ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο ¶γιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
¶γρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

 ΑΓΙΟΣ ΜΗΝΑΣ. Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Ο ¶γιος Μηνάς γεννήθηκε στην Αίγυπτο στα μέσα περίπου του 3ου αιώνα μ.Χ. από γονείς ειδωλολάτρες. Ωστόσο, το ειδωλολατρικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωνε, δεν κατάφερε να σκληρύνει την καρδιά του η οποία, όταν ήλθε η στιγμή, σκίρτησε ακούγοντας την φωνή του «ετάζοντος καρδίας και νεφρούς» (Ψλμ.7,10) Θεού και έτσι ο, έφηβος ακόμη, Μηνάς έγινε χριστιανός.

Μεγαλώνοντας, επέλεξε να σταδιοδρομήσει στον Ρωμαϊκό στρατό, στο ιππικό τάγμα των Ρουταλικών, υπό την διοίκηση του Αργυρίσκου. Η έδρα της μονάδας του ήταν στο Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) της Μικράς Ασίας. Εκεί ο Μηνάς διακρίθηκε και για την φρόνησή του αλλά και για το ανδρείο του φρόνημα και γι’ αυτό έχαιρε εκτιμήσεως στο κύκλο των στρατιωτικών.

Δυστυχώς όμως, τρεις αιώνες μετά την έλευση του Χριστού και ο παλαιός κόσμος ακόμη δεν ήθελε να δεχθεί το λυτρωτικό μήνυμα της Αναστάσεως, παραμένοντας αυτάρεσκα, εγωιστικά και αυτοκαταστροφικά προσκολλημένος στη φθορά και το σκοτάδι. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης άρχισαν και πάλι «προς κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26,14). Ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό εναντίον των λογικών προβάτων του Χριστού, διωγμό ο οποίος κράτησε από το 303 έως το 311 μ.Χ. Έτσι, οι Ρωμαίοι στρατιώτες διατάχθηκαν να συλλαμβάνουν και να τυραννούν τους χριστιανούς προσπαθώντας να τους κάνουν να αλλαξοπιστήσουν. Αυτή ήταν και η πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά την οποία ό Μηνάς κλήθηκε να πει «το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι». Η πίστη του στον Χριστό νίκησε την κοσμική «σύνεση» και λογική.

Ο ¶γιος δεν άντεξε, πέταξε στη γη την στρατιωτική του ζώνη απεκδυόμενος μ’ αυτόν τον τρόπο την ιδιότητα του στρατιώτη - διώκτη των χριστιανών, και διέφυγε στο παρακείμενο όρος. Εκεί ασκήτευε, προτιμώντας την συντροφιά των θηρίων της φύσης από την συντροφιά των αποθηριωμένων ειδωλολατρών. Εκεί, «εν ερημίαις πλανώμενος και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης» (Εβρ. 11,38), έζησε επί αρκετό διάστημα με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή. Η ασκητική ζωή και η ησυχία εθέρμαναν την καρδιά του ανάβοντας τον θείο έρωτα και τον πόθο του μαρτυρίου.

Έτσι, σε ηλικία πενήντα περίπου ετών, μετά από θεία αποκάλυψη ότι είχε φτάσει η ώρα του μαρτυρίου, κατέβηκε στην πόλη, σε μέρα ειδωλολατρικού πανηγυριού και με παρρησία, εν μέσω των μαινομένων ειδωλολατρών, ομολόγησε τον Χριστό ως τον ένα και αληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τα κωφά και αναίσθητα είδωλα. Συνελήφθη και σύρθηκε δερόμενος μπροστά στον Πύρρο, τον διοικητή της πόλεως. Εκεί, μιλώντας με θάρρος, αποκάλυψε το όνομά του, την καταγωγή του, το στρατιωτικό του παρελθόν και, φυσικά, διεκήρυξε με τόλμη και αταλάντευτη επιμονή την πίστη του στον Χριστό. Οδηγήθηκε στη φυλακή και το πρωί της επομένης ημέρας, μετά το πέρας του ειδωλολατρικού πανηγυριού, τον παρουσίασαν και πάλι ενώπιον του ηγεμόνος ο οποίος τον κατηγόρησε ότι εξύβρισε τους θεούς και μάλιστα μπροστά του και ότι λιποτάκτησε από τον στρατό. Ο ¶γιος αποδέχθηκε τις κατηγορίες χωρίς δισταγμό.

