Ο καιρός

O καιρός σήμερα

Μερικά από Πόρτο Ράφτη

Μερικά από Λέχαιο

Ιστορία

Η εξέλιξη του ρεμπέτικου

   Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913, το έδαφος   του Ελληνικόυ Κράτους διπλασιάστηκε,από 63.211 τ.χλμ.σε 120.308 τ.χλμ. Επεκτάθηκε στη Μακεδονία, στην Ήπειρο, στα νησια του Αιγαίου και τη Δυτική Θράκη. Εκτός των άλλων, ο πληθυσμός του Ελληνικόυ Κράτους είχε μία αύξηση, από 2.630.952 κατοίκους που ήταν τότε, σε 4.718.221 κατοίκους.  Αναφορικά με τα λαϊκά τραγούδια των αστικών κεντρών, η απελευθέρωση της Σαλονίκης, που ήταν ένα βασικό αστικό κέντρο-λιμάνι, στάθηκε πολύ σπουδαίο γεγονός. Γιατί συγχρόνως με την αύξηση του πληθυσμού και του εδάφους, απλώνεται και ο χώρος επίδρασης, δημιούργιας και ανάπτυξης του ρεμπέτικου.  Αλλά πολύ πιο σπουδαία χρονολογία στάθηκε το 1922, όταν έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με τις συνέπειες που θα δούμε παρακάτω.
Στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας κυριαρχούσε «η μεγάλη
ιδέα«, της ανάκτησης δηλαδή της Κωνσταντινούπολης, κέντρου της Ορθοδοξίας και του Βυζαντινού πολιτισμού. Από το 1453, που την κατέλαβαν οι Οθωμανοί, οι Έλληνες δεν έπαψαν να  ελπίζουν και να επιθυμούν ιδιαιτέρως την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη. Όλα τα γεγονότα, τα σχετικά με την καταστροφή στη Μικρά Ασία και ειδικά την καταστροφή της Σμύρνης, έχουν σαν προέλευση τη Μεγάλη Ιδέα, δηλαδή τον διακαή πόθο της επιστροφής στα μέρη του Βυζαντίου, αλλά, οπωσδήποτε, προήλθαν και από την ελληνική κυβέρνηση.
Η ελληνική κυβέρνηση πίστευε πως είχε κάνει μια πολύ σταθερή συμφωνία με τον Loyd George έτσι ώστε η Αγγλία και οι άλλες δυνάμεις της Ευρώπης να υποστηρίξουν την επιχείρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων για την εισβολή στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, χρησιμοποιώντας σαν βάση το λιμάνι της Σμύρνης. Ο πόλεμος ο βασισμένος στη «Μεγάλη Ιδέα» έγινε ιμπεριαλιστικός! Ο ελληνικός στρατός πλησίαζε στην Άγκυρα και κανείς δεν τον σταματούσε προς το παρόν’αλλά οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι δεν τον υποστήριξαν στη συνέχεια αυτής της επιχείρησης και συγχρόνως οι Έλληνες υποτίμησαν πολύ τις δυνάμεις του Κεμάλ Ατατούρκ.
Ο ελληνικός στρατός στη συνάντησή του με τις τουρκικές δυνάμεις, αναγκάστηκε να υποχωρήσει χωρίς να έχει πουθενά σημείο αναφοδιασμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της υποχώρησης συναντούσε Έλληνες που ζούσαν σε χωριά στο εσωτερικό της Τουρκίας, οι οποίοι άφηναν όλα τους τα υπάρχοντα και ακολουθούσαν τους Έλληνες στρατιώτες από φόβο για τα αντίποινα των Τούρκων.
Έτσι, όλος αυτός ο κόσμος βρέθηκε στο λιμάνι της Σμύρνης που ήταν ήδη γεμάτο από ανθρώπους που είχαν έρθει από άλλες πόλεις και χωριά των παραλίων ακτών κοντά στη Σμύρνη.  Όλοι περίμεναν τα πλοία για να φύγουν για την Ελλάδα, διότι δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν εκεί εξαιτίας των συνθηκών του πολέμου και της προέλασης των Τούρκων. Όμως τα πλοία των συμμάχων δεν ήθελαν να βοηθήσουν, μεταφέροντας όλον εκείνον τον κόσμο, για να μη δυσαρεστήσουν με την τουρκική κυβέρνηση. Σ΄όλο εκείνο το χάος που επικρατούσε στο λιμάνι της Σμύρνης, η ίδια η πόλη κάηκε και στις φλόγες της χάθηκαν πολλά άτομα, ενώ άλλοι πνίγηκαν στη θάλασσα όπου είχαν πέσει για να σωθούν. Έτσι, την κακή διοίκηση και τον κακό χειρισμό των εθνικών προβλημάτων τα πλήρωσε πάλι ο πολύς ο κόσμος.
Το αποτέλεσμα αυτού του πολέμου μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν μια διεθνής συμφωνία για υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Το κριτήριο γι΄αυτή την ανταλλαγή ήταν ουσιαστικά η θρησκεία  και η εθνικότητα. Όποιος ήταν Έλληνας ορθόδοξος έπρεπε να εγκάτασταθει στην Ελλάδα και όποιος ήταν μουσουλμάνος να φύγει για την Τουρκία. Έτσι ένας ολόκληρος πληθυσμός 1.500.000 από τη Μικρά Ασία, την Καππαδοκία, την Τραπεζούντα και την Ανατολική Θράκη, άφηνε το χώρο στον οποίο είχαν ζήσει Έλληνες χωρις εθνολογική και πολιτιστική διακοπή για περισσότερο από τρείς χιλιάδες χρόνια.
Τα 1.500.000 πρόσφυγες χωρίς κατοικία και δουλειά αύξησε τον πληθυσμό του Ελληνικού Κράτους σχεδόν κατά το 1/4, προκαλώντας συγχρόνος οικονομική και κοινωνική κρίση στην  ελληνική κοινωνία.  Όπως ξέρουμε, η Ελλάδα ήταν μια μικρή χώρα στο δρόμο για την ανάπτυξη, και η συσσώρευση τόσου κόσμου δεν μπορούσε παρά να φέρει πολλές δυσκολίες στην οικονομική και κοινωνική απορρόφησή του.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να διαμοιράσει τους πρόσφυγες σε όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά οι πιο πολλοί συγκεντρώθηκαν στην περιφέρεια των τριών μεγαλυτέρων αστικών κέντρων της δηλαδή Αθήνα, Πειραιά και Σαλονίκη, όπου, παρ΄όλο ότι η βιομηχανική αναπτυξή ήταν ακόμη σε χαμηλό επίπεδο, σε σχέση με την Ευρώπη, υπήρχαν οπωσδήποτε μεγάλες πιθανότητες δουλειάς.
Στους συνοικισμούς γύρω από τις τρείς αυτές πόλεις, οι πρόσφυγες ζούσαν μέσα σε παράγκες ή σε μικρά αυτοσχέδια σπίτια χωρίς μόνιμη  δουλειά και κάτω από συνθήκες άθλιες.  Επίσης, ήταν συνηθισμένοι σ΄έναν άλλο τρόπο ζωής, σε μιαν άλλην αντίληψη από αυτήν των Ελλήνων της κυρίως Ελλάδας. Ήταν πιο ανοιχτοί, πιο κοινωνικοί άνθρωποι, και η διασκέδασή τους περιλάμβανε όλα τα μέλη της οικογένειάς τους. Δεν πήγαιναν να  διασκεδάσουνε πάντα μόνο οι άντρες της οικογένειας, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή στην κυρίως Ελλάδα.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι ήταν συνηθισμένοι σε έναν τρόπο ζωής της πόλης, κοσμοπολίτικο, αν λάβουμε υπ΄όψην μας τις πολιτιστικές ανταλλαγές και επιδράσεις μεταξύ διαφορετικών πληθυσμών που ζούσαν στα παραλία και το εσωτερικό της ανατολικής Θράκης και Κωνσταντινούπολης. Ακόμα, τα τραγούδια και οι χοροί τους, όπως έχουμε πει, ήταν πιο χαρούμενα. Η μουσική τους είχε τις ίδιες μουσικές ρίζες με το πρώτο ρεμπέτικο, είχε όμως κοινωνικές αναφορές διαφορετικές.
Η ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922 στάθηκε μια δυνατότητα για αμοιβαία επίδραση ανάμεσα σε δύο στυλ τραγουδιών, σε δύο διαφορετικά αισθητικά και ουσιαστικά ύφη τραγουδιού, χορού, τρόπου ζωής και διασκέδασης. Εν τω μεταξύ οι πρόσφυγες, στους αποκομένους από το κέντρο συνοικισμούς, όπου ζούσαν, άνοιγαν μαγαζιά για να παίζουν τη μουσική τους, να τραγουδούν και να ακούνε τα τραγούδια τους.
Σ΄αυτά τα μαγαζιά, που ήταν πολλά, άρχισε να πηγαίνει και κόσμος που δεν ήταν στη Μικρά Ασία αλλά ζούσε στον ίδιο χώρο μ’ αυτούς, στην περιφέρεια-περιθώριο της πόλης, κάτω από τις ίδιες συνθήκες υποαπασχόλησης και αποκλεισμού από το κέντρο. Από την άλλη μεριά, ο κόσμος που προερχόταν από τη Μικρά Ασία πήγαινε συχνά στους τεκέδες για να καπνίσει. Και αυτό για δύο λόγους: αρχικά το κάπνισμα ήταν συνήθεια ανατολίτικη και κατ΄δεύτερο λόγο εκείνοι που δεν κάπνιζαν στην πατρίδα τους το άρχισαν με τις δυσκολίες της προσφυγιάς.
Στους τεκέδες άκουγαν τη μουσική και τα τραγούδια του μάγκα και του ρεμπέτη. Πολλοί απ΄αυτούς άρχισαν πάρε δώσε με τους  μάγκες, χωρίς να πούμε πως ήταν η πλειοψηφία απ΄αυτούς.
Τα αποτελέσματα αυτής της αμοιβαίας επίδρασης μεταξύ των δύο ειδών τραγουδιού, διασκέδασης και αντίληψης για τη ζωή θα γινόταν σιγά σιγά αισθητά στην αλλαγή του ύφους των τραγουδιών, των μουσικών που τα δημιουργούσαν και του κόσμου που τ΄άκουγε και εκφραζόταν μέσα απ΄αυτά.
Το στυλ του λαϊκού τραγουδιού της πόλης, προερχόμενο από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη, διαδόθηκε από τους πρόσφυγες και έγινε ιδιαίτερα δημοφιλές για μια δεκαετία μετά το 1922.

(απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

(Α περίοδος 1932-1942)

(Β περίοδος 1932-1942)

(Γ’ περίοδος 1942-1955)

Share

You must be logged in to post a comment.