Του Κώστα Βραδέλη (γιατρού).
"Το άρθρο αυτό το γράφω σαν άγιο μνημόσυνο αλλά και τιμή στους δασκάλους μας εκείνης της εποχής, δηλαδή των χρόνων μετά την απελευθέρωση, και του εμφυλίου πολέμου. θέλω να τονίσω τον ζήλο, την εργατικότητα, το ενδιαφέρον και την αγάπη τους προς τη δουλειά τους και τους μαθητές, και ας ήταν ο μισθός τους πενταροδεκάρες. Θέλω έτσι να μάθουν οι νέοι δάσκαλοι και καθηγητές (γιατί σκοπεύω να γράψω και για το Γυμνάσιο της εποχής μου) πώς εργαζόντουσαν τότε οι εκπαιδευτικοί, αλλά και πώς μάθαιναν γράμματα οι μαθητές. Μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας από την τριπλή κατοχή (Γερμανών, Ιταλών, Βουλγάρων) που έγινε Σεπτέμβρη - Οκτώβρη 1944, και πιο συγκεκριμένα της περιοχής μας από τους Βουλγάρους και επειδή δεν είχαν έρθει κανονικοί δάσκαλοι στο χωριό μας, τα παιδιά τα απασχολούσαν και τα έκαμναν υποτυπώδη μαθήματα, όσοι ήξεραν λίγα γράμματα. Μεταξύ αυτών ήταν ο Νίκος Καπέτσης, θείος του καλού μου γείτονα Σταύρου Αγγελίδη και ο αδερφός τους ο Δημήτρης που είχε τελειώσει την Αστυνομική Σχολή, απ’ ότι ξέρω. Αυτό είναι γνωστό, γιατί για χρόνια μετά τους φώναζαν δασκάλους και όχι με τα μικρά ονόματά τους. Μόλις άρχισε να οργανώνεται το κράτος ήρθαν οι πρώτοι κανονικοί δάσκαλοι και άνοιξε το Δημοτικό σχολείο, με διευθύντρια την Αλκμήνη Γουναροπούλου-Ψαθά.
Η Αλκμήνη ήταν μια πολύ δυναμική και άξια δασκάλα με διοικητικές ικανότητες, και πολλή αγάπη για τη δουλεία της. Ήταν τόσο εργατική, που παράλληλα με όλα τα καθήκοντά της τα σχολικά, κατάφερνε και το νοικοκυριό του σπιτιού της, γιατί το σπίτι της ήταν 100 μέτρα από το σχολείο. Υποδιευθυντής του σχολείου ήταν ο Βασίλειος Εφραιμίδης πολύ καλός δάσκαλος, αλλά πολύ αυστηρός. Ήταν πόντιος από την περιοχή Σερρών, και βοηθούσε όσο μπορούσε την Αλκμήνη στη διοίκηση του σχολείου. Εκείνη την εποχή, τέλος 1945 αρχές 1946, άρχισε και ο καταστροφικός εμφύλιος πόλεμος που ήταν χειρότερος και από την Βουλγαρική κατοχή, και νομίζω υπήρξε θύμα του Εμφυλίου ο Εφραιμίδης. Άλλος δάσκαλος ήταν ο Κόρακας αυστηρός και καλός δάσκαλος. Η όμορφη και τσαχπίνα Έλλη που ήθελε να κάνει την αυστηρή, αλλά δεν τα κατάφερνε. Ήταν νέα, ελεύθερη, και ωραία, γι' αυτό την τριγυρνούσαν πολλοί αξιωματικοί. Τότε λόγω του Εμφυλίου το Σαψί είχε πολύ στρατό. Θυμάμαι το εξαιρετικό ζευγάρι δασκάλων, τον Τσίκουτα και τη Χρυσάνθη που ήταν πολύ γλυκιά γυναίκα. Τελευταία αναφέρω τη νεότερη και ομορφότερη δασκαλίτσα εκείνης της εποχής, την Κούλα Δημητριάδη, που καταγόταν από την Αλεξανδρούπολη και καθόταν μαζί με τη μητέρα της στο σπίτι του Καπζάλα, πάνω από το σημερινό κρεοπωλείο του Τσαβδάρη. Όταν ήθελε να πάει στην Αλεξανδρούπολη, επειδή δεν υπήρχε οδική σύνδεση Σαπών-Αλεξανδρούπολης, την πήγαινε ο αείμνηστος αγαπητός μου φίλος Τάκης Καλπίδης με το ποδήλατο στη Μέστη και έπαιρνε το τραίνο. Από τους δασκάλους και τις δασκάλες εκείνης της εποχής αυτούς θυμάμαι και γι' αυτούς γράφω. Εάν ξεχνώ κάποιους ζητώ συγνώμη για την ασθενή μνήμη μου. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί εργαζόντουσαν πρωί - απόγευμα, ακόμη και το Σάββατο με πενιχρό μισθό και δεν ξέρανε ούτε από ιδιαίτερα μαθήματα.
