|
|
Ναξιώτης στην καταγωγή, γεννήθηκε το 1898 στην Αθήνα, στου Ψυρρή. Ασχολήθηκε από το 1918 με το λαϊκό τραγούδι. Έπαιζε σαντούρι και τσέμπαλο και υπήρξε από τους καλύτερους μουσικούς της εποχής του.
 Από τ'αριστερά: Ζαφειρόπουλος, Μπρασάμης, Σωφρονίου, Τζόβενος.
Γεννήθηκε στην Κρήτη το 1927. Στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού εμφανίστηκε, στα χρόνια της κατοχής, στην Αθήνα. Πολύ καλός λαϊκός τραγουδιστής, μπουζουξής, συνθέτης, στάθηκε απόλυτα συνεπής στη ρεμπέτικη παράδοση. Από το 1954 εργάζεται με μεγάλη επιτυχία στην Αμερική.
-
-
Ο Γιάννης Τατασόπουλος
-
-
«Γλυκοχαράζει ο αυγερινός».
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1889. Παρακολούθησε μαθήματα στην Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης και ταυτόχρονα σπούδασε βυζαντινή μουσική με δάσκαλο τον περίφημο τραγουδιστή μπάρμπα Θόδωρο. Στα νενανικά του χρόνια ήταν ψάλτης στην Αγία Αικατερίνη και την Αγία Φωτεινή της Σμύρνης. Στο λαϊκό τραγούδι αφοσιώθηκε μετά το 1910.
Το 1922 συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τούρκους μαζί με τον Δραγάτση, Χρυσαφάκη, Κασιμάτη κ.ά. Σ΄ αυτή τη δύσκολη στιγμή τους έσωσε «το τραγούδι» του Βαγγελάκη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε το 1923. Από τότε μέχρι το 1960 δούλευε συνεχώς, με μόνη διακοπή τα χρόνια της Κατοχής. Πέθανε το 1963. Τραγούδησε και έγραψε κλέφτικα, δημοτικά, Σμυρνέικα, λαϊκά, ρεμπέτικα. Καλόκαρδος, συμπονετικός βοήθησε πολλούς φίλους του στις δύσκολες στιγμές.
-
-
Ο Γιάννης Δραγάτσης με τον σαντουριέρη Κώστα Μπρασάμη και το Βαγγελάκη Σωφρονίου (Αθήνα, 1938).
-
-
Το Διοικ.Συμβούλιο του Συνδέσμου μουσικών Αθηνών – Πειραιώς «Η Αλληλοβοήθεια». Από τ’αριστερά: Ορθιοι, Στ. Περπινιάδης, Γιαν. Αντιλαβίς, Γιωρ. Μπαμπακάς ή Κουτουρούς, Αντρέας Χαρμαλιάς, Γιωργ. Σαρίδης ή Ασκεράκης. Καθιστοί: Γιωρ. Μπουρνάμπασης, Βαγγελ. Σωφρονίου, Μήτσος Λορέντζος ή Μπαρούς, Γιαν. Δραγάτσης ή Ογδοντάκης, Γρηγ. Ασίκης, Γιαν. Ζαφειρόπουλος. Αθήνα 30.6.1939.
-
-
Από τ’αριστερά: Ζαφειρόπουλος, Μπρασάμης, Σωφρονίου, Τζόβενος.
Γεννήθηκε στον Πόλη το 1870. Ήρθε στην Αθήνα το 1923 και πέθανε το 1947. Πολλά χρόνια ήταν διευθυντής στην «Κολούμπια». Υπήρξε φημισμένος μουσικός και σε πολλά τραγούδια έχει κάνει τις ενορχηστρώσεις και διηύθυνε τις φωνογραφήσεις.
Πολλά από τα τραγούδια του έγιναν μεγάλες επιτυχίες. Στα περισσότερα τους στίχους τους έχει γράψει η αδελφή του. Ο Σκαρβέλης ήταν και σπουδαίος τραγουδιστής. Δούλεψε με όλους τους παλιούς και είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Γενίτσαρη.
Συνθέσεις του:
Αγιάτρευτος καημός (Φθισικό κορίτσι) με Ρόζα Εσκενάζυ (1933)
Ερηνάκι με Ρούκουνα (1936)
Θα χαθώ μικρή μου με Γιώργο Κάβουρα (1939)
Κρυφό τον έχω τον καημό με Κάβουρα (1939)
Μέσα στα ξένα έρημος με Στράτο Παγιουμτζή (1940)
Μη σε πλανέψουν τα λεφτά με Ιωάννα Γεωργακοπούλου (1940)
Συ μ’ έκανες να περπατώ με Καβουρα
Κορυφαίος βιολιστής, που μαζί με τον εκ Σμύρνης Γιάννη Δραγάτση ή Ογδοντάκη, απετέλεσαν ανεπανάληπτο δίδυμο του δύσκολου αυτού οργάνου. Σήμερα, είναι βέβαιο ότι ο Δημ. Σέμσης ήταν το καλλίτερο βιολί των Βαλκανίων και ένας από τους σπουδαιότερους οργανοπαίκτες του Ευρωπαϊκού χώρου.
Γεννήθηκε το 1881, στην τουρκοκρατούμενη τότε Στρώμνιτσα, ελληνική πόλη της Νοτιοσλαυίας, από γονείς Έλληνες που ζούσαν εκεί. Από μικρός εγκαταστάθηκε, με την οικογένεια του στη Θεσσαλονίκη, απ’όπου, τα επόμενα χρόνια, πήρε το ψευδώνυμο Σαλονικιός, με το οποίο έμεινε γνωστός σαν μουσικός. Αρχίζει να μαθαίνει βιολί από 10 χρονών και γρήγορα μετεξελίσσεται, από την εφηβική του ηλικία, σ’ ένα βιρτουόζο του οργάνου. Λίγο πριν τα τέλη του αιώνα, πιάνει δουλειά σαν μουσικός σ’ ένα περιφερειακό τσίρκο της εποχής εκείνης, που γυρίζει σ’όλες τις πόλεις των Βαλκανικών χωρών παρουσιάζοντας το πρόγραμμά του. Για μια 20ετία περίπου τα ίχνη του χάνονται και – απ’ότι λέγεται-, γύρισε όλες τις τότε γνωστές χώρες παίζοντας με διάφορες ορχήστρες, μπλέκεται με Ούγγρους και Ρουμάνους τσιγγάνους της περιοχής και μέσα σ’αυτό το χωνευτήρι των πολιτισμών που ήταν τα Βαλκάνια, εξελίσσει τις τεχνικές του οργάνου, σε τέτοιο βαθμό που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε επιτευχθεί. Ταξιδεύει εκτός από τα Βαλκάνια, στην Τουρκία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, Σουδάν και αλλού, παίζοντας για τους Ελληνες – και όχι μόνο – της διασποράς. Γύρω στα 1920, εγκαθίσταται στην απελευθερωμένη Σμύρνη και εκεί γνωρίζει όλους τους μεγάλους μουσικούς, συνθέτες και οργανοπαίχτες, με τους οποίους θα συνεργαστεί τα επόμενα χρόνια, μετά την καταστροφή του 1922, όταν θα βρεθούν μαζί στην Ελλάδα.
Το 1922, εγκαθίσταται οριστικά στην Ελλάδα, μαζί με τους πρόσφυγες, εντάσσεται στις κομπανίες τους, παίζει τα παλαιότερα αλλά και νεώτερα Σμυρνέικα, έτσι που όλοι νομίζουν ότι και αυτός ανήκει στους Μικρασιάτες μουσικούς.
Στη δεκαετία του 30, συνεργάστηκε στο πάλκο και τη δισκογραφία με την διάσημη Ρόζα Εσκενάζυ και επετέλεσαν ένα από τα γνωστότερα καλλιτεχνικά ζευγάρια της εποχής. Μαζί τους πάντα και με άλλους μουσικούς, κατά περίπτωση ο Κωνσταντινουπολίτης Αγάπιος Τομπούλης, με το ούτι του. Στην ίδια παρέα οι δυο ¨Λάμπροι» από την Πόλη: ο λυράρης Λάμπρος Λεονταρίτης και ο «κανονίστας» Λάμπρος Σαββαίδης.
Είναι φανερό, ότι αν και είχε όλες τις δυνατότητες, δεν «κυνήγησε» πολύ τη δισκογραφία σαν συνθέτης, αφού στην 20ετία 1931 – 1951, ο αριθμός των τραγουδιών που πέρασαν στις 78 στροφές μόλις πλησιάζει τα εκατό.
Ο Δημήτρης Σέμσης πέθανε από καρκίνο το 1951, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού.
-
-
Ο Σέμσης μαζί με κάποιον άλλον οργανοπαίχτη (ούτι) το 1928.
-
-
Ο Λάμπρος Σαβαίδης (γνωστός ως Λάμπρος με το κανονάκι) με την οικογένεια του (1938).
-
-
Ο Σέμσης στο γραφείο του στη Κολούμπια το 1940.
-
-
Ο Λάμπρος Λεονταρίδης (γνωστός ως ο Λάμπρος με τη λύρα), στην Ινσταμπούλ το 1916.
-
-
Ο Λάμπρος ο λυρατζής με τον Κώστα απ’τη Γραβιά (1938).
-
-
Ο Μήτσος Σέμσης (βιολί), ο Αγάπιος Τομπούλης (ταμπούρ) και η Ρόζα Εσκενάζι (ντέφι), όταν τραγουδούσαν στον Ταύγετο το 1932.
-
-
Ο Σέμσης, ο Αγγελος ο πιανίστας κι ο Νταλγκάς στο πάλκο ενός εξοχικού κέντρου της Αγ. Παρασκευής Αττικής, το 1930.
-
-
Αγάπιος Τομπούλης, Μικρασιάτης μουσικός (πάντσο, ούτι κλπ).
-
-
Ο ξακουστός τραγουδιστής Αντώνης Διαμαντίδης (Νταλγκάς) το 1930.
Συνθέσεις του:
Αλεξανδριανή φελάχα με Ρόζα Εσκενάζυ (1934)
Η ψευτοφιλία με Στράτο Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη (1937)
Μην ορκίζεσαι βρε ψεύτρα με Ρόζα Εσκενάζυ (1935), βιολί ο Σέμσης και ούτι ο Τομπούλης
Μποέμης με Στράτο Παγιουμτζή και Στελλάκη Περπινιάδη (1937)
Ο πασατέμπος με Ιωάννα Γεωργακοπούλου (1938)
Ο Σεβνταλής με Βιδάλη (1930)
Το πασούμι με Ρίτα Αμπατζή (1935)
Γεννήθηκε στο Ν.Καρλόβασι της Σάμου το 1904. Ανέβηκε στο πάλκο, δίπλα στους περίφημους Βεργώνηδες, το 1925 και συνεχίζει και μέχρι σήμερα να τραγουδάει και να γράφει τραγούδια. Η Σαμιώτικη καταγωγή του του έδωσε το όνομα «Σαμιωτάκι«, που μ’αυτό ήταν γνωστός σ’ όλους τους παλιούς.
Στην Αθήνα ήρθε στο τέλος του 1927 και το 1928 ηχογράφησε τους δύο πρώτους του δίσκους, τρία τραγούδια του Τούντα «Εγώ είμαι αλάνης, μάνας γιός«, «Το κουκλί της κοκκινιάς«, «Η χασικλού» και ένα δικό του «Αυτό το αχ δεν είν’ φωτιά«. Απο τότε τραγούδησε σε δίσκους αναρίθμητα τραγούδια διαφόρων συνθετών και δικά του. Οι στίχοι των τραγουδιών είναι όλοι δικοί του. Αρκετούς απο αυτούς τους έγραψε σε συνεργασία με την γυναίκα του Αλεξάνδα,που είναι εξαιρετική λαϊκή στιχουργός. Οι εκτελέσεις του έχουν γίνει πλέον κλασσικές. Τραγούδησε κλέφικα, δημοτικά, αμανέδες, μικρασιάτικα, λαϊκά και ρεμπέτικα. Αυτός και ο Στράτος είναι, κύρια, οι αντιπροσωπευτικότεροι τραγουδιστές του λαϊκου μας τραγουδιού, οι ανεπανάληπτοι. Παρ’ ολο που ο Ρούκουνας είναι γνωστός, περισσότερο, σαν τραγουδιστής είναι ένας ιδιαίτερα αξιόλογος λαικός συνθέτης.
-
-
Ο Κώστας Ρούκουνας.
-
-
Πρώτος δεξιά ο Κλουβάτος και πίσω του ο Μάρκος Βαμβακάρης. Αριστερά ο Κ.Ρούκουνας (στο βάθος) και ο Ρουμελιώτης με το μπουζούκι. Η τραγουδίστρια είναι η Καίτη Γκραίη.
-
-
Ο Κώστας Ρούκουνας.
-
-
Στη Ξάνθη το 1925. Δεξιά ο Κώστας Ρούκουνας.
-
-
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης με τον Σαμιωτάκη και τον Ροβερτάκη (όρθιος) στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές, 1951.
-
-
Ο Παλαιολόγος, ο Λαύκας, ο Κορακός, ο Γιώργος ο κιθαρίστας, ο Βαγγέλης ο ναύτης κι ο Ρούκουνας, σε κάποιο πανηγύρι (1952).
-
-
Σαντουριόβολα σε κάποιο πανηγύρι, του 1955. Αυτός με τη κιθάρα είναι ο Ρούκουνας.
Συνθέσεις του:
Άναψε Μαργιώ το τζάκι
Ας τα πιούμε πάλι απόψε
Αυτό τα αχ πόσες καρδιές
Βαρκούλα θα σκαρώσω
Γαλάτα μανές
Γλέντα καημένε άνθρωπε
Είμαι ορφανός
Είμ΄ ένα λεβεντόπαιδο
Έτσι μ΄ αρέσει η ζωή
Η Βαγγελιώ
Η Δόβρενα
Η Ελενίτσα
Η Θεονίτσα
Η κρίσης (1934) Με αφορμή το τότε κραχ!!!
Η Μαρίκα η δασκάλα
Η Λαναριώτισσα
Η Ξενιτιά είναι καημός
Η Σαμιώτισσα
Η σωφερίνα
Η Τζαβέλαινα
Καλότυχα είναι τα βουνά
Καρδιά μου γίνε σίδερο
Κατινάκι (2)
Κουτσομπολιό μου κάνουνε
Λαχανάδες
Μαράζωσα μανούλα μου
Μαρίκα χασικλού
Με μιά τσακπίνα μπλέχτηκα
Μες στης αυγής το χάραμα
Μιά Σαμιωτίτσα μ΄ έμπλεξε
Ντελί-τσιφτετέλι (Χόρεψε το τσιφτετέλι)
Ο αιχμάλωτος
Ο γέρος
Οι Γιαγιάδες
Οι κοντραμπατζήδες
Οι λαχαναγορίτες
Οι ματιές σου με τραβάνε
Οι χήρες και οι παντρεμένες
Όλοι με κατηγορούνε
Ο μάγκας ο Χασικλής
Ο μεγαλέμπορας
Ο μεθυσμένος
Ο μπαρμπαούζος
Ο Μπέκρος
Ο Πικίνος (1935)
Ο σεισμός
Ουσάκ μανές
Ο φονιάς
Ο φυλακισμένος
Πολισμάνοι
Που ΄ναι τα χρόνια τα παλιά
Πρωτοχρονιά
Σαν της Σμύρνης το Γιανκίνι
Σαν το σβησμένο κάρβουνο ή Ταμπαχανιώτικος μανές
Σαρανταπέντε λεμονιές
Σε βαρέθηκα να λες (1937)
Σούστα μπάλο
Στης Σάμος τα περίχωρα
Στης Σάμος τα ψηλά βουνά
Στο Βοτανικό απόψε
Στο κυνήγι Βασιλάκη
Στου Φώτη μες το καπηλειό
Τα βάσανα κι οι λογισμοί
Τ΄ ακούς μωρή Σουλτάνα
Τα νησιά
Τα ντερβίσια
Τα παλιά μου βάσανα
Το Ερηνάκι
Το λεβεντόπαιδο
Το παιδί της αγοράς
Το Παλαμήδι
Το σωφεράκι
Τρεις χήρες λυπημένες
Τσιφτετέλι
Χτες το βράδυ στο μπαρμπούτι
Ψεύτησε πλέον ο ντουνιάς
Ακούστε τον να τραγουδάει τα:
Μόρτισσα Σμυρνιά του Καρίπη (1936)
Τράβα ρε μάγκα και αλάνη
Εργάτης του Τούντα (1932)
Γιατί να κάθεσαι να λες του Σπ. Περιστέρη (1932)
Χετζάζ μανές (1935)
Δείτε οπωσδήποτε το βίντεο - απόσπασμα απο μια συνέντευξη του Τάσου Σχορέλη με τον Κώστα Ρούκουνα στο οποίο τραγουδάει κιόλας.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1911. Όταν ήταν 6 χρονών έχασε τον πατέρα του που τον σκότωσαν οι Τούρκοι. Το 1922 ήρθε στην Ελλάδα με τη μητέρα του και τα τέσσερα αδέλφια του. Στα 14 του κέρδισε τα πρώτα του λεφτά σαν μουσικός, στον κινηματογράφο «Ηλύσια», όπου αντικατέστησε τον Γιώργο Δραγάτση, τελος του 1925, στο παίξιμο της μουσικής υπόκρουσης των βουβών ταινιών. Μέχρι το 1972 εργάσθηκε συνεχώς σε Σμυρνέϊκα και λαϊκά συγκροτήματα. Τώρα ασχολείται μόνο με τη σύνθεση. Είναι ένας από τους λίγους μορφωμένους λαϊκούς μουσικούς και αριστούχος του Εθνικού Ωδείου. Παίζει πιάνο, ακορντεόν, αρμόνιο. Ο Ροβερτάκης, λόγω της μουσικής του μόρφωσης, βοήθησε πολλούς παλιούς στην ολοκλήρωση και διόρθωση των τραγουδιών τους.
-
-
Ο Ροβερτάκης
-
-
Ο Κ.Παπαδόπουλος (μπουζούκι), Δ.Δασκαλάκης (κιθ.), Γ.Ροβερτάκης (πιάνο), Μπουχράμ Αλτιμπακιάν (βιολί) και ο Μπάτης με τον μπαγλαμά του (1952).
-
-
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης με τον Σαμιωτάκη και τον Ροβερτάκη (όρθιος) στου Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές, 1951.
-
-
Ο Μάρκος και ο Ροβερτάκης την εποχή του ανταρτοπολέμου.
-
-
Ο Γιώργος Ροβερτάκης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1930. Το 1950 ασχολήθηκε με το λαϊκό τραγούδι σαν τραγουδιστής. Παίζει κιθάρα, τραγουδάει και συνθέτει. Πρώτο τραγούδι που τραγούδισε σε δίσκο ήταν : «Όλος ο κόσμος με μισεί» του Μπακάλη, «Ανεβαίνω σκαλοπάτι» του Μουφλουζέλη, «Γιατί γλυκειά μου κλαίς» του Καλδάρα.
-
-
Ορθιοι απ’τ’αριστερά: Αντώνης Ρεπάνης, Μανώλης Αγγελόπουλος, Πόλυ Πάνου, Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Καθιστοί: Μαίρη Λύντα, Λύδια, Πάνος Γαβαλάς, Ρία Κούρτη, Στράτος Διονυσίου. Σε πρόβα για ηχογράφηση με τον Μανώλη Χιώτη.
-
-
Ο Αντώνης Ρεπάνης με τη Μαρινέλα και τον Καζαντζίδη.
-
-
Ο Αντώνης Ρεπάνης με τη Μαίρη Λίντα.
-
-
Μαρινέλα, Στέλιος Καζαντζίδης, Πόλυ Πάνου, Αντώνης Ρεπάνης στου Κουλουριώτη.
-
-
Στην Αίγυπτο. Ο Αντώνης Ρεπάνης με την Αννα Μπέλα. Με το ακορντεόν ο Βασίλης Βασιλειάδης.
Γεννήθηκε στη Σαμσούντα του Πόντου το 1915 και ήρθε στην Ελλάδα το 1923. Τα πρώτα μαθήματα γιά το λαϊκό τραγούδι τα πήρε από τον πατέρα του πού έπαιζε πολύ καλό σάζι.
Στο λαϊκό τραγούδι εμφανίστηκε το 1935 σαν τραγουδιστής και μπουζουξής στον Πειραιά. Μέχρι τον πόλεμο συνεργάστηκε με τον Μαρίνο Γαβριήλ και στη συνέχεια με όλους τους πρώτους του λαϊκού μας τραγουδιού και κυρίως με τον Γ. Παπαϊωάννου. Από το 1961 εργάζεται στην Αμερική με δικό του συγκρότημα.
-
-
Από τ’αριστερά: Ηλίας Ποτοσίδης, Παναγιώτης Σαρίκας, Απόστολος Χατζηχρήστος. Στην «Τριάνα» του Χειλά, με το συγκρότημα Παπαϊωάννου.
-
-
Με την κιθάρα ο Μήτσος Μακαρόνας. Στη μέση ο Ποτοσίδης (δεν κρατάει όργανο).
Μπορεί ο πολύς ο κόσμος να τον θέλει «Ευρωπαϊστα» αλλά ο Πορτοκάλης είναι ένας γνήσιος λαϊκός μουσικός συνθέτης. Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1910 στα Καμίνια, από γονείς Δωδεκανήσιους. Άρχισε να εργάζεται όταν ακόμα ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών σε ένα καφενείο της γειτονιάς του με τον πατέρα του. Αυτός έπαιζε σαντούρι και ο πατέρας του βιολί. Άρχισε να σπουδάζει πιάνο στο «Πειραϊκό Ωδείο» και μετά το 1929 εγκατέλειψε το σαντούρι και έπαιζε αποκλειστικά πιάνο. Μέχρι το 1935 εργάσθηκε μόνο σε λαϊκά συγκροτήματα. Από το 1936 επικεφαλής δικής του ορχήστρας συνεργάσθηκε κύρια με συγκροτήματα ελαφράς μουσικής. Σε όλα του τα χρόνια της σταδιοδρομίας του δεν υπάρχει παλιός που να μη συνεργάσθηκε μαζί του.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1920. Τα πρώτα μαθήματα στο μπουζούκι τα πήρε στα 1936 και από τότε άρχισε να παίζει σποραδικά. Σαν επαγγελματίας άρχισε το 1945 στο μαγαζί του Αντώνη Βλάχου στο Αιγάλεω πλάι στους Γενίτσαρη, Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Μπέλου κ. ά. Σαν λαϊκός συνθέτης εμφανίζεται το 1949.
 Από τ'αριστερά Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, Θόδωρος Πολυκανδριώτης, Μπέμπα Μπλανς, Μπέμπης Στεργίου, ο τούρκος Ρομπέν (ούτι) και ο περίφημος κατασκευαστής οργάνων Τσακιριάν. Στου Κεφάλα.
Βέρος Αθηναίος, γεννήθηκε στην Πλάκα το 1915. Μικρο παιδί ακόμα εμφανίστηκε σαν τραγουδιστής πλάι στον Γούναρη το 1933. Είναι καλός λαϊκός συνθέτης, τραγουδιστής και μουσικός. Παίζει εξαιρετική κιθάρα και μπαγλαμά. Έχει συνεργαστεί με όλους τους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού και ιδιαίτερα με τον Χιώτη. Έχει κάνει πετυχημένες διασκευές δημοτικών τραγουδιών και έγραψε κομμάτια γιά λατέρνα.
 Ο Παναγιώτης Πετσάς (με την κιθάρα) σε συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη, όπου παρουσιάστηκε λαϊκό τραγούδι (Θέατρο Λυκαβητού, 1966). Από τ'αριστερά: Γρ. Μπιθικώτσης, Λάκης Καρνέζης, Βαγγ. Παπαγγελίδης, Μαρινέλα, Θεοδωράκης.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900 από Έλληνα πατέρα και Ιταλίδα μητέρα. Το 1916 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Ήρθε στην Αθήνα το 1924 και πέθανε το 1966. Ο πατέρας του ήταν πολύ φτωχός και γιά να μπορεί να παρακολουθεί μαθήματα στη νυκτερινή Ιταλική Σχολή της Πόλης το πρωί δούλευε σε γύφτικο. Έπαιζε μαντολίνο και πριν συμπληρώσει τα είκοσι η φήμη του είχε ξαπλωθεί σ΄ όλη τη Μ. Ασία.
Στο βασικό όργανο, το μαντολίνο, εθεωρείτο σαν ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου, ενώ παράλληλα έπαιζε άριστα σχεδόν όλα τα όργανα (πιάνο, κιθάρα, μαντολοτσέλο, μπουζούκι κλπ). Eργάσθηκε σε μικρασιάτικα, δημοτικά και ρεμπέτικα συγκροτήματα. Στο διάστημα 1934-1965 ήταν αρχιμουσικός της εταιρείας «Odeon» και βοήθησε πολλούς νέους συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές.
-
-
Πειθαρχικός σαν πρωτάρης ο Σπύρος Περιστέρης (κιθάρα), στην ορχήστρα του Χρήστου Λεοντή (1947).
-
-
Ταβέρνα «Ο ΜΑΡΙΟΣ»
Συνθέσεις του:
Μου τόπαν πως μ΄αρνήθηκες με Βαμβακάρη
Ο ζόρικος με Απόστολο Χατζηχρήστο
Τη μηχανή παράτα τη με Απόστολο Χατζηχρήστο και Βαμβακάρη (1939) (παίζει να είναι και δικό του)
Γεννήθηκε στα Φιλιατρά το 1898 και πέθανε στην Αθήνα το 1946. Από νέος ασχολήθηκε με το λαϊκό και το λαϊκοδημοτικό τραγούδι.Τραγούδησε σε δίσκους πολλά τραγούδια, τόσο δικά του όσο και των άλλων.
Γεννήθηκε στην Κίο της Μ.Ασίας το 1914 και ήρθε στην Ελλάδα μετά την Μικρασιατική καταστροφή με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1972. Όταν έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ήταν ακόμα εννιά χρονών, άρχισε να δουλεύει στα καϊκια και τις οικοδομές. Λίγο αργότερα άρχισε να παίζει μαντολίνο και φυσαρμόνικα. Στα εφηβικά του χρονια ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο.
Με το λαϊκό τραγούδι ασχολήθηκε λίγι πριν πάει στρατιώτης. Την πρώτη επαγγελματική εμφάνιση την έκανε πλαι στον Βαμβακάρη και Κηρομύτη το 1937 στη θεσσαλονίκη. Τα περισσότερα τραγούδια του έχουν δικούς του στίχους. Ορισμένοι ανήκουν στον Κ. Μανεση και έναν τυφλό λαχειοπώλη τον Ζέπο. Δύο τραγούδια του καθιέρωσαν τον Καζαντζίδη. «Οι βαλίτσες», 1952, που ήταν ο δεύτερος δίσκος του Καζαντζίδη και «Χθες αργά το δειλινό».
Ο Παπαϊωάνου υπήρξε από τους κορυφαίους λαϊκούς δημιουργούς. Τρυφερός και λυρικός ένωσε το ύφος της καντάδας, του νησιώτικου μπάλου, των Ιωνικών ρυθμών και του τραγουδιού της στεριάς. Στον πρώτο του δίσκο, «Φαληριώτισσα» το 1936, πρώτος αυτός χρησιμοποίησε «πρίμο-σεκόντο». Μέχρι τότε τη δεύτερη φωνή την απέδιδαν «μπάσοι» τραγουδιστές που τραγουδούσαν μιά ή δυό οχτάβες «χαμηλώτερα» την ¨πρώτη φωνή». Από το 1955, με ελάχιστες διακοπές, ήταν μόνιμος συνεργάτης του Τσιτσάνη. Ο μπάρμπα Γιάννης αγνός, απονήρευτος, απαλλαγμένος από κάθε μικρότητα και υπολογισμούς στάθηκε κοντά σε κάθε νέο ακόμα και όταν δεν τον συνέφερε προσωπικά.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου.
-
-
Από τ’αριστερά: Γιάννης Παπαϊωάννου, Στράτος Παγιουμτζής, Μάρκος Βαμβακάρης, Γ.Λαύκας.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου.
-
-
Γιάννης Παπαϊωάννου με Βασίλη Τσιτσάνη.
-
-
Τζιτζιφιές στα 1948. Το συγκρότημα του Καλαματιανού, μια από τις πιο φημισμένες ομάδες μουσικών, που έπαιξαν ποτέ μαζί. Ανάμεσα τους ο Μάρκος Βαμβακάρης και ο αδελφός του στ’αριστερά της κεντρικής σειράς και στη μπροστινή σειρά από τ’αριστερά προς τα δεξιά ο Κερομύτης, ο Χατζηχρήστος, ο Μητσάκης, ο Παπαϊωάννου και ο Μανισαλής.
-
-
Ο Παπαϊωάννου, ντυμένος γυναικεία, χορεύει τσιφτετέλι στην Κοκκινιά.
-
-
Ο Παπαϊωάννου χορεύει ζεϊμπέκικο στην Ινσταμπούλ.
-
-
Ο Παπαϊωάννου μορφάζων (1949).
-
-
Ο Παπαϊωάννου με τους γιούς του.
Συνθέσεις του:
Αδικοφυλακισμένος
Αλέγκρο
Αλεξανδριανή φελάχα
Αλανιάρικο με Οδ. Μοσχονά, Παπαιωάννου (1954)
Άνθρωποι,άνθρωποι
Άνοιξε, άνοιξε με Σωτ. Μπέλλου
Άνοιξε βαθιά τά στήθια
Ανοιχτά παίζει η σαρδέλα
Από γυναίκας απονιά
Απόψε έλα κοντά μου
Απ’ της Ζέας τό λιμάνι
Άσε με, άσε με
Βαγγελίτσα με Παγιουμτζή και Στελλάκη (με σφύριγμα στο τέλος).
Βαδίζω καί παραμιλώ με Παπαιωάννου, Σ. Σπιτάμπελο (1939) !!!
Βάλε μυαλό (1)
Βασανιστήριο ο έρως
Βγήκε ο χάρος νά ψαρέψει
Γιατί γελάτε
Γιαχαμπίμπι με Περπινιάδη και Οδ. Μοσχονά (1946)
Γύρνα στή ζωή τήν πρώτη
Δέ θέλω άλλα γιατρικα
Δέ θέλω τό κακό σου
Δέ μέ λυπάσαι
Δέ σέ θέλω πιά
Δέ σέ ρωτώ ποιά ήσουνα
Δραμιώτισσα
Εγώ θα σε γλιτώσω (μάλλον πρόκειται για το ίδιο με το παρακάτω)
Εγώ κακός δέν ήμουνα με τον Καζαντζίδη απο τηλεοπτική εκπομπή. (1997)
Είμαστε φίλοι
Είμαι στό καημό σου θύμα
Είναι γιορτή κάθε στιγμή
Είναι η δεύτερη φορά
Είσαι γυναίκα τού μπελά με τον Νίκο Παππά (Κακούργο). Νεότερος μεν αλλά…
Ένας όρκος μάς ενώνει
Ένας σατράπης θηλυκός (θέλω κρασί νά πιώ) με Σωτ. Μπέλλου
Έννοια σου, έννοια σου
Επήρες τήν κληρονομιά
Εσύ θά μετανιώσεις με Οδ. Μοσχονά και Αθ. Ευγενικό
Έχεις δίκιο
Έψαξα όλο τόν ντουνιά
Ή νοσοκόμα
Ή Πειραιώτισσα
Θλιμμένο σούρουπο
Κακαβιά
Καλή καρδιά
Κάνε κουράγιο καρδιά μου με Σωτηρία Μπέλλου, Στελλάκη Περπινιάδη
Καπετάν Παγίδας
Καραβοτσακίσματα (το τραγούδι μάλλον είναι του Βαμβακάρη)
Κάτσε φρόνιμα γκρινιάρα
Λεβεντόπαιδο
Λόγια σού λέν οί φίλοι σου
Μαγκιόρισσα
Μάνα έχει τήν Ελλάδα
Μάτωσα, μάτωσα
Μαύρη μέρα ξημερώνει
Μες της Πεντέλης τα βουνά με Στράτο Παγιουμτζή
Μη με κοιτάς στα μάτια σε στίχους Βαμβακάρη με Βαμβακάρη, Παπαιωάννου
Μήν αμφιβάλλεις
Μοδιστρούλα απο Κωνσταντινίδη, Παπαιωάννου
Μπουφετζής με Παπαιωάννου, Μπέλλου, Στελλάκη
Ν’ αλλάξεις βιολί
Ντόμινα Μαργαρώ
Νύχτες ολόκληρες περνώ
Ξεσπάει η μπόρα
Ό άρρωστος
Ό γάτος
Ό Ζέπος απο Περδικόπουλο, Παπαιωάννου
Ό Ζέπος εκουράστηκε
Οι βαλίτσες
Ό καψούρης
Ό μαστραπάς
Ό όρκος
Ό πατίρης
Ό στραπατσαρισμένος
Όταν δώ τά δυό σου μάτια (1937)
Όταν νυχτώνει σκέπτομαι
Ό φυλακισμένος
Πάλι παραπονεμένη
Παναής
Πάνε τώρα έξι μήνες
Παπούτσια Τυρολέζικα
Παρανομίες
Παραπονούμαι στόν ντουνιά (Χωρισμός) με Οδ. Μοσχονά
Πάρε με αγάπη μου
Πάρε τό μπογαλάκι σου
Πάρε φωτιά καί κάψε με με Καζαντζίδη (1953)
Πάψε ν’ακούς τή φίλη σου
Πέντε Έλληνες στόν Άδη
Περασμένα, ξεχασμένα
Πήγαινε μάνα
Πήρα κρυφά τό δρόμο
Πίστεψα στούς όρκους σου
Πληγωμένο χελιδόνι
Ποιά νά ‘ναι η κατάρα πού μέ δέρνει
Πού μέ βρήκες, πού σέ βρήκα;
Πριν τό χάραμα με τη Σ. Μπέλλου
Πώς πέρασαν τά χρόνια
Ραντεβού
Σ’ αγαπώ καί μή σέ νοιάζει
Σάν μιά γλυκιά διπλοπενιά
Σβήσε τό φώς νά κοιμηθούμε με τον ίδιο και τη Ρένα Ντάλια (1952)
Σέ δείλιασε η φτώχεια μου
Σήμερα ανοίξαμε ταβέρνα
Σού ‘χα χαρίσει τήν καρδιά
Σού ‘χει λάχει (μάλλον του Μπάτη είναι)
Στά πεύκα καί τά έλατα με Οδ. Μοσχονά (1947), Καρίπη, Σέμση, Μητσάκη
Στο ζητάω γιά χατήρι
Στού πολέμου τή φωτιά
Τά νιάτα δέν τά χόρτασα
Τά πράγματα στή θέση τους
Τά σφάλματα
Τέντυ-μπόυ με Ρ. Σακελλαρίου απο ελληνικό έργο
Της αγάπης τό τραγούδι
Της ορφανής τό κρίμα
Τί σας νοιάζει
Τό γράμμα
Το καφενεδάκι
Το λαχείο με Οδ. Μοσχονά και Στ. Περπινιάδη (1947)
Τόν άντρα πού αγάπησα
Τό λόγο σου δέν κράτησες με Σ. Μπέλλου
Το παλιογέφυρο
Το πήρες αψηλά
Τό συχνοπέρασμα
Το τελευταίο γράμμα σου
Τό ‘φαγες τό παιδί
Τό ‘χει η κατεργάρα μπλέξει
Τρελό κορίτσι
Τρίτη βροχερή
Τσαχπίνα (1938)
Φαληριώτισα
Φοβάμαι μή σέ χάσω
Φύγε βάσανο
Χαλάλι σου, χαλάλι με Ρένα Ντάλια
Χτές αργά τό δειλινό
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1895 και πέθανε το 1943. Από το 1923 που ήρθε στην Ελλάδα μέχρι το θάνατο του έμενε στην Κοκκινιά. Στη Μικρασιατική εκστρατεία πήρε μερος σαν εθελοντής. Σαν μουσικός – έπαιζε μπάντσο, βιολί, σαντούρι και διπλή κιθάρα- άρχισε στη Σμύρνη πολύ πριν το 1922, και είχε καθιερωθεί σαν εξαίρετος καλλιτέχνης. Στο διάστημα 1923-1941 εργάστηκε με Μικρασιάτικα ρεμπέτικα συγκροτήματα. Ο Παπάζογλου δεν είναι μόνο χρονικά μεταξύ των πρώτων του λαϊκού μας τραγουδιού – ανήκει στην πριν τον Βαμβακάρη γενιά – αλλά και ουσιαστικά. Πολύμορφος στις συνθέσεις του, συνδύασε ιδανικά τη Μικρασιατική μουσική παράδοση με τα ντόπια ρεύματα. Η συμβολη του Παπάζογλου στη διάμορφωση του λαϊκού τραγουδιού ήταν τόσο σημαντική όσο και των Τούντα, Βαμβακάρη.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι πως δεν δέχτηκε να αντιγράψει ή επαναλάβει τον εαυτό του.
Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής παράτησε την κιθάρα, το μπάντσο και το τραγούδι και ρίχτηκε στον αγώνα. Η πείνα τον τσάκισε και πέθανε φυματικός.
Δυστυχώς πολλοί πήραν συνθέσεις του και είτε με τους ίδιους στίχους είτε με διαφορετικούς τις παρουσίασαν γιά δικές τους. Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις όπως πχ ο Γ. Ζαμπέτας, η Σωτ.Μπέλλου, ο Μ. Χατζιδάκιςπου αναφέρουν όποια τραγούδια είναι δικά του.
Ο Παπάζογλου είναι ένας από τους δυό – τρεις πρώτους του ρεμπέτικου.
-
-
Στιγμιαία φωτογραφία του Βαγγέλη και της Αγγελικής Παπάζογλου. Αγιος Νικόλαος Κοκκινιάς, 1936.
-
-
Αυτή τη φωτογραφία χρησιμοποιούσε ο Παπάζογλου στις διάφορες διαφημίσεις και φειγ-βολάν.
-
-
Από τ’αριστερά: Ο Μπάμπης (βιολί), ο Αντώνης Σφαέλος ή Σεϊρλής (τραγουδιστής), ο Ευθύμιος Σελέπης (σαντούρι), η γυναίκα του Χρύσα (τραγουδίστρια) και ο Βαγγέλης Παπάζογλου (κιθάρα). Στο καφενείο – μπυραρία του Τσελαλίδη, στη γέφυρα της Κοκκινιάς (1933).
-
-
Λίγο μετά την καταστροφή. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου φαίνεται γερασμένος. Και όμως είναι μόνο 28 ετών (1923).
Γεννήθηκε στο Αιδίνι της Μ. Ασίας το 1893 και πέθανε στην Αθήνα το 1972.
Ήταν για το λαϊκό μας τραγούδι ο Βαμβακάρης του στίχου. Ήρθε στην Ελλάδα με την καταστροφή. Τις προσωπικές της εμπειρίες τις έκανε ποιήματα και τραγούδια.
Η Παπαγιαννοπούλου ήταν εξαιρετική ποιήτρια, πολύ πριν εμφανιστεθεί σαν στιχουργός, από τα νεανικά της χρόνια όταν ήταν ακόμη ηθοποιός. Σαν ηθοποιός έπαιξε σε πολλά έργα πλάι στη Μαρίκα Κοτοπούλη και τον Καρζή.
Πολλά της τραγούδια τα πήρανε διάφοροι για 50 και 100 δραχμές και τα παρουσίασαν γιά δικά τους, όπως ο Καζαντζίδης, Χιώτης κ.ά.
Εξαίρεση αποτέλεσε ο Άπ. Καλδάρας που στάθηκε κοντά της τις δύσκολες στιγμές. Το ίδιο και ο Χατζιδάκις. Δυστυχώς το όνομα της δεν αναφέρεται στους δίσκους. Μέχρι να πεθάνει εξακολουθούσε να γράφει. Έφυγε με το παράπονο ότι οι στίχοι της πολλούς έκαναν πλούσιους ενώ αυτή έζησε στη μιζέρια.
Μεγάλες επιτυχίες πουλήθηκαν μόνο με πενήντα, εκατό δραχμές: «Καβουράκια«, «Ηλιοβασιλέματα«, «Μαντουβάλα«, κλπ.
Με τόσα σουξε δεν αξιοποιήθηκε οικονομικά γιατί μετά τον θάνατο της κόρης της το 1960 στράφηκε στα χαρτιά.
-
-
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου λίγο πριν πεθάνει με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Δυο μεγάλοι του λαϊκού στίχου τα λένε.
-
-
Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου το 1945.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1870. Μετά την καταστροφή ήρθε στην Ελλάδα. Πέθανε το 1955. Έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα και ήταν εξαιρετικός μουσικός. Την καλλιτεχνική του σταδιοδρομία την άρχισε πριν το 1900, παίζοντας σε πανηγύρια, γιορτές, γάμους κ.ά στη Σμύρνη. Έγραψε δημοτικά, Σμυρνέικα, λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.
Γεννήθηκε στη Σάμο το 1918 και εγκαταστάθηκε τελικά με την οικογένεια του στον Πειραιά το 1933. Παιδί 17 χρονών ανέβηκε στο πάλκο στο μαγαζί του Κουλουριώτη Βαγγέλη Παπαγεωργίου, στην Αγία Σοφία του Πειραιά.
Συνεργάστηκε μ΄ όλους τους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού. Γιά ένα μεγάλο διάστημα παρουσιάστηκε σε διάφορα κέντρα της Αμερικής.
Ταυτόχρονα με το τραγούδι και την κιθάρα ασχολήθηκε και με την σύνθεση. Οι εκτελέσεις και ερμηνείες του έχουν γίνει κλασσικές.
-
-
Πρώτος αριστερά ο Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης. Με το ακορντεόν ο Βασ. Βασιλειάδης. (Στον ΑΣΤΕΡΑ, στον Καραβά, του Παράσχου Κονδύλη).
-
-
Ο Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης.
-
-
Από τ’αριστερά Γιάννης Μπαφούνης ή Σαμιώτης, Θόδωρος Πολυκανδριώτης, Μπέμπα Μπλανς, Μπέμπης Στεργίου, ο τούρκος Ρομπέν (ούτι) και ο περίφημος κατασκευαστής οργάνων Τσακιριάν. Στου Κεφάλα.
Συνθέσεις του:
Αφήστε το παιδί
Δεν θάρθω πιά στην Κοκκινιά
Έργάτης είμαι κούκλα μου
Θάρθω ξανά στ΄ ορκίζομαι
Κοκκινιά μου εσύ λεβέντρα
Μας κλέψαν την ανάσα μας
Μεγάλο γίνηκε κακό
Το δίκιο μου, μου το κλέψαν
Ο γέρο ναυτικός
Οι ομορφιές σου Σάμος μου
Παναγιώτης
Σε γλέντια σε τρελούς χορούς
Σε τούτες τις βουνοκορφές λεβέντες ροβολάνε
Στ΄ Ανάπλι
Στην Κοκκινιά κάποιο πρωί
Στις στράτες της Άγιας-Σοφιάς
Στο Ρεξ απόξω
Τι έκανε το παλικάρι
Χίλιοι καημοί
Χτες σκάρτα μου ξεγήθηκες
Ένας ακόμα από τους περίφημους Μικρασιάτες μουσικούς που ήρθαν στην Ελλάδα μετά το 1922. Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1860 και πέθανε στην Αθήνα στην κατοχή, το 1944. Έπαιζε βιολί και κανονάκι. Τα τραγούδια που έγραψε, Μικρασιάτικα, Δημοτικά και λαϊκά – ρεμπέτικα τραγουδήθηκαν πολύ την εποχή 1922 – 1940. Το καλό του το βιολί το χάρισε στον Γενίτσαρη, που το’ χει ακόμα.
 Ο Μήτσος Ατραίδης και ο Δημ. Μπαρούς ή Λορέντζος (δεξιά).
Συνθέσεις του:
Γειά σου Λόλα μερακλού
Εγώ θα πάρω χασαπάκι με τη Ρόζα Εσκενάζυ (1932)
Κουλουριώτισα
Μας κυνηγούν τον αργιλέ
Ο γεωργός (1)
Στου Περαία το λιμάνι (Του Περαία το αλάνι)
Χαρμάνης είμ΄ απ΄ το πρωί
Γεννήθηκε στα Κανάλια της Καρδίτσας το 1920. Σχεδόν παιδί άρχισε να εργάζεται σαν μπουζουξής (1941) στα Τρίκαλα, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, συντροφία πότε με τον Καλδάρα, πότε με τον Παπασίκα. Το 1944 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Οι συνθέσεις του περνάνε τις 1000 και θεωρείται ένας σημαντικός λαϊκός συνθέτης.
-
-
Ο Μήτσος Παπασίκας με τη γυναίκα του και τον Μπάμπη Μπακάλη στην Καλαμπάκα (1952).
-
-
Στη Θεσσαλονίκη (1945). Από τ’αριστερά: Απ. Καλδάρας, Μπ. Μπακάλης, Ρουμελιώτης.
Συνθέσεις του:
Αγωνία
Αδικημένη μάνα
Αλέ-ρετούρ
Άλλον αγαπάς κι άλλον αγαπώ
Αλλού εγώ και αλλού εσύ
Αμάν καζούμ, αμάν γιαβρούμ
Αμφιβολία
Αναστενάχτε σήμαντρα
Άναψε κερί και φέξε
Αν δεν γίνουμε ζευγάρι στη ζωή
Αν δεν είχα και εσένα
Αν είχε η καρδιά μυαλό
Ανθρώπινες αδυναμίες
Αντιλαλούνε οι στεναγμοί
Αν τυχόν και είναι αλήθεια
Από γυναίκες μάτσο
Από τώρα και μπρος
Απ΄ τα χέρια μου σ΄ αρπάζουν
Απ΄ της αγάπης τον καημό
Απ΄ του κόσμου την οργή θέλω να με γλυτώνεις
Άρπαξε το γέλιο όπου τόβρεις
Αρνήθηκα τον άνδρα μου
Άρρωστο παλικάρι
Ας βρούνε κι ένα φάρμακο
Άσπλαχνε πατέρα
Ασπρομάλη μου πατέρα
Αυτά τα ρουχα που κατακρίνεις
Αφήνω γειά στην ξενητειά
Βγήκα γελασμένος
Γεμάτος πίκρα και καημό
Γεννήθηκα γιά να πονώ
Γηρατειά δε θα γνωρίσω
Γιά να μην μας τυραννάνε
Για να μην μου βγάζει γλώσσα
Γιά σένα γίνομαι κακός
Γιά στάσου χάρε να σου μιλήσω
Γιά την αγάπη μου εσύ δεν άξιζες
Γι΄ αυτούς που ταξειδεύουν
Γίνε αγάπη μου αητός
Γνώρισα πολλές γυναίκες
Γράμμα θα στείλω στο Θεό
Γράψ΄ αλίμονο σε σένα
Δείξε μου εμπιστοσύνη
Δεν αμφιβάλλω πως μπορείς να μ΄ αγαπάς
Δεν ανθίζουν τα λουλούδια
Δεν είμαι βράχος, ούτε βουνό
Έχει πάει ποτέ σε ράφτη
Δεν έχω βγάλει το σχολείο (1)
Δεν έχω πλούτη να σου χαρίσω
Δεν ζωντανεύουν οι νεκροί
Δεν με πόνεσε κανείς
Δεν με τρομάζει η δουλειά
Δεν σε ρωτώ ποιά ήσουνα
Δεν σου παν οι φαβορίτες
Δίχως γράμματα μην μ΄ αφήνεις
Δίχως να το θέλω
Δίχως παρελθόν κανείς δεν είναι
Δύο στεφάνια πεταμένα
Δύο ψυχές που αγαπήθηκαν
Δυστυχισμένα κορμιά
Εγώ είμαι παράνομος
Εγώ είμ΄ άντρας με πυγμή
Εγώ κτυπώ την πόρτα σου
Έδειξες ποιά ήσουνα
Είδα μιά μάνα να θρηνεί
Είμαι απόψε δέκα χρόνια πιό μικρός
Είμαι ένας βασανισμένος πατέρας
Είμαστε αδέλφια
Είμαστε όλοι μετανάστες
Είναι ατσαλένια τα μπράτσα τα δικά μου
Είναι μάνα του ανδρός μας
Είσαι εσύ που μιλάς στην ψυχή μου
Είσ΄ ελεύθερη να φύγεις (Μαζί σου θα γεράσω)
Είχα λουλούδια στην ψυχή
Έκαψα την καλύβα μου
Έκλεισε μιά ιστορία θλιβερή
Ένας πατέρας βασανισμένος
Ένα σπιτάκι είχα χτίσει εγώ
Εστέρεψε το δάκρυ μου
Εσύ μονάχα ξέρεις τι αξίζω
Έτσι ζουν τα σωφεράκια
Έχεις πολλά χαρίσματα
Ζωή μου φαρμακώθηκες
Η αγάπη μου μοιάζει σαν γυαλί
Η αγάπη μου ταξιδεύει
Η Γαλιάντρα με Βαγγέλη Περπινιάδη
Η γραβάτα
Η επιστροφή του ασώτου
Η καμπάνα
Η κάπνα και η μουτζούρα
Η Κοκό
Η μαύρη φτώχεια
Ήρθε η ώρα να σε χάσω
Ήρθε το τέλος μου
Η συμβουλή του γέρου
Με δίχως οικογένεια με Δούκισσα, Ρουμελιώτη, Κυριαζή
Μες την παγωνιά με Στράτο Παγιουμτζή και Στέλλα Χασκήλ
Ο ανταρτόπληκτος με Τόλη και Λίτσα Χάρμα (1949)
Ο βράχος με Καζαντζίδη
Ο τρελός (συλλεκτικό λέει ο βιντεοανεβαστής)
Της νύχτας τα καμώματα με Μπ. Μπακάλη και Τάκη Μπίνη
Φέρτε μου χίλιες μάγισσες με Μπιθικώτση, Γιώτα Λύδια (έχει και διάλογο του Μπάμπη Μπακάλη με τον Πάνο Γεραμάνη)
Ψέμα κι απάτη με Γιάννη Κουλουκάκη και Γιώτα Λύδια
Γεννήθηκε στην Μυτιλήνη το 1912. Όταν έβγαλε τη δευτέρα δημοτικού σταμάτησε το σχολείο και από δέκα χρονών παιδάκι άρχισε να δουλεύει στις οικοδομές, κάνοντας στην αρχή θελήματα. Από το 1930 μέχρι το 1940 δούλεψε σαν οικοδόμος στην πατρίδα του.
Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε το 1958. Μέχρι το 1940 ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με το λαϊκό τραγούδι και μετά επαγγελματικά. Τα πρώτα μαθήματα τα πήρε από τον παππού του που έπαιζε τζουρά. Ο ίδιος γράφει στίχους, τραγουδάει, συνθέτει και παίζει μπουζούκι, μπαγλαμά, τζουρά.
Χαρακτηριστικό του ανθρώπου Μουφλουζέλη είναι πως αν και φτωχός, έπαιξε πάρα πολλές φορές δωρεάν σε διάφορες εκδηλώσεις και πάντα θυμότανε τους παλιούς συνεργάτες του στη Μυτιλήνη που δεν είχαν ούτε γιά χορδές λεφτά.
Σ΄ όλη του ζωή στάθηκε πιστός στο παραδοσιακό μας τραγούδι.
-
-
Γ.Μουφλουζέλης.
-
-
Ο Γ.Μουφλουζέλης.
-
-
Ο Μουφλουζέλης με το γιό του Σταυράκη.
-
-
Πρώτος δεξιά ο Μουφλουζέλης (Μυτιλίνη, 1952).
-
-
Από τ’αριστερά: Νίκος Περγιάλης, Κούλης Σκαρπέλης, Γιώργος Μουφλουζέλης.
Συνθέσεις του:
Αγκαζέ νάχω βαπόρι
Αγόρασα δυό πετονιές
Άμα δε σε δω
Ανεβαίνω σκαλοπάτια (1)
Απ΄ την φούχτα σου νεράκι
Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα
Βρε κοπέλλα μου χαδιάρα
Για μένα είσαι πεντάμορφη
Γιά μένα κλαίς
Γραψ΄ αλίμονο σε μένα
Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο
Εγώ ΄μαι της παλιάς σχολής
Εγώ πήγαινα γιά ψάρια
Είμαι αγόρι άπονο
Ένα το κρατούμενο
Η γλώσσα της μαγκιάς
Η Εύα
Η μόστρα σου είναι όμορφη
Η τσιγγάνα (1)
Θα διώξω κάθε μπλέξιμο (Η βαρκούλα)
θα σου κόψω τα χαδάκια
Κάηκε μιά συνοικία
Καλέ Ντουντού
Καράβι ταξιδεύει
Κάτι τρέχει στα τσαντήρια
Κι όλο το γλυκό
Κλωστές και κουβαράκια
Λάου λάου το πηγαίνεις
Μάγκα νάχεις στο πλευρό σου
Μεροκάματο του πόνου
Μου στείλαν μιά γαρουφαλιά
Μου τόπε μιά τσιγγάνα
Ν΄ αλλάξεις όνομα
Να τι έχει η Ελλάδα
Ο Αθανασάρας
Ο Γεροντόμαγκας
Ο κυκεώνας
Όλα τα κάνω εγώ
Ο Πάρης
Όποιος πει πως θα σε ψήσει
Όπου δεις μικρή βρυσούλα
Όταν πιάσω μιά δεκάρα
Ο ψαράς μέσα στη χώρα (απο την τηλεοπτική σειρά «Το μινόρε της αυγής», εμφανίζεται ο ίδιος.
Πάρε κόρη το λουτρό σου
Πέθανε κάποιος μάγκας
Πες μου αγόρι μου το ναι
Πες μου γλυκειά μου μάγισα
Πήραν τα φρύγανα φωτιά
Ποιός πατάει τα λουλούδια
Πούσουν μάγκα το χειμώνα
Πρόσεχε παλικάρι μου πολύ τα βήματα σου
Πρώτη φορά που σκιάζομαι
Σε λυπάται ο καθρέπτης
Στ΄ αλογάκι μου καβάλα
Στο καλό να πας
Τα ελαττώματά μου
Τα καινούργια σκαλοπάτια
Τ΄ αντράκια
Τζάμπα πήγαν τα γράμματα
Της γιαγιάς μου τα στολίδια
Τι σε νοιάζει εσένανε
Τι σου κάνω και θυμώνεις
Τ΄ όνομα μου θα σου δώσω
Το σακκάκι
Του Δήμου τα τεφτέρια
Του κόσμου όλοι οι σοφοί
Τώρα πούμαι στις καλές μου
Τώρα που πήρα την κάτω βόλτα
Υπερκυρία
|
|
Πρόσφατα σχόλια