Κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου απο το βιβλίο «Με τέχνη και με πάθος»
Αρχικά η φιλολογία γύρω από το ρεμπέτικο είχε ένα χαρακτήρα δημοσιογραφικό (ιεραποστολικό ή λιβελογραφικό). Μόνο μετά το 1968, που βγήκαν τα «Ρεμπέτικα τραγούδια» του Ηλία Πετρόπουλου – βιβλίο οριακό -, έχουμε σοβαρότερες μελέτες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αυλαία ανοίγει τον Φεβρουάριο του 1949 με τη γνωστή διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι, στην οποία έπαιξαν και οι ορχήστρες Βαμβακάρη και Τσιτσάνη. Το κείμενο της ομιλίας αυτής δε δημοσιεύτηκε ποτέ, και τα λίγα αποσπάσματα που γνωρίζουμε δε λένε πολλά πράγματα. Πάντως, με τη διάλεξη αυτή ο Χατζιδάκις επέβαλε το ρεμπέτικο στους αστούς.
Το 1951 η Σοφία Σπανούδη δημοσίευσε στα «Νέα» τη γνωστή της επιφυλλίδα για τον Τσιτσάνη, που ισοδυναμούσε με την παραδοχή του ρεμπέτικου απ’ τους ανθρώπους των ωδείων. Τέλος, το 1954 έκανα κι εγώ τη διάλεξη για τη μορφή της μάνας στα ρεμπέτικα (συνοδευόμενη με τραγούδια από παλιούς δίσκους), που, όσο κι αν ήταν πρωτόλεια, έκανε γνωστό, για πρώτη φορά, το ρεμπέτικο στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης.
Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικές δημόσιες συζητήσεις των αριστερών. Το 1947 έγινε στον «Ριζοσπάστη» μια μεγάλη καμπάνια, στην οποία πήρε μέρος ο μετριοπαθής Φοίβος Ανωγειανάκης, ενώ ο Αλέκος Ξένος υποστήριξε ότι το ρεμπέτικο είναι φρούτο της αστικής παρακμής και πρέπει να χτυπηθεί από την προοδευτική παράταξη. Με αφορμή τη διάλεξη του Χατζιδάκι, άνοιξε μια δεύτερη συζήτηση, στα «Ελεύθερα Γράμματα», το 1949, όπου, μεταξύ άλλων, δημοσιεύτηκε και ένα κείμενο του Β. Παπαδημητρίου, που επαναλάμβανε τις θέσεις του Ξένου.
Οι συζητήσεις αυτές αναζωπυρώθηκαν το 1961, με αφορμή τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη. Τότε η «Επιθεώρηση Τέχνης» έκανε μια μεγάλη καμπάνια για το «λαϊκό τραγούδι» -είναι η εποχή που το ρεμπέτικο και το λαϊκό αρχίζουν να μπερδεύονται στην κοινή αντίληψη-, όπου πήραν μέρος Θεοδωράκης, Ανωγειανάκης, Βουρνάς, Ξένος, Β. Παπαδημητρίου.
Οι τρείς πρώτοι υπέρ, οι άλλοι δύο αμετακίνητοι στη γνωστή τους αντίδραση. Ανάλογη καμπάνια έκανε την ίδια χρονιά και η «Αυγή», όπου απάντησαν και μη αριστεροί μουσικοί και μουσικολόγοι (Μανώλης Καλομοίρης, Δέσποινα Μαζαράκη κ.ά.). Αποτέλεσμα: όπως ο Χατζιδάκις επέβαλε το ρεμπέτικο στους αστούς, έτσι και ο Θεοδωράκης επέβαλε το ρεμπέτικο στους αριστερούς, υπογραμμίζοντας τον μεταβολισμό του σε λαϊκό τραγούδι.
Το 1961 παρουσίασα κι εγώ το μικρό δοκίμιο «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού», μαζί με μια μικρή ανθολογία, ενώ το 1968 ο Ηλίας Πετρόπουλος εξέδωσε το μεγάλο βιβλίο του για τα ρεμπέτικα με εκτενή εισαγωγή και ανθολογία περίπου εξακοσίων τραγουδιών. Οι δύο αυτές εκδόσεις αποτέλεσαν τη μέχρι τότε συμβολή της Θεσσαλονίκης στη μελέτη και διάδοση του ρεμπέτικου.
