Η πόλη μας ονομάζεται: "Σάπες". Παλιότερα λεγόταν "Σάππαι". Οι ντόπιοι κάτοικοι, στις μεταξύ μας συνομιλίες την αποκαλούμε "Σαψί". Αλλά όπως και να την αποκαλέσεις λίγα πράγματα αλλάζουν. Γιατί είναι ένας τόπος που λίγο-λίγο μαραζώνει! Δεν ξέρουμε αν η κακή της τύχη είναι η θέση της. Ανάμεσα σε δυο μεγαλύτερες πόλεις, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, χάνει στον ανταγωνισμό. Πάντα, σε όλες τις εποχές, υπήρχε και υπάρχει μια διαρκής μετακίνηση πολιτών.
Στοιχεία για τις Σάπες δεν μπορούμε να αντλήσουμε σε μεγάλο βάθος χρόνου. Πραγματικές πληροφορίες μπορούμε να έχουμε από το 1920 και μετά και ίσως θα είχαν χαθεί κι αυτές αν μια πρώτη προσπάθεια δεν ξεκινούσε ο Τσιτσώνης Χρήστος, γιατρός και παλιός δήμαρχος Σαπών. Τα στοιχεία αυτά κατέγραψε σε ένα βιβλίο με τον τίτλο: "Σάππαι" που περιλαμβάνεται στο δεύτερο τόμο της Θρακικής Επετηρίδας [έκδοση 1981]. Τις πληροφορίες αυτές τις αναφέρω σε πολλά σημεία, άλλοτε με αυτούσιο το κείμενο και άλλοτε σε ελεύθερη μεταφορά στη δημοτική γλώσσα.
Στις άρχες του 1900 ήταν ένα μικρό χωριό, που το κατοικούσαν Έλληνες χριστιανοί, Βούλγαροι, Αρμένιοι και Μουσουλμάνοι γηγενείς. Την εποχή αυτή η Θράκη γενικά βρίσκεται κάτω από την επικυριαρχία της Βουλγαρίας. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου τον Αύγουστο του 1913, η Δυτική Θράκη επιδικάζεται στη Βουλγαρία. Ο Θρακιώτικος λαός εξεγείρεται, απωθεί τις Βουλγαρικές δυνάμεις, κηρύσσει την αυτονομία της περιοχής και σχηματίζει προσωρινή Κυβέρνηση. Η Ελληνική Κυβέρνηση όμως, τηρώντας τους όρους της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, εγκαταλείπει τη Θράκη, η οποία παραδίνεται στους Βούλγαρους τον Οκτώβριο του 1913. Η ελευθερία κράτησε λοιπόν μόνο τρεις μήνες και έμελλε να αργήσει άλλα έξι χρόνια. Η Βουλγαρική κατοχή κατέστρεψε στα χρόνια που ακολούθησαν τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της τοπικής κοινωνίας. Σταμάτησε τον πολιτισμό και ερήμωσε όλη την περιοχή. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες της Θράκης οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Δεκάδες χιλιάδες σφαγιάσθηκαν!
Το τέλος του Α Παγκόσμιου πολέμου βρίσκει την Τουρκία ηττημένη. Η Ελλάδα διεκδικεί ξανά όλη τη Θράκη. Τότε η Γαλλία, για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα στη Μέση Ανατολή, δια του αρχιστράτηγου των συμμαχικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής Γάλλου Φρανσουά ντ Εσπεραί διατάσσει τα συμμαχικά στρατεύματα να καταλάβουν τη Δυτική Θράκη, επίσημα, για λογαριασμό της συμμαχίας, ουσιαστικά όμως για την επίτευξη των δικών της βλέψεων. Το πρωινό της 4ης Οκτωβρίου 1919 τα συμμαχικά στρατεύματα με επικεφαλής τον στρατηγό Λεοναρδόπουλο μπαίνουν στην Ξάνθη και στη συνέχεια ελευθερώνουν όλη τη Δυτική Θράκη από τους Βούλγαρους.
Οι συμμαχικές δυνάμεις επέβαλαν στη Θράκη καθεστώς διασυμμαχικής κατοχής, ονομάζοντάς την Χώρα της Θράκης. Επίσημη γλώσσα ήταν η Γαλλική. Τη Διοίκηση της Θράκης ανέλαβε κατ΄ εξουσιοδότηση του Αρχιστράτηγου ο Στρατηγός Σαρπύ.
Φτάνουμε έτσι στην 14η Μαΐου του 1920, ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός διατάσσεται να αναλάβει εξ ονόματος των συμμάχων την κατάληψη και διοίκηση της Δυτικής Θράκης, αντικαθιστώντας τα Γαλλικά στρατεύματα. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Θράκη προσαρτάται οριστικά στην Ελλάδα.
Οι Θρακιώτες μαθαίνουν το πολυπόθητο γεγονός στις 30 Ιουλίου 1920 από το εξής τηλεγράφημα του ίδιου του Βενιζέλου προς τον κυβερνητικό αντιπρόσωπο της Θράκης: «Χαίρω μεγάλως αγγέλων υμίν ότι σήμερον εβδόμην επέτειον Συνθήκης Βουκουρεστίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μετά Τουρκίας, δι' ης αι κυριότεραι σύμμαχοι δυνάμεις μεταβίβασαν ημίν Δυτικήν Θράκην».
Μετά την απελευθέρωση της Θράκης η εγκατάσταση των Ελλήνων αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Στις Σάπες στην αρχή εγκαθίστανται ηπειρώτες έμποροι, που αγοράζουν και χτίζουν καινούριες κατοικίες. Σε λίγο, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή έρχονται πρόσφυγες από την Ανατολική κυρίως Θράκη και από τη Βουλγαρία. Στην πλειοψηφία τους θρακιώτες και πόντιοι και Σαρακατσάνοι. Οι Βούλγαροι, μέχρι το 1923 είχαν φύγει όλοι.
Σιγά σιγά τα χρόνια περνούσαν. Χριστιανοί και μουσουλμάνοι ζούσαν αρμονικά. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έγινε παρεξήγηση ανάμεσά τους. Από το 1920 και μετά αρχίζει μια νέα περίοδος ανάπτυξης. Η θέση της ήταν σημαντική, καθώς βρισκόταν πάνω στη μοναδική τότε διαδρομή ανάμεσα στην Ήπειρο και την Κωνσταντινούπολη. Καραβάνια από καμήλες μετέφεραν τα προϊόντα από τη μια και από την άλλη πλευρά. Μεγαλύτερη αξία αποκτά, όταν ολοκληρώνεται η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης. Ο σταθμός γίνεται στη Μέστη [Κιοσέ Μετζήτ], εφτά χλμ από τις Σάπες. Μεταφορικά μέσα ήταν οι καμήλες, τα άλογα, τα μουλάρια με τα κάρα. Δρόμοι καλοί δεν υπήρχαν. Χωματόδρομοι, στενοί και ανώμαλοι, ταλαιπωρούσαν ζώα και ανθρώπους, ιδιαίτερα τους χειμωνιάτικους μήνες και τις βροχερές ημέρες.
Το 1939 αρχίζει ο μεγάλος πόλεμος και η βασανιστική για τους ντόπιους βουλγαρική κατοχή. Οι νέοι κατακτητές διώχνουν από τα σπίτια και τα εμπορικά τους τους ιδιοκτήτες ή τους περιορίζουν σε κάποιους αχυρώνες και αποθήκες. Περνούν τέσσερα σκληρά χρόνια, ώσπου έρχεται η απελευθέρωση και οι βούλγαροι αποχωρούν για μια ακόμη φορά. Όλα προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους. Τότε έρχονται και εγκαθίστανται οι κάτοικοι ενός ολόκληρου χωριού. [Κασσιτερά]. Πόντιοι πρόσφυγες του 1922 από τη Λίτσασα.
Στο μεταξύ, οι περισσότεροι ηπειρώτες στην καταγωγή Σαπαίοι, είχαν φύγει από τις Σάπες, για να φυλαχτούν από τη μανία του κατακτητή. Πολλοί από αυτούς δεν επέστρεψαν πίσω. Πούλησαν ή ενοικίασαν τις ιδιοκτησίες τους. Έτσι ένα σημαντικό κομμάτι και ιδιαίτερα δραστήριο χάνεται. Ο υπόλοιπος πληθυσμός προσπαθεί και πάλι να βρει τα βήματά του. Χρόνο με το χρόνο η ζωή των κατοίκων βελτιώνεται. Οι άνθρωποι είναι φιλήσυχοι και εργατικοί. Το εμπόριο, η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι οι βασικές ασχολίες τους. Την εποχή εκείνη έρχονται και πολλοί Σαρακατσάνοι, οι οποίοι εγκαταλείποντας τις κτηνοτροφικές τους δραστηριότητες, αγοράζουν γη ή γίνονται ιδιοκτήτες εμπορικών.
Οι Σάπες ήταν το κέντρο μιας ολόκληρης επαρχίας και συνάμα το κέντρο όλων των εμπορικών δραστηριοτήτων. Λειτουργούν δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και σχολεία. Δεκάδες ή και εκατοντάδες υπάλληλοι, δημόσιοι, δικαστικοί, τραπεζικοί, δάσκαλοι και καθηγητές, μένουν μόνιμα στον τόπο και αποτελούν ένα δυναμικό στοιχείο πολιτιστικής, οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Όλα καλά για λίγα χρόνια. Για διάφορους λόγους τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν! Λίγο η βελτίωση των οικονομικών, η δημιουργία νέων δρόμων, η καλυτέρευση των συγκοινωνιών, η αγορά ιδιόκτητων αυτοκινήτων μίκρυναν τις αποστάσεις και ο τόπος φαίνεται λίγος να ικανοποιήσει τους απαιτητικούς πλέον κατοίκους. Κομοτηνή και Αλεξανδρούπολη "ρουφούν" σαν το σφουγγάρι ένα σημαντικό κομμάτι των κατοίκων, αφού μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερα πλεονεκτήματα.
Κι εκεί που όλα φαινόταν απογοητευτικά, περίπου στις αρχές του 1990, μια νέα μετεγκατάσταση δύο περίπου χιλιάδων ομογενών Ελλήνων από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, ήρθε να δώσει ελπίδες για κάτι καλύτερο. Η πολιτεία έχτισε 300 περίπου κατοικίες για τους ανθρώπους αυτούς. Όμως σιγά σιγά οι ελπίδες άρχισαν να σβήνουν. Ο πιο σοβαρός λόγος ήταν η απασχόληση αυτών των ανθρώπων. Δυστυχώς, η γενικότερη οικονομική κρίση σε συνδυασμό και με την τοπική απραξία ανάγκασαν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού αυτού να εγκαταλείψει τις εστίες του, είτε προσωρινά είτε μόνιμα.
Σήμερα η κατάσταση παρουσιάζει μερικές ιδιομορφίες. Οι χριστιανοί καθώς μετακομίζουν σε άλλες πόλεις πωλούν τις ακίνητες περιουσίες, τις οποίες προθυμοποιούνται να αγοράσουν, κυρίως μουσουλμάνοι πολίτες των Σαπών ή των γύρω οικισμών, που ενδιαφέρονται να εγκατασταθούν στις Σάπες.
Η ανεργία και η οικονομική καχεξία είναι διάχυτες. Μικρή ανάσα δίνει η καινούρια βιομηχανία φαρμάκων στην περιοχή της Μέστης. Όμως πολλά πρέπει να γίνουν και οι τοπικοί άρχοντες, σε συνεργασία με τους τοπικούς φορείς και συλλόγους θα πρέπει να δραστηριοποιηθούν. Το κέντρο αδιαφορεί για τον τόπο, οι πολιτικοί κάνουν πως αγνοούν την πραγματικότητα. Άρα τί μένει;
Τμήμα της αγοράς γύρω στο 1965