ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο ¶γιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
¶γρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

ΜΙΚΡΑΣΙΑ

Οι πρόσφυγες στο Ηράκλειο

Η πρώτη μεγάλη ομάδα προσφύγων, 1.000 περίπου άτομα, αποβιβάζεται στο Ηράκλειο στις 12 Σεπτεμβρίου 1922. Μέσα στους επόμενους μήνες φτάνουν στην πόλη πάνω από 11.000 άτομα, στην πλειοψηφεία τους γυναίκες και παιδιά.

Ο Προμαχώνας Βιτούρι όπου στην τάφρο διακρίνονται προσφυγικά καταλύματα

Η Κεντρική Επιτροπή Περιθάλψεως Ηρακλείου, που συγκροτείται με σκοπό την υποδοχή τους, καταβάλλει αγωνιώδεις προσπάθειες για να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες ανάγκες. Έρανοι διεξάγονται συχνά προκειμένου να εξασφαλιστούν τρόφιμα και ρούχα, ενώ συνηθισμένες είναι οι εκκλήσεις μέσω του τύπου στα φιλάνθρωπα αισθήματα των ντόπιων. Δέκα αρτοποιεία της πόλης εργάζονται αποκλειστικά για τους πρόσφυγες, ενώ διάφορα δημόσια αλλά και ιδιωτικά κτίρια και χώροι διατίθενται για τη στέγασή τους. Σημαντική βοήθεια προσφέρουν διάφορες φιλανθρωπικές οργανώσεις και ο αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός, ιδιαίτερα στο ζήτημα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

Η παρουσία βέβαια ενός τόσο μεγάλου πλήθους εξαθλιωμένων ανθρώπων προκαλεί σε κάποιες περιπτώσεις δυσφορίες στην τοπική κοινωνία και τα ατυχή περιστατικά δε λείπουν. Οι ίδιοι οι πρόσφυγες θεωρούν αρχικά ότι η εγκατάστασή τους στην πόλη είναι προσωρινό μέτρο και ότι στο άμεσο μέλλον θα μπορέσουν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Όταν με τη Συνθήκη της Λωζάνης αποφασίζεται η οριστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, το όνειρο της επιστροφής σβήνει και η πλήρης ένταξη στην τοπική κοινωνία είναι πλέον για τους πρόσφυγες η ιδανική λύση.

Γλέντι Μικρασιατών στο Ατσαλένιο

Στα πλαίσια του μαθήματος της Τοπικής Ιστορίας και δεδομένου ότι η περιοχή του 32ου Δημοτικού Σχολείου Ηρακλείου που δίδασκα ήταν κυρίως προσφυγική (Νέες Κλαζομενές) ασχολήθηκα κατά το σχολικό έτος 2001-02 με το θέμα της Μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγιάς. Μια από τις εργασίες που παραδόθηκαν και η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ του Ηρακλείου στις 29 Σεπτεμβρίου 2002, ήταν της μαθήτριας Ευαγγελίας Μελίστα.

 ΤΟ  ΠΙΚΡΟΤΑΞΙΔΟ  ΤΟΥ  ΞΕΡΙΖΩΜΟΥ

    Στην Αγία Παρασκευή της Λέσβου ζουν πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες. Ανάμεσά τους ζουν δυο γεροντάκια, συγγενείς μας, ο Κώστας και η Ασπασία Λιναρδή.

    Ο μικρότερος αδερφός της γιαγιάς μου, αξιωματικός χωροφυλακής, έχει παντρευτεί τη μικρότερη κόρη τους, τη θεία Ελένη.

     Αυτές τις πασχαλινές διακοπές , ο θείος μου τους έφερε στην Αθήνα για να κάνουν ιατρικές εξετάσεις. Βρεθήκαμε στο ίδιο σπίτι. Κάθισα κοντά τους και τους ρωτούσα για τον ερχομό τους στην Ελλάδα.

_ Αχ! Παιδάκι μΆ , τι να θυμηθώ πρώτα, τι ύστερα, άρχισε ο παππούλης.