Ο Πύρρος, ευλαβούμενος στην αρχή την ηλικία και την ευκοσμία του, προσπάθησε με λόγια και υποσχέσεις αλλά και με απειλές στη συνέχεια, να τον αποσπάσει από την πίστη του Χριστού. Όταν οι προσπάθειές του προσέκρουσαν στην σταθερή άρνηση του Αγίου, διέταξε να τον υποβάλουν σε ανυπόφορα βασανιστήρια. Οι δήμιοι τον μαστίγωσαν τόσο πολύ ώστε άλλαξαν δύο και τρεις φορές οι μαστιγωτές του. Τον κρέμασαν και τον έγδερναν μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα εσωτερικά όργανα του Αγίου. Έπειτα, σαν να μην έφθαναν αυτά, έτριβαν το καταπληγωμένο του σώμα με τρίχινο ύφασμα και στο τέλος τον έσερναν γυμνό και κατακρεουργημένο πάνω σε μεταλλικά αγκάθια. Όλα τα υπέμενε με γενναιότητα και καρτεροψυχία ο Μάρτυς του Χριστού, εφαρμόζοντας το Ευαγγελικό «και μη φοβηθήτε από των αποκτεννόντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Ματθαίος 10,28).

Μάλιστα, την ώρα του μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιώτες του τον προέτρεπαν να θυσιάσει στα είδωλα λέγοντας ότι ο Θεός του θα τον δικαιολογήσει βλέποντας τα βασανιστήρια στα οποία τον υπέβαλλαν. Ο ¶γιος αρνήθηκε αποφασιστικά και τους απάντησε ότι προσφέρει θυσία ακόμη και τον εαυτό του στον Χριστό, ο οποίος τον ενδυναμώνει για να υπομένει τις πληγές.

Ο ηγεμόνας, θαυμάζοντας την ευστοχία και την σοφία των απαντήσεων του Μάρτυρα, τον ρώτησε απορημένος πώς είναι δυνατόν ένας τραχύς στρατιώτης σαν αυτόν να μπορεί να απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Και ο ¶γιος, με τη φώτιση του Θεού, του αποκρίθηκε ότι αυτή την ικανότητα την χαρίζει στους μάρτυρές του ο Χριστός, όπως έχει υποσχεθεί στο Ευαγγέλιο: «όταν δε προσφέρωσιν υμάς επί τας συναγωγάς και τας αρχάς και τας εξουσίας, μη μεριμνάτε πώς ή τι απολογήσησθε ή τι είπητε. Το γαρ ¶γιον Πνεύμα διδάξει υμάς εν αυτή τη ώρα ά δει ειπειν» (Λουκά ιβ’, 11-12).

Τότε, απελπισμένος ο τύραννος, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας προς τον τόπο της εκτέλεσης ο ¶γιος πρόλαβε να ζητήσει από κάποιους κρυπτοχριστιανούς να μεταφέρουν το λείψανό του στην Αίγυπτο.

Ο αποκεφαλισμός του έγινε την 11η Νοεμβρίου στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. και έτσι η ψυχή του πέταξε χαρούμενη προς τον Σωτήρα Χριστό τον οποίο τόσο επόθησε ο ¶γιος και για τον οποίο θυσιάσθηκε. Οι δήμιοι άναψαν φωτιά για να κάψουν το σώμα του.

Ότι κατάφεραν οι χριστιανοί να περισώσουν από την πυρά το μετέφεραν στην Αίγυπτο και το έθαψαν κοντά στην Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά της Αλεξάνδρειας.

Στο σημείο εκείνο σταμάτησε, κατά την παράδοση, η καμήλα που μετέφερε τα λείψανα αρνούμενη πεισματικά να προχωρήσει. Έτσι οι χριστιανοί κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα Θεού να ενταφιασθούν εκεί τα λείψανα του Αγίου.

Η περιοχή του τάφου πολύ σύντομα εξελίχθηκε σε προσκυνηματικό - λατρευτικό κέντρο.

Ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν ήταν Πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Μέγας Αθανάσιος, ανήγειρε ναό πάνω στον τάφο του Αγίου. Σε λίγα χρόνια δημιουργήθηκε εκεί εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα το οποίο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστήρι, ξενώνες και άλλες εγκαταστάσεις.

 

1. Ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Μηνά.

