Η απόκτηση μιας κατοικίας, από τα πολύ παλιά χρόνια, ήταν ίσως το πρώτο και μεγαλύτερο όνειρο του κάθε Έλληνα. Πιστεύω ότι και σήμερα ακόμη αυτό το συναίσθημα δεν έχει αλλάξει στους σύγχρονες Έλληνες. Εκείνα που έχουν αλλάξει σήμερα είναι οι απαιτήσεις για μια άνετη και σύγχρονη κατοικία, σε συνδυασμό βέβαια και με τις οικονομικές δυνατότητες του καθενός. Στα παλιότερα όμως χρόνια, ο Έλληνας ακολουθούσε περισσότερο στην καθημερινή του ζωή το μέτρο. Ζούσε απλά και λιτά και αυτή η απλότητα επεκτεινόταν και στην κατοικία. Περιοριζόταν σε μια λιτή κατοικία, κατασκευασμένη από απλά υλικά. Έτσι και στην περίπτωση των κατοίκων των Σαπών το οικιστικό περιβάλλον, αποκαλύπτει ανθρώπους που τους διακρίνει η απλότητα, η λιτότητα και η καλαισθησία, όταν βέβαια η οικονομική δυσπραγία δεν τους ήταν εμπόδιο. Στον τόπο μας, από τα στοιχεία που μπορούμε να μελετήσουμε, διαπιστώνουμε ότι τα περισσότερα σπίτια ήταν μονώροφα και λιγότερα διώροφα, αλλά με χαμηλά ταβάνια, πλήν ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι κατοικίες που φτιάχτηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα είχαν συνήθως ένα ευρύχωρο δωμάτιο, τον οντά και ένα ή το πολύ δύο ακόμη δωμάτια. Εσωτερική επικοινωνία δεν υπήρχε. Όλες οι πόρτες ήταν στην μπροστινή πλευρά του σπιτιού. Εκεί υπήρχε το σατσάκι, ένας χώρος στενόμακρος και σκεπαστός και πάντα προσανατολισμένος στο νότο. Τα σπίτια αυτά δεν είχαν ξεχωριστή κουζίνα. Δεν υπήρχε βρύση και αποχέτευση. Σε κάποια πλευρά ή γωνιά του καθιστικού, υπήρχε το «μουσλούκι», μια ντενεκεδένια κατασκευή με ένα μικρό βρυσάκι. Το μουσλούκι το γέμιζαν με νερό οι νοικοκυρές που το κουβαλούσαν από τις κρήνες του χωριού με τις στάμνες. Μια λεκάνη από ντενεκέ ή τσιμέντο μάζευε τα νερά και τα έβγαζε μέσα από τρύπα σε ένα τενεκέ ή σε κάποιο μικρό βόθρο της αυλής. Σε κάποιες περιπτώσεις τα νερά αυτά έτρεχαν έξω στο δρόμο ή σε χαντάκια της γειτονιάς. Η βόρεια πλευρά του σπιτιού συνήθως ή δεν είχε καθόλου παράθυρα ή ήταν μικρά και στο ανώτερο ύψος του δωματίου. Μπροστά απλωνόταν η αυλή, μικρή ή μεγάλη. Η τουαλέτα πάντα βρισκόταν έξω από το σπίτι. Βόθροι μεγάλοι δεν υπήρχαν. Ήταν τουρκικού τύπου. Μια τρύπα που οδηγούσε σε ένα αβαθή λάκκο.
