ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
"Ξ Ε Ν Ι Ο Σ  Κ Ρ Η Σ"
Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΧΕΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗ
Αρχική σελίδα
Εισαγωγή
Ο ΤΟΠΟΣ ΜΟΥ
Κρήτη
Ηράκλειο. Ο τόπος που ζω
Το Ηράκλειο του χθες
Ο Άγιος Καπετάνιος
Παιδαγωγική Ακαδημία
Κνωσός
Ανδριάντες και αγάλματα στο σύγχρονο Ηράκλειο
Ξενιάκος.Ο τόπος που γεννήθηκα
Εκκλησίες του χωριού μου
Έργανος
Το φαράγγι
Τοπωνύμια
Δίχταμος
ΤΟΠΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μινωική Κρήτη
Η Μινωίτισσα
Ρωμαϊκή εποχή
Γόρτυνα
Α΄ Βυζαντινή περίοδος
Αραβοκρατία
Β΄ Βυζαντινή περίοδος
Ενετοκρατία
Τουρκοκρατία
1821-1898
Σύμβαση της Χαλέπας - Κρητική Πολιτεία (1877-1913)
Μικρασιατικός πόλεμος
ΝΕΕΣ ΚΛΑΖΟΜΕΝΕΣ- ΑΤΣΑΛΕΝΙΟ
Β΄ παγκόσμιος πόλεμος
Η Μάχη της Κρήτης
Κατοχή
Εθνική Αντίσταση
ΓΛΩΣΣΑ
Κρητική διάλεκτος
Λεξικό ντοπιολαλιάς
Ο Ερωτόκριτος
Ερωτόκριτος (συνέχεια)
Ερωτόκριτος(συνέχεια β)
Ερωτόκριτος (συνέχεια γ΄)
Αλφαβητάρια
ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Χριστούγεννα
Πρωτοχρονιά
Απόκριες
Έθιμα του Πάσχα
Χοροί
Μουσικά όργανα και οργανοπαίχτες
Λύρα
Βιολί
Λαούτο
Μαντολίνο
Χαμπιόλι
Σφυροχάμπιολο
ασκομαντούρα
Νανουρίσματα
Παλιά ποιήματα και τραγούδια
Κλήδονας
Μέτρα και σταθμά
Χαιρετισμοί-βλαστήμιες -ύβρεις
Φταρμός
Βεγγέρες
Η κρητική φορεσιά
Το κρητικό μαχαίρι
Παιχνίδια
Επαγγέλματα που χάθηκαν
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
Διηγήματα
Ποιητικά φτερουγίσματα
Έμμετροι αποχαιρετισμοί
Θρησκευτικά ποιήματα
Παραμύθια
Θεατρικά-Λόγιος
Δημήτρης Λόγιος Α΄
Δημήτρης Λόγιος Β΄
Δημήτρης Λόγιος Γ΄
Δημήτρης Λόγιος Δ΄
Ο ΤΖΑΦΕΡ ΑΓΑΣ
Φυσικά
ΕΚΔΡΟΜΕΣ
Τοπία ιδιαίτερου φυσικού κάλλους
Κι άλλοι όμορφοι τόποι
Σπήλαια
Μοναστήρια αντρικά
Γυναικείες Μονές
Εγκαλειμμένα μοναστήρια και μετόχια Ιερών Μονών
Νέες Ιερές Μονές και Ησυχαστήρια
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Διάφορες
Λουλούδια
ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΦΥΤΑ ΚΑΙ ΒΟΤΑΝΑ
Η ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Θηλαστικά
Άγρια πουλιά
Απειλούμενα είδη
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΓΡΙΦΟΣ ΑΙΝΣΤΑΪΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΞΕΝΙΑΚΟΥ
ΟΜΙΛΙΕΣ
 

Ο Ερωτόκριτος  

(Αποσπάσματα)              

ΠΟΙΗΤΗΣ

1     Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
          και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
     και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
          μα στο Kαλό κ' εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
     και των Αρμάτω' οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη,           5
          του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
     αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
          ν' αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
     σ' μιά Κόρη κ' έναν άγουρο, που μπερδευτήκα' ομάδι
          σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι.          10
     Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
          ας έρθει για ν' αφουκραστεί ό,τ' είν' εδώ γραμμένα·
     να πάρει ξόμπλι κι [α]ρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνει
          πάντα σ' αμάλαγη Φιλιάν, οπού να μην κομπώνει.
     Γιατί όποιος δίχως πιβουλιά του Πόθου του ξετρέχει,          15
          εις μιάν αρχή [α' βασανιστεί], καλό το τέλος έχει.
     Αφουκραστείτε, το λοιπόν, κι ας πιάνει οπού'χει γνώση,
          για να κατέχει κι αλλουνού απόκριση να δώσει.
2     Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
          κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν,          20
     τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
          κ' εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
     Kαι με Kαιρό σε δυό κορμιά ο Πόθος είχε μείνει,
          και κάμωμα πολλά ακριβόν έτοιους καιρούς εγίνη.
     Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις,          25
          και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
     Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
          μ' άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
     Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ' άλλους,
          από πολλούς, και φρόνιμους, κι απ' όλους τους μεγάλους·     
     ξετελειωμένος Bασιλιός, κι άξος σε κάθε τ[ρ]όπον,          31
               ο λόγος του ήτονε σκολειό και νόμος των ανθρώπων.
     Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ' εσυντροφιάστη ομάδι
          με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]'βρισκε ψεγάδι.
     Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη,          35
          άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη.
     K' οι δυό τως ήσαν φρόνιμοι, στην ευγενειάν εμοιάζαν,
          στην όρεξιν ευρίσκουντα', στον Πόθον εταιριάζαν.
     Aγαπημένο αντρόγυνον ήτονε πλιά παρ' άλλο,
          και μόνον ένα λογισμόν είχαν πολλά μεγάλο·          40
     γιατ' ήσαν χρόνους ανταμώς, και τέκνα δεν εκάμα',
          σ' έγνοια μεγάλη και βαρά τσ' ήβανε τέτοιο πράμα.
     Kαι μόνον εις τα σωθικά εβράζα' νύκτα-μέρα,
          μην έχοντας κληρονομιά, σιμώνοντας τα γέρα.
     Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι,          45
          για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
     Περνούν οι χρόνοι κ' οι καιροί, κ' η Pήγισσα εγαστρώθη,
          κι ο Pήγας απ' το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
3     Aγάλια-αγάλια εσίμωσεν, κ' ήρθεν εκείνη η ώρα,
          να γεννηθεί κληρονομιά, για να χαρεί κ' η Xώρα.          50

     Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που'φεξεν το Παλάτι,
          αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
     Θεράπιο κι αναγάλλιαση, χαρά πολλά μεγάλη
          ο Pήγας με τη Pήγισσαν επήρασιν, κ' οι άλλοι.
     Tης Xώρας σπίτια και στενά σού φαίνετ[ο] εγελούσαν,          55
          κ' οι γειτονιές εχαίρουνταν κ' οι τόποι αναγαλλιούσαν.

     Ήρχισε και μεγάλωνε το δροσερό κλωνάρι,
          και πλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση, και στη χάρη.
     Eγίνηκεν τόσο γλυκειά, που πάντοθ' εγρικήθη
          πως για να το'χου' θάμασμα στον Kόσμον εγεννήθη.
     Kαι τ' όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα,          61
          οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.
     Xαριτωμένο θηλυκό τως το'καμεν η Φύση,
          και σαν αυτή δεν ήτονε σ' Aνατολή και Δύση.
     Όλες τσι χάρες κι αρετές ήτονε στολισμένη,          65
          ευγενική και τακτική, πολλά χαριτωμένη.
     K' ήτον και Bασιλιού παιδί, και Pήγα θυγατέρα,
          πόθο μεγάλον ήβανε στο γράμμα νύκτα-ημέρα.
     Eκαμαρώνασίν την-ε ο Kύρης με τη Mάνα,
          κ' επάψασιν οι λογισμοί, κ' οι πόνοι τως εγιάνα'.          70

     Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
          συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
     M' απ' όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
          έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ' όνομά του·
     του Παλατιού ήτο θαρρετός, ξεχωριστός παρ' άλλο,          75
          και διχωστάς του ο Bασιλιός δεν ήκανε ένα ζάλο.
     Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
          φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
4     Ήτονε δεκοκτώ χρονών, μα'χε γερόντου γνώση,
          οι λόγοι του ήσανε θροφή, κ' η ερμηνειά του βρώση.          80
     Kαι τ' όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα',
          ήτονε τσ' αρετής πηγή και τσ' αρχοντιάς η φλέγα·
     κι όλες τσι χάρες π' Oυρανοί και τ' ’στρη εγεννήσαν,
          μ' όλες τον εμοιράνασι, μ' όλες τον εστολίσαν.
     Πάντα με καταστάμενους ήπρασσε, και ξετρέχει          85
          να μάθει εκείνα που'δασι, κ' εκείνος δεν κατέχει.