2. Ο μικρός ναός (παλαιός) του Αγίου Μηνά.

3. Ο ναός της Αγίας Αικατερίνης (σήμερα στεγάζει συλλογή βυζαντινών εικόνων)

ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ «ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΧΑΛΗΣ» του Νίκου Καζαντζάκη

    ( Απόσπασμα που αναφέρεται στον ¶γιο Μηνά)

     Κι εκεί που πήγαινε και μονομιλούσε και βλαστημούσε τη μοίρα του, ακούει πίσω του πεταλιές αλόγου, μα δεν ήταν ετούτο άλογο σαν εκείνα που κατέχουμε, που τρώνε κριθάρι, χλιμιντρούν και κάνουν καβαλίνες. Ο Μπαρμπαγιάννης το γνώρισε από τις πεταλιές, που ήταν μαλακές, σα να ‘ταν τυλιμένα με μπαμπάκι τα πέταλα, κι από μιαν άγια μυρωδιά μοσκολίβανου που περιχύθηκε στον αγέρα… Κατάλαβε ο Μπαρμπαγιάννης, δεν ήταν η πρώτη φορά, κόλλησε στον τοίχο, έκαμε το σταυρό του και περίμενε. Το απάλαφρο ανάερο τριπόδι ζύγωνε, η μυρωδιά πλήθαινε.

 - Μνήστητί μου Κύριε, μουρμούρισε, Άγιε Μηνά μου, καλησπερούδια σου!

Σήκωσε μ’ ευλάβεια τα μάτια, είδε, από την άκρα του δρόμου φάνηκε μέσα στο σκοτάδι να φεγγοβολάει, καβάλα στο χρυσοχάμουρο ντορή του με το κόκκινο κοντάρι ακουμπισμένο στον ώμο, με τα ψαρά του κοντόσγουρα γένια, με την ασημένια διχτάτη αρμάτα του, ο λεβεντόγερος προστάτης του Μεγάλου Κάστρου, ο Αι-Μηνάς. Έκανε κι απόψε τη βόλτα του. Κάθε μεσάνυχτα, την ώρα που ‘ναι χαμένη στον ύπνο η πολιτεία, ο Αι-Μηνάς κατεβαίνει αθόρυβα από το κόνισμά του, παίρνει σβάρνα τα μουράγια, διαβαίνει στις ρωμέικες γειτονιές, αν έχουν ξεχάσει καμίαν πόρτα ανοιχτή, τη σφαλνάει, αν κανείς χριστιανός είναι άρρωστος κι είναι φωτισμένο το παραθύρι του, στέκεται και παρακαλάει το Θεό να τον γιάνει. Μάτι ανθρώπου δεν έχει τη δύναμη να τον δει, μονάχα τα σκυλιά κουνούν τις ουρές τους, κι από τους ανθρώπους δύο μονάχα σε ολάκερη την πολιτεία: Ο Μπαρμπαγιάννης ετούτος κι η Εφεντίνα Καβαλίνα, ο παρακούζουλος  χότζας. Κι άμα τελέψει τη βόλτα του, χαράματα πια, γυρίζει πάλι στο κόνισμά του, και κανένας δε θα καταλάβαινε τι μυστήρια γίνουνται την πάσα νύχτα, αν δεν έβρισκε ο καντηλανάφτης ο Μούρτζουφλος, το πρωί που πάει να συγυρίσει την εκκλησιά, το άλογο του Αι-Μηνά ιδρωμένο. Ο Μπαρμπαγιάννης κοίταζε τον άγιο να αλαργαίνει και να λιώνει μέσα στο σκοτάδι κι έκαμε το σταυρό του.

- Τον είδα πάλι απόψε, μεγάλη η χάρη του, καλά θα πάνε οι δουλειές μου, μουρμούρισε. 

...........................................................................................................................................

 

«Έκαμαν κορδόνι και του 'φραξαν το δρόμο. Η Εφεντίνα στάθηκε, ξεγλωσσισμένη απελπισμένος... θα 'χει φτάσει πια ο Αράπης, θα ΄χει σπάσει την πόρτα, θα 'χει σφάξει τον καπετάν Μιχάλη.

- Δεν έχετε, μωρέ, Θεό απάνω σας; κλαψούρισε. Αφήστε με να περάσω. Βιάζουμαι, μωρέ αδέρφια!

