Η μυθολογία του ρεμπέτικου είναι εξίσου πλούσια με τη μυθολογία του δημοτικού τραγουδιού (του νεοελληνικού, όχι του μεσσαιωνικού) και το ψυχικό κλίμα είναι και στα δύο το ίδιο.
Τέσσερις είναι οι μορφές που κυριαρχούν στο ρεμπέτικο, συχνά με μυθική διάσταση: το παλικάρι, η κοπέλα, η μάνα και ο Χάρος. Το παλικάρι είναι η ίδια η ζωή, ο Χάρος είναι ο θάνατος ή έστω η προσωποποίηση της μοίρας. Η κοπέλα (ή γυναίκα) είναι, κατά κανόνα, η αιτία της συμφοράς, η μάνα είναι η προσωποποίηση της εγκαρτέρησης και της θυσίας, το μοναδικό στήριγμα στη ζωή. Η μυθική ή συμβολική τους διάσταση δεν τους αφαιρεί τίποτε από τη ρεαλιστική τους ατομικότητα. Τους βλέπουμε στον έρωτα, στην ταβέρνα, στη δουλειά, στην αρρώστεια, στην ξενιτιά, στη φυλακή, στον θάνατο -στις πιο μεγάλες και πιο δραματικές στιγμές της ζωής του ανθρώπου.
Το παλικάρι είναι η κύρια μορφή. Το παλικάρι στα ρεμπέτικα δεν έχει τίποτε σχεδόν από τους ξένοιαστους και ανοιχτόκαρδους λεβέντες των δημοτικών τραγουδιών. Ακόμη κι όταν γλεντάει, έχει κάτι το τυραννισμένο, προέρχεται από έναν τυραννισμένο λαό. Ούτε και ο έρωτας του παλικαριού έχει τίποτε από τη ζωϊκή αγαλλίαση των νησιωτικών ερωτικών τραγουδιών. Ο έρωτας του είναι φαρμάκι, η εργασία του σκλαβιά και αδικία, η υγεία του κλονισμένη, η ζωή του χαραμισμένη με αρρώστιες, φυλακές, ξενιτεμούς, τα χείλια του δεν έχουν γελάσει ποτέ, ο Χάρος έρχεται συχνά σαν σωτηρία.
Δίπλα στο παλικάρι, σχεδόν πάντα, η κοπέλα. Η σχέση τους, τις πιο πολλές φορές, καταλήγει στη διάψευση, στην εγκατάλειψη, το χωρισμό. Οχι πως δε φταίει και το παλικάρι, φταίει όμως πολύ συχνά η κοπέλα, είτε με το κακό της παρελθόν, είτε με τον χαρακτήρα της, είτε με τη βουλιμία της για άλλον άντρα. Όλα αυτά οδηγούν στην απάτη και την καταστροφή, συχνά στο σκοτωμό και τη φυλακή. Η άστατη και ύπουλη φύση της γυναίκας, που από τα πρώτα ακόμη ερωτόλογα εγκυμονεί προδοσίες και ξεχαρβαλώνει ό,τι απόμεινε από τη ζωή τπυ παλικαριού, αντισταθμίζεται ως ένα σημείο από την παρουσία της μάνας, μιας άγιας μορφής, τυραννισμένης και βασανισμένης, που λατρεύει το παιδί της όσο τίποτε άλλο στον κόσμο και γίνεται θυσία γι’ αυτό. Όσο το παλικάρι της λείπει στα ξένα ή δουλεύει στα καράβια ή βρίσκεται στη φυλακή, το περιμένει με λαχτάρα να γυρίσει. Η μάνα πάντα περιμένει και πάντα συγχωρεί. Κι όταν ο γιος της είναι να πεθάνει από βαριά κι αγιάτρευτη αρρώστια (κυρίως από χτικιό που οφείλεται σε ανικανοποίητο έρωτα), ικετεύει τον Χάρο να λυπηθεί το σπλάχνο της κι αντί για κείνον να πάρει αυτήν. Όσο για τον Χάρο, συχνά ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό. Πάντως στα ρεμπέτικα, όπως και σε αρκετά δημοτικά, ο Χάρος έχει εξοικειωθεί τόσο πολύ με τους ανθρώπους, που κουβεντιάζει φιλικά μαζί τους ή παίρνει μέρος στα γλέντια τους, χωρίς ωστόσο να τους κάνει ποτέ το χατίρι. Στα πιο πολλά τραγούδια όμως, ούτε καν εμφανίζεται, απλώς, απευθύνεται σ’ αυτόν απελπισμένα η μάνα.
Η μυθολογία του ρεμπέτικου είναι πολύ πικρή. Από διάψευση σε διάψευση κι από καταστροφή σε καταστροφή, το παλικάρι καταλήγει στον θάνατο, αφού περάσει μια ζωή γεμάτη στερήσεις και δυστυχία, με αρρώστιες, ξενιτιά και φυλακή. Πιο πικρή είναι η ζωή της μάνας, βουτηγμένη μέσα στο φαρμάκι της στέρησης ή μες στην προσμονή και τον θάνατο. Αντίθετα η κοπέλα μπλέκει ή μπλέκεται στον έρωτα αλλά δε φαίνεται και τόσο να υποφέρει, άλλωστε εξαιτίας της υποφέρουν οι άλλοι.
Η δραματική, και συχνά μελοδραματική, μυθολογία του ρεμπέτικου είναι συνυφασμένη με μια πλούσια κλίμακα αισθημάτων, απ΄ τη μελαγχολία ως το κέφι κι απ’ το παράπονο, ως το φιλότιμο (συνεχίζοντας έτσι τη βυζαντινή παράδοση της χαρμολύπης). Το φιλότιμο του παλικαριού και η θησία της μάνας είναι τα ορόσημα ενός ψυχικού μεγαλείου, που εκφράζει την ανθρωπιά και την αρχοντιά του λαού μας. (Το φιλότιμο βρίσκεται και στα δημοτικά μας τραγούδια, μα όχι τόσο έντονο, σχεδόν χάνεται στις μεσαιωνικές παραλογές, απ’ τις οποίες, ίσως, επηρεασμένα μερικά παλιά βουλγαρικά τραγούδια, περιγράφουν περιστατικά αφάνταστης σκληράδας και ασπλαχνίας). (δοκίμιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου απο το βιβλίο «Με τέχνη και με πάθος» ? δες πηγές)
Πρόσφατα σχόλια