ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΣΕΛΙΔΑ

Ο σφαγέας του ποντιακού ελληνισμού  -  Τοπάλ Οσμάν

  Το 1920 ήρθε ένα θωρηκτό στο λιμάνι της Κερασούντας, ανήμερα του Αγίου Παύλου (Εδώ μπερδεύει τις ημερομηνίες ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης. Ήταν 23 Απριλίου 1919, του Αγίου Γεωργίου, όταν το αντιτορπιλικό «Βέλος» έφτασε στην Κερασούντα, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more), και κατέβηκαν, απ’ αυτό, Έλληνες Αξιωματικοί. Κατευθύνθηκαν στην εκκλησία. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, εξήλθαν οι ιερείς ντυμένοι με τα ιερά άμφια, οι ιερόπαιδες με τα εξαπτέρυγα και όλοι οι Έλληνες μαζί· όλοι παρέλασαν ζητωκραυγάζοντας και γυρίζοντας όλη την πόλη. Άλλοι βγήκαν στα μπαλκόνια, άλλοι στους δρόμους, χειροκροτήματα, φωνές, πράγματα και θαύματα! «Χάλασε» ο κόσμος· χαρά και αγαλλίαση!
  Όταν τελείωσε η παρέλαση, ο κόσμος συγκεντρώθηκε στο ορφανοτροφείο, στο οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα. Συμπληρωματικά, όμως, να πούμε ότι ήταν ένα μεγάλο σχολείο, το οποίο ανακαίνισαν οι Έλληνες, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό κτίριο, το οποίο όποιος το έβλεπε το θαύμαζε.
Ο πατέρας μου στέκονταν όρθιος επάνω στις σκαλωσιές· μόλις είδε τους αξιωματικούς, τους καλωσόρισε και τους ευλόγησε. Απευθυνόμενος όμως, στον επικεφαλής Έλληνα Αξιωματικό, του λέγει:
- Κύριε Ταγματάρχα, δεν κάνατε καλά· δεν ήταν σωστή αυτή σας η κίνηση.
- Μη φοβάσαι πάτερ, σε δεκαπέντε ημέρες θα βρισκόμαστε εδώ, απάντησε ο ταγματάρχης.
- Στον ερχομό σας δεν πιστεύω, λέγει ο πατέρας, όμως, από αυτούς, τους Τούρκους, περιμένω τη σφαγή μας!...
  Ο ταγματάρχης τον διαβεβαίωσε και πάλι:
- Μη φοβάσαι καθόλου, Δέσποτά μου.
  Κατόπιν μπήκε στο σχολείο, ανέβηκε στον τρίτο όροφο και κρέμασε μία τεράστια Ελληνική Σημαία, τεσσάρων μέτρων, και δύο μικρές του Ερυθρού Σταυρού, δίπλα δίπλα.
  Το απόγευμα το θωρηκτό αναχώρησε, οπότε ήλθε το άλλο «θωρηκτό», ο Τοπάλ Οσμάν, πήρε την «δωδεκάρα» (το δωδεκαμελές συμβούλιο του) και ανέβηκε σ’ένα ύψωμα που λέγεται Σάι-ταση και από εκεί επάνω παρακολουθούσε με τα κιάλια του. Εν τω μεταξύ, διασκόρπισε και στην πόλη κάποια άτομα, για να παρακολουθούν από κοντά τους ανθρώπους που λαμβάνουν ενεργά μέρος στις εξελίξεις. Έπειτα, κατέβηκε από το Σάι-ταση, ήλθε κατευθείαν στο σχολείο και παρευθύς κατέβασε την ελληνική σημαία και την τσαλαπάτησε· την έκανε κουρέλι και την πέταξε στα σκουπίδια.
  Δεν μείναμε άλλο στο ορφανοτροφείο, για να μη δώσουμε στόχο, και πήγαμε στο σπίτι ενός δικηγόρου, Παναγιώτης (Εννοεί τον Παναγιώτη Ερμείδη, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more) ήταν τ’ όνομά του, ως να κοπάσει και αυτή η μπόρα.

  Εγώ μικρός ήμουν πολύ ζωηρός και ο πατέρας μου, όπως είπα και προηγουμένως, όπου πήγαινε, μ’ έπαιρνε μαζί του· δεν καθόμουν καθόλου ήσυχα· τριγυρνούσα στην πόλη μονάχος, εξερευνώντας τα σοκάκια και τις συνοικίες της. Μία μέρα πήγα στο Σοχάχ-παση. Ήταν εκεί ένας φούρνος· ο φούρναρης ακουμπούσε στον πάγκο του κι ένας άλλος απ’ έξω του λέει:
- Τι συνεδριάζουν κρυφά, ας το πουν ελεύθερα· «ή ταν ή επί τας»· ή εκείνοι ή εμείς.
  Έτσι είπε αυτός ο πατριώτης, όμως εγώ παιδί, δεν κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια του. Έτσι, πήγα και είπα στον πατέρα μου όλα όσα άκουσα. Αυτός μου εξήγησε:
- Ο Τοπάλ Οσμάν συνεδριάζει μαζί με την «δωδεκάρα» του, πώς θα μας εξοντώσουν, και δεν μπορούν να αποφασίσουν. Ο Τοπάλ Οσμάν τους λέγει, «εσείς πάρτε απόφαση και εγώ ξέρω πως θα τους εξοντώσω».
  Αυτός ο Κτηνάνθρωπος ο Τοπάλ Οσμάν, τόσο πολύ μισούσε τους Έλληνες, που ήθελε να μας εξοντώσει. Εάν είχε μεγάλη εξουσία δεν θα άφηνε ούτε μία ψυχή.
  Η κατάσταση ολοένα και χειροτέρευε. Μία ημέρα, διέταξε τον κλητήρα να διαλαλήσει στον κόσμο, την πρόσκλησή του για τη δημιουργία του εθελοντικού σώματος των τσετών.
   Στο μεταξύ εμείς στην Νικόπολη, δεν είχαμε Δεσπότη (ήταν ο Μητροπολίτης Κολωνίας και Νικοπόλεως, Σωφρόνιος Νηστόπουλος, που πέθανε στις 10 Φεβρουαρίου 1917, http://garasari. blogspot.gr/ 2015/06/blog-post.html#more), είχε πεθάνει στους πολέμους και δεν μας έστειλαν άλλον. Πέρασε ένας μήνας, αφότου έφυγε το θωρηκτό, και τότε μας έστειλαν Δεσπότη. (Ήταν ο από Σεβαστείας, Γερβάσιος Σουμελίδης, από τη Βαρενού της Αργυρούπολης, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more) Ήρθε στην Κερασούντα, όπου και κάθισε μια εβδομάδα. Ο πατέρας μου μαζί με τον δικηγόρο, τον Παναγιώτη, και φυσικά και εμένα μαζί τους, πήγαν να τον καλωσορίσουν. Διέμενε προσωρινά, σε ένα ξενοδοχείο, κάτω στην ακρογιαλιά. Τον καλωσορίσαμε και οι μεγάλοι άρχισαν τη συζήτηση.
- Τώρα, λέγει ο Δεσπότης, όσοι είναι από την περιφέρεια της Νικοπόλεως, να γυρίσουν όλοι πίσω στα χωριά τους.
  Πράγματι, ήταν πολύς ο κόσμος από τα δικά μας τα μέρη στην Κερασούντα· λόγω της πείνας οι περισσότεροι πέθαναν και άλλοι σκόρπισαν εδώ κι εκεί.
  - Δεν θα ήθελα να γυρίσω πίσω, του λέγει ο πατέρας μου, τα πράγματα δεν πάνε καλά, αν μπορείς να μας κάνεις ένα καλό, να εξασφαλίσεις τα ναύλα της οικογένειάς μου, και να μας στείλεις στην Κωνσταντινούπολη.
- Εάν στείλω εσένα στην Κωνσταντινούπολη, του αποκρίνεται ο Δεσπότης, πως θα πάω χωρίς εσένα στην Νικόπολη;
  Έτσι υποχρέωσε τον πατέρα μου να επιστρέψει στην πατρίδα. Ο δε δικηγόρος, ο Παναγιώτης, συμφώνησε με την άποψη του πατέρα μου:
- Παπα-Γιάννη, πολύ καλά του είπες, είσαι έξυπνος. Καταλαβαίνω κι εγώ ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά.
Έχω κάμποσα αλατσάκια στο Κεσάπην , ας πάω να τα μαζέψω. (Η κωμόπολη Κασσιόπη – Κεσάπ, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)
- Τρελάθηκες; του λέει ο πατέρας μου, πού θα πας με αυτήν την κατάσταση; Δεν βλέπεις ότι δεν αξίζουμε ούτε σαν μία κότα;
- Όχι πάτερ, μία στιγμή θα πάω με την βάρκα και μέχρι το μεσημέρι εδώ θα είμαι.
Ο πατέρας μου, δεν μπόρεσε να του αλλάξει γνώμη, και έπραξε όπως είπε. Πέρασε όμως, η ώρα, και ούτε το μεσημέρι φάνηκε, ούτε το βράδι, ούτε και την άλλη μέρα. Η οικογένειά του άρχισε να ανησυχεί· είχε δύο λεβέντες ανιψιούς, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν και έψαχναν να τον βρουν. Ήρθαν και στον πατέρα μου:
- Ευλογημένα παιδιά μου, δεν φάνηκε από εδώ, δεν τον είδα.
  Μετά από μία εβδομάδα, μάθαμε το κακό: τον έπιασαν στην βάρκα, τον έκαναν κομμάτια και αφού τον έβαλαν σ’ ένα τσουβάλι, τον πέταξαν στην θάλασσα! Μετά από εκείνον, σειρά είχε ο ιατρός· τον συνέλαβαν και τον έσφαξαν! (Εννοεί τον γιατρό Θωμαΐδη, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)

  Κάθε μέρα, κατά διαταγή του Τοπάλ Οσμάν, ο κλητήρας συνέχιζε να καλεί τον κόσμο να εγγραφεί στους καταλόγους των εθελοντών τσετών. Άρχισαν να έρχονται από τα χωριά, σαν τα κοπάδια και να εγγράφονται. Βλέπεις, το κακό ολοένα και περίσσευε.

   Ήρθε η ώρα της επιστροφής. Κάποιες αναγκαίες ετοιμασίες και ξεκινήσαμε τον δρόμο της επιστροφής. Επειδή, όμως, η κίνηση στους δρόμους, είχε καταστεί φοβερά επικίνδυνη, κινδυνεύαμε από άμεση σφαγή, σκέφτηκε ο πατέρας μου, να ζητήσει τη βοήθεια του Τόμογλη.
  Με πήρε λοιπόν, ο πατέρας μου, και από το Σοχάχ-παση, τραβήξαμε προς τα επάνω, προς το Γενή-ολη. (Εννοεί το Γενή-γιόλ, τον καινούργιο δρόμο, προέκταση του κεντρικού Σοκάκ-μπασή, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)
  Από εκεί είδαμε τον Τόμογλη, να κατεβαίνει από το Σαγιταση, καβάλα στο άλογό του, και να έρχεται, μέσω του κεντρικού δρόμου, προς το μέρος μας.
  Αμέσως, ο πατέρας τον χαιρέτισε και κράτησε το άλογο από τα χαλινά. Δεξιά και αριστερά, βρίσκονταν πολιτσμάνοι· κοίταζαν με απορία, και είπε ο ένας στον άλλον:
- Αυτός ο παπάς από πού κι ως που πηγαίνει και κρατά με αυτήν την τόλμη τα χαλινά του αλόγου του Τόμογλη;

  Αφού εξήγησε στον Τόμογλη τον λόγο της συναντήσεώς τους, ότι δηλαδή φεύγει για την πατρίδα και ότι ήθελε μία βέζικα, για να κυκλοφορεί στους δρόμους ελεύθερα, αμέσως, ο Τόμογλης, φώναξε από απέναντι έναν πολισμάνο:
- Πάρε αυτήν την βέζικα, και γρήγορα πήγαινε στον Οσμάν αγά να την υπογράψει και να την ξαναφέρεις.
Ο πολισμάνος, αμέσως πήγε στον Τοπάλ Οσμάν, την υπέγραψε και την έφερε. Ο Τόμογλης έδωσε την βέζικα στον πατέρα μου και του ειπε:
- Με αυτό θα πας στην πατρίδα σου με ασφάλεια. Μην φοβάσαι καθόλου.

