Στις 10 Φεβρουάριου του 1885 ιδρύθηκε στη Φιλιππούπολη η οργάνωση «Βουλγαρική Μυστική Επαναστατική Κεντρική Επιτροπή», που έθεσε ως άμεσο στόχο της την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη Βουλγαρία.
Υποεπιτροπές της οργάνωσης συγκροτήθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολική
Ρωμυλία, διοργανώθηκαν συλλαλητήρια ενώ μέσω των βουλγαρικών εφημερίδων
της Ανατολικής Ρωμυλίας εκλαϊκεύθηκε η ιδέα της ένωσης και
αποκαταστάθηκαν επαφές με βουλγαρομακεδονικούς κύκλους της βουλγαρικής
ηγεμονίας.
Με την ευκαιρία της εβδόμης επετείου της υπογραφής της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, Βούλγαροι υπάλληλοι της Στενημάχου προσκάλεσαν Βουλγάρους περίοικους από τα γειτονικά χωριά και διοργάνωσαν συλλαλητήριο στη βουλγαρική συνοικία της πόλης, διαμαρτυρόμενοι για την καταπίεση των Βουλγάρων της Μακεδονίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της, όπως ισχυρίζονταν.
Επειδή η εκδήλωση αποσκοπούσε και στο να αποδείξει ότι η Στενήμαχος είχε ήδη εκβουλγαρισθεί, οι τοπικοί φορείς, με επικεφαλής τον βουλευτή Σωτήριο Αντωνιάδη, διοργάνωσαν αντισυλλαλητήριο στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο με τη συμμετοχή 4.000 Ελλήνων και όλων των Οθωμανών της πόλης.
Στον φλογερό του λόγο ο Αντωνιάδης στιγμάτισε τη βουλγαρική προπαγάνδα,
η οποία χαρακτήριζε τη Μακεδονία «ως βουλγαρική χώρα», αναφέρθηκε στους Ελληνες και τους Οθωμανούς που αποτελούσαν την πλειοψηφία και κάλεσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στις φαντασιώσεις των Βουλγάρων, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν την αυτονομία της Ανατολικής Ρωμυλίας για την καταδυνάστευση των μειονοψηφιών.
Στο πνεύμα του λόγου του Αντωνιάδη, συντάχθηκε στα γαλλικά και το σχετικό ψήφισμα που υποβλήθηκε στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και στον Γενικό Διοικητή.
Τα βασικά σημεία του ψηφίσματος σε ελληνική μετάφραση ήταν τα ακόλουθα:
«1) Ενδιαφερόμενοί περί της τύχης της Μακεδονίας, ως οικουμένης το πλείστον υπό Ελλήνων και Οθωμανών, διαμαρτρόμεθα κατά των πανσλανϊστικών ραδιουργιών και υποκινήσεων των τεινουσών εις το να διαπιστωθή παρά τη κοινή γνώμη της Ευρώπης, ότι η Μακεδονία είνε χώρα βουλγαρική, και αποκρούομεν μετ’ αγανακτήσεως τα υπό των Βουλγάρων μετερχόμενα μέσα, λόγω μεν προς βελτίωσιν δήθεν της τύχης των κατοίκων της Μακεδονίας, πράγματι δε προς εξυπηρέτησιν δολίων πολιτικών σκοπών και ξένων συμφερόντων.
2) Διαμαρτυρόμεθα κατά της αποφάσεως της ληφθείσης εν τη απόπειρα συγκροτήσεως συλλαλητηρίου υπό περίοικων τινών Βουλγάρων χωρικών εν τίνι αποκέντρω προαστείω της ελληνικωτάτης ημών πόλεως εν ονόματι δήθεν των κατοίκων Στενημάχου.
3) Εκφράζομεν την βαθείαν ημών λύπην επί ταις προσβολαίς και ταις ύβρεσιν ταις απευθυνθείσας υπό των Βουλγάρων εν τοις συλλαλητηρίοις και διαδηλώσεσιν αυτών κατά των Ελλήνων και των Οθωμανών, κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
4) Παρακαλούμεν τας Δυνάμεις συνυπογραιράσας την συνθήκην του Βερολίνου, ίνα εν τη ευθυδικία αυτών επιβάλωσιν την πίστην εφαρμογήν του Οργανικού νόμου της Ανατολικής Ρωμυλίας, του αναφανδόν καταπατουμένου υπ’ αυτών εκείνων, οίτινες συγκροτούντες ενταύθα συλλαλητήριον υπέρ των εν Μακεδονία Βουλγάρων, απαιτούσιν την εισαγωγήν δήθεν φιλελευθέρων θεσμών εν Μακεδονία ...» .