    Ο πατέρας μου είχε πέντε παιδιά κι εγώ προτελευταίος. ΖούσαμΆ  όλοι καλά στην Πέργαμο. Πολλοί Χριστιανοί, πολλοί Τούρκοι. Το σπίτι μας μεγάλο, πολλά καλά είχε. Με τους Τούρκους δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε, όμως μιλούσαμΆ  και με τις δουλειές τα βρίσκαμε. Στο σοκάκι παίζαμΆ  μαζί Τουρκόπουλα κι Ελληνόπουλα. Η μάνα μας, μας παραμάζευε μόνο να μην λέμε τίποτε και τα Τουρκάκια τα μαρτυρήσουν στο Τούρκο πατέρα τους και βρούμΆ  κανα μπελά.

     Κι ύστερα ήρθε η κακιά η ώρα. Οι Τούρκοι αγρίεψαν κι ο  Χασάν που  ΅λεγε  καλημέρα στη μάνα μΆ , το  ΅κοψε όταν πέρναγε.

     Το πάνε έλα των Τούρκων στα σοκάκια πλήθαινε. Οι Χριστιανοί όταν τους αντάμωναν έσκυβαν μέχρι το χώμα και τους έκαναν ντεμενάδες. Κι αυτοί αγριοκοίταζαν και δεν έλεγαν ούτε καλημέρα. Το βραδάκι η μάνα με τη νόνα μ’ , έκλειναν πόρτες και παράθυρα, μας μάντρωναν μέσα και δε μας άφηναν ούτε δυνατά να μιλήσουμε. Σκέπαζαν τα παραθύρια με χράμια και μιλούσαν σιγά σιγά. Τις έγλεπα που μιλούσαν και δεν καταλάβαινα τι έλιεγαν. Γύρα στα μεσάνυχτα έφτανε ο πατέρας μου, Μαθιό τον έλεγαν, Θεός σχωρέστον, από τα χωράφια (δεν ξέρω), μιλούσε με τη μάνα μΆ  και τη νόνα μΆ  κι το πρωί ξανάφευγε.

      Μία εβδομάδα πριν το χαλασμό, καθώς γυρνούσε σπίτι μας, μας είπαν  πως ο κατή-Μεχμέτ τον αντάμωσε, τσακώθηκαν και τον τρύπησε  με τη χατζάρα του. Η μάνα μΆ  έκλαιγε, το ίδιο κι η νόνα μΆ , κλαίγαμε κι εμείς. Δεν τον ξαναείδαμΆ   τον πατέρα μΆ .

      Το ψωμί λιγόστεψε στο σπίτι κι η νόνα μΆ   για να μας χορτάσΆ   έφτιανε κουρκούτΆ   και πίναμΆ . Κλειστήκαμε μέσα, δε βγαίναμΆ  έξω καθόλου. Μόνο μια γειτόνισσα, η κυρά Κλείτη, ερχόταν πότε-πότε. Μίλαγε με τη μάνα και τη νόνα μΆ  κι έλεγε μη χειρότερα.

    Ένα βράδΆ  βράδιασε ο Θεός, κλειστήκαμε μέσα από νωρίς, κάναμε προσευχή στον ¶η Γιώργη και πέσαμε στο μιντέρΆ  να κοιμηθούμε. Γύρα στα μεσάνυχτα, δεν ξέρω τι ώρα νάταν, ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές, κλάματΆ  , ουρλιαχτά, κατάρες, βλαστημιές, προσευχές, χτύποι σε πόρτες και παραθύρια και βοή πολλή βοή και φασαρία στο δρόμο. Κι οι δαιμόνοι να βγαίναν απΆ  την κόλαση πιο λίγη φασαρία θα κάναν.

     Ξαφνικά ακούστηκε στο σπίτι μας δυνατός θόρυβος που το τράνταξε ολόκληρο κι η αυλόπορτα γρεμίστηκε με την πρώτη. Ασκέρι αγριεμένο όρμησε μέσα. Ένας Τούρκος με τη χατζάρα του έδωσε στη μάνα μΆ  μια κλωτσιά και την έριξε καταής. ¶ρπαξε τη μάνα μΆ  απΆ  τα μαλλιά κι ετοιμάστηκε να τη σκοτώσει. Εμείς φοβισμένα δε μιλούσαμε, μα μόλις ο αδερφός μΆ  ο Στρατής , Θεός σχωρέστον, είδΆ  αυτό που είδΆ  μπήκε στη μέσΆ  να γλιτώσΆ  τη μάνα μΆ  και σκοτώθηκε αυτός. Τότενες βγήκε φωνή απΆ  το στόμα μας, ουρλιάξαμΆ  και τρέξαμε όλοι στο κατώι.