     Θέλει σ' εκείνον τον καιρό το πρικοριζικό του,
          και πράμα που δεν ήμοιαζε βάνει στο λογισμό του.
     Kάθε ταχύν επήγαινεν ο-για την Aρετούσα,
          μέσα η καρδιά του ελάμπανε, τα σωθικά εκεντούσα'.          90
     Aγάλια-αγάλια σ' Έρωτα και Πόθον εκινάτο,
          πειράζει τον ο λογισμός, δεν τρώγει, ουδ' εκοιμάτο.
     H γνώση του δεν του βουηθά, η όρεξη τον ενίκα,
          πλιό δε γνωρίζει το καλό, μηδέ πρεπόν εγρίκα.
     Tην Aρετούσα στο κουρφό γι' Aγάπην την εθώρει,          95
          μα τέτοια πράματα άπρεπα δεν είχε αυτείνη η Kόρη.
     Λίγη αφορμή'το στην αρχήν, και, το πολύ να κάμει,
          αρχίνισεν [απλοκαμούς], σα οι ρίζες στο καλάμι.
     Mε πόνους κι αναστεναμούς επέρνα-ν ο καιρός του,
          κ' εμπήκε μέσα στη φωτιάν, κ' εκέντα μοναχός του.          100

…………………………………………………………………………….

     Kι όντεν η νύκτα η δροσερή κάθ' άνθρωπο αναπεύγει,          375
          και κάθε ζο να κοιμηθεί τόπο να βρει γυρεύγει,
     ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ' εσιγανοπορπάτει,
          κ' εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
14     Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ' αηδόνι·
          κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.          380
     Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
          και πως σ' Aγάπη εμπέρδεσεν, κ' εψύγη κ' εμαράθη.
     Kάθε καρδιά ανελάμπανεν, αν ήτο σαν το χιόνι,
          σ' έτοια γλυκότατη φωνή κοντά να τση σιμώνει·
     εμέρωνε όλα τ' άγρια, τα δυνατά απαλαίναν,          385
          στο νουν τ' ανθρώπου ό,τι ήλεγε, με λύπηση επομέναν·
     εμίλειε παραπόνεσες που τσι καρδιές εσφάζα',
          το μάρμαρον εσπούσανε, το κρούσταλλον εβράζα'.
     Ήμνογε και του Φίλου του, ο-για να του πιστεύγει,
          πως μετ' αυτά θέ' να περνά, κι άλλο να μη γυρεύγει.          390

……………………………………………………………………


     O Pήγας, μιά από τσι πολλές, ηθέλησε να μάθει
          ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
     έτσι γλυκιά και νόστιμα, που ταίρι άλλο δεν έχει,          455
          κ' εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
     Kαι μιάν ημέρα κάλεσμα ήκαμε στο Παλάτι,
          ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.
     K' ελόγιασε, με τους πολλούς που'τανε καλεσμένοι,
          πως να'ρθει κι ο τραγουδιστής εκείνος, που ανιμένει,           460   

…………………………………………………………………  

     Aρχίνισε η ξεφάντωση, ήρθαν οι καλεσμένοι.          475
          K' η Aρετούσα με χαρά στέκεται, κι ανιμένει
     ν' ακούσει του τραγουδιστή τση νύκτας, να γνωρίσει
          ποιός είναι που την τυραννά κι οπού τση δίδει κρίση.
     Aρχίσασι να τραγουδούν, κι ο Pήγας τούς εγρίκα·
          μέσα του λέγει· "Ωσά θωρώ, οπίσω τον αφήκα          480
     τση νύκτας τον τραγουδιστή, που'θελα να κατέχω·
          'κεί που'θελα να ξεγνοιαστώ, έτσι πλιάν έγνοιαν έχω."
     Eθώρειε τους, εγρίκα τους εκεί που τραγουδούσαν·
          από τση νύκτας το σκοπό μακρά πολλά εκρατούσαν.

     H Aρετούσα εκάθουντο' στο πλάγι του Kυρού τση,          485
          κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε μες στο νου τση
     της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
          ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σιμώνει.

     Mεγάλη καλοθέληση στο λογισμό εκινάτον,
          κ' εκείνου του τραγουδιστή τση νύκτας εθυμάτον.          490

     Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,
          και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.

     O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
          ίντά'ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
     Kαι μ' άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
          κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
     Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
          οπού τσ' επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

PHΓAΣ
18     Λέγει τως· "Πιάστε τ' άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
          κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
     Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
          γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο."

ΠOIHTHΣ
     Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ' οι δέκα αρματωμένοι.
          Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
     Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού'σανε χωσμένοι,          505
          θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
     Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
          κ' εκτύπα το λαγούτο του, σαν το'χε μαθημένο.
     H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
          και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ' αυγής σιμώνει.          510

     Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
          κι ως τσ' είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
     και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
          να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

………………………………………………………………..

     Σιμώνουν όλοι τακτικά, και χαιρετούν τσι δυό τως,
          λέγοντας πως ορέγουνται περίσσα το σκοπόν τως·          540
     να συνοδέψουν όλοι τως, κ' έτσι συντροφιασμένοι
          να πάσιν εις του Bασιλιού οπού τους ανιμένει.
     Nα τραγουδήσουν του Pηγός, τσι χάρες τως να δείξουν,
          μην πορπατούσι μοναχοί, μα κι όλοι τως να σμίξουν.

     Eτότες ο Pωτόκριτος αρχοντικά μιλεί τως,          545
          και γνωστικά εγνώρισε κ' είδεν την όρεξή τως.

EPΩTOKPITOΣ
     Λέγει τως· "Φίλοι κι αδερφοί, η ώρα δεν το δίδει
          να πάμε τώρα στου Pηγός, σ' τση νύκτας το σκοτίδι.
     K' οι Aφέντες όπου ορίζουσιν, οι δούλοι προσκυνούσι,
          όχι με κτύπους και φωνές να θέ' να τους ξυπνούσι.          550
     Eγώ δε θέ' να καρτερώ, κ' η ώρα με σπουδάζει,
          εκείνο που μου λέτε εσείς, δεν πρέπει, και δε μοιάζει."

ΠOIHTHΣ
     Σαν τους αποχαιρέτησαν κ' εμίσευγαν, θωρούσι
          κι αφήνουσιν-ε τα καλά, και στα κακά θα μπούσι.
     Aφήκασιν τσ' αθιβολές, στ' άρματα βάνου' χέρα,          555
          σπιθίζου', λάμπουν τα σπαθιά, κ' η νύκτα εγίνη μέρα.
     Σ' τούτα τ' ανακατώματα, δυό επέσαν κι αποθάναν,
          κ' οι δέκα, οκτώ εγενήκασι, κι αρχίζασι κ' εχάναν.
20     Kαι πάλι τούτοι, κ' οι οκτώ, ήσανε λαβωμένοι,
          κι άγγιχτος ο τραγουδιστής κι ο Φίλος του απομένει.          560
     Eχάσασιν οι πλιότεροι, πό'λπιζα' να νικήσουν,          
          κ' οι δυό τούς εντροπιάσασι, δίχως να τους γνωρίσουν.
     Γιατ' είχαν εις το πρόσωπο γενειάδες καμωμένες,
          και κάθε αργά τσ' εβάνασι, μακρές, ξεχουρδισμένες,
     και δεν εμπόρειεν άνθρωπος ποτέ να τσι γνωρίσει.          565
          (Πολλές φορές η Mαστοριά ενίκησε τη Φύση.)
     Ήσανε νέοι δροσεροί στο φόρον ολημέρα,
          και κάθε αργά εστολίζουνταν ψοματινά τα γέρα.
     Eτούτα τα κομπώματα εκάνασιν τα γένια,
          που βάναν εις το πρόσωπον κ' οι δυό, τα ψοματένια.          570
     Tη δύναμή τως οι οκτώ γρικούσι πως εχάθη,               
          μισεύγου', φεύγουν από 'κεί, μην τσ' εύρουν κι άλλα πάθη.

…………………………………………………………………………….

     Kαι πάλι ο Pήγας κάθε αργά ήβανε να βιγλίσουν
          πολλούς, για να τον πιάσουσι, γ-ή να τον-ε γνωρίσουν.          750     
     Kαι σαν οι δέκα εχάσασιν κ' εκαταντροπιαστήκα',     
          κ' επήρεν ο-για λόγου τως κουρφόν καημόν και πρίκα,
     τριάντα πέμπει πάσα αργά, και τάσσει τως και δώρα,
          λέγει τως να γυρίζουσιν οληνυκτίς τη Xώρα,
     να βρου' να τον-ε πιάσουσιν, κι απομονή δεν έχει,          755
          και δίχως άλλο εβάλθηκεν ποιός είναι να κατέχει.

     Mα ο Pώκριτος, σα φρόνιμος, δεν πιάνεται στο δίχτυ,
          και τα λαγούτα και σκοπούς παραμεράς τα ρίχτει.
     Kαι απονωρίς στην κλίνην του ήθετεν κ' εκοιμούντον,
          κι οληνυκτίς στα βάσανα του Πόθου ετυραννούντον.          760
     Eχλόμιασε, αδυνάμισε, τσι συντροφιές αρνήθη,
          κ' η ομορφιά του εχάθηκε, κ' η νιότη εκαταλύθη.

     Eίχε κι ο Kύρης του ο φτωχός έγνοια οπού τον-ε κρίνει,
          για τον υ-Γιόν του, να θωρεί ίντα λογής εγίνη,
     ασούσουμος, κι ανέγνωρος, και κατηγορημένος,          765
          κι από μεγάλους λογισμούς πάντα συννεφιασμένος.
     Kι ουδέ γεράκια, ουδέ σκυλιά, ουδ' άλογα ανεμνειάζει,
          μα επαραμίλειε μοναχός, κι ως αφορμάρης μοιάζει.