Την Κυριακή και για το Δημοτικό και για το Γυμνάσιο, ήταν υποχρεωπκός ο εκκλησιασμός και πηγαίναμε συντεταγμένοι με κάποιο δάσκαλο. Από την Εκκλησία θυμάμαι τον καλοσυνάτο Παπά-Μαλέ, που καθόταν παρακάτω από εμάς, παππού του Κεραμυδά, που γράφει στην Εφημερίδα. Τους πολύ καλούς ψάλτες, Ηλία Μπομπότα (δεξιός ψάλτης, αριστερών φρο- νημάτων), το ράφτη το Σταύρο Μακρή και το συμμαθητή μου Γιάννη Αηδόνη. Θυμάμαι επίσης το γέρο - Κοτασίδη, που μας εξηγούσε το Ευαγγέλιο.
Μετά τον εκκλησιασμό, συνήθως πήγαινα τα ζώα μας για βοσκή, όπως και τις καθημερινές τα απογεύματα, στο Σιτσάν- ντερέ”, στο "Μελεμέζι" ή πίσω από το (δεντράκι). Εκεί συναντιόμασταν με τον Αγγελάκο Μπιτζίδη, πατέρα του κυρίου Πέτρου που έχει το κέντρο «Έπαυλη» με το Γιώργο Παπαδόπουλο, που με τον αδελφό του Θόδωρο είχαν το εξοχικό πάνω στο δρόμο, με το Γιώργο Κηπουρό, τον Κώστα Δραγουμάνη, πολλά τουρκάκια και παιδιά από το Χαμηλό, το Γιάννη Μαλλέ, τον Τσότρα και άλλους που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Εκεί στη βοσκή γινόταν και διαγωνισμός του καλυτέρου ζευγαριού. Εμείς είχαμε πολύ καλό ζευγάρι. Από τα βουβάλια το καλύτερο ζευγάρι το είχε ο Κοντογιώργης ή Γάκης και ο Ζινέλ Αγάς που καθόταν κοντά στο θείο μου τον Αφεντούλη Κεχαγιά στον τούρκικο μαχαλά.
Στο σχολείο το χειμώνα, όλοι πηγαίναμε με ένα ξύλο στο χέρι για τη σόμπα. Όλοι οι δάσκαλο ήταν με μια βέργα στο χέρι και όταν μας τιμωρούσαν ανοίγαμε τις παλάμες και ανάλογα με την τιμωρία ήταν και οι ξυλιές στις παλάμες. Μερικές χρονιές τα πρωινά μας δίνανε γάλα με κακάο, και κάψουλες με μουρουνόλαδο, ενίσχυση των συμμάχων μας Αμερικάνων. Από τους συμμαθητές και φίλους αναφέρω τους καλούς μου φίλους Κώστα Ευσταθόπουλο, Σταύρο Κοτσαμπασίδη, Λουκά Πορτοκαλίδη, Πλαστήρα και Νίκο Χατζηκωνσταντίνου. Θυμάμαι ένα χειμωνιάτικο απογευματινό που στήναμε παγίδες (φάκες) στις κοπριές, μπροστά στο μύλο του Μπακιρτζή, βρήκαμε ένα μεταλλικό αντικείμενο, και ο Νίκος πήρε πέτρα, για να το ανοίξει μήπως βρει μπίλιες (κουρσούμια) που παίζαμε. Σκάει λοιπόν, του κόβει μερικά δάχτυλα και του βγάζει και το ένα μάτι! Μάλλον ήταν χειροβομβίδα που δεν είχε εκραγεί. Άλλους φίλους μου εκείνης της εποχής στο σχολείο που θυμάμαι ήταν ο Τζώτζης, ο Ηλίας Αντωνιάδης, ο Γιώργος Τσαντούκας, ο Άγγελος Τζανίδης, ο Δημήτρης Τεφτσιάδης, ο Τάκης Σταυρίδης, ο Τάκης Καρυώτης, ο Νίκος Μπειλεκτσίδης και ο Δημήτρης Ρούφος. Ο Δημήτρης Ρούφος ήταν ο καλύτερος μαθητής στην τάξη μας και έκανε τα καλύτερα γράμματα. Άλλωστε τότε είχαμε και το μάθημα της καλλιγραφίας.
Το 1947 μαζεύτηκαν στο Σαψί τα γύρω χωριά, για να μην τροφοδοτούν τους αντάρτες με άνδρες και τρόφιμα. Από τα Κασσπερά θυμάμαι τους Ψωμιάδηδες και ιδίως τον Γιαννάκο, που ήταν πρώτος στο παιχνίδι «Τσελίκα» (δηλαδή τσελίκι ποντιακό), τους Ουρεϊλίδηδες, τους Βεζυριδαίους , τους Παυλίδηδες, Κωδιάδηδες, τον Όμηρο Μαυρίδη και τον Τάκη Καλπίδη, που ήταν λίγο μεγαλούτσικος και γεροδεμένος και όταν σχολούσαμε, έκαμνε τον χαμάλη για να θρέψει μάνα και αδελφή.