_Μη! Όχι! ΈσκουξΆ  η μάνα μΆ  . Θα σας χαλάσουν .

    Τότενες  ακούστηκε φωνή δυνατή .

_ Όλοι φευγάτε στη θάλασσα, στη θάλασσα!

     Η μάνα μΆ  μας περιμάζεψε μέσα σε Τούρκους αγριεμένους , άγνωστους και γνωστούς, άρπαξε και το κόνισμα τΆ  Αη Γιώργη κι όπως ήμαστΆ  απΆ  τον ύπνο χωρίς ρούχα , ξυπόλητοι, τρέχαμΆ  στο δρόμο κατά πού ΅τρεχαν οι πολλοί να γλιτώσουμε. Το Γιώργη μας που ΅ταν μικρός τον ζαλώθηκε στην πλάτη.

     Το ξημέρωμα μας βρήκε να τρέχουμε με πολλούς. Τα παιδιά έκλαιγαν , μάνες έκλαιγαν, μοιρολόγια άκουγες, κατάρες και προσευχές έσκιζαν τον αέρα. Κι από πίσω Τούρκοι με φέσια και χατζάρες να μας κυνηγούν και να χτυπούν με το βούρδουλα.

     Τα πόδια μας μάτωναν, πάγωναν, πονούσαν, δεν τα ορίζαμΆ  πιδί μΆ  ,μα όλο τρέχαμΆ  . Πέρα, άρρωστοι και κουρασμένοι έπεφταν στο δρόμο μα κανένας δεν τους βοήθαγε. Το μπουλούκι των προσφύγων περνούσΆ  απΆ  πάνω τους κι όταν έφταναν οι Τούρκοι τους κτυπούσαν με τη χαντζάρα. Γκιαούρηδες, να! Και τρέχαν να κυνηγούν τους χριστιανούς μη λακίσΆ  κανένας.

     Τρία μερόνυχτα, πεινασμένοι, γυμνοί, ματωμένοι, τρέχαμΆ  απελπισμένοι να σωθούμε. Χάθηκαν πολλοί. Σκοτώθηκαν και πέθαναν πολλοί. Παιδιά πέθαναν στην αγκαλιά της μάνας, μάνες έπεσαν , γιαγιάδες πέθαναν.

     Είχαμε πετρώσει. Αν ήμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι δεν ήξευρα. ¶σε δε μπορώ να σου πω. Η μάνα μΆ  ζαλωμένη το Γιώργη, όλο φώναζε: Κωστή, Ελένη, Νικόλα , εδώ μη χαθούμε. Κι εμείς βάζαμε τα δυνατά μας μη χάσουμε τη μάνα μας. Κάπου έδωσε η Παναγιά και φτάσαμε στη θάλασσα. Τα πόδια μας πονούσαν , ήταν πρησμένα, έτρεχαν αίμα, η κοιλιά μας πονούσε, είχαμε πυρετό, καίγαμΆ , διψούσαμε. Ο φόβος μας είχε κόψει την πείνα, όμως θέλαμε νεράκι. Μόλις είδαμε τη θάλασσα πολλοί έπεσαν μέσα να πιουν νερό. Έτρεξα κι εγώ.

_ Μη! ΟύρλιαξΆ  η μάνα μΆ  μΆ  όση δύναμη της είχε μείνει.

    Κι εγώ φοβήθηκα κι έγειρα πίσω. Ο Γιώργης έσκουζε απΆ  τη πλάτη της:Νερό, νερό. Κι η δόλια η μάνα μΆ , έμπηξε τα νύχια στο στήθος της , πετάχτηκε το αίμα κι έβαλε το Γιώργη να πιει.

 _ Για να μην πεθάνεις παιδάκι μΆ , είπε κι έγειρε λιπόθυμη.

