Ο καιρός

O καιρός σήμερα

Μερικά από Πόρτο Ράφτη

Μερικά από Λέχαιο

Ιστορία

Β' περίοδος (1932 - 1942)

…     (απόσπασμα απο το βιβλίο της Μαρίας Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου»)

Στα επόμενα χρόνια ηχογραφήθηκαν στην Αθήνα και άλλοι δίσκοι με τραγούδια του πρώτου ρεμπέτικου από τις δισκογραφικές εταιρείες ODEON, HIS MASTER’S VOICE, COLUMBIA και όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο αυτό το είδος τραγουδιού γινόταν αγαπητό από όλο και πιο πολλούς ανθρώπους, νέους και παλιούς κατοίκους των πόλεων – αστικών κέντρων, βγαίνοντας από το περιθωριοποιημένο γκέτο του τεκέ για να φτάσει σ΄όλες τις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης, όπως επίσης της Πάτρας, του Βόλου, της Καβάλας, που ήταν κι αυτά κέντρα-λιμάνια αλλά πολύ μικρότερα από τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη.
Σαν συνέπεια όλης αυτής της δημοτικότητας, προτάθηκε το 1943 στο Μάρκο Βαμβακάρη και την κομπανία του, που την αποτελούσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Γιώργος Μπάτης και ο Ανέστης Δελιάς, να παίξουν σε μια ταβέρνα όπου από τότε άρχισε να μαζεύεται πολύς κόσμος που είχε διάθεση να τους ακούσει για να διασκεδάσει, να χορέψει και να τραγουδήσει. Πολλοί απ΄αυτούς τους είχαν ακούσει μόνο από τα γραμμόφωνα. Ήταν η δεκαετία 1930-1940.
Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας επεκράτησε το είδος του ρεμπέτικου τραγουδιού σε αντίθεση με την προηγούμενη δεκαετία που επικρατούσε το Σμυρνέικο. Όμως αυτό τώρα είναι αρκετά επηρεασμένο από το είδος του τραγουδιού των προσφύγων και από τον τρόπο εκτέλεσής του και είναι αυτό το τραγούδι της πόλης και αυτοί οι άνθρωποι που άνοιξαν το δρόμο, ώστε να αγαπήσει το περιθωριακό-ρεμπέτικο τραγούδι όλος ο κόσμος. Σ΄αυτή τη δεκαετία 1930-1940, τα καφέ-αμάν και οι ταβέρνες λειτουργούσαν παράλληλα, καθώς συνέχισε η δημοτικότητα και των δύο ειδών τραγουδιού.
Πολλές φορές τα ίδια τραγούδια τα τραγουδούσαν και με τους δύο τρόπους στους δύο διαφορετικούς χώρους, δηλαδή την ταβέρνα και το καφέ-αμάν. Το είδος του λαϊκού τραγουδιού της πόλης που λεγόταν ρεμπέτικο παιζόταν στις ταβέρνες το 1930-1940 από μουσικές κομπανίες που αποτελούνταν από δύο ή τρία μπουζούκια, ένα μπαγλαμαδάκι, μια κιθάρα και συχνά ένα ακορντεόν. Ενώ τα πολίτικα και σμυρνέικα τραγούδια παίζονται στα καφέ-αμάν από μουσικές κομπανίες που αποτελούνταν από ένα σαντούρι, ένα ή δύο βιολιά, ένα ούτι, ένα ντέφι και ένα τουμπελέκι. Πολλές φορές η κομπανία αυτή περιλάμβανε και ένα κανονάκι.
Βασικό ρόλο στην κομπανία έπαιζαν οι δύο αρτίστες,από τις οποίες η μία τραγουδούσε και η άλλη χόρευε. Συνήθως δε, παίζανε και ντέφι. Σιγά-σιγά στα καφέ-αμάν άρχισαν να τραγουδάνε και ρεμπέτικα, μετά την πρώτη, ανταγωνιστική περίοδο ανάμεσα στα δύο είδη σμυρνέικο-ρεμπέτικο, και στις ταβέρνες άρχισαν να τραγουδάνε σμυρνέικο, όπου και για πρώτη φορά σε ρεμπέτικη μουσική κομπανία παίρνουν μέρος και γυναίκες.
Αυτό έφερε κάποιο διαφορετικό ρυθμό στο ρεμπέτικο, μαζί με το  γεγονός του κοινωνικού ανοίγματος που έκανε αυτός ο χώρος. Εμφανίζονται και τραγούδια κάπως πιο χαρούμενα, σε ανατολίτικο χαβά, και εδώ βέβαια αναφερόμαστε στον καρσιλαμά, που είναι καθαρά επίδραση μικρασιατικών και πολίτικων ρυθμών.
Σπουδαιότεροι μουσικοί και οργανοπαίχτες της δεκαετίας του 1930-1940, εκτός από αυτούς που αναφέραμε προηγουμένως – που εξακολουθούσαν να είναι δημοφιλείς – ήταν οι: Βαμβακάρης, Δελιάς, Στράτος Παγιουμτζής, Μπάτης, Μπαγιαντέρας, Χατζηχρήστος, Περιστέρης, Παπαϊωάννου, Μάθεσης, Γενίτσαρης, Κερομύτης, Γιοβάν Τσαούς, Σκριβάνος και, από γυναίκες, η Στέλλα Χασκήλ, η Γεωργακοπούλου, η Μπέλλου και η Σεβάς Χανούμ.
Εν τω μεταξύ τα πράγματα αλλάζουνε ακόμα μια φορά στα μέσα αυτής της δεκαετίας, δηλαδή το 1936, με τη δικτατορία του  Μεταξά. Άρχισαν οι διώξεις για το χασίσι, κλείσανε τους τεκέδες, και διώκονταν, βέβαια, και οι ρεμπέτες που είχαν άμεση σχέση με όλα αυτά-δεν τους επέτρεπαν πια να παίζουν. Συγκεκριμένα, τον Βαμβακάρη τον υποχρέωσαν να κλείσει την ταβέρνα που είχε  ανοίξει, στην οποία έπαιζε ο ίδιος με την κομπανία του. Εκτός απ΄αυτό άρχισε και η λογοκρισία των τραγουδιών, που επρόκειτο να γραφούν σε δίσκους, επειδή τα θέματά τους αναφέρονταν στη φυλακή, στο χασίσι και στη ζωή αυτών που κάπνιζαν.
Αναγκάστηκαν,λοιπόν,οι μουσικοί-ρεμπέτες να φύγουν από την Αθήνα και τον Πειραιά και να πάνε στην επαρχία, και κυρίως στη Σαλονίκη, όπου η κατάσταση ήταν πιο ήρεμη. Αυτό συνέβαινε γιατί στον αρχηγό της Αστυνομίας της Σαλονίκης, Βασίλη Μουσχουντή, άρεσε πολύ το ρεμπέτικο κι έτσι άφηνε ήσυχους τους οργανοπαίχτες να λένε τα τραγούδια τους και να ευχαριστιούνται και αυτοί και ο κόσμος που τους άκουγε. Ο Βασίλης Μουσχουντής, που ήταν πολύ αγαπητός στους ρεμπέτες και στον κόσμο τους, έγινε μάλιστα και κουμπάρος του Τσιτσάνη, η μουσική και τα τραγούδια του οποίου καθόρισαν τα χρόνια που ακολούθησαν από το 1940 και μετά.
Όπως είπαμε, οι μουσικές κομπανίες εκτός από τη Θεσσαλονίκη έκαναν τουρνέ γενικά σ΄όλη την επαρχία: Ηπειρωτική Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου. Από το 1936 και μετά τα θέματα των τραγουδιών άλλαξαν αναγκαστικά από τη λογοκρισία.
Μιλούν για την αγάπη, τη ζήλεια, την ξενητιά, τη φτώχια, το κρασί, την ταβέρνα, τη ζωή στους συνοικισμούς του αστικού κέντρου και εκτός αυτού τα ταξίμια, δηλαδή τα οργανικά μέρη του τραγουδιού, γίνονται πολύ μικρά, από την αρχή της εγγραφής των τραγουδιών σε δίσκους, γιατί η διάρκεια σ΄ένα δίσκο 78 στροφών από τη μια πλεύρα ήταν μόλις 3 λεπτά. Αυτό επηρέασε τη φόρμα των τραγουδιών και ακόμη περιόρισε στο ελάχιστο τους αυτοσχεδιασμούς και τα τραγούδια, που φτιάχνονται σε μια στιγμή έμπνευσης και επικοινωνίας της παρέας. Σ΄αυτό είχε μεγάλη επίδραση και ο επαγγελματισμός, που άρχισε να δημιουργείται στους μουσικούς που παίζανε στα κέντρα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, τα περισσότερα κέντρα κλείσανε. Στα λίγα που μείνανε ανοικτά οι οργανοπαίκτες συνέχισαν να παίζουν με διαφορετικό κοινό και ωράριο. Συχνά παίζανε μόνο το μεσημέρι ή μόνο ώς τις 11 το βράδυ, γιατί οι Γερμανοί απαγόρευαν τα πάντα μετά τις 11, για το γεγονός ότι τα εγγλέζικα αεροπλάνα μπορούσαν να έρθουν και να βομβαρδίσουν βλέποντας τα βραδινά φώτα. Όσοι σύχναζαν σ΄αυτά τα κέντρα ήταν μαυραγορίτες, υπόκοσμος, συνεργάτες των Γερμανών, Γερμανοί αξιωματικοί, γυναίκες που εκδίδονταν για χρήματα ή άνθρωποι πού ΄καναν σαμποτάζ στους Γερμανούς ή αντάρτες που κατέβαιναν από το βουνό για να συνεννοηθούν μ΄αυτούς που δρούσαν στην πόλη.
Έτσι οι μουσικοί του ρεμπέτικου, παίζοντας κατά την περίοδο 1940-45, μπόρεσαν να επιβιώσουν και να βοηθήσουν και πολύν άλλον κόσμο που δεν είχε μπουκιά να βάλει στο στόμα του. Αυτό, βέβαια, δεν συνέβη μ΄όλους. Πολλοί από τους οργανοπαίχτες πέθαναν από πείνα ή από αρρώστιες κατά τη διάρκεια της κατοχής, όπως είχε συμβεί και σε πολύν κόσμο.
Κατά την περίοδο 1940-45 σημειώθηκε μια μεγάλη αλλαγή στο μουσικό στυλ, στην αισθητική και στο ρυθμό του ρεμπέτικου. Λίγο πριν από τον πόλεμο είχαν εμφανιστεί τα πρώτα σημάδια κορεσμού από τον παλιό τρόπο έκφρασης των τραγουδιών της πόλης, όπως είχαν εμφανιστεί και τα πρώτα σημάδια που σημείωναν μια κάποια διαφοροποίηση.
Χαρακτηριστικές-βασικές φιγούρες αυτών ήταν ο Βαμβακάρης και ο Τσιτσάνης. Ο τελευταίος κατά τη μεταξύ 1940-45 καθιέρωσε τα τραγούδια της νέας περιόδου του ρεμπέτικου (το πρώτο τραγούδι το έγραψε γύρω στο 1937) που είχαν γίνει ήδη πολύ δημοφιλή πριν ξαναρχίσουν οι ηχογραφήσεις, οι εγγραφές σε δίσκους, το 1946. Αντίθετα, ο Βαμβακάρης, αν και είχε και ο ίδιος τραγούδια της εποχής της κατοχής και τα είχε τραγουδήσει σε κέντρα, βρήκε δυσκολίες από τις εταιρίες μετά το 1946 να τα ηχογραφήσει, γιατί ο δικός του τρόπος έκφρασης δεν ανταποκρινόταν στην καινούρια εποχή που ξεπήδησε μετά τον πόλεμο. Και βρήκε επίσης και δυσκολίες για να δουλέψει σε κέντρα. Αναγκάστηκε να κάνει τουρνέ στην επαρχία και να τραγουδήσει και τραγούδια, όχι μόνο δικά του, αλλά και του Τσιτσάνη για να επιβιώσει, για να μην πεθάνει της πείνας.

…  (Γ’ περίοδος 1942-1955)

πίσω στη (Α’ περίοδο 1922-1932)

Share

You must be logged in to post a comment.