Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Δολοφονίες, ληστείες, απαγωγές και τρόμος στο Νομό Ροδόπης.

Γράφει ο Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης. 


  Η ζωή στο νομό Ροδόπης, αμέσως μετά την απελευθέρωση και τις μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, που προκάλεσε η ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και η νίκη των συμμάχων της Αντάντ, η Μικρασιατική Καταστροφή και η ανταλλαγή πληθυσμών βάσει της συνθήκης της Λωζάνης, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Η πληθυσμιακή αναστάτωση, η συνεπακόλουθη φτώχια μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, οι ποικίλες δυσκολίες της καθημερινότητας, επέτρεψαν να ανθίζει ο εθνικός φανατισμός, που πρόσθετε προβλήματα και πολλαπλασίαζε τις δυσχέρειες.

  Ο νομός αυτός, που κατά την απελευθέρωση της Δυτικής Θράκης ήταν ενιαίος μαζί με τον σημερινό νομό Ξάνθης δοκιμάστηκε σκληρά. Γιατί εκτός από την επιχειρούμενη παλιννόστηση των διωγμένων Θρακών των ετών 1914-1918, έπρεπε να τακτοποιηθούν και χιλιάδες πρόσφυγες από την άδικη εκκένωση της Ανατολικής Θράκης και χιλιάδες άλλοι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Έπρεπε να προστατευθούν οι Μουσουλμάνοι που παρέμειναν βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, αλλά και να προστατευθούν όλοι οι κάτοικοι ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας από την εκδικητικότητα των Βουλγάρων, που υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Δυτική Θράκη, ως ηττημένοι σύμμαχοι του Κάιζερ. Η εκδικητικότητα αυτή εκδηλώνονταν με τις ληστρικές δολοφονικές επιθέσεις των κομιτατζήδων, οι οποίοι σκορπούσαν τον τρόμο στα χωριά. Για το λόγο αυτό σημειώθηκαν στο νομό Ροδόπης κατά τα έτη 1923 -1924, σημαντικά περιστατικά βίας και τρομοκρατίας, πολυάριθμες πράξεις ληστείας, μέσα σε κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας και συνεχών εξωτερικών απειλών.

  Χαρακτηριστικό της ατμόσφαιρας που επικρατούσε ήταν ένα ενδεικτικό τηλεγράφημα του νομάρχη του γειτονικού νομού Έβρου Μιχαήλ Καλογερόπουλου, ο οποίος γνωστοποιούσε στην κυβέρνηση ότι μόνο στο πρώτο οκταήμερο του Δεκεμβρίου 1923 στην περιφέρεια της λεξανδρούπολης είχαν γίνει από Βούλγαρους κομιτατζήδες πέντε ληστείες, μία από τις οποίες είχε και φόνο δύο ατόμων. Συχνές ήταν οι ληστείες και στην περιοχή της Νέας Ορεστιάδας από Τούρκους ληστές, που περνούσαν τον ποταμό Έβρου. Οι Ελληνικές αρχές έπαιρναν έκτακτα μέτρα για την καταδίωξη και εξόντωση των συμμοριών, που συνεχώς εμφανίζονταν. Το έργο όμως αυτό ήταν δύσκολο γιατί πολύ συχνά τα μέλη αυτών των συμμοριών ήταν πρώην κάτοικοι της Δυτικής Θράκης ή ακόμα και πρώην λιποτάκτες του Ελληνικού στρατού που είχαν καταφύγει στη Βουλγαρία και γνώριζαν καλά το έδαφος και τα κρυφά περάσματα.    

  Μια άλλη  είδηση, που απεικονίζει ανάγλυφα την έκταση της εγκληματικότητας είναι η ανακάλυψη και εξουδετέρωση από τον διοικητή καταδίωξης της Θεσσαλονίκης ΝΙκηφοράκη εικοσαμελούς ληστοσυμμορίας Ελλήνων, που η δράση της εκτείνονταν στη Μικρά Ασία, τη Θράκη, μέρη της Μακεδονίας, τη Θάσο και τη Θεσσαλονίκη. Η συμμορία αυτή διέθετε και ιστιοφόρο για τις ληστρικές επιχειρήσεις και διέθετε τραπεζικές καταθέσεις ύψους 4 εκ. δραχμών.