    Εμείς οι τρεις φοβισμένοι κοιτούσαμΆ  και δε μπορούσαμε να σκεφτούμε τίποτε. Μια γριά πέταξε με τα χέρια στη μάνα μΆ  θαλασσινό νερό κι αυτή άνοιξε τα μάτια, μας κοίταξε και τα ξανάκλεισε. Η γριά μας πήρε μακριά κι εμείς θέλαμε τη μάνα μας.

_ ¶στην αυτή. Έμεινε στην πατρίδα γιε μου, να μας καρτερεί να ξανάρθουμΆ .

    Μια βάρκα έφτασε και μια φωνή έσκισε τον αέρα.

_ Οι πρόσφυγες να περάσουν!

     Πρόσφυγες! Τι ΅ναι τούτο; Ρώτηςα το μυαλό μου. Δε ξέρω. Όλοι έτρεξαν στη βάρκα, μα μπήκαν λίγοι. Ανάμεσά τους ήταν κι η Ελένη μας.

_ Ελένη! Λενάκι! Φώναξα σαν τρελός . Μη φεύγεις, πάρε με μαζί σου! 

     Μα η βάρκα έφυγε μακριά μαζί με το Λενάκι. Εμείς κλαίγαμε και γλέπαμε απελπισμένοι και φοβισμένοι. Όταν χάθηκε η βάρκα απΆ  τα μάτια μας, μια άλλη βάρκα ήρθε και πήρε εμένα , τη γριά, το Γιώργη και το Νικόλα.

_ ¶κου γιε μου, μην κλαις, είπε η γριά. Μαρία με λιεν, εσείς να με λέτε Βάβω. Η μάνα σας μας καρτερεί να ξαναγυρίσουμε στην πατρίδα, μα μέχρι τότενες εγώ θα είμαι η ψυχομάνα σας. Ο ¶η Γιώργης είναι καβαλάρης και γλήγορος και θα μας βάλει στο άλογό του να μας πάει και να μας φέρει πίσω.

    Η βάρκα ξεκίνησε, ο αέρας φυσούσε δυνατά. ΄Ημαστε  πολλοί και δύο έπεσαν στη θάλασσα. Τους είδαμε λίγο στο νερό και μετά τίποτε. Τους κατάπιε η θάλασσα. Οι μεγάλοι έκλαιγαν, τα παιδιά έκλαιγαν, πεινούσαν, διψούσαν, πονούσαν, ψένονταν στον πυρετό. Το ίδιο κι εγώ.

 _ Υπομονή γιε μου, υπομονή, έλεγε η ψυχομάνα μ’ , θα μας σώσει ο ¶η Γιώργης.

     Και αφού βασανιστήκαμε τρομερά άλλες τρεις μέρες, κάποτε φτάσαμε στον Πειραιά. Εκεί κάτι στρατιώτες , μας έφεραν γαλέτες και νερό και κινίνο. Μετά μας μοίρασαν στα στρατόπεδα και μας έδωσαν  κουβέρτες. Κοιμηθήκαμε κι ας ήταν πρωί, που κόντευε μεσημέρι, όμως νομίζαμε πως η γη κουνιόταν, όπως η θάλασσα.

     Ζήσαμε με τη Βάβω στο στρατόπεδο τρεις μήνες κι ύστερα μοίρασαν τα παιδιά στα ορφανοτροφεία. Ο Νικόλας που ήταν πρώτερος έμεινε με τη Βάβω κι εγώ με το Γιώργη στο ορφανοτροφείο, μαζί μΆ  άλλα παιδιά από την Πέργαμο, το Αϊβαλί, τον Τσεσμέ, τα Αλάτσατα και τη Σμύρνη. Θέλαμε τους δικούς μας, κλαίγαμε κρυφά και φανερά, αρρωσταίναμε και υποφέραμΆ  πολλά, τόσα πολλά που δεν μπορώ παιδί μου να σου πω.

