[Τις πληροφορίες άντλησα από το βιβλίο του Χρήστου Τσιτσώνη, πρώην δημάρχου Σαπών. Επειδή η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το βιβλίο είναι η καθαρεύουσα η μεταφορά του κειμένου έγινε στη δημοτική και με πιο περιγραφική μορφή]
Η κωμόπολη, μαζί με τους γύρω από αυτήν οικισμούς, καταλαμβάνει το Ν.Α. τμήμα της Επαρχίας Σαπών και περιβάλλεται, βόρεια και ανατολικά, από αναδασωμένους λόφους που καλύπτονται από πεύκα, δρυς και χλωρίδα χαμηλής βλάστησης (πυρένια κλπ). Διαρρέεται από δύο χειμάρρους, νότια από το Σιάπ Ντερέ και βόρεια από τον Μπουκλοτζά.
Επάνω: τμήμα του χειμάρρου "Σιάπ ντερέ" - Στην κάτω φωτογραφία φαίνεται καλύτερα. Είναι αυτός που περνάει νότια από το Γυμνάσιο, και συνεχίζει παράλληλα με την τοποθεσία "δενδράκι". Η αψιδωτή γέφυρα σήμερα δεν υπάρχει. Άποψή μου είναι πως δεν έπρεπε να καταστραφεί. Θα μπορούσε να γίνει μια παράλληλη γέφυρα, δίπλα της. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1952.
Επάνω φωτογραφία: Ο χείμαρρος "Μπουκλοτζάς" Είναι το τμήμα που περνάει δίπλα από το σημερινό πάρκο. Σήμερα είναι σκεπασμένος με τσιμέντο. Εκεί που φαίνοντα οι ψηλές λεύκες βρίσκεται σήμερα το "δημοτικό μπαράκι". Κάτω, όπως είναι σήμερα το ίδιο μέρος του "μκουκλοτζά", σκεπασμένο με τσιμέντο.
Επάνω: Η Β.Α. περιοχή των Σαπών στα 1954. Φαίνεται ο χείμαρρος Μπουκλοτζάς ανάμεσα στα σπίτια των Ρομά. Σήμερα είναι δρόμος (η οδός Πέτρας). Τη φωτογραφία μου έδωσε η κ. Λαφίνα Δημητριάδου. Η γέφυρα της φωτό ήταν στο δρόμο προς τα Αρριανά.
Έδαφος και κλίμα.
Κατά τμήματα το έδαφος είναι ελαφρά μικρολοφώδες. Το υψόμετρο φτάνει τα 130-145 μ. Είναι κατάλληλο για γεωργική καλλιέργεια, ιδίως για δημητριακά, καπνό, καλαμπόκι. Υπόγεια νερά δεν υπάρχουν για αρδεύσεις αγρών. Το κλίμα είναι γενικά εύκρατο και υγιεινό. Βροχές και χιόνια κυρίως πέφτουν τους χειμερινούς μήνες ιδιαίτερα στα υψώματα.
Χωροταξία:
Η κωμόπολη είναι χτισμένη κατά μήκος του χειμάρρου Μπουκλοτζά και των κυριοτέρων κεντρικών δρόμων (Παπαδήμα, Μπακάλμπαση, Αλκιβιάδου και Ηφαίστου, προς τη συνοικία των αθιγγάνων. Κατά το 1923-1926 έδινε την εντύπωση "κωμόπολης σε μήκος". Μετά την εγκατάσταση προσφύγων και τη φιλότιμη προσπάθεια πολλών κατοίκων άρχισε και η επέκταση σε πλάτος. (περιοχή Δημαρχείου και βόρεια αυτού, ολόκληρος ο οικισμός από Πόντιους των Κασσιτερών. Εκτός από αυτόν τον συνοικισμό κάλυψαν ελεύθερους χώρους γύρω από την παλιά κωμόπολη και άλλοι συνοικισμοί:
α] Στα νότια και στο δρόμο προς Αλεξανδρούπολη, από το ναό της Αγίας Μαρίνας μέχρι τη γέφυρα προς το Αρσάκειο. Εδώ εγκαταστάθηκαν πόντιοι από τα Κασσιτερά και κάτοικοι από το Αρσάκειο.
β] Στα βόρεια του Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και γύρω Πόντιοι από Κασσιτερά, Σαρακατσαναίοι και πρόσφυγες Θρακιώτες.
