πετιμέζι. Βράζεις και ξαφρίζεις το μούστο, μετά ρίχνεις λίγη στάχτη (απο καθαρά ξύλα), αφήνεις να κάτσει η στάχτη και, σουρώνοντας, παίρνεις το απο πάνω, το καθαρό. Στη συνέχεια το βράζεις σε χαμηλή φωτιά, ανακατεύοντας που και που μέχρι να καραμελλώσει. Φάρμακο! Απλωμένο στη φρυγανιά, στα ζεστά αντι για ζάχαρη, με τηγανίτες κ.α.
» Πετιμεζάκι πάντα υπήρχε και θα υπάρχει – δόξα τω Θεώ. Και στα πλάγια σκαρφαλώνουν αμπέλια και τα ισιώματα σκεπάζουν. Και το κάθε σπίτι βάνει και μια και δυο στάμνες. Και γιατί δεν κάνει. Πάρε τις λαλαγκίδες – ποιό σπίτι δεν τηγανίζει, προπάντος, όταν βγάνει το καινούργιο λάδι – τις κάνει τίποτα άλλο νοστιμότερες; Τους βάνεις μέλι, τις πασπαλίζεις με ζάχαρη, όχι! Πετιμέζι καλούνε! Κι αν φρουγκαλιάσει το στόμα απο καμιά μαγάρα, ή ο λαιμός πονέσει, το πετιμεζάκι είναι το γιατρικό.» (Πέτρος Πεντελικός, «ΟΙ ΠΡΩΤΟΛΑΤΕΣ», εκδ. Μνήμη 1991)
Πρόσφατα σχόλια