    Τα χρόνια πέρασαν. Ο Γιώργης έπαθε τύφο και πέθανε. Εγώ πήγαινα στα καράβια και δούλευα. Κουβαλούσα τα πράγματα στους ταξιδευτές κι όταν αργότερα τα κατάφερα, έφτιαξα ένα καρότσι με παλιοσανίδες για να τα κουβαλώ πιο εύκολα. Πολύ αργότερα μπάρκαρα σε πλοίο και κάποτε βρέθηκα στην Αγία Παρασκευή στη Λέσβο. Εκεί δούλευα στα χωράφια, έκανα οικονομίες, αγόρασα ένα μικρό φορτηγό , έκανα μεταφορές και σιγά σιγά έκτισα ένα σπίτι. Έκανα περιουσία και παντρεύτηκα με την κυρ- Ασπασία, που ήταν μικρανηψιά της ψυχομάνας μου και βρέθηκε μ’ άλλα κορίτσια στην Αγία Παρασκευή. Πολύ αργότερα έμαθα πως η βάρκα που πήρε το Λενάκι βούλιαξε στη θάλασσα και πήρε μαζί της στο βυθό, τους ανθρώπους και το Λενάκι μας. Τον Νικόλα τον έχασα κι όσο κι αν έψαξα με το Ερυθρό Σταυρό δεν τον βρήκα ποτέ. Δεν ξέρω αν είναι πεθαμένος ή ζωντανός. Απόχτησα τρία παιδιά. Το γιο μου τον έβγαλα Μαθιό σαν τον πατέρα μου, τη μεγάλη μου κόρη Μαρία σαν τη ψυχομάνα μου και τη μικρή Λενάκι σαν το Λενάκι που το πήρε η θάλασσα.

     Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ νύχτωνε-ξημέρωνε, την Πέργαμο σκεφτόμουνα, το σπίτι μας, τη μάνα μου, τη νόνα μου, το Γιώργη κι όλους όσους αγάπησα κι έχασα.

      Όταν ύστερα από πενήντα χρόνια άνοιξε ο δρόμος, πήρα την κυρα-Ασπασία και πήγαμΆ  ταξίδι-προσκύνημα στην Πέργαμο. Η μάνα μΆ  δε με καρτέραγε, ούτε κανείς απΆ  όσους αγάπησα, όμως με καρτέραγε το χαλασμένο σπίτι μας που κάποτε χωρούσε όλους τους δικούς μου. Χαλάσματα μαυρισμένα από τα χρόνια και τη φωτιά πο ΅βαλε το ασκέρι των Τούρκων τη βραδιά του ξεριζωμού. Μόνο μια γωνιά του τζακιού έστεκε μυρισμένη κι αυτή και χαλασμένη και στη θέση πΆ  άναβε η φωτιά μια θεόρατη συκιά είχε φυτρώσει κι απλωνόταν παντού.

     Έσκυψα, φίλησα το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας κι έκοψα ένα κομμάτι και το ΅ριξα στην τσέπη μου, κλέφτης του ίδιου μου του σπιτιού. Έφυγα κλαίγοντας κι είπα στα παιδιά μου: «Όταν πεθάνω, αυτήν την πέτρα να τη βάλετε πάνω στην καρδιά μου. Είναι σαν να αναπαυτώ στη γωνίτσα μου».

     Ο παππούλης σκούπισε τα δάκρυά του με το μαντήλι κι έβγαλε από την τσέπη του ένα χρυσό κουτάκι που μέσα είχε το κομμάτι της μαυρισμένης πέτρας.

     Τον κοιτάξαμε με δέος και σκουπίσαμε τα δικά μας δάκρυα. 

 

 

 

 

 Σεπτ. 1922. Μόνη διέξοδος η θάλασσα 

   












 Πλοιάριο βυθίζεται από υπερφόρτωση

  dsc04558.JPG

     Οι Τούρκοι καίνε τη Σμύρνη ( και όχι μόνο)

     

   “… ¶ρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί.

Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες…  Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.

      Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημύρρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακρυά. “Μη φοβάστε είναι μακρυά”, μας είπε ο νοικοκύρης του σπιτιού που μέναμε. ΣΆ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες (σ.τ.σ. οι άτακτοι Τούρκοι) βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν.

          Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση νΆ αρπάξουν, να σφάξουν, νΆ ατιμάσουν. “Βοήθεια! Βοήθεια!” φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα (σ.τ.σ. μεγάλο ανοιχτό λάκο). Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σΆ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό.

          Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!” 

  Aυθεντική Μαρτυρία της Ελένης Καραντώνη για τη σφαγή που έγινε από τα κεμαλικά στρατεύματα μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου. Η Μαρτυρία προέρχεται από το δίτομο “Έξοδος“ του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών.