ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ Κ Ρ Η Σ" Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ |
|||||||||
Αρχική σελίδα Εισαγωγή Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ ΟΜΙΛΙΕΣ |
Άρκαλος ή ασβός Σαρκοφάγο θηλαστικό με κοντά πόδια και σχετικά μακρύ σώμα (70-95 εκατοστά) και κοντή ουρά (15 εκατοστά) φτάνει σε βάρος τα 20 κιλά. Έχει τρίχωμα κοντό, πυκνό και σκληρό ασημόλευκο στη ράχη, στα πλευρά και την ουρά. Φέρει μια χαρακτηριστική λευκή ταινία που ξεκινά από το άκρο του ρύγχους του και φτάνει ως το πίσω μέρος της κεφαλής. Στις δύο πλευρές υπάρχουν, παράλληλα, δύο άλλες ταινίες με καφέ σκούρα απόχρωση, οι οποίες περνάνε πάνω από τα μάτια.
Η νυφίτσα της Κρήτης (mustela nivalis galinthias) αποτελεί ενδημικό υποείδος της κοινής νυφίτσας, το οποίο βρίσκεται σε όλο το νησί. Στην Κρήτη είναι γνωστό κι ως Καλογιαννού ή καλογυναικάρι, καθώς η άσπρη λουριδωτή κοιλιά της θυμίζει καλόγρια.Ο λαγός
Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας. Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη. Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες . H θηλυκιά είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα κύησης Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια. Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα. Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά άτομα. Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση . Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα. Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα , λύκος , αλεπού , αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια , αετοί κ.λ.π Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως: η ποσότητα και ποιότητα της τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής . Ο σκαντζόχοιρος ή κατσόχοιρος Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).
Ονομασία μικρών θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών που περιλαμβάνει τα γένη μίκρωτος, αρβίκολα, πιτύμυς και κλεθριονόμυς. Μοιάζουν με μεγάλους ποντικούς, με κοντό, παχύ και βαρύ σώμα. Το κεφάλι, μαζί με το ρύγχος τους, είναι στρογγυλόμορφο, τα αυτιά μικρά και η ουρά κοντή. Είναι ζώα χερσόβια ή αμφίβια. Κατασκευάζουν τις φωλιές τους σκάβοντας απειράριθμες στοές στο έδαφος και προξενώντας καταστροφές. Εκτός των στοών μια φωλιά περιλαμβάνει και χώρο αποθήκευσης τροφίμων τα οποία χρησιμοποιεί αμέσως μετά τη χειμέρια νάρκη του. Είναι άριστοι κολυμβητές. Η τροφή τους αποτελείται από χόρτα, ρίζες, σιτηρά, κονδύλους, λαχανικά, φύλλα κ.