Η καταγραφή των Σαπαίων, δε βασίζεται σε επίσημα στοιχεία και δεν είναι πλήρης. Οι τόποι καταγωγής που αναφέρονται έγινε με βάση τις οικογένειες των Σαπαίων, οι οποίες δέχτηκαν να συνεργαστούν μαζί μου και οι ίδιες δήλωσαν τον τόπο καταγωγής τους.
Θα προσπαθήσω να καταγράψω όσες περισσότερες οικογένειες μπορέσω να εντοπίσω από την έρευνά μου, έστω και ονομαστικά και επομένως αυτή η σελίδα θα βρίσκεται για αρκετό διάστημα υπό διαμόρφωση.
Πρώτη εγκατάσταση προσφύγων (καταγραφή 1923)
Τα παρακάτω στοιχεία πάρθηκαν από χάρτη της περιοχής μας, όπου υπάρχουν καταχωρημένοι οι αριθμοί του πληθυσμού 1920 και προσφύγων 1923, ανά οικισμό.
http://stavrakoudis.econ.uoi.gr/deth/oikismoi-prosfyges-main20-1923.html
Εγκατάσταση προσφύγων (απογραφή 1928)
Τα παρακάτω στοιχεία πάρθηκαν από χάρτη της περιοχής μας, όπου υπάρχουν καταχωρημένοι οι αριθμού πληθυσμού 1928 και προσφύγων, ανά οικισμό...
http://stavrakoudis.econ.uoi.gr/deth/oikismoi-prosfyges-to.html
Τα παραπάνω στοιχεία πάρθηκαν από έρευνα του ΕΕΠΥΟ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Περισσότερα εδώ:
Απογραφή του πραγματικού πληθυσμού του απογραφέντος την 15-16 Μαΐου 1928, κατά Νομούς, Επαρχίας, Δήμους, κοινότητας, Πόλεις και Χωρία.
Την περίοδο του 1928 είχαν ολοκληρωθεί οι μετακινήσεις των πληθυσμών από και προς την Ελλάδα, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης και τη συμφωνία με τη Βουλγαρία . Οι Έλληνες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα, οι μουσουλμάνοι (εκτός Ροδόπης-Ξάνθης) έφυγαν στην Τουρκία, οι Έλληνες της Ανατ. Ρωμυλίας ήρθαν στην Ελλάδα, ενώ έφυγε και ο τελευταίος Βούλγαρος από τα ελληνικά εδάφη. Τα σύνορα της Ελλάδας είχαν πλέον οριστικοποιηθεί.
Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ [24 Ιουλίου 1923]
Σάπες τη δεκαετία του '70. Τρεις φωτογραφίες της εποχής από το αρχείο του Αλέκου Χαρισιάδη. Μουσουλμάνοι με τις χαρακτηριστικές παραδοσιακές ενδυμασίες, με κάποιες προσθήκες και παραλλαγές βέβαια της εποχής εκείνης. Οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης (Ροδόπη και Ξάνθη), είναι γηγενείς πληθυσμός, αφού περίπου 110 χιλιάδες εξαιρέθηκαν από τη συμφωνιά ανταλλαγής των πληθυσμών και παρέμειναν εκεί που γεννήθηκαν.
Τα βασικά στοιχεία της Συνθήκης της Λωζάνης περιλάμβαναν τα εξής: Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε το Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η εθνικότητα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν.
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου του 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.
Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, με όλα τα δεινά που η Συνθήκη αυτή συσσώρευσε στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.