  Την επόμενη ημέρα, μίσθωσαν έναν αγωγιάτη και με τρία μουλάρια ξεκινήσαμε τον δρόμο της επιστροφής στην πατρίδα. Διανύσαμε απόσταση μιας ώρας από την Κερασούντα. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με τσέτες. Από τα μάτια τους έτρεχε αίμα. Μας αγριοκοίταζαν συνεχώς, αλλά δεν έλεγαν κουβέντα, εξαιτίας της βέζικας, που είχαμε στο χέρι. Η απορία τους όμως, ήταν έκδηλη. Διερωτόντουσαν πως βρέθηκε η βέζικα στα χέρια μας και κυκλοφορούσαμε ελεύθερα. Έλεγαν αναμεταξύ τους:
- Φαίνεται οι αγάδες θα είναι φίλοι του.

  Σε τρεις ημέρες πήγαμε στην πατρίδα μας την Νικόπολη, στο χωρίον Λίτσασα. Οι χωριανοί ήρθαν και μας καλωσόρισαν. Έκαναν παρακάθ’ μέχρι τα μεσάνυχτα. Ακολούθησε τραπέζι και κατά την μία μετά τα μεσάνυχτα, αποχώρησαν.

Η επιστροφή του Ταραλή

  Βαδίζουμε το 1920. Ένα μήνα αφότου πήγαμε στην Πατρίδα, ακούσαμε ότι ήλθε ο Ταραλής ο Χατζίκας με είκοσι παλικάρια από την Ρωσία, με βάρκα και βγήκε στην Κερασούντα για να σκοτώσει τον Τοπάλ Οσμάνην. Το δίκτυο των χαφιέδων όμως, λειτουργούσε καλά σε αυτές τις περιπτώσεις. Έτσι, τον πρόδωσαν.
  Ήταν βράδι, σκοτάδι· και παρόλο που οι άνθρωποι του Ταραλή φύλαγαν έξω σκοπιά αλλά ήταν ανώφελο. Ο Τοπάλ Οσμάν με τριάντα περίπου τσέτες, περικύκλωσε το σπίτι και οι τσέτες άρχισαν πυρ. Σκοτώθηκαν όλα σχεδόν τα παλικάρια, εκτός από τον Ταραλή. Αυτόν τον έδεσαν στην ουρά ενός μουλαριού, και τρεις ημέρες τον γύριζαν μέσα στην πόλη σέρνοντάς τον!
   Μία εβδομάδα μεσολάβησε από τα δυσάρεστα γεγονότα και άλλη μια βραδιά έκανε την εμφάνισή της. Το σκοτάδι είχε απλώσει το μαύρο του πέπλο. Γράφει ο Αλέξανδρος:
  Διακρίναμε, εγώ κι ο πατέρας μου, κάποιες παράξενες και ύποπτες κινήσεις· δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, εάν ήταν άνθρωπος ή κάτι άλλο. Μετά από μία προσεκτικότερη ματιά, και αφού είχαν πλησιάσει περισσότερο, μετρήσαμε έξι άτομα. Ο ένας φώναξε:
- Κουμπάρε παπα-Γιάννη, εγώ είμαι, ο Κυριάκος, ο αδελφός του Ταραλή…
  Τους βάλαμε, βιαστικά, στο σπίτι, και μας ιστόρησε πώς τους πρόδωσαν και πώς ενεπλάκησαν σε μάχη. Γλύτωσαν μόνο έξι άτομα, και αυτός είχε τραυματιστεί στον δεξί μηρό. Αφού έφαγαν, τους μεταφέραμε σ’ ένα απόκεντρο σπίτι για να μην υποψιαστεί κανείς τίποτε· ανήκε σε μια φτωχή χήρα. Δεν ήταν δυνατόν να παραμείνουν στο σπίτι μας, διότι νύχτα μέρα βρίσκονταν αστυνόμοι και χωροφύλακες.
  Κάθε μέρα, τους πήγαινα, προσεχτικά, φαγητό. Αυτό κράτησε μία εβδομάδα. Ο πατέρας μου ζήτησε τη συνδρομή της Μητροπόλεως. Πήγε λοιπόν, στην Νικόπολη και ανέφερε στον Δεσπότη, λεπτομερώς, το περιστατικό, ζητώντας να βρεθεί κάποιος τρόπος για να τους φυγαδεύσουν πίσω, στην Ρωσία. Τελικώς, βρήκαμε έναν έμπιστο Τούρκο, και τους στείλαμε στη Ρωσία.

Οι σφαγές και οι εξορίες συνεχίζονται

  Στην Νικόπολην τα πράγματα ήταν σχετικά καλά. Στην Κερασούντα όμως, συνεχίζονταν οι σφαγές και οι σκοτωμοί. Ακούγαμε τα φρικτά γεγονότα και ήμασταν τρομοκρατημένοι. Το ’21, ο Τοπάλ Οσμάν ήλθε και στην Νικόπολη για να σφάξει τους Κύρτηδες (Κούρδους). Προειδοποίησε, μάλιστα, ορισμένους δικούς μας, ότι τώρα θα καθαρίσει αυτούς και την επόμενη φορά θα λογαριαστεί με μας.
   Οι Κύρτηδες ήταν σε δύο περιφέρειες, στο Τζήτι και στο Τερσίμη. Στο Τζήτι, τους καθάρισε όλους. Στο Τερσίμη δεν μπόρεσε, διότι ήταν εκ φύσεως φρουρημένο, είχε μόνο μία είσοδο από την οποία δεν κατόρθωσε να μπει μέσα. Στο Τζήτι όμως, τους εξόντωσε και άρπαξε τις περιουσίες τους. Έφεραν στο χωριό μας πεντακόσιες αγελάδες και μας είπαν να τις φυλάξουμε, μέχρι να γυρίσει ο Οσμάν αγάς. Τι να κάνουμε κι εμείς, θέλαμε δεν θέλαμε, βάλαμε σειρά και κάθε μέρα τις φύλαγαν δύο άτομα από κάθε σπίτι. Μετά από έναν μήνα, ήλθαν και τις πήραν.

  Η σφαγή συνεχίζονταν στην Κερασούντα. Ο Οσμάν έσφαζε πέντε με δέκα άτομα κάθε μέρα. Πριν τους σφάξει όμως, τους υπέβαλε σε βασανιστήρια· τους τυραννούσε. Κάποια φορά, γύμνωσε ογδόντα κορίτσια και τα γύριζε στα τούρκικα χωριά. Οι Τούρκοι τα κορόιδευαν και έκαναν τέτοια αίσχη, που δεν λέγονται.

  Στα ’21 με ’22, πάλι έγιναν εξορίες· από τον Γοζλού, Ζονγκουλδάκ από την Πάλιαν, από Γαρασουήν. Όσοι ήτανε σε ηλικία στράτευσης, τους έπαιρναν στο στρατό και τους άλλους τους εξόριζαν στη Σινώπη, άλλους στην Τοκάτη και άλλους στο Ντιγιαρμπακίρ. Κατά τη διάρκεια της πορείας, του εκτοπισμού, που διαρκούσε σαράντα μερόνυχτα, τους υπέβαλαν σε διάφορες τυραννίες και μαρτύρια, όπως το μαρτύριο του καλπασμού, της πείνας και της δίψας. Τα βράδια τους στρίμωχναν στα χάνια. Εκεί, λόγω των συνθηκών τους έπιασε δυσεντερία, και δεν τους επέτρεπαν να κάνουν την ανάγκη τους και ουρούσαν επάνω τους.
  Είχα τέσσερα αδέλφια στη Γοζλού· τους δύο τους πήραν στρατιώτες, τον μικρότερο τον εξόρισαν στο Ντιγιαρμπακίρ, και ο άλλος ήτανε κρυμμένος σε κάτι υπόγεια, στα οποία και πέθανε στα τριάντα πέντε του χρόνια. Αυτά όλα έγιναν από το ’21 μέχρι το ’22 για να εξοντώσουν τον ελληνισμό.

  Γυρίζουμε και πάλι στον Τοπάλ Οσμάνην, την δεύτερη φορά που ήρθε στην Νικόπολη για να εξοντώσει και εμάς. Οι τσέτες είχαν σκορπίσει στα χωριά και μέρα νύχτα σκόρπιζαν τον θάνατο και άρπαζαν περιουσίες.
  Πριν έλθουν και στο χωριό μας, μαζεύτηκαν όλοι οι άντρες σε ένα σπίτι και συνεδρίασαν. Τέθηκε το δίλλημα: «να φύγουμε ή να μείνουμε». Ορισμένοι είχαν την άποψη, ότι εάν μπορούσαμε να γλυτώσουμε δίνοντας χρήματα να μη φύγουμε. Τελικώς, αφού μάθαμε ότι οι τσέτες βρίσκονταν σε γειτονικό χωριό, μισή ώρα από το δικό μας, το Καταχώρι, αποφάσισαν οι δικοί μας να στείλουν δύο καλά παλικάρια, για να μάθουν εάν δωροδοκούνται. Εάν γλυτώναμε με αυτόν τον τρόπο, θα μέναμε, διαφορετικά, θα εγκαταλείπαμε το χωριό.

  Ήλθαν τα παλικάρια και είπαν ότι με τα λεφτά συμβιβάζονται. Έτσι άρχισαν να μαζεύουν λεφτά. Ορισμένοι, όμως, άλλαξαν γνώμη, και λέγουν στον πατέρα μου:
- Εμείς, παπα-Γιάννη, δεν καθόμαστε, ακόμη και αν οι τσέτες συμβιβάζονται με πληρωμή. Θα φύγουμε στα βουνά. Θα σου δώσουμε βέβαια, χρήματα, για να τα δώσεις στους τσέτες. Θα πάμε στα σπίτια μας να εφοδιαστούμε με λίγο ψωμί και θα φύγουμε.
  Πριν όμως, οι χωριανοί να βγουν από το σπίτι όπου συνεδρίαζαν, οι τσέτες είχαν ήδη κυκλώσει το χωριό, χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση. Αυτοί που θα πήγαιναν στα σπίτια τους για να πάρουν λίγη τροφή, βάδισαν πέντε-δέκα βήματα και άκουσαν φωνές: «ταβραμά, ταβραμά, ταβραμά». (Ακίνητοι)
Παντού ακούγονταν αυτή η λέξη. Χωρίς να προλάβουν να αντιδράσουν, τους συγκέντρωσαν όλους σε μια κάμαρη. Όταν ξημέρωσε, τρεις τσέτες μπήκαν στο σπίτι εκείνο που συνεδριάζαμε, διότι ορισμένοι ήμασταν ακόμη εκεί, και άρχισαν να δέρνουν, να σπρώχνουν τον ένα από εδώ και τον άλλο από εκεί, δημιουργώντας πανικό και τρόμο. Ο ένας τσέτης, που ήτανε ψηλός και λέγονταν Ουσούν Σερίφ, είπε στον πατέρα μου:
- Εσύ μην πας κάτω στο μαχαλά με τους άλλους που τους έβαλαν στη φυλακή.
Ένας άλλος όμως, που τον έλεγαν Ομέρ (πρέπει να ήταν ο αρχιτσέτης Σεπετέ-ζαντέ Ομέρ, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more), είχε αντίθετη άποψη:
- Όχι, ας πάει και ο παπάς εκεί κάτω με τους άλλους, όπως και πήγε.

