Δεν είναι εύκολο να ορίσεις τη μουσική καταγωγή του Ρεμπέτικου.
«Σύμφωνα με τους μουσικολόγους C.Sachs, B.Nethl, P. Collaer, Mahmut R. Gazimihal, Παπαϊωάννου, Δραγούμη, Μυλωνά, Ανωγιαννάκη, και Λάβδα, η μουσική των Βυζαντινών, η ελληνική δημοτική μουσική, και το ελληνικό λαϊκό τραγούδι της πόλης ανήκουν στο μεγάλο ανατολικό μουσικό χώρο μαζί με την αραβική, την περσική και την ινδική μουσική. Παρ’όλες τις μεγάλες διαφορές κουλτούρας, ιστορίας, γεωγραφική θέσης και κοινωνικών συνθηκών που χωρίζουν αυτούς τους λαούς, υπάρχουν βασικοί μουσικοί κανόνες και μουσικές δομές που ενώνουν τη μουσική έκφραση σε μια μεγάλη ενότητα, πολύ διαφορετική από τη δυτική μουσική ενότητα, από το δυτικό μουσικό χώρο.
Γι’αυτούς τους βασικούς κανόνες, γι’αυτές τις μουσικές δομές, χρησιμοποιείται μεταξύ των Βυζαντινών ο όρος «ήχος«, μεταξύ των αράβων ο όρος «ΜΑΚΑΜ«, μεταξύ των Περσών ο όρος «περντέ«, για τους Ινδούς ο όρος «ράγλας» και για τους μουσικούς του ρεμπέτικου ο όρος «δρόμος» και ο όρος «μακάμ» όπου χρησιμοποιούν τον ίδιο δρόμο με τους Άραβες (τον ίδιο όρο, επίσης, χρησιμοποιούν και οι Τούρκοι). Η λέξη «δρόμος» έχει την έννοια «μουσικός δρόμος». «Μακάμ» είναι αραβική λέξη που σημαίνει μουσική φόρμα, ένα σύνολο από νότες που αποτελεί τη μουσική βάση, το μουσικό καμβά ή φόντο, επάνω στον οποίο μπορεί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι ή ένας μουσικός αυτοσχεδιαστικός ρυθμός.
Αυτές οι μουσικές φόρμες, αυτοί οι μουσικοί «δρόμοι» δεν αντιπροσωπεύουν όρους καθαρά τεχνικούς, αλλά είναι συνδεδεμένοι με τον τρόπο εκτέλεσης κάθε τραγουδιού ή κάθε μουσικού αυτοσχεδιασμού, με αυτό που το τραγούδι ή το μουσικό θέμα θέλει να εκφράσει, με την εποχή του χρόνου και τη συγκεκριμένη ώρα της μέρας, κατά την διάρκεια της οποίας παίζεται το ανάλογο τραγούδι ή ο μουσικός αυτοσχεδιασμός.
Επίσης οι μουσικοί «δρόμοι», «ήχοι» ή «μακάμ» μπορεί να είναι συνδεδεμένοι με μαγικά ή θρησκευτικά σύμβολα και σημεία με διάφορες λατρείες θρησκευτικές ή μαγικές ή με το μουσικό κλίμα που αυτές θέλουν να δημιουργήσουν. Πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά και τους κανόνες μπορούν να βρεθούν στις βυζαντινές μουσικές φόρμες και ειδικά όταν θεωρείται ο θρησκευτικός χαρακτήρας της βυζαντινής μουσικής και οι αυστηροί του κανόνες στον τρόπο εκτέλεσης της ψαλμωδίας κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και στις διαφοροποιήσεις των «ήχων» στις διάφορες θρησκευτικές γιορτές.
Εκτός από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τους ιδιαίτερους κανόνες και τη χρήση των διάφορων μουσικών σχημάτων, πολλά αραβικά μακάμ, βυζαντινοί ήχοι και περσικά περντέ είναι μουσικά ταυτόσημα, με διαφορετικά οπωσδήποτε ονόματα στις διαφορετικές γλώσσες: αραβική, περσική ή ελληνική.» («Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου», Μαρία Κωνσταντινίδου – δες πηγές)
Περισσότερες πληροφορίες με δυνατότητα ακρόασης των μουσικών δρόμων του ρεμπέτικου μπορείτε να βρείτε στο κεφάλαιο «Οι Μουσικοί δρόμοι»
«Οι χοροί που συναντούμε στα Καφέ Αμαν προς το τέλος του 19ου αιώνα ήταν σλάβικης, τούρκικης και ελληνικής καταγωγής. Το ¨αλλέγκρο«, για παράδειγμα, ήταν ένα σλάβικο στυλ χορού, σε μέτρο 2/4, που έμοιαζε με το ρουμάνικο «χόρα». Η «καζάσκα«, επίσης στα 2/4, έμοιαζε με τους Κοζάκικους χορούς. Είχαμε επίσης το «τσιφτετέλι» σε 4/4 που συχνά χορευόταν από τσιγγάνες και δύο χορούς σε 9/8. το ζεϊμπέκικο και το αϊδίνικο. Ο πρώτος ήταν σόλο αντρικός χορός, ο δεύτερος γρήγορος χορός που χορευόταν από ζευγάρια.
Δυό απ’τους χορούς του Καφέ Αμάν, το ζεϊμπέκικο και το τσιφτετέλι, κι ένας τρίτος που ήταν διαδεδομένος σε ελληνικές κοινότητες στην Τουρκία, όπως και στην Ελλάδα, το χασάπικο, έγιναν οι κύριοι χοροί που χαρακτήριζαν τα ρεμπέτικα.» ( «δρόμος για το ρεμπέτικο«, Γκαίηλ Χολστ – δες πηγές)
Περισσότερες πληροφορίες με δυνατότητα ακρόασης των χορευτικών ρυθμών του ρεμπέτικου μπορείτε να βρείτε στο κεφάλαιο «Οι χορευτικοί ρυθμοί»
«Η μετάβαση από το ανατολίτικο προς το ελλαδικό (το οποίο δέχεται και αφομοιώνει και δυτικά στοιχεία) φαίνεται καλύτερα από την πορεία απόρριψης και επιλογής των μουσικών οργάνων: πρώτα απορρίφθηκαν τα δύο τυπικά τούρκικα όργανα, το σάζι και το ούτι. Υστερα εγκαταλείφθηκαν και τα δύο φραγκολεβαντίνικα του καφέ-σαντάν, το βιολί και το σαντούρι. Για χρήση οργάνων του δημοτικού τραγουδιού (οργάνων που μάλλον τα επέβαλε το βλάχικο ή γύφτικο στοιχείο), όπως είναι το κλαρίνο, η φλογέρα, το νταούλι, ούτε λόγος να γίνεται. Τέλος, στη θέση όλων αυτών επιβλήθηκε και κυριάρχησε αποκλειστικά το μπουζούκι, μαζί με τον συγγενικό του μπαγλαμά. Το μπουζούκι, ινδικής καταγωγής, γνωστό στους μικρασιατικούς λαούς ήδη από την αρχειότητα, που οι Τούρκοι το χρησιμοποιούσαν χωρίς ιδιαίτερη συμπάθεια, γίνεται τώρα το όργανο που εκφράζει καλύτερα τη λαϊκή προτίμηση. Επι Μεταξά, όταν το ρεμπέτικο μπήκε στις ταβέρνες και τα οικογενειακά κέντρα, ο σχηματισμός ορχήστρας έδωσε σημαντική θέση στην κιθάρα, ενώ το ακορντεόν, το πιάνο και το ντέφι μπήκαν για να καλύψουν μάλλον εμπορικές ανάγκες. Πάντων ο συνδυασμός μπουζούκι-κιθάρα-μπαγλαμάς θεωρείται πλέον κλασσικός.» («Με τέχνη και με πάθος», δοκίμιο πάνω στο ρεμπέτικο, Ντίνος Χριστιανόπουλος – δες πηγές).
Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε στο κεφάλαιο «Τα όργανα«
Πρόσφατα σχόλια