ΜΕΡΙΚΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Από το καλοκαίρι του 1912 ο κίνδυνος πολεμικής ανάφλεξης στα Βαλκάνια φαίνονταν κάτι παραπάνω από υπαρκτός, ιδιαίτερα από μέρους της Βουλγαρίας και του Μαυροβουνίου, που είχαν συνάψει ήδη συμφωνία κοινής επιθέσεως εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Ελευθέριος Βενιζέλος είχε υπολογίσει την έναρξη του πολέμου την άνοιξη του 1913, έβλεπε όμως το χρόνο να πιέζει ασφυκτικά. Επιχείρησε να ολοκληρώσει το πλέγμα των βαλκανικών συμμαχιών της Ελλάδας, συνάπτοντας συμφωνίες από κοινού επίθεσης με Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο. Η συμφωνίες αυτές υπογράφτηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου 1912.
Στις 4 Οκτωβρίου 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Με την Ελλάδα απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο ελπίζοντας ακόμα σε ειρηνικό διακανονισμό. Την αμέσως όμως επόμενη ημέρα, η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε εκείνη τον πόλεμο ως μέλος του Βαλκανικού Συνασπισμού.
Σύμφωνα με το σχέδιο επίθεσης, ο στρατός Θεσσαλίας με διοικητή τον διάδοχο Κωνσταντίνο θα αναλάμβανε το κύριο βάρος των επιχειρήσεων. Ο στρατός Ηπείρου με διοικητή τον στρατηγό Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη θα αναλάμβανε δευτερεύοντα ρόλο, μέχρι την ολοκλήρωση του έργου του στρατού Θεσσαλίας.
Με την κήρυξη του πολέμου, ο στρατός Θεσσαλίας πέρασε τα σύνορα με στόχο την κατάληψη της Μακεδονίας. Στην πορεία του βόρεια αντιμετώπισε αρχικά μικρές τουρκικές δυνάμεις, καθώς ο κύριος στόχος του τουρκικού στρατού επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των βουλγαρικών δυνάμεων στην Θράκη.
Στις 6 Οκτωβρίου οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο, μπήκαν στην Ελασσόνα και την επόμενη μέρα βρέθηκαν στα στενά του Σαρανταπόρου, που υπερασπίζονταν ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Η ελληνική επίθεση άρχισε το απόγευμα στις 9 Οκτωβρίου και ολοκληρώθηκε την επομένη με την αποχώρηση των Τούρκων, οι οποίοι εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης ολόκληρο το πυροβολικό τους. Ο ελληνικός στρατός εισήλθε στα Σέρβια και αμέσως μετά προωθήθηκε ως τον ποταμό Αλιάκμονα. Στις 11 Οκτωβρίου μπήκε στην Κοζάνη.
Το Γενικό Στρατηγείο, που επικεφαλής του ήταν ο Κωνσταντίνος, αποφάσισε να κινηθεί ο ελληνικός στρατός βόρεια, με κατεύθυνση προς το Μοναστήρι και να συναντήσει τον σερβικό στρατό. Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου, όμως, διαφώνησε και έκρινε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη ο στρατός να κινηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση προς Θεσσαλονίκη, προς την οποία κατευθύνονταν δυνάμεις του βουλγαρικού στρατού από τα βορειοδυτικά. Είναι χαρακτηριστική η περίφημη φράση του Βενιζέλου στον διάδοχο Κωνσταντίνο «σας απαγορεύω να πάτε στο Μοναστήρι, θα πάτε να απελευθερώσετε τη Θεσσαλονίκη». Ο Βενιζέλος αναγκάστηκε να κάνει χρήση του αξιώματός του και να στείλει τον βασιλέα Γεώργιο Α' στο μέτωπο για να κάμψει την αντίσταση του Κωνσταντίνου και να κατευθύνει τον ελληνικό στρατό προς τη Θεσσαλονίκη.
Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 19-20 Οκτωβρίου στη λίμνη των Γιαννιτσών, όπου οι Τούρκοι είχαν παρατάξει ισχυρές δυνάμεις, ώστε να ανακάψουν την πορεία του ελληνικού στρατού προς την Θεσσαλονίκη. Η ελληνική επίθεση ήταν επιτυχής και στις 20 Οκτωβρίου το πρωί εισήλθε στην πόλη των Γιαννιτσών. Στη συνέχεια, αφού επισκεύασε τις γέφυρες που είχαν καταστρέψει οι Τούρκοι, ο ελληνικός στρατός πέρασε την ανατολική όχθη του Αξιού ποταμού και άρχισε να προετοιμάζει την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Στις 18 Οκτωβρίου 1912 το ελληνικό τορπιλοβόλο αρ.11 με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Νικόλαο Βότση μπήκε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης απαρατήρητο κάτω από την μύτη των πυροβολείων του Καρα-μπουρνού ανατίναξε με δύο τορπίλες το γερασμένο Τουρκικό θωρηκτό «Φετχί Μπουλέντ» το οποίο με τις μεγάλου βεληνεκούς πυροβολαρχίες του είχε αναλάβει την προστασία της πόλης από ξηράς και θαλάσσης. Το γεγονός αυτό είχε σημαντική επίδραση στο ηθικό των αμυνομένων Τούρκων και επηρέασε την απόφαση του Ταξίν Πασά να παραδώσει την πόλη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό. Την ίδια μέρα, στην Άνω Τζουμαγιά, ο στρατιωτικός ακόλουθος της Ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια, Αθανάσιος Σουλιώτης κλήθηκε να συναντήσει εκεί το Βούλγαρο στρατηγό Θεοδωρώφ αλλά αντί αυτού συνάντησε τελικά τον Έλληνα στην καταγωγή, υπίατρο του Βουλγαρικού στρατού, Φίλιππο Νίκογλου (από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας), ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε ότι οι Βούλγαροι προτίθενται να επιτεθούν πρώτοι στη Θεσσαλονίκη.
Στις 25 Οκτωβρίου οι Ευρωπαίοι πρόξενοι της Θεσσαλονίκης και ο Τούρκος στρατηγός Σαδίλκ παρουσιάστηκαν στις εμπροσθοφυλακές του Ελληνικού στρατού στην περιοχή Τοψίου (νυν Γέφυρα) έξω από την Θεσσαλονίκη και ζήτησαν να παραδώσουν υπό όρους τη Θεσσαλονίκη στον Ελληνικό στρατό. Η πρόταση των Τούρκων ήταν να αποσυρθεί ως το τέλος του πολέμου ο στρατός τους με όλο τον οπλισμό του στο Καραμπουρνού. Ο Διάδοχος απέρριψε αυτή την πρόταση και αντιπρότεινε την παράδοση του τουρκικού στρατού αφοπλισμένου, εκτός των αξιωματικών που θα έφεραν τα ξίφη τους. Στη συνέχεια ως αιχμάλωτοι πολέμου θα μεταφέρονταν με δαπάνες του Ελληνικού Κράτους στην Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη. Με τις διαπραγματεύσεις αυτές χανόταν πολύτιμος χρόνος και απειλείτο η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον βουλγαρικό στρατό που πλησίαζε υπό τον στρατηγό Τοντόρωφ. Λέγεται ότι ο Βενιζέλος διέταξε τον Κωνσταντίνο (ο οποίος σχεδίαζε πορεία προς το Μοναστήρι) να καταλάβει άμεσα την Θεσσαλονίκη, καθιστώντας τον προσωπικά υπεύθυνο για ενδεχόμενη απώλειά της.
