(απο το βιβλίο της Μαρίας Κων/νίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου». Δες πηγές)
Μετά την επανάσταση του 1821 οι έλληνες που ζούσαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος δεν αποτελούσαν παρά ένα μέτριο ποσοστό, σε σχέση με το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού. Στις 750 χιλιάδες κατοίκους του αντιστοιχούσε ένα τριπλάσιο νούμερο ελληνικού πληθυσμού που ζούσε ακόμη σε περιοχές κατεχόμενες από τους τούρκους. Ετσι, μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1829, με σύνορα περιορισμένα στην άκρη της Βαλκανικής χερσονήσου – περιοχή αποτελούσα άλλοτε την αρχαία Ελλάδα – ο ελληνικός πληθυσμός χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες:
α) εκείνη που ζούσε μέσα στα σύνορα του νέου ελληνικού κράτους,
β) εκείνη που ζούσε στο έδαφος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και
γ) στους έλληνες της διασποράς, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ζούσε, στις διάφορες πόλεις των βαλκανικών κρατών και στη Βόρειο Αμερική.
Όλη η Ανατολική Μεσόγειος – εκτός του νέου ελληνικού κράτους – ήταν κάτω από την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και, παρ’ όλο που οι δύο χώρες βρίσκονταν σε διαφορετικές συνθήκες, πολιτικές και οικονομικές, είχαν σαν κοινό παρονομαστή τη γεωγραφική τους θέση στην Ανατολική Μεσόγειο και την κοινή εμπειρία της επίδρασης από την Ευρώπη: πολιτικές και οικονομικές μεταλλαγές και μεταρρυθμίσεις βασισμένες στα ευρωπαϊκά μοντέλα, μια κυβερνητική πολιτική για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, ενημέρωση και πληροφόρηση στις καινούριες καλλιτεχνικές και μορφωτικές κινήσεις.
Αναγνωρίζοντας τις κοινές εμπειρίες των δύο χωρών, παύει κανείς να δίνει τόση σπουδαιότητα στα σύνορα που χωρίζανε τους Έλληνες του ελεύθερου ελληνικού εδάφους από τους Έλληνες των κατεχομένων εδαφών από τους Οθωμανούς. Για ένα λόγο παραπάνω, επειδή αυτή η κατοχή ήταν σχετική, γιατί οι Τούρκοι δεν επέβαλλαν στους διάφορους πληθυσμούς που ζούσαν στο έδαφός τους να αλλάζουν κουλτούρα, γλώσσα και θρησκεία. Τουλάχιστον όχι τόσο όσο το επέβαλαν, όπως είναι γνωστό, οι Γάλλοι, οι Ολλανδοί, οι Πορτογάλοι και λοιποί.
Πρέπει να αναφερθεί ότι περισσότερες πιέσεις είχε δεχτεί ο πληθυσμός της λεγόμενης κυρίως Ελλάδας από κείνον της Μ. Ασίας, όπου οι ελληνικές κοινότητες ήταν πιο ανεπτυγμένες οικονομικά.
Α) Στο νέο ελληνικό κράτος είχαν αρχίσει, στο διάστημα του πρώτου μισού του αιώνα, να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια ενός μοντέρνου πολιτικού συστήματος, μιας σύγχρονης οικονομίας και μιας κοινωνίας με καινούριες αξίες από πλευράς κουλτούρας, (όπως ήδη έχουμε πει, με τον όρο κουλτούρα εννοούμε: ήθη, έθιμα, τρόπο ζωής κ.λπ.). Δημιουργούνταν δηλαδή μια καινούρια ισσοροπία ανάμεσα στη συνέχεια του ελληνικού πολιτισμού και στις αιφνίδιες αλλαγές που επέβαλλε η ραγδαία κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Ευρώπης, η ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και η συνεχής αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αρχίζοντας από την περίοδο της μοναρχίας του Όθωνα (1833-1863), στο εσωτερικό της κυρίως Ελλάδας προείχε η καλλιέργεια της γης με τα παραδοσιακά μέσα σαν βάση της οικονομικής ζωής, ενώ στα λιμάνια και στα νησιά του Αιγαίου επικρατούσε μια ανεπτυγμένη οικονομία, βασισμένη στο εμπόριο και στις μεταφορές μέσω θαλάσσης. Η πλεονεκτική θέση των τελευταίων είχε επηρεάσει πολύ τη σχέση ανάμεσα στα λιμάνια και το εσωτερικό της Ελλάδας.
Οι αγροτικές κοινότητες που, ως εκείνη την εποχή, ήταν αυτάρκεις και αποκομμένες από το κέντρο, άρχισαν να είναι εξαρτημένες από τις λειτουργίες του. Παρουσιάστηκε έτσι μια βαθμιαία αλλαγή ισσοροπίας μεταξύ της οικονομικής ζωής της αγροτικής και αυτόνομης κοινότητας και της εμπορευματικής και ναυτιλιακής οικονομικής ζωής του κέντρου.
Παρατηρήθηκε δηλαδή αποδυνάμωση της πρώτης και ενδυνάμωση του δεύτερου με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση, από πλευράς κοινωνικής ζωής και κουλτούρας, των πληθυσμών που υπεισέρχονταν σ’ αυτήν τη διαφορετική ισσοροπία σχέσεων κέντρου – υπαίθρου.
Η μεγαλύτερη ευκολία της επικοινωνίας μέσω των θαλάσσιων δρόμων σε σχέση με το εσωτερικό της Ελλάδας, όπου τα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας ήταν περιορισμένα, συνέβαλε στην καλύτερη λειτουργία του εμπορίου και στην ανάπτυξη της εμπορικής ναυτιλίας, η οποία, μετά την καταστροφή της κατά τη διάρκεια της επανάστασης του ’21, κατόρθωσε να ξαναποκτήσει τη δραστηριότητα που είχε σε παλαιότερα χρόνια.
Το πιο σπουδαίο λιμάνι της κυρίως Ελλάδας βρισκόταν στη Σύρο, νησί των Κυκλάδων. Η Σύρος γνώρισε μια γρήγορη ανάπτυξη από το 1821 και μετά. Ο ρυθμός αυτής της ανάπτυξης αυξάνεται μετά το 1833. Το νησί δεν υπέστη τις καταστροφές που είχαν υποστεί τα άλλα νησιά κατά τη διάρκεια του ’21 γιατί η Γαλλία το είχε κάτω από την προστασία της, καθότι οι κάτοικοι του νησιού ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα.
Η Ερμούπολη ήταν το λιμάνι του νησιού, όπου δημιουργήθηκαν σχολεία, θέατρα, τράπεζες, ναυπηγεία, κυβερνητικές υπηρεσίες, τελωνείο, ασφαλιστικές εταιρείες, ναυτιλιακές εταιρείες κ.λπ. Εκείνη δε την εποχή, αποτελούσε το γεφύρι για τις εμπορικές και λαογραφικές – ηθογραφικές ανταλλαγές μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Παρ’ όλα αυτά, όμως, η επίσημη κυβερνητική πολιτική ήταν υπέρ της ανάπτυξης της Αθήνας, της πρωτεύουσας, και του λιμανιού της, τον Πειραιά. Έτσι δημιουργήθηκε μια βαθμιαία συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων σ’ αυτό το πολιτικοοικονομικό κέντρο, δηλαδή Πειραιά και Αθήνα. Στη δεκαετία του 1870-1880 ο Πειραιάς ξεπερνά, σε δραστηριότητα και επιρροή στην οικονομική ζωή της χώρας, τη νήσο Σύρο και γίνεται το πρωτεύον λιμάνι του νέου Ελληνικού Κράτους.
Β) Αλλά ο βαθμός της επίδρασης των Ελλήνων στο εμπόριο και στην οικονομική ζωή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής δεν αντιπροσωπευόταν μόνο από τη δραστηριότητά τους μέσα στα σύνορα του καινούριου κράτους αλλά και την πέρα απ’ αυτά, εκεί που ζούσαν και δούλευαν περιισσότεροι από 100.000 έμποροι. Μόνο το 5% απ’ αυτούς είχαν έδρα στην κυρίως Ελλάδα και μόνο το 20% από αυτούς αναφερόταν στην εσωτερική αγορά του καινούριου κράτους, με ετήσιο τζίρο 300.000.000 φράγκων. Τα 2/3 αυτού του συνόλου περνούσαν από το λιμάνι της Σύρου.
Το 80% των εμπορικών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων είχαν σημείο αναφοράς τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο, τη Νότια Ρωσία και τη Δυτική Ευρώπη, την ίδια χρονική στιγμή που τα αγροτικά προϊόντα και οι πρώτες ύλες από την Ανατολή ανταλάσσονταν με τα βιομηχανικά προϊόντα της Δύσης.
Η ευκολία της επικοινωνίας και των μεταφορικών μέσων μεταξύ των παραλιών των ελληνικών νησιών και των μεγάλων λιμανιών προσέφεραν ένα έδαφος ευνοϊκό στις εμπορικές συναλλαγές ανάμεσα στην Ελλάδα και στις χώρες της Ευρώπης.
Ουσιαστικά το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο γινόταν με τις περιοχές της οθωμανικής αυτοκρατορίας, περιοχές με υψηλό ποσοστό ελληνικού πληθυσμού, γεγονός που αποδεικνύει τις στενές σχέσεις ανάμεσα στον ελεύθερο ελληνικό πληθυσμό και τον πληθυσμό υπό την κατοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Όπως έχει λεχθεί, τα μεγάλα οικονομικά κέντρα των Ελλήνων, η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, βρίσκονταν έξω από τα σύνορα του νέου Ελληνικού Κράτους. Στην πραγματικότητα, πρωτεύουσα του ελληνικού πληθυσμού ήταν η Πόλη και όχι η Αθήνα.
Ο αριθμός του ελληνικού πληθυσμού στην ευρωπαϊκή πλευρά της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες κάτοικοι. Στη Μικρά Ασία ζούσαν 1.500.000 κάτοικοι Έλληνες και στα μη απελευθερωμένα νησιά του Αιγαίου συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης και της Κύπρου, 600.000 κάτοικοι.
Το γεγονός ότι ο πληθυσμός του νέου Κράτους αντιπροσώπευε μόνο το 1/4 του συνόλου του ελληνικού πληθυσμού, περιορίζει την επίδραση που αυτός ο πληθυσμός θα μπορούσε να εξασκήσει από πλευράς οικονομικής, κοινωνικής και εθιμολογικής στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας κατά την υπό εξέταση περίοδο.
Πρόσφατα σχόλια