Οι λαϊκές αγορές, τα παζάρια όπως τα λέμε στην καθημερινή γλώσσα είναι ένας θεσμός που νομίζω πως έχει τις ρίζες του στα παμπάλαια χρόνια και ήταν διαδεδομένος απ’ άκρη σε άκρη του κόσμου. Συνήθως σε κεντρικά χωριά ή πόλεις μια φορά την εβδομάδα έμποροι, πραματευτάδες, χωρικοί και πολίτες αντάμωναν σ' ένα ατέλειωτο δούνε και λαβείν. Πέρα από την ανάγκη να καλύψουν βασικές ανάγκες για την επιβίωσή τους ήταν και μια ευκαιρία διασκέδασης και χαλάρωσης από την καθημερινότητα.
Θυμάμαι τη μάνα μου να λέει όταν ήταν μικρά, με πόση λαχτάρα περίμεναν τον πατέρα τους, πότε θα έρθει από το παζάρι να τους φέρει τα καινούρια παπούτσια που θα φορούσαν τις πασχαλινές γιορτές!
ΤΟ ΠΑΖΑΡΙ ΤΩΝ ΣΑΠΩΝ
Το παζάρι των Σαπών, σύμφωνα με περιγραφές που θα διαβάσετε πιο κάτω πριν το 1900 και κάποια χρόνια μετά, γινόταν στη συνοικία "Ταρσί Τζαμί¨, όπου και το τζαμί. Μην ξεχνάμε ότι ήταν περίοδος Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην περιοχή αυτή δεκάδες ήταν τα μικρά χαμηλά κτίσματα που λειτουργούσαν ως εμπορικά (τα γνωστά τσαγκαράδικα). Σαμαρτζήδες, βυρδοδέψες, τσαγκάρηδες, μπαρμπέρηδες, πεταλωτήδες, μπακάληδες, ράφτες, καφετζήδες ήταν μερικά από τα επαγγέλματα της εποχής.
Χρόνια μετά, απ’ όσο το θυμάμαι εγώ, στα πέντε μου χρόνια, αφού γεννήθηκα και μεγάλωσα στην αγορά του τόπου, το παζάρι γινόταν στον κεντρικό δρόμο της οδού Παπαδήμα. Άρχιζε από την πλατεία του ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ και συνεχιζόταν κατά μήκος. Δεξιά και αριστερά των πεζοδρομίων ήταν παραταγμένα τα σεργκιά και κατέληγε μέχρι το Δημαρχείο. Τα χρόνια εκείνα η κίνηση των αυτοκινήτων ήταν ελάχιστη. Μόνο 2-3 αγοραία ταξί και κάποια φορτηγά εμπόρων. Αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσης δεν υπήρχαν! Από το 1990 και μετά, άρχισε η σταδιακή μεταφορά του στην οδό Μαρινάκη και στο δρόμο που δημιουργήθηκε παράλληλα με την τοποθεσία Δενδράκι, όταν σκεπάστηκε ο χείμαρρος Σάπντερε!
Οι κακοί δρόμοι, τα λίγα και αργοκίνητα μέσα μεταφοράς ανάγκαζαν τους επισκέπτες τις περισσότερες φορές να ξεκινούν από τα χωριά τους την προηγούμενη ημέρα. Έτσι, είχαν την ανάγκη ενός χώρου για να ξεκουραστούν και οι ίδιοι μα και τα ζώα τους. Γι αυτό το σκοπό υπήρχαν τα πανδοχεία και τα χάνια. Υπήρχε ξεχωριστός τόπος για την ανάπαυση των ζώων. Έπρεπε κι αυτές οι ταλαίπωρες ψυχές να ξεκουραστούν και να φάνε σε ένα χώρο κλειστό που θα τα προφύλαγε από τις παγωμένες νύχτες του χειμώνα.
Χάνια, πανδοχεία και ξενοδοχεία υπήρχαν αρκετά στο «Σαπτσή». Μαρτυρία του Γεωργίου Ποάλα αναφέρει τα χάνια του Οικονόμου και του Τσότσιου, ηπειρωτών στην καταγωγή, πολύ πριν το 1900.
Στο βιβλίο του γιατρού Χρ. Τσιτσώνη αναφέρονται επίσης τα χάνια του Ντερτλή Αμέτ και του Χατζηχουσεΐν. Κατά την περίοδο 1920-1935 οργανωμένα χάνια υπήρχαν δυο. Το ένα από αυτά ήταν του Ντερτλή Αμέτ και βρισκόταν στην Κεντρική οδό, εκεί που σήμερα βρίσκεται το υφασματοπωλείο του Ιδρίζ Αμέτ, εγγονού του. (Σήμερα είναι γκρεμισμένο) Ήταν από τα πιο οργανωμένα χάνια στην εποχή του. Διέθετε μερικά δωμάτια για τη διανυκτέρευση των ταξιδιωτών, είχε στάβλο για την παραμονή των ζώων, καθώς επίσης κι ένα υποτυπώδες συνεργείο για την επιδιόρθωση των βλαβών στα κάρα. Στην πίσω πλευρά του πανδοχείου υπήρχε ανάλογος εξοπλισμός για το δέσιμο των ζώων, ταΐστρες για τα ζώα. Είναι χαρακτηριστική η εικόνα, που τη θυμούνται ακόμη και όσοι σήμερα είναι ηλικίας πενήντα χρόνων με τους καμηλιέρηδες και τις καμήλες. Πολύ συχνά περνούσαν ομάδες από καμήλες, δεμένες η μια με την άλλη, καθώς κουβαλούσαν εμπορεύματα, όπως ξύλα, κάρβουνα, υφάσματα κλπ.
Το χάνι του Χατζηχουσεΐν και των παιδιών του υπήρχε από το 1922 μέχρι το 1935 τουλάχιστον. Βρισκόταν κι αυτό στον κεντρικό δρόμο. Ολόκληρο το οίκημα αποτελούνταν από το πανδοχείο και από μικρά μαγαζάκια επί της κεντρικής οδού. Χαρακτηριστικά γράφει στο βιβλίο του ο γιατρός Χρ. Τσιτσώνης: " Ήτο και τούτο ευρύχωρον και έκειτο εις τον κεντρικόν δρόμον των Σαππών με κυρίαν είσοδον μεγάλην. Η προς τον κεντρικόν δρόμον πλευρά του εχρησιμοποιείτο ως στήριγμα (τοίχος) δια την δημιουργίαν, με προσθέσεις ξυλίνας κ.λ.π. μικρών μαγαζιών του ενός δωματίου."
Υπήρχαν και άλλοι επαγγελματίες, κυρίως παντοπώλες, που για να εξυπηρετούν τους πελάτες τους από τη γύρω περιοχή διέθεταν μικρά δωμάτια για τη διανυκτέρευση και χώρους για να δένονται τα ζώα όπως ο Χριστόδουλος Χαδόλιας που αναφέρεται από το Χρ. Τσιτσώνη.
Το ξενοδοχείο "Η ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΙΣ"
Από τα πιο παλιά ξενοδοχεία ήταν: "Η Αδριανούπολις". Ανήκε στον Κων/νο Χατζηθεοδώρου. Ο Κων/νος Χατζηθεοδώρου ήρθε στις Σάπες το 1924, πρόσφυγας από την Ανατολική Ρωμυλία. Άνθρωπος δραστήριος και ικανός, δημιούργησε μια επιχείρηση μοναδική για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Το ξενοδοχείο είχε δυο ορόφους, επάνω ήταν τα δωμάτια και κάτω η αίθουσα υποδοχής μαζί με 4-5 μικρά εμπορικά. Κατά την περίοδο της λειτουργίας του φιλοξένησε γνωστά ονόματα του καλλιτεχνικού κόσμου, όπως ήταν ο Αργυρόπουλος, ο Λογοθετίδης, ο Κατράκης, η Κυβέλη, κ.ά. Για το ξενοδοχείο υπάρχει ενδιαφέρουσα περιγραφή από την κόρη του Ζωή Ρετάλη Χατζηθεοδώρου και ένα τμήμα της θα διαβάσετε πιο κάτω. Λειτούργησε περίπου μέχρι το 1960.
Το ξενοδοχείο «ΑΒΕΡΩΦ»
Το άλλο ξενοδοχείο των Σαπών που λειτουργούσε από τα πρώτα χρόνια μετά το 1920 ήταν το ξενοδοχείο " ΑΒΕΡΩΦ " ιδιοκτησίας του Στέργιου Παπαστεργίου. Ο Παπαστεργίου, ηπειρώτης στην καταγωγή, εγκαταστάθηκε στις Σάπες το 1924. Ήταν από τους δραστήριους ανθρώπους της εποχής και αναμείχθηκε στα κοινά, αφού έγινε και Πρόεδρος της Κοινότητας Σαπών (1931). Το ξενοδοχείο "ΑΒΕΡΩΦ" ήταν ένα διώροφο οίκημα στον κεντρικό δρόμο (εκεί που σήμερα είναι το κρεοπωλείο Τζανίδη). Λειτούργησε μέχρι το 1940 κι έκλεισε όταν άρχισε ο πόλεμος και οι Σάπες βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή
Θα παραθέσω δυο κείμενα από ανθρώπους που γεννήθηκαν και γνώρισαν τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξης που γνώρισε ο τόπος, πριν και μετά την εγκατάσταση των Ελλήνων προσφύγων.
Ο Ηπειρώτης στην καταγωγή και απόγονος της οικογένειας Ποάλα, Γεώργιος Ποάλας (1904-1998) ) έγραψε μεταξύ άλλων:
"Οι μουλαρόδρομοι και οι χωραφόδρομοι με τα βοδάμαξα που ρύθμιζαν την νωχελική ζωή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπαίνανε στο περιθώριο. Οι σιδηρογραμμές καθώς διαπερνούσαν την Βαλκανική διέσχιζαν τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι δυο άντρες που ζούσαν στο Χαϊβάν-Παζάρ κατάλαβαν, όσο κοινωνικά και αγράμματοι κι αν ήταν, ότι εδώ έμπαινε μια τελεία στην Ιστορία. Το τρίγωνο Γκιουμουλτζίνα - Σαπτσή - Ντεντέ-Αγάτς θα ήταν καλός εμπορικός στόχος για τους δυο επίδοξους μεγάλους τσορμπατζήδες. Το τρίγωνο διέθετε τότε μια απέραντη ενδοχώρα, που θα έπαιρνε καινούρια ζωή στο μέλλον με την ανάπτυξη του νέου λιμενικού και σιδηροδρομικού κόμβου του Ντεντέ-Αγάτς. Το Σαπτσή ήταν ένα καθυστερημένο τουρκοχώρι. Ένα μαγαζί που είχε ανοίξει ο Οικονόμου με έναν συγγενή του στο τσαρσί δεν πρόκοψε. Έστειλε τον Κωσταντή συνέταιρό του και οργανωτή.
Καθώς ανέβαινε ο Κωσταντής με την φοράδα του το ύψωμα του Ντικελί-Τας, είδε να προβάλλει ένας πολύ ψηλός μιναρές. Καθώς το μαγαζί της αγοράς εξακολουθούσε για καιρό να φυτοζωεί, ο Κωσταντής μελετούσε τους ανθρώπους και τους τόπους του χωριού. Δίπλα στο κεντρικό Τζαμί ένα μεγάλο οικόπεδο με ένα χάνι μισογκρεμισμένο και γύρο-γύρο άδεια μαγαζιά. Κάθε Παρασκευή, που είναι μέρα γιορτινή της εβδομάδος για τους μωαμεθανούς, όπως η δική μας Κυριακή, γινότανε το βδομαδιάτικο παζάρι.
Ο χότζας, που ήτανε και σαμαράς το επάγγελμα, τα είχε κανονίσει σοφά. Το τζαμί ήτανε μεγάλο και επιβλητικό. Πέτρα πελεκητή, μαρμάρινες φαρδιές σκάλες, μεγάλες τζαμαρίες χρωματιστές. Μπαίνοντας οι προσκυνητές άφηναν τα «γεμενιά» τους σε ένα προθάλαμο και πατούσαν ξυπόλητοι, πάνω σε ένα παχύ στρώμα από απανωτά κελίμια και περσικά χαλιά, για να προσκυνήσουν. Ήταν το πλουσιότερο τζαμί μετά το Γκιμουλτζινιώτικο τζαμί της Μουφτείας. Ήταν όλα τάματα που φέρνανε οι προσκυνητές από το χατζηλίκι. Ανάλογη επιβλητικότητα είχε και ο μιναρές. Ήτανε πανύψηλος με δυο εξώστες έναν για το καθημερινό ναμάζι κι έναν ψηλότερο για το μπαϊράμι. Πέντε φορές την ημέρα ανέβαινε τα στριφογυριστά πέτρινα σκαλιά του ο χότζας μας. Είχε το κουλάϊ του ο λειτουργός του Αλλάχ. Το σαμαράδικο ήτανε πόρτα-πόρτα με τον μιναρέ. Είχε αραδιάσει μερικά δοκάρια μπρος το μαγαζί του και δίπλα στο τζαμί για να δένουν τα γαϊδούρια τους οι παζαρίτες προσκυνητές. Ο Σεμερτζή Χότζας ήταν μια πολυσχιδής και επιβλητική προσωπικότητα για το κεφαλοχώρι και την ευρύτερη περιοχή. Ο Μουφτής της Γκιμουλτζίνας τον είχε περί πολλού. Αξίζει να σας τον περιγράψω σαν έναν Δάσκαλο - Μολλά και σαν άνθρωπο, έναν θυμόσοφο Ναστραντίν. Το χρέος μου αυτό είναι μεγαλύτερο γιατί ο Σεμερτζή Χότζας δεν στάθηκε φίλος και υποστηρικτής πιστός του πάππου μου στα χρόνια της ανόδου του. Στάθηκε πιστός στον πατέρα μου και τα μεγάλα αδέλφια μου όταν βρήκαμε ρημαγμένη από τους βαλκανικούς πολέμους την πατρική μας περιουσία, στις Σάπες, στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, το 1920. Ο Χότζας μας ήτανε στητός, ψηλός σαν μιναρές, το ίδιο μπόϊ με τον πάππο μου. Φορούσε ένα φέσι πυργωτό φρεσκοκαλούποτο πάντα που τον έκαμνε ψηλότερο. Το μπρισίμι της φούντας γυάλιζε στο πλάι. Ένα πλούσιο άσπρο χρυσοκέντητο σαρίκι σαν φωτοστέφανο, έδειχνε πως κάποια ανώτερη θέση είχε στη θρησκευτική ιεραρχία. Οι φτωχοί Χοτζάδες και μαθητευόμενοι Μουεζίνηδες της περιοχής κάθε Παρασκευή ερχότανε να τον προσκυνήσουν. Τα χρυσοκέντητα θεόρατα γεμενιά του είχανε την ξεχωριστή ιεραρχική τους θέση στον προθάλαμο του τζαμιού. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσε ένα παπλωματένιο παλτό σαν ράσο και μάλλινο λαιμοδέτη για να προστατέψει την γλυκόλαλη φωνή του με την χαρακτηριστική ελαφριά βραχνάδα. O θυμόσοφος χαρακτήρας του Σεμερτζή Χότζα αφαιρούσε από το θείο λειτούργημά του τον παλιό ισλαμικό φανατισμό των Σελτζούκων κατακτητών. «Αλλάχ μπιρ Ντουνιαντά», ο Θεός είναι ένας για την ανθρωπότητα, οι προφήτες είναι διαφορετικοί ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις στα Έθνη και τους λαούς. Οι λαοί αλλάζουν τόπους, μετακινούνται. Συγχρωτίζονται με άλλους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους λαούς. Ήξερε να ερμηνεύει σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του, το κοράνι. Τα ίδια ένοιωθε και ο πάππος μου, όταν από παιδί άκουγε τα βυζαντινά ψαλτήρια και τετραβάγγελα. Ήτανε πολύ θρήσκος ο πάππος μου.
Στη μεγάλη άπλα που είχε η πλατεία του τζαμιού και οι άλλοι γύρω χώροι και δρόμοι, αιωνόβια πλατάνια, ένα μεγάλο σιντριβάνι πολύκρουνο για να πλένονται οι πιστοί για το ναμάζι, τάσια κρεμασμένα με αλυσίδες για να πίνουνε νερό, μαρμάρινες πλάκες με ρητά του κορανίου, δυο καφενέδες χουζουρλίδικοι με τα μεντέρια και τους ναργιλέδες. Από την άλλη μεριά του τζαμιού ο Ζεϊνέλ Αγάς, ο ναλμπάντης, είχε στήσει το πεταλωτήριο και δίπλα το χαρέμι του με 3-4 γυναίκες και 18 παιδιά.
Η δουλειά στο Σαπτσή αναπτύσσονταν ραγδαία. Τριάντα νοματαίοι, και λίγοι ήτανε, στο καινούριο συγκρότημα. Καμιά δεκαριά στο παλιό μαγαζί, στο τσαρσί, που λειτουργούσε περισσότερο σαν ένα συγκρότημα αποθηκών ξυλείας, πετρελαίων και άλλων εμπορευμάτων. Η δράση πια αναπτύσσονταν προς την περιφέρεια. Σε κάθε χωριό κι ένα μαγαζί τοποθετούσε πατριώτες που έρχονταν από το χωριό. Ερχότανε χουσμεκιαρέοι και γινότανε νοικοκυραίοι με τον καιρό.
Κάθε μέρα περνοδιάβαιναν μεσίτες, προσφέρανε και κλείνανε παρτίδες. Την Παρασκευή το απόγεμα, μόλις φεύγανε μετά το «κεντί ναμάζ», οι παζαρίτες, γινόταν στο μαντζάτο «το κονσούλτο». Ο Χότζας, ο Ζεϊνέλ Αγάς, ο Οσμάν μπέης, πομάκος προύχοντας από τους «γιακάδες» της ορεινής Ροδόπης, ο Γκιουβάν πόπ, ένας Βούλγαρος παπάς από το Σιτσανλίκ, ο Μπεζεριάν Κιρκόρ, ο υφασματοπώλης, ο Μποχόρ, οβριός μανιφατουρατζής και σαράφης και τελευταίος ο Τοπαρίτσας, συνεταίρος πιστός του πάππου μου. Βγάλανε τις ταμπακέρες και στρίψανε το πρώτο τσιγάρο. Ύστερα ζύγισαν με το χέρι τους τα δείγματα της νέας σοδειάς να ιδούν αν είναι ψωμωμένα τα σουσάμια και τα στάρια.
Δίπλα στα κτήματα του Οικονόμου, κοντά στην πλατεία στη μέση του μεγάλου παζαριού, ένας γερο-πατριώτης μας διατηρούσε ένα χάνι με πολύ μεγάλη αυλή και πίσω κάπου ένα στρέμμα αμπέλι, κήπο και δέντρα. Ο γερο-Χαντζής, ο Τσιότσος, δεν είχε κληρονόμους και είχε βαρεθεί τη νωθρή ζωή του. Ήθελε να πάει στο χωριό του να πεθάνει ήσυχος. Παρόλο που τα φορτηγά τραίνα είχανε κερδίσει ένα μεγάλο μέρος των μεταφορών, ωστόσο οι καμήλες, τα βοϊδάμαξα και τα μουλάρια κρατούσαν ακόμα μια μεγάλη μερίδα του διαρκώς διογκουμένου στο σύνολο εμπορικού φορτίου. Ο «Κιρκάς» ήτανε ένα ελληνοχώρι ορεινό κοντά στο Ντεντέ-Αγάτς. Οι μισοί κάτοικοι ήτανε μεταλλωρύχοι. Βγάζανε πετροκάρβουνο για τα τραίνα. Υπήρχε και ένα μικρό χρυσωρυχείο. Οι άλλοι μισοί ήτανε καμηλιέρηδες, στη γραμμή μεταφοράς Ντεντέ-Αγάτς, Σαπτσή, Γκιμουλτζίνα. Ένας έξυπνος γαϊδουράκος έσερνε πίσω του 30-40 μπουνταλάδικες ψηλοκαμήλες. Οι καμήλες, γερό σκαρί, σηκώνανε το διπλάσιο σχεδόν βάρος του μουλαριού. Φόρτωναν από το λιμάνι και κατεβαίνοντας το δρόμο Κιρκά -Τσομπάν Κιοί (Συκορράχη) γονατίζανε, σαν προσκυνητές μπροστά στο τζαμί για να ξεφορτώσουν την πραμάτεια του πάππου μου στο Σαπτσή και να ξαναγονατίσουν στα χάνια του Οικονόμου και του Τσότσιου για την αγορά της Γκιμουλτζίνας. Μεταφέρανε κυρίως τα πετρέλαια της «Στιάουα Ρομάνα», σε κασόνια -δύο τενεκέδες το καθένα- τα μεγάλα τρίριγα σακιά της ζάχαρης και του ρυζιού και τα πάνινα σακιά με άλευρα και σιμιγδάλια. Η μεταφορά της ξυλείας ήτανε δυσκολότερη. Δεν προσφερόταν για τα πατροπαράδοτα μέσα μεταφοράς και τους ελεεινούς δρόμους της Βαλκανικής. Η ξυλεία κατέβαινε από τη Ρουμανία. Φορτωνόταν στα ελληνικά μαυροθαλασσίτικα καράβια και ξεφόρτωναν στα λιμάνια και τα παραλίμανα της Θράκης και της Μακεδονίας. Μια ειδική γραμμή με ανοιχτά φορτηγά βαγόνια έμπαινε στο λιμάνι του Ντεντέ-Αγάτς και φόρτωνε την ξυλεία για το Κιοσέ-Μετζήτ (Μέστη). Το Κιοσέ-Μετζήτ απείχε εφτά χιλιόμετρα από το Σαπτσή. Μακρόστενοι αραμπάδες φορτώνανε την ξυλεία του πάππου μου από τα βαγόνια. Όλοι αυτοί οι ακτιρμάδες, φορτώσεις, μεταφορτώσεις και μεταφορές δίνανε δουλειά και ψωμί στο γύρω κόσμο.
Αναμνήσεις της Χατζηθεοδώρου Ζωής
Η Ζωή Χατζηθεοδώρου γεννήθηκε το 1928 στις Σάπες από γονείς πρόσφυγες. Οι γονείς της και ο θείος της είχαν Πανδοχείο και ταυτόχρονα χάνι για τα ζώα. Εκεί διανυκτέρευαν πολλοί παζαρίτες και περαστικοί. Γνώρισε η ίδια την ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης και οι αναμνήσεις της αποτελούν ενδιαφέρουσα μαρτυρία.
Επαγγελματίες των Σαπών
Κατά τη χρονική περίοδο 1920-25, περίοδος κατά την οποία ξεριζώθηκε ο ελληνισμός της Ιωνίας, της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας καθώς και της Βορείου Ηπείρου και σημειώθηκε η είσοδος στην Ελλάδα προσφύγων, ένα κομμάτι από αυτόν τον ποταμό των ξεσπιτωμένων Ελλήνων, ήρθε και εγκαταστάθηκε στις Σάπες.
Με τον ερχομό τους έφεραν και τις εμπειρίες τους στα διάφορα επαγγέλματα, που ασκούσανε στις χαμένες πατρίδες τους.
Έτσι σ αυτό το κεφαλοχώρι της εποχής εκείνης με την πλούσια και μεγάλη περιφέρεια, δημιουργήθηκε μια αξιόλογη αγορά με πλήθος επαγγελμάτων, άγνωστων ως τότε στην μικρή κοινωνία, που ασχολούνταν με τη γεωργία και τη μικρομπακαλική.
Έχουμε λοιπόν πια, μια αγορά από σησαμελαιοτριβεία, τυροκομεία, υφαντήρια, υπέροχων ανατολίτικων χαλιών (οικογενειακές επιχειρήσεις από Έλληνες της Ιωνίας) ταμπάχικα, δηλαδή επεξεργασία δερμάτων, που ήταν συγκεντρωμένα στην έξοδο της πόλης, δίπλα σ ένα ξεροπόταμο. Ραφεία ειδικά που κατασκεύαζαν ποτούρια και σιγκούνια, στολισμένα με σιρίτια, που τότε ακόμα φορούσαν οι γεροντότεροι της εποχής εκείνης.
Οι ράφτες ήταν Αρμένηδες, που κάθονταν σταυροπόδι στο πατάρι, ειδικά φτιαγμένο με μαξιλάρες για να είναι άνετο και δούλευαν το σιρίτι πάνω σε χοντρό ύφασμα, που το λέγανε «αμπά». Έτσι έβγαιναν αξιοθαύμαστα έργα τέχνης, που στόλιζαν την πλάτη και τα μπροστινά κομμάτια καθώς και τα ποτούρια.
Σε ιδιαίτερο δρόμο ήταν συγκεντρωμένα τα μαγαζιά που κατασκεύαζαν παντόφλες, τσαρούχια, γεμενιά (παπούτσια μυτερά συρτά), χαϊμαλιά και χαλινάρια για άλογα. Πολύ μου άρεσε να περιφέρομαι σ αυτό το δρομάκι με την έντονη μυρωδιά των δερμάτων. Επίσης είχαμε τα καλά τσαγκαράδικα (Λεωνίδα Αγγελίδη - αδελφοί Βαφειάδη), που κατασκεύαζαν παπούτσια με παραγγελία με τους καλφάδες και τους τεχνίτες, που δούλευαν στο βάθος του μαγαζιού, στους πάγκους τους, υπό την καθοδήγηση των αφεντικών τους.
Άλλο χαρακτηριστικό επάγγελμα, ήταν αυτό του μπαρμπέρη, που εκτελούσε και χρέη οδοντίατρου κι έδινε τις πρώτες βοήθειες σε υπερτασικούς, χρησιμοποιώντας βδέλλες, που τις τοποθετούσε στο σβέρκο του πάσχοντος και που από το αίμα που ρουφούσαν γίνονταν σαν μπαλονάκια.
Άλλες φορές πάλι, αφαιρούσαν αίμα με βεντούζες από το πίσω μέρος του κεφαλιού. Έτσι έβλεπες πολλούς άνδρες να κυκλοφορούν με ξυρισμένο ένα μέρος του κεφαλιού και εμφανή τα ίχνη της βεντούζας. Αυτός όμως που είχε την ατυχία να του πονέσει το δόντι, καθόταν στην πολυθρόνα που προορίζονταν για το ξύρισμα με μια λεκάνη στο χέρι, για πιθανή αιμορραγία και ο μπαρμπέρης με μια τανάλια στο χέρι του έβγαζε το χαλασμένο δόντι, μερικές φορές και το γερό! Στο ίδιο μπαρμπέρικο υπήρχε και σιδερωτήριο καπέλων και φεσιών.
Αυτό βέβαια μέχρι το 1935, οπότε ήλθε στις Σάπες ο πρώτος οδοντίατρος από την Ξάνθη που εγκατέστησε το οδοντιατρείο του σ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Ανδριανούπολις». Κάποιοι λέγανε πως δεν είχε δίπλωμα μα αυτό κανείς δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει, αφού ποτέ δεν του έγινε κανένας έλεγχος! Κάποια μέρα εξαφανίστηκε, όπως ήρθε εντελώς αθόρυβα.
Ακόμη υπήρχαν τα χάνια, όπου έμεναν οι ταξιδιώτες, δίπλα στα ζώα σε κάτι κρεβάτια υπερυψωμένα, ο ένας δίπλα στον άλλον, πάνω σε μιντέρια. Υπήρχαν βέβαια και δυο ξενοδοχεία, του Παπαστεργίου και του Χατζηθεοδώρου για τους ξένους (υπάλληλοι, παραγγελιοδόχοι, ηθοποιοί, που συχνά επισκέπτονταν τις Σάπες). Σαν αίθουσες για τις παραστάσεις τους χρησιμοποιούσαν το «ΠΑΛΛΑΔΙΟ» ενώ οι κουκλοθεατρώνηδες το καφενείο «Ανδριανούπολις».
Τα καλοκαίρια, λόγω του ξηρού κλίματος, μας έρχονταν επισκέπτες από την Κομοτηνή.
Ένα επίσης πολύ χρήσιμο επάγγελμα για την εποχή εκείνη ήταν οι πεταλωτήδες. Τα ζώα τότε ήταν το μοναδικό μέσο μεταφορών και μετακινήσεων, Κυρίως τα άλογα, τα βόδια, τα μουλάρια, αλλά και τα συμπαθητικά γαϊδουράκια. Οι πεταλωτήδες λοιπόν πετάλωναν τα ζώα, που αφού τα ξάπλωναν ανάποδα με τα πόδια δεμένα προς τα επάνω τα περνούσαν πέταλα.
Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων ασχολούνταν με την κατασκευή των νυφικών και των παπλωμάτων, τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους μουσουλμάνους από ατλάζι με κίτρινο και ροζ χρώμα με πολύ ωραία σχέδια.
Την εποχή εκείνη υπήρχε αρκετή δουλειά για όλα τα καταστήματα και ο λόγος ήταν ότι, η Κομοτηνή και η Αλεξανδρούπολη, πόλεις πιο μεγάλες, θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση, γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα και η κίνηση ήταν πολύ αραιή. Τα μέσα μεταφοράς ήταν τα ζώα και τα κάρα. Μια φορά την εβδομάδα που γίνονταν το παζάρι, από τα γύρω χωριά ερχόταν σι πελάτες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με τα ζώα τους και τα κάρα, από την προηγούμενη μέρα και το βράδυ έμεναν στα χάνια, που υπήρχαν τότε. Δεν προλάβαιναν μέσα σε μια μέρα να έλθουν, να ψωνίσουν και μετά να γυρίσουν στο χωριό τους.
Ο ερχομός τους στο παζάρι ήταν για όλους ένα είδος διασκέδασης, εκτός από τη δουλειά.
ΠΑΥΛΟΣ ΤΣΙΡΟΖΙΔΗΣ
Μικρός (1951), δυο συνεχόμενες Παρασκευές πουλούσα γκαζόζες. Στον κουβά νερό της βρύσης για να ‘ναι δροσερές. Το κέρδος μου μια δραχμή! Η διαδρομή από το μαγαζί του μπαμπά μου μέχρι τα αλώνια, εκεί που τώρα είναι κατοικίες. Τότε, στην εμποροπανήγυρη το ελάχιστο πλήθος 1000 άτομα! Κάθε Παρασκευή από τα Πομακοχώρια και κάτω όλα τα χωριά !! (Ανάμνηση του Παύλου Τσιροζίδη).
Εικόνες από το παζάρι των Σαπών
1921: Η πιο παλιά φωτογραφία που έχω στο αρχείο μου από τις Σάπες: Υπάρχει στο βιβλίο του Χρ. Τσιτσώνη: "Αι Σάππαι". Εικόνα παζαριού εκείνης της εποχής Πρόκεται για την κεντρικό οδό της αγοράς, σήμερα "οδός Παπαδήμα", από το σημείο της οδού Βενιζέλου δεξιά και Σωκράτους αριστερά. Διακρίνεται ο χωματόδρομος και ένα κεντρικό αυλάκι που συγκέντρωνε τα νερά της βροχής και κυλούσαν προς τα κάτω. Θα ξεχωρίσετε εύκολα τα δυο μαγαζιά της επόμενης φωτογραφίας (αριστερά). Εντυπωσιακή η φωτογραφία...
Η φωτογραφία που ανέβασα, αποτελεί μια χαρακτηριστική εικόνα παζαριού το 1925!! Από όλη τη φωτογραφία απομόνωσα ένα τμήμα της και το μεγένθυνα. Στα αριστερά δείχνει έναν άνθρωπο με ποδιά να πουλάει κάτι που υπάρχει μέσα σε ντενεκέδες! Προφανώς κάτι φαγώσιμο! Το ξυλουργείο είναι του Κων/νου Αγγελίδη που τις Παρασκευές και όλες τις ημέρες βέβαια ήταν και εμπορικό. Πουλούσε ό,τι κατασκεύαζε το εργαστήριο. Κυριαρχούν οι σοφράδες, τα χαμηλά στρόγγυλα τραπεζάκια και οι ξύλινες σκάφες, όπου οι νοικοκυρές ζύμωναν το βδομαδιάτικο ψωμί της φαμίλιας. Το διπλανό μαγαζάκι της οικογένειας Μπερμπέρ Μουσταφά. Εγώ θυμάμαι μέχρι και αρκετά πρόσφατα το Σαδήκ Μπερμπέρ, που είχε το λεγόμενο "ψιλικατζίδικο". Όταν περνούσες από έξω πάντα μύριζε αρώματα!!! (Αρχείο Αγγελίδη Σταύρου).
Η φωτογραφία είναι μεταξύ το 1930 με '35. Είναι ο Σκοπιανός Αλέξανδρος, ο οποίος την εποχή εκείνη με το κάρο που βλέπετε πραγματοποιούσε μεταφορές εμπορευμάτων από την Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη στις Σάπες και από τις Σάπες στα χωριά των Σαπών. Τότε δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα και οι μετακινήσεις ανθρώπων και ειδών γινόταν με κάρα και άλογα. Η αξία ενός αλόγου και του κάρου ήταν μεγάλη τότε. Εδώ φαίνεται να μεταφέρει κάτι σα ραπτομηχανή.
Από το παζάρι του 1950 στις Σάπες. Όλοι τους είναι μικροπωλητές και πωλούν την πραμάτεια τους στον κεντρικό δρόμο των Σαπών, Εδώ είναι απέναντι από το ΠΑΛΛΑΔΙΟ, στο δρόμο προς την ΤΡΑΠΕΖΑ Πειραιώς. (σήμερα κρεοπωλείο Τσαβδάρη). Αριστερά κάτω ο Γιώργος Λιπορδέζης και πίσω του συνάδελφοι της λαϊκής αγοράς. Πωλούν τα προϊόντα τους. Τις περισσότερες φορές τη δική τους παραγωγή και άλλοι που την αγοράζουν. Κάτι ανάλογο που γίνεται και σήμερα. Όλοι τους πέρα από την κούραση προσπαθούν να δώσουν έναν τόνο χαράς για την καλή ημέρα της δουλειάς τους. (Αρχείο Γιώργου Λιπορδέζη).
Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 1955. Στο παζάρι των Σαπών. Αυτή η φωτογραφία αποδεικνύει αυτό που έγραψα στο κείμενό μου. Ότι δηλαδή την εποχή του 1950 και για πολλά χρόνια το παζάρι γινόταν κατά μήκος της κεντρικής οδού Παπαδήμα. Εδώ βλέπουμε τους παίκτες της ΕΛΠΙΔΑΣ Σαπών μέσα στο χειμώνα, να διαβαίνουν το δρόμο του παζαριού ευχόμενοι τα χρόνια πολλά στους εμπόρους των Σαπών και της λαϊκής αγοράς και ζητώντας ενίσχυση για τις ανάγκες της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας.
Παρασκευή 20 /12/ 1957. Ήμουν κι εγώ εκεί! Σ' ένα χειμωνιάτικο παζάρι, όχι τόσο για να βοηθήσω, αλλά ίσως για να μπω στο πνεύμα της δουλειάς. Κάτι που μάλλον δεν είχε συνέχεια. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δε με συγκινούσαν οι εμπορικές δραστηριότητες. Ωστόσο, θυμάμαι που καθόμουν τα καλοκαιριάτικα παζάρια και βοηθούσα τη μάνα μου. Αλλά, πιο πολύ μου άρεσε όταν τελείωνε το παζάρι και βάζαμε τα καφάσια μέσα. Μια δύσκολη μέρα τελείωνε! Στη φωτογραφία είμαι με τη θεία μου την Καλλιόπη και τη μάνα μου πίσω με την πλάστιγγα. Τις Παρασκευές πάντα κάποια από τις αδερφές της ερχόταν να βοηθήσει...
Μια Παρασκευή απόγευμα από το παζάρι των Σαπών. Γύρω στο 1960. Και οι παζαρτζήδες μου είναι γνωστές φυσιογνωμίες. Τους έβλεπα εκείνα τα χρόνια πάντα κοντά στο μαγαζί του πατέρα μου. Είναι μπροστά στο ΠΑΛΛΑΔΙΟ. Νομίζω πως τον πρώτο δεξιά τον έλεγαν Κατσαπρόκη. Ήταν έμπορος φρούτων και Λαχανικών στην Κομοτηνή. Ο άλλο πωλούσε πατάτες. Κι όταν για χρόνια βρίσκεσαι ο ένας δίπλα στον άλλο, εύκολα έρχεται η διάθεση για λίγη διασκέδαση, ίσως και για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των πελατών.
Σάπες γύρω στα 1960... Μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική φωτογραφία για την εποχή της. Μου την έστειλε ο Δημήτρης Πανδρακλάκης και εικονίζεται ο πατέρας του Κωνσταντίνος. Είναι η ώρα που τακτοποιεί προσεκτικά τα αυγά (αβγά), πριν ξεκινήσει κάποια Παρασκευή για το παζάρι των Σαπών. Την εποχή εκείνη ήταν συνηθισμένη τακτική οι άνθρωποι που ζούσαν στα χωριά και είχαν δικά τους ζώα και πουλερικά, να συγκεντρώνουν κάτι από την παραγωγή τους και με τη σειρά τους να την ανταλλάσσουν με τους εμπόρους ώστε να αγοράσουν άλλα προϊόντα. Θυμάμαι τον πατέρα μου που τη δεκαετία του '50 και '60 είχε παντοπωλείο και μανάβικο, γύριζε με το κάρο και το άλογο (το μαύρο), στα χωριά για να πουλήσει την πραμάτια του. Σχεδόν όλοι οι χωριανοί, αντί για χρήματα έδιναν προϊόντα από την παραγωγή τους. Όμως να ξέρετε ότι ακόμη και σήμερα γίνεται κάτι τέτοιο στα παζάρια και προβλέπω ότι τα επόμενα χρόνια θα αυξηθεί το φαινόμενο. Και για να επιστρέψω στη φωτογραφία παρατηρώ στα αριστερά της φωτογραφίας τα χερούλια ενός γεωργικού εργαλείου. Ένα άροτρο με το οποίο όργωναν τότε οι γεωργοί τα χωράφια τους με τη βοήθεια των βοδιών!
Από το παζάρι του 1965. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς του 1966 και οι μικροί έλεγαν τα κάλαντα στα καταστήματα και τους πραματευτάδες των Σαπών. Μια καλή ευκαιρία για να αποκομίσουν περισσότερα κέρδη. Τέτοια μέρα δεν έλειπε και ο καλός μας φίλος Χασάν. Με το νταούλι του έβγαινε στα μαγαζιά πόρτα πόρτα και χτυπούσε με τους δικούς του ρυθμούς τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Έτσι τα είπε και στο νταή, τον μπαρμπα-Δημητρό Γιουφτσιάδη, που δεν έχασε την ευκαιρία να αποτυπώσει στο φωτογραφικό χαρτί, το όμορφο στιγμιότυπο...
Από το παζάρι της 20ης /01/1967 ! Πιο χαρακτηριστική και θα έλεγα όμορφη εικόνα παζαριού δεν θα μπορούσα να βρω! Αιτία ό φωτογραφός Αλέκος Χαρισιάδης, που είχε το κατάστημά μου ακριβώς δίπλα και αφορμή οι πρωταγωνιστές της εικόνας. Τα μικρά η Μαρία Γιουφτσιάδου, η μελλοντική μου σύντροφος, ο καβαλάρης Πάνος και η μητέρα του Χαρίκλεια Γιουφτσιάδου-Χαρισιάδου... Και πίσω το κλασικό παζάρι επί της οδού Παπαδήμα...
Σήμερα θα φανεί ως εικόνα μιας μακρινής εποχή ένας αραμπάς να διασχίζει το δρόμο με το αργοκίνητο τέμπο του γαϊδαράκου. Εκείνη την εποχή πολλοί είχαν ένα τέτοιο μέσον και το χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους, τη μεταφορά της παραγωγής τους στις λαϊκές αγορές ή των ειδών που αγόρασαν από το παζάρι κι έπρεπε να επιστρέψουν στα χωριά τους.
Φωτογραφία περίπου στο 1970. Εδώ είναι το "Τσαρσί Τζαμί". Κι αυτά είναι τα τεράστια και αιωνόβια πλατάνια που περιγράφει ο Γεώργιος Ποάλας στο βιβλίο του για τις εμπορικές δραστηριότητες του πάππου του Κωνσταντή από την εποχή του 1870, ίσως και πιο παλιά. Πριν από το 1900, ήταν το εμπορικό κέντρο του "Shaphane". Εδώ ήταν όλα σχεδόν τα χάνια και τα σησαμελαιοτριβεία της εποχής εκείνης. Τότε που όπως το ονομάζει ο ίδιος, το Σαπτσί ήταν ένα μικρό και ασήμαντο τουρκοχώρι, όμως παρ' όλα αυτά το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο μιας μεγάλης πεδινής έκτασης. Οι πρώτοι Έλληνες που εγκαταστάθηκαν ήταν Ηπειρώτες. Πρώτοι αντιλήφθηκαν ότι η κατασκευή της Σιδηροδρομικής γραμής Δεδέαγατς-Θεσσαλονίκης θα ένοιγε νέες προοπτικές ανάπτυξης, όπως κι έγινε!
Παζάρι Σαπών περίπου το 1984. Από το φωτογραφο Αλέκο Χαρισιάδη...
Από το παζάρι των Σαπών στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τέσσερις χαρακτηριστικές εικόνες από το φωτογράφο Κων/νο Καραγκιαβούρη, ο οποίος εκείνη την περίοδο είχε ανοίξει και στις Σάπες φωτογραφικό κατάστημα.
Το παζάρι των Σαπών, όπως είναι σήμερα. Πρόκειται για την οδό Ανατ. Θράκης. Από κάτω κυλάει ο χείμαρος Σαπντερέ. Κάποτε εδώ παίζαμε κυνηγώντας βατράχια, τζιτζίκια και "αεροπλανάκια", αυτά τα τεράστια γαλαζωπά ή κόκκινα έντομα, τις λιβελούλες! Από τότε που σκεπάστηκε ο χείμαρος μεταφέρθηκε και το παζάρι των Σαπών. Σ' αυτό το δρόμο ο επισκέπτης θα βρει τα πάντα από φρούτα, λαχανικά, φυτά, ρούχα, παπούτσια, υφάσματα και διάφορα είδη νοικοκυριού...
Η ΣΕΛΙΔΑ ΘΑ ΑΝΑΝΕΩΝΕΤΑΙ ΟΤΑΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΝΕΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ 16/3/21