  Αργότερα έσφαξαν ένα κριάρι για να φάνε και φώναξαν την μάνα μου για να τους το μαγειρέψει. Η μάνα μου ήτανε η καλύτερη μαγείρισσα. Πήγα κι εγώ μαζί της. Το σπίτι όπου θα γίνονταν το μαγείρεμα και το φαγοπότι, ήταν του παρέδρου. Όσους άντρες είχαν μαζέψει, τους είχαν ακόμη κλειδωμένους στην κάμαρη.
  Απ’ ότι καταλάβαμε, γύρευαν κάποιον Θόδωρο Κουκουλιόζ. Ο Θεόδωρος αυτός όμως, δεν ήταν από το χωριό μας, παρά ταύτα είχαμε κι εμείς ένα Θεόδωρο. Οπότε αυτοί Θεόδωρο έψαχναν, και Θεόδωρο βρήκαν. Τον έπιασαν λοιπόν, και τον περίλαβαν στο ξύλο· τον έδερναν αλύπητα και ασταμάτητα.
Κατά τη διάρκεια που τον έδερναν, άκουγαν και οι άντρες του χωριού, διότι η κάμαρη, στην οποία ήταν κλεισμένοι οι χωριανοί μας, γύρω στα τριάντα άτομα, είχε δύο πόρτες. Μία εξώπορτα και μία εσώπορτα. Η εσωτερική πόρτα, συνδέονταν με το σταύλο, όπου βρίσκονταν ο Θόδωρος και τον έδερναν αλύπητα. Φώναζε ο δύστυχος, ούρλιαζε, τσίριζε και ελεγε:
- Παπαγιάννε, γλύτωσέ με, Παπαγιάννε, γλύτωσέ με…
  Τριάντα άτομα άκουγαν, έβλεπαν και κανένας από τον φόβο τους δεν τολμούσε να ψελλίσει κουβέντα. Ο πατέρας μου, δεν άντεξε. Κτύπησε την πόρτα και την άνοιξε. Γονάτισε μπροστά στον βασανιστή και του λέγει:
- Ταγήρ εφέντη, τι θέλετε από εμάς, πέστε το.
  Ο Τούρκος, βλέποντας τον παπά να γονατίζει μπροστά του, στεναχωρέθηκε, και του είπε πως δεν έπρεπε να το κάνει αυτό.
Κατόπιν του είπε:
- Παπάζ εφέντη, να μας φέρετε διακόσιες λίρες και θα σας αφήσουμε. Τα λεφτά όμως, να μου τα δώσεις εσύ, και κανείς άλλος δεν θα υπάρχει κοντά μας.
- Αυτό είναι εύκολο, του λέγει ο πατέρας μου, αλλά για να γίνει, πρέπει ν’ αφήσεις κάμποσα άτομα ελεύθερα, για να πάνε να μαζέψουν τα λεφτά από το χωριό. Τόσα χρήματα δεν έχουμε μαζί μας, οπότε πρέπει να συλλεχθούν από σπίτι σε σπίτι.
  Άφησε, ο Ταγήρ, τρία άτομα ελεύθερα και ο καθένας έπιασε από έναν μαχαλά και έτσι γύρισαν όλο το χωριό. Η συγκομιδή τους, ήταν εκατόν ενενήντα λίρες. Τις έδωσαν στον πατέρα μου κι αυτός με τη σειρά του στον Ταγήρ. Ο Τούρκος τις μέτρησε και αφού τις βρήκε λειψές, λέει:
- Παπάζ εφέντη, διακόσιες λίρες δεν συμφωνήσαμε;
- Δυστυχώς, αυτές είναι όλες όσες βρήκαμε.
- Άιντε, και αυτά που λείπουν, στα χαρίζω.

  Ετοιμάζονταν τώρα να φύγουν οι τσέτες, όμως εκείνον τον Θεόδωρο, τον πήραν μαζί τους. Ανέβηκαν στ’ άλογά τους και αυτόν τον ταλαίπωρο, τον ανέβασαν σ’ ένα μουλάρι με σκοπό να τον σκοτώσουν. Ξεκίνησαν κι αυτός ο καημένος έκλαιγε και φώναζε:
- Παπαγιάννη γλύτωσέ με, θα με σκοτώσουν, απόψε το είδα στ’ όνειρό μου.
Ξεκίνησαν οι τσέτες· τα παιδιά και η γυναίκα του Θόδωρου έκλαιγαν και οδύρονταν ακολουθώντας τους, όπως και ο πάρεδρος του χωριού μαζί με τον πατέρα μου, εμένα και τον Κυριάκον Παπαδόπουλον. Εμείς βαδίζαμε δέκα είκοσι μέτρα πιο πίσω. Συνέχεια προέτρεπαν τον πάρεδρο να γυρίσει πίσω, πριν είναι αργά. Εκείνος όμως, αμίλητος, βάδιζε με σκυμμένο το κεφάλι. Κατόπιν, γυρίζει ο υπαρχηγός των τσετών, μάς είδε να ακολουθούμε και μάς είπε να γυρίσουμε διότι θα «τρώγαμε κι εμείς τα μούτρα μας», όπως και τελικά κάναμε.
  Οι τσέτες, σταμάτησαν στα χάνια, που βρίσκονταν στο δημόσιο, έξω από το χωριό. Ξεπέζεψαν από τ’ άλογά τους και οδήγησαν τους μελλοθάνατους μπροστά τους, για να τους εκτελέσουν.

  Εκεί όμως συνέβη κάτι το αναπάντεχο! Στο σημείο εκείνο, υπήρχε μία κοιλότητα, από την οποία εμφανίστηκαν ξαφνικά τρεις καβαλάρηδες. Ήταν δικοί τους, αγγελιαφόροι. Κάτι τους είπαν και αμέσως άφησαν τους δικούς μας και έφυγαν!