- Ποιος σε κυνηγάει, Εφεντίνα Καβαλίνα; Αυτό να μας πεις, να περάσεις!

Το μυαλό της Εφεντίνας άστραψε. Κοίταξε πίσω του, έσυρε φωνή:

-Ο Αι- Μηνάς!

Οι τουρκαλάδες ξέσπασαν στα γέλια.

- Τι γελάτε, μωρέ αθεόφοβοι; Δεν ακούτε τα πέταλα του αλόγου του; Τον είδα να βγαίνει από την εκκλησία, τον είδα! Και με πήρε ξοπίσω . Δεν ακούτε; Νάτος! ζυγώνει!

Οι τουρκαλάδες ένιωσαν να σηκώνεται η τρίχα τους. Σα ν΄άκουσαν, αλήθεια, πεταλιές αλόγου. Κάποιος καβαλάρης ζύγωνε!

- Νάτον! φώναξε πάλι η Εφεντίνα και τα μάτια της γούρλωσαν τρομαγμένα. Νάτος! Νάτος!

Μα οι τουρκαλάδες που να γυρίσουν να δουν! πήραν δρόμο κι αφανίστηκαν.

Ως τους είδε η Εφεντίνα να φεύγουν αλαφιασμένοι, κοκάλωσε. «Μωρέ, έχει το χάζι του να ΄ναι αλήθεια!» συλλογίστηκε με τρόμο. Κι άλλη φορά, στην άλλη Επανάσταση, δεν τον είχε δει να χιμάει καβαλάρης και να κυνηγάει τους Τούρκους που ήθελαν να πατήσουν την εκκλησία του; Κρύος σπυρωτός ιδρώτας τον έκοψε...πεντακάθαρα τώρα γρικούσε το άλογο που ζύγωνε.

- Αλλάχ! Αλλάχ! ξεφώνισε, ανασκουμπώθηκε πάλι και έβαλε τις φτέρνες στον ώμο.

Έτρεχε, έτρεχε αλαλιασμένος. Ως ξεπρόβαλε στου Ιδομενέα τη βρύση, ξέκρινε απόξω από του καπετάν Μιχάλη τον αράπακα και τους συντρόφους του να βαρούν την πόρτα, να τη σπάσουν. Χύθηκε καταπάνω τους.

- Βάρδα, παιδιά φώναξε, βάρδα και θα μας φάει! Έρχεται καβαλάρης!

- Ποιος, μωρέ κουζούλακα; ούρλιασε ο Αράπης.

- Ο γείτονας

- Ποιος γείτονας;

- Ο Αι- Μηνάς, νάτος!

Όλοι στράφηκαν. Τα μάτια τους πεταλούδιζαν, δε διάκριναν τίποτα.

- Νάτος! Νάτος! φώναζε η Εφεντίνα κι ακούμπησε στην πόρτα του καπετάν Μιχάλη αλλοπαρμένος

Κόλλησε πιτακώθηκε απάνω στην πόρτα, σα να 'θελε να κρυφτεί και να περάσει ο Αϊ Μηνάς, χωρίς να τον αρπάξει το μάτι του. Είχε προβάλει τώρα στου Ιδομενέα τη βρύση, τον έβλεπε καθαρά, ο ίδιος απαράλλαχτος όπως ήταν στο κόνισμα: ηλιοκαμένος, ψαροσγουρογένης, απάνω σε μούρτζινο άλογο και χρυσά σελοχάλινα. Όλος ο αέρας μπροστά από του Ιδομενέα τη βρύση γέμισε ψαρά γένια, μούρτζινο άλογο και σελοχάλινα.

- Νάτος! Νάτος! φάνηκε μουρμούριζε και το κατωσάγονό του καταχτυπούσε.

- Που 'ναι, μωρέ; τα μάτια μου θάμπωσαν!

- Δεν τον θωράς; νάτος! νάτος! μαύρος ψαρογένης, μ' ένα κόκκινο κοντάρι... Μας είδε, χύνεται καταπάνω μας!