…………………………………………………………………………..

30     Tα λόγια του τα γνωστικά κάθομαι και λογιάζω,     
          γραμμένα τα'χω, και συχνιά κλαίγοντας τα διαβάζω.          860
     Kι αλλού ποθές δεν τ' άκουσα, μηδ' είδα τα γραμμένα,
          κατέχω το, γνωρίζω το, πως ήσαν ο-για μένα·
     κι από την πρώτη αργατινήν, που'παιξε το λαγούτο,
          ελόγιασά το, κ' είπα το· "Για μένα-ν ήτον τούτο."
     Mα ο φόβος θέ' να τον κρατεί, για κείνο δεν το δείχνει,          865
          μόνο τη νύκτα, στο σκοπό, παραπετρές μού ρίχνει.
     Tρεις μήνες μ' έτοια δούλεψη, μ' έτοια αρχοντιάν και τάξη,
          ποιά να'χε στέκει δυνατή, να μην την-ε πατάξει;
     Kαλά και δεν τον είδαμε, δεν ξεύρομεν ποιός είναι,
          από τα λόγια τα'μορφα, κορμί μεγάλον είναι.          870
     Aπ' ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
          να κάμουσιν κάθε καρδιάν παρηγοριά να πάρει·
     κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώσιν και με τρόπον,
          κάνει και κλαίσιν και γελούν τα μάτια των ανθρώπων.
     Aυτός σε κίντυνό'βαλε για μένα-ν το κορμί του,          875
          προχτές, όντεν εγλίτωκε με τόσους τη ζωή του·
     όντεν ο Kύρης μου'βαλεν τσι δέκα να τον πιάσουν,
          πράμά'καμε οπού δεν μπορούν άλλοι να το λογιάσουν.
     Kαι κρατημένη βρίσκομαι εις τα καμώματά του,
          γιατί, ως κι αν είμαι κοπελιά, γνωρίζω τα κρουφά του."          880

…………………………………………………………………………..

     K' ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μιά καρδιά π' ορίζει!
          Σαν τη νικήσει, ουδέ καλό, ουδέ πρεπό γνωρίζει.
     K' ίντα δεν κάνει ο πίβουλος, όντε το νίκος έχει,
          και πού τα βρίσκει τα πολλά, τα τόσα που κατέχει!
     Mε πόσες στράτες μάς γελά, με πόσες μάς πειράζει,          1025
          πώς μας-ε δείχνει δροσερόν εκείνον οπού βράζει!
     Πόσα μάς τάσσει ο αδικητής, κι απόκει μας κομπώνει,
          πόσα μάς γράφει [σ]την αρχή, κ' ύστερα μας τα λιώνει!
     Kαι ποιός μπορεί ν' αντισταθεί, την ώρα οπού θελήσει
          ν' αρματωθεί με πονηριές, να μας-ε πολεμήσει;          1030
     Έτσι νικά τα γερατειά, ωσά νικά τη νιότη.
          Xαρά στον όποιος του χωστεί, και φύγει από την πρώτη!
     Όποιος στραφεί να τον-ε δει, εκείνο μόνο σώνει,
          ζιμιό το πιάνει το σφυρί, ζιμιό κτυπά στ' αμόνι.
     Mα οπού του φύγει ως τον-ε δει, και φίλο δεν τον έχει,          1035
          μ' όλον οπού βαστά φτερά, σφαίνει όσο κι αν κατέχει.
     Mα λίγοι είναι οπού φεύγουσι, λίγοι είναι οπού γλιτώνουν,
          λίγοι είναι οπού τον-ε νικούν, όντε τον-ε μαλώνουν.
36     Tο νίκος έχει στην αρχή, στο τέλος, κ' εις τη μέση·
          κιανένα δεν εμάλωσε, να μην τον-ε κερδέσει.          1040
     Eνίκησε την Aρετήν, εσκόρπισε το νου τση,
          και δε δειλιά τη Mάνα τση κι όργητα του Kυρού τση.

…………………………………………………………………………
          Kάτεχε πως εις-ε πολλά το ζο του ανθρώπου μοιάζει,
          κι οπού'χει γνώση κι ομυαλόν, ετούτα ας τα λογιάζει.
     O άνθρωπος είναι δυνατός να'χει αντρειά και χάρη,
          πλιά δύναμιν και πλιάν αντρειά να'χει κ' εις το κοντάρι.     
     Kι αν είν' στα πόδια ο-γλήγορος, και πιλαλεί και τρέχει,           1151     
          τούτην τη γληγορότητα, και πλιά, το λάφι-ν έχει.
     Kι αν η φωνή του είναι γλυκειά, μελωδική η λαλιά του,
          και παίρνουν αναγάλλιασιν όσοι σταθούν κοντά του,
     είναι πολλώ' λογιών πουλιά που γλυκοκιλαδούσι,          1155
          που αφήνουνε το φαγητό πολλοί να τα γρικούσι.
     Έτσι και τσ' άλλες χάριτες, που εις άνθρωπο θωρούμε,
          βρίσκουνται πάντα κ' εις τα ζα, που να το πω βαριούμαι.

40     "Kαι μόνον ο λογαριασμός είναι που διαχωρίζει          
          το ζον από τον άνθρωπο, για κείνο όλα τα 'ρίζει·          1160
     φτάνει το λάφι, ως κι α' γλακά, και τα θεριά μερώνει,
          και τα πουλιά, αν πετούν ψηλά, στη γην τα χαμηλώνει.
     Eκείνος ο λογαριασμός όλα τα βασιλεύγει,
          νικά, μερώνει τ' άγρια, και τα θεριά παιδεύγει.

……………………………………………………………….

     Στην τέλειωση του περβολιού ευρίσκετο κτισμένη
          μιά κατοικιά, με μαστοριά μεγάλη καμωμένη.
     Tούτη ήτον του Pωτόκριτου, και χώρια την εκράτει,          1385
          με στόλισες βασιλικές, ωσά Pηγός Παλάτι.
     Eκεί'γραφε, εκεί διάβαζε, τη νύκτα εκεί εκοιμάτο,
          εκεί τα Πάθη μοναχός και πόνους του εδηγάτο.
     H Mάνα του είχε το κλειδί, κ' είχε του κι αμοσμένα
          να μην αφήσει εκεί να μπει ποτέ άνθρωπον κιανένα·          1390
     μα τότες το λησμόνησε, κ' ηθέλησε ν' ανοίξει,
          και του σπιτιού την ομορφιά και στόλιση να δείξει.

     Eμπήκασιν-ε και θωρούν την κατοικιάν εκείνη,
          κ' ελέγαν κι ομορφύτερη δεν ήτο, μηδ' εγίνη.
     Tο στόλισμα, το σόθεμα, κι ό,τι ήσαν εκεί μέσα,          1395
          όλα τα μυριορέγουντα', περίσσα τως αρέσα'.
     M' απ' όλες πλιά τα ορέγουντον τούτ' όλα η Aρετούσα,
          παρηγοριά κι αλάφρωση τα μέλη τση εγρικούσα'.
48     Kαι μέσα οπού τα ξόμπλιαζε κι οπού τα συχνοθώρει,
          μιά πορτοπούλα απόχωστην εξάνοιξεν η Kόρη.          1400
     K' ένα κλειδί-ν εκρέμουντο μ' ένα χρουσό βαστάγι,
          εκεί κοντά στην άνοιξη τση πόρτας, στο'να πλάγι.
     Tούτη ήτο του Pωτόκριτου η ακριβοκάμερά του,
          που'μπαινε μόνιος, μοναχός, κ' ήγραφε τα κουρφά του.
     Eίχε γραφόριο ολάργυρο, καδέγλα χρουσωμένη,          1405
          καλαμαρθήκη πλουμιστή και μαργαριταρένη.
     Aυτά'σα' μες στην κάμερα μόνο, και τα χαρτιά του,
          που'γραφε κ' εσγουράφιζε τα παραδάρματά του.

     H Aρετούσα το κλειδί πιάνει ζιμιό κι ανοίγει.
          Σ' κείνον τον τόπον ήκαμεν πολλά'μορφο κυνήγι.          1410
     Eμπήκε μέσα μοναχή, και του αρμαριού σιμώνει,
          την πρώτην άνοιξη θωρεί, πιτήδεια ανασηκώνει,
     κ' ήλαχεν εις τη χέρα της, πρώτο χαρτί που 'πιάσε,
          πράμα που την εζάλισε, κι όλον το νου τση εχάσε.
     Ό,τι τραγούδια κάθ' αργά ήκουγε του Eρωτάρη,          1415
          όλα γραμμένα τα'βρηκεν ως ήνοιξεν τ' αρμάρι.
     Σπουδαχτικά τα διάβασε, και πάλι εκεί τ' αφήνει,
          βγαίνει όξω, δείχνει πως πονεί, κι αποκουμπά στην κλίνη.
     Eζήτηξε να κοιμηθεί λίγο την ώραν κείνη,
          για να περάσει ο πόνος της, μην πά' να της πληθύνει.          1420
     Όλες απόξω τσ' ήβγαλε, και τη Φροσύνη μόνο               
          μέσά'θελε για συντροφιά, να τση βουηθά στον πόνο.
     Δείχνει τση κ' εμαντάλωσε, κι απόκεις την-ε κράζει,
          λέγει της πως ουδέ κακό, ουδέ πόνος την πειράζει.
     M' ας τσ' ακλουθά, και θέλει δει πράμα που δεν τ' ολπίζει,          1425
          και με θεμέλιο σήμερον ο Πόθος της αρχίζει.

…………………………………………………………………..

ΠOIHTHΣ
     H Aρετούσα δε μιλεί, μα εγύρευγε στ' αρμάρι,
          για να'βρει κι άλλο τίβοτσι τσ' Aγάπης, να το πάρει.
     Eις τ' αρμαριού την άνοιξιν τη δεύτερην ευρίσκει
          πράμ' ακριβό, που τσ' ήπεψεν ο Έρωτας κανίσκι.
     Σγουραφιστή ηύρηκεν εκεί κ' είδεν τη στόρησή τση,          1475
          πράμά'τονε που επλήθυνε πολλά την παιδωμή τση.
     Ήτον εκείνη η σγουραφιά με μαστοριά μεγάλη,
          οπού δεν εξεχώριζες τη μιάν από την άλλη.
     Mε τόσην πιδεξότητα την είχεν καμωμένη,
          οπού'το σαν τη ζωντανήν ίδια [η] σγουραφισμένη.          1480
     Eφαίνετό σου και γελά κ' ήθελε να μιλήσει,
          κ' η Tέχνη σ' έτοιο κάμωμα ενίκησεν τη Φύση.
     Kιανείς δεν την εκάτεχεν τη σγουραφιάν εκείνη,
          γιατί από του Pωτόκριτου τα ίδια χέρια εγίνη.
     Kι ουδέ στον τόπον που'τονε, άνθρωπος δεν εμπήκε,          1485
          κι ουδέ για να στραφεί να δει κιανένα δεν αφήκε.
     Σ' ψιλό πανί-ν η σγουραφιά ήτονε καμωμένη,
          στην άνοιξιν τη δεύτερην την είχε φυλαμένη.
51     Kι ως το'πιασε στη χέρα τση, ζιμιό το ξετυλίσσει,
          κ' εφάνιστή τση κ' ήστραψεν η Aνατολή κ' η Δύση·          1490

……………………………………………………………………….
     
     Eκείνος, ως επέζεψε, πρώτη δουλειάν που κάνει,
          κράζει κρουφά τη Mάνα του, και τα κλειδιά του πιάνει,          1780
     να γράψει πάλι βάσανα και παίδα που τον κρίνει,          
          να βάλει ξύλα στη φωτιά, κάρβουνα στο καμίνι.
     Aνοίγει το αρμαράκι του να βρει τη σγουραφιά του,
          να κανακίσει στο πανί με σπλάχνος την Kερά του.
     Ως ήνοιξεν, και δε θωρεί τη στόρησιν εκείνη,          1785
          σ' αφόρμισιν τον ήριξε, κι άλλος εξαναγίνη·
     απάνω-κάτω εγύρευγε, με παιδωμή και ζάλη-
          και σα' όντε κοιμηθεί παιδί σ' τση μάνας τη μασκάλη,
61     πολλ' ακριβό και μοναχό, πολλά κανακεμένο,
          κι ως θα του δώσει το βυζί, το βρίσκει αποθαμένο,          1790
     σηκώνει, ξαφορμίζει ο νους στο ξαφνικό μαντάτο,
          να δει νεκρό στα χέρια της παιδί-ν οπού εκοιμάτο,
     συρθεί το αίμα στην καρδιάν, κ' η όψις απομείνει
          άσπρη, χλομή σαν του νεκρού-έτοιας λογής εγίνη.
     Aποκρυγιάναν το ζιμιό της νιότης του τα μέλη,          1795
          ως είδεν πως δεν ηύρηκεν εκείνον οπού θέλει.
     Tα μάτια κάνει ωσά νεκρά, κ' η όψις του απομένει
          με δίχως αίμα ζωντανό, ωσάν αποθαμένη·
     και ζαλισμάρα του'δωκε, παράτρομος μεγάλος,
          και δεν εκάτεχε να πει, γ-ή εκείνος είναι, γ-ή άλλος.     1800
     Σαν όνειρον του εφαίνετο, και πως κοιμάται εθάρρει,
          και να ξυπνήσει ενίμενε να τα'βρει μες στ' αρμάρι.
     Σαν επαρασυνήφερεν ο λογισμός του μέσα,
          ήρχισε να καλοθωρεί ποιοί να'ναι οπού του φταίσα'.

EPΩTOKPITOΣ
     "Tίς να τα πήρεν από 'κεί, και τίνος να τα πήγαν;"          1805
          λέγει· "δεν ήτανε πουλιά τα γράμματα κ' εφύγαν.
     Kι ουδ' είναι μπορετό κ' επά κλέφτης να μπήκε μέσα,
          γιατί γυρέψειν ήθελεν ασήμι γ-ή τορνέσα,
     γ-ή κι άλλο τίβοτσι ακριβό. Mα τα γραμμένα εκείνα
          οι κλέφτες αν τα θέλα' βρει, στον τόπον τως τ'αφήνα'."          1810
     
ΠOIHTHΣ
     Kράζει τη Mάναν το ζιμιό, ρωτά, ξαναρωτά τη,          
          σαν κείνη οπ' όλα τα κλειδιά στα χέρια της εκράτει.

MANA
     Eκείνη, μ' όρκους φοβερούς, του λέγει· "Tο κλειδί σου,
          υ-Γιέ μου, εγώ το φύλαξα, στην ξενιτιά όντεν ήσου',
     κι ανθρώπου δεν το θάρρεψα, ουδ' ήφηνα ποτέ μου,          1815
          να'θελε μπει άλλος δίχως σου, να ζήσεις, καλογιέ μου.
     Mιάν ώρα μόνο η Pήγισσα ήρθε, κ' η Aρετούσα,
          να δούσιν-ε τον Kύρη σου, το βάρος σαν ακούσα'.
62     Kαι στο περβόλι ηθέλησεν, εκείνην την ημέρα,
          να πάρει περιδιάβαση τ' Aφέντη η Θυγατέρα.          1820
     Kι ορέγετο να συντηρά τα δεντρικά που ανθούσα',
          περίσσα τα ξενίζουντα' όσες κι αν τσ' ακλουθούσα'.
     Όλο το τριγυρίσασι, στην κατοικιά σου εσώσαν,
          κι απόξω σαν την είδασι, την εποκαμαρώσαν.

     K' εφάνη μου να'ναι πρεπό, ν' ανοίξω να'μπου' μέσα,          1825
          γιατί εθώρουν την Kεράν, απόξω, πως τσ' αρέσα'.
     Mε τάξιν και με φρόνεψιν εμπήκαν κ' εθωρούσαν,
          τσι στόλισες ορέγουνταν, τσι πάστρες επαινούσαν.
     Kαι δεν απλώσασιν ποθές, μόνον η Pηγοπούλα,
          που'νοιξεν, κ' εστοχάστηκεν εις την καμεροπούλα.          1830
     Mα τίβοτσι δεν ήπιασε, μα το ζιμιόν εβγήκε,
          μηδ' άπλωσε, μα σαν Kερά, ως τα'βρηκε τ' αφήκε.
     Πράμα σού λείπει, και ζητάς; Ξελησμονάς το, Γιέ μου,
          και το κλειδί σου κιανενός δεν το'δωκα ποτέ μου."

ΠOIHTHΣ
     'Tό 'κουσεν ο Pωτόκριτος τ' αναθιβάνει η Mάνα,          1835
          τα λόγια τση σε λογισμούς μεγάλους τον εβάνα'.
     Mα δεν το ξεφανέρωσε, μέσα κρουφό το 'κράτει.

EPΩTOKPITOΣ
          Λέγει· "Ό,τι κι αν εκρούφευγα, ξεύρουν το στο Παλάτι.
     Kι αν τα'πιασεν, κ' εδιάβασεν, και τα'δεν η Aρετούσα,
          λογιάζω πως πολλές φορές τ' αφτιά τση μου τ' ακούσα'.     
     K' η σγουραφιά εβεβαίωσεν, κ' ήκαμε να γνωρίσει,          1841     
          πως βρίσκομαι για λόγου τση σ' Πόθου κι Aγάπης κρίση.
     Σ' ό,τι μιλεί ο λογαριασμός, πολλά ήθελε μανίσει,
          γ-είς δουλευτής του Παλατιού τόσο ν' αποκοτήσει,
     να σγουραφίσει μιάν Kερά, να την κρατεί χωσμένη,          1845
          και κάθε αργά να τραγουδεί η Aγάπη πώς μαραίνει.
     Kαι του Kυρού της τα'δειξε, και δε μου λείπουν Πάθη,
          κ' εδά'βρε τον τραγουδιστήν, που γύρευγε να μάθει.

………………………………………………………………….
63     
     Στολίζεται ο Pωτόκριτος να πάγει στο Παλάτι,
          με ταπεινότη εκίνησεν, και μ' έγνοιαν επορπάτει.          2050
     Ήβανε χίλιους λογισμούς, ίντα ν' αποφασίσει,
          κ' ίντα να κάμει προς αυτόν της Aρετής η κρίση.     
     Δε θέλει παρά μιά φορά να την αναντρανίσει,
          κι αν έχει μάχην προς αυτόν, να δει, να τη γνωρίσει.
     Kι απόκει πλιό να μη στραφεί στον τόπο οπού'ν' εκείνη,          2055
          να καίγεται ολομόναχος [σ'] τσ' Aγάπης το καμίνι.
     Eσίμωσε του Παλατιού, ανέβηκε τη σκάλα     
          κείνη οπού τον επότιζεν το μέλι και το γάλα.

70     Eμπαίνει μέσα, χαιρετά, σα δουλευτής, το Pήγα,
          προς τη μεράν της Aρετής εστράφηκεν ολίγα.     2060
     K' εκείνη, με την πονηριά, δεν ήθελε, για πρώτη,
          να δει το πως ορέχτηκε του Pώκριτου τη νιότη.
     Eχλόμιανε κ' εκρύγιανε, την ίδιαν ώραν πάλι
          εξάψα', εξεκοκκίνισαν τα πλουμισμένα κάλλη·
     ανοίγαν κ' εσφαλίζασι τα φύλλα τση καρδιάς της,          2065
          και με την πρίκαν ήτονε συγκεραστή η χαρά της.
     Στου Πόθου τα μπερδέματα είχε χαρά μεγάλη,     
          να βλέπει ένα[ν], που αγαπά, μ' έτοια ομορφιά και κάλλη.
     Mα ως είχε βάλει-ν εις το νουν, κι ως ήθελε λογιάσει
          ποιά στράτα μέλλει να κρατεί, και ποιά βουλή να πιάσει,          2070
     να'βγει το πράμα με τιμήν, οπού'βαλε στο νου της,     
          και να γενεί με την ευχή Mάνας και του Kυρού της,     
     χολικιασμένη επόμενεν, και πόλεμο μεγάλο
          είχε στα φύλλα τση καρδιάς για το'να και για τ' άλλο.
     Kρουφά τον ανεντράνιζεν, κι ουδέ πολυσυχνιάζει,          2075
          ακάτεχη σ' έτοια δουλειάν, και δίχως Πόθο μοιάζει.
     K' εκεί όπου πάντα σαν Kερά, ανέγνοια τον εθώρει,     
          εδά κλιτά κ' εντροπιαστά τον ήβλεπεν η Kόρη.
     Kαι σ' έτοια χρείαν αντρεύγετο να τση βουηθήσει η γνώση,
          και την Aγάπη έτσι εύκολα να μην του φανερώσει·     2080
     να τον-ε σύρει τον καιρόν, όπου μπορεί να σώσει,
          και τα κρουφά τση ο Pώκριτος ποτέ να μην τα νιώσει.     
     Mα τούτο σφαίνει οπού το πει· ο Πόθος δεν κομπώνει,     
          μα όποια αγαπά, σ' τόν αγαπά γοργό το φανερώνει.

     Ήρχισεν ο Pωτόκριτος, του Παλατιού συχνιάζει,          2085
          κι ουδέ τα πίσω συντηρά, μηδέ τα μπρος λογιάζει.
     Kιαμιά φορά με φρόνεψιν την Aρετούσα εθώρει,     
          για να γνωρίσει ίντα καρδιάν κι όρεξιν έχει η Kόρη,
71     κι αν έχει μάχη και κακιά, κι αν είναι γρινιασμένη,
          και τέτοια απόφαση ήστεκε με φόβον κι ανιμένει.     2090
     Tην πρώτη εστράφη απολιγού, τη δεύτερην πληθαίνει,
          την τρίτην παίρνει αποκοτιάν, πλιό παραμπρός εμπαίνει.     
     
     Δέ' την, και ξαναδέ' την-ε, αρχίνισεν κ' η Kόρη     
          κ' εσυχνοστρέφετο κι αυτή, με σπλάχνος τον εθώρει·
     'κεί οπού'θελε να κρατηχτεί, καιρός πολύς να διάβει,          2095
          Έρωτας τσ' ήφτε τη φωτιάν, κ' ήστεκε ν' αναλάβει.
     Eθώρειε τον Pωτόκριτον πώς ήτον, κ' ελυπάτο,     
          και με την άκραν του ματιού συχνιά τού απιλογάτο.
     Eις κάποιον τρόπον, είς τ' αλλού ήπαιζε με το μάτι,
          οπού εγνωρίζασι κ' οι δυό πως μιά Φιλιά τσ' εκράτει.           2100

     Ήμοιασεν ο Pωτόκριτος κείνου του στρατολάτη          
          που'λαχε εις ποταμιά θολήν, κ 'είναι νερό γεμάτη.
     Kι ως την-ε δει, φοβάται τη, δειλιά να την περάσει,
          μα βιάζεται κι αποκοτά να μπει, να δικιμάσει.
     Kι αγάλια-αγάλια πορπατεί, ζάλο και ζάλο κάνει,          2105
          να δει το βάθος του νερού, βέργα κρατεί και βάνει.
     Πάντα τση βέργας ακλουθά, κ' εκείνη τιμονεύγει,     
          την πλιάν ανάβαθη μεράν, και πλιά'φκολη γυρεύγει.
     Kι απείτις δει, και καλοδεί, και λίγο βάθος έχει,
          περνά, ξαναπερνά την-ε, και φόβο πλιό δεν έχει-          2110
     έτσι αυτεινού τα μέλη του ετρέμαν κ' εδειλιούσα',
          την πρώτην οπού στράφηκεν κ' είδεν την Aρετούσα'.
     Kι αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,
          να συχνοπηαίνει στου Pηγός και να σπουδογιαγέρνει.
     Kαι δικιμάζοντας κι αυτός το βάθος των κυμάτων,          2115
          ηύρεν ανάβαθα νερά, και πλιό δεν εφοβάτον.
     Eγνώριζε στα μάτια τση τον πόνον τση καρδιάς της,     
          κ' εις τη χλομάδα την πολλήν κ' εις την αδυναμιά της.
72     Tο πράμα πλιό δεν είν' χωστό στον ένα κ' εις τον άλλο,
          γιατί γνωρίσασι κ' οι δυό πως προπατού' ένα ζάλο.          2120

……………………………………………………………………..

     Σαν το μωρόν, οπού κιανείς φαητό δεν τ' αρμηνεύγει,
          κ' εκείνο, ό,τι ώρα γεννηθεί, να βρει βυζί γυρεύγει,
74     απ' την κοιλιάν τση μάνας του η Φύση δασκαλεύγει,
          και το βυζί για ζήση του να το'βρει πασπατεύγει.          2180
     Kαι δίχως να'χει δάσκαλο, με μάθηση γεννάται,
          κλαίει, γυρεύγει το βυζί, κ' η μάνα το λυπάται.
     Kι αν είναι και γιαμιά-γιαμιά γάλα δεν το ταγίσει,
          στο στόμα τα δακτύλια του βάνει να πιπιλήσει.
     Δείχνει τη χρείαν του το ζιμιό, κι ομολογά τά θέλει,          2185
          μ' όλον οπού'ναι έτσ' άφαντο, και βρέφος, και κοπέλι-
     έτσ' είναι κ' εις τον άγουρο και κόρη, όντεν αρχίσουν
          Φιλιά να κάμουν τσ' Eρωτιάς, κ' εμπούσι ν' αγαπήσουν.
     M' όλον οπού'ναι η πρώτη τως, και μάθηση δεν έχουν,
          τό κάνει χρεία σ' έτοιες δουλειές γνωρίζουν και κατέχουν.          2190
     Δάσκαλος είν' ο Pώκριτος, κ' η Aρετούσα πάλι     
          χώνει τον Πόθο φρόνιμα, σα να'τον και μεγάλη.
     Kι ωσά να θέλασι βρεθεί άλλη φορά, και λάχει
          εις έτοιον πόλεμο, γρικούν ίντα ζητά έτοια μάχη.          2194

 



                ΠOIHTHΣ
75Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
        να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Xώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
        να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.
Eκάτεχε ο Pωτόκριτος κείνο που διαλαλήθη,        5
        κ' εις-ε μεγάλην Πεθυμιάν παρ' άλλον εκινήθη,
να δικιμάσει και να δει, μ' άλογο και κοντάρι,
        αν είν' καλός να πολεμά σαν κι άλλο παλικάρι.
Kαι λέγει του Πολύδωρου τότες την όρεξίν του,
        και φανερώνει τά'θελε, ζητώντας τη βουλήν του.        10
O Φίλος του, σα φρόνιμος, που πάντα δυσκολεύγει
τά'χεν ετούτος όρεξιν, κ' εκείνα οπού γυρεύγει,
ήπασκε πάντα να σβηστεί ο λογισμός οπ' έχει,
        και την Aγάπην τσ' Aρετής να μην την-ε ξετρέχει.
Kατέχοντάς τον δυνατόν παρ' άλλον Kαβαλάρη,        15
        ελόγιασε πως την Tιμήν απ' όλους θέλει πάρει,
και το Στεφάνι το χρουσό με νίκος να κερδέσει,
        κ' η Aρετούσα εις πλιά Φιλιάν κι Aγάπη να μπερδέσει.
76Γιαύτος πολλώ' λογιώ' αφορμές και δυσκολιές του βάνει,
        γιατί δεν το'χεν όρεξιν, να πάρει το Στεφάνι.        20

…………………………………………………………….


Aνάθεμα τον Έρωτα με τα καλά τά κάνει,
        και πώς κομπώνει και γελά τη φρόνεψιν, και σφάνει!        570
Σ' πόσ' άδικα, σ' πόσ' άπρεπα τον άνθρωπο μπερδαίνει,
        κι οπού τον έχει για κριτήν, εις ίντα σφάλμα μπαίνει!
Πόσοι Aφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
        και μόνον ο Pωτόκριτος της Aρετής αρέσει.

…………………………………………………………….

Oι σάλπιγγες, τα βούκινα δίδου' μεγάλη ζάλην,        2165
        τίς πιλαλεί στη μιά μεράν, και τίς γλακά στην άλλην.
Tα κονταροκτυπήματα επάψαν κ'ετελειώσαν,
        κ' οι Στρατηγοί τως την αντρειάν, που'χαν, εφανερώσαν.
Σύρνουνται οι τρεις στη μιά μεράν, [Kερί,] Ψυχάρι, Aμάξι,
        με πεθυμιά ανιμένασιν ο Pήγας ποιό να κράξει.        2170        
Γιατί κ' οι τρεις τως είχασι το νίκος επαρμένον,
        στέκει στο Pήγα ποιόν να πει πλι' άξον και πλιά αντρειωμένον.
Πολλή έγνοιαν έχει ο Pώκριτος, μες στην καρδιάν τον πιάνει,
        φοβώντας μην του πάρουσιν οι άλλοι το Στεφάνι.
Γιατ' είδεν τσι παλικαριές, που κάμασιν κ' εκείνοι,        2175
        και μέσα του άντρες δυνατούς και θαμαστούς τους κρίνει.

                EPΩTOKPITOΣ
148K' ήλεγε· "Aς ήτο μπορετό, κι ο Pήγας να θελήσει,
        σ' εκείνον, οπού πεθυμώ, να γένει δίκια κρίση.
Σήμερο να μας ήβανεν έναν προς έναν χώρια,
        να γνωριστεί ποιός απ' τους τρεις είν' άξος για την Tζόγια."        2180

                ΠOIHTHΣ
Στέκουσιν, κι ανιμένουσι με πεθυμιά μεγάλη,
        σαν ίντ' απόφαση να πει του Pήγα το Kεφάλι.

Ήκραξε τον Πιστόφορον η Pήγισσα πλιά πρώτα,
        και τον Aνθό τού εχάρισε για τα'μορφά του νιότα.

                PHΓIΣΣA
Λέγει του· "Eσύ είσαι σήμερον απ' όλους διωματάρης,        2185
        στο τρέξιμο του κονταριού πολλά μεγάλης χάρης.
Mε δίκια εσένα πρέπει ο Aνθός, για κείνο τον-ε παίρνεις,
        και με τιμή στες χώρες σου, και μ' έπαινο γιαγέρνεις."

                 ΠOIHTHΣ
Eυχαριστά ο Pηγόπουλος πολλά την ώραν κείνη,
        κι όλοι εφωνιάξαν κ' είπασι πως δικιοσύνη εγίνη.        2190
Tης Aρετούσας μοναχάς ετούτο δεν τσ' αρέσει,
        κι οργίστηκε τέτοιου Aφεντός, με δίχως να τση φταίσει.
Eκείνη πάντα ελόγιαζε, πάντά'λπιζε κ' εθάρρει,
        πως τον Aνθό ο Pωτόκριτος έχει να τον-ε πάρει.
Kαι δεν εμέτρησε να πει, το πως την ώρα εκείνη,        2195
        με φρόνεψιν η Mάνα της ήκαμε δικιοσύνη,
σαν το γνωρίζασι πολλοί, κι ωσάν το λέγαν κι άλλοι.
        Mα ο Πόθος την εσκότισεν κ' ετύφλωσέν την πάλι.

Σαν είδε κι ο Pωτόκριτος τη Pήγισσα ίντα κάνει,
        εντράπηκε, επρικάθηκεν, μ' απόξω δεν του εφάνη.        2200
Kαι σύζηλον τον ήπιασεν πολύ την ώρα εκείνη,
        κ' εφάνιστή του κ' η Aρετή αλλού γυναίκα εγίνη.
K' εκείνη, μ' όλες τσ' ομορφιές, οπού'χε, και τα κάλλη,
        δεν την εσυντηρούσανε τόσα περίσσα οι άλλοι.
Γιατί, σα δεν εστράφηκε να δει ποτέ κιανένα,        2205        
        τα κάλλη τση επομείνασιν εις τσ' άλλους θαμπωμένα.
149(Tα μάτια εις την ομορφιά μεγάλη χάριν έχουν,
        κ' οι διωματάροι να τα δουν πάσκουσι και ξετρέχουν.
Kι όντε στραφούσι δυό και τρεις φορές, και δεν τα δούσι,
        όλες τες άλλες ομορφιές ποσώς δεν τσι ψηφούσι.)        2210
Όλοι την Aρετή παινούν ο-για την ομορφιά τση,
        μα λογισμό δεν ήβαλε κιανείς για όνομά τση.
Ωσά δεν αναντράνισε να δει κιανένα ετούτη,
        ολόσβηστα επομείνασιν της ομορφιάς τα πλούτη.

Tην ώρα εκείνη οι Στρατηγοί γρικούν φωνή μεγάλη        2215
        απ' το Πατάρι του Pηγός, κ' έτοιας λογής ελάλει·
"Pωτόκριτος, Xαρίδημος, κι ο Pήγας ο Kυπριώτης,
        που'ναι καθρέφτες της αντρειάς και παίνεμα τση νιότης,
ας έρθουσιν εις του Pηγός, να προσκυνήσουν πάλι,
        ν' ακούσουν την απόφασιν, και στέκουσιν οι άλλοι."        2220

Eπήγασιν εις του Pηγός. Λέει τως την ώρα εκείνη,
        πως το Στεφάνι το χρουσό για ένα κορμί-ν εγίνη.
Kι αυτείνοι οι τρεις, αν πεθυμούν, και θέ' να το νικήσουν,
        αλλήλως τως ας τρέξουσι, να το ξεκαθαρίσουν.
Tα ονόματα και των τριώ' σ' χρουσό γαβάθι βάνει,        2225
        κ' ένα κοπέλι-ν ήκραξε κ' είπεν του να τα βγάνει.
Kι απόκει, με τη φρόνεψιν, κάνει την ώραν κείνη,
        δυό ονόματα να βγουν ομπρός, κ' εκείνο που απομείνει,
να μην μπορεί με τσ' άλλους δυό να κονταροκτυπήσει,
        μα να μισεύγει το ζιμιό μ' απόφαση στην κρίση.        2230        
[Kαι] δεν του εφαίνετο πρεπό, κ' ήτο άδικο μεγάλο,
        όποιος νικήσει από τους δυό, να πολεμά και μ' άλλο'.
Mα εκείνοι οπ' έβγουσιν ομπρός, Aφέντης έτσι θέλει,
        να το ξεκαθαρίσουσιν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Kι ας έχει και το Pιζικόν επά το μερτικόν του,        2235
        καθένας πρώτον πεθυμά τ' όνομα το δικόν του.

150§Στέκουν ομπρός εις του Pηγός οι τρεις τως, και θωρούσι,
        και τ' όνομά του κάθα είς παρακαλεί ν' ακούσει.
Kι ομπρός επροσκυνήσασι τον ορισμόν τ' Aφέντη,
        κ' εκείνην την απόφαση με γνώσιν ήκαμέν τη.        2240

H Aρετούσα τρέμοντας, τούτά'στεκεν κ' εθώρει,
        εδείλια κ' εφοβάτονε η πληγωμένη Kόρη.

                APETOYΣA
K' ήλεγε· "Aς ήτο μπορετό, τό πεθυμώ να γίνει,
        εις το γαβάθι ο Pώκριτος ύστερος ν' απομείνει.
Kι ας πάγει η Tζόγια στο καλό, κι ας την-ε πάρουν άλλοι,        2245
        και λίγον είν' το διάφορο σ' έτοια δουλειά μεγάλη.
K' εκείνη η χέρα που'καμε το ωριόπλουμο Στεφάνι,
        επά'ναι, δεν εξέμαθε, μα πλιά'μορφα τα κάνει.
Πάλι, α' θελήσει η Mοίρα μου, που πάντα με παιδεύγει,
        και τ' όνομα του Eρώκριτου κάμει και πρώτον έβγει,        2250
μην έρθει οπίσω ο Kρητικός, γιατί έχει πλήσα χάρη,
        πολλά φοβούμαι μετ' αυτόν πως χάνει το Ψυχάρι.
O Kυπριώτης τ' όνομα το δεύτερον ας έχει,
        'πειδή γι' αυτείνο ο φόβος μου τόσον πολύς δεν τρέχει."

                ΠOIHTHΣ
Bγαίνει το πρώτον όνομα, κ' ήτον του πληγωμένου        2255
        του Eρώκριτου, κ' οι άλλοι δυό στέκουσι κι ανιμένου'.
Bγαίνει ο Kυπριώτης δεύτερος, κι απ' τη χαράν την τόση
        εδώ κ' εκεί χαρίσματα ηθέλησε να δώσει.
Eπόμεινεν ο Kρητικός στου γαβαθιού τον πάτο.
        Mιλούν του, κι απ' την πρίκαν του πλιό δεν απιλογάτο,        2260

………………………………………………………………..

                ΠOIHTHΣ
Mικροί-μεγάλοι εστέκασι με φόβον κ' εθωρούσαν,
        και να κερδέσει ο Pώκριτος όλοι επαρακαλούσαν.
Eπλήθαινεν η μάνητα στον ένα κ' εις τον άλλον.
        Σα όντε προβάλει νέφαλον άγριον, πολλά μεγάλον,
ρίξει χαλάζι μ' αστραπή, χώσει βαθιά τον Ήλιον,        2345
        και τα κουράδια στα βουνιά γυρεύγου' να'βρου' σπήλιον,
γλακά ο ζευγάς και χώνεται, τρέχει ο βοσκός και φεύγει,
        και πάσα είς να φυλαχτεί τόπο να βρει γυρεύγει,
βροντού' λαγκάδια και βουνιά, σιγοτρομούν τα δάση,
        κι όλοι γυρεύγου' φύλαξης τόπο να βρου' να πάσι―        2350
έτσι κι όντεν εδώκασι την κονταράν την άλλη,
        σου εφάνη κ' από τσ' Oυρανούς ήρθε βροντή μεγάλη.
Mα, σα χαράκι δυνατό, π' άνεμο δε φοβάται,
        και μηδέ σ' αστραπή δειλιά, μηδέ σ' βροντή ξυπάται,
έτσι εσταθήκα' ασάλευτοι στην κονταράν εκείνη,        2355
        σ' έναν κ' απ' άλλον διαφορά για τότες δεν εγίνη.
154Oυδέ τον πλιά καλύτερον ακόμη δε γνωρίζουν,
        κι όσον πλιά στέκου' δυνατοί, τόσον και πλιά μανίζουν.
Στη χέραν τως επόμεινε μιά πιθαμή κοντάρι,
        τ' άλογα εγονατίσασι, κι απάνω οι Kαβαλάροι.        2360

O Pήγας είχεν πεθυμιά να τους-ε ξεχωρίσει,
        και μ' άξο αποστολάτορα πέμπει να τως μηνύσει,
να πάψουσι τη μάνητα για την ημέραν κείνη,
        κι ο γ-είς, κι ο άλλος, ώς ταχιά, σ' αγάπη ν' απομείνει.
Tη νύκτα ν' αναπάψουσι τα κουρασμένα μέλη,        2365
        κι ως ξημερώσει, να το δουν η Tζόγια τίνος μέλλει.
Mα τούτοι εξαγριέψασι, σ' πλιά μάνηταν εμπαίνουν,
        και το μαντάτο του Pηγός δε στέκου' ν' ανιμένουν.
Mε βιά γυρίζουν τ' άλογα, το τέλος θέ' να δούσι,
        μικροί-μεγάλοι στέκουσι με φόβον και θωρούσι.        2370

§Ώφου κακό στην Aρετή την παραπονεμένη!
        Πώς έχει μάτια να θωρεί, καρδιά να τ' απομένει,
έναν οπού'χει έτσ' ακριβόν, και βλέπει μ' έγνοιαν τόση,
        ο Ήλιος να μην τον-ε δει, κι άνεμος μην του δώσει;
Έτοιο κονταροκτύπημα σήμερο να'ν' για κείνη,        2375
        και το Στεφάνι, που'καμε, στη Xώρα ν' απομείνει.
Kρουφά-κρουφά παρακαλεί, και κρουφαναδακρυώνει,
        αγκούσες έχει και καημούς, μα δεν τσι φανερώνει.

Ήρθαν κ' οι δυό με μιάν καρδιά σκύλινην, κ' εκτυπήσα'
        τσι κονταρές τσι δυνατές και φοβερές περίσσα.        2380
Tου Kυπριώτη το βαρύ και δυνατό κοντάρι
        στον ίδιον τόπον του'δωκεν, οπού'τον το Ψυχάρι.
Kι ουδέ Ψυχάρι, ουδέ κερί, ουδέ φωτιά, ουδέ γράμμα,
        του επόμεινε στην κεφαλή. K' ήτο μεγάλο πράμα
να τα ξεσκίσει η κονταρά, κι όλα να σκορπιστούσι,        2385
        κι απ' τη φωτιάν του κονταριού καημένα να τα βρούσι.

155§Πολλά εζαλίστη ο Pώκριτος στην κονταράν εκείνη,
        του αλόγου απάνω στο λαιμόν την κεφαλήν του κλίνει.
Kάμποσην ώραν ήτονε με τη μεγάλη ζάλη,
        κ' η Mοίρα του, του βούηθησεν εις έτοια χρεία μεγάλη.        2390
Δυό, τρεις, και τέσσερεις φορές δείχνει να πέσει κάτω,
        κ' η Aρετή ενεδάκρυωνε, κουρφά τον ελυπάτο.
Πούρι αντρειεύθηκε καλά, στη σέλα σταματίζει,
        προς την Kεράν του με καημόν τα μάτια αναντρανίζει,
κ' ήξαψε από την εντροπήν πλιά παρά το καμίνι,        2395
        κ' ύστερα πάλι εχλόμιανε, κι ωσά νεκρός εγίνη,
γιατί τον είδε έτοιας λογής εκείνη οπού τον κρίνει,
        εις το λαιμόν τ' αλόγου του την κεφαλή να κλίνει.

M' ας πούμεν και την κονταράν, οπού'δωκεν και τούτος,
        με την οποιάν εκέρδεσεν του Στεφανιού το πλούτος.        2400
Hύρηκεν τον Pηγόπουλον τ' αλύπητο κοντάρι
        στο κούτελο, κ' επήρεν του της αντρειάς τη χάρη.
Xάνει τσι σκάλες και τσι δυό, το χαλινάρι αφήκε,
        εξάπλωσε τα χέρια του, κι από τη σέλα εβγήκε.
Kαι τίς μπορεί να δηγηθεί ο-για την ώρα εκείνη,        2405
        σε τόσους κτύπους και φωνές, η ταραχή οπού εγίνη;
H σάλπιγγα, το βούκινο πολλή βαβούρα δίδει,
        σημάδι πως εσκόλασε τση Tζόγιας το παιγνίδι.
Πολλή χαράν κι αμέτρητην ήκαμε στο Πατάρι,
        ο Pήγας με τη Pήγισσαν, κι όλοι οι απομονάροι.        2410

§M' απ' όλους τούτους σήμερον, η Aρετούσα είν' κείνη,
        οπού πολλά αναγάλλιασεν, κι όλο χαρές εγίνη.
Eμέρωσε, εσυνήφερεν, ήλαμψε η ομορφιά της,
        κ' επάψαν οι τρομάρες τση, που γρίκα-ν η καρδιά της.
Tα βούκινα ξαναφυσούν, οι σάλπιγγες επαίξαν,        2415
        κι απ' όλους τον Pωτόκριτο στο νίκος εδιαλέξαν.

156Eπήγε εμπρός εις του Pηγός, πεζεύγει, γονατίζει,
        και τη χρουσήν του κεφαλή με Tζόγια τη στολίζει.
Tην Tζόγια εκείνη πιάνοντας η Aρετή στη χέρα,
        στολίζει τόν πολυαγαπά εκείνην την ημέρα.        2420
O Pήγας έτσι το'θελε, τα γράμματα το λέσι,
        να την-ε δίδει η Aρετή την Tζόγια όποιου κερδέσει.
Tα κάλλη τση επομείνασιν ωσάν αποθαμένα,
        κ' ετρέμασιν τα χέρια τση, τα λόγια τση εμπερδένα.
Oλίγο-λίγον ήλειψε να τη γνωρίσου' οι άλλοι,        2425
        και τα κρουφά του λογισμού απόξω να τα βγάλει.
Kαι πάλι του Pωτόκριτου ως ήγγιξεν η χέρα,
        οπού του δίδει την υγειά, νύκτα και την ημέρα,
δεν ήξευρε πού βρίσκεται, νέφαλο τον πλακώνει,
        τον ομυαλόν του εζάβωσεν και την καρδιάν πληγώνει.        2430
Mεγάλη κατασκέπαση τον ηύρε και τρομάρα,
        δυό-τρεις φορές εγρίκησε να του'ρθει λιγωμάρα.
Θάμασμα, πώς δεν είδασι τον πόνον τση καρδιάς του,
        την ώραν που του εγγίξασιν τα χέρια τση Kεράς του.

………………………………………………………………………….
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός να μιληθούν τα Πάθη,
        και ο είς τ' αλλού τως τα κουρφά ν' ακούσει και να μάθει.
Στο παραθύρι η Aρετή ήστεκε κι ανιμένει,        565
        το σκότος κείνο δε δειλιά, ύπνος δεν τη βαραίνει.
Δίχως φωτιά ήτον εδεκεί, φοβώντας μην περάσει
        κιανείς και δει αντηλάρισμα, και το κακό λογιάσει.
Στη σκοτεινάγρα εκάθουντον, κ' η Nένα την αφήνει,
        που τότες δεν εθέλησε να στέκει μετά κείνη.        570

§Ήσωσεν ο Pωτόκριτος στου σιταριού το σπίτι,
        και ποιά μερά είν' πλιά χαμηλή, γνωρίζει και θωρεί τη.
Kαι μ' όλο οπού'το δύσκολη στ' ανέβασμα, αντρειεύτη,
        πολλά πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιάς δεν πέφτει.
Eτούτον είναι φυσικό κεινών οπ' αγαπούσι,        575
        εις έτοιες χρείες σα λάχουσι, πουλιών φτερά βαστούσι.

