Τα στοιχεία που παραθέτω στη σελίδα αυτή παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και στηρίζονται σε στοιχεία που δηλώθηκαν από τον Ρεφειάδη Παναγιώτη του Χαραλάμπους από το χωριό Μελεκλί της Κερασούντας. Η δήλωση έγινε στην Ελλάδα αμέσως μετά την εγκατάστασή τους στα Κασσιτερά. Αντίγραφα των μοναδικών και σπάνιων εγγράφων παρουσιάζω από τη σελίδα αυτή. Μου τα έδωσε ο Χαράλαμπος Παναγ. Ρεφειάδης δίνοντάς μου τη δυνατότητα να παρουσιάσω ένα θέμα που οι περισσότεροι αγνοούμε και γι αυτό τον ευχαριστώ... (18/05/2021).
Στις δυο παραπάνω φωτογραφίες βλέπουμε το χωριό της οικογένειας Τριπιτζίδη - Ρεφειάδη σε χάρτη του σήμερα και στην κάτω φωτογραφία μία καταγραφή των ποντιακών χωριών από το βιβλίο του Σάββα Καλεντερίδη. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι το χωριό Μελεκλί είχε 50 ελληνικές οικογένειες με εκκλησία και σχολείο.
Τον Ιανουάριο του 1923 στη Λωζάνη υπογράφηκε Σύμβαση «περί ανταλλαγής πληθυσμών». Όριζε ότι ο «μετανάστης» έπρεπε να λάβει στη χώρα εγκατάστασής του περιουσία ίσης αξίας με αυτήν που εγκατέλειψε στην πατρίδα του. Μια επιτροπή αποτελούμενη από 4 Έλληνες, 4 Τούρκους και 3 από την Κοινωνία των Εθνών θα εκτιμούσε την αξία των εκατέρωθεν περιουσιών. Το Μάιο του 1924 το Υπουργείο Γεωργίας για να βοηθήσει το έργο της ελληνικής επιτροπής στη Μικτή Επιτροπή συνέστησε «Γενική Διεύθυνση Ανταλλαγής Πληθυσμών με σκοπό να συγκεντρώσει τα στοιχεία για τις περιουσίες των ανταλλάξιμων ελληνορθόδοξων πληθυσμών που προσέφυγαν στην Ελλάδα και να προβεί στην οριστική τους εκτίμηση.
Σε πρώτη φάση κάθε πρόσφυγας συμπλήρωνε μία ατομική “Δήλωση Εκκαθάρισης”, στην οποία κατέγραφε αναλυτικά την κινητή και ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψε στην Τουρκία και την αξία της σε χρυσές τουρκικές λίρες. Πιο συγκεκριμένα, στις 8σέλιδες “Δηλώσεις” αναφέρονταν τα εξής στοιχεία:
α) Η ταυτότητα του πρόσφυγα και ο τόπος καταγωγής του: Πόλη ή χωριό της Τουρκίας, καζάς (υποδιοίκηση), σαντζάκι (διοίκηση), ενίοτε και μητροπολιτική περιφέρεια.
β) Ο τόπος διαμονής στην Ελλάδα: Νομός, πόλη ή χωριό, συνοικία και οδός ή περιοχή, προσφυγικός οικισμός, καπναποθήκη κ.ά.
γ) Η ακίνητη περιουσία που εγκατέλειψε: το είδος, δηλ. σπίτι, χωράφι, κατάστημα, εργαστήριο κ.ά., τα μέτρα ή η έκτασή τους, η θέση στην οποία βρίσκονται, με την αντίστοιχη αξία τους.
δ) Η κινητή περιουσία: Ζώα, μηχανήματα, εμπορεύματα κ.ά., με την αντίστοιχη αξία.
ε) Η απώλεια περιουσίας ή η στέρηση εισοδήματος κατά την περίοδο των πρώτων διώξεων, από το 1908 μέχρι τον τερματισμό του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, 1918.
Από Δήλωση Εκκαθαρίσεως
Σε δεύτερη φάση, μετά την υποβολή των “Δηλώσεων Εκκαθάρισης” από την πλευρά των προσφύγων, έπρεπε να ελεγχθεί η αλήθεια των δηλώσεων και το βάσιμο ή όχι των απαιτήσεων. Το έργο αυτό ανέλαβαν οι τοπικές (κοινοτικές) Εκτιμητικές Επιτροπές, που συστάθηκαν από τον Ιούλιο του 1924 στα μεγάλα αστικά κέντρα - Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά - και στα γραφεία ανταλλαγής που είχαν ιδρυθεί στις διάφορες περιφέρειες των “νέων χωρών”. Έδρα εκτιμητικής επιτροπής μπορούσε να είναι όχι μόνο μια μεγάλη πόλη, αλλά ακόμη και ένα μικρό χωριό.
Πράξη εκτιμητικής Επιτροπής
Για τις περισσότερες κοινότητες είχε συσταθεί μία επιτροπή, σε ένα από τα μέρη που είχαν εγκατασταθεί ανταλλάξιμοι αυτής της κοινότητας.
Η αξία των περιουσιακών στοιχείων.
Οι επιτροπές της ίδιας κοινότητας βρίσκονταν σε επικοινωνία μεταξύ τους, με επίσημη αλληλογραφία, αφενός γιατί υπήρχε το ενδεχόμενο να υποβληθούν δηλώσεις αποζημίωσης σε περισσότερες από μία επιτροπές και αφετέρου γιατί πολλοί πρόσφυγες (κυρίως οι συγγενείς) δήλωναν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία (σπίτια, χωράφια κ.ά.) και οι επιτροπές έπρεπε να καταλήξουν σε κάποια απόφαση.
Οι εκτιμητικές επιτροπές συγκροτούνταν από τέσσαρα μέλη (και δύο αναπληρωματικά). Τα τρία ήταν συντοπίτες των προσφύγων από την πατρογονική εστία, πολίτες ευυπόληπτοι στον τόπο καταγωγής αλλά και στη νέα πατρίδα. Το τέταρτο μέλος, που εκτελούσε χρέη γραμματέως, διοριζόταν από το Υπουργείο Γεωργίας.
Με ανακοινώσεις και δημοσιεύματα στον Τύπο, οι επιτροπές καλούσαν τους πρόσφυγες να παρουσιαστούν ενώπιόν τους για να καταθέσουν τις δηλώσεις τους και συχνά για να δικαιολογήσουν τις απαιτήσεις τους, με τίτλους ιδιοκτησίας, μάρτυρες κλπ. Βέβαια στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιτροπές παραλάμβαναν τις δηλώσεις και τα δικαιολογητικά των προσφύγων από πληρεξουσίους τους, που μπορεί να ήταν συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, αλλά και μέλη προσφυγικών συλλόγων. Πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι κατά κανόνα οι πρόσφυγες μιας κοινότητας ήταν διεσπαρμένοι σε πολλά μέρη της Ελλάδας, άρα στην πλειονότητά τους ήταν εγκατεστημένοι μακριά από την έδρα της επιτροπής.
Τα μέλη της επιτροπής, αφού παραλάμβαναν τη δήλωση του ανταλλάξιμου, εξέταζαν αν ήταν βάσιμες οι χρηματικές απαιτήσεις του (με βάση τα δικαιολογητικά που προσκόμιζε ο πρόσφυγας, τη δική τους αντίληψη, τις γνώσεις τους και τις πληροφορίες που συγκέντρωναν) και στο τέλος επιδίκαζαν το ποσό που αντιστοιχούσε στα περιουσιακά του στοιχεία. Από τα αρχεία των επιτροπών διαπιστώνεται ότι κάποιες προσφυγικές δηλώσεις απορρίπτονταν από τις επιτροπές, εν όλω ή εν μέρει, επειδή περιλάμβαναν ανυπόστατα περιουσιακά στοιχεία (π.χ. σπίτια και αγρούς που είχαν ήδη πωληθεί ή είχαν παραχωρηθεί ως προίκα κ.ά. και συνεπώς δεν βρίσκονταν πλέον στην κυριότητα αυτού που τα δήλωσε), επειδή ο πρόσφυγας δεν ήταν γνωστός στους συντοπίτες του, επειδή δεν διέθετε κανένα επίσημο έγγραφο για να τεκμηριώσει τις απαιτήσεις του, επειδή δεν είχε εγκαταλείψει καμία προσωπική περιουσία, επειδή είχε φύγει πολύ νωρίς από την κοινότητά του και δεν θεωρούνταν ανταλλάξιμος και για άλλους λόγους. Το ποσό της αποζημίωσης αναφερόταν στην τελική “Πράξη Εκτιμητικής Επιτροπής” και συνήθως ήταν μικρότερο από το ζητούμενο.
Οι πρόσφυγες που διαφωνούσαν με την εκτίμηση της επιτροπής, μπορούσαν να υποβάλουν ένσταση. Τότε οι Δηλώσεις Εκκαθάρισης και οι Πράξεις των κοινοτικών (τοπικών) εκτιμητικών Επιτροπών παραπέμπονταν σε επαρχιακή επιτροπή (της εκκλησιαστικής επαρχίας στην οποία ανήκε η κοινότητά του), στη συνέχεια και σε πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες επιτροπές του Υπουργείου Γεωργίας.
Οι πράξεις των εκτιμητικών επιτροπών περιλαμβάνουν ένα πλήθος άμεσων και έμμεσων πληροφοριών για την οικογενειακή ιστορία του κάθε πρόσφυγα και αποτελούν σημαντική πηγή για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων που άνθισαν στις πατρογονικά χώματα μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή και την Ανταλλαγή των Πληθυσμών.
Επειδή το έργο της εκκαθάρισης των περιουσιών από τη “Μικτή Επιτροπή” προχωρούσε αργά, η Πολιτεία αποφάσισε να καταβάλει στους πρόσφυγες χρηματικές προκαταβολές, με βάση την προσωρινή εκτίμηση της περιουσίας τους από τις εκτιμητικές επιτροπές. Για να επιταχυνθεί η διαδικασία της αποζημίωσης, χωρίς να επιβαρυνθεί υπέρμετρα ο κρατικός προϋπολογισμός, αποφασίστηκε η έκδοση ομολογιών με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου και κάλυμμα τα μουσουλμανικά ανταλλάξιμα ακίνητα (εκτός από αυτά που είχαν παραχωρηθεί στην ΕΑΠ). Τα ακίνητα αυτά περιήλθαν το 1925 στην Εθνική Τράπεζα (Ε.Τ.Ε.), η οποία θα τα ρευστοποιούσε, ώστε να εξαργυρώσει τους ομολογιακούς τίτλους.
Το ποσοστό της προκαταβολής ανερχόταν στο 5-25% (κατά μέσο όρο στο 15%) της αξίας των περιουσιακών στοιχείων που εγκατέλειψε ο πρόσφυγας στην Τουρκία και δόθηκε κατά το 20% σε μετρητά και κατά το 80% σε ομολογίες. Η ονομαστική αξία κάθε Ομολογίας ήταν 1.000 δρχ., όταν όμως κυκλοφόρησαν στην αγορά, αμέσως έχασαν σημαντικό μέρος της αξίας τους (κυμαίνονταν από 660 έως 830 δρχ.).
Όπως είναι ευνόητο, οι πρόσφυγες περίμεναν σαν σανίδα σωτηρίας τις αποζημιώσεις για να καλύψουν τις τεράστιες βιοτικές τους ανάγκες. Επόμενο ήταν λοιπόν να προχωρήσουν σε μαζική ρευστοποίηση των Ομολογιών και να πέσουν θύματα των επιτήδειων, που εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη τους έσπευδαν να τις αγοράζουν σε πολύ κατώτερη τιμή.
Τελικά οι πρόσφυγες δεν αποζημιώθηκαν πλήρως για τις χαμένες περιουσίες τους. Η «Μικτή Επιτροπή» κατέληξε σε αδιέξοδο και το 1930, με το Σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου - Ινονού, αποφασίστηκε ο συμψηφισμός των εκατέρωθεν περιουσιών, παρότι η αξία των ελληνικών ήταν μεγαλύτερη (κατά τις εκτιμήσεις των μικτών ελληνοτουρκικών συνεργείων και σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι και το Δεκέμβριο του 1928, η αξία των ελληνικών περιουσιών στην Τουρκία ανερχόταν σε 1.074.413 τουρκικές χρυσές λίρες, ενώ των τουρκικών στην Ελλάδα σε 991.447, όμως κατά άλλους υπολογισμούς, οι ελληνικές περιουσίες ήταν πολλαπλάσιας αξίας, μέχρι και 8πλάσιας). Αυτό αναστάτωσε τους πρόσφυγες, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και υπήρξε αιτία για την εκλογική ήττα του Βενιζέλου το 1932.
Στη συνέχεια παραθέτω μερικές σελίδες από τη δήλωση που έκανε ο Χαράλαμπος Παναγιώτου Τριπίτζογλου, όπως τον αναφέρει ο γιος του. Δεν φαίνεται ποιος ακριβώς είναι.
Προέλευσις: Εκ κληρονομίας του πατρός μου Χαραλάμπου Παναγιώτου Τριπίτζογλου.
Ημερομηνία ... τίτλου: Αγνοώ καθότι απώλεσα τους τίτλους μου. Δύνανται να εξακριβωθούν εκ των Κτηματολογικών Γραφείων Κερασούντος.
Κάτοχος τίτλου: Επ' ονόματι του πατρός μου. Το όλον λίρες χρυσές: 5.440
Εκτίμηση αξίας κινητής περιουσίας (αξία επίπλων, απωλεσθέντα κατά τον εκτοπισμόν ημών εκ μέρους της Τουρκικής Κυβερνήσεως εις σκεύη ιματισμού, τάπητας, κλίνας και άλλα αντικείμενα, το όλον λιρ. χρυσ. 135.
Εμπορεύματα: 700 οκάδες λεπτο? 40 χρ. λίρες. 120 οκάδες χαλκός 35 χρ. λίρες.
Κτήνη: 5 αγελάδες λίρ. 25 / 1 βούβαλος λιρ. 15 / 1 ημίονος λιρ. 30, 3 μοσχάρια μεγάλα λιρ. 9 και 40 πρόβατα: λιρ 60 = 139 ...
Ένεκεν του εκτοπισμού ημών ως και ολοκλήρου του χωριού ημών εκ μέρους της Τουρκικής Κυβερνήσεως εστερήθην του εισοδήματος των κτημάτων μου, όπερ κατά τα έτη 1909-1914 ανήρχετο ετησίως εκ λιρών χρυσών 85. Στέρησις του εισοδήματός των κτημάτων μου τριών ετών ανά λιρ. χρυσ. 85=255.
Στέρηση περιουσίας ένεκεν απαλλοτριώσεως ΜΕΤΑ ΤΗΝ 10 ΟΚΤ, 1912.
Ευχαριστώ τον Χαράλαμπο Παν. Ρεφειάδη, για την παραχώρηση αντιγράφων των σημαντικών δηλώσεων με ιστορική αξία της ακίνητης και κινητής περιουσίας στο χωριό Μελεκλί Κερασούντας. Οι δηλώσεις έγιναν στην Ελλάδα, γύρω στα 1926 με 1927. Δεν γνωρίζω ποιο ήταν το αποτέλεσμα της απόφασης της επιτροπής για τις αποζημιώσεις που μπορεί να δόθηκαν στην οικογένεια...
Καταχώρηση 18/5/2021