Έδωσε ένα σάλτο, ξεκόλλησε από την πόρτα, πήρε κατά το λιμάνι. Πίσω του φυσομανώντας, έτρεχαν πιλάλα κι οι Τούρκοι άκουγαν τώρα κι αυτοί το άλογο που τους είχε πάρει του κυνήγου, κι ο Αράπης, που στράφηκε μια στιγμή, ξέκρινε από πάνω του, στον αέρα, έναν καβαλάρη:

- Γρήγορα πόδια, μωρέ πόδια! φώναξε κι είχε κυλήσει το κίτρινο μπουρνούζι του χάμω - μα που να σταθεί να το περιμαζώξει, πιλαλούσε τώρα ολόγυμνος,

Ξεπνεμένοι έφτασαν στο λιμάνι. Σφούγγιξαν τον ιδρώτα τους, κουκούβισαν στον ίσκιο, έβγαλαν έξω τις γλώσσες τους κι  αναβόλιαζαν σα σκύλοι. Η  Εφεντίνα είχε πέσει μπρούμυτα κάτω στις πέτρες και σπάραζε. Κάμποσην ώρα δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Τέλος ο Αράπης άνοιξε το στόμα:

- Φτηνά τη γλιτώσαμε, είπε.»

Αγιος Μηνάς
"Ο Πολιούχος Σημείο Αναφοράς της Πόλης"