Μεταφέρουμε την περιγραφή του Χρ. Τσιτσώνη για τις κατοικίες της εποχής εκείνης: α]Παραδοσιακή μουσουλμανική για γεωργούς. Χαρακτηριστικά σπίτια είναι αυτά με 2-3 δωμάτια, ενός ορόφου, συνήθως 50-60 εκατοστά από το έδαφος. Στο βάθος της αυλής, πότε μικρή και πότε μεγάλη, υπήρχε μικρή αποθήκη ή σταύλος ή απλά υπόστεγο, ενώ η αυλή με όλα τα κτίσματα περιβαλλόταν με υψηλό τοίχο, που κατέληγε σε μια εξώπορτα σε κάποιο δρόμο ή σοκάκι. Είναι το γνωστό χαρέμι. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Μουσουλμάνοι τοπικά ισχυροί, κοινωνικά και οικονομικά, πλην του χαρεμιού, διέθεταν προ ετών και ιδιαίτερο οίκημα ενός ή δύο δωματίων με ξεχωριστή είσοδο και αυλή. Το κτίσμα αυτό λεγόταν "μουσαφίρ οντάς" (δωμάτιο υποδοχής ξένων). Τα παλιότερα χρόνια στο χαρέμι δεν έμπαιναν επισκέπτες αρσενικού γένους.
β] Παρατηρείται επίσης δομή μονόροφων ή διόροφων οικιών, στα οποία το υλικό κατασκευής είναι στο σύνολό του ξύλινο. Μεγάλοι στύλοι από άγρια δέντρα, αποτελούν το κεντρικό στήριγμα του οικήματος και άλλοι μικρότεροι συμπληρώνουν τη στήριξη του σκελετού της οικοδομής. Οι μεγάλοι στύλοι στηρίζονται επάνω σε βάσεις από μεγάλες πέτρες. Τα διάκενα του σκελετού καλύπτονταν με λωρίδες από σανίδια, καρφωμένα ή με ευλύγιστα διαπλεκόμενα κλαδιά δέντρων. Ο τρόπος αυτός ονομαζόταν "μπαγδατί". Ακολουθούσε η εσωτερική και εξωτερική επάλειψη με ανάλογα υλικά, λάσπη, πηλός κλπ. Λέγεται ότι η μέθοδος αυτή κτισίματος ήταν βουλγαρικής προέλευσης. Τέτοιες οικίες ήταν του Χριστόδουλου Χαδόλια, του Κων/νου Μ. Ποάλα, οι οποίοι τις αγόρασαν από Βουλγάρους παλιούς κατοίκους. Ο πιο συνηθισμένος τύπος αρχιτεκτονικής ήταν το «μπαγδατί». Στο μπαγδατί οι τοίχοι του σπιτιού αποτελούνταν από ξύλα, λάσπη, άχυρα και πέτρες. Κάποια άλλα σπίτι ήταν φτιαγμένα εξωτερικά με τοίχους χοντρούς, πάχους τουλάχιστον μισού μέτρου. Τα υλικά ήταν από ξύλινα καδρόνια και κυρίως με πέτρες και λάσπη. Εξωτερικά ήταν επιχρισμένα με ασβέστη. Ήταν μια από τις βασικές ασχολίες των ιδιοκτητών να χρίζουν κάθε άνοιξη, πριν τον ερχομό του Πάσχα με ασβέστη τις αυλές και τους τοίχους. Το σπίτι των γονιών μου, υπάρχει ακόμη ακατοίκητο. Είναι φτιαγμένο ακριβώς με τον τρόπο που σας περιέγραψα. Τα ταβάνια ήταν από ξύλινες πήχες καρφωμένες σε ξύλινα δοκάρια, καλυμμένα με λάσπη και άχυρο. Κι εδώ ο ασβέστης ήταν το πρώτο υλικό συντήρησης και καθαριότητας. Βέβαια έχουν γίνει πολλές επισκευές για να μπορέσουν να αντέξουν στο χρόνο. Κάποιες κατοικίες, πιθανόν να είχαν και αποθήκη, (μπογιάτα). Εκεί οι χωρικοί φύλαγαν προμήθειες για το χειμώνα (φαγητά), Όσοι διέθεταν ζώα, (άλογα, αγελάδες, κατσίκες, πρόβατα, κότες), στην αυλή πάντα, είχαν μικρούς σταύλους και μέρος για την τροφή των ζώων όπως το σιτάρι, το άχυρο κ.ά.. Σε άλλες περιπτώσεις είχαν εκεί τα σαντάλια που ήταν κάποια δέματα ξεραμένου καπνού. Αυτό συνέβαινε γιατί ο καπνός ήταν ένα από τα κύρια προϊόντα της περιοχής και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν καπνοπαραγωγοί, γι' αυτό φύλαγαν εκεί τα σαντάλια μέχρι να πουλήσουν το καπνό. Τα υλικά των οικοδόμων Εκείνη την εποχή φαίνεται πως υπήρχε μεγάλη λιτότητα σε όλα. Έτσι τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι για την κατασκευή των σπιτιών τους είναι τα εξής: σαούλι, βαριοπούλα και το μυστρί. Επίσης τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι οικοδόμοι στην δουλειά τους είναι η πέτρα, η λάσπη, ο πηλός, το ξύλο και έβαζαν και άχυρο στην μέση του τοίχου για να είναι ποιο ανθεκτικός ο τοίχος. Μετά το 1930, ο τρόπος κατασκευής των σπιτιών άρχισε να αλλάζει. Σ' αυτό σενετέλεσε και η δημιουργία των κεραμιδαριών.
Από το Χαράλαμπο Μαλλίδη μαθαίνουμε ότι πριν από το 1940 στο Αρσάκειο λειτουργούσε ένα κεραμιδαριό. Ήταν του πατέρα του και σ' αυτό δούλευε από 13 χρονών. Μετά το τέλος του πολέμου, ο ίδιος έφτιαξε δικό του στη Μέστη, όπου υπήρχε καλύτερο υλικό για τη δουλειά αυτή. Στα κεραμιδαριά έφτιαχναν κεραμίδια και τούβλα, από πηλό, που τον έψηναν σε φούρνο. Με τα υλικά αυτά κυρίως άρχισαν να χτίζονται οι νέες κατοικίες. Τέτοιες ήταν αυτές στην οδό Χρ. Τσιτσώνη, στο δρόμο που είναι η Αγροτική Τράπεζα. Στις Σάπες υπάρχουν ακόμη και σήμερα κατοικίες που κτίστηκαν από το 1900 και μετά και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν. Όλες, όσες σήμερα κατοικούνται, είναι περιποιημένες και έχουν γίνει και διάφορες εργασίες για τη συντήρησή τους π.χ. στα κουφώματα, σε σκάλες κλπ. Όμως η γενική εμφάνιση δείχνει την αρχιτεκτονική της εποχής. Δυστυχώς δε σκεφτήκαμε νωρίτερα να αποτυπώσουμε κατοικίες παλιές που σήμερα έχουν γκρεμιστεί και στη θέση τους χτίστηκαν καινούριες. Αν κάποιος από τους Σαπαίους διαθέτει παλιές φωτογραφίες κατοικιών μπορεί να μας τη διαθέσει για να τις αναρτήσουμε.
Είναι ίσως η πιο παλιά φωτογραφία που υπάρχει από τις Σάπες ή από όσες έχω δει εγώ. Την πήρα από το βιβλίο του Χρήστου Τσιτσώνη. Δείχνει τον κεντρικό δρόμο, όπου ήταν και η αγορά. Τα λίγα σπίτια που υπήρχαν τότε ουσιαστικά βρισκόταν γύρω από το δρόμο αυτό. Κι αυτό θα φανεί από άλλες φωτογραφίες.
Δείχνει τον ίδιο δρόμο με την προηγούμενη φωτογραφία μετά από 31 χρόνια!
Η κατοικία αυτή ήταν του Κων/νου Ποάλα που έζησε εδώ μέχρι τη βουλγαρική κατοχή. Μετά για χρόνια έζησε ο γιατρός και δήμαρχος Σαπών Χρήστος Τσιτσώνης. Έχει γκρεμιστεί εδώ και πολλά χρόνια, αλλά νομίζω ότι ακόμη ανήκει ιδιοκτησιακά στους απογόνους του Κ.Ποάλα. Εδώ είναι τα γνωστά "τσαγκαράδικα"
Και αυτή η φωτογραφία είναι από το βιβλίο του Χρήστου Τσιτσώνη. Ήταν κατοικία και εμπορικό του Χριστόδουλου Χαδόλια. Έχει γκρεμιστεί και στη θέση του έκτισε νέα κατοικία ο εγγονός του Ευάγγελος Χαδόλιας. Ήταν σχεδόν απέναντι από το ΠΑΛΛΑΔΙΟ. (Δίπλα βρίσκεται το Φαρμακείο των κληρονόμων Χρ. Φραγκάκη).
Σάπες, γύρω στα 1947. Εποχή του Εμφυλίου Πολέμου. Οι κάτοικοι των γύρω οικισμών πήραν εντολή από την τότε κυβέρνηση να αφήσουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στις Σάπες, με σκοπό να προστατευτούν από τα ανταρτικά σώματα του Δ.Σ. Την ίδια εποχή, οι κάτοικοι των Κασσιτερών αποφάσισαν να μετακομίσουν μόνιμα στις Σάπες. Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισαν να φτιάχνουν νέες κατοικίες για την εγκατάσταση των οικογενειών τους. Μια από αυτές ήταν και η οικογένεια του Ταμουρίδη. Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Παρασκευά Ταμουρίδη σε νεαρή ηλικία να συμμετέχει και να επιβλέπει τις εργασίες κατασκευής της νέας κατοικίας. Την εικόνα των νεαρών οικοδόμων, την συνδύασα με μια πληροφορία που έλαβα από τον Άγγελο Τζανίδη. Στις Σάπες άρχισε να λειτουργεί μία Τεχνική Σχολή Σαπών (ιδρύματα της βασίλισσας Φρειδερίκης).Τα μαθήματα γινόταν σε ένα τολ πίσω από το μύλο του Εξηντάρη (σήμερα δεν υπάρχει). Παράλληλα με τα μαθήματα γινόταν και πρακτική εξάσκηση. Οι μαθητές της Σχολής εργαζόταν (χωρίς αμοιβή) στο χτίσιμο σπιτιών για να μάθουν καλύτερα την τέχνη. Απόδειξη όλων η παραπάνω μοναδική φωτογραφία, όπου οι νέοι υποψήφιες χτίστες, δουλεύουν κάνοντας κάποια ειδική εργασία ο καθένας. Άλλος σπάζει πέτρες, άλλος κουβαλάει λάσπη, και άλλοι χτίζουν τον τοίχο. (Αρχείο: Θεοδώρας Μισσαρβίδου).
Σάπες Οκτώβριος 1978. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη στην οδό Μπακάλμπαση (στο δρόμο προς τα Αρριανά). Είναι ακριβώς στη διασταύρωση με την οδό Αλκιβιάδου, προς το αστυνομικό τμήμα. Στα μισογκρεμισμένα κτίσματα σήμερα υπάρχουν οι κατοικίες του Πέτρου Μπιτζίδη και δίπλα του Γιώργου Τριανταφυλλίδη, ο οποίος είχε αγοράσει το οικόπεδο από μουσουλμάνο. Τότε τα παλιά αυτά κτίσματα, που είναι προσωρινά κλεισμένα με λαμαρίνες για λόγους ασφαλείας, γκρεμίστηκαν από το Δήμο μετά τη διεύρυνση του δρόμου. Δεξιά η κατοικία τότε του Υφαντόπουλου Σιδέρη. Η φωτογραφία είναι από το αρχείο της Μαρίας Γιουφτσιάδου μαζί με την καλή της φίλη Μαρία Γαβριηλίδου, από την Αρίσβη.