Πολεοδομία:
α] Παραδοσιακή μουσουλμανική για γεωργούς. Χαρακτηριστικά σπίτια είναι αυτά με 2-3 δωμάτια, ενός ορόφου, συνήθως 50-60 εκατοστά από το έδαφος. Στο βάθος της αυλής, πότε μικρή και πότε μεγάλη, υπήρχε μικρή αποθήκη ή σταύλος ή απλά υπόστεγο, ενώ η αυλή με όλα τα κτίσματα περιβαλλόταν με υψηλό τοίχο, που κατέληγε σε μια εξώπορτα σε κάποιο δρόμο ή σοκάκι. Είναι το γνωστό χαρέμι.
Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις. Μουσουλμάνοι τοπικά ισχυροί, κοινωνικά και οικονομικά, πλην του χαρεμιού, διέθεταν προ ετών και ιδιαίτερο οίκημα ενός ή δύο δωματίων με ξεχωριστή είσοδο και αυλή. Το κτίσμα αυτό λεγόταν "μουσαφίρ οντάς" (δωμάτιο υποδοχής ξένων). Τα παλιότερα χρόνια στο χαρέμι δεν έμπαιναν επισκέπτες αρσενικού γένους.
Σημείωση δική μου (Σήμερα, τα πράγματα έχουν διαφοροποιηθεί εντελώς. Το οικονομικό και κοινωνικό και μορφωτικό επίπεδο των μουσουλμάνων έχει αλλάξει. Τα περισσότερα παιδιά φοιτούν σε δημόσια δημοτικά, γυμνάσια και Λύκεια. Ενώ λίγο πιο παλιά ασχολούνταν με γεωργικά, κτηνοτροφικά ή τεχνικά επαγγέλματα, σήμερα υπάρχουν πολλοί μουσουλμάνοι γιατροί, δικηγόροι, λογιστές, εκπαιδευτικοί, υπάλληλοι. Αρκετοί από αυτούς εργάζονται σε δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες. Εκείνο που αξίζει να αναφέρουμε είναι η έντονη οικοδομική δραστηριότητα των μουσουλμάνων που αγοράζουν και κτίζουν ιδιόκτητα οικόπεδα και κτίζουν διώροφα και τριώροφα κτίρια τα οποία στον πρώτο όροφο είναι εμπορικά καταστήματα και στο δεύτερο ή τρίτο γραφεία ή κατοικίες.
β] Παρατηρείται επίσης δομή μονόροφων ή διόροφων οικιών, στα οποία το υλικό κατασκευής είναι στο σύνολό του ξύλινο. Μεγάλοι στύλοι από άγρια δέντρα, αποτελούν το κεντρικό στήριγμα του οικήματος και άλλοι μικρότεροι συμπληρώνουν τη στήριξη του σκελετού της οικοδομής. Οι μεγάλοι στύλοι στηρίζονται επάνω σε βάσεις από μεγάλες πέτρες. Τα διάκενα του σκελετού καλύπτονταν με λωρίδες από σανίδια, καρφωμένα ή με ευλύγιστα διαπλεκόμενα κλαδιά δέντρων. Ο τρόπος αυτός ονομαζόταν "μπαγδατί". Ακολουθούσε η εσωτερική και εξωτερική επάλειψη με ανάλογα υλικά, λάσπη, πηλός κλπ. Λέγεται ότι η μέθοδος αυτή κτισίματος ήταν βουλγαρικής προέλευσης. Τέτοιες οικίες ήταν του Χριστόδουλου Χαδόλια, του Κων/νου Μ. Ποάλα, οι οποίοι τις αγόρασαν από Βουλγάρους παλιούς κατοίκους.
[Σημείωση δική μου: Στην οικία του Κων. Ποάλα για πολλά χρόνια ήταν κατοικία του γιατρού και παλιού δημάρχου Χρήστου Τσιτσώνη. Σήμερα και οι δυο οικίες δεν υπάρχουν. Στη θέση της οικίας του Χ.Χαδόλια έχουν κτίσει νέα οι απόγονοί του, ενώ η δεύτερη έχει γκρεμιστεί από το Δήμο και ο χώρος αυτός, μαζί με άλλα παλιά μαγαζιά που επίσης έχουν γκρεμιστεί εδώ και χρόνια, προορίζονται για ανοιχτό χώρο που δε γνωρίζουμε τη χρήση του].
γ] Μετά την αστική αποκατάσταση των Ελλήνων, τότε προσφύγων, η δομή των περισσότερων οικιών γινόταν σύμφωνα με τους ισχύοντες οικοδομικούς κανονισμούς και με ανάλογα υλικά, εκτός των κτισμάτων των πρώτων προσφύγων, 1922-26, τη δομή των οποίων, λόγω του επείγοντος του ζητήματος, το αποφάσιζε η υπηρεσία οικισμού. Από το 1950 και μέχρι σήμερα, παρατηρείται ανέγερση σύγχρονων κτισμάτων, εκτός από μερικές εξαιρέσεις.