Ο καιρός

O καιρός σήμερα

Μερικά από Πόρτο Ράφτη

Μερικά από Λέχαιο

Ιστορία

Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι το '49

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει επιβάλλει πια την δύναμη του, λίγο πολύ σε όλους μας, είτε θετικά είτε αρνητικά, είτε δηλαδή το παραδεχόμαστε είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που  μας κάνει ν αντιδρούμε δικαιολογημένα σ αυτήν και ν αμφιβάλλουμε για την μελλοντική ποιοτική  εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια, παίρνω σ α ν  δ ε δ ο μ ε ν ο  την ποιοτική του αξία).
Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μ ο δ α. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωσε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δυο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις Λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος κι ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονταν στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα?
Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση κι ακόμη, ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτής της περιόδου μόδας-ας την πούμε-ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν και έλθουν στην φυσική τους θέση. Το ίδιο πρέπει – νομίζω- να περιμένουμε και για τα ρεμπέτικα.
Γιατί θάναι κάπως ανόητο, αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος πάει ν αντικαταστήσει το ταγκό. Οι Λαϊκοί τούτοι ρυθμοί, έχουν κάτι π ι ο  π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο, απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες-άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται και επικρατεί στις Λαϊκές τάξεις.
Το να θελήσει, λοιπόν, κανείς ν’αγνοήσει τ η ν  π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α  και μάλιστα του τόπου του, μόνο κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτειασιδώματα υγείας, τραγουδάει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.
Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου, άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μεταίωρα. Τα μεταίωρα αυτά προβλήματα δημιουργούνε περιφερόμενα ερωτηματικά, που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας, μα ξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στην  φιλοσοφία. Και στην τέχνη ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ ανθρώπου.
Ο τόπος μας επί πλέον ακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, έναν πόλεμο μ’επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω από αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες, την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας. Π α ρ θ ε ν ι κ η  Γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής, δεν ήσαν ικανά ούτε για να την ωριμάσουν ούτε και για ν αφήσουν περιθώριο να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.
Φανταστείτε λοιπόν όλη αυτή, την στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα, ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μου. Η ζωτικότητα καίγεται η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από δω πηγάζει η θεματολογία του.
Επαναλαμβάνω. Ένας ανικανοποίητος, μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα, και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιοδήποτε τεχνικό μέσον, που η χρησιμοποίηση του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.
Το ρεμπέτικο, κατορθώνει με μιαν θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει τον λόγο, τη μουσική και την κίνηση. από την σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ ένστιχτο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές, σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας, θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν εχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. Η παρουσία του είναι έντονη ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος, που περισσότερο τα χαρακτηρίζει μια χάρη και μια νησιώτικη αλαφράδα.
Παράδειγμα φέρνω αν θυμάστε, κάπως παλιότερα, το «Παρ τη βάρκα στο λιμάνι – κάτω στο Πασαλιμανι» καθώς και τον γνωστότατο «Ανδρέα Ζέπο». Και τα δυο έχουν πολύ έντονα πάνω τους, την σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού.
Εδώ, εχει χάσει ολότελα την αρχική ρυθμική του αγωγή κι εχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτος και περιεχτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμών με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο, θάναι  εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού, που να μη την δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματος του. Σα χορός είναι ο δυσκολότερος κι ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.
Ο χασάπικος, βασίζεται πάνω στον ρυθμό των 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται – δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσαρες πολλές φορές – έρχεται σαν μια προέχταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μια κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Ο Ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, σύγχρονος ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος εχει αφομοιώσει μια καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ’αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας την μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση η καλλίτερα την προέχταση του βυζαντινού μέλους.
Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ΄ακόμη παρατηρώντας, τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία.

πίσω στην «Φιλολογία του ρεμπέτικου«

Share

You must be logged in to post a comment.