 Ο διπλωματικός και στρατιωτικός αντίκτυπος

 Στο κλίμα της αβεβαιότητας συνετέλεσε και ο φιλοβούλγαρος ανταποκριτής των του Λονδίνου ο γνωστός Μπάουτσερ, ο οποίος πήγε στα Βουλγαροσερβικά σύνορα τον Ιανουάριο του 1924 και συνάντησε ένα εκ των ηγετών των κομιτατζήδων, τον Αλεξαντρώφ, ο οποίος του ανέλυσε το επαναστατικό πρόγραμμά του για κατάληψη της Μακεδονίας και Θράκης. Ο Αλεξαντρώφ είχε ως σύνθημα του «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες»   Η συνέντευξη προκάλεσε παρά τις υπερβολές της, αναστάτωση στους διπλωματικούς κύκλους.

  Σε στρατιωτικό επίπεδο η Τουρκία, όπως συνηθίζει έως και σήμερα, άφηνε να αιωρούνται απειλές για εισβολή στη Δυτική Θράκη, για να διατηρεί το κλίμα ανασφάλειας στον ταλαιπωρημένο πληθυσμό.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤ.ΘΡΑΚΗ

  Στα μέσα του 1923, πραγματοποίησε μεγάλης έκτασης στρατιωτικά γυμνάσια στην Ανατολική Θράκη, τα οποία παρακολούθησαν ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Τουρκίας Φεβζή, πασάς, ο γενικός επιθεωρητής του Στρατού Κιαζήμ Καραμπεκίρ πασάς και οι διοικητές  του Σώματος Στρατού. Για την πραγματοποίηση των γυμνασίων αυτών είχαν μεταφερθεί και μεγάλες δυνάμεις από τη Μικρά Ασία   Η ηττημένη Βουλγαρία επιχειρούσε να ανασυγκροτηθεί και αυτή.

Εγκλήματα και ληστείες στο νομό Ροδόπης

 Ας δούμε τώρα σειρά περιστατικών από το νομό Ροδόπης, που απεικονίζουν την δραματική κατάσταση, που βίωναν οι κάτοικοί της στο 1923-1924. Αρχίζουμε με ένα μαζικό έγκλημα, στο οποία δεν είχαν ανάμιξη οι Βούλγαροι κομιτατζήδες.   

 Εννέα άγνωστοι, οπλισμένοι και φορώντας στολές Ελλήνων χωροφυλάκων πήγαν γύρω στις 9 το βράδυ στο συνοικισμό Καΐν Τσεκούρ της περιφέρειας Κομοτηνής, όπου αρχικά λήστεψαν τους κατοίκους και στη συνέχεια σκότωσαν 13 και τραυμάτισαν άλλους 8 !!!  Ήταν 23 Μαΐου 1924. Έφυγαν από το συνοικισμό στις 4 τα ξημερώματα και κατευθύνθηκαν σε άγνωστη περιοχή. Η πρώτη εντύπωση ήταν ότι οι δράστες αυτού του αιματηρού επεισοδίου ήταν Βούλγαροι κομιτατζήδες…  Αυτό γράφηκε και σε μερικές εφημερίδες. Αλλά δεν ήταν …

 Η Χωροφυλακή κινήθηκε άμεσα και αποτελεσματικά και κατόρθωσε να εντοπίσει και να συλλάβει 11 δράστες του μαζικού αυτού εγκλήματος. Η συμμορία αυτή αποδείχθηκε πως ήτα πολυεθνική! Στα μέλη της υπήρχαν τρεις Έλληνες και οι υπόλοιποι ήταν Αρμένιοι και Κιρκάσιοι.


ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΖΙΚΗ ΣΦΑΓΗ ΣΤΟ ΚΑΙΝ ΤΣΕΚΟΥΡ. ΔΡΑΣΤΕΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ

 Από δημοσίευμα της εφημερίδας «Νέα Αλήθεια» της Θεσσαλονίκης πληροφορούμαστε ότι ο μουσουλμανικός συνοικισμός Καΐν Τσεκούρ, βρίσκονταν περίπου 10 χιλιόμετρα βορειότερα από το σιδηροδρομικό σταθμό του Ναρλήκιοϊ (σήμερα Πολύανθος.  Η ίδια εφημερίδα σε πρωτοσέλιδο σχόλιό της είχε γράψει στις 26 Μαΐου 1924.

 «Το στυγερόν κακούργημα του Καΐν Τσεκούρ θύματα του οποίου έπεσαν είκοσι Έλληνας πολίτες, οφείλει να επισύρη κεραυνοβόλον και αμείλικτον την καταδίωξιν των στρατιωτικών μας αρχών εναντίον των δραστών της φρικαλέας αυτής εκατόμβης. Περισσότερα επί του προκειμένου δεν έχομεν να συστήσωμεν, πεποιθότες ότι εκτιμάται   όλην  της την έκτασιν η πολυμερής σημασία της κομιτατζίδικης αυτής ατιμίας. 


 ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


  Άγνωστοι οπλισμένοι με βραχύκανα Βουλγαρικά όπλα έκαναν τότε την εμφάνισή τους και έξω από τη Μαρώνεια. Πήγαν στο χωριό Γιοκτσελή (Σύλιον, οικισμός Πολυάνθου, που εγκαταλείφθηκε μετά την Κατοχή) της επί του Ιάσμου και τραυμάτισαν μέσα στο τζαμί όπου πήγαν να προσευχηθούν, το Μολλά Χασάν και σκότωσαν τον οκταετή γιο του, γιατί ο εύπορος πατέρας δεν έδωσε στους άγνωστους τα χρήματα και άλλα τιμαλφή αντικείμενα, που είχαν απαιτήσει. Τραυμάτισαν επίσης έναν άλλο μουσουλμάνο, τον Αχμέτ Αγά. Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. 

 Στο περιστατικό αυτό, που εξιχνίασε αμέσως η Χωροφυλακή δράστες ήταν έξι Κιρκάσιοι, χωρίς συμμετοχή Ελλήνων, οι οποίοι συνελήφθησαν και  παραπέμφθηκαν να δικαστούν. Ο διοικητής της Διοίκησης Χωροφυλακής Ροδόπης σε σχετικά αναφορά του προς την Γενική Διοίκηση Θράκης, τόνιζε ότι τα γεγονότα αυτά δεν συνιστούσαν ωμότητες κατά των Μουσουλμάνων όπως ισχυρίζονταν η εφημερίδα  της Κωνσταντινούπολης. Αντίθετα, υπενθύμιζε, ότι πρόκειται για αδικήματα που συχνά συνέβαιναν και εδώ αλλά και στην Τουρκία και άφησε να εννοηθεί ότι επρόκειτο για αντεκδικήσεις, αφού οι πλείστοι των δραστών ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Η Τουρκική εφημερίδα τα δημοσίευσε στις 26 Ιουνίου 1924.

  Η Γενική διοίκηση Θράκης με έγγραφό της προς το υπουργείο Εξωτερικών υπογράμμιζε ότι χάρη στα δρακόντεια μέτρα τα οποία είχε λάβει η Ελληνική Διοίκηση είναι τοιαύτη σήμερον η κατάστασις των εν Ελλάδα διαβιούντων

Μουσουλμάνων ώστε ουχί μόνον παράπονα να μην δικαιολογή, αλλά τουναντίον να προκαλή ευγνωμοσύνην αυτών δια την πλήρη ασφάλειαν ζωής, τιμής και περιουσίας, ής απολαύουσιν. Οιαδήποτε περί του εναντίον διάδοσις είναι βδελυρά συκοφαντία και διαστρέβλωσις της αλήθειας, δημοσιεύματα δε ως το περί ού πρόκειται εις ουδέν συντελούσιν, ει μη εις την διατήρησιν της εχθρότητος και του μίσους μεταξύ των δύο φυλών, τούτο δε ίσως να επιδιώκη και η μεγαλυτέρα μερίς του Τουρκικού Τύπου η δημοσιεύουσα τοιαύτα φαντασιώδη δημοσιεύματα...



ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΜΕ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

  Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το κλίμα τρόμου που επικρατούσε τότε στον νομό Ροδόπης, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στις εφημερίδες της 19ης Μαΐου 1924 δημοσιεύθηκε η είδηση ότι στην Κομοτηνή εκτελέσθηκε η ποινή της θανατικής καταδίκης για άτομα που είχαν διαπράξει ληστείες μετά φόνου. Επρόκειτο για τέσσερις Έλληνες. Την καταδίκη εις θάνατον είχε επιβάλει παμψηφεί το στρατοδικείο.

Και το 1923 είχαμε τα ίδια…

 Η κατάσταση τρόμου στο νομό Ροδόπης, προϋπήρχε και απλώς συνεχίζονταν το 1924. Γιατί και στο 1923 είχαμε πολλά περιστατικά βίας και ληστειών. 

  Στις 10 Σεπτεμβρίου 1923, η διοίκηση Χωροφυλακής Ροδόπης γνωστοποίησε ότι έξω από το χωριό Πολύαρνος (Κουζούμπασι) μισή ώρα μακριά από τα όρια της περιοχής Ιάσμου- Εχίνου διαχείμαζαν πέντε οικογένειες Σαρακατσανέων υπό τον κεχαγιά Γεώργιο Ντούα από το χωριό Αραμπατζίκιοϊ (Αμαξάδες). 

 Την ημέρα εκείνη και ενώ οι άνδρες είχαν βγει για βόσκηση των ποιμνίων τους και στον καταυλισμό υπήρχαν μόνο γυναίκες, παιδιά και γέροντες, ο Σαρακατσάνος Ιωάννης Στάμου με το άλογό του και ένα μουλάρι, ξεκίνησε να μεταφέρει τροφές στους βοσκούς. Μισή ώρα αργότερα συνάντησε 30 Οθωμανούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και 15 ένοπλοι. Δύο από αυτούς τον κατέβασαν από το άλογο και τον οδήγησαν μέσα στο δάσος. Τον ερεύνησαν και του πήραν το ρολόι και το πορτοφόλι με 700 δραχμές. Στη συνέχεια από άλλο δρόμο οι ένοπλοι πήγαν στις καλύβες των Σαρακατσαναίων. Του είπαν να μην φοβάται και ότι ζητάνε να πάρουν μόνο τυρί και ψωμί. Εν τω μεταξύ ο αιχμάλωτος διέκρινε στους γύρω λόφους και άλλους ληστές που είχαν κυκλώσει τις καλύβες.

  Οι ληστές είχαν αρχηγό κάποιον Βασίλιεφ, που είχε κιάλια σε δερμάτινη θήκη. Αυτός αναζήτησε την καλύβα του κεχαγιά Ντούα, μπήκε μέσα και απαίτησε από τη σύζυγό του χρυσές λίρες, απειλώντας την ίδια και τα μικρά παιδιά της με μαχαίρι. Αυτή έντρομη του έδωσε αμέσως επτά χρυσές λίρες και 5.500 δραχμές. Ο Βασίλιεφ ζήτησε επίσης να φορτώσουν τα άλογα με όλα τα κινητά πράγματα του κεχαγιά, ελπίζοντας βρει μέσα  αυτά κρυμμένες και άλλες λίρες. Την ίδια ώρα οι άλλοι ληστές έκλεβαν χρήματα και από άλλα άτομα του καταυλισμού. Όταν ολοκλήρωσαν το έργο τους αναχώρησαν προς την κατεύθυνση των χωριών της περιοχής Εχίνου. 

  Ήταν οπλισμένοι με Βουλγαρικά όπλα και Τουρκικά βραχύκανα, είχαν διπλές αρμαθιές με φυσίγγια, πιστόλια, μαχαίρια και φορούσαν ενδυμασίες Βουλγάρων με μαύρα καλπάκια και τσαρούχια. Δεν μιλούσαν καλά τα Βουλγαρικά. Πολλοί από αυτούς είχαν ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού τους, όπως συνήθιζαν οι Μουσουλμάνοι

 Η Χωροφυλακή συμπέρανε ότι κατά κύριο λόγο οι ληστές ήταν Πομάκοι, που εισήλθαν παράνομα από το Βουλγαρικό έδαφος και ότι πρέπει να είχαν συνεργούς, που γνώριζαν την οικονομική κατάσταση και τις κινήσεις των σκηνιτών.

 Στις 18 Νοεμβρίου 1923 σημειώθηκε και άλλο περιστατικό βίας. Μια συμμορία εμφανίσθηκε σε ένα νερόμυλο στην τοποθεσία Χίμετλα (Σύμβολα), ιδιοκτησίας του Μουσουλμάνου Ιμπραήμ Ογλού Αφού Αμέτ. Έκλεψαν ένα ασημένιο ρολόι και απήγαγαν το μυλωνά και τον οδήγησαν σε μια μικρή γέφυρα, όπου τον χτύπησαν και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν αν δεν τους δώσει χρήματα. Επίσης ζητούσαν πληροφορίες για τη σύνθεση, τον οπλισμό και τις κινήσεις των αστυνομικών των κοντινών σταθμών των κοντινών χωριών Σεϊντελή, Ασώματος και Άγναντα, αν υπάρχει εκεί στρατός και αν οι κάτοικοι είναι οπλισμένοι. Όπως έγινε γνωστό, ήταν οπλισμένοι με βραχύκανα Βουλγαρικά όπλα και ξιφολόγχες, είχαν φυσιγγιοθήκες και 5-6 Βουλγαρικές χειροβομβίδες ο καθένας τους. Μιλούσαν Τουρκικά και Βουλγαρικά και λίγα Ελληνικά. Μερικοί φορούσαν μπλε βουλγαρικές στολές και οι άλλοι φορούσαν εγχώριες ενδυμασίες και μαύρα καλπάκια. Ήταν ηλικίας 25-30 ετών είχαν γενειάδες και μακριά μαλλιά. Ανάμεσά τους υπήρχε και ένας που το προσφωνούσαν Βασίλη. Η Χωροφυλακή συμπέρανε ότι ήταν Βουλγαρική συμμορία κομιτατζήδων, με επικεφαλής αρχηγό, που φαίνονταν να γνωρίζει καλά την περιοχή  Τη συμμορία αυτή καταδίωξε απόσπασμα υπό τον ανθυπομοίραρχο Νικόλαο Λεονταρίδη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

  Στις 8 Δεκεμβρίου 1923, πολυμελής συμμορία Βούλγαρων κομιτατζήδων στο χωριό Κατράκ (;) των Σαππών συνέλαβε τη νύχτα τον αγροφύλακα και ορισμένους χωρικούς, που τους αφόπλισαν, τους λήστεψαν και τους ελευθέρωσαν τις πρώτες πρωινές ώρες. Την ίδια μέρα σε ένα άλλο πομακικό κεφαλοχώρι τον Εχίνο βόρεια της Ξάνθης συνέβη άλλη μια ληστεία.  Σύμφωνα με αναφορά της υποδιοίκησης Χωροφυλακής Ξάνθης, τρεις Πομάκοι, με τοπικές πομακικές φορεσιές, που μπήκαν στο ελληνικό έδαφος από τη Βουλγαρία, κατευθύνθηκαν προς το ποιμνιοστάσιο ιδιοκτησίας του Καρά Χότζα Ογλού Χασάν κατοίκου Εχίνου. Εκεί συνέλαβαν και έδεσαν με το ζωνάρι του σε ένα στύλο τον βοσκό του Μεχμέτ Ρασίτ. Έκλεψαν 23 πρόβατα και 10 κατσίκες. Στη συνέχεια από τον Τράμπ Ογλού Μεχμέτ έκλεψαν 73 κατσίκες και 14 πρόβατα. Όλα οδηγήθηκαν μέσα στη Βουλγαρία.

 Στις 10 Δεκεμβρίου 1924 σημειώθηκε και άλλο περιστατικό ληστείας στην περιοχή της Ραγάδας. Μια ομάδα Οθωμανών έρχονταν από το χωριό Τσιριμπάσκιοϊ (Πρωτάτο) και κατευθύνονταν στα δικά τους χωριά. Ξαφνικά ενώ περνούσαν από τη θέση Κοκαρτζά Μπουνάρ 2,5 ώρες έξω από τη Ραγάδα, έπεσαν σε ενέδρα κομιτατζήδων οι οποίοι έκλεψαν . Από τον Ασάν Ογλού Ουσεΐν και τον Γιουνούρ Ογλού Σαλή από ένα ασημένιο ρολόι.

  Από τον Χασάν Ογλού Ουσεΐν 60 οκάδες αλεύρι και το ακριβό πανωφόρι του. Από τον Μουλά Αμέτ Ογλού Χαλήλ μία κατσίκα. Στη συνέχεια οι ληστές τους έδεσαν και δύο κακοποιοί τους οδήγησαν 100 μέτρα μακρύτερα και τους φρουρούσαν έως ότου τα μέλη της ομάδας αυτής διασκορπίσθηκαν σε άγνωστη κατεύθυνση.   Λίγο πριν τους ελευθερώσουν συνέλαβαν και έναν άλλο Οθωμανό και ζητούσαν πληροφορίες για τον αστυνομικό σταθμό της Ραγάδας, για τη δύναμη και τον οπλισμό, αλλά και αν συνδέεται τηλεφωνικά με άλλες αρχές. Σ’ αυτόν τον Οθωμανό είπαν ότι η συμμορία τους είναι πολυάριθμη. Ότι διοικείται από Βούλγαρους αξιωματικούς και συνδέεται με το Βουλγαροτουρκικό Κομιτάτο. Για να τον πείσουν του παρέδωσαν και ένα χαρτί που είχε επιγραφή στα Βουλγαρικά και στα Τουρκικά «Βουλγαρο-Τουρκικόν Κομιτάτον». Από την ανάκριση που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι οι κομιτατζήδες

στην περίπτωση αυτή ήταν επτά, είχαν Βουλγαρικά όπλα και ξιφολόγχες. Οι πέντε από αυτούς φορούσαν στρατιωτικά πηλίκια και οι δύο Οθωμανικά φέσια. Όλοι μιλούσαν άπταιστα τα Τουρκικά.

 Ένα άλλο περιστατικό στα ορεινά του νομού Ροδόπης συνέβη στις 28 Δεκεμβρίου 1923.

Συγκεκριμένα, στις 6 το πρωί ένας Οθωμανός κάτοικος Κέχρου (Μεχρικόζ) εμφανίσθηκε στον αστυνομικό σταθμό του χωριού του και κατήγγειλε ότι έπεσε θέμα ληστείας από τρείς ένοπλους κομιτατζήδες.

 Στις ερωτήσεις του σταθμάρχη απάντησε ότι αρρώστησε ξαφνικά το άλογό του και ξεκίνησε νύχτα συνοδευόμενος και από τη σύζυγό του, να πάει στον γειτονικό οικισμό Σαλατζάκ για να εξετάσει το άρρωστό του άλογο ένας Οθωμανός, που ασκούσε πρακτική κτηνιατρική. Στο δρόμο όμως έπεσε σε ενέδρα τριών άγνωστων ενόπλων κομιτατζήδων, οι οποίοι οδηγούσαν στη Βουλγαρία ένα κλεμμένο κοπάδι εξήντα και πλέον κατσικιών. Οι κομιτατζήδες τον έδεσαν όπως και τη σύζυγό του και συνέχισαν να πορεύονται όλοι μαζί προς την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Καθ’ οδόν ζητούσαν πληροφορίες για την αστυνομική δύναμη της περιοχής. Δεν παρέλειψαν να τον ξυλοκοπήσουν για να μαρτυρήσει ποιοι Οθωμανοί είχαν παραλάβει πολεμικά όπλα από την Χωροφυλακή, καθώς και ποιοι Οθωμανοί είχαν συμπλακεί με τη συμμορία στη θέση Ατ Μεζάρ (Μικρός Κέχρος), για να τους εκδικηθούν. Οι κομιτατζήδες όπως συνήθιζαν άρπαξαν το πορτοφόλι του Οθωμανού που περιείχε 500 έως 600 δραχμές και το επανωφόρι του και μετά τους άφησαν ελεύθερους. Τελικά δεν του έκλεψαν το άλογο, γιατί το φουκαριάρικο όπως ήταν άρρωστο από την εξαντλητική πορεία προς τα σύνορα, κάποια στιγμή έπεσε κάτω εξουθενωμένο.

  Στις 29 Δεκεμβρίου 1923, τριμελής συμμορία κομιτατζήδων συνέλαβε στη θέση Γιαννακλή της περιφέρειας Ραδάνων Σαππών τον Μεμέτ Ογλού Χασάν και του έκλεψε το κοπάδι με 100 κατσίκες.

 Έτσι περάσαμε στο 1924

  Στις 4 Ιανουαρίου 1924, στις 9 το βράδυ, τρείς άγνωστοι ένοπλοι, που φορούσαν Βουλγαρικές ενδυμασίες πήγαν σε τσιφλίκι του χωριού Πρωτάτου (Τσιομπάνκιοϊ) όπου διαχείμαζε το ποίμνιο του Βουλγαρόφωνου Νικόλα Τσαούς, από 120 πρόβατα, όπου έδεσαν τον 15ετή βοσκό Νικόλαο Βόλτσο και αποπειράθηκαν να κλέψουν όλο το κοπάδι.

 Κατόρθωσε όμως να διαφύγει ο 15ετής Βόλτσος που κατευθύνθηκε στο κονάκι του τσιφλικιού κραυγάζοντας και ζητώντας βοήθεια από πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί εκεί. Αυτό έσωσε το κοπάδι γιατί ξεσηκώθηκαν οι πρόσφυγες. Οι ληστές μπόρεσαν να κλέψουν μόνο τρία πρόβατα και εξαφανίσθηκαν.  

 Ο αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Θράκης Κωνσταντίνος Γεραγάς τηλεγραφούσε προς το υπουργείο Εξωτερικών ότι πολυμελής συμμορία που την αποτελούσαν Βούλγαροι και Τούρκοι στις 18 Φεβρουαρίου εισέβαλε στη χωριό Δαρμένη των Σαππών (Ντεγκιρμέν Ντερέ) και αφαίρεσε από τον ποιμένα Ισμαήλ Ογλού Μεμέτ 150 κατσίκια και 50 πρόβατα.

  Ένα σοβαρό περιστατικό σημειώθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1924 έξω από το χωριό Εβρενός.  Ομάδα τεσσάρων αγνώστων με όπλα Μάουζερ, μιλώντας Βουλγαρικά στις 8 μμ συνέλαβαν έξω από το χωριό Εβρενός τον ποιμένα Σταύρο Καπακάκη. Τον έδεσαν με ένα ζωνάρι και ήθελαν να τον απαγάγουν μαζί με το κοπάδι του, που είχε 60 πρόβατα.

  Ο Καπακάκης κατόρθωσε να διαφύγει και μπόρεσε να ειδοποιήσει τους κατοίκους του χωριού, οι οποίοι προσέτρεξαν ένοπλοι και αμέσως άρχισε η ανταλλαγή πυροβολισμών. Έτσι μπόρεσαν να πάρουν το κοπάδι από χέρια των ληστών. Η αλληλεγγύη των κατοίκων έκανε το θαύμα της. Οι άγνωστοι υποχώρησαν και κατόρθωσαν μέσα στο σκοτάδι να διαφύγουν, παρά το γεγονός ότι έσπευσε να τους καταδιώξει και μεταβατικό απόσπασμα Χωροφυλακής.

  Οι κλοπές κοπαδιών συνεχίσθηκαν και τον Φεβρουάριο του 1924.

Η ζωή κυλούσε σε αυτούς ρυθμούς. Της τρομοκρατίας και της βίας. Η Ελλάδα και μαζί της η Θράκη, προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν μετά από δεκαετή νικηφόρα πολεμική περιπέτεια, από έναν ολέθριο εθνικό διχασμό, μεγάλες εθνικές απώλειες, προσφυγιές, θανάτους και συνεχείς οδύνες.

Παντελής Στεφ.  Αθανασιάδης

 

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος