Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Γράφει ο Παντελής Αθανασιάδης


 Η Θράκη και η Ανατολική Μακεδονία, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, υπέστησαν τρεις φορές Βουλγαρική Κατοχή, με άκρως δραματικές συνέπειες.

 Την πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων το 1912-13, όταν οι ενωμένες χριστιανικές χώρες της Χερσονήσου του Αίμου πολέμησαν και κατανίκησαν την Οθωμανική Τουρκία. Τότε ήταν σύμμαχοι της Ελλάδας και εκτόπιζαν τους Τούρκους.

 Τη δεύτερη φορά, όταν με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, το 1913, οι μεγάλες δυνάμεις επιδίκασαν τις περιοχές αυτές στην… ηττημένη Βουλγαρία, αν και είχαν απελευθερωθεί από τον νικηφόρο Ελληνικό στρατό.

 Την τρίτη φορά ήταν το 1941-44, όταν οι ναζιστικές δυνάμεις παραχώρησαν την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (πλην του νομού Έβρου) στη σύμμαχό τους Βουλγαρία.

 Τρεις Κατοχές εξόχως οδυνηρές, που έμειναν στη συλλογική εθνική μνήμη ως αληθινές τραγωδίες. Με πίκρα στα δημοτικά τραγούδια, διεκτραγωδήθηκε ο πόνος για τη Βουλγαρική παρουσία στις περιοχές αυτές:

 «Μαράθηκε ο βασιλικός,

 μαράθηκε ο δυόσμος.

 Πότε θα φύγουν οι Βούλγαροι ,

 να ησυχάσει ο κόσμος».

 Ιδιαιτέρως σκληρό και αδυσώπητο, υπήρξε το σχετικά σύντομο διάστημα, το 1913, όταν ξέσπασε ο δεύτερος Βαλκανικός πόλεμος και ο Ελληνικός στρατός, με εκπληκτικές προελάσεις, εκτόπισε τους Βούλγαρους και τους απώθησε μέσα στο Βουλγαρικό έδαφος, έχοντας δυνατότητες να καταλάβει ακόμα και τη Σόφια. Τότε είχαμε παρέμβαση της τσαρικής Ρωσίας και των άλλων μεγάλων δυνάμεων, που θέλησαν να σταματήσουν τον πόλεμο στα Βαλκάνια. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου εντελώς άδικα, επανέφερε τους Βούλγαρους σε Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, απ’ όπου τους εξεδίωξε ο Ελληνικός στρατός…

 Στο διάστημα όμως που διαρκούσε ο Β΄ Βαλκανικός πόλεμος, τα Βουλγαρικά στρατεύματα διέπραξαν πολλά και φοβερά κακουργήματα εις βάρος των Ελλήνων κυρίως, και δευτερευόντως εις βάρος των Τούρκων, διαπνεόμενα από ρεβανσιστικό πνεύμα Αυτά τα κακουργήματα, δεν είναι δυνατόν να απαριθμηθούν σ’ αυτό το άρθρο.

 Τότε η Βουλή των Ελλήνων, με προεδρεύοντα τον Κωνσταντίνο Ζαβιτσιάνο, συγκρότησε κοινοβουλευτική επιτροπή, τα μέλη της οποίας ακολουθώντας τον Ελληνικό στρατό, επισκέφθηκαν πόλεις και χωριά, διαπιστώνοντας ιδίοις όμμασι, τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί από τα υποχωρούντα Βουλγαρικά στρατεύματα. Η επιτροπή με τηλεγραφήματα, κρατούσε συνεχώς ενήμερο τον Πρόεδρο της Βουλής. Σε μια λιτή έκθεσή της, εξέθεσε τις διαπιστώσεις της για τις Βουλγαρικές ωμότητες.

 Η σύσταση της δεκαμελούς επιτροπής ανακοινώθηκε στις 26 Ιουνίου 1913 και η αναχώρησή της έγινε την επομένη, αρχικά για τη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια «εις το θέατρον των Βουλγαρικών θηριωδιών με αποκλειστικό σκοπόν να εξακριβώση και πιστοποιήση επισημότερον τα φρικαλεότητας της Νιγρίτης και των άλλων μερών όχι μόνον απέναντι των χριστιανών κατοίκων αλλά και των Μουσουλμάνων».

 Στην επιτροπή αυτή μετείχαν μεταξύ άλλων και οι τέως βουλευτές του Οθωμανικού Κοινοβουλίου Κοσμίδης και Χωναίος (υπήρξε βουλευτής Θεσσαλονίκης) και ο διευθυντής της εφημερίδας «Πρόοδος» της Κωνσταντινούπολης Σπανούδης. Ένα κλιμάκιο της επιτροπής θα παρέμενε στην Αθήνα για να επεξεργασθεί τις πληροφορίες και τα πορίσματα όσων θα μετέβαιναν στη Βόρεια Ελλάδα. Μεταξύ άλλων μετείχαν στην επιτροπή οι καθηγητές Α. Ανδρεάδης, και Σπ. Λάμπρος και οι Σπ. Θεοδωρόπουλος (βουλευτής Αττικής και Βοιωτίας) , Θαλής Κουτούπης (βουλευτής Λακεδαίμονος), Γεώργιος Τσαξίρης (βουλευτής Λάρισας) , Ιωάννης Λαμπρίδης (βουλευτής Αττικής και Βοιωτίας) , Δημήτριος Χατζηγιάννης (βουλευτής Λάρισας) , Νικόλαος Τριανταφυλλάκος (βουλευτής Αρκαδίας) κ.λπ

 Το σύνολο των βουλγαρικών ωμοτήτων περιλαμβάνει τρεις περιόδους, κατά την κοινοβουλευτική επιτροπή:

 Η πρώτη, η αρχική περίοδος αφορά την εγκατάσταση Βουλγάρων στις περιοχές που απελευθέρωνε μα ανήκουστες σφαγές και θηριωδίες κατά των Τούρκων. «Πανταχού όπου υπήρχον τοιούτοι ολόκληροι πληθυσμοί, εσφάγησαν ή εκάησαν, χιλιάδες εβαπτίσθησαν δια της βίας επί εξευτελισμώ της Ορθοδόξου Θρησκείας. Τεμένη και σχολεία διηρπάγησαν και χωρία εξηφανίσθησαν τελείως».

 Το δεύτερο στάδιο φτάνει έως το Μάιο του 1913 και χαρακτηρίζεται από συστηματική καταλήστευση όλων των κατοίκων των περιοχών που καταλήφθηκαν, πλην των Βουλγάρων φυσικά. Ακόμα και αυτές οι κρατικές αγορές και προμήθειες γίνονταν με ληστρική διάθεση, αφού για ό,τι έπαιρναν οι Βούλγαροι έδιναν απόδειξη (ράπισκα) που δεν είχε κανένα κύρος ούτε εξασφάλιζε την μελλοντική είσπραξη. «Εις εκατομμύρια ολόκληρα ανέρχεται- κατά την έκθεση της κοινοβουλευτικής επιτροπής- η κατά το στάδιον τούτο διενεργηθείσα ληστεία. Ούτω δε δικαιολογείται πώς η εν αχρηματία διατελούσα Βουλγαρική κυβέρνησις συνετήρησε τον στρατόν αυτής, αφού και χρήματα εστέλλοντο εις Σόφιαν εκ της τοιαύτης ληστείας. Όσοι αξιωματικοί, πολιτικοί υπάλληλοι και στρατιώται υπήρχον εις τα καταληφθέντα μέρη ανεχώρησαν αποκομίζοντες περιουσίας».

  Το τρίτο στάδιο ειδικά αφορούσε τους Έλληνες και περιλαμβάνει πρωτοφανείς θηριωδίες. «Ολόκληρος ο Ελληνικός πληθυσμός των μερών, οπόθεν απεχώρησαν οι Βούλγαροι, υπέστη τας φρικαλέας συνεπείας της Βουλγαρικής θηριωδίας. Σφαγαί Ελλήνων διενεργήθησαν κατά τον αγριώτερον τρόπον υπό στρατιωτών και αξιωματικών Βουλγάρων, μη φεισθέντων ουδέ γερόντων, γυναικών και παιδίων. Πόλεις και χωρία παρεδόθησαν εις το πυρ και δεν υπελείφθη πόλις, κωμόπολις ή και χωρίον χωρίς ν’ απογυμνωθεί τελείως. Πάντα παρεσκευάζοντο και εξετελούντο συστηματικώς συνεπεία οδηγιών, ας είχον αι πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί». Όλες οι περιοχές που ανθούσαν, παρουσίαζαν εικόνα αφάνταστης καταστροφής και ερήμωσης. Οι ελληνικοί και τουρκικοί πληθυσμοί έτρεμαν στην ιδέα ότι είναι δυνατόν να επανέλθουν σε βουλγαρική κατοχή. «Κλαίοντες παρακαλούν, όπως μη αφήσει αυτούς η Ευρώπη εκ στοιχειώδους ανθρωπισμού εις χείρας Βουλγάρων, εξέφραζον δε με θερμοτάτας εκφράσεις και μάλιστα οι Τούρκοι την ευγνωμοσύνην αυτών επί τη Ελληνική Κατοχή και τη φιλελευθέρα Ελληνική διοικήσει».


Επίσκεψη στην απελευθερωμένη, αλλά καθημαγμένη Δυτική Θράκη

  Η επιτροπή των βουλευτών, μετά την Ανατολική Μακεδονία (Σέρρες, Νιγρίτα, Δράμα, Δοξάτο κ.λπ. όπου υπήρχαν εκατόμβες σφαγέντων, πρωτοφανείς λεηλασίες, και ατιμώσεις γυναικών) επισκέφθηκε και την Δυτική Θράκη, απ’ όπου με συνεχή τηλεγραφήματα ενημέρωνε στην Αθήνα τη Βουλή.

  Η κοινοβουλευτική επιτροπή σε τηλεγράφημά της από το Πόρτο Λάγος, στις 26 Ιουλίου 1913, ανέφερε στον Πρόεδρο της Βουλής, ότι η κωμόπολη Σαρή Σαμπάν (σήμερα Χρυσούπολη) παρά τον Νέστο ποταμό με μισό Ελληνικό και μισό Τουρκικό πληθυσμό, καταληστεύθηκε. Οι πρόκριτοι και οι ιερείς απήχθησαν στην Ξάνθη. «Η περιφέρεια απεγυμνώθη χρημάτων, ζώων και σκευών».

  Οι βουλευτές βρήκαν το Πόρτο Λάγος έρημο. Οι κάτοικοί του διέφυγαν στη Θάσο. «Τριάκοντα Ελληνικαί οικίαι και καταστήματα, αποτελούντα το σύνολον του οικισμού απεγυμνώθησαν. Υπάρχει έλλειψις παντός τροφίμου. Η παρακειμένη μονή του Αγίου Νικολάου, εξάρτημα της μονής Ιβήρων του Άθω, εσυλήθη. Ο ναός επίσης. Τα ιχθυοτροφεία τα πλησιαίτατα του κτήματος της μονής έπαθον καιρίως. Νέκρωσις των πάντων».

  Η εφημερίδα «Καιροί» σε ρεπορτάζ του απεσταλμένου της Ν. Σιμόπουλου, ανέφερε ότι ο δήμαρχος της Ξάνθης Γ. Μαλετσίδης και το δημοτικό συμβούλιο μετά από ογκώδες συλλαλητήριο έστειλαν στο Βασιλέα Κωνσταντίνο, το ακόλουθο τηλεγράφημα:

 «Ικετεύομεν Υμετέραν Μεγαλειότητα και εξορκίζομεν εις ψυχήν Εθνομάρτυρος Πατρός Της, όπως ούτε σπιθαμή θρακικής γης παραχωρηθή Βουλγάροις. Άλλως αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων, οι δε τυχόν διασωθησόμενοι εξ ημών πυρπολήσωμεν οικίας μας εκπατριζόμενοι».

  Ο Σιμόπουλος έκλεινε το ρεπορτάζ του από την Ξάνθη, γράφοντας:

  «Θα είναι εθνικόν ατύχημα εάν η Ξάνθη της οποίας το εξαγωγικόν εμπόριον εις καπνόν αντιπροσωπεύει ολόκληρον τον προϋπολογισμόν της Ελλάδος, δίδουσα και τους μεγαλύτερους πόρους εις το δημόσιον ταμείον, αποσπασθή της μητρικής αγκάλης μέσα εις την οποίαν ύστερα από τόσα δεινοπαθήματα λικνίζεται ήδη. Αν συμβή αυτό, όσοι εγνώρισαν την Ξάνθην θα κλαύσουν».

  Για την Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) η κοινοβουλευτική επιτροπή ανέφερε ότι στις 27 Ιουλίου 1913 συνελήφθησαν 17 πρόκριτοι μεταξύ των οποίων και ο αρχιερατικός επίτροπος και οδηγήθηκαν βίαια ως αιχμάλωτοι στην Αδριανούπολη. «Και ενταύθα γύμνωσις των Ελληνικών καταστημάτων συντελεσθείσα προ της υποχωρήσεως τελεία». Γνωστοποιούσαν μάλιστα ότι ο Βούλγαρος διοικητής φεύγοντας καταλήστευσε το δημοτικό ταμείο παίρνοντας 10.000 φράγκα. Η συμμορία του κομιτατζή Τάνεφ σκότωσε την παραμονή της φυγής των Βουλγάρων πολλούς Έλληνες και Τούρκους στα περίχωρα. Οι Βούλγαροι κατά τη φυγή τους έκαψαν 18 χωριά στα βόρεια της Κομοτηνής. Οι κάτοικοι τους είχαν κρυφτεί σε χαράδρες. Στις 12 Ιουλίου είχαν βάλει φωτιά σε πυρομαχικά στο σιδηροδρομικό σταθμό. Προετοιμάσθηκαν μάλιστα να ανατινάξουν τους στρατώνες της πόλης αλλά απέτυχαν στο σχέδιο τους αυτό. «Αι σφαγαί, αι πυρπολήσεις και οι βιασμοί είναι απερίγραπτοι. Οργή διήλθεν υπέρ την Μακεδονίαν και την Θράκην» κατέληγε το τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Βουλής.

  Σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου, οι κάτοικοι της Γκιουμουλτζίνας με τηλεγράφημά τους καθικέτευαν τον Βασιλέα Κωνσταντίνο να παραμείνει η πόλη τους στην Ελλάδα, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι «προτιμούν να αποθάνουν παρά να επανέλθουν υπό τον ζυγόν των Βουλγάρων».

  Σε άλλο τηλεγράφημα της κοινοβουλευτικής επιτροπής περιγράφονταν τα πάθη της Μαρώνειας από τους ηττημένους Βουλγάρους. Στις 29 Ιουνίου είχαν συλληφθεί 11 άτομα ανάμεσα στα οποία δύο γιατροί και ένας ιερέας. Απεστάλησαν στην Κομοτηνή και από εκεί στην Αδριανούπολη. Άλλοι 13 συνελήφθηκαν στις 8 Ιουλίου, αλλά απελευθερώθηκαν τέσσερις μέρες αργότερα.

  Οι κομιτατζήδες απειλούσαν ότι θα κάψουν τη Μαρώνεια. Έτσι οι κάτοικοί της στις 11 Ιουλίου την εγκατέλειψαν και κατέφυγαν στα βουνά, επί διήμερο, κάτω από ραγδαία βροχή. Σ’ αυτό το διάστημα, κομιτατζήδες και κάτοικοι του Βουλγαρικού χωριού Χατζηλάρ μπήκαν νύχτα στη Μαρώνεια για να κλέψουν ό,τι βρουν και να την πυρπολήσουν. Πρόλαβαν μάλιστα να κάψουν πέντε σπίτια. Τα παραπλέοντα όμως ελληνικά πολεμικά πλοία, φώτισαν τη Μαρώνεια με ισχυρούς προβολείς και αποβίβασαν αγήματα, με αποτέλεσμα να φύγουν οι Βούλγαροι. Στις αποθήκες του πρόκριτου της Μαρώνειας Μίρκου έκαψαν 800.000 οκάδες ξυλάνθρακες, ενώ απήγαγαν κατοίκους γειτονικών χωριών.

  Με δεύτερο τηλεγράφημα προς τον Πρόεδρο της Βουλής η κοινοβουλευτική επιτροπή διεκτραγωδούσε τα πάθη του Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη) από τους Βουλγάρους.

  Κατά τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής τους, δέκα Βούλγαροι στρατιώτες κακοποίησαν ο ένας μετά τον άλλο την σύζυγό του δικηγόρου Τζεμάλ Μπέη, τον οποίο υποχρέωσαν να παρακολουθεί το μαρτύριο της γυναίκας του κρατώντας δύο κεριά στα χέρια. Την άλλη μέρα συνέλαβαν 53 Έλληνες και τους έδειραν ανηλεώς. Λήστεψαν τους 37 μεταξύ των οποίων και τον δάσκαλο Κρυσταλλίδη και σιδηροδέσμιους τους έστειλαν στις Σαράντα Εκκλησίες.

  Στις 3 Ιουνίου 1913 κήρυκες με τύμπανα περιέτρεχαν την πόλη και καλούσαν τους Έλληνες να συγκεντρωθούν στην αυλή της Μητρόπολης. Από τους συγκεντρωθέντες συνέλαβαν 800 και τους φυλάκισαν σε ελληνικά σχολεία. Στη συνέχεια ο αξιωματικός Καραδημώφ και ο υπολοχαγός Καταρτζίεφ έστηναν ένα τραπέζι στην αυλή του σχολείου και ζητούσαν από τους κρατούμενους από 25 έως 250 λίρες για να τους ελευθερώσουν!!! Από τους κρατούμενους 186 δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τα λύτρα. Τους έβαλαν στο στήθος πινακίδα που έγραφε «‘Ελληνες αιχμάλωτοι» και τους έστειλαν στη Στάρα Ζαγόρα.

  Στις 9 Ιουλίου 1913 ο ιμάμης υποχρεώθηκε να οδηγήσει Βούλγαρους στρατιώτες στα σπίτια Οθωμανών, που τους συνέλαβαν (από 15 ετών και άνω) και τους έκλεισαν στην αυλή του σπιτιού του Τζεμάλ Μπέη και απειλούσαν να τους κάψουν με πετρέλαιο. Εν τω μεταξύ άλλοι Βούλγαροι στρατιώτες πήγαιναν στα Οθωμανικά σπίτια «ένθα εβίασαν πάντα τα θήλεα από γραιών μέχρι παρθένων ανηλίκων». Τελικά μόνο 30 Οθωμανίδες γλίτωσαν το βιασμό με επέμβαση του ιερέα Παπασταύρου.

Την επομένη απολύθηκαν οι άνδρες Οθωμανοί απολύθηκαν και κατέφυγαν στην αυλή του γερμανικού προξενείου, όπου μεταφέρθηκαν επάνω σε μια ψάθα και δύο θύματα των νυχτερινών βιασμών ηλικίας 7 και 8 ετών, γεγονός που προκάλεσε την αγανάκτηση του Γερμανού προξένου Ροτ.

  Στις 25 Ιουνίου συνέλαβαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Δεδέαγατς τον Έλληνα υποπρόξενο Στράβωνα Σπαθάρη και τον μετέφεραν σε άγνωστη τοποθεσία, κατηγορώντας τον για κατασκοπεία. Στις 10 το βράδυ πήγαν στο Γαλλικό προξενείο όπου συνέλαβαν τη σύζυγο του Σπαθάρη και τη σύζυγο του Γάλλο πρόξενου Ζακελά, και τις μετέφεραν στο κτίριο του ελληνικού προξενείου, που κατείχε ο Βουλγαρικός στρατός.