Παράλληλα με τις σποραδικές εκδηλώσεις αποδοχής και αγάπης του ρεμπέτικου -που προέρχονταν κυρίως από μερικούς λογοτέχνες, καλλιτέχνες και δημοσιογράφους-, πυκνές υπήρξαν οι επιθέσεις εναντίον του, ακόμη και πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του. Εχθρική στάση κράτησαν οι εθνικιστές και οι κυβερνήσεις (προπάντων ο Μεταξάς το 1937 και μετριοπαθέστερα η κυβέρνηση Τσαλδάρη το 1947, που το απαγόρευσαν και το καταδίωξαν) θεωρώντας το στίγμα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Οι θρησκευτικές οργανώσεις και γενικότερα η εκκλησία, που το αντιμετώπισαν ως ανήθικο. Οι φανατικοί κομμουνιστές (μεταξύ τους κι ο Βάρναλης, αν και ταβερνόβιος), που το απέρριπταν ως έκφραση της αστικής σαπίλας και παρακμής. Μια μερίδα του αστικού τύπου, που εξέφραζε τις προκαταλήψεις και τον καθωσπρεπισμό της καλής κοινωνίας.
Οι λάτρεις του δημοτικού τραγουδιού (κυρίως δημοδιδάσκαλοι και επαρχιώτες λόγιοι). Οι άνθρωποι των ωδείων, που το έβλεπαν με υποτροπιασμό και περιφρόνηση. Οι λαογράφοι των πανεπιστημίων, που το θεωρούσαν εξάμβλωμα του λαϊκού μας πολιτισμού, και πολύς λαουτζίκος ευνουχισμένος από τα ελαφρά τραγούδια.
Μετά το 1968 έχουμε μια αρκετά σοβαρότερη αντιμετώπιση. Τυπώνονται τώρα μερικές αυτοβιογραφίες ή συνεντεύξεις βασικών προσώπων του ρεμμπέτικου (του Βαμβακάρη το 1973, του Τσιτσάνη το 1979, του Παπαϊωάννου το 1982, της Εσκενάζη την ίδια χρονιά), καθώς και η τετράτομη ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, με εκτενή βιογραφικά σημειώματα για τους συνθέτες (1977-1979).
Παράλληλα εκδίδονται και δημοσιεύονται αξιόλογες έρευνες και μελέτες, όπως: «Η μουσική των ρεμπέτικων» του Γιάννη Παπαϊωάννου (στο «Χρονικό» της «Ώρας», 1973), «Greek Dances» του Ted Petrides (1975, αργότερα και σε ελληνική μετάφραση), «Rebetika» της Katherine Butterworth (συλλογή δοκιμίων και ανθολογία, 1975), «Road to rembetika» της Gail Holst (μελέτη και ανθολογία (1975), αργότερα και σε ελληνική μετάφραση), «Η κοινωνιολογία του ρεμπέτικου» του Στάθη Δαμιανάκου (1976), «Η ψυχοπαθολογία του ρεμπέτικου» του Νίκου Παπαγιάννη (στον «Πολίτη» το 1977), «Δημοσιεύματα για τα ρεμπέτικα (1947-1968)» του Ντίνου Χριστιανόπουλου (στη «Διαγώνιο», 1979), «Η δισκογραφία του ρεμπέτικου στη Σμύρνη και την Πόλη πριν το 1922″ των Παν. Κουνάδη και Σπ. Παπαϊωάννου (στο περιοδικό «Μουσική», 1981) κ.α.π.
Τα τελευταία χρόνια ο εκδοτικός αυτός ρυθμός επιτείνεται, αποκτώντας ακόμη μεγαλύτερη ποιότητα: το ενδιαφέρον για το ρεμπέτικο γίνεται πιο ουσιαστικό.
Πρόσφατα σχόλια