Τελικά ο Ταξίν πασάς αποδέχθηκε τους όρους του Κωνσταντίνου. Στις 11 το πρωί της 26 Οκτωβρίου, εορτή του πολιούχου της Θεσσαλονίκης Αγίου Δημητρίου, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον ελληνικό στρατό. Αυτό είχε συνταχθεί στη γαλλική γλώσσα από τον τότε έφεδρο δεκανέα Ίωνα Δραγούμη. Από την ελληνική πλευρά συνυπέγραψαν οι αξιωματικοί Ιωάννης Μεταξάς και Βίκτωρ Δούσμανης και από την τουρκική πλευρά ο Ταξίμ πασάς, στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης. Την επόμενη ημέρα (27 Οκτωβρίου) υπογράφηκε συμπληρωματικό πρωτόκολλο με το οποίο παραδίνονταν στους Έλληνες όλη η φρουρά της Θεσσαλονίκης η οποία ανέρχονταν σε 25.000 στρατιώτες και 1.000 αξιωματικούς με όλο τον βαρύ και ατομικό οπλισμό τους. Το πρωί της 27 Οκτ. εισήλθε στην πόλη ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Δαγκλής και εγκαταστάθηκε στο Διοικητήριο, ενώ ο Ίων Δραγούμης με τον μακεδονομάχο λοχαγό Αθαν. Εξαδάκτυλο ύψωσαν την ελληνική σημαία στον εξώστη του ελληνικού προξενείου. Το απόγευμα μπήκαν στην πόλη δύο ευζωνικά τάγματα της Ζ' μεραρχίας, ενώ οι Α', Β', Γ', Δ' μεραρχίες με την υπόλοιπη δύναμη της Ζ' έλαβαν θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη. Βάσει του πρωτοκόλλου παράδοσης όλοι οι Οθωμανοί αξιωματικοί θα κρατούσαν τον οπλισμό τους. Επίσης οπλισμένη θα παρέμενε η Οθωμανική χωροφυλακή, για την τήρηση της Τάξης. Την 28 Οκτωβρίου εισήλθε στην πόλη ο Διάδοχος και αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος με τους επιτελείς του και το μεσημέρι τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Αγίου Μηνά. Στις 29 έφτασε στην πόλη και ο Βασιλιάς Γεώργιος και κατευθύνθηκε προς τον Λευκό Πύργο όπου υψώθηκε η ελληνική σημαία. Κατόπιν κατέλυσε στο αρχοντικό Χατζηλαζάρου στην οδό Επαύλεων. Τις τρεις αυτές ημέρες, 26-29 Οκτωβρίου πολλοί πλούσιοι μουσουλμάνοι αναχώρησαν φοβισμένοι για την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία.[2]
Από τις 26 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος είχε στείλει μήνυμα προς το Βούλγαρο στρατηγό Θεοδωρώφ που κατευθύνονταν με μία μεραρχία προς τη Θεσσαλονίκη, ότι η πόλη είχε ήδη απελευθερωθεί και ότι μπορούσε να διαθέσει τις δυνάμεις του σε άλλες επιχειρήσεις. Παρόλα αυτά ο Θεοδωρώφ έστειλε απεσταλμένο αξιωματικό στον Ταξίν πασά ζητώντας του να υπογράψει πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης, παρόμοιο με εκείνο που μόλις είχε συνάψει με τους Έλληνες, προκειμένου να εμφανιστεί ως συναπελευθερωτής της πόλης. Ο Ταξίν αρνήθηκε και μάλιστα ζήτησε την προστασία του Ελληνικού στρατού επειδή μονάδες του που είχαν ήδη παραδοθεί στον Ελληνικό στρατό δεχόταν επιθέσεις από Βουλγαρικά τμήματα.
Ο Θεοδωρώφ φθάνοντας στις 28 Οκτωβρίου έξω από τη Θεσσαλονίκη ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να εισέλθουν δύο βουλγαρικά τάγματα στη Θεσσαλονίκη υπό τους πρίγκηπες Μπόρις και Κύριλλο, με το πρόσχημα της ανάπαυσης. Στην πράξη η βουλγαρική δύναμη που εισήλθε στην πόλη ανήλθε σε ολόκληρο σύνταγμα το οποίο στρατωνίσθηκε κυρίως σε Εβραϊκά και εξαρχικά οικήματα.