Του Νίκου Κοπιδάκη

"Στα παλιά εκείνα ηρωικά χρόνια, το Μεγάλο Κάστρο δεν ήταν ένα μπουλούκι σπίτια, μαγαζιά και στενοσόκακα, στριμωγμένα σ' ένα ακρογιάλι της Κρήτης, μπροστά από ένα ακατάπαυστα αγριεμένο πέλαγο κι οι ψυχές που τοκατοικούσαν δεν ήταν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ρέμπελο τσούρμο από άντρες και γυναικόπαιδα που σπατάλευαν όλο τους τον αγώνα στις καθημερινές έγνοιες του ψωμιού, του παιδιού, της γυναίκας.
Αγραφτη, αυστηρή τάξη τους κυβερνούσε, κανένας δε σήκωνε αντάρτικο κεφάλι στο σκληρό απάνω του νόμο. Κάποιος πάνω από το κεφάλι του έδινε προσταγές. Ολάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν κι αυτή ένα φρούριο αιώνια πολιορκούμενο κι είχε καπετάνιο ένα Αγιο, τον "Αγιο Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου...", γράφει ο Καζαντζάκης στην αναφορά του στο Γκρέκο.
Ενας Αγιος που δεν έμενε μόνο στο εικόνισμά του, κατέβαινε κάθε νύχτα, "...έβγαινε περιπολία. Σφαλνούσε τις πόρτες, όσες είχαν ξεχάσει οι Χριστιανοί ανοιχτές, σφύριζε στους νυχτοπαρωρίτες να γυρίσουν πια στα σπίτια τους, στέκουνταν απόξω από τις πόρτες κι αφουκράζονταν ευχαριστημένος όταν άκουγε τραγούδι...
....Κι όταν οι Τούρκοι ακόνιζαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάζουνταν να ριχτούν στους Χριστιανούς, πετιόταν ο Αϊ-Μηνάς πάλι από το κόνισμά του να διαφεντέψει τους Καστρινούς...
....Δεν ήταν μονάχα άγιος ο Αϊ-Μηνάς, ήταν ο καπετάνιος τους, καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν κρυφά τ' άρματά τους να τα βλογήσει...".
Ετσι, όταν το Πάσχα στις 18 τ' Απρίλη του 1826, οι Τούρκοι αποφάσισαν να σφάξουν τους Καστρινούς που είχαν μαζευτεί στην εκκλησία του, για να γιορτάσουν την Ανάσταση, ήταν απόλυτα φυσικό να γίνει το θαύμα.
"Αίφνης πολιός τις γέρων εμφανίζεται μεταξύ αυτών έφιππος περιτρέχων τον ναόν και μετά γυμνού του ξίφους αποδιώκων αυτούς. Ευθύς δε οι βάρβαροι περιδεείς ετράπησαν εις φυγήν, καταληφθέντες υπό φόβου ακατανοήτου, και ούτως εματαιώθη το καταχθόνιον αυτών σχέδιον δια της προστασίας του Μεγαλομάρτυρος Μηνά, όστις ενεφανίσθη υπό το πρόσωπον του ολιού γέροντος...". (Ν. Ζευγαδάκης).
Δίκαια λοιπόν η πόλη την Τρίτη της Διακαινησίμου εορτάζει πανηγυρικά το θαύμα του Αγίου Μηνά, ο οποίος και με άλλα θαύματα φανέρωσε και φανερώνει τη δύναμη και την προστασία του. Μην ξεχνάμε πως ο ναός δενέπαθε τίποτε στους βομβαρδισμούς των Γερμανών, γιατί οι βόμβες που έπεσαν πάνω του δεν εξερράγησαν ποτέ.
"Τον φρουρόν Ηρακλείου δεύτε νυν άπαντες, Ορθοδόξων τε άμα τον αντιλήπτορα, ευφημήσωμεν, πιστοί, Μηνάν τον ένδοξον, ότι κατήσχυνε λαμπρώς τας ορδάς των ασεβών συντρίψας τούτων τα τόξα, πρεσβεύει δε τω Κυρίω ελεηθήναι τας ψυχάς ημών" (Από την ακολουθία της Τρίτης της Διακαινησίμου).
Αναφέρει ο Γεώργιος Συλλαμιανάκις, στο βιβλίο του "Αγιος Μηνάς" το 1939, πως όχι μόνο οι Χριστιανοί θεωρούσαν προστάτη της πόλης τον Αγιο Μηνά αλλά και οι Τούρκοι, οι οποίοι αντίκριζαν τον Αγιο με φόβο και σεβασμό.
Πολλοί πήγαιναν τάματα στη χάρη του, μάλιστα η επιφανής αλλά και φανατική οικογένεια Τσαλικάκη, που το σπίτι της ήταν κοντά στην εκκλησία, αντελήφθη "ιδίοις όμμασιν" τον Αγιο την ώρα του θαύματος.
"...Εκτοτε δε απέστελλε κατ' έτος, ένα ασκόν πλήρη εκλεκτού ελαίου εις τον Αγιον. Τούτο εξηκολούθησε πράττουσα η εν λόγω οικογένεια, μέχρι της εξ Ηρακλείου αναχωρήσεως των Τούρκων, κατά την ανταλλαγήν των πληθυσμών, αποκαλούσα πάντοτε τον Αγιον Μηνά, "Ο καλός μας γείτονας...".
Μεγάλη λοιπόν η χάρη του Αγίου Μηνά, μεγάλη και η διάθεση των Ηρακλειωτών να χτίσουν ανάλογο ναό αφιερωμένο στον πολιούχο. Πολλά περιστατικά διηγούνται για την αγάπη όλων των κατοίκων της πόλης στονΑγιο.
Χαρακτηριστική είναι η διήγηση από τον ίδιο συγγραφέα του παρακάτω περιστατικού: "...Είχε αφιχθεί εις τον λιμένα Ηρακλείου φορτίον τούβλων δι' ιστιοφόρου προοριζόμενου δια την οικοδομίαν του Αγίου Μηνά. Η επί της ανεγέρσεως επιτροπή ευρισκομένη εις στενόχωρον οικονομικήν κατάστασιν, ανέλαβε την εκφόρτωσιν επί ζημίαν της προόδου των εργασιών. Πληροφορηθείς τούτο ο μαθητόκοσμος ανέλαβεν αφ' εαυτού την εκφόρτωσιν και μεταφοράν μη δεχθείς μάλιστα ουδεμίαν παρέμβασν επικουρικήν. Και ήτο πράγματι συγκινητικόν το θέαμα μιας αλύσεως μαθητών, από του λιμένος μέχρι της εκκλησίας, δια της οποίας μετεφέρθη άπαν το υλικόν επί των χειρών και της ράχεως, μετά της μεγαλυτέρας δε χαράς και των ασμάτων. Πάντα δε ταύτα υπό τα έκπληκτα βλέμματα και τον θαυμασμόν των Τούρκων. Τοιουτοτρόπως εκτός της ικανοποιήσεως την οποίαν ησθάνθη ο μαθητόκοσμος, ότι εξεπλήρωσε ένα θρησκευτικό καθήκον, ωφελήθη και ο Αγιος την δαπάνην της μεταφοράς...".
Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές των εγκαινίων του μεγαλοπρεπούς ναού. Γράφει η τότε τοπική εφημερίδα "ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ".
"Αμφιβάλλομεν αν άλλοτε ποτέ το Ηράκλειον είδε θρησκευτικήν πανήγυριν ούτω λαμπράν και επιβάλλουσαν, οία υπήρξε η της παρελθούσης Κυριακής επί τοις εγκαινίοις του νεοδομήτου καθερικού ναού του Αγίου Μηνά. Απειρον ήτο το πλήθος το πανταχόθεν της νήσου συρρεύσαν όπως παραστή εις την μεγαλοπρεπή τελετήν... Ο ενθουσιασμός των πανηγυριστών ήτο απερίγραπτος... Η καρδία αυτών επληρούτο χαράς και δεν εκορένυντο αποθαυμάζοντες το κάλλος και το μέγεθος αυτού. Οι οφθαλμοί πάντων επληρούντο δακρύων χαράς, θερμαί δε ευχαριστίαι ανεπέμπτοντο νοερώς προς τον Υψιστον". Και συνεχίζει ο αρθρογράφος: "...Ο εγκαινιασθείς ναός του Αγίου Μηνά θεωρείται, ως και είναι όντως, λαϊκόν δημιούργημα και η φιλοκαλλία του λαού επιθυμεί να συντελέση και εις την πλουσίαν διακόσμησιν του δημιουργήματος αυτού. Αλλως δε ο πολιούχος της ημετέρας πόλεως. Αγιος Μηνάς, είναι λίαν προσφιλής ου μόνον εν τη πόλει μας αλλά και εν πάση τη νήσω...".
Τόσος υπήρξε ο ενθουσιασμός των κατοίκων της Κρήτης στα εγκαίνια του ναού του Αγίου Μηνά, που οι τελετές δεν εξαντλήθηκαν σε μια μέρα. Επί τρεις μέρες η Κρήτη πανηγύριζε και το Ηράκλειο είχε αλλάξει όψη από τις πολυάριθμες αψίδες, τις επιγραφές και τους φωτισμούς.
"Σπίτια, σοκάκια και τσαρσά τώρα μορφίσαν όλα,
τώρα που ξετελεύτηκε Αη Μηνάς στη χώρα.
Σαββάτ' αργά και Κυριακή η νύχτα ήτο μέρα απού τα φώτα που 'φτανε και ρίκταν στον αέρα.
Λάμπες, φανάρια και κεριά, χρωματιστά κανδήλια όλη η χώρα ήφεγγε σαν να 'τον μέρα ίδια".
Κεντρικός άξονας της τελετής και των αισθημάτων των ημερών εκείνων ο τότε Μητροπολίτης Τιμόθεος Καστρινογιαννάκης, άρχισε τον πανηγυρικό λόγο του με το "Εάν ούτοι σιωπήσουσι οι λίθοι κεκράξονται...".
Παρέδωσε έτσι το μνημείο στις επόμενες γενιές με πίστη και πάθος. Αφησε ανοιχτούς τους κρίκους της κοινωνικής ισορροπίας για τους επερχόμενους. Ενα μνημείο έχει τη δύναμη να συνδέει τις γενιές, να κρατα το λόγο της συνοχής και να ορίζει την αρμονία ζωής που χαρίζει η κοινή πείρα και η κοινή προσευχή. Το λαϊκό αίσθημα γνωρίζει δια μέσου των αιώνων τη μεγάλη αξία του σημείου αναφοράς της πόλης του. Γι' αυτό ξέρει να το χαιρετίζει με δάκρυα χαράς και συγκίνησης.
"...Και πολλοί, οι είδοσαν τον οίκον τον πρώτον και τούτον τον οίκον εν οφθαλμοίς αυτών, έκλαιον φωνής μεγάλης...".
Εσδρας 3, 13
Ενας ναός είναι μαρτυρία της πίστης και της ευσέβειας των πατέρων μας. Με το κτίσμα εξαγγέλλουν στους απογόνους τη ζωντανή συνέχεια της ιστορίας. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη και τα μνημεία είναι τα ίχνη της διάβασης των προηγουμένων. Βιβλία ανοιχτά του πολιτισμού, των ηθών, της ζωής αυτών που θέλησαν να μην είναι τόσο πρόσκαιρο το πέρασμά τους, αλλά να έχει διάρκεια.
Ενας ναός δε μαρτυρεί μόνο τη χαρά και την πίστη αυτών που τον έκτισαν αλλά και τα κοινά βάσανα, τους στεναγμούς, τις δυσκολίες και τις ανάγκες της κοινότητας. Το κοινό αίσθημα, την αίγλη της εποχής, την αρμονία των αισθημάτων, την υψηλή αισθητική και τις προτρέχουσες ανάγκες ομολογούν ο Παρθενώνας, οι Δελφοί, η Αγία Σοφία, οι ιερές κατακόμβες.
Αν εντείνομε την προσοχή μας και προσηλώσομε την ακοή μας μέσα στη σιγή του ναού, θα ακούσομε πως έζησαν οι περασμένες γενιές. Αν συγκεντρώνονταν μέσα στη θαλπωρή του, καταπιεσμένοι από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους, διωγμένοι από κατακτητές, πονεμένοι από πένθη, για να βρουν παρηγοριά και προστασία.
Ο μεγαλοπρεπής ναός που ανήκει εξίσου σ' όλους τους κατοίκους της πόλης, διδάσκει αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος, Εφεσ. 2-22 "Ούτω και υμείς οικοδομείσθε εις κατοικητήριον του Θεού εν πνεύματι", την "εις αλλήλους αγάπη... εν παντί", την ομόνοια, τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια, την κοινή μητέρα. Ετσι ο λαός οδηγείται στην ειρηνική συνύπαρξη και στην αρμονική συμβίωση. Για τη συγκατοίκηση ο ναός προσφέρει ως μέτρο το κάλλος και την αρμονία.
"Και νυν, Κύριε, έστωσαν οι οφθαλμοί σου ανεωγμένοι εις την δέησιν του τόπου τούτου". Παραλειπόμενα Β6.
Οταν η κοινότητα σύσσωμη χτίζει ένα ναό, παρακαλεί το Θεό να προσέξει την προσευχή της.
Η ύπαρξη του κεντρικού ιερού ήταν πάντα συνυφασμένη με την ύπαρξη του ελληνικού πνεύματος. Στα κεντρικά ιερά συγκεντρωθηκε κατά καιρούς ο καλλιτεχνικός πλούτος, οι διαλεχτές ποιότητες στην έκφραση και στη μορφή. Τα κτίρια, τα γλυπτά, τα ζωγραφικά έργα, τα αφιερώματα, οι ύμνοι έπρεπε να είναι τέτοια ώστε να αρέσουν στο Θεό. Να τον κάνουν να καμαρώνει για το σπίτι Του. Το ίδιο ακριβώς πνεύμα από τους προϊστορικούς, τους ιστορικούς χρόνους της αρχαίας Ελλάδας πέρασε στους βυζαντινούς και νεώτερους χρόνους. Ετσι στα ιερά και στους ναούς συγκεντρώθηκε ό,τι καλογέννησε η λαϊκή ψυχή. Αυτό που χαρίζεται στο Θεό, είναι αντίδωρο για την προσφορά του.
"Κι είναι δικό σου δόξασμα δικός σου πλούτος είναι, πνεύμα καλό, που σ' άρεσε φωνή να μου χαρίσεις".
Δ. Σολωμός
Ο Αγιος Μηνάς ο πολιούχος της πόλης μας, είναι γέννημα ενός τέτοιου πνεύματος. Λέγεται ότι "κάθε Θεός έχει διαλέξει τον τόπο του. Δεν πάει οποιοσδήποτε Θεός σ' οποιοδήποτε τόπο". Αυτό συνέβη με το Ηράκλειο. Ο άρχοντας ο Αγιος Μηνάς, ο δυνατός πολεμιστής του κακού, ο άκαμπτος στο μαρτύριο, ο ασυμβίβαστος, ο αποφασιστικός στις επεμβάσεις του διάλεξε το Ηράκλειο. Ενα τόπο που έσφυζε από ζωή και κίνηση, από αρχοντιά και υπερηφάνεια, από ανθρωπιά και καλαισθησία.
Ο χαρακτήρας ενός τόπου έχει απόλυτη σχέση με το χαρακτήρα του δικού του προστάτη. Αυτή η αναλογία δίδει σταθερότητα και διάρκεια στο ύφος και στο ήθος της πόλης, αν βέβαια οι κάτοικοι συνεχίζουν να συγκεντρώνονται με εσωτερική διάθεση και δημιουργική ευσέβεια στο Ναό Του.
Ενα μνημείο αποκτά αξία, ότανμπαίνει μέσα στη ζωή και την ιστορία του τόπου, και μπορεί να γίνει με το χρόνο ο καλύτερος ερμηνευτής του παρελθόντος.
Ας αναλογιστούμε πότε χτίστηκε ο πολιούχος μας.
Θεμέλιος λίθος το 1862, εγκαίνια του 1895, μια περίοδος μ