ά. Γενικά είναι βλαβερά και αδηφάγα ζώα, χωρίς καμία χρησιμότητα. Ο ρυθμός του πολλαπλασιασμού τους είναι καταπληκτικός. Τα θηλυκά γεννούν ανάλογα με το είδος τους, 2 - 7 φορές το χρόνο από 4 - 6 μικρά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο από ένα ζευγάρι αρουραίων βγαίνουν 500 περίπου νέα άτομα. Ο ποντικός Το γνωστό μας σ' όλους τρωκτικό, που ανήκει στην οικογένεια των μυϊδών. Το μήκος του σώματος, μαζί με την ουρά, φτάνει τα 16 εκ., ενώ η ουρά φτάνει τα 8 εκ. Το χρώμα του τριχώματός του είναι γκρι, ενώ απαντά αρκετά συχνά και το υπόλευκο χρώμα. Έχει μυτερό ρύγχος, μεγάλα αυτιά, μικρά μάτια και μεγάλα μουστάκια. Το σώμα του είναι κυλινδρικό και τα πόδια του κοντά. Τα άγρια ποντίκια τρέφονται με σπόρους και λιγότερο με διάφορα έντομα. Αντίθετα τα ποντίκια που έχουν προσαρμοστεί σε αστικό περιβάλλον τρέφονται κατά το μεγαλύτερο μέρος με τροφές ζωικής προέλευσης. Ο ποντικός έχει μεγάλη αναπαραγωγική ικανότητα. Ο πολλαπλασιασμός του εξαρτάται απ' το περιβάλλον στο οποίο ζει. Τα άγρια γεννούν κατά μέσο όρο 4-5 φορές το χρόνο. Τα κατοικίδια ποντίκια, αν τύχει μάλιστα να ζουν σε αποθήκες, όπου υπάρχει πλούσια τροφή και ησυχία, γεννούν μέχρι και 12 φορές το χρόνο, 4-9 μικρά κάθε φορά. Πολλές φορές συμβαίνει στην ίδια φωλιά να γεννήσουν δυο θηλυκές μαζί. Τα ποντίκια ζουν σε κοινωνίες. Η κάθε κοινωνία έχει τη δική της περιοχή, που σημαδεύει και δεν επιτρέπει σ' αυτήν την εμφάνιση άλλων ποντικών. Τα κατοικίδια ποντίκια αποτελούν βασικές πηγές μόλυνσης και μεταφέρουν μια σειρά απ' τις πιο επικίνδυνες αρρώστιες για τον άνθρωπο, όπως π.χ. την πανώλη, διάφορες δερματομυκώσεις βαριάς μορφής κ.ά. Καταστρέφουν ακόμη τεράστιες ποσότητες κάθε είδους τροφίμων. Γενικά ανήκουν στην κατηγορία των πολύ επιζήμιων ζώων. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο καταστρέφουν πάνω από τα 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, ενώ στις υπανάπτυκτες χώρες το ποσοστό είναι μεγαλύτερο. Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι τα ποντίκια και ειδικά τα άσπρα είναι απ' τα σημαντικότερα πειραματόζωα που βοήθησαν την ιατρική και τις άλλες βιολογικές επιστήμες να πάρουν τη σημερινή πρόοδο. Κρητικός Αγριόγατος ή φουρόγατος
Κρητικός ΑίγαγροςΟ κρητικός αίγαγρος (κρι κρι), ζει στις απόκρημνες πλαγιές των Λευκών Ορέων. Έχει τρίχωμα καστανό, με μεγάλη γενειάδα , κοντή ουρά και κέρατα που φτάνουν το ένα μέτρο. Με τα 32 του δόντια τρώει χλόη , θάμνους, φύλλα. Κινδυνεύει από τις πτώσεις βράχων, τις χιονοστοιβάδες , τους αετούς και το παράνομο κυνήγι. Είναι ένα ζώο που ζει στην Κρήτη από τα αρχαία χρόνια και στις μέρες απειλείται με εξαφάνιση. |
Ο λαγός
Ο λαγός (επιστ. Lepus europaeus) είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα θηλαστικά σε όλη την Ευρώπη, το οποίο υπάρχει σε μεγάλους πληθυσμούς σε όλη τη Κρήτη.
Κρητικός Αγριόγατος
Ο λαγός (επιστ. Lepus europaeus) είναι ένα από τα πιο διαδεδομένα θηλαστικά σε όλη την Ευρώπη, το οποίο υπάρχει σε μεγάλους πληθυσμούς σε όλη τη Κρήτη.
Το ευρωπαϊκό αγριοκούνελο (επιστ. Oryctolagus cuniculus) είναι ένα συγγενικό είδος του λαγού, το οποίο έχει εισαχθεί στον νησί της Κρήτης από τον άνθρωπο, και πολλοί το μπερδεύουν με τον λαγό. Το αγριοκούνελο αναπαράγεται ταχύτατα, αλλοιώνοντας την οικολογική ιδιοσύσταση του νησιού.
Ο αγριόγατος της Κρήτης αποτελούσε μέχρι το 1996 ένα φάντασμα, καθώς οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει να εντοπίσουν κάποιο ζωντανό ζώο, όταν και πιάστηκε μια γάτα σε παγίδα μιας ομάδας ερευνητών. Είναι το πιο σπάνιο θηλαστικό της Κρήτης και αποτελεί ένα από τα πιο μυστηριώδη πλάσματα του νησιού.
Το κρητικό αγριοκάτσικο είναι ένα από τα σύμβολα της Κρήτης, που κάποτε ζούσε περήφανο σε όλα τα βουνά της Κρήτης. Σήμερα ο φυσικός του πληθυσμός έχει συρρικνωθεί σε λίγες εκατοντάδες άτομα στα Λευκά Όρη και γίνονται προσπάθειες για την διάσωση του υποείδους του, μεταφέροντας ομάδες ατόμων σε ελεγχόμενες περιοχές, όπως ακατοίκητες νησίδες.
Ο σκαντζόχοιρος της Ανατολικής Ευρώπης (επιστ. Erinaceus concolor) και ο Ρουμανικόςσκαντζόχοιρος (επιστ. Erinaceus roumanicus) είναι τα δύο είδη σκαντζόχοιρου που ζουν στην Κρήτη. Ο σκαντζόχοιρος είναι ένα διαδεδομένο νυχτόβιο θηλαστικό, που συναντάται από την Ευρώπη ως τη Σιβηρία.
Το άλογο της Μεσαράς είναι η αρχαιότερη φυλή της Ευρώπης, που απαντάται μόνο στο νησί της Κρήτης. Είναι μικρόσωμο, αλλά έχει μεγάλη δύναμη και αντοχή στις σκληρές συνθήκες της Κρήτης. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το ιδιαίτερο βάδισμα του, γνωστό κι ως πλαγιοτροχασμός, που κάνει την ίππευση του πολύ εύκολη και ξεκούραστη.
Το σπιτικό ποντίκι (επιστ. Mus musculus) είναι ένα εξυπνότατο και γονιμότατο τρωκτικό που ζει κυρίως κοντά σε σπίτια. Είναι μικρό γκρίζο ποντίκι που ζει κατά ομάδες σε φωλιές που αποτελούν «αποικίες». Είναι γνωστός κι ως ποντικός ο μυώδης ή σταχτοποντικός.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μπορεί να αναπαράγεται όλο το χρόνο, 7-8 φορές με 5-6 νεογνά τη φορά. Αν δούμε ένα ποντίκι τέτοιο στο σπίτι μας τότε πρέπει να περιμένουμε άλλα 40 κοντά του! Καταναλώνει 10-15% του βάρους του σώματός του κάθε 24 ώρες και προτιμά να τρέφεται από λίγο και σε πολλές θέσεις. Είναι ενοχλητικό για τον άνθρωπο καθώς τρέφεται με χαρτιά, υφάσματα και καταστρέφει τα ηλεκτρικά καλώδια προκαλώντας βραχυκυκλώματα και φωτιές.
Συναντάται σε όλη την Ευρώπη , Μ. Ασία, Αραβία, Βόρεια Αφρική, έχει επίσης εισαχθεί στην Αμερική, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία . Λόγω της μεγάλης εξάπλωσης το είδος παρουσιάζει διαφορές από τόπο σε τόπο πχ στη νότια Ευρώπη είναι μικρότερος με κοντότερο τρίχωμα από ότι στη βόρειο Ευρώπη. Οι μορφολογικές διαφορές οφείλονται στον βιότοπο.
Σε γενική εμφάνιση μοιάζει με το κουνέλι, αλλά είναι μεγαλύτερο ζώο. Το σώμα του είναι επίμηκες με μήκος 50-60 εκατ. και ύψος 20-30 και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό είναι κατά κανόνα μεγαλύτερο από το αρσενικό. Το κεφάλι του είναι μεγάλο και ωοειδές και τα μάτια του βρίσκονται λοξά και εξέχουν προς τα πλάγια του κεφαλιού.
Τα αυτιά είναι μακριά και όρθια ,ευκίνητα και πιο μακριά από το κεφάλι, όταν τοποθετηθούν προς τα εμπρός και έχουν μαύρες άκρες. Το κάτω μέρος του σώματος λευκό ,ουρά κοντή μυτερή 7-10 εκατ. στο πάνω μέρος μαύρο και στο κάτω λευκό. Aντίθετα, με την επικρατούσα γνώμη, δεν μπορεί να ζευγαρώσει με το κουνέλι διότι είναι διαφορετικό είδος.
Η τροφή του περιλαμβάνει τρυφερά χόρτα ,χυμώδεις καρπούς ,δημητριακά και σε περιόδους που αυτά δεν υπάρχουν σε αφθονία μπορεί να τραφεί και με νεαρούς βλαστούς , φλοιούς θάμνων ,κάστανα ,βελανίδια. Το απαραίτητο νερό το παίρνει με τη τροφή ,πίνει νερό μόνο κατά την διάρκεια μεγάλης ξηρασίας και όταν θηλάζει τα νεογνά. Παρουσιάζει το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας. Aνακυκλώνει τα κόπρανά του απορροφώντας τα θρεπτικά συστατικά που έχουν απομείνει από την πρώτη πέψη.
Τον συναντάμε σε ποικιλία βιοτόπων εκτός από πολύ μεγάλα υψόμετρα πάνω από 1500μ και τις πολύ ψυχρές και υγρές περιοχές. Άριστος βιότοπος αποτελούν οι αραιοί θαμνότοποι η τα αραιά δάση κοντά σε γεωργικές εκτάσεις ,περιοχές δηλαδή που μπορεί να βρει άφθονη τροφή και καλούς κρυψώνες.
Αναπαράγεται από τον Φεβρουάριο ως τον Αύγουστο αλλά η περίοδος αυτή μπορεί να αλλάξει λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι είδος πολυγαμικό . Γεννά τέσσερις πέντε φορές τον χρόνο από 2-4 μικρά (περισσότερα στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και λιγότερα στην αρχή και στο τέλος. Τα νεογνά γεννιούνται κάθε 30 -35 μέρες η κύηση όμως διαρκεί 42-44 μέρες . H θηλυκιά είναι έτοιμη να ζευγαρώσει ενώ είναι ακόμη έγκυος, γύρω στην 38η μέρα κύησης Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η μήτρα είναι δισχεδής με αποτέλεσμα να διακρατεί δύο γέννες ταυτόχρονα . Έτσι λοιπόν πριν τον τοκετό γονιμοποιείται ξανά, το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται σε άλλο θηλαστικό και είναι γνωστό ως επικύηση . Ο θηλασμός διαρκεί 2-3 εβδομάδες και τα μικρά γίνονται ανεξάρτητα μετά από τριάντα μέρες και ωριμάζουν σεξουαλικά μετά από 7-8 μήνες . Η διάρκεια της ζωής του λαγού είναι 7-8 χρόνια.
Ο Λαγός είναι μοναχικό είδος ,ζει μόνιμα σε μια περιοχή ακτίνας 500μ και δύσκολα την εγκαταλείπει. Κολυμπά καλά όταν απαιτηθεί λόγω κινδύνου. Κινείται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, ενώ όταν είναι πανσέληνος καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας. Τη μέρα παραμένει κρυμμένος μέσα στη φωλιά του, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα.
Κατά τις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί τα ίδια μονοπάτια τα οποία σημαδεύει με εκκρίματα τα οποία προέρχονται από αδένες του προσώπου. Ο λαγός τρίβει τα πόδια του στο πρόσωπο του και έτσι τα εκκρίματα κολλούν στα πόδια του και μεταφέρονται με το βάδισμά του ( στα πέλματα των ποδιών του δεν υπάρχουν οσμοποιοί αδένες). Η σήμανση της περιοχής ενδημίας γίνεται και με οσμοποιούς αδένες που βρίσκονται στη βάση του πρωκτού.
Σχεδόν πάντα δεν κατευθύνεται αμέσως στη φωλιά του αλλά εκτελεί παραπλανητικές διαδρομές προκειμένου να ξεγελάσει τους εχθρούς του και τελικά κάνοντας μεγάλα άλματα δεξιά, αριστερά και ένα μεγαλύτερο άλμα 1-1,5 μ. κάθεται στη φωλιά του . Η συμπεριφορά αυτή μάλλον είναι έμφυτη αφού παρατηρείται και στα νεαρά άτομα.
Ο λαγός σπάνια εγκαταλείπει τον κρυψώνα του ακόμα και όταν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση τριών μέτρων , κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Μπορεί να αναπτύξει μεγάλες ταχύτητες αλλά η κατασκευή των ποδιών του δυσκολεύει την κίνηση του στις κατηφόρες ενώ στην ανηφορική κίνηση είναι πιο γρήγορος. Πολλές φορές όταν κινδυνεύει χτυπά το έδαφος με τα πόδια του ή τρίβει τα δόντια του, (συμπεριφορά που παρατηρείται και στα κουνέλια).
Έχει πολύ καλή ακοή και όσφρηση . Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών έχει σαν αποτέλεσμα τον περιορισμό της όρασης προς τα εμπρός, στα πλάγια όμως έχει μια ευρείας γωνίας ορατότητα.
Ο αριθμός των εχθρών του είναι πολύ μεγάλος από όλα τα σαρκοφάγα , λύκος , αλεπού , αγριόγατα κ.λ.π μέχρι και τα αρπακτικά γεράκια , αετοί κ.λ.π
Ο πληθυσμός παρουσιάζει έντονες και ακανόνιστες αυξομειώσεις που μπορεί να οφείλονται σε παράγοντες όπως: η ποσότητα και ποιότητα της τροφής, οι κλιματικοί παράγοντες, ο μεγάλος αριθμός και ανταγωνισμός στην εξεύρεση τροφής .
Οι παραπάνω λόγοι έχουν σαν αποτέλεσμα την μείωση του ρυθμού της αναπαραγωγής και την ελάττωση της αντοχής τους σε ασθένειες.
Ο σκαντζόχοιρος ή κατσόχοιρος
Σκαντζόχοιροι λέγονται τα μικρά αγκαθωτά θηλαστικά της υποοικογένειας των ερινακεϊνών, της οικογένειας των ερινακεϊδών, της τάξης των εντομοφάγων. Υπάρχουν 15 είδη σκαντζόχοιρων σε 4 γένη, που συναντώνται στην Ασία, την Ευρώπη, την Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία (όπου έχουν εισαχθεί).
Οι σκαντζόχοιροι ξεχωρίζουν εύκολα από τα αγκάθια τους, που έχουν μήκος περίπου 2 εκατοστά και χρώμα απαλό κίτρινο με ραβδώσεις. Πρόκειται για τρίχες που έχουν γίνει σκληρές με κερατίνη. Τα αγκάθια αυτά δεν έχουν δηλητήριο και, αντίθετα με αυτά του αμερικανικού αναρριχητή ακανθόχοιρου (porcupine), μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν από το ζώο. Καθώς ο σκαντζόχοιρος μεγαλώνει, κατά το πρώτο έτος της ηλικίας του, χάνει τα απαλά αγκάθια που είχε κατά τη γέννησή του και τα αντικαθιστά με μεγαλύτερα και σκληρότερα. Τα αγκάθια τα χάνει και από στρες ή ασθένεια.
Ο λαιμός, το πρόσωπο και η κοιλιά του σκαντζόχοιρου καλύπτονται από μαλακές τρίχες που έχουν χρώμα κιτρινωπό ή λευκωπό. Τα πόδια του έχουν δάχτυλα που καταλήγουν σε νύχια δυνατά και γαμψά. Το θηλυκό είναι λίγο πιο παχύ και πιο μακρύ από το αρσενικό και έχει πιο μακρύ ρύγχος (φυλετικός διμορφισμός). Οι σκαντζόχοιροι συνδέονται με τους ασπάλακες και άλλα εντομοφάγα, όπως οι μυγαλές, οι σωληνόδοντες και το deinogalerix το οποίο έχει εξαφανιστεί.
Όλοι οι σκαντζόχοιροι μπορούν να τυλιχτούν σε σφιχτή μπάλα, και με τη βοήθεια υποδόριων μυών να κάνουν τα αγκάθια τους να πεταχτούν προς τα έξω. Πάντως, η αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου προστασίας εξαρτάται από τον αριθμό των αγκαθιών, και καθώς μερικοί σκαντζόχοιροι της ερήμου έχουν εξελιχθεί ώστε να μεταφέρουν λιγότερο βάρος, είναι πιθανότερο να προσπαθήσουν να διαφύγουν τρέχοντας ή ακόμα και να επιτεθούν στον εισβολέα, τρυπώντας τον με τα αγκάθια τους, και ν' αφήσουν τη μέθοδο της μπάλας ως τελευταία λύση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικοί εχθροί για διαφορετικά είδη: ενώ οι σκαντζόχοιροι του δάσους έχουν σχετικά λίγους εχθρούς, κυρίως πουλιά και ειδικότερα κουκουβάγιες, αλλά και νυφίτσες και σκύλους και φίδια, τα μικρότερα είδη όπως ο μακρώτις σκαντζόχοιρος έχουν ως επιπλέον εχθρούς τις αλεπούδες, τους λύκους και τις μαγκούστες.
Όλοι οι σκαντζόχοιροι είναι βασικά νυκτόβιοι, παρότι διάφορα είδη μπορεί να βγαίνουν και κατά τη διάρκεια της ημέρας. Για ένα μεγάλο διάστημα της ημέρας ο σκαντζόχοιρος κοιμάται, είτε κάτω από κάποιο βράχο ή θάμνο ή σε μια τρύπα στο χώμα. Μερικά είδη μπορεί να έχουν διαφορετικές συνήθειες, αλλά οι περισσότεροι σκαντζόχοιροι σκάβουν καταφύγια στο χώμα.
Όλοι οι άγριοι σκαντζόχοιροι μπορούν να πέσουν σε χειμέρια νάρκη, αν και δεν το κάνουν όλοι. Το αν θα το κάνουν εξαρτάται από τη θερμοκρασία, την αφθονία του φαγητού και το είδος τους. Η διαδικασία έχει ως εξής: Το φθινόπωρο, στρώνουν μια φωλιά με βρύα και φύλλα κάτω από ένα δένδρο και πέφτουν σε χειμερία νάρκη, που διαρκεί ως το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Η θερμοκρασία του σώματος τους στην περίοδο αυτή πέφτει στους 5,5 βαθμούς C.
Οι σκαντζόχοιροι βγάζουν διάφορες φωνές, και δεν επικοινωνούν μόνο με γρυλίσματα και ρουθουνίσματα, αλλά και με δυνατά τσιρίγματα (ανάλογα με το είδος).
Ο αρουραίος
Ονομασία μικρών θηλαστικών της τάξης των τρωκτικών που περιλαμβάνει τα γένη μίκρωτος, αρβίκολα, πιτύμυς και κλεθριονόμυς. Μοιάζουν με μεγάλους ποντικούς, με κοντό, παχύ και βαρύ σώμα. Το κεφάλι, μαζί με το ρύγχος τους, είναι στρογγυλόμορφο, τα αυτιά μικρά και η ουρά κοντή. Είναι ζώα χερσόβια ή αμφίβια. Κατασκευάζουν τις φωλιές τους σκάβοντας απειράριθμες στοές στο έδαφος και προξενώντας καταστροφές. Εκτός των στοών μια φωλιά περιλαμβάνει και χώρο αποθήκευσης τροφίμων τα οποία χρησιμοποιεί αμέσως μετά τη χειμέρια νάρκη του. Είναι άριστοι κολυμβητές. Η τροφή τους αποτελείται από χόρτα, ρίζες, σιτηρά, κονδύλους, λαχανικά, φύλλα κ.ά. Γενικά είναι βλαβερά και αδηφάγα ζώα, χωρίς καμία χρησιμότητα. Ο ρυθμός του πολλαπλασιασμού τους είναι καταπληκτικός. Τα θηλυκά γεννούν ανάλογα με το είδος τους, 2 - 7 φορές το χρόνο από 4 - 6 μικρά. Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο από ένα ζευγάρι αρουραίων βγαίνουν 500 περίπου νέα άτομα.
Ο ποντικός
Το γνωστό μας σ' όλους τρωκτικό, που ανήκει στην οικογένεια των μυϊδών.
Το μήκος του σώματος, μαζί με την ουρά, φτάνει τα 16 εκ., ενώ η ουρά φτάνει τα 8 εκ. Το χρώμα του τριχώματός του είναι γκρι, ενώ απαντά αρκετά συχνά και το υπόλευκο χρώμα. Έχει μυτερό ρύγχος, μεγάλα αυτιά, μικρά μάτια και μεγάλα μουστάκια. Το σώμα του είναι κυλινδρικό και τα πόδια του κοντά.
Τα άγρια ποντίκια τρέφονται με σπόρους και λιγότερο με διάφορα έντομα. Αντίθετα τα ποντίκια που έχουν προσαρμοστεί σε αστικό περιβάλλον τρέφονται κατά το μεγαλύτερο μέρος με τροφές ζωικής προέλευσης. Ο ποντικός έχει μεγάλη αναπαραγωγική ικανότητα. Ο πολλαπλασιασμός του εξαρτάται απ' το περιβάλλον στο οποίο ζει. Τα άγρια γεννούν κατά μέσο όρο 4-5 φορές το χρόνο. Τα κατοικίδια ποντίκια, αν τύχει μάλιστα να ζουν σε αποθήκες, όπου υπάρχει πλούσια τροφή και ησυχία, γεννούν μέχρι και 12 φορές το χρόνο, 4-9 μικρά κάθε φορά. Πολλές φορές συμβαίνει στην ίδια φωλιά να γεννήσουν δυο θηλυκές μαζί.
Τα ποντίκια ζουν σε κοινωνίες. Η κάθε κοινωνία έχει τη δική της περιοχή, που σημαδεύει και δεν επιτρέπει σ' αυτήν την εμφάνιση άλλων ποντικών.
Τα κατοικίδια ποντίκια αποτελούν βασικές πηγές μόλυνσης και μεταφέρουν μια σειρά απ' τις πιο επικίνδυνες αρρώστιες για τον άνθρωπο, όπως π.χ. την πανώλη, διάφορες δερματομυκώσεις βαριάς μορφής κ.ά. Καταστρέφουν ακόμη τεράστιες ποσότητες κάθε είδους τροφίμων. Γενικά ανήκουν στην κατηγορία των πολύ επιζήμιων ζώων.
Υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο καταστρέφουν πάνω από τα 30% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων, ενώ στις υπανάπτυκτες χώρες το ποσοστό είναι μεγαλύτερο.
Πρέπει όμως να αναφερθεί ότι τα ποντίκια και ειδικά τα άσπρα είναι απ' τα σημαντικότερα πειραματόζωα που βοήθησαν την ιατρική και τις άλλες βιολογικές επιστήμες να πάρουν τη σημερινή πρόοδο.