Ως αντίδραση στη συμμετοχή Βουλγάρων της Ανατολικής Ρωμυλίας στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για τα 1.000 χρόνια από τον θάνατο του Μεθοδίου, ενέργεια που σημειολογικά υποδήλωνε τις βουλγαρικές διεκδικήσεις επί της Μακεδονίας, οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας αποφάσισαν να εορτάσουν επιδεικτικά την ονομαστική εορτή του βασιλέως Γεωργίου.
Με τη σύμφωνη γνώμη του γενικού προξένου, Νικόλαου Γεννάδη, σημαιοστόλισαν το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1885 τις οικίες και τα καταστήματα.
Η πατριωτική αυτή κίνηση των Ελλήνων προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση του βουλγαρικού όχλου, ο οποίος «ήρξατο επιτιθέμενος αδιακρίτως κατά παντός Έλληνας το έθνος και διερχόμενος ανά πάσας τας ελληνικός συνοικίας έθραυε και κατέστρεφε παν το προυτυχόν, καθυβρίζων βαναύσως και αγενώς την ψετέραν εθνότητα, το δε χείριστον είναι ότι πάσαι αι βιοπραγίαι αύται διεπράττοντο τη προστασία και συγκαλήψει των οργάνων της διοικήσεως και της δψοσίας δυνάμεως ...».
Την επόμενη μέρα, λόγω της αστυνομικής διαταγής που απαγόρευσε κάθε συλλαλητήριο, οι Ελληνες υπέστειλαν τις σημαίες αλλά τα έκτροπα του βουλγαρικού όχλου, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση.
Οι διαδηλωτές πολιόρκησαν τη μητρόπολη Φιλιππουπόλεως με απειλητικές διαθέσεις. Ο Γεννάδης ζήτησε την υποστήριξη του Άγγλου προξένου ο οποίος, παρά την κωλυσιεργία του Ρώσου συναδέλφου του, κατάφερε τελικά να πείσει τον Γενικό Διοικητή, Γαβριήλ Κρέστεβιτς, να εξαναγκάσει τους διαδηλωτές να άρουν την πολιορκία της μητρόπολης.
Το εθνοτικό μίσος καλλιεργούνταν έντεχνα από τη «Βουλγαρική Κεντρική Μυστική Επαναστατική Επιτροπή» με την ενθάρρυνση των ίδιων των κρατικών αρχών.
Ήταν η εθνικιστική έξαρση των Βουλγάρων εν όψει των προετοιμασιών για την ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία. Η ταν ένα κίνημα που ξεκίνησε από τη βάση, αλλά, καθώς η ιδέα της ένωσης είχε ήδη ωριμάσει στη συνείδηση της πολιτικής ηγεσίας, οι αντιστάσεις ήταν μηδαμινές.
Επίσης, η διεθνής συγκυρία δεν ήταν δυσμενής. Αμφιβολίες υπήρχαν ίσως για τη στάση της Ρωσίας. Τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας (6/19 Σεπτεμβρίου 1885) έχουν αποτελέσει αντικείμενο αναλυτικής έρευνας από τους Βουλγάρους ιστορικούς.
Η ελληνική κυβέρνηση Δηλιγιάννη, η οποία φοβόταν βουλγαρική εξέγερση στη Μακεδονία στον απόηχο του βουλγαρικού πραξικοπήματος της Φιλιππούπολης, εξέταζε δύο σενάρια:
1) Η Οθωμανική Αυτοκρατορία να εισβάλει στην Ανατολική Ρωμυλία και να αποκαταστήσει την τάξη. Στην περίπτωση αυτή, η Ελλάδα θα στήριζε διπλωματικά την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
2) Εισβολή της Ελλάδας στη Μακεδονία ή στην Ηπείρο, με σκοπό τη διεκδίκηση εδαφών, ως αντιστάθμισμα σε περίπτωση που οι Μεγάλες Δυνάμεις αποδέχονταν το βουλγαρικό πραξικόπημα. Εδώ τέθηκε ζήτημα στρατιωτικής συνεργασίας της Ελλάδας με τη Σερβία κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, ωστόσο, έφτασαν βάσιμες πληροφορίες στην Αθήνα από τη Σόφια ότι η βουλγαρική κυβέρνηση του Πέτκο Καραβέλωφ και ο ηγεμόνας Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ σε καμία περίπτωση δεν σχέδιαζαν να προκαλέσουν εξέγερση στη Μακεδονία, διότι προείχε η διεθνής αναγνώριση της ένωσης της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία.
Η μεταβολή των σερβικών σχεδίων, η κήρυξη πολέμου από τη Σερβία κατά της Βουλγαρίας για την κατάληψη στρατηγικών σημείων, ώστε να ελέγχεται η Σόφια, και η επακόλουθη συντριπτική ήττα της Σερβίας κατέστησαν άνευ περιεχομένου κάθε πολεμικό σχέδιο της Αθήνας για εισβολή στην Ηπείρο ή στη Μακεδονία, από τη στιγμή που και οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ενέκριναν πολεμικές επιχειρήσεις.
Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη συντηρούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα στην Ελλάδα, ελπίζοντας ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις κατά τον οριστικό διακανονισμό του βουλγαρικού ζητήματος θα λάμβαναν υπόψη τα ελληνικά αιτήματα.
Με την υπογραφή της σύμβασης του Τοπχανέ έληξε ο λεγόμενος «ψευτοπόλεμος του Δηλιγιάννη». Η σύμβαση του Τοπχανέ (5 Απριλίου του 1886) προέβλεπε την προσωπική ένωση της Ανατολικής Ρωμυλίας με τη βουλγαρική ηγεμονία ενώ ο ηγεμόνας της Ανατολικής Ρωμυλίας θα εκτελούσε ταυτόχρονα και χρέη Γενικού Διοικητού, καταβάλλοντας τον φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη.
De jure η Ανατολική Ρωμυλία παρέμεινε οθωμανική επαρχία, αλλά η Υψηλή Πύλη δεν είχε το δικαίωμα να διατηρεί εκεί στρατό.
Η Ρωσία, που στην ουσία ήταν κατά του ηγεμόνα Αλεξάντερ Μπάτενμπεργκ λόγω της ανεξάρτητης πολιτικής του και όχι κατά της ένωσης, επέβαλε στην πράξη της προσωπικής ένωσης της σύμβασης του Τοπχανέ να μη μνημονευθεί το όνομα του Μπάτενμπεργκ.
Η Ρωσία στήριξε τη βουλγαρική ηγεμονία στο ζήτημα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας, αλλά είχε θέσει ως όρο την απομάκρυνση του Μπάτενμπεργκ και την ανάκτηση της επιρροής της στη Βουλγαρία.
Ο βουλγαρικός πολιτικός κόσμος και το στράτευμα διχάστηκαν σε Ρωσόφιλους και φιλοδυτικούς Ρωσόφοβους. Μετά την παραίτηση του Μπάτενμπεργκ, λόγω έντονων ρωσικών πιέσεων, και την απόρριψη από τη βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση του υποψηφίου της Ρωσίας για την ηγεμονία της Βουλγαρίας, του Γεωργιανού πρίγκιπα Νικόλα Μιγκριέλι, διακόπηκαν για δέκα περίπου χρόνια οι ρωσοβουλγαρικές διπλωματικές σχέσεις.
Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια για την εξεύρεση ηγεμόνα, τελικά σε βουλγαρική αντιπροσωπεία που μετέβη στη Βιέννη προτάθηκε ως ηγεμόνας ο πρίγκιπας του Κοβούργου της Σαξωνίας, Φερδινάνδος.
Η βουλγαρική Μεγάλη Εθνοσυνέλευση ενέκρινε τον Ιούνιο του 1877 την υποψηφιότητα του Φερδινάνδου, ο οποίος τον Αύγουστο του ίδιου έτους έφτασε στη Βουλγαρία. Η εκλογή του Φερδινάνδου δεν εξασφάλισε την επιδοκιμασία της Βουλγαρίας από την Υψηλή Πύλη και τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Για 9 περίπου χρόνια παρέμενε μία συμβολική φιγούρα στη διεθνή πολιτική σκηνή, χωρίς να μπορεί να υπογράφει διεθνείς συμφωνίες και να δέχεται ξένους ηγέτες.
Στην πολιτική σκηνή της Βουλγαρίας κυριαρχούσε η μορφή του πρωθυπουργού Στέφαν Σταμπουλώφ (1887-1894), ηγέτη του Λαϊκο-Φιλελεύθερου Κόμματος.
Ο Σταμπουλώφ ακολούθησε μια δυτικόφιλη εξωτερική πολιτική και στράφηκε κυρίως προς την Αυστρο-Ουγγαρία και την Αγγλία.
Από οικονομική άποψη, η Βουλγαρία επιτέλεσε σημαντική πρόοδο. Με την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Τσάριμπροντ-Βακαρέλ ολοκληρώθηκε η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 12 Αυγούστου 1888.
Η Βουλγαρία εισήλθε στην ευρωπαϊκή αγορά και αυστριακό κεφάλαιο διείσδυε στη χώρα.
Το 1891 εγκαινιάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Γιάμπολ- Πύργου και καταστρώθηκαν σχέδια για την κατασκευή των λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας.
Λόγω των εμπορικών ευκαιριών που παρείχαν η σιδηροδρομική σύνδεση της Βιέννης με την Κωνσταντινούπολη, η σιδηροδρομική σύνδεση του εσωτερικού της Ανατολικής Ρωμυλίας με τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και η ατμοπλοία του Δούναβη, στην Ανατολική Ρωμυλία παρατηρήθηκε ένα νέο μεταναστευτικό ρεύμα Ελλήνων υπηκόων.
Η σταδιακή ανάπτυξη των βουλγαρικών λιμανιών του Πύργου και της Βάρνας και το εκτενές εσωτερικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Βουλγαρίας ευνοούσαν τις ελληνικές εμπορικές δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης τον Πειραιά, τη διέλευση των Στενών με ατμόπλοια, την προσάραξη στον Πύργο και τη διακίνηση των προϊόντων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας.
Ελληνες υπήκοοι, που ασχολούνταν με το εμπόριο, δραστηριοποιούνταν κατά μήκος της γραμμής Πύργου-Βάρνας . Παρά την απουσία επί του παρόντος αρκετών διαθέσιμων στοιχείων, πιστοποιείται από διάσπαρτες πηγές και η μετανάστευση Ελλήνων από τη Δυτική Μακεδονία στην Ανατολική Ρωμυλία, λόγω των παρεχόμενων οικονομικών ευκαιριών.
Μετά την προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Στέφαν Σταμπουλώφ είχε δύο βασικούς στόχους, την ήπια αφομοίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας και τη διείσδυση της Βουλγαρίας στη Μακεδονία για την προώθηση του εκπαιδευτικού και εκκλησιαστικού ρόλου της Εξαρχίας, ώστε να ενισχυθεί το βουλγαρικό στοιχείο της Μακεδονίας, η οποία θα έπεφτε σαν «ώριμος καρπός» στα χέρια της Βουλγαρίας.
Ετσι, ο Σταμπουλώφ επιδίωκε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων της Βουλγαρίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και απέκλειε κάθε επαναστατική δραστηριότητα στη Μακεδονία.
Ως επιτυχία της πολιτικής του μπορεί να θεωρηθεί η έκδοση δύο σουλτανικών βερατιών για την εγκατάσταση εξαρχικών επισκόπων στα Σκόπια και την Αχρίδα το 1890 και άλλων δύο για τα Βελεσσά και το Νευροκόπι το 1894.
Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας υπέστη εντονότερα τη βουλγαρική πίεση μετά το βουλγαρικό πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του 1885.
Τον Αύγουστο του 1887, μετά την εκλογή του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας, με απόφαση του νομάρχη του Χασκόβου εισήχθη η βουλγαρική ως γλώσσα διδασκαλίας στα τοπικά ελληνικά σχολεία.
Τον Μάιο του 1890 απελάθηκε ο μητροπολίτης Αγχιάλου Σωφρόνιος, με τη δικαιολογία ότι δήθεν δεν ήταν αρεστός στο ποίμνιό του.
Τον Ιανουάριο του ίδιου έτους καταλήφθηκε η ελληνική εκκλησία της Αγίας Φωτεινής στο χωριό Δερμένδερε, που είχε μετονομαστεί σε Φερδινάνοβο.
Τον Σεπτέμβριο του 1890 καταλήφθηκαν οριστικά τα ελληνικά σχολεία και ο ιερός ναός του Χασκόβου, τον Μάρτιο του 1891 έκλεισε οριστικά η ελληνική σχολή του Κάτω Αρβανιτοχωριού και τον Ιούνιο του ίδιου έτους υφαρπάχθηκε η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου της Στενημάχου.
Τον Μάιο του 1894 καταλήφθηκε η πλούσια μονή Μπατσκόβου και κατασχέθηκαν τα κτήματά της . Σχολικός νόμος του 1891 όριζε ότι η στοιχειώδης εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων όφειλε να γίνεται στη βουλγαρική γλώσσα και ότι οι δάσκαλοι έπρεπε να είναι βουλγαρικής εθνικότητας και πτυχιούχοι ανώτερων βουλγαρικών σχολών.
Λόγω της σθεναρής αντίδρασης της Ελλάδας, η οποία ήταν αποφασισμένη να φέρει το θέμα στις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, ανεστάλη η εφαρμογή του νόμου.
Ο νόμος όμως παρέμεινε σε ισχύ και οι μετέπειτα κυβερνήσεις προσπάθησαν να τον εφαρμόσουν .
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας επεσήμαναν με μεγαλύτερη έμφαση ότι δεν υπήρχε βάση συνεννόησης μεταξύ της Ελλάδας και της Βουλγαρίας.
Η βουλγαρική ρητορική για την αυτονομία της Μακεδονίας ήταν στην ουσία παραπλανητική, όπως απέδειξε το προηγούμενο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Συνεπώς, κάθε βουλγαρική πρωτοβουλία για ελληνοβουλγαρική συνεννόηση έπρεπε να αντιμετωπίζεται με καχυποψία.
Όταν τον Απρίλιο του 1890, σε μια κρίσιμη φάση του Κρητικού Ζητήματος, ήρθε στην Αθήνα ο Γκεόργκυ Βούλκοβιτς, ο διπλωματικός πράκτορας της Βουλγαρίας στην Κωνσταντινούπολη, και ο ελληνικός τύπος έγραφε για την ανάγκη συγκρότησης μιας βαλκανικής συμμαχίας σε αντιτουρκική βάση, οι Ελληνες της Φιλιππούπολης τόνιζαν ότι δεν υπήρχαν προϋποθέσεις μιας ελληνοβουλγαρικής συνεννόησης, όσο η θέση των Ελλήνων της Ανατολικής Ρωμυλίας καθίστατο δυσχερέστερη.
«Δυστυχώς εν Ελλάδι δεν υπάρχονσι Βούλγαροί καί βουλγαρικαί κοινότητες, καθώς εν Βουλγαρία υπάρχουσιν τοιαύται ελληνικαί, όπως είνε δυνατόν να κριθή η συμπεριφορά των Ελλήνων καί της ελληνικής Κυβερνήσεως προς τους συμπολίτας αυτών Βουλγάρους. Ενταύθα όμως πώς συμπεριφέρονται οι Βούλγαροι και η Κυβέρνησις των προς τους συμπολίτας αυτών Έλληνας;
Βεβαίως δεν έχωμεν την μωράν απαίτησιν να είμεθα ενταύθα προνομιούχοι, καταδικασθέντες δε υπό της μαύρης ημών μοίρας να ζώμεν απεσπασμένοι της μητρός πατρίδος αναγκαίως υποχρεούμεθα να συμμερισθώμεν τας τύχας της χώρας ταύτης, αληθώς δεν υπάρχει νομοταγέστερον στοιχείον του ελληνικού εν τη νέα ταύτη καταστάσει των πραγμάτων.
Αλλά πώς συμπεριφέρονται προς ημάς οι Βούλγαροι;
Θεωρούμενοι ως εχθροί υποφέρομεν τα πάνδεινα, πάντα δε τα βάρη και τας υποχρεώσεις υφιστάμεθα βαρύτερα πάντων. Αλλ’ ανεξαρτήτως αυτών, αίτινες επί τέλους φέρουσιν την χροιάν του νόμου, ήρξαντο ήδη παραβιάζοντες και την συνείδησιν των Ελλήνων, μάρτυς δε τούτου το επεισόδιον της αρπαγής του ναού της ελληνικής κοινότητας Δεϊρμένδερε ή Φερδινάδοβο, ως επ’ εσχάτων εβαπτίσθη.... Κατόπιν τοιαύτης ακατανομάστου συμπεριφοράς το κηρύσσειν ιδέας ομοσπονδίας και συνεννοήσεως είνε όλως γελοίον... Αφού δε παν ατύχημα των ενταύθα Ελλήνων δεν δύναται αλλ’ ή να έχει τον αντίκτυπον του εν τη ελευθέρα Ελλάδι, πώς έχουν το θάρρος οι Βούλγαροι να προτείνουσιν ημίν συμβιβασμούς και συνεννοήσεις;
Εάν αληθώς επεθύμουν να συγκεράσωσιν ολίγον τον ακράτητον αυτών μισελληνισμόν, ώφειλον τουλάχιστον να μη παραβιάζωσιν τας συνειδήσεις των, και να αποστερώσιν αυτούς της εκπληρώσεως των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων κατά τας επισψοτάτας των εορτών του χριστιανισμού...».
Οι Ελληνες της Φιλιππούπολης δικαιώθηκαν αναφορικά με τις προβλέψεις τους.
Ο Βοΰλκοβιτς επισκέφθηκε την Αθήνα φαινομενικά για να προτείνει στον Τρικοΰπη τη συγκρότηση μιας ελληνοβουλγαρικής ή διαβαλκανικής συμμαχίας, στην ουσία όμως για να σχηματίσει μια εικόνα για την οικονομική και στρατιωτική κατάσταση του ελληνικού κράτους και για την ετοιμότητά του να αντιδράσει δυναμικά, αν η Υψηλή Πΰλη εξέδιδε βεράτια για εξαρχικούς επισκόπους στα Σκόπια και στην Αχρίδα.
Οι πληροφορίες που κόμισε ο Βούλκοβιτς στην Υψηλή Πύλη και στη Σόφια, έδιναν την εικόνα μιας Ελλάδας ανίσχυρης από οικονομική και στρατιωτική άποψη, ενός ευκατοφρόνητου αντίπαλου στη Μακεδονία.
Συνεπώς, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν η τελευταία εξέδιδε βεράτια για Βουλγάρους επισκόπους στην Αχρίδα και στα Σκόπια .
Για την επιβίωση του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας κρινόταν απαραίτητη μια ελληνοβουλγαρική συνεννόηση στη βάση της άρσης του βουλγαρικού σχίσματος και της οροθέτησης μιας διαχωριστικής γραμμής μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Τα έσχατα όρια των ελληνικών διεκδικήσεων στον βορρά ήταν το Νευροκόπι, το Μελένικο, η Στρώμνιτσα, το Μοναστήρι και η Αχρίδα.
Αν η οροθετική αυτή γραμμή γινόταν αποδεκτή από τη βουλγαρική πλευρά, τότε η άρση του σχίσματος θα ήταν εφικτή υπό τον όρο ότι ο Εξαρχος θα εγκαθίστατο στη Σόφια και η δικαιοδοσία του θα περιοριζόταν στη βουλγαρική ηγεμονία και στην Ανατολική Ρωμυλία.
Η Μακεδονία θα παρέμενε στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αλλά οι περιοχές βόρεια του Νευροκοπίου, του Μελενίκου, της Στρώμνιτσας και της Αχρίδας θα αναγνωρίζονταν ως βουλγαρική ζώνη και νότια ως ελληνική.
Στις μικτές επαρχίες της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Μακεδονίας, ανεξαρτήτως ζώνης, θα αναγνωριζόταν η χρήση της ελληνικής και της βουλγαρικής γλώσσας στα σχολεία και στις εκκλησίες.
Μια τέτοια λύση θα εξασφάλιζε τους Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας και θα οροθετούσε τα ελληνοβουλγαρικά συμφέροντα στη Μακεδονία .
Αλλά για τα βαλκανικά δεδομένα στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι προσδοκίες αυτές των ελληνικών κύκλων φάνταζαν ουτοπικές. Η υπαγωγή των ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολικής Ρωμυλίας στην Εξαρχία απέκλειε προκαταβολικά τη διατήρηση της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων, καθώς η Εξαρχία συνιστούσε τον κύριο μοχλό του εκβουλγαρισμού.
Καθώς η βουλγαρική εκκλησιαστική και εκπαιδευτική διείσδυση στη Μακεδονία είχε μια δυναμική, ο Εξαρχος σε καμία περίπτωση δεν εμφανιζόταν πρόθυμος να θυσιάσει τους επισκόπους του στη Μακεδονία, να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να εγκατασταθεί στη Σόφια.
Για να αποφύγουν τη στράτευση στον βουλγαρικό στρατό, οι νέοι της Ανατολικής Ρωμυλίας είχαν θεωρητικά τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελληνική υπηκοότητα υπηρετώντας στο ελληνικό στράτευμα, σύμφωνα με ελληνοβουλγαρικές συμβάσεις του 1885 και του 1893.
Κατά κανόνα, οι Ελληνες της περιοχής ακολουθούσαν τη νόμιμη οδό για την απόκτηση της ελληνικής υπηκοότητας.
Υπηρετούσαν στον ελληνικό στρατό και αποκτούσαν με νόμιμες διαδικασίες την ελληνική υπηκοότητα.
Αυτό ίσχυε για τους Αγχιαλίτες και κυρίως για τους Στενημαχίτες, που διατηρούσαν στενές επαφές με την Αθήνα.
Αλλά δεν έλειπαν και Ελληνες που έναντι αμοιβής εφοδιάζονταν με ψευδείς βεβαιώσεις από τα ελληνικά προξενεία.
Από την άλλη πλευρά, οι βουλγαρικές αρχές αμφισβητούσαν την ελληνική υπηκοότητα και αυτών που την απέκτησαν νόμιμα, προχωρώντας σε αναγκαστική στρατολόγηση .
Μετά την εκλογική ήττα του Σταμπουλώφ το 1894, την ανάληψη της εξουσίας στη Βουλγαρία από τους Ρωσόφιλους, την αποκατάσταση των ρωσοβουλγαρικών διπλωματικών σχέσεων και τη διεθνή αναγνώριση του Φερδινάνδου ως ηγεμόνα της Βουλγαρίας (1896), το Μακεδονικό Ζήτημα κατείχε κεντρική θέση στην εξωτερική πολιτική των βουλγαρικών κυβερνήσεων.
Επρόκειτο για την έναρξη της ένοπλης φάσης του.
Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση (ΕΜΕΟ)VMRO, που ιδρύθηκε το 1893 στη Θεσσαλονίκη από Βουλγάρους διανοουμένους, και το Ανώτατο Μακεδονικό Κομιτάτο, που δημιουργήθηκε το 1895 στη Σόφια από στρατιωτικούς βουλγαρομακεδονικούς κύκλους, ήταν στην ουσία οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Επιδίωκαν την αυτονομία της Μακεδονίας, ως μέσο προσάρτησής της στη Βουλγαρία, με την ανάληψη ένοπλης δράσης.
Η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία, η καταδίωξη του πατριαρχικού κλήρου και των Ελλήνων δασκάλων, ο εξαναγκασμός των Πατριαρχικών να προσχωρήσουν στην Εξαρχία, οι συμπλοκές με τον οθωμανικό στρατό ήταν πλέον πάγια τακτική της ΕΜΕΟ.
Οι Ελληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας παρακολουθούσαν με ανησυχία την υιοθέτηση δυναμικής πολιτικής της Βουλγαρίας στο Μακεδονικό και με ιδιαίτερη ευαισθησία αντιμετώπιζαν τη δράση της Εθνικής Εταιρείας στην Ελλάδα, ως μια προσπάθεια ανασύνταξης των δυνάμεων του ελληνισμού, μετά τη χρεοκοπία του 1893, για την επίτευξη των εθνικών στόχων στη Μακεδονία και στην Κρήτη.
Το γεγονός ότι η Εθνική Εταιρεία αυτοπαρουσιαζόταν ως μία νέα Φιλική Εταιρεία με μια αόρατη αρχή προσέδιδε στην όλη υπόθεση έναν μυστικιστικό χαρακτήρα.