Το τέλος του Τοπάλ Οσμάν

  Όταν ήλθε ο Τοπάλ Οσμάν στην Νικόπολη, ο Νομάρχης μας (ήταν ο μουτεσαρίφης – έπαρχος της Νικοπόλεως, Ριφάτ μπέης, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more) δεν βρίσκονταν εκεί. Είχε να διεκπεραιώσει κάποιες υπηρεσιακές υποθέσεις στην Σεβάστεια και δεν γνώριζε για τη δράση του αιμοσταγούς Οσμάν. Μετά από κάποιο ενημερωτικό τηλεφώνημα που του έγινε από κάποιον, για τις φονικές επιδρομές του Τοπάλ Οσμάν, ότι δηλαδή, σκοτώνει, ρημάζει και σφάζει, έστειλε αμέσως, ο Νομάρχης μας, ένα τελεσίγραφο στον Κεμάλ Ατατούρκ, με το οποίο διαμαρτύρονταν για τα κακουργήματα που διέπραττε ο Οσμάν, χωρίς να έχει δικαίωμα. Δεν είχε καμιά δικαιοδοσία στην δικιά του περιφέρεια:
- Εγώ είμαι ικανός να διοικήσω την περιφέρειά μου. Τους δικούς μου τους χριστιανούς, ό,τι θέλω τους κάνω, κανείς άλλος δεν είναι άξιος.
   Ο Κεμάλ Ατατούρκ έστειλε αμέσως ένα τηλεγράφημα στον Τοπάλ Οσμάν· «γρήγορα να φύγεις από την Νικόπολην και να έλθεις στην Άγκυραν».
  Όταν πήγε στην Άγκυρα, ο Κεμάλ Ατατούρκ τον έβαλε να δολοφονήσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Ναζή μπέη (Ήταν ο Αλή Σουκρή μπέης, βουλευτής Τραπεζούντας και επικεφαλής της αντιπολίτευσης στην Εθνοσυνέλευση, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more), ο οποίος ήταν από την Τραπεζούντα, και μας αγαπούσε πολύ και δεν ήθελε την ανταλλαγή· γι’ αυτό δεν τον χώνευε. Φυσικά, ο Κεμάλ ήταν έξυπνος, και δεν ήθελε να φανεί ότι βρίσκονταν αυτός πίσω από την δολοφονία. Έτσι, έβαλε κάποιους να σκοτώσουν και τον Τοπάλ Οσμάν.
   Ο Τοπάλ όμως, αφού σκότωσε τον Πρόεδρο, κατάλαβε τα σχέδια του Κεμάλ, και προσπάθησε να ξεφύγει. Κατέφυγε σ’ έναν παπά, και του ζήτησε να τον κρύψει. Ο παπάς του υπέδειξε ένα ερειπωμένο σπίτι, όπου θα μπορούσε να κρυφθεί. Εκεί θα του πήγαινε φαγητό για να τρώει.
Δεν κατάφερε όμως, να γλυτώσει· τον πήραν μυρωδιά, κύκλωσαν το σπίτι, τον σκότωσαν και φώναζαν:
- Το σκυλί ψόφησε … (Στις 2 Απριλίου 1923, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)
Το πτώμα του Οσμάν, το μετέφεραν στην Κερασούντα και εκεί το παράχωσαν. Την άλλη μέρα πήγαν οι συγγενείς στο μνήμα του, και τι να δουν: κάποιος πήγε και αφόδευσε επάνω στο μνήμα του, όμως, κάποιος Τούρκος και όχι Έλληνας. Μήπως όλοι οι Τούρκοι τον αγαπούσαν; Δεν τον αγαπούσαν αλλά τι να έκαναν, ήταν δικτάτορας.

  Το χωριό μας συνόρευε με τα χωριά της Κερασούντας και έτσι υποφέραμε πολύ. Κάθε εβδομάδα, έρχονταν στο χωριό μας τσέτες· σκότωναν και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν.
  Αφότου συζητήθηκε η ανταλλαγή, το ’22, και πάλι έρχονταν στα χωριά μας και γύρευαν ανυπότακτους, με κύριο σκοπό τον εκβιασμό για λεφτά και για να μας λεηλατήσουν· να μη μας αφήσουν τίποτα.
  Το ’22 προς το ’23, τον Δεκέμβριο μήνα, στην εορτή των Χριστουγέννων, κύκλωσαν την εκκλησία για να μας χαλάσουν την Λειτουργία και την Θρησκεία. Όλο τυραννίες, λεηλασίες· αυτά γίνονταν. Πόσες φορές είπαν στον πατέρα μου:
-Παπάζ εφέντη, δώσε μας αυτό το παιδί.
-Τζάνουμ, τους έλεγε ο πατέρας μου, πώς θα σας δώσω το παιδί μου, αυτό πρώτα πρώτα δεν επιτρέπεται, είναι αηδία!

Ο ξεριζωμός -  Μετά το 1924 έγινε καλά καλά η ανταλλαγή…

  Οι καρδιές των χωριανών, βαριές κι αδικημένες, προσπαθούσαν να συνειδητοποιήσουν το επερχόμενο κακό. Η μεγάλη ώρα του ξεριζωμού πλησίαζε ολοένα και περισσότερο.
  Έπρεπε να φύγουν, να αφήσουν το αγαπημένο τους χωριό, τη Λίτσασα, ίσως με την ελπίδα ότι θα γύριζε η ιστορία, και θα μπορούσαν να επανέλθουν στα αγαπημένα τους ρασία, ότι θα ανάψουν ξανά το καντηλάκι στο εικονοστάσι του σπιτιού τους, στην εικόνα της Παναΐας. Ήλπιζαν ότι θα ξαναφιλήσουν την γεννήτρα Γη του Πόντου.
  Η σκληρή πραγματικότητα όμως δεν τους άφηνε να ονειροπολούν. Έπρεπε να αφήσουν πίσω την ακίνητη περιουσία τους, και να αποφασίσουν τι θα πάρουν μαζί τους, στην Ελλάδα. Έχει ήδη τονιστεί η μεγάλη ευλάβεια, η Πίστη των θαυμαστών προγόνων μας.

  Παρενθετικά, θα παρεμβάλλουμε ένα περιστατικό, που συνέβη σε ένα παραθαλάσσιο καφενεδάκι του Πόντου μας, όπου κάθονται Τούρκοι και Ρωμηοί και αναλόγως ομιλούν «και τρων και πίνουν».
Είναι ημέρα Παρασκευή. Παράμερα από τα τραπεζάκια των περνά ένας σκύλος· φαινόμενο σύνηθες στο επιτόπιο σκηνικό. Ένας Τούρκος, θέλοντας να πειράξει τους Ρωμηούς, φωνάζει προς το διερχόμενο· «Χαράλαμπε! Χαράλαμπε!». Κοντοστέκει ο σκύλος και ο Τούρκος λέει ειρωνικά στον παρακαθήμενο Έλληνα: «Βλέπεις; Ρωμηός είναι!».
  Ο Έλληνας δείχνει συγκρατημένος απ’ έξω, αλλ’ από μέσα, ο νους, η καρδιά του δουλεύουν πολύστροφα. Πιάνει μια ελιά από το πιατάκι του, που είχε ως μεζέ νηστήσιμο για το ποτό του, και την πετά στον σκύλο, ο οποίος έμεινε αδιάφορος. «Βλέπεις;», αποκρίνεται στον Τούρκο, «Ρωμηός δεν είναι!». Κατόπιν απλώνει και παίρνει από το πιατάκι του Τούρκου μεζεδάκι, κρέας ψητό, και του το ρίχνει. Κι ο σκύλος το καταβρόχθισε δια μιας, κουνώντας ευχαριστημένος την ουρά του.
«Το βλέπεις; Τούρκος είναι!» και επεξηγεί στον άναυδο μωχαμέτη: «Παρασκευή σήμερα και οι Ρωμηοί ως Χριστιανοί νηστεύουν· και δεν καταδέχτηκε την ελιά μας, ενώ το κρέας σας… να ήταν κι άλλο! Αφού λοιπόν τρώγει κρέας την Παρασκευή, όπως και του λόγου σας, ‘‘όμοιος προς όμοιο’’ Τούρκος είναι! ».

  Έτσι λοιπόν, ήταν εύκολο γι’ αυτούς να αποφασίσουν τι θα πάρουν μαζί τους, δεν υπήρχε κανένα δίλημμα, καθώς προτεραιότητα είχαν τα όσια και τα ιερά της Πίστεως, κατόπιν κάποια οικογενειακά κειμήλια και τέλος, είδη πρώτης ανάγκης.
  Στις 2 Ιουνίου του 1924 συστήνεται στο χωριό επιτροπή η οποία αναλαμβάνει την ευθύνη της μεταφοράς του ιερού τέμπλου, των εικόνων και των άλλων ιερών κειμηλίων στην Ελλάδα.
  Γράφει σχετικά στο χειρόγραφο τετράδιό του με τίτλο «Ιστορίες και ενθυμήματα» ο γεννημένος το 1905 στη Λίτσασα, πρόσφυγας Παναγιώτης Ποτουρίδης :
  «Εμείς οι ανταλλάξιμοι Νικοπολίτες που κατοικούσαμε στα βάθη της Τουρκίας και πιστοί στη χριστιανική θρησκεία αποφάσισε η Δημογεροντία μας σύσσωμοι εμείς οι κάτοικοι Λυτζάσης με όλην την προσφυγική μας ταλαιπωρία να μεταφέρομεν τα είδη εκκλησίας, εικόνων, ολοκλήρου τέμπλου, επιταφίου και άλλων ειδών του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου εις την Μητέρα Ελλάδα για να μην αφήσομεν και ποδοπατηθούν από τους Τούρκους τα ιερά χριστιανικά κειμήλια των προγόνων μας».
  Για το ίδιο θέμα αξίζει να αναφέρουμε τη μαρτυρία της γενημμένης στη Λίτσασα το 1914 Παρθένας Γουμασίδου-Μαρουφίδου:
«Θυμούμαι ότι, με αγγαρεία οι νέοι του χωριού μας στην αυλή της εκκλησίας για μήνες έκτιζαν κάσες και μάζευαν τις εικόνες και ότι στο χωριό μάζευαν λεφτά, λίγα από τις χήρες, πολλά από εκείνους που ήταν ευκατάστατοι για να νοικιάσουν μουλάρια και να φορτώσουν της εκκλησίας τα πράγματα».

  Από τον έρανο συγκεντρώθηκε το ποσό των 12.096 γροσίων ενώ όλα τα ιερά κειμήλια συσκευάσθηκαν σε 21 ξύλινα κιβώτια.
  Φορτώθηκαν σε μουλάρια και προωθήθηκαν στη Νικόπολη απ' όπου πλέον οργανωμένα μαζί με ομοεθνείς από τη Νικόπολη και από άλλα χωριά της περιφέρειας, συνοδεία εμπίστων Τούρκων τζανταρμάδων (αστυνομικών) και κάτω από κατακλυσμιαίες βροχές μετά από πενθήμερη πορεία φθάνουν στην Κερασούντα.
   Εκεί παραμένουν 49 ημέρες (ο Αλέξανδρος γράφει ότι παρέμειναν τρεις μήνες) ώσπου καταφθάνει στο λιμάνι της Κερασούντας το ατμόπλοιο «Αρχιπέλαγος» με το οποίο αναχωρεί για την Ελλάδα η τελευταία αποστολή ανταλλαξίμων. (http://oisapes.mysch.gr/topos/teblo.html)
  Ήταν 15 Αυγούστου 1924, ανήμερα της Παναγίας, όταν σάλπαρε το ατμόπλοιο. Ήταν η τρίτη και μεγαλύτερη μεταφορά προσφύγων από τη Γαράσαρη.
Στα αμπάρια και στο κατάστρωμα οι ξεριζωμένοι Νικοπολίτες, Ασαρτζουγότες, Λιτσασινοί, Καταχωρέτες, Καϊλικότες, Παλτσανότες, Κορατσινοί, Καλτσασινοί, Λαπότες, Χατζηκιότες, Εσκιουνότες, Καρακεβεζιτινοί, Σουπαχλήδες και λοιποί Γαρασαρέτες.
  Έξι μερόνυχτα ταξίδι και την Παρασκευή 22 Αυγούστου 1924, γράφει η εφημερίδα «Μακεδονία» της Θεσσαλονίκης:
  «Αποβιβασθέντες εν Μίκρα ήρξαντο τελούντες 14ήμερον κάθαρσιν οι αφιχθέντες διά του «Αρχιπελάγους» 3.700 πρόσφυγες εκ Κερασούντος. Μετά την κάθαρσίν των θα μεταφερθώσιν εν Χαρμάνκιοϊ.
  Εν τω μεταξύ αναμένονται διά τριών ατμοπλοίων εκ Πειραιώς 4.500 πρόσφυγες, μετά δεκαήμερον δε εκ Πόντου ο «Έυξεινος» και εν άλλο ατμόπλοιον, αμφότερα πλήρη προσφύγων. Οι υπολειφθησόμενοι μετ’ αυτών εν Πόντω πρόσφυγες, θα ανέρχωνται εις 8 χιλιάδας περίπου». (http://garasari.blogspot.gr/ 2013_01_01_archive.html).
  Στο Χαρμάν-κιοϊ παρέμειναν γύρω στις 40 ημέρες. Από εκεί μεταφέρονται με τρένο μέχρι το σταθμό της Μέστης - Έβρου και στη συνέχεια με βοϊδάμαξες στο χωριό Κασσιτερά (Καλαϊτζή ντερέ) – Ροδόπης. (http://oisapes.mysch.gr/topos/teblo.html)
    Ταλαιπωρημένοι, ρακένδυτοι και εξαθλιωμένοι, αλλά με κουράγιο και υπομονή και κυρίως με την χάρη του Θεού μπόρεσαν να επιβιώσουν και να προκόψουν στο νέο τους τόπο. Το όνομα του χωριού οφείλεται στα κοιτάσματα κασσίτερου που υπήρχαν πλούσια στην περιοχή αυτή.
  Στο νέο τους χωρίον, που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στα 330 μέτρα, ο πατήρ Ιωάννης διακονεί στον ναό του αγίου Δημητρίου, ο οποίος σύμφωνα με τις δυο επιτόπιες χρονολογικές επιγραφές οικοδομήθηκε το 1858. (Ο ναός αυτός κτίστηκε με την πρωτοβουλία μοναχών, κατά την περίοδο 1855 - 1875 με δαπάνες που προέρχονταν κυρίως από τον Τσάρο της Ρωσίας Αλέξανδρο το Β' (1855 – 1881). Ανατολικά του ναού και σε μικρή απόσταση υπήρχαν τα ερείπια ενός παλιότερου ναού, του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος δε σώζεται σήμερα. Πηγή: http://dim-sapon.rod.sch.gr/palia/topos/oikismoi/kasitera.htm)
  Στις 30 Ιανουαρίου του σωτήριου έτους 1930, ο πατήρ Ιωάννης, άφησε την τελευταία του πνοή σ’αυτόν τον μάταιο κόσμο και αναπαύονταν στο χώρο ανατολικά, έξωθεν του ιερού, προσδοκώντας την ανάσταση των νεκρών. Εξήντα ή εβδομήντα χρόνια αργότερα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στο χώρο όπου βρίσκονται και σήμερα, λόγω εργασιών στο ναό.
Το χέρι του, το Ευαγγέλιο και το επιτραχήλιον δεν υπέστησαν φθορά…



  




Τμήμα του ξύλινου ανάγλυφου τέμπλου, όπως σώζεται σήμερα στο ναό των Αγίων Κων/νου και Ελένης.




 

Ευχαριστώ τον Αντώνη Ουρεϊλίδη, για το πολύτιμο οικογενειακό και ιστορικό υλικό που μου εμπιστεύτηκε.

Σελιδομετρητής επισκέψεων

Σελιδομετρητής

Web Hits

O ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

 Λόγω του όγκου της ύλης, υπήρχαν προβλήματα διαχ/σης της μνήμης από το Η/Υ. Για το λόγο αυτό η σελίδα χωρίστηκε σε 2 μέρη. 
  Στο Β' μέρος υπάρχουν τα θέματα: (ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ) - (ΑΣΧΟΛΙΕΣ) - (ΠΡΟΣΩΠΑ) - (ΕΝΤΥΠΑ).  
  Πατήστε εδώ για το Β' ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

    Για την πιο εύκολη αναζήτηση  προσώπων που έζησαν στον τόπο μας με αλφαβητική σειρά.

Αγγελίδης Σταύρ./Αδαμίδης Μ./Αχμέτ Σιαμπάν

Βαλασιάδης Θ./Βασιλειάδης Ηλίας/Βογδανίδης Ι. / Βραδέλης Κ.

Γιαννόπουλος Η./Γιουφτσιάδης Κ./Γουναροπούλου Βεν./

Εξηντάρης Θεολόγος/Ευσταθόπουλος Νικ./ Ευσταθόπουλος Καλ./

Ζαμπογιάννης Θεοδ./

Καραλέξης Σ/Καραμουσαλίδης  Χρ./Καφετζής Α./  Καραβασίλης Βασ/ Κεραμυδάς Γ/Κεχαγιάς Άγγελος/ Κιασήφ Μεμέτ/Κιρκινέζης Ιωάν/Κουσίδης Νικ./ Κυριαζίδης Βασ./

Μπεκιαρίδης Γ./Μπερμπέρ Μεμ/

Λιπορδέζης Γ./

Μαλλίδης Δημ./Μαυρίδης Χαρ./Μπακιρτζής Δημ./  Μπακιρτζής Φωκίων/Μπεκίρ Χουσεΐν/

Νάνος Αλέξιος/

Ουρεϊλίδης Ι./Ουστά Αλή Μουστ/

Παγώνης Κ/Παπαδόπουλος Μιχ./Πάππος Δημήτριος/ Πασχαλιδής Κων./Παυλίδης Ιωάννης/Πέτρογλου Ι./  Πίνιος Ι./Ποάλας Κ./Ποτουρίδης Γαβ./Πρασίδης Αθ.

Ρεφειάδης Παναγ/ Ρούφος Αντ/ Ρωμαΐδης Θωμάς/

Σιδεράς ΓεώργιοςΣκαμνός Χρ/ Σκοπιανός Δημ./ Σταυρίδης Αλεξ./

Τσανίδης Στ./Τραμπίδης Πασχ./ Τσιάκος Θ./

Χαρισιάδης Παν./ Χασάν Αλή Γκ./ Χαφούζ Αλή Μεχ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ


ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΣΑΠΩΝ

Καραθανάσης Δημήτριος - Τσιτσώνης Χρήσ.


ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΡΟΔΟΠΗΣ

============================

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

-ΑΕΤΟΚΟΡΥΦΗ/ΑΕΤΟΛΟΦΟΣ

-ΑΜΦΙΑ/ΑΡΑΤΟΣ/ΑΡΙΣΒΗ

-ΑΡΣΑΚΕΙΟ/ΑΣΚΗΤΕΣ

-ΔΙΩΝΗ/ΣΤΡΥΜΗ

-ΕΒΡΕΝΟΣ/ΙΑΣΙΟ

-ΚΑΣΣΙΤΕΡΕΣ/ΚΙΖΑΡΙ

-ΚΡΩΒΥΛΗ/ΛΟΦΑΡΙΟ

-ΛΥΚΕΙΟ/ΝΕΑ ΣΑΝΤΑ

-ΠΡΩΤΑΤΟ/ΧΑΜΗΛΟ

-ΣΑΠΕΣ

Κάλεσμα για συνεργασία

Όσοι από εσάς, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές και έχετε στη διάθεσή σας πληροφοριακό ή φωτογραφικό υλικό, μπορείτε να μου το στείλετε για να δημοσιευτεί με τα στοιχεία που εσείς επιθυμείτε...
Αυτό μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:
Στο όνομα Γιώργος Κεραμυδάς.
Ταχυδρομικά: Δαβάκη 2 - 
Αλεξ/πολη. Τ.Κ. 68100
Τηλεφωνικά:
 2551020230 - 6976233934

Ηλεκτρονικά: 
geokeram@gmail.com