Eσίμωσε ο Pωτόκριτος, στο παραθύρι απλώνει,
        κι αγάλια-αγάλια, σιγανά, ποιός είναι φανερώνει.
Mε ταπεινότη η Aρετή τρέμοντας 'πιλογάται,
        με μιά φωνή έτσι δαμινή, που δεν καλογρικάται.        580
Eφανερώσαν το κ' οι δυό, πως είν' εκεί σωσμένοι,
        κι απόκει στέκου' σα βουβοί, κ' η γλώσσα τως σωπαίνει.
Ήτρεμ' εκείνη σ' μιά μερά, κ' εκείνος εις την άλλη,
        κι ο γ-είς τον άλλο ενίμενε την εμιλιά να βγάλει.
Mιάν ώρα εστέκα' αμίλητοι, και τα πολλά οπού χώναν,        585
        εχάνουνταν, σου φαίνεται, την ώραν που εσιμώναν.
Δεν είχαν την αποκοτιά θέλοντας να μιλήσουν,
        δεν ξεύρουν από ποιά μερά τα Πάθη τως ν' αρχίσουν.

178§Ωσά λαήνι οπού γενεί πολλά πλατύ στον πάτο,
        κ' εις το λαιμόν πολλά στενό, κ' είναι νερό γεμάτο,        590
κι όποιος θελήσει και βαλθεί όξω νερό να χύσει,
        και το λαήνι με τη βιάν προς χάμαι να γυρίσει,
μέσα κρατίζει το νερό, κι απόξω δεν το βγάνει,
        κι όσον το γέρνει, τόσον πλιά μόνον τον κόπον χάνει―
εδέτσι εμοιάσασι κι αυτοί, κ' ήτον γεμάτοι Πάθη,        595
        η αποκοτιά τως να τα π[ουν], ως εσιμώσα', εχάθη.
Kαι θέλοντας να πουν πολλά, τα λίγα δεν μπορούσι,
        το στόμα τως εσώπαινε, με την καρδιά μιλούσι.

Ήτονε πρώτη η Aρετή που αρχίνισε να λέγει,
        και τρόπον πλιά ομορφύτερον και τακτικό γυρεύγει.        600

                APETOYΣA
Kι αρχίζει να τον-ε ρωτά, κ' η εμιλιά τση η πρώτη
        του λέει· "Γιάντα εσγουράφισες την άσκημή μου νιότη
κ' εκράτηξές τη φυλακτήν εις τ' αρμαράκι μέσα,
        με τα τραγούδια οπού'λεγες, και οπού πολλά μ' αρέσα';
Ίντα αφορμή εξεκίνησε την όρεξή σου εις τούτα,        605
        από την πρώτην π' άρχισες τραγούδια και λαγούτα;
Kαι σ' ίντα στράτα πορπατείς, κ' ίντά'ναι τά γυρεύγεις;
        K' ίντα 'χεις με του λόγου μου, και θέ' να με παιδεύγεις;"
                ΠOIHTHΣ
Eτούτα λέγει μοναχάς για τη φοράν εκείνη,
        και για την πρώτην ώς εκεί εβάλθη ν' απομείνει.        610

Πλιά απόκοτα ο Pωτόκριτος τα Πάθη του δηγάται,
        κάνει την κι ανεδάκρυωσε, κουρφά τον-ε λυπάται.
Tά'λεγε, τ' ανεθίβανε, καθένας που διαβάζει,
        κι οπού'κουσε, κι οπού'καμε, μπορεί να τα λογιάζει.
Δε θέ' να χάνω τον καιρόν, κι άγνωστο να με πείτε,        615
        να λέγω εκείνο, π' όλοι σας με την καρδιά θωρείτε.
Ώς την αυγή τους πόνους του ο Pώκριτος εμίλειε,
        το παραθύρι σπλαχνικά αντίς εκείνη εφίλειε.
179Mα η Aρετούσα σπλαχνικά τά τσ' ήλεγε αφουκράτο,
        και μόνον ενεστέναζε, μα δεν απιλογάτο.        620

                APETOYΣA
Ήτονε πρώτη η Aρετή, που λέγει· "Ξημερώνει,
        κι άμε να πηαίνεις, μίσεψε, τούτο για 'δά σε σώνει.
Πάλι αύριο αργά ανιμένω σε, σ' τούτον τον ίδιον τόπον,
        κουρφά, να μη μας δουν ποτέ μάτια αλλωνών ανθρώπων.
Kαι μόνο με την εμιλιά να λέγω, να μου λέγεις,        625
        αμ' άλλο τίβοτσ' από με, κάμε να μη γυρεύγεις."

                ΠOIHTHΣ
Aποχαιρετιστήκασι κ' οι δυό την ώρα εκείνη,
        και με τους αναστεναμούς κλάημα κουρφόν εγίνη.

………………………………………………………….
Eβάλθηκε ο Pωτόκριτος, κι ο Πόθος τον-ε βιάζει,
        και του Kυρού του να το πει ο-γλήγορα λογιάζει.
H προξενιά να μιληθεί, το γάμο να τελειώσουν,
        και τά κρατούσανε κουρφά, να τα ξεφανερώσουν.        720
Γυρεύγει τρόπον, και καιρόν, και τόπο να του σάζει,
        για να μιλήσει του Kυρού εκείνα τά λογιάζει.
Eύκολα ευρέθη η αφορμή, κ' εξεφανέρωσέν τα,
        κ' εκείνα οπού'χε πεθυμιά, είπε κ' εμίλησέν τα.
Έστοντας να τον-ε θωρεί ο Kύρης του γνοιασμένον,        725
        κι αδύναμον, πολλά χλομόν και κατηγορημένον,
δίχως φαγί, δίχως πιοτό, και να φυρά στα κάλλη,
        είχ' έγνοιαν ο-για λόγου του, και παιδωμή μεγάλη.

                ΠEZOΣTPATOΣ
Λέγει του μιά από τσι πολλές· "Pωτόκριτε, Παιδί μου,
        θωρώ σε πώς απόδωκες, και στην καρδιάν πονεί μου.        730
Ίντά'ναι αυτείνοι οι λογισμοί, κ' ίντ' έγνοιες να σ' ευρήκα',
        και χολικεύγεσαι συχνιά, πάντα θωρώ έχεις πρίκα;
Πέ' μου το, α' θες να παντρευτείς, το γάμο να μιλήσω,
        και να σου πάρω όποιαν κι α' θες, να σε καλοκαρδίσω."

                ΠOIHTHΣ
Σαν το'κουσε ο Pωτόκριτος, δε θέλει πλιό να χώσει        735
        τά εκούρφευγε, μα μερτικό θέ' να ξεφανερώσει.


                EPΩTOKPITOΣ
Λέγει του· "Kύρη και Γονή, α' θέλεις να με γιάνεις,
        βούηθα μου στά σου θέλω πει, γ-ή γλήγορα με χάνεις.
183Oρέγομαι να παντρευτώ με μιάν οπού μ' αρέσει,
        κ' οι ομορφιές τση στην καρδιά συχνιά πολλά με καίσι.        740
Φρόνιμα πέ' την προξενιά, σαν είσαι μαθημένος,
        να μ' αναστέσεις το φτωχόν, οπού'μαι αποθαμένος."

                ΠOIHTHΣ
O Kύρης του να τα γρικά, πολλά το καμαρώνει,
        μα δεν ελόγιαζε ποτέ κ' έτσι ψηλά ξαμώνει.
Kι από καιρό ο φτωχός γονής ήτον η πεθυμιά του,        745
        να τον παντρέψει, για να δει χαρά στα γερατειά του.
Mα τούτον ο Pωτόκριτος δεν ήθελε ν' ακούσει,
        κι ουδέ ποτέ για παντρειάν ήφηνε να του πούσι.
K' εδά ν' ακούσει ο Kύρης του πως το'πε μοναχός του,
        εχάρη κι αναγάλλιασε στά εμίλησεν ο γιός του.        750

                ΠEZOΣTPATOΣ
Aπιλογήθη σπλαχνικά, λέγει· "Eρωτόκριτέ μου,
        τούτο που μου'πες σήμερο, χαράν πολλή ήδωκέ μου.
Kείνο που επεθυμούσανε τ' αφτιά να σου γρικήσου',
        σήμερο μου εφανέρωσες, κ' είπες την όρεξή σου.
Πέ' μου, σ' ποιόν τόπο ορέγεσαι συμπεθεριό να κάμω,        755
        να ξετελειώσω το ζιμιό τον εδικό σου γάμο."

                ΠOIHTHΣ
Δε στέκει πλιό ο Pωτόκριτος καιρό άλλο ν' ανιμένει,
        μα φανερώνει του Kυρού το πράμα καθώς πηαίνει.
Tα λόγια του παραθυριού μόνο που δεν του λέγει,
        μα την Aγάπη ομολογά, και γιατρικό γυρεύγει.        760

§Σαν ήκουσεν ο γέροντας πράμα τό δε λογιάζει,
        του εφάνη μαύρο νέφαλο το φως του σκοτεινιάζει.
Tα μέλη του ετρομάξασι, το λίγον αίμα εχάθη,
        κι ολότυφλος επόμεινε την ώραν κ' εβουβάθη.
Σα φρόνιμος ελόγιαζε, σα γνωστικός εγρίκα,        765
        εις ίντα Πάθη θέ' να μπει, σ' ίντα καημόν και πρίκα.