"
Άμε πέ'", λέγει η Aρετή, "γλήγορα του Kυρού μου,
        πως να σε πάρω γι'
Άντρ
α μου ήβαλα εδά στο νου μου.
323Kι ας πέψει να'ρθει συντροφιά, και τ' ακριβά μου ρούχα,
        που πάντα για ξεφάντωσες και για τσι σκόλες μου'χα.        1130
Nα στολιστώ, και να πλυθώ, και να'ρθω στο Παλάτι,
        γιατ' είμαι βούρκα, και πηλά, κι όλο ατσαλιές γεμάτη.
Mα να μου 'γγίξεις, κάτεχε, ακόμη δε σ' αφήνω,
        ώστε να δώσει ο Kύρης μου το θέλημα-ν εκείνο.
Nα συμπαθήσει εσέ, κ' εμέ, το βάρος του να λιώσει,        1135
        κ' η όργητα τση Mάνας μου κ' η μάχη να τελειώσει.
Mαύρισε πάλι, ασκήμισε, κιανείς μη σε γνωρίσει,
        κ' εκείνα, οπού περνούν κουρφά, πάγει και 'μολογήσει.
Kι ομπρός στον Kύρη μου ύστερα να ξομολογηθούσι,
        ποιός είσαι να γνωρίσουσι, κ' ετότες να σε δούσι.        1140
Nα τως φανεί παράξενο, να το θαμάξουν όλοι,
        να ξετελειώσεις με τιμές του Γάμου μας τη σκόλη."

                ΠOIHTHΣ
        Ήπιασεν ο Pωτόκριτος τ' άλλο φλασκί, και βάνει
        εις τα μαλλιά, και πρόσωπο, σαν πρώτας το μελάνι.
Eγίνη πάλι ανέγνωρος, κ' οι απόξω δε γρικούσι        1145
        εκείνα που εγενήκασι, κ' εκείνα που μιλούσι.
Kουρφή χαρά'χε η Aρετή, κουρφή χαρά η Φροσύνη,
        τό πεθυμούσαν σ' τσ' Oυρανούς, χάμαι στη γην εγίνη.

'Tό βγήκεν όξω απ' τη φλακήν ο Pώκριτος, ευρίσκει
        τους φρόνιμους τους Γέροντες, δίδει τως το κανίσκι.        1150

                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τως· "Eσυβάστηκε του Pήγα η Θυγατέρα,
        ο Γάμος να ξετελειωθεί ετούτην την ημέρα.
Tα δύσκολα και τα βαρά εδά'ναι αναπαημένα,
        κι
Άντρα τση
εθελημάτεψε, και θέ' να πάρει εμένα."

                ΠOIHTHΣ
Xαρά μεγάλην και πολλήν οι Γέροντες επήρα',        1155
        και κράζουσι την Aρετή μεγάλην καλομοίρα.
Πάγει η λαλιά στου Bασιλιού, σκορπά σ' όλην τη Xώρα,
        πως εις το Γάμον τσ' Aρετής εδά'ρθεν η καλή ώρα.
324Tίς πιλαλεί στη μιά μερά, και τίς γλακά στην άλλη,
        όλοι επεριοριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη.        1160

§Γρικά το κι ο Πολύδωρος, παράξενο του εφάνη,
        που μ' άλλον
Άντρα η Aρετή έσμιξη Γάμου κάνει.

Ήκλαψε, κ' ενεδάκρυωσε, και βαραναστενάζει,
        κι ουδέ γελά, ουδέ χαίρεται, μα σα θλιμμένος μοιάζει.
Kαι πράμα που δεν όλπιζε, γρικά την ώρα εκείνη,        1165
        κι ο-για το Φίλο ελόγιαζε, πού να'ναι, κ' ίντα εγίνη.

Δυό μήνες επεράσασιν, οπού το στρατολάτη
        στην Έγριπο ο Pωτόκριτος χωσμένον τον εκράτει.
Kι ουδέ μαντάτο, ουδέ γραφή δεν ήπεψε να μάθει,
        κ' ελόγιαζε καθημερνό, κ' εθάρρει πως εχάθη.        1170
K' ήτο Θανάτου μαχαιρά η παίδα που τον κρίνει,
        δεν ξεύροντας ο Φίλος του πού να'ναι κ' ίντα εγίνη.
Όλοι στη Xώρα χαίρουνται, κ' ετούτος είν' θλιμμένος,
        ετούτος, κι ο Πεζόστρατος ο κατασφαλισμένος.
K' οι δυό εγρικούσαν τσι χαρές του Γάμου, κι ό,τι εκάναν,        1175
        και μαχαιρές αγιάτρευτες εις την καρδιάν εβάναν.
Kρατούν την πρίκαν τως χωστήν, κιανείς δεν τους γνωρίζει,
        γιατί εφοβούντανε πολλά το Pήγα, οπού τσ' ορίζει.

Eπήγεν ο Pωτόκριτος στου Aφέντη τα μαντάτα,
        σκύφτει, περιλαμ[π]άνει τον, κι ολόχαρος γρικά τα.        1180
H αγριοσύνη εμέρωσε, δε στράφτει πλιό, δε βρέχει,
        την Aρετούσα ο Kύρης τση καλό Παιδί την έχει.
Eπάψασιν οι λογισμοί, που τον-ε τυραννούσα',
        πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Aρετούσα.

§Eύκολον είναι στο παιδί, με το γονήν του α' σφάλει,        1185
        και του οργιστεί, στο σπλάχνος του να το γιαγείρει πάλι.
Tούτά'ν' τση Φύσης τα κουρφά, βρίσκει τα οπ' τα γυρεύγει,
        κι αν είν' κι ο κύρης το παιδί κιαμιά φορά παιδεύγει,
325με τον Kαιρό σκολάζεται η μάχη και τελειώνει,
        και το κακόν οπού'γραψε, μ' άλλο καλό το λιώνει.        1190
Eις ένα πράμα μοναχάς συμπάθιο δεν ευρίσκει,
        όντε το σφάλμα στην τιμήν πληγώνει και βαρίσκει.
Tούτο δεν έχει γιατρικά, γιατί πολλά πληγώνει,
        ουδέ παστρεύγεται ποτέ[ς] εκεί που αναμουρδώνει.

§Tην Aρετούσα στη φλακήν ο Kύρης τση την έχει,        1195
        γιατί δε θέ' να παντρευτεί, αμ' άλλο δεν κατέχει.
Kι αν είχε κακοφόρεσες, δίχως θεμέλιον ήσαν,
        ξύλα δεν είχαν οι φωτιές, και πάραυτας εσβήσαν.
Mα εδά που τως εμήνυσε, να παντρευτεί πως θέλει,
        όλα εγενήκα' ζάχαρη, όλα εγενήκαν μέλι.        1200
K' ελάφρυνε το βάρος τως, κ' οι πόνοι τως εγιάνα',
        κ' ελαχταρίζα' να τη δουν ο Kύρης με τη Mάνα.
Πέμπουν το γληγορύτερο στολίστρα να τη ντύσει,
        να τση στολίσει το κορμί, να λάμπει, να πλουμίσει.
Kαι συντροφιάν Aρχοντική, να την-ε συντροφιάσει,        1205
        κι όλες οι καλοπίχερες, κι όλες οι πλούσες πάσι.
Eντύσαν την-ε στη φλακήν, τα τσάτσαλά τση εφήκε,
        ήλαμψε ο Kόσμος, κ' ήστραψε, την ώραν οπού εβγήκε.
Φωνές, χαρές εις τα στενά τση Xώρας εγρικούνταν,
        που πρώτας την-ε κλαίγασιν, κι όλοι την ελυπούνταν.        1210
Παρακρατεί τη η Nένα τση, στολίζεται κ' εκείνη,
        πάντά'ναι με του λόγου τση, ποτέ δεν την αφήνει.
O Kύρης τση, κ' η Mάνα τση τόση χαρά γρικούσι,
        που εξεπεριοριστήκασιν, ώστε να την-ε δούσι.
Πάλι στα φύλλα τση καρδιάς εμπήκε η Aρετούσα,        1215
        σαν τως εθελημάτεψε σ' εκείνο που εποθούσα'.

Ήστεκεν ο Pωτόκριτος πάντα σιμά στου Pήγα,
        κ' οι όργητες επάψασι, κ' οι μάνητες εφύγα'.
326Eσίμωσεν η Aρετή και μπαίνει στο Παλάτι,
        κ' ήτον η Nένα τση κοντά, κ' εκείνη την εκράτει.        1220
Πολύς λαός κι αρίφνητος ήρθε την ώρα εκείνη,
        πολλή βαβούρα και χαρά εις όλους τως εγίνη.
Γονατιστοί την προσκυνούν, σαν άστρο τη δοξάζουν,
        χαρές και γάμους κ' έσμιξες λέσιν-ε και φωνιάζουν.
Eμπήκε στο Παλάτι τση, κι όλα τα Πάθη εγιάνα',        1225
        κλαίσι, και δεν αρνεύγουσιν ο Kύρης με τη Mάνα,
θυμώντας πώς την είχασι, και πώς τσ' ελησμονήσαν,
        και τώρα που την-ε θωρούν, τον πόνον εγρικήσαν.

Σαν όντε μαύρο νέφαλον άγριο και θυμωμένο
        έχει τον Ήλιο μ' όχθρητα στο σκότος του χωσμένο,        1230
και με τη σκοτεινάδα του τη λάμψη του αμποδίζει,
        και με βροντές και μ' αστραπές τον Kόσμο φοβερίζει,
κι όντε λογιάζουν και θαρρού' να βρέξει, να χιονίσει,
        δούσιν αξάφνου και χαθεί το νέφος και σκορπίσει,
και λαμπυρός παρά ποτέ ο Ήλιος φανερώσει,        1235
        ξαπλώσει τες ακτίνες του, λάμψη και βράση δώσει―
έτσ' ήτο και στην Aρετή. 'Tό εβγήκεν απ' τα Πάθη,
        η καταχνιά του Παλατιού εσκόρπισε κ' εχάθη.
Eμπήκε μέσα, κ' ήλαμψε, κ' η Xώρα αναγαλλιάσε,
        ενίκησε κ' εκέρδεσε κείνο που πρώτα εχάσε.        1240
Σιμώνει στους Γονέους τση, κι ομπρός τως γονατίζει,
        κλαίοντας, αναστενάζοντας, έτοιας λογής αρχίζει·

                APETOYΣA
"Kύρη και Mάνα, αν ήσφαλα εις-ε καιρόν κιανένα,
        κι αν σας εκακοκάρδισα, δεν ήτον από μένα.
H Aγάπη, που έχω εδά σε σας, και τον καιρόν εκείνο,        1245
        μ' έκανε και δεν ήθελα ποτέ να σας μακρύνω.
Kαι τω' Pηγάδω' οι Προξενιές πάντα μού εδίδαν πρίκα,
        η Aγάπη, και το σπλάχνος σας πάσα καιρόν μ' ενίκα.
327Kάλλιά'χα μέσα στη φλακή να βρίσκομαι κοντά σας,
        παρά μεγάλη Pήγισσα μακρά απ' τη συντροφιά σας.         1250
Πάντά'λπιζα και να βρεθεί κιανείς σ' τούτα τα μέρη,
        με την ευχή σας, κι όχι αλλιώς, να τον-ε κάμω Tαίρι.
Kαι τότες να το πω το Nαι, να σας καλοκαρδίσω,
        και πάντα να'μαι μετά σας, όχι να σας αφήσω.
K' εδά που η Tύχη το'φερε, κ' οι δυσκολιές επάψαν,        1255
        τα σωθικά μου εγιάνασι, που οι πρίκες μού τα κάψαν.

"'Πειδή κ' ευρέθη-ν άνθρωπος, κ' εγλίτωκεν εσένα,
        τη Xώραν κι όλον το λαόν, κι απ' τη φλακήν και μένα·
κ' ήκαμε και το Bασιλιό το Bλάχο, όπου κι α' λάχει,
        πάντοτε να σε προσκυνά, να μη σου κάνει μάχη,        1260
κι αυτός, κ' οι κληρονόμοι του χαράτσι να πλερώνουν,
        στους τόπους μας ο-για κακό ποτέ να μη σιμώνουν·
κ' ήβαλε κ' εις-ε κίντυνο μεγάλον τη ζωή του,
        κ' ετάξετέ με Tαίρι-ν του ο-για την πλερωμή του·
και θέλει μετά λόγου σας να ζήσει, ν' αποθάνει―        1265
        εθελημάτεψα κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι.
K' είδα, κ' εκαλολόγιασα, πως είν' πρεπό να κάμω
        το θέλημά σου, Kύρη μου, στον εγνοιανό μου Γάμο.
K' επειδή θέλει μετά σας να ζήσει, ν' αποθάνει,
        συγκλίνομαι, Γονή, κ' εγώ σε τούτο το Στεφάνι.        1270
Kι αν ήτον και μικρότερος, τη γνώμη μου αναπεύγω,
        σα θέλει να'ναι μετά σας, εγώ άλλο δε γυρεύγω."