Τα πρώτα χρόνια δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Διαβάζαμε με γκαζόλαμπες ή καντήλια. Τα παιχνίδια μας ήταν κανένα τόπι πάνινο ή λαστιχένιο, το οποίο κλωτσούσαμε με τα μπαλωμένα ή τρύπια παπούτσια ή και ξυπόλυτοι! Παίζαμε με τις γκάζες, με καρύδια, αμύγδαλα ή κουμπιά κουμάρι. Το ίδιο και με κάλυκες από χρησιμοποιημένες σφαίρες, γιατί γινόντουσαν συχνά μάχες μεταξύ στρατού-χωροφυλακής-Μάηδων και ανταρτών του Δ.Σ.Ε. Συχνά παίζαμε και πε-τροπόλεμο, η πάνω με την κάτω γειτονιά. Αρχηγός της πάνω γειτονιάς ήταν ο Παναγιώτης Ευσταθόπουλος ή Ταρζάν, ο Παναγιώτης Τραμπίδης, ο Χρυσοχοΐδης και ο Γιάννης Πέτρογλου. Της δικής μας κάτω γειτονιάς ήταν ο Σταύρος Σμυρνόπουλος, ο Χρήστος Τσανίδης, ο Αντώνης Αλεξιάδης και ο Τάσος Μπαρμπαράκος. Με τον Τζώτζη, Δημήτρη Τεφτσίδη, Αγγελάκο Τζανίδη και Γιώργο Τσαντούκα, όταν πηγαίναμε στο ποτάμι (Σαπ-ντερές) κυνηγούσαμε κοτσύφια με τα λάστιχα. Επίσης στήναμε παγίδες στις κοπριές των βοδιών έξω από τους μύλους του Μπακιρτζή και του Εξηντάρη. Εγώ 1-2 καλοκαίρια δούλεψα τσιράκι στο κρεοπωλείο του Νίκου Καραθανάση ή Σιδεράκου και η δουλειά μου ήταν να κυνηγάω τις μύγες από τα κρέατα με μια αλογουρά που ήταν καρφωμένη σε ένα ξύλο! Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία για κρέατα και τρόφιμα. Τα διατηρούσαμε λοιπόν σε «φανάρια» ήταν κατασκευές από ξύλο και λεπτό δικτυωτό συρμάτινο πλέγμα που εμπόδιζε τις μύγες να κάθονται στα τρόφιμα.
Στο τέλος κάθε χρονιάς κάναμε γυμναστικές επιδείξεις στο προαύλιο του σχολείου. Εκτός των άλλων θυμάμαι τους αγώνες «σακοδρομίας» και «αβγοδρομίας» που νομίζω σήμερα δεν υπάρχουν και πολλοί δεν θα ξέρουν πως γινόντουσαν. Στις σακοδρομίες οι διαγωνιζόμενοι μπαίνανε σε ένα σακί το δένανε στη μέση τους και τρέχανε. Στις αβγοδρομίες δαγκάναμε ένα κουτάλι στο οποίο βάζαμε ένα αβγό και τρέχαμε. Όποιος έφτανε στο τέρμα με άσπαστο αβγό ήταν ο νικητής.
Για να πάμε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο δίναμε γραπτές εισαγωγικές εξετάσεις τον Ιούνιο ή Σεπτέμβριο. Χρειαζόταν όμως και αίτηση με 10 δραχμές. Εγώ το 1950 έδωσα εξετάσεις το Σεπτέμβρη μετά τα αλώνια που περίσσευαν κάποια χρήματα. Πολλά παιδιά δεν πήγαιναν στο Γυμνάσιο γιατί σκεφτόταν τις 10 δραχμές οι γονείς τους!
Τελειώνοντας, θέλω πάλι να τονίσω ότι, οι συνθήκες που δούλευαν τότε οι εκπαιδευτικοί ήταν πολύ δύσκολες και ο μισθός πολύ χαμηλός. Ήταν όμως πραγματικοί λειτουργοί, αγαπούσαν τους μαθητές τους και τη δουλεία τους και δούλευαν με ζήλο. Από την άλλη μεριά και εμείς οι μαθητές σπουδάσαμε μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, κάτω από άθλιες συνθήκες, γιατί οι γονείς μας θέλανε να γλιτώσουμε από τα χωράφια και τα ζώα και να ζήσουμε μια καλύτερη ζωή. Και οι περισσότεροι τα καταφέραμε. (Δημοσιεύτηκε στην Ελεύθερη Άποψη στις 4/10/2012).