  Από τις 28 Ιουνίου έως τις 9 Ιουλίου 1913 ο μητροπολίτης Αίνου Ιωακείμ κλείσθηκε σε ένα δωμάτιο της Μητρόπολης και απαγορεύθηκε κάθε επικοινωνία ακόμα και με τη μητέρα του. Τα μεσάνυχτα της 9ης Ιουλίου ο Γάλλος πρόξενος και ο Έλληνας έμπορος Δράκος ειδοποίησαν τον κρατούμενο μητροπολίτη ότι εκκενώθηκε η πόλη και τον μετέφεραν στο Γαλλικό προξενείο όπου παρέμεινε έως ότου απελευθερώσουν το Δεδέαγατς τα ελληνικά αγήματα.

  Στις 10 Ιουλίου οι Βούλγαροι λεηλάτησαν πολλά σπίτια και περί τα 50 ελληνικά καταστήματα. Έσπασαν επίσης τις πόρτες του Τελωνείου και έκλεψαν εμπορεύματα, που ανήκαν σε διάφορους εμπόρους. Πολλά σακιά με ζάχαρη πουλήθηκαν σε Βουλγάρους της Γκιουμουλτζίνας προς 4 δρ. το σακί. Στο τέλος πυρπόλησαν δεμάτια χόρτου στην παραλία κοντά στις αποθήκες πετρελαίου. Η φωτιά μεταδόθηκε στις αποθήκες των Ανατολικών Σιδηροδρόμων και σε άλλες αποθήκες προκαλώντας ζημιές 1 εκ. φράγκων.

  Στις ωμότητες των Βουλγάρων στο Δεδέαγατς συμμετείχε εκτός του τακτικού στρατού και ο κομιτατζής Μίλλος από το Καλαντζί Ντερέ, γνωστός ως δολοφόνος πολλών Μακεδόνων και Τούρκων, προς του πολέμου.

Στα τέλη Ιουλίου 1913, πραγματοποιήθηκε μεγάλο συλλαλητήριο στο Δεδέαγατς, οι κάτοικοι του οποίου διατράνωσαν την επιθυμία τους να ζήσουν «υπό την ελληνικήν σημαίαν» και ενέκριναν σχετικό ψήφισμα προς τον Βασιλέα Κωνσταντίνο. Το ψήφισμα επέδωσαν στο διοικητή της πόλης πλωτάρχη Μαυρομιχάλη. Την επιτροπή που οργάνωσε το συλλαλητήριο, αποτελούσαν οι Σ. Κομνηνίδης, Δ. Μαντσίδης, Χότζα Ισμαήλ Εφέντης, Κ. Παπαθανασίου, Αλεξ, Εξερτζιάν και Νεσίμ Γιούντα. Στο συλλαλητήριο μίλησαν ο Δ. Μαντσίδης και ο Εμίν Εφέντης.

  Στο τέλος του Ιουλίου η κοινοβουλευτική επιτροπή, απέστειλε προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Ε΄ , τηλεγράφημα στο οποίο μεταξύ άλλων υπογραμμίζονταν:

  «Αποκομίζοντες φρικαλεωτάτην εντύπωσιν εκ των Βουλγαρικών θηριωδιών, τας οποίας ιδίοις όφθαλμοίς διεπιστώσαμεν εν ταις κυριωτέραις γραμμαίς κατά την Ανατολικήν Μακεδονίαν και την Δυτικήν Θράκην και εις τας οποίας προς αίσχος συνέπραξεν ο τακτικός Βουλγαρικός στρατός και αι αρχαί, ιδιαιτέρως σημειούμεν την επιδειχθείσαν εσχάτην ύβριν και αγριότητα προς τους λειτουργούς της Θρησκείας και προς τα ιερά τεμένη».

  Αυτές είναι μερικές σελίδες της φοβερής Βουλγαρικής Κατοχής, αλλά και της Βουλγαρικής ήττας στη Θράκη, το καλοκαίρι του 1913. Οι σελίδες που αφορούν την Ανατολική Μακεδονία, είναι τρισχειρότερες…

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος