Οι μουσικές ρίζες του ρεμπέτικου ανάγονται στη βυζαντινή Εκκλησιαστική μουσική και στο δημοτικό τραγούδι του ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας και των νησιών του Αιγαίου. Επίσης το ρεμπέτικο το, αρχικά περιθωριακό και αργότερα λαϊκό τραγούδι του αστικού κέντρου έχει δεχθεί επιδράσεις από τους αραβικούς μουσικούς ρυθμούς.
Χώρος της αρχικής διαμόρφωσης του ρεμπέτικου υπήρξε η φυλακή και ο τεκές (τούρκικη λέξη που σημαίνει ιερή μονή και χρησιμοποιόταν για να δειχθεί ο χώρος όπου ο κόσμος μαζευόταν για να καπνίσει χασίσι). Το τραγούδι αυτό εξαπλώθηκε σιγά-σιγά πέρα απ’ αυτούς τους δυο χώρους και τους ανθρώπους τους σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Η ιστορία του ρεμπέτικου ταυτίζεται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας (τέλη του 1800 έως το 1950-55) και ειδικότερα με την ιστορία της ανάπτυξης των υποπρολετάριων ή γενικότερα του υποαπασχολούμενου ελληνικού πληθυσμού, που αυτήν την περίοδο αποτελεί τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, σπρωγμένος έξω από το σύστημα, από τους μηχανισμούς του ανερχόμενου καπιταλισμού, σε μια κοινωνία στο δρόμο για την βιομηχανοποίηση.
Τα προαναφερόμενα κοινωνικά στρώματα, που εκφράστηκαν μέσα από το ρεμπέτικο και ήταν συγκεντρωμένα, σε γκέτο, στην περιφέρεια των αστικών κέντρων, είχαν όλα τα χαρακτηριστικά των περιθωριοποιημένων πληθυσμών: περιορισμένη κοινωνική και γεωγραφική κινητικότητα, τοπικό συγκεντρωτισμό, ιδιαίτερη δική τους προφορική κουλτούρα που να βασίζεται στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, σε χαρακτηριστικές συνήθειες, ήθη, έθιμα και κανόνες συμπεριφοράς. Αυτή η συνοχή και η ένταση στην επικοινωνία, μέσα από μια κοινότητα ζωής και μοίρας, δημιούργησε μια ιδιαίτερη φιλοσοφία ζωής και ιδιαίτερους αισθητικούς κανόνες, οι οποίοι εκφράζονται μέσα από τα τραγούδια τους.
Εξ’ αντιπαραθέσεως, μέσα από αυτήν την έκφραση των τραγουδιών και την απόρριψη της καπιταλιστικής ιδεολογίας από τη μεριά των πιο καταπιεσμένων κοινωνικών στρωμάτων μπορούμε να διαβλέψουμε την ιστορία της άμεσης ανόδου της ελληνικής αστικής τάξης κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.
Οι μηχανισμοί της περιθωριοποίησης των ανεπιθύμητων στοιχείων για το κυρίαρχο σύστημα, δυναμώνουν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την επιθυμία για επιβίωση των αποκλεισμένων ομάδων και την ανάγκη τους να διατηρήσουν μια δική τους ιδιοτυπία, ιδιομορφία.
Το στοιχείο που χαρακτηρίζει με ιδιαίτερο τρόπο τις κοινωνικές ομάδες στην περιφέρεια του αστικού κέντρου είναι οι προσωπικές σχέσεις που διαμορφώνουν αμοιβαίους κανόνες συμπεριφοράς και η έντονη επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη που απαρτίζουν την ομάδα. Ολα αυτά έρχονται σε φοβερή αντίθεση με την αποπροσωποίηση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν στο σύνολό της την καπιταλιστική κοινωνία.
Η ενότητα, η σταθερότητα και η συνέχεια αυτής της κουλτούρας ( και με τη λέξη κουλτούρα εννοούμε, σύμφωνα με τη διεθνή ορολογία, ήθη και έθιμα, τρόπο ζωής, έκφρασης και κοινωνικής δομής), εξρτάται αναλογικά από την ικανότητα αφομοίωσης αυτής της κουλτούρας από το κυρίαρχο ή κυβερνόν σύστημα.
Οι κοινωνικές ομάδες που ζουν ξέχωρα, σε χρόνο και τόπο σταθερό ή μεταβατικό όπως οι στρατιώτες, οι εργάτες όταν απεργούν, οι φοιτητές, οι ναύτες, οι γυναίκες, οι φυλακισμένοι, οι τσιγγάνοι και οι ξενητεμένοι γίνονται εργαστήρια αντικουλτούρας, δημιουργούν κοινά μέτωπα στην υπόλοιπη κοινωνία γιατί έχουν να αντιμετωπίσουν τις ίδιες συνθήκες ζωής, τα ίδια προβλήματα σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη επίσημη κουλτούρα των κυβερνώντων. Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο δημιουργούνται και αναπτύσσονται φαινόμενα εθνογραφικά μιας διαφορετικής τάξης πραγμάτων ή αταξίας, όπως η μουσική και τα τραγούδια, τα τατουάζ, τα γραμμένα στους τοίχους των φυλακών, των εργοστασίων, των πανεπιστημίων, των στρατώνων συν τα διάφορα χειροτεχνήματα που φτιάχνουν.
Κατά τη διάρκεια της Α’περιόδου του ρεμπέτικου, τέλη του 1800 – αρχές του 1900, ο οργανοπαίχτης παίζει μόνο για το κέφι του και για το κέφι της παρέας του. Αυτός που φτιάχνει το τραγούδι είναι, σχεδόν πάντα, ένας από την ομάδα ή την παρέα, αν και συνήθως η δημιουργία του τραγουδιού συντελείται σε μια στιγμή κοινότητας και επικοινωνίας όλων των μελών της παρέας, άσχετα αν εκφράζεται μόνο από ένα μέλος της. Αυτός ο ένας, εκείνη τη στιγμή, συλλαμβάνει και εκφράζει τη διάθεση όλων.
Οι χώροι επικοινωνίας και συνάντησης των περιθωριακών, αυτήν την πρώτη περίοδο, είναι ο τεκές και η φυλακή, ή ο τεκές-ταβέρνα. Εξ’αιτίας δε του γεγονότος ότι οι οργανοπαίχτες και τραγουδοποιοί δεν ήξεραν να γράφουν μουσική, η διάδοση των τραγουδιών γινόταν προφορικά και μέσω των μελών της παρέας.
Η διαδικασία της κοινοτικής (κοινής) και ανώνυμης δημιουργίας εξηγεί την ιστορική και κοινωνική σημασία αυτού του είδους της καλλιτεχνικής δημιουργίας και επιτρέπει μια πιο πλατιά κατανόηση της κουλτούρας και των μηνυμάτων που προέρχονται από αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Στη συνέχεια, με το «γράψιμο» των πρώτων δίσκων, ο αυθορμητισμός και ο αυτοσχεδιασμός θα αφήσουν τη θέση τους σε ένα διαφορετικό τρόπο δημιουργίας των τραγουδιών – γύρω στο 1930 – που περιέχει μεγαλύτερο συντονισμό απο τον προηγούμενο.
Τέλος μετά το 1950, η σύνθεση των τραγουδιών γίνεται καθαρά επαγγελματική, η δε διάδοση και παραγωγή τους γίνεται μαζική. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων αλλάζει επίσης και η σημασία, η ουσία, ο ρυθμός και η μουσική των τραγουδιών.
Μέχρι το 1930 η συνεργασία ανάμεσα στον συνθέτη, στιχουργό, τραγουδιστή και οργανοπαίχτη είναι τόσο στενή που γίνεται πολύ δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της συμμετοχής τους στη σύνθεση του τραγουδιού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι παραπάνω συντελεστές στη σύνθεση του τραγουδιού δεν ήταν δυνατό να ξεκαθαρίσουν το ποσοστό των δικαιωμάτων τους επί της δημιουργίας του τραγουδιού. Αυτό έφερε τη σύγχυση και την διεκδίκηση του ίδιου τραγουδιού από περισσότερους από έναν δημιουργούς και ατελείωτες μεταξύ τους αντιδικίες, τις οποίες ενέτεινε το γεγονός ότι το ρεμπέτικο και το μετέπειτα λαϊκό (μετά το 1960) τραγούδι έγινε πηγή μεγάλου εμπορικού κέρδους.
Οπως είναι γνωστό, η καλλιτεχνική δημιουργία στην καπιταλιστική κοινωνία είναι ατομική έκφραση. Είναι προϊόν που απευθύνεται σε απρόσωπα πλήθη ανθρώπων και υφίσταται τους κανόνες της εμπορευματοποίησης. Αντίθετα, η έκφραση της περιθωριακής αλλά ακόμα και της λαϊκής κουλτούρας έχει χαρακτηριστικά της τη συμμετοχή, τον αυθορμητισμό και την άμεση επικοινωνία.
Το ρεμπέτικο που έχει βάσεις στην κουλτούρα του περιθωρίου συνετέλεσε στη συνέχιση, μετάδοση και επιβολή ενός τρόπου ζωής και μιας νοοτροπίας που διαμόρφωσε την προσωπικότητα των νεοελλήνων. (Μαρία Κωνσταντινίδου «Κοινωνιολογική ιστορία του ρεμπέτικου» ? δες πηγές)
Διάβασε και για τις «Περιοχές – Κέντρα» εξέλιξης του ρεμπέτικου απο την ίδια συγγραφέα.
Πρόσφατα σχόλια